Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0460

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2019.
HK κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 1δ – Άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII – Σύνταξη επιζώντος – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Έννοια του “επιζώντος συζύγου” υπαλλήλου της Ένωσης – Γάμος και μη έγγαμη σχέση συμβίωσης – Ελεύθερη συμβίωση – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Συγκρίσιμη κατάσταση – Δεν υφίσταται – Προϋπόθεση περί διάρκειας του γάμου – Καταπολέμηση της απάτης – Δικαιολόγηση.
Υπόθεση C-460/18 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1119

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2019 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 1δ – Άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII – Σύνταξη επιζώντος – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Έννοια του “επιζώντος συζύγου” υπαλλήλου της Ένωσης – Γάμος και μη έγγαμη σχέση συμβίωσης – Ελεύθερη συμβίωση – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Συγκρίσιμη κατάσταση – Δεν υφίσταται – Προϋπόθεση περί διάρκειας του γάμου – Καταπολέμηση της απάτης – Δικαιολόγηση»

Στην υπόθεση C‑460/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 12 Ιουλίου 2018,

HK, κάτοικος Espartinas-Séville (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον S. Rodrigues και την A. Champetier, δικηγόρους,

αναιρεσείων,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και B. Mongin,

καθής-εναγομένη πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και R. Meyer,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Safjan (εισηγητή), L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαΐου 2019,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο HK ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 3ης Μαΐου 2018, HK κατά Επιτροπής (T‑574/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:252), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] του με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία δεν του χορηγήθηκε σύνταξη επιζώντος (στο εξής: επίδικη απόφαση) και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του, καθώς και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 2000/78/ΕΚ

2

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), με τίτλο «Σκοπός, ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]»

O ΚΥΚ

4

Το άρθρο 1δ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), όριζε τα εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Παραρτήματος VII όροι.

[…]

5.   Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6.   Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.»

5

Το άρθρο 79, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII, η επιζώσα σύζυγος υπαλλήλου ή τέως υπαλλήλου έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας ή του επιδόματος αναπηρίας, της οποίας εδικαιούτο ο θανών ή της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ηδύνατο να την αξιώσει, ανεξάρτητα από τη διάρκεια υπηρεσίας ή την ηλικία του κατά τον χρόνο του θανάτου του.»

6

Το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αποδεκτή μόνο:

αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2 εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και

αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.»

7

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Δικαιούται επιδόματος στέγης:

[…]

γ)

ο υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρηθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i)

το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

ii)

κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

iii)

οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

iv)

το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει τον γάμο ενός τέτοιου ζεύγους·

[…]»

8

Το άρθρο 17 του παραρτήματος VIIΙ του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Ο επιζών σύζυγος υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του/της επί ένα τουλάχιστον έτος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρου άρθρου 1 παράγραφος 1 και του κατωτέρω άρθρου 22, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας που θα κατεβάλετο στον υπάλληλο, αν αυτός ηδύνατο να την απαιτήσει, χωρίς την προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας ή την ηλικία του, κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό το γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφ’ όσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προέκυψε από αναπηρία ή ασθένεια, από την οποία αυτός προσεβλήθη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είτε από ατύχημα.»

Το ιστορικό της διαφοράς

9

O αναιρεσείων ΗΚ και η Ν. άρχισαν να συμβιώνουν το 1994 όταν κατοικούσαν στη Λιέγη (Βέλγιο).

10

Η N. ήταν υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπηρετούσε στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) στη Σεβίλλη (Ισπανία) από τις 16 Μαΐου 2005.

11

Λόγω προβλημάτων υγείας, ο αναιρεσείων δεν ήταν σε θέση να εργασθεί ή να παρακολουθήσει κύκλους σπουδών. Ελάμβανε τακτικά χρήματα από την N.

12

Ο αναιρεσείων και η Ν. τέλεσαν γάμο στη Λιέγη στις 9 Μαΐου 2014.

13

Η Ν. απεβίωσε στις 11 Απριλίου 2015.

14

Μετά τον θάνατο της N., η Επιτροπή ενημέρωσε προφορικά τον αναιρεσείοντα ότι δεν θα του καταβαλλόταν σύνταξη επιζώντος.

15

Στις 15 Ιουνίου 2015 ο αναιρεσείων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως. Με απόφαση της Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, η διοικητική αυτή ένσταση απορρίφθηκε.

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 23 Δεκεμβρίου 2015, ο νυν αναιρεσείων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, καθώς και την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

17

Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 18 Φεβρουαρίου 2016, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση υπέρ της Επιτροπής. Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης έκανε δεκτό το εν λόγω αίτημα με διάταξη της 13ης Απριλίου 2016.

18

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Eυρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), η εν λόγω υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν στις 31 Αυγούστου 2016.

19

Προς στήριξη του αιτήματός του να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και, «εφόσον κρίνεται αναγκαίο», η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση της 15ης Ιουνίου 2015, ο νυν αναιρεσείων προέβαλε, κατ’ ένσταση, έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι το κριτήριο του γάμου ή της μη έγγαμης σχέσεως συμβίωσης, διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους, είναι αυθαίρετο και απρόσφορο με γνώμονα τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος και, αφετέρου, ότι η διάταξη αυτή είναι παράνομη καθόσον αντιβαίνει στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78.

20

Ο νυν αναιρεσείων ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει την υλική του ζημία καθώς και την ηθική του βλάβη, οι οποίες υπολογίζονται ex aequo et bono σε 5000 ευρώ.

21

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του νυν αναιρεσείοντος στο σύνολό της και τον καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

22

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας και να κάνει δεκτά τα αιτήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως, συμπεριλαμβανομένου του αιτήματος να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα ή, άλλως,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ούτως ώστε να αποφανθεί αυτό επ’ αυτής, οπότε τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να ρυθμιστούν σύμφωνα με το άρθρο 184 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

23

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

24

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθώς και από διφορούμενη, ασυνεπή και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ο δε δεύτερος από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, καθώς και από ανεπαρκή αιτιολογία της προμνησθείσας αποφάσεως.

Επί του παραδεκτού

25

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο νυν αναιρεσείων προέβαλε, κατ’ ένσταση, λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, στο πλαίσιο του οποίου υποστήριξε ότι η διάταξη αυτή εισάγει δυσμενή διάκριση, καθότι εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από την ύπαρξη συζυγικού δεσμού μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων. Πλην όμως, προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται εφεξής ότι το προμνησθέν άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, δεν επιφυλάσσει τη σύνταξη επιζώντος για τα έγγαμα ζεύγη. Ο λόγος αυτός δεν συζητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, προβάλλεται για πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος.

26

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εάν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο αναιρέσεως και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα είναι περιορισμένη κατ’ αναίρεση, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Στην αναιρετική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, επομένως, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 59, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2016, BSH κατά EUIPO,C‑43/15 P, EU:C:2016:837, σκέψη 43).

27

Εντούτοις, όταν ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, ο αναιρεσείων μπορεί καταρχήν να αναπτύσσει κατ’ ελεύθερη κρίση τα επιχειρήματα που τον θεμελιώνουν, είτε δηλαδή βασιζόμενος σε επιχειρήματα που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είτε αναπτύσσοντας νέα επιχειρήματα, σε σχέση κυρίως με τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου. Σε αντίθετη περίπτωση, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει το νόημά της (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 64, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και η εφαρμογή του στην περίπτωση του αναιρεσείοντος συζητήθηκαν σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως αμφισβητείται κατά τρόπο εμπεριστατωμένο η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, χωρίς ο λόγος αυτός να αποτελεί νέο ισχυρισμό, του οποίου η προβολή θα απαγορευόταν κατ’ αναίρεση.

29

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διφορούμενη, ασυνεπής και αντιφατική. Θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο το κριτήριο του γάμου ή της μη έγγαμης σχέσεως συμβίωσης ήταν αυθαίρετο και απρόσφορο, υιοθέτησε εσφαλμένο συλλογισμό, καθόσον συνάρτησε «χωρίς επιφύλαξη» την έννοια του «συζύγου» του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, με εκείνη του «γάμου». Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε μια προϋπόθεση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η οποία δεν εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον επιζώντα σύζυγο αποβιώσαντος υπαλλήλου από την ύπαρξη δεσμού γάμου μεταξύ των δύο αυτών προσώπων. Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το θετικό δίκαιο έχει εξελιχθεί, δεδομένου ότι σε πλείονες εθνικές νομοθεσίες το καθεστώς του γάμου έχει προσεγγίσει άλλες μορφές ενώσεως, όπως την ελεύθερη συμβίωση ή τη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης.

31

Επιπλέον, η ίδια η νομοθεσία της Ένωσης έχει εξελιχθεί, ιδίως στο πλαίσιο της επελθούσας το 2004 μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, με την τροποποίηση, ειδικότερα, της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1δ. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης της Ένωσης προσέθεσε την αναφορά στον γενετήσιο προσανατολισμό, παρέχοντας στους επισήμως καταχωρισμένους συντρόφους του ιδίου φύλου τη δυνατότητα να επωφελούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως ακριβώς και οι έγγαμοι, των πλεονεκτημάτων που παρέχει ο ΚΥΚ.

32

Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε επομένως να κρίνει βασίμως, στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς διατάξεις του ΚΥΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII, περιέχουν έννοιες του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές του «γάμου» και του «συζύγου», οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνον σε σχέση στηριζόμενη στον θεσμό του γάμου, κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου.

33

Εξάλλου, κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης, στη σκέψη 28 της αποφάσεως αυτής, ότι ο γάμος δεν είναι «κατ’ αρχήν» συγκρίσιμος με την ελεύθερη συμβίωση ή με άλλες εν τοις πράγμασι ενώσεις. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει, επομένως, ότι υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες ο γάμος μπορεί να είναι συγκρίσιμος με τα άλλα αυτά είδη ενώσεως. Ωστόσο, δεν αντλεί τις συνέπειες από τη δυνατότητα αυτή, προκειμένου να κρίνει εάν, εν προκειμένω, η ένωση με την θανούσα υπάλληλο την οποία επικαλείται ο νυν αναιρεσείων ήταν συγκρίσιμη με έγγαμη ένωση και εάν αυτός μπορούσε να θεωρηθεί «επιζών σύζυγος», κατά την έννοια του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεδομένου μάλιστα ότι απέδειξε την ύπαρξη και τη διάρκεια της συμβίωσής του με την N.

34

Επιπλέον, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής ότι η προϋπόθεση της χορηγήσεως της συντάξεως επιζώντος δεν στηρίζεται στην απώλεια της αμοιβής του θανόντος υπαλλήλου, αλλά στη νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν τον υπάλληλο αυτό με τον/την επιζώντα σύζυγο ή σύντροφό του. Αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι όροι «σύζυγος» και «σύντροφος» είναι ισοδύναμοι.

35

Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι για την ερμηνεία όρων που περιέχονται στον ΚΥΚ δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από τον δικαστή της Ένωσης να λαμβάνει υπόψη τις εθνικές νομοθεσίες. Ισχυρίζεται ότι οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ του συντρόφου στο πλαίσιο μη έγγαμης σχέσεως συμβίωσης, αλλά αποκλειστικώς και μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΚΥΚ. Ο τελευταίος εξαρτά την αναγνώριση της «μη έγγαμης σχέσεως συμβίωσης» από την απόδειξη σταθερής συμβίωσης και από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η αδυναμία συνάψεως γάμου. Μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή πρέπει, κατά το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, να τυγχάνει η μη έγγαμη σχέση συμβίωσης της ίδιας μεταχειρίσεως με την έγγαμη. Ο αναιρεσείων, όμως, δεν αποδεικνύει ότι πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις.

36

Όσον αφορά τις προβαλλόμενες πλημμέλειες της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η σκέψη 47 της αποφάσεως αυτής δεν είναι διφορούμενη ούτε αντιφατική. Η Επιτροπή φρονεί ότι από την εν λόγω σκέψη συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομική φύση των δεσμών που υφίστανται μεταξύ των συντρόφων, δηλαδή είτε η ύπαρξη γάμου, η οποία καθιστά δυνατή τη λήψη συντάξεως επιζώντος, είτε η ύπαρξη σχέσεως συμβίωσης, όπως υποδηλώνει ο σύνδεσμος «ή». Τυχόν ερμηνεία κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο, στην εν λόγω σκέψη, εξομοίωσε τον «επιζώντα σύντροφο» με τον «σύζυγο» διαψεύδεται από την εν λόγω απόφαση θεωρούμενη στο σύνολό της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διφορούμενη, ασυνεπής και αντιφατική. Συγκεκριμένα, ενώ σε ορισμένες σκέψεις της αποφάσεως αυτής, ο όρος «σύζυγος» του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αναφέρεται μόνο σε έγγαμο πρόσωπο, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε, σε άλλες σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως, τον όρο αυτό και για τον «σύντροφο».

38

Κατά πάγια νομολογία, από το σκεπτικό μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του, το δε Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό του έλεγχο (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψεις 135 και 136, καθώς και διάταξη της 4ης Ιουνίου 2019, Aldo Supermarkets κατά EUIPO, C‑822/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:466, σκέψη 18).

39

Το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα και μπορεί, ως τέτοιο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 25, και της 23ης Ιανουαρίου 2019, Klement κατά EUIPO, C‑698/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:48, σκέψη 29).

40

Με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο νυν αναιρεσείων προέβαλε κατ’ ένσταση δύο λόγους αντλούμενους από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 17 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, καθόσον το άρθρο αυτό, αφενός, προβλέπει ένα δήθεν «αυθαίρετο και απρόσφορο» κριτήριο για τον καθορισμό του δικαιώματος σε σύνταξη επιζώντος και, αφετέρου, αντιβαίνει στο άρθρο 21 του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78.

41

Προκειμένου να αποφανθεί επί των ανωτέρω λόγων, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

42

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η διάταξη αυτή θέτει «αφενός, μια προϋπόθεση σχετική με το έγγαμο καθεστώς, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι επιζών σύζυγος του αποβιώσαντος υπαλλήλου και, αφετέρου, μια προϋπόθεση σχετική με τη διάρκεια του καθεστώτος αυτού, τουτέστιν ο ενδιαφερόμενος να έχει διατελέσει σύζυγός του αποβιώσαντος υπαλλήλου επί ένα τουλάχιστον έτος».

43

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στη σκέψη 23 της αποφάσεως αυτής ότι οι «διατάξεις του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι σαφείς και συγκεκριμένες και εκθέτουν, χωρίς αμφισημία, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος, δηλαδή ο ενδιαφερόμενος να είχε διατελέσει σύζυγος του αποβιώσαντος υπαλλήλου επί ένα τουλάχιστον έτος». Στη σκέψη 25 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[κ]ατά τη νομική όσο και κατά τη συνήθη έννοιά του, ο όρος “σύζυγος” αναφέρεται σε πρόσωπο που έχει επισήμως συνάψει “γάμο” αναγνωριζόμενο από τον νόμο, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν εξ αυτού».

44

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι «όροι “μη έγγαμη σχέση συμβίωσης” ή “ελεύθερη συμβίωση” διακρίνονται από τον όρο “γάμος”, το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται σαφώς στο σύνολο των κρατών μελών».

45

Κατά συνέπεια, στη σκέψη 30 της αποφάσεως αυτής το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς διατάξεις του ΚΥΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, «περιέχουν κοινοτικές έννοιες, όπως ο “γάμος” και ο “σύζυγος” που αφορούν αποκλειστικά μια σχέση που στηρίζεται στον γάμο κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου».

46

Στις επιμέρους αυτές σκέψεις του σκεπτικού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε δηλαδή ότι το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε πρόσωπο που έχει συνάψει γάμο αναγνωριζόμενο εκ του νόμου.

47

Εντούτοις, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν συνιστά αυθαιρεσία εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης ο περιορισμός της χορηγήσεως της συντάξεως επιζώντος στα πρόσωπα που έχουν τελέσει νόμιμο γάμο, καθώς και στα πρόσωπα που έχουν καταχωρισθεί ως σύντροφοι και δεν δύνανται νομίμως να τελέσουν γάμο».

48

Κατά συνέπεια, στη σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε στη σκέψη 30, απεφάνθη, χωρίς να αιτιολογήσει την εκτίμησή του επ’ αυτού, ότι το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αφορούσε όχι αποκλειστικώς τα έγγαμα πρόσωπα, αλλά και τους καταχωρισμένους συντρόφους.

49

Εξάλλου, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι από τη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής προέκυπτε ότι «αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της συντάξεως επιζώντος δεν είναι η απώλεια της αμοιβής του θανόντος υπαλλήλου, αλλά η νομική φύση των δεσμών που τον συνέδεαν με τον επιζώντα σύζυγο ή σύντροφο».

50

Υπό τις συνθήκες αυτές, από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και κατανοητό η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον προσδιορισμό των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

51

Πλην όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, το ζήτημα του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής συνδέεται στενά με το ζήτημα της συγκρισιμότητας των καταστάσεων που σταθμίζονται προκειμένου να εξακριβωθεί η συμβατότητα της διατάξεως αυτής με τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

52

Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον από τη διφορούμενη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν καθίσταται δυνατόν, αφενός, να κατανοήσει ο νυν αναιρεσείων τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και, αφετέρου, να ασκήσει το Δικαστήριο τον έλεγχό του.

53

Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

54

Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

55

Στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχει τέτοια περίπτωση.

Επί του παραδεκτού

56

Με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο νυν αναιρεσείων, επειδή αυτοί διέφεραν από εκείνους που προβλήθηκαν προς στήριξη της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως και, ως εκ τούτου, συνέτρεχε παράβαση του «κανόνα της αντιστοιχίας» μεταξύ της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως και της συνακόλουθης ένδικης προσφυγής.

57

Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 19 Οκτωβρίου 2017 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την αμφισβήτηση του παραδεκτού των ανωτέρω λόγων.

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί της ουσίας

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

59

Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, ο νυν αναιρεσείων υποστηρίζει, πρώτον, ότι η σύνταξη επιζώντος έχει ως σκοπό να παράσχει στο πρόσωπο που επωφελήθηκε των εισοδημάτων ενός υπαλλήλου της Ένωσης, κατά τη διάρκεια της βίου που διήγαγε με τον τελευταίο, τη δυνατότητα να αντισταθμίσει εν μέρει την απώλεια εισοδήματος που προκάλεσε ο θάνατος του υπαλλήλου. Ο νυν αναιρεσείων αναγνωρίζει ότι το γεγονός ότι υφίσταται γάμος ή μη έγγαμη σχέση συμβίωσης δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι ο επιζών σύζυγος ή σύντροφος επωφελήθηκε των εισοδημάτων του θανόντος υπαλλήλου κατά τη διάρκεια του κοινού τους βίου και χρειάζεται, επομένως, αντιστάθμισμα για την απώλεια εισοδήματος.

60

Επισημαίνει ότι τέτοια περίπτωση συντρέχει ωστόσο όταν, όπως εν προκειμένω, ο επιζών σύζυγος ή σύντροφος εξηρτάτο από τα εισοδήματα του θανόντος υπαλλήλου. Ισχυρίζεται δε ότι, λόγω προβλημάτων υγείας, δεν ήταν σε θέση να εργασθεί ή να παρακολουθήσει κύκλους σπουδών από το 2013 και ότι ήταν αποκλειστικώς εξαρτημένος από τα εισοδήματα της N.

61

Ο νυν αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι στερείται νομιμότητας καθόσον ορίζει, ως προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος, να υπήρξε ο αιτών έγγαμος ή να είχε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης με τον αποβιώσαντα υπάλληλο επί ένα τουλάχιστον έτος. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι αυθαίρετες και απρόσφορες με γνώμονα τον σκοπό που επιδιώκεται με τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος. Τουτέστιν, ο επιζών σύζυγος που υπήρξε έγγαμος για διάστημα ενός έτους και μίας ημέρας δικαιούται σύνταξη επιζώντος, ενώ ο επιζών σύντροφος που επί δεκαετίες συμβίωσε με υπάλληλο και μοιράστηκε τα εισοδήματα του τελευταίου δεν δικαιούται τη σύνταξη αυτή.

62

Δεύτερον, ο νυν αναιρεσείων υπογραμμίζει ότι η εν τοις πράγμασι ένωση και η νόμιμη ένωση παρουσιάζουν ομοιότητες. Μέρος της θεωρίας και της βελγικής νομολογίας θεωρεί ότι υφίστανται φυσικές υποχρεώσεις μεταξύ όσων τελούν σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης. Η αναγνώριση των υποχρεώσεων αυτών, οι οποίες μπορούν να καταστούν αστικές υποχρεώσεις, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η κατάσταση των εγγάμων ζευγών και εκείνων σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης είναι παρόμοια, τουλάχιστον εφόσον υφίσταται οικονομική ενίσχυση από τον έναν σύντροφο υπέρ του άλλου κατά τη διάρκεια σταθερής και μακροχρόνιας σχέσεως, όπως εν προκειμένω.

63

Κατά συνέπεια, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επιζώντων συζύγων και των επιζώντων συντρόφων σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, εισάγει δυσμενή διάκριση. Ο νυν αναιρεσείων παραπέμπει συναφώς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2008, Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179).

64

Το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ αντιβαίνει, επομένως, στο άρθρο 21 του Χάρτη και στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 και, κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί η βασισθείσα στην εν λόγω διάταξη του ΚΥΚ επίδικη απόφαση.

65

Η Επιτροπή και το παρεμβαίνον Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο νυν αναιρεσείων πρέπει να απορριφθούν.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

66

Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Ustariz Aróstegui, C‑72/18, EU:C:2019:516, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Ο συγκρίσιμος χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που εισάγει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26, καθώς και της 6ης Ιουνίου 2019, P. M. κ.λπ., C‑264/18, EU:C:2019:472, σκέψη 29).

68

Εν προκειμένω, σκοπός της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ είναι να χορηγηθεί στον «επιζώντα σύζυγο» ένα εισόδημα που να αντισταθμίζει εν μέρει την απώλεια των εισοδημάτων του αποβιώσαντος συζύγου του.

69

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών του, από το γράμμα του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, προκύπτει ότι το δικαίωμα στη σύνταξη επιζώντος δεν υπόκειται σε προϋποθέσεις εισοδημάτων ή περιουσίας από τις οποίες συνάγεται αδυναμία του επιζώντος συζύγου να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του και βάσει των οποίων αποδεικνύεται προγενέστερη οικονομική εξάρτησή του από τον αποβιώσαντα.

70

Η χορήγηση της συντάξεως επιζώντος εξαρτάται, αντιθέτως, μόνον από τη νομική φύση των δεσμών που συνέδεαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με τον θανόντα υπάλληλο (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου, C‑122/99 P και C‑125/99 P, EU:C:2001:304, σκέψη 47).

71

Επομένως, η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ για τον προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ήτοι να είναι ο ενδιαφερόμενος «σύζυγος» του θανόντος υπαλλήλου, συνεπάγεται ότι ο δικαιούχος της συντάξεως επιζώντος πρέπει να συνδεόταν με τον θανόντα υπάλληλο, στο πλαίσιο αστικής έννομης σχέσεως που γεννά ένα σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τους.

72

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι, από ορισμένες απόψεις, οι εν τοις πράγμασι ενώσεις και οι νόμιμες ενώσεις, όπως ο γάμος, ενδέχεται να παρουσιάζουν ομοιότητες, ωστόσο, οι ομοιότητες αυτές δεν συνεπάγονται αναγκαστικά εξομοίωση των δύο αυτών ειδών ενώσεως (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C‑485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 75).

73

Πράγματι, ο γάμος χαρακτηρίζεται από την τήρηση αυστηρών διατυπώσεων και δημιουργεί αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων, στις οποίες συγκαταλέγονται τα καθήκοντα αρωγής και αλληλεγγύης.

74

Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ που αφορούν τους εγγάμους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα πρόσωπα που συνδέονται με μη έγγαμη σχέση συμβίωσης.

75

Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα του άρθρου 1δ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΚΥΚ, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται, για τους σκοπούς της διάταξης αυτής, όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος VII όροι. Στις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η εκ μέρους του ζεύγους προσκόμιση επίσημου εγγράφου, αναγνωριζόμενου ως τέτοιου από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσεως συμβίωσης, και η αδυναμία του ζεύγους να τελέσει νομίμως γάμο σε κράτος μέλος.

76

Κατά συνέπεια, προκειμένου μια μη έγγαμη σχέση συμβίωσης να εξομοιωθεί με γάμο κατά την έννοια του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή απαιτεί ο υπάλληλος που έχει καταχωρισθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης να πληροί τις νομικές προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη.

77

Από το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII, σε συνδυασμό με το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως, πρόσωπο που τελεί σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης μπορεί να αξιώσει τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος μετά τον θάνατο του συντρόφου του.

78

Αντιθέτως, μια εν τοις πράγμασι ένωση, όπως η ελεύθερη συμβίωση, δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά αυτά, στο μέτρο που, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 94 των προτάσεών του, δεν αποτελεί, καταρχήν, το αντικείμενο ενός εκ του νόμου οριζόμενου καθεστώτος.

79

Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο νυν αναιρεσείων υποστηρίζει, αφενός, ότι η κατάσταση των εγγάμων ζευγών και των συντρόφων σε ελεύθερη συμβίωση είναι παρόμοια, δεδομένου ότι, κατά την κρίση μέρους της θεωρίας και της νομολογίας στο Βέλγιο, πρέπει να αναγνωρισθεί η ύπαρξη φυσικών υποχρεώσεων μεταξύ των συντρόφων σε ελεύθερη συμβίωση, οι οποίες τείνουν να καταστούν αστικές υποχρεώσεις.

80

Συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί εάν υπάρχουν τέτοιες φυσικές υποχρεώσεις στο βελγικό δίκαιο, αρκεί η επισήμανση ότι ο νυν αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι από την ελεύθερη συμβίωση γεννώνται, στο εν λόγω εθνικό δίκαιο, υποχρεώσεις ιδίας φύσεως με τις απορρέουσες από τον γάμο.

81

Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από το ως άνω επιχείρημα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορούσε νομίμως να υπαγάγει σε διαφορετικό καθεστώς την ελεύθερη συμβίωση και τον γάμο.

82

Αφετέρου, ο νυν αναιρεσείων παραπέμπει στην απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 1, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78, αντιτίθεται σε νομοθεσία βάσει της οποίας ο επιζών που τελούσε σε καταχωρισμένη συμβίωση δεν λαμβάνει, μετά τον θάνατο του συντρόφου του, σύνταξη επιζώντος αντίστοιχη με τη χορηγούμενη στον επιζώντα σύζυγο, μολονότι στο εθνικό δίκαιο η σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης θέτει τα πρόσωπα του ιδίου φύλου σε παρεμφερή κατάσταση με τους συζύγους, όσον αφορά την εν λόγω σύνταξη επιζώντος, και ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν ο επιζών σύντροφος καταχωρισμένης συμβίωσης βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση με τον σύζυγο που δικαιούται τη σύνταξη επιζώντος την οποία προβλέπει το οικείο σύστημα επαγγελματικής ασφαλίσεως.

83

Ωστόσο, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση αφορούσε σχέση συμβίωσης καταχωρισμένη σε κράτος μέλος και όχι, όπως εν προκειμένω, ελεύθερη συμβίωση. Επομένως, από την απόφαση αυτή δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι η ελεύθερη συμβίωση πρέπει να εξομοιώνεται με τον γάμο για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

84

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντος, οι σύντροφοι σε ελεύθερη συμβίωση δεν τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των εγγάμων ή των συντρόφων που έχουν συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης η οποία πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

85

Επομένως, το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, δεν είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό της συντάξεως επιζώντος και δεν αντιβαίνει στη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του τους συντρόφους σε ελεύθερη συμβίωση.

86

Επιπλέον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον ένα έτος προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος είναι αυθαίρετη, απρόσφορη και εισάγει δυσμενή διάκριση. Δεδομένου ότι υπήρξε έγγαμος με την N. για ένα σχεδόν έτος, ο αναιρεσείων θα έπρεπε να δικαιούται σύνταξη επιζώντος.

87

Η Επιτροπή διατείνεται επ’ αυτού ότι σκοπός της απαιτήσεως να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον ένα έτος κατά την ημερομηνία θανάτου είναι να αποτρέψει το ενδεχόμενο να συνιστά ο γάμος απλά και μόνον μια συμφωνία περί μελλοντικής κληρονομίας αναγόμενος περισσότερο σε οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις παρά σε ένα όραμα κοινού βίου. Η εν λόγω προϋπόθεση περί διάρκειας επιτρέπει, ειδικότερα, την καταπολέμηση της απάτης.

88

Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της απαγορεύσεως της απάτης και της καταχρήσεως δικαιώματος αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η τήρηση της οποίας επιβάλλεται στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 49 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι, προκειμένου να καταπολεμήσει τις καταχρήσεις ή ακόμη και την απάτη, ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του δικαιώματος συντάξεως επιζώντος. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον ένα έτος προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη επιζώντος αποσκοπεί στο να διασφαλίζεται το υπαρκτό και η σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων.

90

Μια τέτοια προϋπόθεση δεν εισάγει δυσμενή διάκριση ούτε είναι προδήλως απρόσφορη σε σχέση με τον σκοπό της συντάξεως επιζώντος.

91

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το αίτημα του νυν αναιρεσείοντος περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

92

Ο νυν αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση του προκάλεσε υλική ζημία και ηθική βλάβη.

93

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σε υποθέσεις δημόσιας διοίκησης, τα αιτήματα περί αποκαταστάσεως υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται όταν συνδέονται στενά με αιτήματα περί ακυρώσεως, τα οποία έχουν απορριφθεί ως αβάσιμα (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 129).

94

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το αίτημα αποζημιώσεως συνδέεται στενά με το αίτημα ακυρώσεως.

95

Δεδομένου ότι το αίτημα ακυρώσεως απορρίφθηκε, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί επίσης.

96

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η ασκηθείσα στον πρώτο βαθμό προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

97

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

98

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, εάν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

99

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται, αλλά η προσφυγή απορρίπτεται, ο αναιρεσείων όπως και η Επιτροπή πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

100

Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

101

Κατά συνέπεια, ως παρεμβαίνον πρωτοδίκως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 3ης Μαΐου 2018, HK κατά Επιτροπής (T‑574/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:252).

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή που άσκησε ο HK με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία δεν του χορηγήθηκε σύνταξη επιζώντος, καθώς και την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 

3)

Ο HK, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top