Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0698

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 5ης Μαρτίου 2020.
    SC Raiffeisen Bank SA και BRD Groupe Societé Générale SA κατά JB και KC.
    Αιτήσεις του Tribunalul Specializat Mureş για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση προσωπικού δανείου – Σύμβαση που έχει εκτελεστεί πλήρως – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Αγωγή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως βάσει καταχρηστικής ρήτρας – Δικονομικές ρυθμίσεις – Τακτική αγωγή μη υποκείμενη σε αποσβεστική προθεσμία – Τακτική αγωγή ενοχικού και περιουσιακού χαρακτήρα, υποκείμενη σε παραγραφή – Χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής – Αντικειμενικό χρονικό σημείο γνώσεως του καταναλωτή περί της υπάρξεως καταχρηστικής ρήτρας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-698/18 και C-699/18.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:181

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 5ης Μαρτίου 2020 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-698/18 και C-699/18

    SC Raiffeisen Bank SA

    κατά

    JB (C-698/18)

    και

    BRD Groupe Société Générale SA

    κατά

    KC (C-699/18)

    [αίτηση του Tribunalul Specializat Mureş
    (ειδικού δικαστηρίου του Μούρες, Ρουμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών – Σύμβαση προσωπικού δανείου – Δικονομικές ρυθμίσεις – Τακτική αγωγή μη υποκείμενη σε αποσβεστική προθεσμία – Τακτική αγωγή ενοχικού και περιουσιακού χαρακτήρα, υποκείμενη σε παραγραφή – Αντικειμενικό χρονικό σημείο γνώσης του καταναλωτή περί της υπάρξεως καταχρηστικής ρήτρας»

    1.

    Οι κρινόμενες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ( 2 ), ειδικά στο πλαίσιο συμβάσεων πιστώσεων που εκτελέσθηκαν πλήρως. Πιο συγκεκριμένα, οι αιτήσεις αυτές παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει αν η οδηγία αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται μετά την πλήρη εκτέλεση μιας συμβάσεως και, ενδεχομένως, αν η αγωγή περί επιστροφής των ποσών που εισπράχθηκαν δυνάμει συμβατικών ρητρών οι οποίες κρίθηκαν καταχρηστικές μπορεί να υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής από τη λύση της συμβάσεως. Επομένως, πρέπει, κατ’ ουσίαν, να καθοριστεί η χρονική έκταση της προστασίας που παρέχει η εν λόγω οδηγία στους καταναλωτές.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    2.

    Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, ως «καταναλωτής» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η οδηγία αυτή, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.

    3.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και κατ[α]ναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

    Β.   Το ρουμανικό δίκαιο

    4.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του Legea nr. 193/2000 privind clauzele abuzive din contractele încheiate între profesioniști și consumatori (νόμου 193/2000 περί των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών), της 6ης Νοεμβρίου 2000 (Monitorul Oficial al României αριθ. 560, της 10ης Νοεμβρίου 2000), αναδημοσιευθέντος το 2012 (Monitorul Oficial al României αριθ. 543, της 3ης Αυγούστου 2012), όπως τροποποιήθηκε τελευταία το 2014 (στο εξής: νόμος 193/2000), απαγορεύει στους επαγγελματίες να εισάγουν καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτουν με τους καταναλωτές. Επιπλέον, το άρθρο 6 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν παράγουν αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή.

    5.

    Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 4, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

    «1.   Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η χρήση συμβάσεων προσχωρήσεως που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, τα ελεγκτικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 8 προσφεύγουν στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας ή, κατά περίπτωση, της έδρας του επαγγελματία, ζητώντας να υποχρεωθεί να τροποποιήσει τις υπό εκτέλεση συμβάσεις εξαλείφοντας τις καταχρηστικές ρήτρες.

    […]

    4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 δεν θίγουν το δικαίωμα του καταναλωτή, έναντι του οποίου προβάλλεται σύμβαση προσχωρήσεως που περιέχει καταχρηστική ρήτρα, να επικαλεσθεί την ακυρότητα της ρήτρας με αγωγή ή κατ’ ένσταση, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος.»

    6.

    Το άρθρο 993 του Codul civil (Αστικού Κώδικα) του 1864, το οποίο είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο συνάψεως των συμβάσεων στις κύριες δίκες, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όποιος πιστεύοντας εκ πλάνης ότι είναι οφειλέτης εξοφλήσει χρέος έχει δικαίωμα προς επιστροφή έναντι του δανειστή.

    7.

    Κατά το άρθρο 1 του Decretul nr. 167/1958 privitor la prescripția extinctivă (διατάγματος 167/1958 περί παραγραφής), της 10ης Απριλίου 1958 (Monitorul Oficial al României αριθ. 19, της 21ης Απριλίου 1958), το οποίο αναδημοσιεύθηκε:

    «Η αξίωση με περιουσιακό αντικείμενο παραγράφεται εάν δεν ασκηθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας.

    Η παραγραφή της κύριας αξίωσης επιφέρει την παραγραφή των παρεπόμενων αξιώσεων.»

    8.

    Κατά το άρθρο 2 του διατάγματος αυτού, «η ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να προβληθεί οποτεδήποτε, με αγωγή ή κατ’ ένσταση».

    9.

    Το άρθρο 7 του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

    «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη ή η αναγκαστική εκτέλεση της αξίωσης.

    Για τις υποχρεώσεις που είναι εκπληρωτέες κατόπιν αίτησης του δανειστή, καθώς και για τις εκείνες για τις οποίες δεν έχει ορισθεί προθεσμία εκπλήρωσης, η παραγραφή αρχίζει από τη γένεση της έννομης σχέσεως.»

    10.

    Το άρθρο 8 του ίδιου διατάγματος ορίζει τα εξής:

    «Η παραγραφή της αξίωσης προς αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από παράνομη πράξη αρχίζει από την ημέρα που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση ή όφειλε να λάβει γνώση, τόσο της ζημίας όσο και του υπαιτίου της.

    Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.»

    II. Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

    Α.   Η υπόθεση C-698/18, Raiffeisen Bank

    11.

    Τον Ιούνιο του 2008, ο ενάγων της κύριας δίκης συνήψε με την SC Raiffeisen Bank SA (στο εξής: Raiffeisen Bank) σύμβαση πιστώσεως για περίοδο 84 μηνών με λήξη το 2015, ημερομηνία κατά την οποία το δάνειο αποπληρώθηκε στο σύνολό του.

    12.

    Εκτιμώντας ότι ορισμένες συμβατικές ρήτρες είναι καταχρηστικές, ο ενάγων άσκησε, τον Δεκέμβριο του 2016, αγωγή ενώπιον του Judecătoria Târgu Mureş (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Τίργκου Μούρες, Ρουμανία), με αίτημα τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών, την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν με βάση αυτές, καθώς και την καταβολή των νόμιμων τόκων.

    13.

    Η Raiffeisen Bank προέβαλε ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος, υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν είχε πλέον την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του νόμου 193/2000, λόγω του ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου της αγωγής, είχαν λήξει οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ των μερών, δεδομένου ότι η σύμβαση πιστώσεως είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, δυνάμει της πλήρους εκτέλεσής της.

    14.

    Πρωτοδίκως, το εθνικό δικαστήριο έκανε εν όλω δεκτή την αγωγή του ενάγοντος.

    15.

    Εκτιμώντας ότι η απόφαση αυτή ήταν βλαπτική γι’ αυτήν, η Raiffeisen Bank άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα ότι ο ενάγων είχε απολέσει την ιδιότητα του καταναλωτή πριν από την άσκηση της αγωγής, κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως πιστώσεως λόγω της πλήρους εκτέλεσής της.

    16.

    Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunalul Specializat Mureş (ειδικό δικαστήριο του Μούρες, Ρουμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στις δύο επίμαχες υποθέσεις:

    «1)

    Παρέχουν οι διατάξεις της [οδηγίας 93/13], ιδίως δε οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 21 και 23, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 8, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας και, από κοινού, με την αρχή της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ένα σύνολο ενδίκων βοηθημάτων αποτελούμενο από τακτική αγωγή μη υποκείμενη σε αποσβεστική προθεσμία, με αίτημα τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών που περιέχονται σε συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές, και από τακτική αγωγή ενοχικού και περιουσιακού χαρακτήρα, υποκείμενη σε παραγραφή, με την οποία επιδιώκεται ο σκοπός της [εν λόγω] οδηγίας να εξαλειφθούν τα αποτελέσματα όλων των υποχρεώσεων που ανέκυψαν και εκτελέστηκαν με βάση ρήτρα της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώθηκε έναντι του καταναλωτή;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αντιτίθενται οι ίδιες διατάξεις σε ερμηνεία απορρέουσα από την εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας των εννόμων σχέσεων αστικού δικαίου, κατά την οποία το αντικειμενικό χρονικό σημείο από το οποίο ο καταναλωτής όφειλε ή θα όφειλε να λάβει γνώση της υπάρξεως καταχρηστικής ρήτρας είναι εκείνο της λύσεως της συμβάσεως πιστώσεως στο πλαίσιο της οποίας είχε την ιδιότητα του καταναλωτή;»

    Β.   Η υπόθεση C-699/18, BRD Groupe Société Générale

    17.

    Τον Μάιο του 2003, ο ενάγων της κύριας δίκης και ένας άλλος συμβαλλόμενος, ως δανειολήπτες, συνήψαν σύμβαση πιστώσεως με την BRD Groupe Société Générale SA. Τον Μάρτιο του 2005, λόγω πρόωρης εξοφλήσεως, το δάνειο θεωρήθηκε εκκαθαρισθέν και η σύμβαση πιστώσεως λύθηκε.

    18.

    Δέκα και πλέον έτη αργότερα, τον Ιούλιο του 2016, ο ενάγων άσκησε αγωγή ενώπιον του Judecătoria Târgu Mureş (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Τίργκου Μούρες), με αίτημα τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών της συμβάσεως αυτής. Επιπλέον, ο ενάγων ζήτησε την ακύρωση των ρητρών αυτών και την επιστροφή όλων των ποσών που καταβλήθηκαν με βάση αυτές, καθώς και την καταβολή νομίμου τόκου για τα επιστρεφόμενα ποσά.

    19.

    Η BRD Groupe Société Générale επικαλέσθηκε το γεγονός ότι ο ενάγων δεν είχε πλέον την ιδιότητα του καταναλωτή, λαμβανομένου υπόψη του ότι, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ένδικης διαδικασίας, οι σχέσεις μεταξύ των μερών είχαν λήξει και ότι η σύμβαση είχε λυθεί έντεκα έτη πριν με προεξόφληση.

    20.

    Πρωτοδίκως, το εθνικό δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

    21.

    Εκτιμώντας ότι η απόφαση αυτή ήταν βλαπτική γι’ αυτήν, η BRD Groupe Société Générale άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα ότι ο ενάγων είχε απολέσει την ιδιότητα του καταναλωτή έντεκα έτη πριν από την άσκηση της αγωγής, κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως πιστώσεως με προεξόφληση.

    22.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul Specializat Mureş (ειδικό δικαστήριο του Μούρες) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα πανομοιότυπα με τα υποβληθέντα στην υπόθεση C-698/18. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, στην υπόθεση C-699/18, ο ενάγων άσκησε αγωγή με αίτημα τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών έντεκα έτη μετά τη λύση της συμβάσεως πιστώσεως, ήτοι μετά την πάροδο της τριετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει ο εθνικός νομοθέτης για την άσκηση περιουσιακού δικαιώματος.

    III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    23.

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 2018, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-698/18 και C-699/18, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    24.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, πλην του ενάγοντος στην υπόθεση C-698/18, η Ρουμανική, η Τσεχική, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    25.

    Οι ανωτέρω ενδιαφερόμενοι παρέστησαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2019.

    IV. Ανάλυση

    26.

    Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 93/13 απαγορεύει, πρώτον, να υπόκειται σε παραγραφή η αγωγή περί επιστροφής των παροχών που εκπληρώθηκαν βάσει ρήτρας η οποία κηρύχθηκε καταχρηστική και περιέχεται σε πλήρως εκτελεσθείσα σύμβαση. Δεύτερον, διερωτάται αν η οδηγία αυτή απαγορεύει την υπαγωγή μιας τέτοιας αγωγής σε τριετή προθεσμία παραγραφής από τη λύση της συμβάσεως. Το αιτούν δικαστήριο θέτει τα ερωτήματα αυτά υπό το πρίσμα των ορίων της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών. Δεδομένου ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνικός κανόνας τηρεί τα όρια αυτά πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως του κανόνα αυτού στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ( 3 ), φρονώ ότι τα ερωτήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

    27.

    Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με το ζήτημα του καθορισμού –από χρονικής απόψεως– της ιδιότητας του «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13. Μολονότι δεν θέτει ρητώς το ερώτημα αυτό, διαπιστώνει ότι πρέπει να καθοριστεί αν η οδηγία αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται μετά την πλήρη εκτέλεση συμβάσεως η οποία συνήφθη από πρόσωπο που είχε αναμφισβήτητα την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως που περιέχει καταχρηστικές ρήτρες.

    28.

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, αφού εξετάσω προηγουμένως το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων (Α), προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση σε αυτά, θα εκθέσω, κατ’ αρχάς, τις λύσεις που έγιναν δεκτές στο ρουμανικό δίκαιο όσον αφορά την κύρωση που επιβάλλεται για την εισαγωγή καταχρηστικών ρητρών σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή (Β). Στη συνέχεια, θα εξετάσω το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 93/13 στις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις (Γ). Τέλος, όσον αφορά τα όρια της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών, θα εξετάσω αν η οδηγία αυτή απαγορεύει να υπόκειται σε παραγραφή η αγωγή περί επιστροφής παροχών που εκπληρώθηκαν βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική και περιέχεται σε πλήρως εκτελεσθείσα σύμβαση, καθώς και η έναρξη της τριετούς παραγραφής να αντιστοιχεί στο χρονικό σημείο της λύσεως της συμβάσεως (Δ).

    Α.   Επί του παραδεκτού

    29.

    Ο ενάγων στην υπόθεση C-699/18 ισχυρίζεται, κυρίως, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα.

    30.

    Πρώτον, υποστηρίζει ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν τηρήθηκε ή όχι η προθεσμία που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για την άσκηση αγωγής ενώπιόν του. Ωστόσο, ένα προδικαστικό ερώτημα δεν πρέπει να αφορά πτυχές του εθνικού δικαίου, αλλά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Δεύτερον, ο ενάγων επισημαίνει ότι ο περιορισμός των αποτελεσμάτων του δικαιώματος προς επιστροφή, κατόπιν διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, θα αντέβαινε στη λογική στην οποία θεμελιώνεται η προστασία των καταναλωτών.

    31.

    Δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις του ενάγοντος.

    32.

    Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, βάσει των οποίων μπορεί να κρίνει, κατ’ ουσίαν, αν η εθνική ρύθμιση και η ερμηνεία της που προτείνει είναι συμβατές με το σύστημα προστασίας των καταναλωτών που καθιερώνει η οδηγία 93/13. Εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει ( 4 ). Εξάλλου, η κρίση ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα, λόγω του ότι ο περιορισμός των αποτελεσμάτων του δικαιώματος προς επιστροφή που απορρέει από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας θα αντέβαινε στη λογική στην οποία θεμελιώνεται η προστασία των καταναλωτών, θα προδίκαζε την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα αυτά.

    33.

    Τούτων λεχθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα της υπόθεσης C-699/18. Η επίμαχη στην υπόθεση αυτή σύμβαση συνήφθη το 2003 και λύθηκε το 2005, ήτοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία προσχωρήσεως της Ρουμανίας στην Ένωση. Ωστόσο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου αυτού σε κράτος μέλος, μόνον από την ημερομηνία προσχωρήσεως του τελευταίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 5 ). Παρόλα αυτά, για τον ίδιο λόγο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα της υπόθεσης C-698/18, τα οποία αφορούν σύμβαση που συνήφθη το 2008.

    Β.   Η επιβαλλόμενη κατά το ρουμανικό δίκαιο κύρωση όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 93/13 στο εσωτερικό δίκαιο

    1. Η μη δεσμευτικότητα, η σχετική ακυρότητα και η απόλυτη ακυρότητα υπό το πρίσμα του ρουμανικού δικαίου

    34.

    Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ότι, στο ρουμανικό δίκαιο, υπάρχουν τρεις διαφορετικές κυρώσεις αστικού δικαίου για παράβαση κανόνα δικαίου, ήτοι η μη δεσμευτικότητα, η σχετική ακυρότητα και η απόλυτη ακυρότητα. Διευκρινίζει ότι, ελλείψει ρητής διατάξεως περί του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμβάσεων στις κύριες δίκες, η ρουμανική νομοθεσία ερμηνεύεται σύμφωνα με την εθνική νομολογία και θεωρία, προκειμένου να καθοριστεί το νομικό καθεστώς της ακυρότητας των αστικών δικαιοπραξιών που ο νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει σε εθνικό επίπεδο ( 6 ).

    35.

    Η ακυρότητα στερεί εννόμου αποτελέσματος τη δικαιοπραξία που συνήφθη κατά παράβαση νομικών διατάξεων. Ανάλογα με τη φύση του συμφέροντος (ατομικού ή γενικού) που προστατεύεται από τη νομική διάταξη η οποία παραβιάστηκε κατά τη σύναψη της αστικής δικαιοπραξίας, η ακυρότητα είναι σχετική ή απόλυτη.

    36.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η σχετική ακυρότητα επιβάλλεται ως κύρωση για την παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου διασφαλίζοντος ιδιωτικό συμφέρον και ότι η αγωγή με αίτημα την κήρυξη της σχετικής ακυρότητας υπόκειται σε παραγραφή. Όσον αφορά την απόλυτη ακυρότητα, αυτή επιβάλλεται ως κύρωση για την παράβαση, κατά τη σύναψη της αστικής δικαιοπραξίας, κανόνα δικαίου διασφαλίζοντος γενικό συμφέρον που προστατεύεται από επιτακτικό κανόνα δικαίου δημοσίας τάξεως. Λόγω του προστατευόμενου συμφέροντος, δεν χωρεί θεραπεία της απόλυτης ακυρότητας, οπότε ο καταναλωτής που δικαιούται να την προβάλει δεν μπορεί να παραιτηθεί του δικαιώματος αυτού. Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε ενδιαφερόμενο, από οργανισμούς στους οποίους ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα αυτή, καθώς και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ( 7 ). Η αγωγή με αίτημα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, οπότε χωρεί επίκληση της ακυρότητας αυτής οποτεδήποτε, με αγωγή ή κατ’ ένσταση.

    37.

    Γενικώς, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, στο ρουμανικό δίκαιο, η απόλυτη ακυρότητα παράγει αναδρομικά αποτελέσματα, ήτοι από τη στιγμή που συνήφθη η δικαιοπραξία (αποτελέσματα ex tunc). Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή, στο πλαίσιο των οποίων η απόλυτη ακυρότητα παράγει αποτελέσματα ex nunc. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο καλόπιστος κάτοχος καρποφόρου αγαθού διατηρεί τους καρπούς που εξήγαγε κατά την περίοδο κατά την οποία ήταν καλόπιστος. Επιπλέον, η απόλυτη ακυρότητα συνεπάγεται επαναφορά της προτέρας καταστάσεως (restitutio in integrum), πράγμα που σημαίνει ότι επιστρέφονται οι παροχές που εκπληρώθηκαν βάσει της άκυρης δικαιοπραξίας. Επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, η επιστροφή πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογήν του θεσμού της αχρεώστητης καταβολής και των αγωγών περί επιστροφής.

    38.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ρουμανικό δίκαιο επιβάλλει διάκριση μεταξύ της αγωγής με αίτημα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας, η οποία δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, και της αγωγής περί επιστροφής των παροχών, η οποία αποτελεί περιουσιακή αγωγή και υπόκειται πάντα σε παραγραφή. Πάντως, η αγωγή περί επιστροφής των παροχών προϋποθέτει την έκδοση προηγούμενης αποφάσεως επί της ακυρότητας, υπό την έννοια ότι η αξίωση προς επιστροφή γεννάται μόνο μετά την κήρυξη της ακυρότητας. Συναφώς, υπάρχουν εξαιρέσεις οι οποίες καθιστούν δυνατή τη διαφοροποιημένη εφαρμογή των κανόνων παραγραφής της αγωγής περί επιστροφής. Μια εξαίρεση ισχύει όταν, από δικονομικής απόψεως, δεν έχουν προβληθεί δύο αιτήματα (η ακυρότητα, ως κύριο αίτημα, και η επιστροφή των παροχών, ως παρεπόμενο). Άλλη εξαίρεση ισχύει, επί των συμβάσεων διαδοχικής παροχής, όταν είναι αντικειμενικά αδύνατο να επιβληθεί η επιστροφή μιας από τις παροχές (στην περίπτωση αγαθού χρησιμοποιηθέντος για μίσθωση) και, επομένως, ούτε η άλλη παροχή μπορεί να επιστραφεί, και τούτο προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός ενός εκ των συμβαλλομένων.

    2. Η εφαρμογή της κύρωσης της απόλυτης ακυρότητας

    39.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ρουμανική νομολογία παγιώθηκε προς στην κατεύθυνση της εξομοίωσης της εξάλειψης των καταχρηστικών ρητρών με τον θεσμό της απόλυτης ακυρότητας.

    40.

    Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, καίτοι η οδηγία 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν γεννούν υποχρεώσεις για τον καταναλωτή, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος δεν δεσμεύεται από ρήτρες τέτοιου είδους, έχοντας τη δυνατότητα να μην τις λάβει υπόψη, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί στην έννοια της μη δεσμευτικότητας, εντούτοις, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ακυρότητας και της μη δεσμευτικότητας όπως αυτά ρυθμίζονται από το ρουμανικό δίκαιο, η κύρωση της ακυρότητας είναι συνεπής με το καθεστώς που προβλέπεται στην οδηγία αυτή.

    41.

    Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και επισημαίνει ότι, δυνάμει της δικονομικής αυτοτέλειας, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, ώστε να καταστήσουν δυνατή την άσκηση ενδίκου βοηθήματος για την επίτευξη αποφάσεως επί του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών. Επισημαίνει ότι, καίτοι ο νόμος 193/2000 δεν προβλέπει ρητώς την επιβολή της κυρώσεως της ακυρότητας, εντούτοις οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 αυτού αναφέρονται στην επιβολή της κυρώσεως αυτής.

    42.

    Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως, κανόνες δημοσίας τάξεως ( 8 ). Στο πλαίσιο αυτό, εξηγεί ότι, λόγω του ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τις εν δυνάμει καταχρηστικές ρήτρες, η εθνική νομολογία εφαρμόζει το νομικό καθεστώς της απόλυτης ακυρότητας. Ομοίως, η εθνική θεωρία θεωρεί ότι οι επαγγελματίες υποχρεούνται να μην εισάγουν καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από επιτακτικό κανόνα δικαίου δημοσίας τάξεως, για την παράβαση του οποίου επιβάλλεται ως κύρωση η απόλυτη ακυρότητα τέτοιων ρητρών ( 9 ).

    43.

    Κατά συνέπεια, το πρόσωπο που διεκδικεί την ιδιότητα του καταναλωτή στο πλαίσιο συμβάσεως πιστώσεως μπορεί να ασκήσει οποτεδήποτε αγωγή με αίτημα την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Άπαξ διαπιστωθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας ορισμένων ρητρών, η απόλυτη ακυρότητα των συμβατικών διατάξεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ρήτρες αυτές, συνεπάγεται την εφαρμογή των αντίστοιχων εσωτερικών αρχών, μεταξύ των οποίων η αρχή της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum).

    3. Οι συνέπειες της ακυρότητας όσον αφορά τις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις

    44.

    Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι οι διαφορές των κύριων δικών έχουν το χαρακτηριστικό ότι οι επίμαχες συμβάσεις είχαν εκτελεσθεί προτού τα εθνικά δικαστήρια επιληφθούν των αντίστοιχων υποθέσεων. Επισημαίνει ότι η εθνική νομολογία έχει υιοθετήσει διαφορετικές λύσεις όσον αφορά τις συνέπειες της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε πλήρως εκτελεσθείσα σύμβαση.

    45.

    Σύμφωνα με ένα νομολογιακό ρεύμα, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συνεπάγεται την κύρωση της απόλυτης ακυρότητας. Κατά συνέπεια, λόγω του ότι η αγωγή με αίτημα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας των καταχρηστικών ρητρών δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, ούτε η αγωγή περί επιστροφής υπόκειται σε τέτοια προθεσμία.

    46.

    Ένα άλλο νομολογιακό ρεύμα στηρίζεται στην ερμηνεία κατά την οποία η κύρωση που επιβάλλεται σε περίπτωση διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων συμβατικών ρητρών συνιστά κύρωση sui generis παράγουσα αποτελέσματα για το μέλλον, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τις ήδη εκπληρωθείσες παροχές, όπως συμβαίνει με την κύρωση της ακυρότητας.

    47.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, πάντως, είναι δυνατόν να γίνει δεκτή ερμηνεία κατά την οποία, από τη λύση της συμβάσεως, λόγω πλήρους εκτέλεσής της κατά τη λήξη της ή με προεξόφληση, ο δανειολήπτης δεν πρέπει πλέον να θεωρείται ότι βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία και απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση έναντι του τελευταίου. Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο, αυτό είναι το αντικειμενικό χρονικό σημείο κατά το οποίο ο καταναλωτής όφειλε ή θα όφειλε να λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας.

    48.

    Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η αγωγή με αίτημα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας, με την οποία ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών, μπορεί να ασκηθεί χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, ενώ η αγωγή περί επιστροφής των παροχών που εκπληρώθηκαν με βάση τέτοιες ρήτρες πρέπει να ασκηθεί εντός τριών ετών από τη λύση της συμβάσεως.

    49.

    Πρέπει ακόμη να παρατηρήσω ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο καθορισμός διακριτού χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής για τις περιουσιακές αξιώσεις που αφορούν τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών, αποκλείοντας την εφαρμογή αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου, αποτελεί έκφραση της άμεσης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η ερμηνεία που προτείνει εμπνέεται από τη μέριμνα τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συναφώς, δεν αναφέρεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου του δικαίου της Ένωσης, αλλά στην αρχή της ασφάλειας των εννόμων σχέσεων αστικού δικαίου ή στην αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών. Αναφέρει, εξάλλου, πολλές αποφάσεις, με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου είναι σύμφωνος προς το δίκαιο της Ένωσης ( 10 ). Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο αναφέρεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου ως αρχή που αποτελεί τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος ( 11 ). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο στηρίζει την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων που προτείνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία ισχύει στο ρουμανικό δίκαιο και αποτελεί τη βάση του συστήματος αστικού δικαίου του κράτους μέλους αυτού.

    Γ.   Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 93/13 όσον αφορά τις εκτελεσθείσες συμβάσεις

    1. Η ιδιότητα του καταναλωτή και η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 93/13

    50.

    Όπως επισήμανα στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα προδικαστικά του ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του ζητήματος εάν οι συμβαλλόμενοι σε λυθείσες συμβάσεις διατηρούν την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13. Η εκτίμηση αυτή αντιστοιχεί στο επιχείρημα των εναγομένων ότι, μετά την πλήρη εκτέλεση συμβάσεως πιστώσεως, ο δανειολήπτης χάνει την ιδιότητα του καταναλωτή και, κατά συνέπεια, την προστασία που παρέχει η οδηγία 93/13.

    51.

    Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 ορίζει τον καταναλωτή ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες». Φαίνεται ότι, από το γεγονός ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε στον ορισμό αυτόν την οριστική ενεστώτα, οι εναγόμενες συνάγουν, κατ’ ουσίαν, ότι, μετά την εκτέλεση συμβάσεως, το πρόσωπο που την συνήψε δεν ενεργεί πλέον στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής και, κατά συνέπεια, δεν έχει πλέον την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

    52.

    Είναι επίσης αλήθεια ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι «οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και κατ[α]ναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να διασφαλίζουν ότι η σύμβαση που περιέχει καταχρηστικές ρήτρες «εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους». Η διατύπωση που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης φαίνεται να ερμηνεύεται από τις εναγόμενες υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικά τις συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί και ότι, αν η σύμβαση λυθεί, κατ’ αρχήν, δεν είναι πλέον αναγκαίο να διασφαλισθεί ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή ή ότι η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους.

    53.

    Παρόλα αυτά, εκτιμώ, ότι είναι σκοπιμότερο να διερωτηθούμε, όχι αν το πρόσωπο που συνήψε σύμβαση ως καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, διατηρεί την ιδιότητά του αυτή μετά την πλήρη εκτέλεση της συμβάσεως, αλλά αν η εν λόγω οδηγία αδιαφορεί για την προστασία του προσώπου αυτού, άπαξ εκτελεσθεί πλήρως η σύμβαση που αυτό συνήψε.

    54.

    Πράγματι, πρώτον, όσον αφορά την πλειονότητα των συστημάτων ιδιωτικού δικαίου, η σύμβαση λύεται, άπαξ εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν ( 12 ), μολονότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση αυτή αποτελούσε τη βάση των μεταβιβάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εκτέλεσής της. Πράγματι, η πλήρως εκτελεσθείσα σύμβαση εξακολουθεί να είναι δεσμευτική, υπό την έννοια ότι εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση των προγενεστέρων μεταβιβάσεων. Εξάλλου, η πλήρης εκτέλεση της συμβάσεως δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι, κατά την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, το πρόσωπο που συνήψε τη σύμβαση είχε αναμφισβήτητα την ιδιότητα του «συμβαλλομένου μέρους».

    55.

    Επομένως, αν η ρήτρα που κηρύχθηκε καταχρηστική αποτελούσε τη βάση μεταβιβάσεως που πραγματοποιήθηκε κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή έχει ήδη εκτελεσθεί δεν αναιρεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας. Εξακολουθεί να υπάρχει συμφέρον να κηρυχθούν καταχρηστικές οι ρήτρες της συμβάσεως αυτής και, ενδεχομένως, να διατηρηθεί ο δεσμευτικός χαρακτήρας της κατά τα λοιπά. Οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη λογική αυτή.

    56.

    Δεύτερον, οι εναγόμενες ισχυρίζονται επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η ανισότητα μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία υφίσταται μόνον κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της. Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/13 παύει να εφαρμόζεται μετά την εκτέλεση της συμβάσεως, διότι η παρέμβασή της δεν είναι αναγκαία για την αντιστάθμιση της ανισότητας αυτής. Οι εναγόμενες προβάλλουν, συναφώς, την εκ μέρους τους ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου, κατά την οποία το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην ιδέα ότι η σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία είναι άνιση ( 13 ) και ότι η οδηγία αυτή αφορά τις συμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων υφίσταται σημαντική ανισορροπία ( 14 ).

    57.

    Ωστόσο, από την ίδια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους ( 15 ). Η εκτέλεση της συμβάσεως δεν μεταβάλλει αναδρομικώς το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο συνάψεώς της, ο καταναλωτής βρισκόταν σε ασθενέστερη θέση. Εξάλλου, σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο εισάγονται στη σύμβαση οι καταχρηστικές ρήτρες, οι οποίες δημιουργούν σημαντική ανισορροπία και τις οποίες αποδέχεται ο καταναλωτής ( 16 ). Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στο σημείο 54 των παρουσών προτάσεων, τέτοιες ρήτρες εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση των μεταβιβάσεων στις οποίες προέβησαν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την εκτέλεση της συμβάσεως.

    58.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η κρίση ότι η εκτέλεση της συμβάσεως αποκλείει κάθε δυνατότητα να κηρυχθούν καταχρηστικές οι ρήτρες αυτές, θα συνεπαγόταν το να παραμείνει αδιαμφισβήτητη και οριστική κάθε μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε με βάση αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, όπως παρατηρεί η Πολωνική Κυβέρνηση, ορισμένες συμβάσεις εκτελούνται αμέσως μετά, ή ακόμη και κατά το χρόνο της συνάψεώς τους. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της συμβάσεως πωλήσεως. Η αποδοχή της ερμηνείας των εναγομένων, κατά την οποία η οδηγία 93/13 παύει να εφαρμόζεται μετά την πλήρη εκτέλεση μιας τέτοιας συμβάσεως, θα είχε ως συνέπεια ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση αυτή να μην έχει καν τη θεωρητική δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα πριν από τη λύση της. Ωστόσο, κανένα στοιχείο της οδηγίας αυτής δεν συνεπάγεται την εξαίρεση των εν λόγω συμβάσεων από το πεδίο εφαρμογής της.

    59.

    Τρίτον, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 93/13, η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, «προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές». Τα μέσα αυτά πρέπει να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους επαγγελματίες ( 17 ). Η ερμηνεία κατά την οποία η οδηγία αυτή παύει να εφαρμόζεται μετά την εκτέλεση συμβάσεως ενδέχεται να υπονομεύσει την επίτευξη του σκοπού της μακροπρόθεσμα. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ο καταναλωτής, ο οποίος δεν έχει πλήρη γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών, να προσπαθήσει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, φοβούμενος αγωγή που έχει ενδεχομένως ασκηθεί εναντίον του από τον επαγγελματία.

    2. Επί της παραιτήσεως από την προστασία και της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 93/13

    60.

    Πρέπει ακόμη να παρατηρήσω ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο τρόπος λύσεως της συμβάσεως μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 93/13. Αναφέρεται, συναφώς, στην προεξόφληση και στην πλήρη εκτέλεση της συμβάσεως κατά τη λήξη της.

    61.

    Η ερμηνεία κατά την οποία η οδηγία 93/13 παύει να εφαρμόζεται μετά την εκούσια εκτέλεση συμβάσεως στηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, στην ιδέα ότι ο καταναλωτής που εκτελεί σύμβαση περιέχουσα καταχρηστικές ρήτρες παραιτείται σιωπηρώς από την προστασία που του παρέχει η οδηγία αυτή.

    62.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει στη νομολογία του ότι, για να μπορέσει ο καταναλωτής να παραιτηθεί αποτελεσματικά από την προστασία που παρέχει η οδηγία 93/13, πρέπει να δώσει ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για τη μη εφαρμογή της κυρώσεως που προβλέπει η εν λόγω οδηγία ( 18 ). Δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο καταναλωτής λαμβάνει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται σε σύμβαση κατά την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Ομοίως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, με την εκτέλεση της συμβάσεως, ο καταναλωτής παρέχει συναίνεση η οποία βαίνει πέραν της απλής βουλήσεως εκπληρώσεως της οικείας υποχρεώσεως. Πράγματι, ο καταναλωτής μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του καλόπιστα ή προς αποφυγή του κινδύνου να εναχθεί από έναν επαγγελματία.

    63.

    Κατά συνέπεια, η εκούσια εκτέλεση συμβάσεως δεν αποκλείει, αφεαυτής, τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 93/13 ούτε την προστασία που αυτή παρέχει στο πρόσωπο που συνήψε τη σύμβαση ως καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    3. Προκαταρκτικά συμπεράσματα επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 93/13

    64.

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η οδηγία 93/13 εφαρμόζεται εξίσου στις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις. Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας αυτής ενεργοποιείται με τη σύναψη συμβάσεως από τον καταναλωτή. Εξάλλου, η πλήρης εκτέλεση της συμβάσεως δεν αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά τις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις και της ευχέρειας των κρατών μελών να προβλέπουν σε εθνικό επίπεδο προθεσμίες παραγραφής, οι οποίες καθιστούν δυνατό τον χρονικό περιορισμό των αγωγών περί επιστροφής.

    Δ.   Τα όρια της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών

    65.

    Το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται κατά την εξέταση του φερόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίζει τέτοιους κανόνες, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι τούτο δεν συνεπάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 19 ).

    66.

    Επομένως, θεωρώ ότι, λαμβανομένης υπόψη και της αρχής της ασφάλειας του δικαίου την οποία επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν η υπαγωγή σε παραγραφή της αγωγής περί επιστροφής των παροχών που πραγματοποιήθηκαν βάσει ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική συνάδει με τις δύο αυτές αρχές και, στη συνέχεια, να εξεταστεί, υπό το πρίσμα αυτό, αν ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει τριετή προθεσμία παραγραφής, υπολογιζόμενη από τον χρόνο λύσεως της συμβάσεως.

    1. Η αρχή της αποτελεσματικότητας

    α) Επί των προθεσμιών παραγραφής στο πλαίσιο της αρχής της αποτελεσματικότητας

    67.

    Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, όσον αφορά την οδηγία 93/13, η προστασία του καταναλωτή δεν είναι απόλυτη ( 20 ). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη διαδικασία περιλαμβάνει ορισμένες δικονομικές απαιτήσεις, τις οποίες οφείλει να τηρήσει ο καταναλωτής προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του, δεν σημαίνει, παρόλα αυτά, ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν συνάδουν με την αρχή της αποτελεσματικότητας ( 21 ) ή ότι ο καταναλωτής στερείται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ( 22 ). Επομένως, μπορεί να απαιτείται επιμέλεια από έναν καταναλωτή όσον αφορά τη διασφάλιση των συμφερόντων του, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας ή το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν απαιτείται πρόσθετη προσπάθεια εκ μέρους του καταναλωτή προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της προβλεψιμότητας ( 23 ). Πράγματι, κατά την εξέταση της συμβατότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου, με τις οποίες ο νομοθέτης μετέφερε την οδηγία 93/13 στην εσωτερική έννομη τάξη, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές αυτές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας ( 24 ).

    68.

    Εξάλλου, επί των χρονικών περιορισμών των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων που θεμελιώνονται στην οδηγία 93/13 ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκησή τους προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης ( 25 ).

    69.

    Εξ αυτού συνάγω ότι, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και καθόσον το απαιτεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία συνιστά αρχή που αποτελεί τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, ο χρονικός περιορισμός των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων που θεμελιώνονται στο δίκαιο της Ένωσης. Οι επιβαλλόμενες, συναφώς, προθεσμίες πρέπει να είναι «εύλογες», χρησιμοποιώντας τη διατύπωση της νομολογίας του Δικαστηρίου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν η τριετής προθεσμία παραγραφής που αρχίζει, όσον αφορά τις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις, από τη λύση της συμβάσεως μπορεί να θεωρηθεί «εύλογη» προθεσμία, κατά την έννοια της νομολογίας αυτής.

    β) Επί του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας παραγραφής

    70.

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει σε διάφορες περιπτώσεις ότι τριετής αποκλειστική προθεσμία ή προθεσμία παραγραφής του εθνικού δικαίου φαίνεται εύλογη ( 26 ). Εντούτοις, ο εύλογος χαρακτήρας μιας προθεσμίας –και, ως εκ τούτου, η συμβατότητά της με την αρχή της αποτελεσματικότητας– δεν μπορεί να καθοριστεί αποκλειστικά με βάση τη διάρκειά της. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με την προθεσμία, δηλαδή το γεγονός που την ενεργοποιεί, τα γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα τη διακοπή ή την αναστολή της, καθώς και, ενδεχομένως, οι συνέπειες της μη τηρήσεώς της και η δυνατότητα επανενάρξεως της προθεσμίας ( 27 ). Πράγματι, όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 στους καταναλωτές.

    71.

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μόνον ως προς το γεγονός που ενεργοποιεί την προθεσμία παραγραφής και ως προς τη διάρκειά της. Για τον λόγο αυτό, στην ανάλυσή μου εκκινώ από την παραδοχή ότι δεν επήλθε κανένα γεγονός ικανό να διακόψει ή να αναστείλει την προθεσμία αυτή. Για λόγους πληρότητας, παρατηρώ ότι το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ότι η άσκηση αγωγής με αίτημα την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων συμβατικών ρητρών έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής της αγωγής περί επιστροφής.

    72.

    Προκειμένου να καθοριστεί αν μια προθεσμία παραγραφής, αξιολογούμενη από κοινού με όλες τις συναφείς ρυθμίσεις, τηρεί την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι προθεσμίες παραγραφής και οι ρυθμίσεις εφαρμογής τους πρέπει να προσαρμόζονται στην ιδιαιτερότητα του οικείου τομέα, ώστε να μην υπονομεύεται η πλήρης αποτελεσματικότητα των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ( 28 ).

    73.

    Η απαίτηση επιμέλειας εκ μέρους του καταναλωτή όσον αφορά τη διασφάλιση των συμφερόντων του δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 ( 29 ). Στο πνεύμα αυτό, η τριετής προθεσμία παραγραφής από τη λύση της συμβάσεως φαίνεται, κατ’ αρχήν, να αφήνει στον καταναλωτή, ο οποίος αγνοεί τα δικαιώματά του και/ή τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, επαρκή χρόνο ώστε να ενημερωθεί για τη νομιμότητα των ρητρών αυτών και να εκτιμήσει αν είναι σκόπιμο να ασκήσει αγωγή. Για να είναι τούτο δυνατόν για τον καταναλωτή, η προθεσμία παραγραφής, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων εφαρμογής της, πρέπει, ωστόσο, να έχουν καθοριστεί και να είναι γνωστές εκ των προτέρων ( 30 ). Επομένως, δεν μπορούν να καθοριστούν παρά μόνο με νόμο ή σύμφωνα με ερμηνεία του νόμου αυτού, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία.

    74.

    Στο πλαίσιο αυτό, πριν από την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας από τη λύση της συμβάσεως, ο καταναλωτής μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να ασκήσει αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, με αίτημα την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, προκειμένου να καθοριστεί κατά τρόπο δεσμευτικό για τον επαγγελματία αν αυτός εισήγαγε στη σύμβαση ρήτρες αντίθετες προς την οδηγία 93/13. Πάντως, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι η προθεσμία παραγραφής στην οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα, η οποία έχει εφαρμογή στις αγωγές περί επιστροφής, δεν αναστέλλεται όταν ο καταναλωτής ασκεί αγωγή με αίτημα την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών. Επομένως, εν αναμονή του δεσμευτικού αυτού καθορισμού του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, ο καταναλωτής ενδέχεται να κινδυνεύσει την παραγραφή της αγωγής του περί επιστροφής, λόγω της διάρκειας της διαδικασίας για την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών. Επομένως, υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος ο καταναλωτής αυτός, για λόγους που δεν μπορεί να ελέγξει, να μην ασκήσει εγκαίρως την αγωγή που απαιτείται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 93/13.

    75.

    Ανεξαρτήτως της επιφυλάξεως αυτής, το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στο σημείο 64 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία 93/13 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις πλήρως εκτελεσθείσες συμβάσεις, δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να προβλέπει προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την αγωγή περί επιστροφής, με την οποία η οδηγία αυτή τίθεται σε εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο. Οι υπό κρίση υποθέσεις δεν θέτουν το πρόβλημα του χρονικού περιορισμού της αγωγής με την οποία ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων συμβατικών ρητρών. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μια τέτοια αγωγή μπορεί να ασκηθεί χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό και ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής, η οφειλόμενη στον καταναλωτή αποζημίωση είναι μη περιουσιακής φύσεως, συνδεόμενη με το αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους επαγγελματίες. Επιπλέον, από τον νόμο 193/2000 προκύπτει ότι ο καταναλωτής μπορεί επίσης να επικαλεσθεί την ακυρότητα μιας ρήτρας κατ’ ένσταση. Εξ αυτού συνάγω ότι η παρέλευση της τριετούς προθεσμίας παραγραφής που ισχύει για τις αγωγές περί επιστροφής δεν εμποδίζει τον καταναλωτή να αμφισβητήσει αγωγή επαγγελματία με αίτημα να εκπληρώσει ο καταναλωτής υποχρέωση απορρέουσα από καταχρηστική ρήτρα. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η παρέλευση της προθεσμίας αυτής απαγορεύει στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, πράγμα που διακρίνει τις υπό κρίση υποθέσεις από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Cofidis ( 31 ).

    76.

    Βεβαίως, με την απόφασή του Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 32 ), η οποία αφορούσε εθνική νομολογία που περιόριζε χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η διαπίστωση με δικαστική απόφαση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα. Επιπλέον, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνεται ότι δεν οφείλονται εμπεριέχει, κατ’ αρχήν, αποτελέσματα επιστροφής αναφορικά με τα εν λόγω ποσά.

    77.

    Εντούτοις, πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην απόφαση Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 33 ), το Δικαστήριο ενέμεινε στο γεγονός ότι η αγωγή με αίτημα την κήρυξη του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχει αποτελέσματα επιστροφής. Δεύτερον, ο χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων επιστροφής στον οποίον αναφέρεται η απόφαση αυτή επήλθε σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Φαίνεται ότι ο περιορισμός αυτός είναι αποτέλεσμα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης από ανώτατο εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζει το Δικαστήριο όταν καλείται να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεών του ( 34 ). Στις υπό κρίση υποθέσεις, όμως, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να εφαρμόσει ερμηνεία του εθνικού δικαίου στις διαφορές της κύριας δίκης. Τρίτον, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο διέκρινε σαφώς μεταξύ, αφενός, ενός τέτοιου διαχρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της ερμηνείας ενός κανόνα δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, της εφαρμογής ενός δικονομικού κανόνα, όπως μιας εύλογης προθεσμίας παραγραφής ( 35 ).

    78.

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να προβλέπει ότι η αγωγή περί επιστροφής που αφορά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών υπόκειται σε παραγραφή. Εξάλλου, κανένα από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν υποδεικνύει ότι, εν προκειμένω, δεν τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας, μέσω ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας, κατά την οποία η αγωγή περί επιστροφής που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής από τη λύση της συμβάσεως μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία. Τούτο νοείται υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι η προθεσμία αυτή αναστέλλεται εκκρεμούσης της διαδικασίας με την οποία ο καταναλωτής επιδιώκει να αποδείξει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και, δεύτερον, ότι η εν λόγω προθεσμία, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων εφαρμογής της, έχουν καθοριστεί και είναι γνωστές εκ των προτέρων.

    2. Η αρχή της ισοδυναμίας

    α) Επί της ομοιότητας των προσφυγών

    79.

    Η αρχή της ισοδυναμίας απαιτεί το σύνολο των διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί ενδίκων βοηθημάτων να εφαρμόζεται αδιακρίτως στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και στα παρεμφερή αυτών ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του εσωτερικού δικαίου. Ο προσδιορισμός των ενδίκων βοηθημάτων του εθνικού δικαίου που είναι παρεμφερή με εκείνα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια. Για τους σκοπούς της εκτιμήσεως στην οποία θα πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί να του παράσχει ορισμένα στοιχεία σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

    80.

    Προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας στις υποθέσεις των κύριων δικών, πρέπει να εξεταστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου τους, της αιτίας τους και των βασικών τους στοιχείων, τα ένδικα βοηθήματα που ασκούν οι ενάγοντες βάσει της οδηγίας 93/13 και εκείνα που οι ίδιοι θα μπορούσαν να ασκήσουν βάσει του εθνικού δικαίου μπορούν να θεωρηθούν παρεμφερή ( 36 ).

    81.

    Το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει ρητώς ποια ένδικα βοηθήματα μπορούν να θεωρηθούν παρεμφερή με αυτά που θεμελιώνονται στην οδηγία 93/13. Περιορίζεται στη διαπίστωση ότι τα ρουμανικά δικαστήρια εξομοιώνουν την κύρωση για την εισαγωγή καταχρηστικών ρητρών σε σύμβαση συναφθείσα με καταναλωτή με εκείνη που εφαρμόζεται επί απόλυτης ακυρότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, η ομοιότητα μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων που αφορούν την παράβαση κανόνα δημοσίας τάξεως και των ενδίκων βοηθημάτων που αφορούν την οδηγία 93/13 δεν είναι προφανής ( 37 ). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο συγκρίνει τις ρυθμίσεις εφαρμογής των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων με εκείνες των ενδίκων βοηθημάτων που αφορούν την απόλυτη ακυρότητα. Επομένως, φαίνεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η αιτία (η παράβαση κανόνα δημοσίας τάξεως), το αντικείμενο (η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από μια τέτοια παράβαση και η στέρηση του εννόμου αποτελέσματος συμβατικής ρήτρας) και τα βασικά στοιχεία των αγωγών αυτών (συγκεκριμένα, το γεγονός ότι προβλέπεται ένα σύνολο δύο αγωγών για την κύρωση της παράβασης αυτής και ότι η παράβαση πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον εθνικό δικαστή) μπορούν να θεωρηθούν ως παρεμφερή ή συγκρίσιμα. Θεωρώ ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχουν καμία διευκρίνιση που θα επέτρεπε την αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής. Επιπλέον, η εκτίμηση αυτή δεν φαίνεται να αμφισβητείται ούτε από τους διαδίκους που υπέβαλαν παρατηρήσεις στις υπό κρίση υποθέσεις. Παρά ταύτα, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στις τελικές επαληθεύσεις επ’ αυτού.

    β) Επί της τηρήσεως της αρχής της ισοδυναμίας

    82.

    Εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώνουν κατά πόσον οι δικονομικές ρυθμίσεις που τίθενται κατά το εσωτερικό δίκαιο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες το δίκαιο της Ένωσης είναι σύμφωνες προς την αρχή της ισοδυναμίας. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον προσδιορισμό των παρεμφερών ενδίκων βοηθημάτων του εθνικού δικαίου. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να διατυπώσει, ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας της κύριας δίκης, παρατηρήσεις επί του συμβατού των δικονομικών ρυθμίσεων με την αρχή αυτή ( 38 ).

    83.

    Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός και μόνον ότι η ίδια προθεσμία παραγραφής ισχύει για τα ένδικα βοηθήματα που θεμελιώνονται στο δίκαιο της Ένωσης και για τα ένδικα βοηθήματα που θεμελιώνονται στο εθνικό δίκαιο, δεν αρκεί για να κριθούν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου σύμφωνες με την αρχή της ισοδυναμίας. Η αρχή αυτή απαιτεί το σύνολο των κανόνων που έχουν εφαρμογή επί αγωγών περί επιστροφής να εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις αγωγές αυτές ( 39 ). Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η ερμηνεία που προτείνει, κατά την οποία η τριετής προθεσμία παραγραφής, η οποία αντιστοιχεί σε γενική προθεσμία παραγραφής, αρχίζει από τη λύση της συμβάσεως, εφαρμόζεται μόνον στις αγωγές περί επιστροφής που αφορούν ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ερμηνεία αυτή αντιστοιχεί σε κάποια από τις εξαιρέσεις που μνημονεύθηκαν στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως του προσδιορισμού του χρονικού σημείου ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής επί των αγωγών που αφορούν το εθνικό καθεστώς απόλυτης ακυρότητας.

    84.

    Εξάλλου, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που θέτει η αρχή της αποτελεσματικότητας, οι απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της ισοδυναμίας δεν μπορούν να αμβλυνθούν με αναφορά στις αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού συστήματος, όπως η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας επιτάσσει την πανομοιότυπη εφαρμογή εθνικού κανόνα στις διαδικασίες που θεμελιώνονται στο δίκαιο της Ένωσης και σε εκείνες οι οποίες θεμελιώνονται στο εθνικό δίκαιο. Η κρίση ότι διασφαλίζεται μη διακριτική μεταχείριση όσον αφορά ένδικο βοήθημα που θεμελιώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, μολονότι επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε ένδικο βοήθημα που θεμελιώνεται στο εθνικό δίκαιο, θα αντέβαινε στην ίδια την έννοια της αρχής της ισοδυναμίας. Καίτοι η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί συγκεκριμένο χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, η ρύθμιση αυτή σχετικά με την προθεσμία παραγραφής πρέπει να εφαρμόζεται αδιακρίτως στις καταστάσεις που αφορούν δικαιώματα απορρέοντα από την έννομη τάξη της Ένωσης και σε παρεμφερείς εθνικές καταστάσεις.

    85.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι, εν προκειμένω, παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι ο προσδιορισμός του γεγονότος που ενεργοποιεί την προθεσμία παραγραφής εξαρτάται από τη νομική βάση των αγωγών περί επιστροφής.

    86.

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της ισοδυναμίας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή σε ερμηνεία της, κατά την οποία η τριετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις αγωγές περί επιστροφής που αφορούν συμβατικές ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 αρχίζει από τη λύση της συμβάσεως που περιέχει τις ρήτρες αυτές, παρότι η τριετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις παρεμφερείς αγωγές που θεμελιώνονται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου αρχίζει μόνον από τη διαπίστωση της αιτίας των αγωγών αυτών με δικαστική απόφαση.

    V. Πρόταση

    87.

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunalul Specializat Mureş (ειδικό δικαστήριο του Μούρες, Ρουμανία) ως εξής:

    Στην υπόθεση C-698/18:

    1)

    Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να προβλέπει ότι η αγωγή περί επιστροφής που αφορά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών υπόκειται σε παραγραφή.

    2)

    Η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να προβλέπει ότι μια τέτοια αγωγή περί επιστροφής υπόκειται σε τριετή προθεσμία παραγραφής από τη λύση της συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, η προθεσμία αυτή αναστέλλεται εκκρεμούσης της διαδικασίας με την οποία ο καταναλωτής ζητεί από εθνικό δικαστήριο να κηρύξει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και, δεύτερον, ότι η εν λόγω προθεσμία, καθώς και το σύνολο των ρυθμίσεων εφαρμογής της, έχουν καθοριστεί και είναι γνωστές εκ των προτέρων.

    3)

    Η αρχή της ισοδυναμίας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή σε ερμηνεία της, κατά την οποία η τριετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις αγωγές περί επιστροφής που αφορούν συμβατικές ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 αρχίζει από τη λύση της συμβάσεως που περιέχει τις ρήτρες αυτές, παρότι η τριετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις παρεμφερείς αγωγές που θεμελιώνονται σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου αρχίζει μόνον από τη διαπίστωση της αιτίας των αγωγών αυτών με δικαστική απόφαση.

    Υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑699/18, της οποίας τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

    ( 3 ) Πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (C-413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 34).

    ( 4 ) Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Sbarigia (C-393/08, EU:C:2010:388, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 5 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Ynos (C-302/04, EU:C:2006:9, σκέψη 36), και, όσον αφορά τη Ρουμανία, διάταξη της 3ης Ιουλίου 2014, Tudoran (C-92/14, EU:C:2014:2051, σκέψεις 26 έως 29).

    ( 6 ) Επισημαίνω ότι ο νέος Αστικός Κώδικας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2011, διακρίνει μεταξύ της σχετικής και της απόλυτης ακυρότητας. Βλ. Firică, M.C., «Considerations upon the Nullity of the Civil Legal Act in the Regulation of the New Romanian Civil Code», Journal of Law and Public Administration, 2015, τεύχος 1(1), σ. 54, και Hinescu, A., «The Nullity of a Merger under Romanian Law», European Company Law, τεύχος 10(2), 2013, σ. 53. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει μόνο στον Αστικό Κώδικα του 1864 όσον αφορά το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο στις επίμαχες συμβάσεις στις κύριες δίκες.

    ( 7 ) Βεβαίως, από τη θεωρία προκύπτει ότι, ήδη υπό το κράτος του Αστικού Κώδικα του 1864, αμφισβητείτο η δυνατότητα αυτεπάγγελτης επίκλησης της απόλυτης ακυρότητας. Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούσαν ότι, ελλείψει άσκησης αγωγής με αίτημα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας εκ μέρους ενός εκ των διαδίκων, ο εθνικός δικαστής δεν μπορούσε να αποφανθεί επί της ακυρότητας της επίμαχης συμβάσεως. Κατά συνέπεια, αν ο δικαστής ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αγωγή περί καταβολής συμβατικών οφειλών διαπίστωνε την ακυρότητα της συμβάσεως, όφειλε να απορρίψει την αγωγή αυτή ως αβάσιμη, χωρίς να εκδώσει απόφαση επί του κύρους της συμβάσεως αυτής. Βλ. Firică, M.C., «Considerations upon the Nullity of the Civil Legal Act in the Regulation of the New Romanian Civil Code», Journal of Law and Public Administration, τεύχος 1(1), 2015, σ. 56 και εκεί μνημονευόμενη θεωρία.

    ( 8 ) Αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 44), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 54).

    ( 9 ) Βλ. Voiculescu, I.C., «Unfair terms in contracts concluded between traders and consumers», Romanian and European Law, Journal of Advanced Research in Law and Economics, τεύχος 3(2), 2012, σ. 57. Πρβλ., επίσης, Marcusohn, V., «The effects of unfair terms on the binding force principle of contracts», Union of Jurists of Romania. Law Review, τεύχος 9(1), 2019, σ. 34. Παρατηρώ ότι, στη σελίδα 33 του κειμένου του, ο τελευταίος αυτός συγγραφέας αναφέρει ότι η εθνική θεωρία εξέτασε επίσης την επιβολή της κυρώσεως σύμφωνα με την οποία οι καταχρηστικές ρήτρες θεωρούνται μη έγγραφες.

    ( 10 ) Βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 41), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 69).

    ( 11 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 39). Πρβλ. επίσης, σιωπηρώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 67).

    ( 12 ) Βλ. άρθρο 2:114 του σχεδίου κοινού πλαισίου αναφοράς για το ευρωπαϊκό ιδιωτικό δίκαιο (Draft Common Frame of Reference), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας, μεταξύ άλλων, μέσω μελέτης αναλύσεων συγκριτικού δικαίου, κατά το οποίο μια υποχρέωση αποσβέννυται με την πλήρη εκτέλεσή της, εάν η εκτέλεση αυτή είναι σύμφωνη προς τους όρους της υποχρεώσεως ή ικανή να απαλλάξει έγκυρα τον οφειλέτη από την υποχρέωση αυτή σύμφωνα με το νόμο. Βλ. Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law. Draft Common Frame of Reference (DCFR), Outline Edition, Von Bar, Ch., Clive, E., και Schulte-Nölke, H., κ.λπ. (επιμέλεια), Μόναχο, Sellier European Law Publishers, 2009, σ. 282. Οι ρυθμίσεις αυτές αντικατοπτρίζονται στο σχέδιο κοινού πλαισίου αναφοράς για το ευρωπαϊκό ιδιωτικό δίκαιο (Draft Common Frame of Reference), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο επεξεργασίας, μεταξύ άλλων, μέσω μελέτης αναλύσεων συγκριτικού δικαίου.

    ( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 25).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Constructora Principado (C-226/12, EU:C:2014:10, σκέψη 23).

    ( 15 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 25).

    ( 16 ) Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίον ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικών ρητρών εκτιμάται με βάση τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που αφορούν τη σύναψή της. Πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C-186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 53 και 54).

    ( 17 ) Πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C-240/98 έως C-244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 28).

    ( 18 ) Βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C-243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 33), της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 35), και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak (C-260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 53). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Sales Sinués και Drame Ba (C-381/14 και C-385/14, EU:C:2016:15, σημείο 69). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ο καταναλωτής μπορεί πάντοτε να παραιτηθεί από την προστασία που του παρέχει η οδηγία 93/13. Όπως όμως προκύπτει από το σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, όσον αφορά το καθεστώς απόλυτης ακυρότητας κατά το ρουμανικό δίκαιο, δεν φαίνεται δυνατή η παραίτηση από την κύρωση που προβλέπει το εν λόγω καθεστώς.

    ( 19 ) Πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (C-413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Είναι αλήθεια ότι, όσον αφορά την οδηγία 93/13, στην πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο αναφέρεται μάλλον στο δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής (βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 57, και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med, C-266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 47) ή στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber, C‑483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 35), όπως προβλέπονται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αναφορές αυτές έγιναν στο πλαίσιο προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούσαν τις δικονομικές ρυθμίσεις για τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εστίασε στο ζήτημα αν οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεπάγονται μη αμελητέο κίνδυνο να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής να αντιδράσει αποτελεσματικά για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο προσέφυγε ο επαγγελματίας. Βλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 61), και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med (C-266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 54). Εντούτοις, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πώς οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδέονται με εκείνες που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13. Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις μου στην υπόθεση Finanmadrid EFC (C-49/14, EU:C:2015:746, σημείο 85). Εξάλλου, όπως προτείνει το αιτούν δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα, εκτιμώ ότι, επί των προθεσμιών παραγραφής των αγωγών των καταναλωτών, αρκεί η αναφορά στην αρχή της αποτελεσματικότητας. Η προσέγγιση βάσει του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής ή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας θα συνεπαγόταν την επιβολή πανομοιότυπων ή δυσχερώς διακριτών απαιτήσεων.

    ( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber (C-483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 50).

    ( 21 ) Πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 62). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 47).

    ( 22 ) Πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber (C-483/16, EU:C:2018:367, σκέψεις 50 και 51).

    ( 23 ) Πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Baczó και Vizsnyiczai (C-567/13, EU:C:2015:88, σκέψη 51).

    ( 24 ) Πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (C-413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 34), της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 39), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C-49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 44).

    ( 25 ) Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 41), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 69).

    ( 26 ) Βλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Barth (C-542/08, EU:C:2010:193, σκέψεις 28 και 29, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, στο πλαίσιο της επιστροφής εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, το Δικαστήριο έκρινε ότι τριετής προθεσμία παραγραφής επί αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, μολονότι επρόκειτο για προθεσμία συνοδευόμενη από τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας παρατάσεως για λόγους ανωτέρας βίας. Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1989, Bessin και Salson (386/87, EU:C:1989:408, σκέψη 17).

    ( 27 ) Πρβλ., επί των προθεσμιών παραγραφής, οι οποίες αποτελούν ρυθμίσεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αποκατάστασης ζημίας οφειλόμενης σε παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C-637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 45). Πρβλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Cargill Deutschland (C-360/18, EU:C:2019:648), η οποία επισήμανε ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δείχνουν ότι οι διατάξεις που διέπουν τις προθεσμίες παραγραφής πρέπει να περιλαμβάνουν ένα πλέγμα κανόνων που καθορίζει τη διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής, την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η προθεσμία αυτή και τα γεγονότα που έχουν ως αποτέλεσμα τη διακοπή ή την αναστολή της.

    ( 28 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C-637/17, EU:C:2019:263, σκέψεις 47 και 53). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, τριετής προθεσμία παραγραφής, η οποία, αφενός, αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση του δικαιώματός του σε αποζημίωση, έστω και αν ο υπαίτιος της παράβασης δεν είναι γνωστός, και, αφετέρου, δεν μπορεί να ανασταλεί ή να διακοπεί κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος πλήρους αποζημιώσεως.

    ( 29 ) Βλ. σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.

    ( 30 ) Πρβλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Nencini κατά Κοινοβουλίου (C-447/13 P, EU:C:2014:2022, σημείο 81).

    ( 31 ) Βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Cofidis (C-473/00, EU:C:2002:705).

    ( 32 ) Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 54).

    ( 33 ) Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 54).

    ( 34 ) Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 70). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:552, σημεία 19 και 20).

    ( 35 ) Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C-154/15, C-307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 69 και 70).

    ( 36 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, EOS KSI Slovensko (C-448/17, EU:C:2018:745, σημείο 40).

    ( 37 ) Προς στήριξη της διαπιστώσεως αυτής, τα ρουμανικά δικαστήρια επικαλούνται το ότι –σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο– το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως, κανόνες δημοσίας τάξεως. Βλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψεις 44 και 45), της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C-497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 56), της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψεις 42 και 43), της 17ης Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen (C-147/16, EU:C:2018:320, σκέψεις 35 και 36), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, OTP Bank και OTP Faktoring (C-51/17, EU:C:2018:750, σκέψεις 87 και 89). Ομοίως, κατά το ρουμανικό δίκαιο, η απόλυτη ακυρότητα αποτελεί την εφαρμοστέα κύρωση για την παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου δημοσίας τάξεως. Παρόλα αυτά, ομολογώ ότι διατηρώ αμφιβολίες ως προς το αν από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος υποχρεούται να εξομοιώσει την εφαρμοστέα κύρωση επί καταχρηστικών ρητρών με εκείνη επί μη τηρήσεως κανόνων δημοσίας τάξεως. Είμαι της γνώμης ότι, στη νομολογία του, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε τέτοιους κανόνες με μοναδικό σκοπό να εξηγήσει γιατί τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.

    ( 38 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 1997, Palmisani (C-261/95, EU:C:1997:351, σκέψη 33).

    ( 39 ) Πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Barth (C-542/08, EU:C:2010:193, σκέψη 19).

    Top