Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0817

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 2ας Απριλίου 2020.
    Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων σχετικό με την επιδοτούμενη αγορά ή τη δωρεάν διάθεση φυσικών εκτάσεων – Προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια του όρου “ενδιαφερόμενο μέρος” – Σχέση ανταγωνισμού – Έννοια του όρου “σοβαρές δυσχέρειες” – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Δευτερεύουσες δραστηριότητες – Συνάφεια.
    Υπόθεση C-817/18 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:255

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 2ας Απριλίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑817/18 P

    Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland,

    Stichting Het Groninger Landschap,

    Vereniging It Fryske Gea,

    Stichting Het Drentse Landschap,

    Stichting Het Overijssels Landschap,

    Stichting Het Geldersch Landschap,

    Stichting Flevo-Landschap,

    Stichting Het Utrechts Landschap,

    Stichting Landschap Noord-Holland,

    Stichting Het Zuid-Hollands Landschap,

    Stichting Het Zeeuwse Landschap,

    Stichting Het Noordbrabants Landschap,

    Stichting Het Limburgs Landschap,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    κατά

    Vereniging Gelijkberechtiging Grondbezitters,

    Exploitatiemaatschappij De Berghaaf BV,

    Stichting Het Nationale Park De Hoge Veluwe,

    BV Landgoed Den Alerdinck II,

    Landgoed Ampsen BV,

    Pallandt van Keppel Stichting,

    Landgoed Kasteel Keppel BV,

    Baron van Lynden,

    Stichting het Lijndensche Fonds voor Kerk en Zending,

    Landgoed Welna BV,

    Landgoed «Huis te Maarn» BV,

    Vicariestichting De Vijf Capellarijen/Ambachtsheerlijkheid Kloetinge,

    Maatschappij tot Exploitatie van het Landgoed Tongeren onder Epe BV,

    Landgoed Anderstein NV,

    Landgoed Bekspring BV,

    Landgoed Nijenhuis en Westerflier BV,

    Landgoed Caprera BV,

    Landgoed Schapenduinen BV,

    Stichting Schapenduinen,

    Landgoed de Noetselenberg BV

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατική ενίσχυση – Καθεστώς ενισχύσεως σχετικής με την επιδοτούμενη αγορά ή τη δωρεάν διάθεση φυσικών εκτάσεων – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Έννοια του “ενδιαφερομένου μέρους” – Σοβαρές δυσχέρειες»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Με την αίτηση αναιρέσεως, οι Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland, Stichting Het Groninger Landschap, Vereniging It Fryske Gea, Stichting Het Drentse Landschap, Stichting Het Landschap Overijssel, Stichting Het Geldersch Landschap, Stichting Flevo-Landschap, Stichting Het Utrechts Landschap, Stichting Landschap Noord-Holland, Stichting Het Zuid-Hollands Landschap, Stichting Het Zeeuwse Landschap, Stichting Het Noordbrabants Landschap και Stichting Het Limburgs Landschap ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 15ης Οκτωβρίου 2018, Vereniging Gelijkberechtiging Grondbezitters κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 2 ), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2015) 5929 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.27301 (2015/NN) – Κάτω Χώρες για την επιδοτούμενη αγορά ή τη δωρεάν διάθεση φυσικών εκτάσεων, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 3 ) (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

    2.

    Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις περιορίζονται στην ανάλυση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

    3.

    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν οι Vereniging Gelijkberechtiging Grondbezitters (στο εξής: VGG), Exploitatiemaatschappij De Berghaaf BV, Stichting Het Nationale Park De Hoge Veluwe, BV Landgoed Den Alerdinck II, Landgoed Ampsen BV, Pallandt van Keppel Stichting, Landgoed Kasteel Keppel BV, Baron van Lynden, Stichting het Lijndensche Fonds voor Kerk en Zending, Landgoed Welna BV, Landgoed «Huis te Maarn» BV, Vicariestichting De Vijf Capellarijen/Ambachtsheerlijkheid Kloetinge, Maatschappij tot Exploitatie van het Landgoed Tongeren onder Epe BV, Landgoed Anderstein NV, Landgoed Bekspring BV, Landgoed Nijenhuis en Westerflier BV, Landgoed Caprera BV, Landgoed Schapenduinen BV, Stichting Schapenduinen και Landgoed de Noetselenberg BV, προσφεύγουσες πρωτοδίκως (στο εξής, από κοινού: VGG κ.λπ.), μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 ( 4 ), ενώ με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αποσκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην αμφισβήτηση της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών οι οποίες υποχρέωσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    4.

    Το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999 ορίζει την έννοια του «ενδιαφερομένου μέρους» ως εξής:

    «[κ]άθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

    5.

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού αυτού:

    «1.   Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4.

    2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

    3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά […]. Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

    4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο [108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ].»

    6.

    Από το σημείο 11 της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 2012, με τίτλο «Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας» ( 5 ), προκύπτει ότι «οι κρατικές ενισχύσεις […] μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με το άρθρο 106, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης».

    III. Ιστορικό της διαφοράς

    7.

    Το ιστορικό της διαφοράς, όπως αυτό εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι συνοπτικώς το ακόλουθο.

    8.

    Οι οργανώσεις διαχείρισης γεωτεμαχίων (στο εξής: ΟΔΓ) είναι μη κυβερνητικές ενώσεις και ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οι οποίες έχουν ως καταστατικό σκοπό τη διατήρηση και την προστασία της φύσης.

    9.

    Με σκοπό τη δημιουργία οικολογικής δομής και δικτύου «Natura 2000» για την προστασία της βιοποικιλότητας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών χορήγησε επιδοτήσεις για την αγορά φυσικών εκτάσεων (στο εξής: καθεστώς PNB) σε δεκατρείς ΟΔΓ (στο εξής: δεκατρείς ΟΔΓ), παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως. Οι επιλέξιμες δαπάνες για επιδότηση στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού περιελάμβαναν το τίμημα της αγοράς των γεωτεμαχίων, τα λοιπά έξοδα αγοράς και τα έξοδα καταγγελίας των συμβάσεων αγρομίσθωσης που βάρυναν τα εν λόγω γεωτεμάχια.

    10.

    Πέραν της κύριας δραστηριότητας διαχείρισης της φύσης, οι δεκατρείς ΟΔΓ ασκούσαν επίσης δευτερεύουσες δραστηριότητες οικονομικού χαρακτήρα, όπως αγορά γεωτεμαχίων, δασοκομία, πώληση ξυλείας και κρέατος, μίσθωση δικαιωμάτων θήρας και αλιείας ή τουριστικές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές παράγουν έσοδα για τις ΟΔΓ τα οποία συνιστούν πηγή χρηματοδότησης της κύριας δραστηριότητάς τους και πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του κόστους διαχείρισης, όπως και οι επιδοτήσεις που λαμβάνουν στο πλαίσιο του καθεστώτος PNB.

    11.

    Το καθεστώς PNB ίσχυσε από το 1993 έως το 2012. Στις 23 Δεκεμβρίου 2008 περιήλθε στην Επιτροπή καταγγελία δύο ιδιωτικών ιδρυμάτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ολλανδικού δικαίου, ήτοι των Stichting het Nationale Park De Hogue Veluwe και Stichting Linschoten, τα οποία διαχειρίζονται γεωτεμάχια και ασκούν δραστηριότητες διατήρησης της φύσης και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και δευτερεύουσες δραστηριότητες, όπως εκμίσθωση γαιών, γεωργία, δασοκομία και τουρισμό. Το 2009 υπεισήλθε στη θέση των καταγγελλόντων στη διοικητική διαδικασία η VGG, οργανισμός του οποίου εταιρικός σκοπός είναι η διασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων όλων των ιδιωτών γαιοκτημόνων στο πλαίσιο της επιδότησης της αγοράς γεωτεμαχίων.

    12.

    Κατόπιν ανταλλαγής εγγράφων και συναντήσεων μεταξύ της Επιτροπής, της VGG και των ολλανδικών αρχών, η Επιτροπή, μετά το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης, εξέδωσε την επίμαχη απόφαση στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, με την οποία κήρυξε το καθεστώς αγοράς φυσικών εκτάσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    13.

    Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, κατά πρώτον, ότι, καίτοι το κύριο καθήκον των ΟΔΓ δεν είχε οικονομικό χαρακτήρα, καθόσον σκοπεί στην προστασία της φύσης, εντούτοις οι ΟΔΓ ασκούσαν ορισμένες δευτερεύουσες δραστηριότητες οικονομικού χαρακτήρα και, επομένως, οι ΟΔΓ έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των κανόνων του ανταγωνισμού όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές.

    14.

    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το καθεστώς PNB αποτελούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υπογράμμισε, ως εκ τούτου, ότι οι επιδοτήσεις που είχαν λάβει οι δεκατρείς ΟΔΓ για την αγορά γεωτεμαχίων παρείχαν σε αυτές ένα πρώτο οικονομικό πλεονέκτημα, παρεχόμενο με κρατικούς πόρους. Εκτίμησε επιπλέον ότι οι ΟΔΓ μπορούσαν επίσης να τύχουν ενός δευτέρου οικονομικού πλεονεκτήματος εκ της μεταπωλήσεως των αγορασθέντων με τη βοήθεια των επιδοτήσεων γεωτεμαχίων. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι το καθεστώς PNB είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δικαιούχοι του ήταν μόνον αυτές οι δεκατρείς ΟΔΓ. Τέλος, εκτίμησε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που προσδιόρισε το Δικαστήριο στην απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg ( 6 ), δεδομένου ότι η αντιστάθμιση προς τους δικαιούχους του καθεστώτος PNB δεν είχε καθοριστεί βάσει κατάλληλης διαδικασίας.

    15.

    Κατά τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης βάσει των κανόνων περί υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Θεώρησε, ειδικότερα, ότι στις δεκατρείς ΟΔΓ είχε ανατεθεί υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας προστασίας της φύσης δυνάμει του μέτρου ενίσχυσης και ότι το καθεστώς PNB πληρούσε τις προϋποθέσεις του πλαισίου ΥΓΟΣ και, επομένως, το καθεστώς αυτό έπρεπε να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    IV. Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    16.

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2016, οι VGG κ.λπ. άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως.

    17.

    Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαΐου 2016, οι δεκατρείς ΟΔΓ ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

    18.

    Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2017, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η αίτηση παρεμβάσεως έγινε δεκτή.

    19.

    Οι VGG κ.λπ. προέβαλαν τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν, ο πρώτος, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους, ο δεύτερος, παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας και της ασφάλειας δικαίου, ο τρίτος, επικουρικώς προβληθείς, πλάνη περί το δίκαιο και πλημμελή αιτιολογία κατά την εφαρμογή του πλαισίου ΥΓΟΣ και, ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    20.

    Η Επιτροπή και οι δεκατρείς ΟΔΓ αμφισβήτησαν την ιδιότητα των VGG κ.λπ. ως «ενδιαφερομένων μερών», καθώς και το παραδεκτό του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

    21.

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή, έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι VGG κ.λπ. και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την επίμαχη απόφαση χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

    V. Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    22.

    Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει τις VGG κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα· ή

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    23.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να απορρίψει την προσφυγή και

    να καταδικάσει τις VGG κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα.

    24.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    25.

    Οι VGG κ.λπ. ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    26.

    Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    VI. Ανάλυση

    Α.   Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    27.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες επί του ζητήματος αυτού από την Επιτροπή και την Ολλανδική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας την προσφυγή των VGG κ.λπ. παραδεκτή, δεδομένου ότι αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν «ενδιαφερόμενα μέρη» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999.

    28.

    Οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενα μέρη», έπρεπε να διαπιστωθεί, αφενός, ότι οι VGG κ.λπ. τελούσαν σε ανταγωνιστική σχέση με τους δικαιούχους της ενίσχυσης και, αφετέρου, ότι υπήρχε κίνδυνος να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους νοθεύοντας την εν λόγω ανταγωνιστική σχέση.

    29.

    Κατά τις αναιρεσείουσες και την Επιτροπή, όμως, όσον αφορά την εκτίμηση της συγκεκριμένης επίπτωσης της ενίσχυσης επί της ανταγωνιστικής κατάστασης των VGG κ.λπ., το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει σε πλείονες περιπτώσεις πλάνη περί το δίκαιο.

    30.

    Εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να διατυπώσω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια του «ενδιαφερομένου μέρους» κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και τον κανονισμό 659/1999 προτού εξετάσω, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών, τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    2. Εκτίμηση

    α) Επί της έννοιας του «ενδιαφερομένου μέρους»

    31.

    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ διαδικασίας ελέγχου, πρέπει να διακρίνονται δύο στάδια. Αφενός, το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης, το οποίο θεσπίζεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης. Αφετέρου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία ελέγχου, η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως επί των στοιχείων της υπόθεσης. Η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μόνο στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διαδικασίας ( 7 ).

    32.

    Εάν δεν κινηθεί η επίσημη διαδικασία ελέγχου, τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία θα μπορούσαν να καταθέσουν παρατηρήσεις κατά το δεύτερο αυτό στάδιο, στερούνται τη δυνατότητα αυτή. Προς επανόρθωση της κατάστασης αυτής, αναγνωρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμα να αμφισβητήσουν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την απόφαση της Επιτροπής να μην κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου ( 8 ). Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως απόφασης βασιζομένης στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την οποία ασκεί ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη ( 9 ).

    33.

    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν κίνησε επίσημη διαδικασία ελέγχου και ότι οι VGG κ.λπ. προέβαλαν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους. Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο ( 10 ), το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται κατ’ ουσίαν από το αν οι VGG κ.λπ. απέδειξαν ότι είναι ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999.

    34.

    Δυνάμει της δεύτερης αυτής διατάξεως, «ενδιαφερόμενο μέρος [είναι] κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις». Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τον πάγιο ορισμό της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους» που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο στη νομολογία του ( 11 ).

    35.

    Πρόκειται, δηλαδή, για «απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών» ( 12 ) και, επομένως, κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω διάταξη «δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση η οποία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική της δικαιούχου της ενισχύσεως επιχειρήσεως […] να χαρακτηριστεί ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως» ( 13 ).

    36.

    Με άλλα λόγια, η ιδιότητα του «ενδιαφερομένου μέρους» εξαρτάται κατ’ ουσίαν από το αν τα συμφέροντα της οντότητας που επικαλείται την ιδιότητα αυτή μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση του μέτρου ενίσχυσης. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να καταδειχθεί ότι τα συμφέροντα επιχείρησης μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση ενίσχυσης, ώστε να αναγνωριστεί σε αυτήν η ιδιότητα του «ενδιαφερομένου μέρους».

    37.

    Φρονώ ότι τόσο από το γράμμα του κανονισμού 659/1999 όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων, ήτοι, αφενός, εκείνης των επιχειρήσεων που είναι ανταγωνιστές του δικαιούχου της ενίσχυσης και, αφετέρου, εκείνης των οντοτήτων που δεν είναι ανταγωνιστές του δικαιούχου.

    38.

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις επιχειρήσεις που είναι ανταγωνιστές των δικαιούχων του μέτρου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτές περιλαμβάνονται «αναμφίβολα μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών» ( 14 ).

    39.

    Το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει επίσης, σε πάγια νομολογία του, την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου μέρους» σε επιχείρηση η οποία τελεί σε ανταγωνιστική σχέση με τον δικαιούχο της ενίσχυσης για τον λόγο αυτό και μόνο ( 15 ).

    40.

    Με άλλα λόγια, για μια επιχείρηση, η ιδιότητα και μόνον του ανταγωνιστή του δικαιούχου της ενίσχυσης αρκεί για να διαπιστωθεί ότι τα συμφέροντά της θα θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης και, επομένως, για να χαρακτηριστεί «ενδιαφερόμενο μέρος». Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση που επικαλείται την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου μέρους», διότι είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου της ενίσχυσης, πρέπει απλώς να μπορεί να καταδείξει ότι τελεί σε ανταγωνιστική σχέση με τον εν λόγω δικαιούχο. Όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη νομολογία του, «κάθε επιχείρηση που επικαλείται πραγματική ή δυνητική ανταγωνιστική σχέση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιότητα του “ενδιαφερόμενου μέρους”» ( 16 ).

    41.

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, οντότητα η οποία δεν είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου της ενίσχυσης, αυτή μπορεί να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενο μέρος» εφόσον μπορεί να καταδειχθεί ότι τα συμφέροντά της μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει, κατά τη νομολογία, να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει το μέτρο συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής της ( 17 ).

    42.

    Το Δικαστήριο έχει δεχθεί, μεταξύ άλλων, ότι συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων μπορούσε να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος εφόσον καταδεικνύει ότι η ίδια ή τα μέλη της θίγονται ενδεχομένως, ως προς τα συμφέροντά τους, από τη χορήγηση ενίσχυσης, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής της ή επί των εργαζομένων τους οποίους εκπροσωπεί ( 18 ).

    43.

    Εν ολίγοις, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενα μέρη», οι οντότητες πρέπει να καταδεικνύουν ότι τα συμφέροντά τους θα θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Προς τούτο, οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις του δικαιούχου της ενίσχυσης πρέπει να καταδείξουν μόνο την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης με τον δικαιούχο. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις που δεν τελούν σε τέτοια ανταγωνιστική σχέση πρέπει να καταδείξουν ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους.

    44.

    Συναφώς, οφείλω να επισημάνω ότι η διάκριση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με –μη επικρατούσα– νομολογιακή τάση του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία εντάσσεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    β) Το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και η νομολογιακή τάση στην οποία εντάσσεται

    45.

    Κατά τη νομολογία αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, μια οντότητα θα πρέπει, «προκειμένου να χαρακτηριστεί ως ενδιαφερόμενο μέρος, αφενός, να καταδείξει ότι τελεί σε ανταγωνιστική σχέση με τους δικαιούχους της ενίσχυσης και, αφετέρου, να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής της, νοθεύοντας την εν λόγω ανταγωνιστική σχέση» ( 19 ). Με άλλα λόγια, απαιτείται από τις επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται τους δικαιούχους της ενίσχυσης να αποδείξουν τόσο την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης όσο και τη συγκεκριμένη επίπτωση της ενίσχυσης επί της κατάστασής τους.

    46.

    Εντούτοις, φρονώ ότι η λύση αυτή δεν μπορεί να διατηρηθεί. Εφόσον αυτή επιβάλλει, για την αναγνώριση της ιδιότητας του «ενδιαφερόμενου μέρους», προϋποθέσεις επιπρόσθετες της ιδιότητας του ανταγωνιστή του δικαιούχου, βρίσκεται καταρχάς σε αντίθεση προς το γράμμα του κανονισμού 659/1999, το οποίο ορίζει σαφώς τον ανταγωνιστή του δικαιούχου ως ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς και προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία ανταγωνιστής του δικαιούχου καταλέγεται αδιαμφισβήτητα μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών.

    47.

    Εν συνεχεία, η λύση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση προς πλούσια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία η απόδειξη και μόνον της ιδιότητας του ανταγωνιστή αρκεί για να χαρακτηριστεί ως «ενδιαφερόμενο μέρος» η επιχείρηση που την επικαλείται ( 20 ), χωρίς να χρειάζεται να καταδειχθεί επίσης η ύπαρξη του κινδύνου να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης της ανταγωνιστικής επιχείρησης η οποία νοθεύει τη διαπιστωθείσα ανταγωνιστική σχέση.

    48.

    Τέλος, φρονώ ότι η λύση αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο πρόκλησης ορισμένης σύγχυσης με τη νομολογία σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής ανταγωνιστή όταν αυτός επιδιώκει να προβάλει όχι μόνο την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, όπως εν προκειμένω, αλλά και να αμφισβητήσει το βάσιμο απόφασης περί εκτιμήσεως του συμβατού χαρακτήρα ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά ( 21 ).

    49.

    Κατά τη νομολογία αυτή, επιχείρηση η οποία αμφισβητεί το βάσιμο απόφασης της Επιτροπής να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου δεν μπορεί να επικαλεστεί μόνο την ιδιότητά της ως «ανταγωνιστή» της δικαιούχου επιχείρησης, αλλά πρέπει να καταδείξει επιπλέον ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από την επίμαχη ενίσχυση ( 22 ). Η λύση που προτείνεται στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου οδηγεί, σε κάποιο βαθμό, σε ευθυγράμμιση των προϋποθέσεων παραδεκτού, είτε η επιχείρηση προβάλλει την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, λόγω της άρνησης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου, είτε αμφισβητεί το βάσιμο απόφασης περί εκτιμήσεως του συμβατού χαρακτήρα της ενίσχυσης, αντιθέτως προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

    50.

    Συγκεκριμένα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η ανταγωνίστρια επιχείρηση δεν μπορεί να αρκείται στο να καταδείξει την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης, αλλά πρέπει να αποδεικνύει επιπλέον ότι η κατάστασή της επηρεάζεται συγκεκριμένα από το μέτρο ενίσχυσης, καθόσον η ανταγωνιστική σχέση νοθεύτηκε από το εν λόγω μέτρο ( 23 ). Επομένως, η διάκριση των προϋποθέσεων παραδεκτού ανάλογα με το αντικείμενο της προσφυγής θα καταργηθεί σε μεγάλο βαθμό.

    51.

    Επομένως, εν αντιθέσει προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και προς τα όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, φρονώ ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από τις VGG κ.λπ. να αποδείξουν τόσο την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης με τις δεκατρείς ΟΔΓ δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης όσο και τη συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους, η οποία νοθεύει την ανταγωνιστική αυτή σχέση, προκειμένου να καταδείξουν την ιδιότητά τους ως «ενδιαφερομένων μερών». Εκτιμώ, επομένως, ότι η εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο της συγκεκριμένης επίπτωσης της ενίσχυσης επί της κατάστασης των VGG κ.λπ. συνιστά επαλλήλως παρατιθέμενο μέρος του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής.

    52.

    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, στις σκέψεις 61 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι VGG κ.λπ. τελούσαν σε ανταγωνιστική σχέση προς τις δεκατρείς ΟΔΓ, ορθώς χαρακτήρισε τις VGG κ.λπ. ως «ενδιαφερόμενα μέρη», βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στα σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων και των διατάξεων του κανονισμού 659/1999.

    53.

    Έχοντας κρίνει ότι οι VGG κ.λπ. έπρεπε να θεωρηθούν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις των εν λόγω ΟΔΓ, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε βασίμως να χαρακτηρίσει τις VGG κ.λπ. ως «ενδιαφερόμενα μέρη».

    54.

    Επομένως, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή, αποδεικνυόταν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της συγκεκριμένης επίπτωσης του μέτρου επί της κατάστασης των VGG κ.λπ., το σφάλμα αυτό δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να έχει ως αποτέλεσμα αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεδομένου ότι η εκτίμησή του είναι βάσιμη για άλλους νομικούς λόγους ( 24 ).

    55.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτιμώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    γ) Επικουρικές παρατηρήσεις επί της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως περί υπάρξεως κινδύνου συγκεκριμένης επιπτώσεως του μέτρου επί της καταστάσεως των VGG κ.λπ.

    56.

    Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες, η Επιτροπή και η Ολλανδική Κυβέρνηση αμφισβητούν, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τη διαπίστωση περί ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των VGG κ.λπ. και των δεκατριών ΟΔΓ δικαιούχων του επίμαχου καθεστώτος. Για λόγους πληρότητας, πρέπει, επομένως, να εξετάσω αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να έχει το μέτρο ενίσχυσης συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης των VGG κ.λπ.

    57.

    Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως γίνει δεκτό, οι VGG κ.λπ. θα μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενα μέρη» μόνο εάν ορθώς κρίθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει το επίμαχο μέτρο συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασής τους. Ειδικότερα, εάν οι VGG κ.λπ. χαρακτηρίστηκαν εσφαλμένως ως ανταγωνίστριες των δεκατριών ΟΔΓ, πρέπει να εξακριβωθεί επίσης ότι τα συμφέροντά τους δεν επηρεάζονται, εν πάση περιπτώσει, από τη χορήγηση της ενίσχυσης, υπό την έννοια ότι υπάρχει κίνδυνος να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση στην κατάστασή τους.

    58.

    Οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες από την Ολλανδική Κυβέρνηση, και η Επιτροπή προβάλλουν, αφενός, ότι το κριτήριο που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο για τη διαπίστωση της συγκεκριμένης επίπτωσης της ενίσχυσης επί της κατάστασης των VGG κ.λπ. ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Αφετέρου, τα ίδια μέρη υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε απλώς να διαπιστώσει την ύπαρξη επίδρασης της ενίσχυσης επί της κατάστασης των VGG κ.λπ., δεδομένου ότι αυτές όφειλαν να καταδείξουν τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της ενίσχυσης επί της κατάστασής τους. Ως εκ τούτου, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

    59.

    Όσον αφορά το κριτήριο που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης του κινδύνου να έχει η ενίσχυση συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης των VGG κ.λπ., το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, «όταν κρατική ενίσχυση ενισχύει τη θέση επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, αυτές πρέπει να θεωρούνται ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση». Πάντως, όπως ορθώς επισημαίνουν οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή, η νομολογία στην οποία στηρίζεται το Γενικό Δικαστήριο αφορά τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 25 ). Φρονώ ότι το κριτήριο αυτό, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών επηρεάζονται από το μέτρο ενίσχυσης, είναι προδήλως αλυσιτελές προκειμένου να καθοριστεί αν υπάρχει κίνδυνος να έχει το μέτρο αυτό επίπτωση επί της κατάστασης των VGG κ.λπ. Επομένως, η συλλογιστική αυτή, η οποία αντλείται από πεπλανημένη ερμηνεία της νομολογίας, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

    60.

    Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρώ ότι αυτή η πλάνη περί το δίκαιο στον προσδιορισμό του κρίσιμου κριτηρίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου συγκεκριμένης επίπτωσης επί της κατάστασης των VGG κ.λπ. επηρέασε το αποτέλεσμα της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης περί συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφόσον το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους ( 26 ), όπως εκτιμώ ότι συμβαίνει στην περίπτωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    61.

    Αφενός, και εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι τα συμφέροντα προσφεύγοντος μπορεί να θίγονται από την ενίσχυση, δεν χρειάζεται να καταδειχθεί πραγματική μεταβολή της θέσης του αλλά μόνο ο κίνδυνος συγκεκριμένης επίπτωσης ( 27 ). Επομένως, δεν θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «οι προσφεύγουσες πρέπει να αποδείξουν […] όχι ουσιώδη επηρεασμό της ανταγωνιστικής θέσης τους, αλλά απλή επίδραση» της ενίσχυσης στην κατάστασή τους.

    62.

    Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι ένα μέτρο ενίσχυσης μπορεί να θίξει την ανταγωνιστική θέση ενός επιχειρηματία «με διάφορους τρόπους, ιδίως προκαλώντας διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα υπήρχε αν δεν είχε υπάρξει μια τέτοια ενίσχυση» ( 28 ).

    63.

    Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι VGG κ.λπ. έπρεπε «να επενδύσουν σε φυσικούς χώρους προκειμένου να ασκήσουν δευτερεύουσες οικονομικές δραστηριότητες παρεμφερείς» με εκείνες που ασκούσαν οι δεκατρείς ΟΔΓ, κάτι που συνεπαγόταν μειονέκτημα σε σχέση με τις τελευταίες, οι οποίες μπορούσαν να αγοράσουν γεωτεμάχια υπό ευνοϊκότερους όρους χάρη στο επίμαχο μέτρο. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη μη αντικρουσθείσα επιχειρηματολογία των VGG κ.λπ. κατά την οποία «η αδυναμία [τους] να επεκτείνουν την ακίνητη περιουσία τους υπό τους ίδιους όρους με τους δικαιούχους είχε ως αποτέλεσμα εξέλιξη των δραστηριοτήτων τους λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα είχαν χωρίς το συγκεκριμένο μέτρο ενίσχυσης».

    64.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι υπήρχε κίνδυνος να έχει το επίμαχο μέτρο συγκεκριμένη επίπτωση επί της κατάστασης των VGG κ.λπ. και κρίνοντας ότι αυτές έπρεπε, επομένως, να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενα μέρη».

    65.

    Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές ή, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    Β.   Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    66.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες επί του ζητήματος αυτού από την Επιτροπή και την Ολλανδική Κυβέρνηση, προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκανε δεκτή την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών για την εκτίμηση του συμβατού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά οι οποίες επέβαλαν την κίνηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημης διαδικασίας ελέγχου.

    67.

    Συγκεκριμένα, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν δυνατόν να κρίνει, χωρίς να υποπέσει, σε πλείονες περιπτώσεις, σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως «καθολικής» και «μη τυπικής» ΥΓΟΣ ανατεθείσας στις ΟΔΓ κατεδείκνυε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, δεύτερον, ότι το σκεπτικό του είναι πλημμελώς αιτιολογημένο και, τρίτον, ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι ο χαρακτηρισμός της ΥΓΟΣ ως «καθολικής» ή «μη τυπικής» ήταν ένδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών, είχε στηριχθεί στην ύπαρξη αντίφασης στην επίμαχη απόφαση, την οποία δεν προέβαλαν οι αναιρεσείουσες.

    1. Επί της προβαλλόμενης διαπίστωσης, από το Γενικό Δικαστήριο, αντίφασης στην επίμαχη απόφαση

    68.

    Εξαρχής, φρονώ ότι το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita στηριζόμενο στην ύπαρξη αντίφασης στη συλλογιστική της Επιτροπής που παρατίθεται στην επίμαχη απόφαση, την οποία δεν προέβαλαν οι VGG κ.λπ., δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    69.

    Βεβαίως, στις σκέψεις 117 και 120 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο μνημόνευσε την ύπαρξη αντίφασης, στην επίμαχη απόφαση, μεταξύ των συμπερασμάτων της Επιτροπής που αφορούν τον χαρακτηρισμό των ΟΔΓ ως «επιχειρήσεων» και εκείνων που αφορούν τον ορισμό της επίμαχης ΥΓΟΣ, η οποία καλύπτει τόσο την κύρια δραστηριότητα προστασίας της φύσης όσο και τις δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ. Οι διάδικοι δεν προέβαλαν τέτοια αντίφαση πρωτοδίκως.

    70.

    Εντούτοις, αφενός, με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εκθέσει τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με την αντίφαση αυτή, επί της οποίας οι διάδικοι ερωτήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

    71.

    Αφετέρου, καίτοι, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέπεμψε στη συλλογιστική της Επιτροπής όσον αφορά τον οικονομικό χαρακτήρα των δευτερευουσών δραστηριοτήτων των ΟΔΓ, το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέδειξε εντούτοις την ύπαρξη ενδεχόμενης αντίφασης μεταξύ της συλλογιστικής αυτής και των λόγων στους οποίους βασίζεται ο ορισμός της ΥΓΟΣ στην επίμαχη απόφαση, την οποία δεν προέβαλαν οι διάδικοι.

    72.

    Επομένως, η λύση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, κατά την οποία ο χαρακτηρισμός των δραστηριοτήτων των ΟΔΓ ως «καθολικής» ή «μη τυπικής» ΥΓΟΣ μπορεί να συνιστά ένδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών, δεν στηρίζεται στην ύπαρξη αντίφασης στην απόφαση της Επιτροπής ( 29 ).

    73.

    Επομένως, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατά το στάδιο της έκθεσης των επιχειρημάτων των διαδίκων, επιχείρημα το οποίο δεν είχαν προβάλει οι VGG κ.λπ., αυτό δεν είχε αντίκτυπο στη δοθείσα λύση.

    2. Επί του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ως προς τον ορισμό της ΥΓΟΣ

    74.

    Οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες επί του ζητήματος αυτού από την Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονες περιπτώσεις σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο ορισμός της ΥΓΟΣ από την Επιτροπή ως «μη τυπικής» ήταν ένδειξη σοβαρών δυσχερειών.

    75.

    Καταρχάς, κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει το ζήτημα αν οι δραστηριότητες των ΟΔΓ είναι οικονομικές και το αν οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνονται στην ΥΓΟΣ που ανατέθηκε στις ΟΔΓ. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε προδήλως εσφαλμένο κριτήριο προκειμένου να καθορίσει αν οι δευτερεύουσες δραστηριότητες περιλαμβάνονται στην ΥΓΟΣ. Εν συνεχεία, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να κρίνει ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ εντάσσονται σε καθολική ή μη τυπική ΥΓΟΣ. Τοιουτοτρόπως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών κατά τον ορισμό των ΥΓΟΣ. Τέλος, οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή επισημαίνουν ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου είναι δυσνόητο και, επομένως, προβάλλουν κατ’ ουσίαν, ανεπαρκή αιτιολογία.

    76.

    Από τη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά τον ορισμό της ΥΓΟΣ στην επίμαχη απόφαση λόγω του «ανεπαρκούς ή ατελούς χαρακτήρα της εξέτασης που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης», στοιχείο το οποίο συνιστά, κατά τη νομολογία, ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών ( 30 ).

    77.

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, καίτοι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τον ορισμό αποστολής ΥΓΟΣ, η εξουσία αυτή δεν είναι απεριόριστη. Κατά τη νομολογία, για να χαρακτηριστεί ΥΓΟΣ, η επίμαχη υπηρεσία πρέπει να άπτεται κάποιου γενικού οικονομικού συμφέροντος εμφανίζοντος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία τη διακρίνουν από άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής ( 31 ).

    78.

    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, ότι η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι, καίτοι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ ήταν αποτέλεσμα της κύριας δραστηριότητας προστασίας της φύσης, οι δευτερεύουσες αυτές δραστηριότητες δεν καθίσταντο υποχρεωτικές από την κύρια δραστηριότητα και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει αν οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ άπτονταν γενικού συμφέροντος.

    79.

    Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, «καίτοι τα έσοδα που παράγουν οι δευτερεύουσες δραστηριότητες προορίζονται να καλύψουν μέρος του κόστους της κύριας δραστηριότητας διατήρησης της φύσης και συνδέονται στενά με την αποστολή γενικού συμφέροντος της εν λόγω κύριας δραστηριότητας, τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να καταλήξει στο συμπέρασμα, αποκλειστικώς επ’ αυτής της βάσεως […], ότι άπτονταν γενικού οικονομικού συμφέροντος».

    80.

    Στη σκέψη 129, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, καίτοι η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται ΥΓΟΣ μπορεί να ασκεί άλλες οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την αποστολή γενικού συμφέροντος που της έχει ανατεθεί, τούτο δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός ότι αυτές περιλαμβάνονται στην ΥΓΟΣ.

    81.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής ήταν ατελής και συνιστούσε ένδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών.

    82.

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν της παρείχαν ούτε τη δυνατότητα να «καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες ήταν αναγκαίες για τη διαχείριση της ΥΓΟΣ κατά την έννοια του σημείου 11 του πλαισίου [ΥΓΟΣ], το οποίο εφάρμοσε στην προσβαλλόμενη απόφαση».

    83.

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, βεβαίως, ότι ο ατελής ή ανεπαρκής χαρακτήρας της εξέτασης σχετικά με τον ορισμό της ΥΓΟΣ μπορούσε να συνιστά ένδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών. Εκτιμώ, εντούτοις, ότι η συλλογιστική που οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα αυτό ενέχει αρκετές ανακολουθίες.

    84.

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ ήταν αναγκαίες για της διαχείριση της ΥΓΟΣ κατά την έννοια του σημείου 11 του πλαισίου ΥΓΟΣ, με αποτέλεσμα η συμπερίληψη των δευτερευουσών δραστηριοτήτων στην ΥΓΟΣ να μην είναι επιβεβλημένη και να δημιουργεί σοβαρές δυσχέρειες, φρονώ, όπως και οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το εν λόγω πλαίσιο ΥΓΟΣ.

    85.

    Συγκεκριμένα, στο σημείο 11 του πλαισίου ΥΓΟΣ προβλέπεται απλώς ότι «οι κρατικές ενισχύσεις […] μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με το άρθρο 106, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] εφόσον αυτές είναι αναγκαίες για τη διαχείριση» ( 32 ) της ΥΓΟΣ. Επομένως, αναγκαίες για τη διαχείριση της ΥΓΟΣ δεν πρέπει να είναι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες, αλλά το μέτρο ενίσχυσης του οποίου εξετάζεται ο συμβατός με την εσωτερική αγορά χαρακτήρας.

    86.

    Τοιουτοτρόπως, το Γενικό Δικαστήριο διατυπώνει ένα προδήλως εσφαλμένο κριτήριο, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν κατέδειξε την αναγκαιότητα των δευτερευουσών δραστηριοτήτων για τη διαχείριση της ΥΓΟΣ, ενώ το σημείο 11 του πλαισίου ΥΓΟΣ δεν επιβάλλει κάτι τέτοιο στην Επιτροπή. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε ορθώς το εν λόγω σημείο για αυτόν τον λόγο και μόνο.

    87.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί στο στοιχείο αυτό, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, για να αποφανθεί ότι η εξέταση της Επιτροπής ήταν ατελής και, επομένως, ότι υπήρχαν σοβαρές δυσχέρειες στον ορισμό της ΥΓΟΣ.

    88.

    Πάντως, καθόσον ο ατελής χαρακτήρας της εξέτασης της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της ΥΓΟΣ δεν στηρίζεται μόνο στην προβαλλόμενη πλάνη ως προς την εφαρμογή του πλαισίου ΥΓΟΣ, αυτή η πλάνη περί το δίκαιο δεν αρκεί, καθεαυτήν, για να γίνει δεκτό το υπό κρίση σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό της είναι ορθό βάσει άλλου σκεπτικού ( 33 ). Επομένως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε επίσης στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ άπτονταν γενικού συμφέροντος για να αποφανθεί ότι η εξέταση της Επιτροπής ήταν ατελής, θα πρέπει να εξετάσω επίσης το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το στοιχείο αυτό.

    89.

    Συνεπώς, όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε ότι οι δευτερεύουσες οικονομικές δραστηριότητες άπτονταν γενικού συμφέροντος, με αποτέλεσμα η εξέταση της Επιτροπής να είναι ατελής επί του σημείου αυτού, εκτιμώ ότι η διαπίστωση αυτή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    90.

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν επαρκούσαν για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δευτερεύουσες αυτές δραστηριότητες άπτονταν γενικού συμφέροντος, ενώ το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό, στις σκέψεις 128 και 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε επισημάνει στοιχεία που καταδείκνυαν βέβαιο δεσμό μεταξύ της δραστηριότητας προστασίας της φύσης και των δευτερευουσών δραστηριοτήτων των ΟΔΓ, οι οποίες συμβάλλουν, επομένως, στην εκπλήρωση της προσδιορισθείσας αποστολής γενικού συμφέροντος. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως τεκμηρίωσε τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά, καίτοι προδήλως κρίσιμα, δεν ήταν επαρκή.

    91.

    Επιπλέον, από το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτουν τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να καταδείξουν επαρκώς κατά νόμον ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες των ΟΔΓ άπτονταν γενικού συμφέροντος, τούτο δε κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ύπαρξη στενού δεσμού μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών και του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος δεν αρκεί προς απόδειξη της ύπαρξης γενικού συμφέροντος.

    92.

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή επί του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και από το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά πάγια νομολογία, από το σκεπτικό μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του και να μπορεί το Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό του έλεγχο ( 34 ).

    93.

    Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, περιορίστηκε να επισημάνει ότι τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν επαρκούσαν προκειμένου να συμπεράνει ότι αυτή δεν είχε καταδείξει ότι οι δευτερεύουσες δραστηριότητες άπτονταν γενικού συμφέροντος, χωρίς εντούτοις να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά ήταν ανεπαρκή ή να διευκρινίσει τα στοιχεία τα οποία θα ήταν επαρκή. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι σαφές και, κατά την άποψή μου, δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους της προκριθείσας λύσης, με αποτέλεσμα, κατ’ εμέ, να ενέχει ανεπαρκή αιτιολογία.

    94.

    Επομένως, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον ατελή χαρακτήρα της εξέτασης από την Επιτροπή του ορισμού της ΥΓΟΣ, αφενός, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και, αφετέρου, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένο.

    95.

    Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

    VII. Πρόταση

    96.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές και ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό, χωρίς αυτό να προδικάζει το βάσιμο των λοιπών σκελών των λόγων αναιρέσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2018 (T‑79/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:680).

    ( 3 ) ΕΕ 2016, C 9, σ. 1.

    ( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

    ( 5 ) ΕΕ 2012, C 8, σ. 15, στο εξής: πλαίσιο ΥΓΟΣ (υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος).

    ( 6 ) Απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003 (C‑280/00, EU:C:2003:415).

    ( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής (C‑198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 22)· της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής (C‑225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 16), καθώς και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 94).

    ( 8 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 53).

    ( 9 ) Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 36), και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 56).

    ( 10 ) Σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    ( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής (323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16)· της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 41), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132).

    ( 12 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής (323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16)· της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 63), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132).

    ( 13 ) Αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 64), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132).

    ( 14 ) Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2004, Kronofrance κατά Επιτροπής (T‑27/02, EU:T:2004:348, σκέψη 44)· της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 73)· της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής (T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497, σκέψη 41)· της 5ης Νοεμβρίου 2014, Vtesse Networks κατά Επιτροπής (T‑362/10, EU:T:2014:928, σκέψη 47)· της 19ης Ιουνίου 2019, NeXovation κατά Επιτροπής (T‑353/15, EU:T:2019:434, σκέψη 69), καθώς και διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑321/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175, σκέψη 41).

    ( 16 ) Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, NeXovation κατά Επιτροπής (T‑353/15, EU:T:2019:434, σκέψη 69).

    ( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 65), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132).

    ( 18 ) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής (C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 33).

    ( 19 ) Απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, Hamr – Sport κατά Επιτροπής (T‑693/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:292, σκέψη 42)· αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 54), καθώς και διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, Motex κατά Επιτροπής (T‑713/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:631, σκέψη 26). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2004, Kronofrance κατά Επιτροπής (T‑27/02, EU:T:2004:348, σκέψη 44)· της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 73)· της 12ης Ιουνίου 2014, Sarc κατά Επιτροπής (T‑488/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:497, σκέψη 41)· της 5ης Νοεμβρίου 2014, Vtesse Networks κατά Επιτροπής (T‑362/10, EU:T:2014:928, σκέψη 47)· της 19ης Ιουνίου 2019, NeXovation κατά Επιτροπής (T‑353/15, EU:T:2019:434, σκέψη 69), καθώς και διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑321/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175, σκέψη 41).

    ( 21 ) Βλ., για χρήσιμη ανακεφαλαίωση των διάφορων προϋποθέσεων παραδεκτού, ανάλογα με το αντικείμενο της προσφυγής, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψεις 31 έως 37), ή, πιο πρόσφατα, της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής (T‑135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψεις 37 έως 45).

    ( 22 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing (C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψη 33).

    ( 23 ) Ο κίνδυνος αυτός αναδεικνύεται εξάλλου στα υπομνήματα των αναιρεσειουσών και της Επιτροπής. Τα μέρη αυτά υποστηρίζουν ότι, κρίνοντας ότι οι VGG κ.λπ. δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι η ανταγωνιστική θέση τους επηρεάστηκε ουσιωδώς, αλλά μόνον ότι η ενίσχυση επηρέασε την ανταγωνιστική τους θέση, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ειδικότερα ότι οι VGG κ.λπ. έπρεπε να προσκομίσουν οικονομική ανάλυση η οποία να καταδεικνύει συγκεκριμένη επίπτωση επί της ανταγωνιστικής θέσης τους.

    ( 24 ) Βλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 47), και της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).

    ( 25 ) Το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 11).

    ( 26 ) Βλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 47), και της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).

    ( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 65), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 28 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 53).

    ( 29 ) Η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει, στα υπομνήματά της, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την ύπαρξη αντίφασης στην επίμαχη απόφαση.

    ( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, Pollmeier Massivholz κατά Επιτροπής (T‑89/09, EU:T:2015:153, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 31 ) Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Merci convenzionali porto di Genova (C‑179/90, EU:C:1991:464, σκέψη 27), και της 17ης Ιουλίου 1997, GT‑Link (C‑242/95, EU:C:1997:376, σκέψη 53).

    ( 32 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 33 ) Βλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 47), και της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).

    ( 34 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Top