Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0016

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Δεκεμβρίου 2019.
    Michael Dobersberger κατά Magistrat der Stadt Wien.
    Αίτηση του Verwaltungsgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 96/71/ΕΚ – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών – Παροχή υπηρεσιών εντός διεθνών αμαξοστοιχιών – Εθνική ρύθμιση για την επιβολή διοικητικών υποχρεώσεων όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων.
    Υπόθεση C-16/18.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1110

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 19ης Δεκεμβρίου 2019 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Οδηγία 96/71/ΕΚ – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών – Παροχή υπηρεσιών εντός διεθνών αμαξοστοιχιών – Εθνική ρύθμιση για την επιβολή διοικητικών υποχρεώσεων όσον αφορά την απόσπαση εργαζομένων»

    Στην υπόθεση C‑16/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

    Michael Dobersberger

    κατά

    Magistrat der Stadt Wien

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.‑C. Bonichot, Μ. Βηλαρά, E. Regan, M. Safjan και S. Rodin, προέδρους τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), T. von Danwitz, C. Toader, D. Šváby, C. Vajda, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

    γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2019,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο M. Dobersberger, εκπροσωπούμενος από την A. Werner, Rechtsanwältin,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον G. Hesse,

    η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και J. Pavliš,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Henze και D. Klebs, στη συνέχεια από τον D. Klebs,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Coesme και την E. de Moustier,

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από την M. M. Tátrai,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και L. Malferrari,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουλίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 και 57 ΣΛΕΕ, καθώς και της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 310, σ. 22), ιδίως δε του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

    2

    Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Michael Dobersberger και του Magistrat der Stadt Wien (Δήμου Βιέννης, Αυστρία) σχετικά με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα, οι οποίες επιβλήθηκαν στον M. Dobersberger για διάφορες παραβάσεις των διοικητικών υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του αυστριακού δικαίου κοινωνικής ασφάλισης οι οποίες διέπουν την απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 96/71, «[π]ρέπει να προβλεφθεί ότι, σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις εργασιών συναρμολόγησης ή/και εγκατάστασης αγαθού, οι διατάξεις όσον αφορά τα ελάχιστα όρια μισθού και την ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ᾽ αποδοχών δεν εφαρμόζονται».

    4

    Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 3, στο έδαφος κράτους μέλους.

    2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις εμπορικής ναυτιλίας όσον αφορά το ναυτιλλόμενο προσωπικό.

    3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν ένα από τα ακόλουθα διεθνικά μέτρα:

    α)

    αποσπούν έναν εργαζόμενο, για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους, στο έδαφος κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του [λήπτη] της παροχής υπηρεσιών που ασκεί τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της απόσπασης

    ή

    β)

    αποσπούν έναν εργαζόμενο, στο έδαφος κράτους μέλους, σε εγκατάσταση ή σε επιχείρηση του ομίλου, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της απόσπασης ή

    ή

    γ)

    όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους, αποσπούν εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζόμενους και τον εργαζόμενο.

    […]»

    5

    Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως αποσπασμένος νοείται ο εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως.

    2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια του εργαζόμενου είναι εκείνη που εφαρμόζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος.»

    6

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 96/71, το οποίο επιγράφεται «Όροι εργασίας και απασχόλησης», ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 να εγγυώνται στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

    νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις

    και/ή

    συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής κατά την έννοια της παραγράφου 8, εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα:

    α)

    μέγιστες περίοδοι εργασίας και ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης·

    β)

    ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ᾽ αποδοχών·

    γ)

    ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν σημείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα·

    δ)

    όρους θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, ιδίως από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης·

    ε)

    υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία·

    στ)

    προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων·

    ζ)

    ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις στον τομέα των μη διακρίσεων.

    […]

    2.   Η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ), δεν εφαρμόζεται στις εργασίες αρχικής συναρμολόγησης ή/και πρώτης εγκατάστασης ενός αγαθού, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα σύμβασης παροχής αγαθών και είναι απαραίτητες για τη θέση σε λειτουργία του παρεχομένου αγαθού, εκτελούνται δε από τους εργαζόμενους με ειδικά προσόντα ή/και ειδίκευση της επιχείρησης που παρέχει το αγαθό, όταν η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι μεγαλύτερη των οκτώ ημερών.

    Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες του οικοδομικού τομέα που ορίζονται στο παράρτημα.

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους και σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα του κάθε κράτους μέλους, να αποφασίσουν ότι η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β), εφόσον η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα.

    4.   Τα κράτη μέλη δύνανται, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, να προβλέπουν τη δυνατότητα παρέκκλισης από την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β), καθώς και σε απόφαση κράτους μέλους κατά την έννοια της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, μέσω συλλογικών συμβάσεων, κατά την έννοια της παραγράφου 8, που αφορούν έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας, εφόσον η διάρκεια της απόσπασης δεν είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα.

    5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη χορήγηση παρέκκλισης από την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ), στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β), λόγω της μικρής έκτασης των προς εκτέλεση εργασιών.

    Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, καθορίζουν τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται ώστε οι προς εκτέλεση εργασίες να θεωρούνται ως “μικρής έκτασης”.

    […]

    7.   Οι παράγραφοι 1 έως 6 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή όρων απασχόλησης και εργασίας ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους.

    […]

    10.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, τηρουμένων των διατάξεων της συνθήκης, να επιβάλλουν, υπό ίσους όρους, στις εθνικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις άλλων κρατών:

    όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά θέματα πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, εφόσον πρόκειται για διατάξεις δημοσίας τάξεως,

    όρους εργασίας και απασχόλησης που καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή τις διαιτητικές αποφάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 8 που αφορούν δραστηριότητες πέραν αυτών που αναφέρονται στο παράρτημα.»

    Το αυστριακό δίκαιο

    7

    Το άρθρο 7b του Arbeitsvertragsrechts-Anpassungsgesetz (νόμου για την προσαρμογή της νομοθεσίας για τις συμβάσεις εργασίας, BGBl., 459/1993), όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. I, 152/2015 (στο εξής: AVRAG), ο οποίος εκδόθηκε με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εθνικό δίκαιο, είχε ως εξής:

    «Αγωγή κατά των αλλοδαπών εργοδοτών που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου

    (1)   Εργαζόμενος που έχει αποσπαστεί για να εργαστεί στην Αυστρία από εργοδότη που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου πλην της Αυστρίας, κατά τη διάρκεια της απόσπασής του και με την επιφύλαξη των νομοθετικών και των κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται στην εργασιακή σχέση, έχει αυτοδικαίως δικαίωμα:

    1.

    τουλάχιστον στην εκ του νόμου προβλεπόμενη αμοιβή, η οποία καθορίζεται με κανονιστική πράξη ή με συλλογική σύμβαση και η οποία πρέπει να καταβάλλεται, στον χώρο εργασίας, στους αντίστοιχους εργαζομένους από αντίστοιχους εργοδότες […]·

    […]

    Πρόσωπο που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου πλην της Αυστρίας έχει, όσον αφορά τις παραγράφους 3 έως 5 και 8, [καθώς και] το άρθρο 7d, παράγραφος 1, […] την ιδιότητα του εργοδότη όσον αφορά τους εργαζομένους που έχουν τεθεί στη διάθεσή του, οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στην Αυστρία για την εκτέλεση εργασίας. […]

    […]

    (3)   Οι κατά την έννοια της παραγράφου 1 εργοδότες υποχρεούνται να δηλώνουν, τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της εκτέλεσης της εν λόγω εργασίας, τη χρησιμοποίηση εργαζομένων που έχουν αποσπασθεί με σκοπό να εργαστούν στην Αυστρία, στην κεντρική υπηρεσία συντονισμού για τον έλεγχο της παράνομης εργασίας […]

    (4)   Η δήλωση της παραγράφου 3 πρέπει να γίνεται χωριστά για κάθε απόσπαση και να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

    1.

    Όνομα, διεύθυνση, άδεια άσκησης επαγγέλματος ή αντικείμενο της επιχείρησης του εργοδότη κατά την έννοια της παραγράφου 1 […],

    […]

    6.

    το συνολικό χρονικό διάστημα που αφορά η απόσπαση, καθώς και την έναρξη και την προβλεπόμενη διάρκεια απασχόλησης των διαφόρων εργαζομένων στην Αυστρία, τους όρους που αφορούν την κανονική διάρκεια και τον τόπο παροχής της εργασίας, όπως έχουν συμφωνηθεί για τους διάφορους εργαζομένους,

    7.

    το ποσό της αμοιβής που οφείλεται σε κάθε εργαζόμενο βάσει των αυστριακών νομοθετικών διατάξεων και την έναρξη της εργασιακής σχέσης με τον εργοδότη,

    8.

    τον τόπο (ακριβή διεύθυνση) της απασχόλησης στην Αυστρία (καθώς και άλλους τόπους απασχόλησης στην Αυστρία),

    9.

    το είδος της δραστηριότητας στο οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ο εργαζόμενος, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης αυστριακής συλλογικής σύμβασης εργασίας,

    […]

    (5)   Εάν δεν προβλέπεται υποχρέωση υπαγωγής των αποσπασμένων εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Αυστρία, οι εργοδότες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, οφείλουν να έχουν στη διάθεση των υπηρεσιών της αρμόδιας για την είσπραξη των εισφορών αρχής τα έγγραφα που αφορούν τη δήλωση των εργαζομένων στην κοινωνική ασφάλιση [έγγραφο κοινωνικής ασφάλισης E 101 βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 [του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73)], το έγγραφο κοινωνικής ασφάλισης A1 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 883/04 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1], καθώς και αντίγραφο της αναγγελίας των παραγράφων 3 και 4 σχετικά με τον τόπο εργασίας (ή απασχόλησης) στην εθνική επικράτεια, ή να παρέχουν άμεση πρόσβαση ηλεκτρονικώς στα ως άνω έγγραφα στις υπηρεσίες αυτές […]».

    8

    Όσον αφορά την υποχρέωση των εργοδοτών να διατηρούν διαθέσιμα τα έγγραφα μισθοδοσίας, το άρθρο 7d του AVRAG, το οποίο έχει επίσης ως αντικείμενο τη μεταφορά της οδηγίας 96/71 στο εθνικό δίκαιο, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της απόσπασης, οι εργοδότες υποχρεούνται να διατηρούν, στον τόπο εκτέλεσης της εργασίας και στη γερμανική γλώσσα, τη σύμβαση εργασίας ή το δελτίο παροχής υπηρεσιών, το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας ή των τραπεζικών εμβασμάτων, τους πίνακες μισθοδοσίας, τα αρχεία που αφορούν τις ώρες εργασίας και τα έγγραφα που αφορούν τη μισθολογική κατάταξη, ώστε να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν ο αποσπασμένος εργαζόμενος λαμβάνει, για τον χρόνο της απασχόλησής του, τις αποδοχές που του οφείλονται κατά τον νόμο.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    9

    Η Österreichische Bundesbahnen (εταιρία των ομοσπονδιακών αυστριακών σιδηροδρόμων, στο εξής: ÖBB) σύναψε, για το χρονικό διάστημα 2012-2016 με την D. GmbH, η οποία έχει έδρα την Αυστρία, σύμβαση παροχής υπηρεσιών με αντικείμενο την εκμετάλλευση των βαγονιών‑εστιατορίων ή την εξυπηρέτηση επιβατών σε ορισμένες από τις αμαξοστοιχίες της. Ωστόσο, την εκτέλεση της σύμβασης αυτής ανέλαβε η Henry am Zug Hungary Kft. (στο εξής: H. Kft.), εταιρία ουγγρικού δικαίου εγκατεστημένη στην Ουγγαρία, μέσω συμβάσεων υπεργολαβίας που έχει συνάψει, μεταξύ άλλων, και με την H. GmbH, η οποία επίσης εδρεύει στην Αυστρία.

    10

    Η H. Kft. ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών σε ορισμένες αμαξοστοιχίες της ÖBB που συνδέουν το Σάλτσμπουργκ (Αυστρία) ή το Μόναχο (Γερμανία) με τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία) ως σταθμό αναχώρησης ή ως τερματικό σταθμό, από εργαζομένους που κατοικούν στην Ουγγαρία, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν τεθεί στη διάθεση της H. Kft. από άλλη ουγγρική επιχείρηση, ενώ οι λοιποί εργαζόμενοι απασχολούνταν απευθείας από την H. Kft.

    11

    Όλοι οι εργαζόμενοι στην παροχή των υπηρεσιών αυτών είχαν την κατοικία τους, την κοινωνική ασφάλιση και το κέντρο των βιοτικών τους σχέσεων στην Ουγγαρία, ενώ άρχιζαν και ολοκλήρωναν την παροχή υπηρεσίας τους στην Ουγγαρία. Στη Βουδαπέστη, όφειλαν να παραλαμβάνουν τα εμπορεύματα, δηλαδή τα τρόφιμα και τα ποτά που ήσαν αποθηκευμένα εκεί, και να τα φορτώνουν στις αμαξοστοιχίες. Υποχρεούνταν επίσης να πραγματοποιούν τους ελέγχους της κατάστασης των αποθεμάτων και τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών στη Βουδαπέστη. Επομένως, παρείχαν όλες τις επίμαχες στην κύρια δίκη υπηρεσίες τους στην Ουγγαρία, με εξαίρεση εκείνες που έπρεπε να παρασχεθούν μέσα στις αμαξοστοιχίες.

    12

    Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βιέννης (Αυστρία) στις 28 Ιανουαρίου 2016, καταλογίστηκε στον Μ. Dobersberger, διαχειριστή της H. Kft., ευθύνη, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη των εργαζομένων ουγγρικής ιθαγένειας που είχαν αποσπαστεί από την εταιρία αυτή στο αυστριακό έδαφος, προκειμένου να παράσχουν την υπηρεσία εξυπηρέτησης επιβατών σε ορισμένες αμαξοστοιχίες της ÖBB, επειδή η εν λόγω εταιρία:

    «1) δεν είχε αναγγείλει στην αρμόδια αυστριακή αρχή, μέχρι μία εβδομάδα πριν από την έναρξη εργασίας στην Αυστρία, την εν λόγω απασχόληση των αποσπασμένων εργαζομένων, κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του AVRAG,

    2) δεν διατηρούσε στους τόπους απασχόλησης επί του εθνικού εδάφους τα έγγραφα τα σχετικά με την υπαγωγή των εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, κατά παράβαση του άρθρου 7b, παράγραφος 5, του AVRAG, και

    3) δεν διατηρούσε στους εν λόγω τόπους απασχόλησης τις συμβάσεις εργασίας, τις αποδείξεις καταβολής των μισθών και τα έγγραφα τα σχετικά με τη μισθολογική κατάταξη στη γερμανική γλώσσα, κατά παράβαση του άρθρου 7d, παράγραφος 1, του AVRAG.»

    13

    Ως εκ τούτου, επιβλήθηκαν στον M. Dobersberger, διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα λόγω παράβασης διοικητικών υποχρεώσεων.

    14

    Ο τελευταίος προσέβαλε τις κυρώσεις αυτές ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία), το οποίο απέρριψε την προσφυγή του. Ο M. Dobersberger άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία).

    15

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί θέτει ζητήματα ερμηνείας της οδηγίας 96/71, και ειδικότερα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, καθώς και των άρθρων 56 και 57 ΣΛΕΕ.

    16

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/71 […], ειδικότερα δε στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, αυτής, μεταξύ άλλων, η παροχή υπηρεσιών όπως η προσφορά τροφίμων και ποτών στους επιβάτες, η εξυπηρέτηση επιβατών αμαξοστοιχίας ή οι υπηρεσίες καθαρισμού, που παρέχονται από τους εργαζομένους επιχειρήσεως παροχής υπηρεσιών με έδρα το κράτος μέλος αποστολής (Ουγγαρία) σε εκτέλεση συμβάσεως που έχει συναφθεί με σιδηροδρομική επιχείρηση με έδρα το κράτος μέλος υποδοχής (Αυστρία), εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται εντός διεθνών αμαξοστοιχιών οι οποίες διέρχονται επίσης από το κράτος μέλος υποδοχής;

    2)

    Εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [96/71] επίσης η περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών με έδρα το κράτος μέλος αποστολής δεν παρέχει τις προπαρατεθείσες στο πρώτο ερώτημα υπηρεσίες σε εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας με την εδρεύουσα στο κράτος μέλος υποδοχής σιδηροδρομική επιχείρηση η οποία αποτελεί τον τελικώς ωφελούμενο από τις υπηρεσίες (λήπτρια των υπηρεσιών), αλλά σε εκτέλεση συμβάσεως που έχει συναφθεί με άλλη εδρεύουσα στο κράτος μέλος υποδοχής επιχείρηση, η οποία συνδέεται συμβατικώς (αλληλουχία συμβάσεων υπεργολαβίας) με τη σιδηροδρομική επιχείρηση;

    3)

    Εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [96/71] επίσης η περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών με έδρα το κράτος μέλος αποστολής δεν χρησιμοποιεί, για τον σκοπό της παροχής των προπαρατεθεισών στο πρώτο ερώτημα υπηρεσιών, δικούς της εργαζομένους, αλλά εργατικό δυναμικό άλλης επιχειρήσεως, το οποίο της διατέθηκε ήδη στο έδαφος του κράτους μέλους αποστολής;

    4)

    Ανεξαρτήτως των απαντήσεων που θα δοθούν στα τρία πρώτα ερωτήματα: Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ), εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στις επιχειρήσεις που αποστέλλουν εργατικό δυναμικό στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, την υποχρέωση να τηρούν τους όρους εργασίας και απασχολήσεως κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και να εκπληρώνουν τις παρεπόμενες υποχρεώσεις (όπως, ειδικότερα, την υποχρέωση αναγγελίας της διασυνοριακής αποσπάσεως εργατικού δυναμικού σε αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και την υποχρέωση τηρήσεως των εγγράφων που αφορούν το ύψος της μισθοδοσίας και την εγγραφή του εν λόγω εργατικού δυναμικού στο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), ακόμη και στις περιπτώσεις που (πρώτον) το διασυνοριακώς αποσπασμένο εργατικό δυναμικό ανήκει στο σιδηροδρομικώς μετακινούμενο προσωπικό μιας διασυνοριακώς δραστηριοποιούμενης σιδηροδρομικής επιχειρήσεως ή μιας επιχειρήσεως η οποία παρέχει υπηρεσίες χαρακτηριστικές για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (προσφορά τροφίμων και ποτών σε επιβάτες· εξυπηρέτηση επιβατών αμαξοστοιχίας) εντός των διερχόμενων από τα σύνορα των κρατών μελών αμαξοστοιχιών τους, και που (δεύτερον) είτε δεν έχει συναφθεί καμία σύμβαση παροχής υπηρεσιών όσον αφορά την απόσπαση είτε, πάντως, δεν έχει συναφθεί σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ της επιχειρήσεως αποστολής και του δραστηριοποιούμενου σε άλλο κράτος μέλος λήπτη των υπηρεσιών, επειδή η υποχρέωση παροχής την οποία υπέχει η επιχείρηση αποστολής έναντι του δραστηριοποιούμενου σε άλλο κράτος μέλος λήπτη των υπηρεσιών απορρέει από συμβάσεις υπεργολαβίας (από μια αλληλουχία συμβάσεων υπεργολαβίας), και που (τρίτον) το αποσπασμένο εργατικό δυναμικό δεν συνδέεται με σχέση εργασίας με την επιχείρηση αποστολής, αλλά με κάποια τρίτη επιχείρηση, η οποία έχει διαθέσει τους εργαζομένους της στην επιχείρηση αποστολής ήδη στο έδαφος του κράτους μέλους της έδρας της επιχειρήσεως αποστολής;»

    Επί του παραδεκτού των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων

    17

    Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, επικαλούμενη την απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ. (C-315/13, EU:C:2014:2408), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, κατά την ίδια, ότι η οδηγία 96/71 δεν έχει εφαρμογή στις εθνικές διαφορές που δεν αφορούν ευθέως τους όρους εργασίας και απασχόλησης των αποσπασμένων εργαζομένων, αλλά μέτρα ελέγχου που εφαρμόζονται από εθνικές αρχές για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους όρους εργασίας και απασχόλησης. Κατά την άποψή της, η περίπτωση αυτή φαίνεται να συντρέχει εν προκειμένω.

    18

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C-621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    19

    Επομένως, υπέρ των ερωτημάτων που άπτονται του δικαίου της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής απόφασης μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    20

    Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 17 των προτάσεών του, η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα. Εξάλλου, όπως ορθώς υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ᾽ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ. (C-315/13, EU:C:2014:2408), αφορούσε μέτρα ελέγχου τα οποία αποσκοπούσαν στην τήρηση των εθνικών διατάξεων που μετέφεραν την οδηγία 96/71 στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στην κρινόμενη υπόθεση αφορούν την ίδια τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας αυτής στην παροχή υπηρεσιών όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη.

    21

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όταν δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία μιας διάταξης της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η ένσταση με την οποία προβάλλεται αδυναμία εφαρμογής της διάταξης αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των υποβαλλόμενων ερωτημάτων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Kirschstein, C‑393/17, EU:C:2019:563, σκέψη 28).

    22

    Επομένως, τα τρία πρώτα ερωτήματα κρίνονται παραδεκτά.

    Επί της ουσίας

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

    23

    Με τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ επιχείρησης εγκατεστημένης σε κράτος μέλος και επιχείρησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος και συμβατικώς συνδεδεμένης με σιδηροδρομική εταιρία εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος, καλύπτει τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, καθαρισμού ή εστίασης για τους επιβάτες, οι οποίες παρέχονται από εργαζομένους μισθωτούς της πρώτης επιχείρησης ή από εργαζομένους που έχει θέσει στη διάθεση της τελευταίας άλλη επιχείρηση, επίσης εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, εντός των διεθνών αμαξοστοιχιών που διέρχονται από το δεύτερο κράτος μέλος, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί εκτελούν σημαντικό μέρος της εργασίας που συνδέεται εγγενώς με τις υπηρεσίες αυτές στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους και αρχίζουν ή ολοκληρώνουν σε αυτό την υπηρεσία τους.

    24

    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών δεν διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, η οποία αφορά εν γένει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά από την ειδική διάταξη του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά την οποία «[η] ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές» (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Yellow Cab Verkehrsbetrieb, C-338/09, EU:C:2010:814, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), δηλαδή από τα άρθρα 90 έως 100 ΣΛΕΕ.

    25

    Οι υπηρεσίες που αφορούν τις μεταφορές δεν περιλαμβάνουν μόνον κάθε φυσική πράξη μετακίνησης προσώπων ή εμπορευμάτων από ένα μέρος σε άλλο με μεταφορικό μέσο, αλλά και κάθε υπηρεσία η οποία, ακόμη και αν έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την εν λόγω πράξη, συνδέεται εγγενώς με αυτήν [πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C‑168/14, EU:C:2015:685, σκέψεις 46 και 47, και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 61].

    26

    Ωστόσο, υπηρεσίες όπως οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, καθαρισμού ή εστίασης που παρέχονται μέσα σε αμαξοστοιχίες, μολονότι έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την υπηρεσία μεταφοράς επιβατών με την αμαξοστοιχία, δεν συνδέονται εγγενώς με την υπηρεσία αυτή. Πράγματι, η υπηρεσία μεταφορών μπορεί να παρασχεθεί ανεξαρτήτως των εν λόγω παρεπόμενων υπηρεσιών.

    27

    Κατά συνέπεια, τέτοιες υπηρεσίες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του τίτλου της Συνθήκης ΛΕΕ για τις μεταφορές, εμπίπτουν στα άρθρα 56 έως 62 ΣΛΕΕ σχετικά με τις υπηρεσίες, με εξαίρεση το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και καλύπτονται, επομένως, αυτές καθεαυτές από την οδηγία 96/71, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 2, και του άρθρου 66 ΕΚ για τις υπηρεσίες.

    28

    Εντούτοις, πρέπει να εξακριβωθεί αν τέτοιες υπηρεσίες, όταν παρέχονται υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 1.

    29

    Συναφώς, από το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71, στο οποίο αναφέρεται συγκεκριμένα το αιτούν δικαστήριο με τα τρία πρώτα ερωτήματά του, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση στην οποία, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος αποσπά εργαζομένους, για λογαριασμό της και υπό τη διεύθυνσή της, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του αποδέκτη της υπηρεσίας που δραστηριοποιείται στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, εφόσον υφίσταται σχέση εργασίας μεταξύ της επιχείρησης αυτής και του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης (απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Rüffert, C-346/06, EU:C:2008:189, σκέψη 19).

    30

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, «ως αποσπασμένος νοείται ο εργαζόμενος ο οποίος, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτελεί την εργασία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου εργάζεται συνήθως».

    31

    Συναφώς, ο εργαζόμενος δεν μπορεί, υπό το πρίσμα της οδηγίας 96/71, να θεωρηθεί αποσπασμένος στο έδαφος κράτους μέλους αν η εκτέλεση της εργασίας του δεν συνδέεται αρκούντως με το έδαφος αυτό. Η ερμηνεία αυτή απορρέει από την οικονομία της οδηγίας 96/71 και ιδίως από το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 15, η οποία, σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις εργασιών στο έδαφος στο οποίο αποστέλλονται οι εργαζόμενοι, προβλέπει ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας αυτής όσον αφορά τα ελάχιστα όρια μισθού και την ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ᾽ αποδοχών.

    32

    Κατά τα λοιπά, στην ίδια λογική στηρίζονται οι προαιρετικές παρεκκλίσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 96/71.

    33

    Ωστόσο, εργαζόμενοι όπως οι επίμαχοι στην κύρια δίκη, οι οποίοι εκτελούν σημαντικό μέρος της εργασίας τους, δηλαδή το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν την εργασία αυτή, με εξαίρεση τη δραστηριότητα εξυπηρέτησης επιβατών ενόσω η αμαξοστοιχία βρίσκεται σε κίνηση, στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τους έχει διαθέσει για την παροχή υπηρεσιών μέσα σε διεθνείς αμαξοστοιχίες και οι οποίοι αρχίζουν ή ολοκληρώνουν την υπηρεσία τους στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν αναπτύσσουν αρκούντως ισχυρό σύνδεσμο με το έδαφος του κράτους μέλους ή των κρατών μελών από τα οποία διέρχονται οι εν λόγω αμαξοστοιχίες ώστε να θεωρηθούν «αποσπασμένοι» σε αυτά, κατά την έννοια της οδηγίας 96/71.

    34

    Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών εμπίπτει σε σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ της εν λόγω επιχείρησης και μιας επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος με εκείνο της σιδηροδρομικής εταιρίας και που έχει, με τη σειρά της, συνάψει σύμβαση με αυτή τη σιδηροδρομική εταιρία, ούτε το γεγονός ότι η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών αναθέτει την παροχή αυτή όχι στους δικούς της μισθωτούς, αλλά στους εργαζομένους που τίθενται στη διάθεσή της από επιχείρηση εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος με το δικό της.

    35

    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο σύμβασης που έχει συναφθεί από επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος με επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και συμβατικώς συνδεδεμένη με σιδηροδρομική εταιρία εγκατεστημένη στο ίδιο αυτό κράτος μέλος, δεν καλύπτει τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, καθαρισμού ή εστίασης για τους επιβάτες, οι οποίες παρέχονται από εργαζομένους μισθωτούς της πρώτης επιχείρησης ή από εργαζομένους που έχει θέσει στη διάθεση της τελευταίας άλλη επιχείρηση, επίσης εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, μέσα στις διεθνείς αμαξοστοιχίες που διέρχονται από το δεύτερο κράτος μέλος, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί εκτελούν σημαντικό μέρος της εργασίας που συνδέεται εγγενώς με τις υπηρεσίες αυτές στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους και αρχίζουν ή ολοκληρώνουν σε αυτό την υπηρεσία τους.

    Επί του τέταρτου ερωτήματος

    36

    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν είναι αντίθετη προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση η οποία, επί ποινή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, επιβάλλει σε επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, η οποία αναθέτει στους δικούς της εργαζομένους ή σε εργαζομένους τους οποίους έχει θέσει στη διάθεσή της άλλη επιχείρηση εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος, την παροχή υπηρεσιών εξυπηρέτησης επιβατών, καθαρισμού ή εστίασης για τους επιβάτες μέσα σε διεθνείς αμαξοστοιχίες που διέρχονται από το έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που συνήφθη από την πρώτη αυτή επιχείρηση με επιχείρηση εγκατεστημένη στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, η οποία ενεργεί ως υπεργολάβος σιδηροδρομικής εταιρίας επίσης εγκατεστημένης στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, να τηρεί τους όρους εργασίας και απασχόλησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/71, οι οποίοι ισχύουν σε αυτό το τελευταίο, και να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους αυτού, εντός προθεσμίας τουλάχιστον μιας εβδομάδας πριν από την ανάληψη της υπηρεσίας των οικείων εργαζομένων, δήλωση σχετική με την απασχόληση των εργαζομένων αυτών και να τηρεί στους τόπους απασχόλησης στο έδαφος του άλλου αυτού κράτους μέλους, αφενός, τα έγγραφα τα σχετικά με την υπαγωγή των εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του πρώτου κράτους μέλους και, αφετέρου, τις συμβάσεις εργασίας, τα σχετικά με την πληρωμή των μισθών έγγραφα και τα σχετικά με την κατάταξη των μισθών έγγραφα, στην επίσημη γλώσσα του άλλου κράτους μέλους.

    37

    Από τη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης προκύπτει συναφώς ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει υπηρεσίες όπως οι περιγραφόμενες στην προηγούμενη σκέψη.

    38

    Υπό τις συνθήκες αυτές, και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εθνική ρύθμιση στην οποία αναφέρεται το τέταρτο αυτό ερώτημα έχει ως ειδικό αντικείμενο τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και προβλέπει σειρά παρεπομένων υποχρεώσεων που αποσκοπούν στον έλεγχο της τήρησης των διατάξεών της, ιδίως όσον αφορά τον κατώτατο μισθό, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    39

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ επιχείρησης εγκατεστημένης σε κράτος μέλος και επιχείρησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος και συμβατικώς συνδεδεμένης με σιδηροδρομική εταιρία εγκατεστημένη στο ίδιο αυτό κράτος μέλος, δεν καλύπτει τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης επιβατών, καθαρισμού ή εστίασης για τους επιβάτες, οι οποίες παρέχονται από εργαζομένους μισθωτούς της πρώτης επιχείρησης ή από εργαζομένους που έχει θέσει στη διάθεση της τελευταίας άλλη επιχείρηση, επίσης εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, μέσα στις διεθνείς αμαξοστοιχίες που διέρχονται από το δεύτερο κράτος μέλος, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί εκτελούν σημαντικό μέρος της εργασίας που συνδέεται εγγενώς με τις υπηρεσίες αυτές στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους και αρχίζουν ή ολοκληρώνουν σε αυτό την υπηρεσία τους.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top