Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0706

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 20ής Νοεμβρίου 2019.
    X κατά Belgische Staat.
    Αίτηση του Raad voor Vreemdelingenbetwistingen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 5, παράγραφος 4 – Απόφαση επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως – Συνέπειες της μη τηρήσεως της προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεως – Αυτόματη χορήγηση άδειας διαμονής.
    Υπόθεση C-706/18.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:993

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 20ής Νοεμβρίου 2019 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 5, παράγραφος 4 – Απόφαση επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως – Συνέπειες της μη τηρήσεως της προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεως – Αυτόματη χορήγηση άδειας διαμονής»

    Στην υπόθεση C-706/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο) με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

    X

    κατά

    Belgische Staat,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του έκτου τμήματος, L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet και M. Jacobs καθώς και από τον P. Cottin, επικουρούμενους από τις C. Decordier και T. Bricout, advocaten,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και M. Κοντού-Durande καθώς και από τον G. Wils,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της X, Αφγανής υπηκόου, και του Belgische Staat (Βελγικού Δημοσίου) σχετικά με την απόρριψη από το Βελγικό Δημόσιο της αιτήσεως της Χ για τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2003/86, «[γ]ια την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων».

    4

    Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

    «Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

    5

    Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    γ)

    “συντηρών”: υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος και υποβάλλει, ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του, αίτηση οικογενειακής επανένωσης προκειμένου να επανενωθούν μαζί του/της·

    δ)

    “οικογενειακή επανένωση”: η είσοδος και η διαμονή σε κράτος μέλος των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα, ασχέτως εάν οι οικογενειακοί δεσμοί δημιουργήθηκαν πριν ή μετά την είσοδο του διαμένοντος·

    ε)

    “άδεια διαμονής”: κάθε είδους εξουσιοδότηση που εκδίδεται από τις αρχές κράτους μέλους βάσει της οποίας επιτρέπεται σε υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στην επικράτειά του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών [(ΕΕ 2002, L 157, σ. 1)]·

    […]».

    6

    Το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

    «Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις.»

    7

    Κατά το άρθρο 4 της ως άνω οδηγίας:

    «1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

    α)

    του/της συζύγου του συντηρούντος·

    […]».

    8

    Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «[…]

    2.   Η αίτηση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση και την τήρηση των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 6 και, όπου χωρεί η εφαρμογή τους, στα άρθρα 7 και 8, και από ακριβή αντίγραφα των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας.

    Εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν συνεντεύξεις με τον συντηρούντα και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του και να διενεργούν οποιαδήποτε άλλη έρευνα […] κρίνουν αναγκαία.

    Κατά την εξέταση αίτησης που αφορά τον εκτός γάμου σύντροφο του συντηρούντος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο της οικογενειακής σχέσης, παράγοντες, όπως η ύπαρξη κοινού τέκνου, η προηγούμενη συγκατοίκηση, η καταχώριση της σχέσης συμβίωσης και κάθε άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.

    […]

    4.   Μόλις καταστεί δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κοινοποιούν γραπτώς την απόφαση στο πρόσωπο, το οποίο υπέβαλε την αίτηση.

    Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με τον σύνθετο χαρακτήρα της εξέτασης της αίτησης, η προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνεται.

    Η απόφαση απόρριψης της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ενδεχόμενες συνέπειες από το γεγονός ότι δεν έχει ληφθεί απόφαση έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.»

    9

    Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

    «Όταν ο πρόσφυγας αδυνατεί να προσκομίσει επίσημα δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν τους οικογενειακούς δεσμούς, το κράτος μέλος εξετάζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αξιολογούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη αυτών των δεσμών. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην απουσία των εν λόγω δικαιολογητικών.»

    10

    Το άρθρο 13 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1.   Μόλις η αίτηση οικογενειακής επανένωσης γίνει δεκτή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο του μέλους ή των μελών της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στα πρόσωπα αυτά κάθε διευκόλυνση για να λάβουν τις απαιτούμενες θεωρήσεις.

    2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στα μέλη της οικογένειας μια πρώτη άδεια διαμονής, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους. Η άδεια αυτή είναι ανανεώσιμη.

    3.   Η διάρκεια των αδειών διαμονής που χορηγούνται στο μέλος/στα μέλη της οικογένειας δεν υπερβαίνει κατ’ αρχήν την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της άδειας διαμονής του συντηρούντος.»

    Το βελγικό δίκαιο

    11

    Το άρθρο 10 του wet betreffende de toegang tot het grondgebied, het verblijf, de vestiging en de verwijdering van vreemdelingen (νόμου περί εισόδου στην επικράτεια, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως των αλλοδαπών), της 15ης Δεκεμβρίου 1980 (Belgisch Staatsblad, 31 Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980), ορίζει τα εξής:

    «§ 1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 και 12, επιτρέπεται αυτοδικαίως να διαμένουν για χρονικό διάστημα πλέον των τριών μηνών στο Βασίλειο:

    […]

    4o   τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίο έχει επιτραπεί η διαμονή ή έχει χορηγηθεί, εδώ και τουλάχιστον δώδεκα μήνες, άδεια διαμονής στο Βασίλειο για αόριστη διάρκεια, ή του έχει επιτραπεί, εδώ και τουλάχιστον δώδεκα μήνες, να εγκατασταθεί στο Βασίλειο. Η εν λόγω προθεσμία των δώδεκα μηνών δεν ισχύει εάν ο συζυγικός δεσμός ή η καταχωρισθείσα σχέση συμβιώσεως προϋπήρχε κατά την άφιξη του αλλοδαπού με τον οποίο ζητείται η επανένωση στο Βασίλειο ή εάν έχουν αποκτήσει μαζί ανήλικο τέκνο. Αυτές οι προϋποθέσεις σχετικά με τη φύση και τη διάρκεια της διαμονής δεν εφαρμόζονται εάν πρόκειται για μέλη της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, δεύτερο ή τρίτο εδάφιο, ή το άρθρο 49/2, παράγραφοι 2 ή 3, επετράπη η διαμονή στο Βασίλειο ως πρόσωπο που απολαύει του καθεστώτος διεθνούς προστασίας:

    ο αλλοδαπός σύζυγός του ή ο αλλοδαπός με τον οποίο έχει συνάψει καταχωρισθείσα σχέση συμβιώσεως, που θεωρείται ότι είναι ισοδύναμη με γάμο στο Βέλγιο, και ο οποίος μεταβαίνει στη χώρα αυτή προκειμένου να εγκατασταθεί μαζί του, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο ενδιαφερόμενοι είναι άνω των είκοσι ενός ετών. Η ελάχιστη ηλικία αυτή μειώνεται, ωστόσο, στα δεκαοκτώ έτη, σε περίπτωση κατά την οποία ο συζυγικός δεσμός ή η εν λόγω καταχωρισθείσα σχέση συμβιώσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, προϋπήρχε κατά την άφιξη του αλλοδαπού, με τον οποίο ζητείται η επανένωση, στο Βασίλειο·

    […]».

    12

    Το άρθρο 12bis, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 έχει ως εξής:

    «Σε περίπτωση που ο αλλοδαπός της παραγράφου 1 υποβάλλει την αίτησή του ενώπιον Βέλγου διπλωματικού ή προξενικού εκπροσώπου που είναι αρμόδιος για τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του στην αλλοδαπή, μαζί με την αίτηση πρέπει να προσκομίζονται έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω αλλοδαπός πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφοι 1 έως 3, μεταξύ άλλων ιατρική βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι αυτός δεν πάσχει από μία ή περισσότερες από τις ασθένειες που μνημονεύονται στο παράρτημα του παρόντος νόμου, καθώς επίσης και, σε περίπτωση που αυτός έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, απόσπασμα ποινικού μητρώου ή ισοδύναμο έγγραφο.

    Η ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως είναι η ημερομηνία κατά την οποία προσκομίστηκαν όλα τα εν λόγω έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου της 16ης Ιουλίου 2004 περί του κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ή τις διεθνείς συμφωνίες με το ίδιο αντικείμενο.

    Η απόφαση επί της χορηγήσεως άδειας διαμονής λαμβάνεται και κοινοποιείται το συντομότερο δυνατόν, το αργότερο δε εντός έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Η απόφαση λαμβάνεται αφού ληφθεί υπόψη το σύνολο των στοιχείων του φακέλου.

    Εάν δεν πληρούται η προϋπόθεση της επάρκειας των πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 5, ο υπουργός ή ο εκπρόσωπός του πρέπει να καθορίσουν, βάσει των ιδιαίτερων αναγκών του αλλοδαπού με τον οποίο ζητείται η επανένωση, καθώς και των μελών της οικογένειάς του, ποια μέσα διαβίωσης είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών τους χωρίς να επιβαρυνθεί το δημόσιο ταμείο. Ο υπουργός ή ο εκπρόσωπός του μπορούν προς τούτο να ζητήσουν από τον αλλοδαπό να υποβάλει όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τον καθορισμό αυτού του ποσού.

    Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με τον σύνθετο χαρακτήρα της εξετάσεως της αιτήσεως, καθώς επίσης και στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με γάμο, κατά την έννοια του άρθρου 146bis του Αστικού Κώδικα, ή σχετικά με τις προϋποθέσεις της σχέσεως συμβιώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 5, ο υπουργός ή ο εκπρόσωπός του μπορούν να παρατείνουν αυτήν την προθεσμία δύο φορές, κατά τρεις μήνες κάθε φορά, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον αιτούντα.

    Εάν, μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, η οποία δύναται να παραταθεί σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση, πρέπει να χορηγηθεί άδεια διαμονής.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    13

    Στις 24 Οκτωβρίου 2013, η Χ, αφγανικής ιθαγένειας, υπέβαλε στην Πρεσβεία του Βελγίου στο Ισλαμαμπάντ (Πακιστάν) αίτηση για τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση, προκειμένου αυτή να επανενωθεί με τον φερόμενο ως σύζυγό της, F. S. M., Αφγανό υπήκοο που απολαύει του καθεστώτος του πρόσφυγα στο Βέλγιο.

    14

    Με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2014, ο gemachtigde van de staatssecretaris voor Asiel en Migratie, Maatschappelijke Integratie en Armoedebestrijding (εκπρόσωπος του Υφυπουργού Ασύλου και Μετανάστευσης, Κοινωνικής Ένταξης και Καταπολέμησης της Φτώχειας, Βέλγιο) απέρριψε την ως άνω αίτηση, για τον λόγο ότι ο συζυγικός δεσμός μεταξύ της X και του F. S. M. δεν είχε αποδειχθεί.

    15

    Στις 24 Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο). Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2016, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την εν λόγω προσφυγή.

    16

    Στις 22 Αυγούστου 2016, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο).

    17

    Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αναίρεσε την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2016. Με την απόφασή του, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η υπέρβαση της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12bis, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 συνεπάγεται, άνευ εξαιρέσεως, τη χορήγηση άδειας εισόδου και διαμονής στον αιτούντα, και επομένως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θα έπρεπε να έχει λάβει τέτοια άδεια, ακόμη και αν υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη του συζυγικού δεσμού της με τον F. S. M. Εξάλλου, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προς επανεξέταση.

    18

    Επιληφθέν κατόπιν αναπομπής εκ μέρους του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας), το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεσμεύεται από τη λύση την οποία δέχθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018 όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 12bis, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Ωστόσο, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη συνιστά μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/86, το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοια λύση είναι σύμφωνη με την οδηγία αυτή.

    19

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo (C-246/17, EU:C:2018:499), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 28), ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να χορηγούν αυτεπαγγέλτως δελτίο διαμονής στα μέλη της οικογένειας ενός πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οσάκις έχει παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία που προβλέπει η οδηγία αυτή όσον αφορά τη χορήγηση ενός τέτοιου δελτίου.

    20

    Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αυτόματη χορήγηση άδειας διαμονής στα μέλη της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12bis, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, αφενός, θα είχε ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται στα μέλη της οικογένειας του υπηκόου αυτού ευνοϊκότερη μεταχείριση από αυτήν της οποίας τυγχάνουν τα μέλη της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης και, αφετέρου, θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό της οδηγίας 2003/86, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών.

    21

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αντιτίθεται η οδηγία 2003/86 –λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 5, καθώς και του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως– σε εθνικές διατάξεις που ερμηνεύουν το άρθρο 5, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας υπό την έννοια ότι η μη λήψη αποφάσεως έως τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας συνεπάγεται υποχρέωση των εθνικών αρχών να χορηγούν αυτεπαγγέλτως στον ενδιαφερόμενο άδεια διαμονής, χωρίς να διαπιστώνεται προηγουμένως ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί πράγματι τις προϋποθέσεις διαμονής στο Βέλγιο σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    22

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση μη λήψεως αποφάσεως εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να χορηγούν αυτεπαγγέλτως άδεια διαμονής στον αιτούντα, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε να διαπιστώνουν προηγουμένως ότι ο αιτών πληροί πράγματι τις προϋποθέσεις διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

    23

    Συναφώς, από το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η απόφαση επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως πρέπει να λαμβάνεται μόλις καταστεί δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως τη λήξη προθεσμίας εννέα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής στις αρμόδιες εθνικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    24

    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/86, ενδεχόμενες συνέπειες από το γεγονός ότι δεν έχει ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως έως τη λήξη της ως άνω προθεσμίας καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    25

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση προβλέπει ένα σύστημα σιωπηρής αποδοχής, σύμφωνα με το οποίο η μη λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως έως τη λήξη προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως αυτής συνεπάγεται, άνευ εξαιρέσεως, την αυτόματη χορήγηση άδειας εισόδου στον αιτούντα.

    26

    Συναφώς, καίτοι το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως αντιτίθεται στο να προβλέπουν τα κράτη μέλη συστήματα αποδοχής ή σιωπηρής εγκρίσεως, εντούτοις, τα συστήματα αυτά δεν πρέπει να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo, C-246/17, EU:C:2018:499, σκέψη 46).

    27

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι, από τη μια πλευρά, ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E., C-635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 45), εντούτοις, από την άλλη πλευρά, δυνάμει του άρθρου 1 σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας αυτής, η εν λόγω οδηγία έχει ως σκοπό τον καθορισμό, βάσει κοινών κριτηρίων, των ουσιαστικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών.

    28

    Η έννοια της «οικογενειακής επανενώσεως» ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/86 ως η είσοδος και η διαμονή σε κράτος μέλος των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα, ασχέτως εάν οι οικογενειακοί δεσμοί δημιουργήθηκαν πριν ή μετά την είσοδο του διαμένοντος.

    29

    Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της οδηγίας αυτής, ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος με σκοπό την οικογενειακή επανένωση, και μεταξύ αυτών του/της συζύγου του συντηρούντος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν σαφώς καθορισμένα δικαιώματα, καθόσον επιβάλλει στα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις που ορίζει η εν λόγω οδηγία, την υποχρέωση να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, χωρίς να δύνανται να κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειάς τους (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 60).

    30

    Ωστόσο, όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την υποβολή και την εξέταση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 προβλέπει ότι η αίτηση αυτή συνοδεύεται από «δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση». Ομοίως, το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι, «[ε]φόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν συνεντεύξεις με τον συντηρούντα και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του και να διενεργούν οποιαδήποτε άλλη έρευνα […] κρίνουν αναγκαία».

    31

    Εξάλλου, όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση προσφύγων, από το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι, όταν ο πρόσφυγας αδυνατεί να προσκομίσει επίσημα δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν τους οικογενειακούς δεσμούς, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εξετάζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφορούν την ύπαρξη αυτών των δεσμών.

    32

    Εξ αυτού συνάγεται ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν την ύπαρξη των οικογενειακών δεσμών που προβάλλονται από τον συντηρούντα ή από το μέλος της οικογένειάς του το οποίο αφορά η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως.

    33

    Όταν η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως γίνεται δεκτή, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο του μέλους της οικογένειας του συντηρούντος και του χορηγεί μια πρώτη άδεια διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86.

    34

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται, προτού επιτρέψουν την οικογενειακή επανένωση βάσει της οδηγίας 2003/86, να διαπιστώνουν την ύπαρξη των κρίσιμων οικογενειακών δεσμών μεταξύ του συντηρούντος και του υπηκόου τρίτης χώρας υπέρ του οποίου έχει υποβληθεί η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως.

    35

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να χορηγούν άδεια διαμονής βάσει της οδηγίας 2003/86 σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις που η εν λόγω οδηγία θέτει για τη χορήγησή της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Diallo, C-246/17, EU:C:2018:499, σκέψη 50).

    36

    Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 17 και 25 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να χορηγούν, άνευ εξαιρέσεως, άδεια διαμονής βάσει της οδηγίας 2003/86 στον αιτούντα την οικογενειακή επανένωση κατά τη λήξη προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του, ακόμη και όταν δεν έχει διαπιστωθεί προηγουμένως ότι ο αιτών πληρούσε πράγματι τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2003/86 προκειμένου να δικαιούται να λάβει την ως άνω άδεια.

    37

    Μια τέτοια ρύθμιση, καθ’ ο μέρος επιτρέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής βάσει της οδηγίας 2003/86 σε πρόσωπο το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη λήψη της άδειας αυτής, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα και αντιβαίνει στους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας.

    38

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, εφόσον δεν έχει ληφθεί απόφαση έως τη λήξη προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να χορηγούν αυτεπαγγέλτως άδεια διαμονής στον αιτούντα, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε να διαπιστώνουν προηγουμένως ότι ο τελευταίος αυτός αιτών πληροί πράγματι τις προϋποθέσεις διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    39

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση έως τη λήξη προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να χορηγούν αυτεπαγγέλτως άδεια διαμονής στον αιτούντα, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε να διαπιστώνουν προηγουμένως ότι ο αιτών πληροί πράγματι τις προϋποθέσεις διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top