Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0567

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona της 28ης Νοεμβρίου 2019.
    Coty Germany GmbH κατά Amazon Services Europe Sàrl κ.λπ.
    Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 9 – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρο 9 – Δικαιώματα που παρέχει το σήμα – Χρήση – Κατοχή προϊόντων προς τους σκοπούς της προσφοράς ή της εμπορίας τους – Αποθήκευση, ενόψει αποστολής, προϊόντων τα οποία προσβάλλουν δικαίωμα στο σήμα και τα οποία πωλούνται μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας πωλήσεων.
    Υπόθεση C-567/18.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1031

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

    της 28ης Νοεμβρίου 2019 ( 1 )

    Υπόθεση C‑567/18

    Coty Germany GmbH

    κατά

    Amazon Services Europe Sàrl,

    Amazon FC Graben GmbH,

    Amazon Europe Core Sàrl,

    Amazon EU Sàrl

    [αίτηση του Bundesgerichtshof
    (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελέσματα του σήματος – Δικαιώματα που παρέχει το σήμα – Δικαίωμα να απαγορεύεται σε κάθε τρίτον η αποθήκευση των προϊόντων με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους – Αποθήκευση προϊόντων από τρίτον, αγνοούντα την προσβολή του δικαιώματος σήματος»

    1. 

    Με την απόφαση Coty Germany ( 2 ), το Δικαστήριο εξέτασε ένα από τα προβλήματα που εγείρουν «οι τρίτες πλατφόρμες για τη διαδικτυακή πώληση προϊόντων [πολυτελείας]», στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής. Στην υπόθεση εκείνη, το επίμαχο ζήτημα ήταν το κύρος της απαγορεύσεως χρήσεως των πλατφορμών αυτών (ή τρίτων επιχειρήσεων για την πραγματοποίηση διαδικτυακών πωλήσεων), η οποία είχε επιβληθεί στους εξουσιοδοτημένους διανομείς ορισμένων καλλυντικών με σκοπό τη διαφύλαξη της εικόνας πολυτελείας τους.

    2. 

    Η επιχείρηση την οποία αφορούσε η υπόθεση εκείνη (Coty Germany Gmbh) έχει ασκήσει ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων αγωγή με αντικείμενο επίσης τη δράση των πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου, και συγκεκριμένα, μιας εκ πλέον γνωστών, της Amazon. Κατά την κρίση της, ορισμένες επιχειρήσεις του ομίλου Amazon προσέβαλαν το δικαίωμα του δικαιούχου σήματος της Ένωσης να απαγορεύει σε τρίτον τη χρήση του σημείου ( 3 ). Η προσβολή φέρεται να διαπράχθηκε όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις παρενέβησαν, άνευ αδείας του δικαιούχου, στην πώληση αρώματος προστατευόμενου από το σήμα, ως προς το οποίο η Coty Germany διαθέτει άδεια χρήσεως.

    3. 

    Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), το οποίο, μετά τις αποφάσεις που εξέδωσαν το πρωτοδικείο και το εφετείο, καλείται να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό, εκφράζει στο Δικαστήριο τις αμφιβολίες του ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 ( 4 ), το οποίο οριοθετεί τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος της Ένωσης ( 5 ).

    I. Νομοθετικό πλαίσιο. Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 ( 6 )

    4.

    Ο κανονισμός 2017/1001 κωδικοποίησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 207/2009, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε αμφότερους τους κανονισμούς επισημαίνοντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της ασκηθείσας αγωγής, εφαρμογή πρέπει να έχει ο ισχύων επί του παρόντος κανονισμός. Εν πάση περιπτώσει, το κρίσιμο εν προκειμένω άρθρο ( 7 ) δεν έχει υποστεί ουσιώδη μεταβολή από τον έναν κανονισμό στον άλλον.

    5.

    Το άρθρο 9 («Δικαιώματα που παρέχει το σήμα της ΕΕ») ορίζει τα εξής:

    «1.   Με την καταχώριση σήματος της ΕΕ παρέχονται στον δικαιούχο αποκλειστικά δικαιώματα επ’ αυτού.

    2.   Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος της ΕΕ, ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος της ΕΕ δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο που δεν έχει τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές για προϊόντα ή υπηρεσίες, οποιοδήποτε σημείο εφόσον:

    α)

    το σημείο είναι ταυτόσημο με το σήμα της ΕΕ και χρησιμοποιείται για υπηρεσίες ή προϊόντα που ταυτίζονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της ΕΕ·

    […]

    3.   Τα ακόλουθα, ειδικότερα, είναι δυνατόν να απαγορεύονται δυνάμει της παραγράφου 2:

    […]

    β)

    η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή η παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό·

    […]».

    II. Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και προδικαστικό ερώτημα

    6.

    Η Coty Germany, η οποία πωλεί καλλυντικά στη Γερμανία, διαθέτει άδεια χρήσεως του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «DAVIDOFF» (αρώματα, αιθέρια έλαια και καλλυντικά). Ως κάτοχος άδειας, έχει την εξουσία (παραχωρηθείσα από την επιχείρηση δικαιούχο της καταχωρίσεως του σήματος) να προβάλλει στο όνομά της τα δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου.

    7.

    Η Amazon Services Europe S.a.r.l. (στο εξής: Amazon Services), με καταστατική έδρα στο Λουξεμβούργο, παρέχει σε τρίτους πωλητές τη δυνατότητα να αναρτούν προσφορές των προϊόντων τους στον ιστότοπο amazon.de. Οι συμβάσεις πωλήσεως των ούτως διατιθέμενων προϊόντων συνάπτονται μεταξύ των τρίτων πωλητών και των αγοραστών.

    8.

    Οι πωλητές μπορούν να εγγράφονται στο πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon» ( 8 ), το οποίο συνεπάγεται τόσο την αποθήκευση των προϊόντων σε κέντρα εφοδιαστικής των επιχειρήσεων του ομίλου Amazon όσο και την αποστολή του εμπορεύματος στον αγοραστή καθώς και λοιπές πρόσθετες υπηρεσίες.

    9.

    Στις 8 Μαΐου 2014, ένας από τους εικονικούς αγοραστές που χρησιμοποιεί η Coty Germany στο πλαίσιο δοκιμαστικών αγορών αγόρασε, μέσω του ιστοτόπου amazon.de, το άρωμα «Davidoff Hot Water EdT 60 ml», από την πωλήτρια OE (στο εξής: πωλήτρια), με τη σημείωση «Versand durch Amazon» (αποστολή μέσω Amazon), καθόσον η πωλήτρια είχε εγγραφεί στο εν λόγω πρόγραμμα.

    10.

    Η Amazon Services είχε αναθέσει στην Amazon FC Graben GmbH (στο εξής: Amazon FC), επιχείρηση του ίδιου ομίλου η οποία εκμεταλλεύεται αποθήκη εμπορευμάτων, με έδρα στο Graben, Γερμανία, την αποθήκευση των προϊόντων της πωλήτριας.

    11.

    Πληροφορηθείσα την πώληση των προϊόντων αυτών, η Coty Germany κάλεσε την πωλήτρια να σταματήσει τις προσφορές της, ισχυριζόμενη ότι το δικαίωμα σήματος επί του αρώματος δεν είχε αναλωθεί. Σε απάντηση επί της οχλήσεως αυτής, η πωλήτρια προέβη σε δήλωση παραλείψεως, συνοδευόμενη από ποινική ρήτρα για την περίπτωση μη συμμορφώσεως.

    12.

    Με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 2014, η Coty Germany κάλεσε την Amazon Services να της παραδώσει όλα τα αρώματα «Davidoff Hot Water EdT 60 ml» της πωλήτριας. Η Amazon Services της απέστειλε ένα πακέτο με τριάντα τεμάχια του συγκεκριμένου αρώματος. Κατόπιν ενημερώσεως που έλαβε από άλλη επιχείρηση του ομίλου Amazon ότι έντεκα από τα τριάντα αυτά τεμάχια προέρχονταν από το απόθεμα διαφορετικού πωλητή, η Coty Germany ζήτησε από την Amazon Services να της γνωστοποιήσει το όνομα και τη διεύθυνση του πωλητή αυτού, προσθέτοντας ότι, για είκοσι εννέα από τα τριάντα αυτά αρώματα, το δικαίωμά της επί του σήματος δεν είχε αναλωθεί. Η Amazon Services απήντησε ότι ήταν πλέον αδύνατον να εξακριβώσει από το απόθεμα ποιας επιχειρήσεως προέρχονταν τα εν λόγω έντεκα τεμάχια.

    13.

    Η Coty Germany, εκτιμώντας ότι η συμπεριφορά της Amazon Services και της Amazon FC προσέβαλλε το δικαίωμά της επί του σήματος, άσκησε αγωγή αιτούμενη να καταδικαστούν αμφότερες οι επιχειρήσεις να παύσουν την κατοχή ή την αποστολή, με εμπορικούς σκοπούς (ενδεχομένως από τρίτους), αρωμάτων με το σήμα «Davidoff Hot Water» στο πλαίσιο των συναλλαγών στη Γερμανία.

    14.

    Η αγωγή επί παραλείψει αφορούσε τα προϊόντα που δεν είχαν διατεθεί στο εμπόριο από τον δικαιούχο του σήματος ή από τρίτους με τη συγκατάθεση του τελευταίου, στην ημεδαπή, σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συμβαλλόμενο κράτος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ( 9 ). Η αγωγή αυτή συνοδευόταν από αίτημα αποζημιώσεως (το αιτηθέν ποσό ανερχόταν στα 1973,90 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με επιτόκιο 5 %, από τις 24 Οκτωβρίου 2014).

    15.

    Τόσο το πρωτοδικείο όσο και το εφετείο ( 10 ) απέρριψαν τις αξιώσεις της Coty Germany. Το εφετείο έκρινε, συγκεκριμένα, ότι:

    η Amazon FC δεν είχε κάνει χρήση του επίμαχου σήματος ούτε είχε υπό την κατοχή της τα αρώματα με σκοπό τη διάθεση ή την εμπορία τους, απλώς τα είχε αποθηκεύσει για λογαριασμό της πωλήτριας. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να της καταλογιστεί η διάπραξη κάποιας προσβολής ούτε να υποχρεωθεί να παύσει τη συμπεριφορά της σε σχέση με τα αρώματα. Αφ’ ης στιγμής δεν προέκυπτε γνώση της περί της μη αναλώσεως του δικαιώματος σήματος επί του προϊόντος, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της ως συναυτουργού ή συνεργού στην προσβολή του δικαιώματος αυτού·

    η Amazon Services δεν είχε στην κατοχή της τα εμπορεύματα της πωλήτριας ούτε είχε αποστείλει τα επίμαχα προϊόντα στους αγοραστές τους, και, ως εκ τούτου, έπρεπε, κατά μείζονα λόγο, να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη.

    16.

    Η Coty Germany άσκησε αίτηση αναιρέσεως («αναθεωρήσεως») κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), το οποίο επισημαίνει ότι, στον βαθμό κατά τον οποίον η ασκηθείσα από την Coty Germany αγωγή επί παραλείψει προϋποθέτει κίνδυνο επαναλήψεως, η αγωγή αυτή θα είναι βάσιμη μόνον εάν οι ενέργειες των εναγόμενων μπορούσαν να στοιχειοθετούν προσβολή του οικείου δικαιώματος τόσο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών όσο και κατά τον χρόνο της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

    17.

    Για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνιστεί εάν, υπό το πρίσμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, ένα πρόσωπο το οποίο αποθηκεύει προϊόντα προσβάλλοντα δικαίωμα επί σήματος, χωρίς να γνωρίζει την προσβολή αυτή, κατέχει τα συγκεκριμένα προϊόντα με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους, όταν το ίδιο δεν έχει πρόθεση να προσφέρει ή να διαθέσει προς εμπορία τα εν λόγω προϊόντα, πρόθεση την οποία έχει μόνον ο τρίτος.

    18.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση επί του ερωτήματος αυτού πρέπει να είναι αρνητική, καθόσον:

    σύμφωνα με τη δική του νομολογία περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η απλή φύλαξη ή μεταφορά προϊόντων που προσβάλλουν δικαίωμα απορρέον από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η οποία πραγματοποιείται από αποθηκευτή, μεταφορέα ή παραγγελιοδόχο μεταφοράς, δεν καλύπτει, κατά κανόνα, τον σκοπό της προσφοράς ή της εμπορίας τους ( 11 ).

    Δεν δικαιολογείται η διεύρυνση των ορίων της ευθύνης του κατόχου κατά το άρθρο 9 του εθνικού νόμου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας διά της συνεκτιμήσεως της προθέσεως του έμμεσου κατόχου εις βάρος του άμεσου κατόχου.

    Η θεώρηση αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικώς στο πλαίσιο του δικαίου περί σημάτων. Εάν ο αποθηκευτής ευθυνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο για την απλή κατοχή προϊόντων που προσβάλλουν ορισμένο δικαίωμα επί σήματος, μολονότι αγνοεί την εν λόγω προσβολή, θα διευρύνονταν τα κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 όρια της ευθύνης του κατόχου.

    19.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001:

    «Πρέπει να θεωρηθεί ότι όποιος αποθηκεύει για λογαριασμό τρίτου προϊόντα που προσβάλλουν ορισμένο δικαίωμα επί σήματος, χωρίς να γνωρίζει την προσβολή αυτή, κατέχει τα συγκεκριμένα προϊόντα με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους, όταν ο ίδιος δεν έχει πρόθεση να προσφέρει ή να διαθέσει προς εμπορία τα εν λόγω προϊόντα, πρόθεση την οποία έχει μόνον ο τρίτος;»

    III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    20.

    Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Σεπτεμβρίου 2018. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Coty Germany, η Amazon Services και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, άπασες παραστάσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, στην οποία επίσης μετέσχε η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    IV. Ανάλυση

    Α.   Παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος

    21.

    Η Coty Germany υποστηρίζει ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν αντικατοπτρίζει δεόντως το πλαίσιο της διαφοράς, όπερ την οδηγεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος λόγω του υποθετικού χαρακτήρα του. Ισχυρίζεται ότι η δράση των επιχειρήσεων Amazon Services και Amazon FC δεν αντιστοιχεί σε αυτήν του απλού αποθηκευτή ή μεταφορέα των εμπορευμάτων: η παρέμβασή τους στις συμβάσεις σχετικά με τα προϊόντα που προσφέρονται στην πλατφόρμα και η είσπραξη του τιμήματος πωλήσεως σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι λεπτομερώς ενημερωμένες για τα εμπορεύματα που αποθηκεύονται και αποστέλλονται.

    22.

    Κατά την Coty Germany, οι δύο αυτές επιχειρήσεις δεν περιορίζονται απλώς και μόνο στη διάθεση πλατφόρμας ηλεκτρονικής πωλήσεως και στην αποθήκευση των πωλούμενων από τους πελάτες τους εμπορευμάτων, αντιστοίχως, αλλά παρέχουν σειρά υπηρεσιών οι οποίες επάγονται προστιθέμενη αξία για τη διανομή των προϊόντων αυτών (εν προκειμένω, προϊόντων που προσβάλλουν δικαιώματα σήματος). Επιπλέον, ο πωλητής μεταβιβάζει πλήρως στις επιχειρήσεις αυτές την εξουσία πραγματικής διαθέσεως των εμπορευμάτων.

    23.

    Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ζητήματα που άπτονται των πραγματικών περιστατικών ( 12 ), καθώς και η διαπίστωση της ακρίβειας των συγκεκριμένων αυτών πραγματικών περιστατικών ( 13 ), εκφεύγουν της εκτιμήσεως του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και των εθνικών δικαστηρίων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτό εξειδικεύεται με την απόφαση περί παραπομπής ( 14 ).

    24.

    Το γεγονός ότι ένας εκ των διαδίκων διαφωνεί με την έκθεση πραγματικών περιστατικών του αιτούντος δικαστηρίου, ή τη θεωρεί ανεπαρκή, δεν αρκεί προκειμένου ένα προδικαστικό ερώτημα να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να επαληθεύσει την ακρίβεια της εν λόγω εκθέσεως, πρέπει δε να υπερισχύσει το τεκμήριο ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελή ( 15 ). Τα τελευταία κηρύσσονται απαράδεκτα, μεταξύ άλλων λόγων, όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ( 16 ). Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

    25.

    Καίτοι είναι αληθές ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο, εντούτοις, οφείλει, κατά το δυνατόν, να του δώσει χρήσιμες απαντήσεις ( 17 ). Ουδόλως κωλύεται το Δικαστήριο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο κατευθύνσεις, βάσει της δικογραφίας και των παρατηρήσεων που έχουν κατατεθεί ενώπιόν του, ως προς σημεία μη περιλαμβανόμενα στη διάταξη περί παραπομπής, εφόσον το κρίνει αναγκαίο για τη βελτίωση της συνεργασίας του με το αιτούν δικαστήριο ( 18 ).

    26.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο κάλεσε την Amazon Services και την Amazon FC να προσδιορίσουν «το εύρος των υπηρεσιών που παρέχει η Amazon στο πλαίσιο του προγράμματός της “αποστολή μέσω Amazon”». Συγκεκριμένα, τους ζήτησε να «λάβουν θέση ως προς την περιγραφή που παρέσχε η Coty Germany στις γραπτές παρατηρήσεις της […] σχετικά με τις πράξεις τις οποίες, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, πραγματοποιεί η Amazon για λογαριασμό τρίτου πωλητή». Οι ερωτήσεις αυτές είναι per se ενδεικτικές μιας κατ’ αρχήν διαθέσεως προς συμπλήρωση των πληροφοριών σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, κάπως λακωνικά ενδεχομένως, παρέχει η διάταξη περί παραπομπής.

    27.

    Για τον λόγο αυτόν, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίον έχει εξελιχθεί η προδικαστική διαδικασία, θα υιοθετήσω μια διπλή προσέγγιση, στηριζόμενος σε δύο αντιλήψεις –μάλλον παρά εκδοχές– περί των πραγματικών περιστατικών:

    αφενός, θα περιοριστώ στα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά περιγράφονται στη διάταξη περί παραπομπής. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η Amazon Services και η Amazon FC, αμφότερες μέλη πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου, ενεργούν ως κύριος φορέας εκμεταλλεύσεως της ηλεκτρονικής αυτής πλατφόρμας (η πρώτη) και ως παρέχων, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες αποθηκεύσεως εμπορευμάτων (η δεύτερη).

    Αφετέρου, θα προβώ, εναλλακτικώς, σε στάθμιση των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από τις παρατηρήσεις των διαδίκων και από τις απαντήσεις τους σε ορισμένα ζητήματα που ετέθησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το ούτως διαμορφωθέν σενάριο είναι πιο σύνθετο και καθιστά επιβεβλημένη την εξέταση του ολοκληρωμένου επιχειρηματικού μοντέλου (σε αντίθεση προς ένα αυτοτελές επιχειρηματικό μοντέλο) του ομίλου Amazon, καθώς και των λεπτομερειών των υπηρεσιών που παρέχονται σε τρίτους πωλητές, όταν οι τελευταίοι εγγράφονται στο πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon».

    28.

    Η πρώτη προσέγγιση βασίζεται, επαναλαμβάνω, στη διαβιβασθείσα από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) έκθεση πραγματικών περιστατικών, η οποία ταυτίζεται με αυτήν της εφετειακής αποφάσεως. Εναπόκειται, σε τελική ανάλυση, στο δικαστήριο αυτό να αποφασίσει εάν θα περιοριστεί στα πραγματικά περιστατικά όπως του έχουν διαβιβαστεί από τα ιεραρχικώς κατώτερα δικαστήρια (ίδιον ενός αναιρετικού δικαστηρίου) ή εάν μπορεί να επεκταθεί πέραν αυτών και να αξιολογήσει τη σημασία άλλων στοιχείων που το ίδιο δεν έχει περιλάβει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.

    29.

    Εν πάση περιπτώσει, υφίστανται δύο στοιχεία που ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβητεί: α) υπήρξε εμπορική χρήση του σήματος χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του (ή του κατόχου άδειας χρήσεώς του)· β) η χρήση αυτή προσέβαλλε το εγγενές στο σήμα δικαίωμα, το οποίο δεν είχε αναλωθεί, κατά την έννοια του άρθρου 15 του κανονισμού 2017/1001, καθόσον δεν επρόκειτο για «προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του».

    Β.   Ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001

    30.

    Η καταχώριση σήματος της Ένωσης παρέχει στον δικαιούχο του το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο με το εν λόγω σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί. Ούτως ορίζει το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001.

    31.

    Μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές (ήτοι, οι απαριθμούμενες στην εν λόγω παράγραφο 2), μπορεί να απαγορευθεί από τον δικαιούχο του σήματος σε τρίτους «η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή η παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό». Ούτως ορίζει το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

    32.

    Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν διερωτάται ως προς τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, κρίνω, εντούτοις, σκόπιμη την εξέτασή της λόγω της επιρροής που μπορεί να έχει κατά την απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματός του. Επιπλέον, όταν τίθεται ζήτημα ερμηνείας της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, ανακύπτουν εκ νέου τα προβλήματα σχετικά με τη χρήση.

    1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις: ως προς την ενδεχόμενη απουσία χρήσεως του σήματος στις οικείες συναλλαγές

    33.

    Το εφετείο έκρινε ότι η συμπεριφορά της Amazon FC δεν συνιστούσε χρήση κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου 2 ( 19 ), χωρίς, ωστόσο, να αναπτύξει την κρίση αυτή, καθόσον επέλυσε τη διαφορά βασιζόμενο στη μη κατοχή των εμπορευμάτων με σκοπό την πώλησή τους και στην έλλειψη γνώσεως περί του ότι επρόκειτο για προϊόντα ως προς τα οποία δεν είχε αναλωθεί το οικείο δικαίωμα σήματος.

    34.

    Όσον αφορά το αιτούν δικαστήριο, αυτό φαίνεται να υπάγει εμμέσως στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001 τις περιστάσεις υπό τις οποίες η Amazon Services και η Amazon FC χρησιμοποιούν το επίμαχο σήμα.

    35.

    Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon πιθανώς να μην χρησιμοποιούσαν το επίμαχο σημείο ως σήμα, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι όροι εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001. Εάν η άποψη της Επιτροπής γινόταν δεκτή, δεν θα ήταν επιβεβλημένη η εξέταση της παραγράφου 3, καθόσον η εφαρμογή της τελευταίας αυτής παραγράφου προϋποθέτει τη δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 2.

    36.

    Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι ενδιάμεσοι ( 20 ), όπως όσοι εκμεταλλεύονται αποθήκες εμπορευμάτων και οι μεταφορείς, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σε τρίτους, δεν φέρουν ευθύνη για τυχόν διαπραττόμενες από αυτούς προσβολές των δικαιωμάτων σήματος, καθόσον δεν χρησιμοποιούν το σημείο εντός του πεδίου της δικής τους εμπορικής επικοινωνίας ούτε εντός του κύκλου εργασιών τους ( 21 ).

    37.

    Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίον το Δικαστήριο είχε αντιμετωπίσει ένα προδικαστικό ερώτημα σχετικό με τη συμπεριφορά ενός ασκούντος εμπόριο μέσω ηλεκτρονικής αγοράς (eBay), στον ιστότοπο του οποίου αναρτώντο διαφημίσεις προϊόντων προστατευόμενων από σήματα της Ένωσης τα οποία είχαν διατεθεί προς πώληση από πρόσωπα που, προς τον σκοπό αυτόν, είχαν εγγραφεί και δημιουργήσει λογαριασμό πωλητή (με την eBay να λαμβάνει ποσοστό επί των πραγματοποιούμενων συναλλαγών). Κατά το Δικαστήριο, ο φορέας αυτός δεν κάνει χρήση του σήματος εκ του γεγονότος απλώς και μόνον ότι το παρουσιάζει στην πλατφόρμα του ηλεκτρονικής αγοράς προς όφελος του πωλητή ( 22 ).

    38.

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι:

    εφόσον πρόκειται για αποθηκευτή, «η εκ μέρους του παροχή υπηρεσιών αποθηκεύσεως των φερόντων σήμα τρίτου εμπορευμάτων δεν συνιστά χρήση του ταυτόσημου προς το σήμα αυτό σημείου για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες ή ταυτόσημες με εκείνες για τις οποίες το εν λόγω σήμα έχει καταχωριστεί» ( 23 ).

    Εφόσον πρόκειται για ασκούντα εμπόριο μέσω ηλεκτρονικής αγοράς, «η εκ μέρους τρίτου “χρήση” πανομοιότυπου ή παρεμφερούς προς το σήμα του δικαιούχου σημείου, κατά την έννοια των άρθρων 5 της [πρώτης] οδηγίας [89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1)], και 9 του κανονισμού [(ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1)], σημαίνει, τουλάχιστον, ότι ο τελευταίος χρησιμοποιεί το σημείο στο πλαίσιο της δικής του εμπορικής επικοινωνίας. Στον βαθμό που ο εν λόγω τρίτος παρέχει υπηρεσία συνιστάμενη στο να δίδεται η δυνατότητα στους πελάτες του να αναρτούν, στο πλαίσιο των εμπορικών δραστηριοτήτων τους, όπως οι προσφορές τους προς πώληση, σημεία στοιχούντα σε σήματα στον ιστότοπό του, δεν κάνει ο ίδιος χρήση, μέσω του συγκεκριμένου ιστοτόπου, των σημείων αυτών κατά τη βάσει της νομοθεσίας της Ενώσεως έννοια» ( 24 ).

    39.

    Το Δικαστήριο θεσπίζει, συνεπώς, διάκριση μεταξύ φορέων προκειμένου να διαπιστώσει εάν υφίσταται χρήση από τρίτον σημείου ταυτόσημου με το σήμα. Για τους σκοπούς του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, δεν θα υφίσταται τέτοια χρήση, όταν ο τρίτος παρέχει απλώς μια τεχνική λύση που είναι αναγκαία για τη χρήση του σημείου ( 25 ) ή όταν επιδεικνύει παθητική συμπεριφορά, χωρίς άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της πράξεως που συνιστά τη χρήση ( 26 ).

    40.

    Με σκοπό πάντοτε να διαπιστωθεί εάν υφίσταται χρήση του σημείου σε αυτού του είδους τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο εξετάζει τον σύνδεσμο μεταξύ του σημείου και της υπηρεσίας του παρόχου ( 27 ). Ελλείψει τέτοιου συνδέσμου, δεν θα υφίσταται χρήση του σήματος από τον τελευταίο.

    41.

    Υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, θα μπορούσε να συναχθεί ότι η Amazon Services και η Amazon FC δεν χρησιμοποιούν το σήμα του αρώματος ως δικαιούχοι του: περιορίζονται στο να παρέχουν στους πωλητές και στους αγοραστές τις χαρακτηριστικές υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως, χωρίς να χρησιμοποιούν το σημείο Davidoff κατά την εμπορική επικοινωνία τους ή εντός του κύκλου εργασιών τους.

    42.

    Ωστόσο, εάν υιοθετηθεί η εναλλακτική προσέγγιση των πραγματικών περιστατικών, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon, στον βαθμό κατά τον οποίο δεν έθεταν απλώς στη διάθεση των πωλητών τα ψηφιακά τεχνικά μέσα, αλλά παρείχαν ορισμένη υπηρεσία, χρησιμοποιούσαν πράγματι το σημείο Davidoff, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύνδεσμος μεταξύ του σημείου και της εν λόγω υπηρεσίας.

    43.

    Ως εκ τούτου, είναι, κατά την άποψή μου, ορθή η στάση της Επιτροπής, η οποία, καίτοι αμφισβητεί ότι υφίσταται χρήση του σήματος στην περίπτωση κατά την οποία οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon δημιουργούν απλώς τις αναγκαίες τεχνικές συνθήκες για τη χρήση του από τρίτους ( 28 ), αφήνει, εντούτοις, ανοικτό το ενδεχόμενο οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν το σήμα στις συναλλαγές. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η παροχή των υπηρεσιών τους θα έπρεπε να επάγεται ενεργητική συμπεριφορά και έλεγχο, άμεσο ή έμμεσο, της πράξεως που συνιστά τη χρήση ( 29 ), όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει. Θα ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό κατωτέρω.

    2. Η κατοχή των αγαθών με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους

    44.

    Εάν υποτεθεί, για τις ανάγκες της συλλογιστικής, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, πρέπει, εν συνεχεία, να οριοθετηθεί το πλαίσιο του κατά την παράγραφο του 3, στοιχείο βʹ, ius prohibendi.

    45.

    Μεταξύ των συμπεριφορών τις οποίες ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει σε τρίτους που δεν έχουν τη συγκατάθεσή του περιλαμβάνονται «η προσφορά των προϊόντων», «η εμπορία τους» ή «η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς». Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, συγκεκριμένα, ως προς την έννοια της φράσεως «κατοχή […] με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία» των εμπορευμάτων που προσβάλουν το σήμα ( 30 ).

    46.

    Ο όρος «κατοχή», ως προς τα χαρακτηριστικά του οποίου διερωτάται το αιτούν δικαστήριο, δεν απαντάται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001. Η γαλλική («détenir») και η γερμανική («besitzen») απόδοση χρησιμοποιούν λέξεις ευθέως συνδεόμενες με τον νομικό θεσμό της κατοχής (possessio). Άλλες αποδόσεις, όπως η ισπανική, η ιταλική, η πορτογαλική, η αγγλική και η σουηδική προτιμούν ρήματα ή ουσιαστικά που υποδηλώνουν μια ενέργεια αποθηκεύσεως αγαθών ( 31 ).

    47.

    Φρονώ, ωστόσο, ότι σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις διαφαίνεται η ιδέα του κατέχειν με εμπορικούς σκοπούς, καθόσον η αποθήκευση (ή η κατοχή, στις αποδόσεις που χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν) πρέπει, επιπλέον, να πραγματοποιείται «με τους σκοπούς αυτούς», ήτοι, με σκοπό την προσφορά ή εμπορία αγαθών, χωρίς να παρατηρούνται γλωσσικές αποκλίσεις στο δεύτερο αυτό τμήμα της προτάσεως.

    48.

    Οι όροι εφαρμογής της όψεως αυτής του ius prohibendi του δικαιούχου του σήματος είναι, συνεπώς, δύο, αμφότεροι δε πρέπει να πληρούνται προκειμένου να στοιχειοθετηθεί προσβολή του δικαιώματος αυτού:

    ένα στοιχείο αντικειμενικής υποστάσεως, ήτοι η κατοχή εμπορευμάτων που προσβάλλουν το δικαίωμα επί του σήματος.

    Ένα στοιχείο υποκειμενικής υποστάσεως, ήτοι ο βουλητικός χαρακτήρας της κατοχής με σκοπό την είσοδο του προϊόντος στην αγορά, μέσω οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς του.

    α) Επί της αντικειμενικής υποστάσεως: η κατοχή

    49.

    Όσον αφορά την κατοχή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της καταστάσεως του αποθηκευτή και αυτής του ασκούντος εμπόριο μέσω ηλεκτρονικής αγοράς:

    όσον αφορά τον πρώτο, σύμφωνα με την ήδη παρατεθείσα νομολογία ( 32 ), ο αποθηκευτής που φυλάσσει απλώς τα εμπορεύματα για λογαριασμό τρίτου, κατά τη συνήθη άσκηση του επαγγέλματός του, δεν συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία για την προσβολή του δικαιώματος σήματος, παρά το γεγονός ότι κατέχει άμεσα τα αγαθά, καθόσον ο ίδιος δεν επιδιώκει με τα προϊόντα εμπορικούς σκοπούς, επιδίωξη την οποία έχει μόνον ο τρίτος. Για τον λόγο αυτόν, η δράση του δεν φαίνεται να επάγεται τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ του σημείου του προϊόντος και της υπηρεσίας αποθηκεύσεως ( 33 ).

    Όσον αφορά τους ασκούντες απλώς εμπορία μέσω ηλεκτρονικής αγοράς, αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε καν κάτοχοι των προσβαλλόντων το σήμα εμπορευμάτων, εάν η παρέμβασή τους περιορίζεται σε διαμεσολάβηση ανάλογη αυτής που εξετάστηκε με την απόφαση L’Oréal.

    50.

    Εάν οι κατηγορίες αυτές εφαρμοστούν στα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο, ούτε η Amazon Services ούτε η Amazon FC κατείχαν προϊόντα προσβάλλοντα το σήμα με σκοπό την εμπορία ή την προσφορά τους, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001. Συμμερίζομαι, επομένως, την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου ως προς την υπαγωγή της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων αυτών στην εν λόγω διάταξη.

    51.

    Η εκτίμηση, ωστόσο, αυτή θα μπορούσε να μεταβληθεί εάν υιοθετηθεί η προαναφερθείσα εναλλακτική προσέγγιση των πραγματικών περιστατικών. Υπό το πρίσμα αυτό, η Amazon Services και η Amazon FC, μετέχουσες αμφότερες σε ολοκληρωμένο εμπορικό μοντέλο, αναπτύσσουν ενεργητική συμπεριφορά κατά τη διαδικασία πωλήσεως, η οποία είναι ακριβώς αυτό που η επίμαχη διάταξη περιγράφει όταν απαριθμεί πράξεις όπως είναι «η προσφορά των προϊόντων», «η εμπορία» ή «η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς». Επακόλουθο της ενεργητικής αυτής συμπεριφοράς θα ήταν η ύπαρξη πλήρους ελέγχου επί της διαδικασίας πωλήσεως.

    52.

    Όσον αφορά την υπό το πρίσμα αυτό εξετασθείσα δραστηριότητα των επιχειρήσεων του ομίλου Amazon, τα εξωγενή στοιχεία (αυτά που αντιλαμβάνεται ο μέσος καταναλωτής ο οποίος αγοράζει ένα προϊόν μέσω της Amazon) πρέπει να διακρίνονται από τα ενδογενή (αυτά που αφορούν τη σχέση μεταξύ πωλητή και Amazon, χωρίς να γίνονται αντιληπτά προς τα έξω) ( 34 ).

    53.

    Θα επικεντρωθώ στην οπτική του τελικού καταναλωτή ο οποίος αγοράζει ένα αγαθό τρίτου μέσω ιστοτόπου όπως το amazon.de, όταν η συναλλαγή αυτή εντάσσεται στο πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon». Στον βαθμό κατά τον οποίον ο αγοραστής θα μπορούσε να εκλάβει ότι η Amazon Services είναι αυτή που εμπορεύεται τα προϊόντα, ήτοι, ότι «υφίσταται, στις εμπορικές συναλλαγές, ένας ουσιώδης σύνδεσμος μεταξύ των προϊόντων αυτών και της επιχειρήσεως προελεύσεώς τους» ( 35 ), θα μπορούσε να εξαχθεί η ίδια συνέπεια με αυτήν που το Δικαστήριο είχε εξειδικεύσει στην προηγούμενη νομολογία του, ήτοι ότι υφίσταται χρήση του σήματος.

    54.

    Ο αγοραστής που αναζητεί ένα προϊόν στον ιστότοπο της Amazon εντοπίζει διάφορες προσφορές για το ίδιο αυτό προϊόν, οι οποίες μπορούν να προέρχονται τόσο από πωλητές που έχουν συμβληθεί με την Amazon για την εμπορία των αγαθών τους μέσω της ηλεκτρονικής αγοράς της, όσο και από την ίδια την Amazon, η οποία τα πωλεί για ίδιο λογαριασμό. Δεν είναι πάντοτε ευχερές, ούτε καν για τον χρήστη του διαδικτύου ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός, να διακρίνει εάν τα προϊόντα που του παρουσιάζονται προέρχονται από τον δικαιούχο του σήματος ή από επιχείρηση με την οποία ο τελευταίος συνδέεται οικονομικώς ή, αντιθέτως, από τρίτον ( 36 ). Το γεγονός αυτό θίγει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στην ένδειξη της προελεύσεως του προϊόντος.

    55.

    Με το πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon», οι επιχειρήσεις του ομίλου αυτού, οι οποίες δρουν συντονισμένα, δεν ασχολούνται απλώς και μόνο με την ουδέτερη αποθήκευση και μεταφορά των προϊόντων, αλλά με ένα πολύ ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων.

    56.

    Πράγματι, με την εγγραφή του στο πρόγραμμα αυτό, ο πωλητής αποστέλλει στην Amazon τα προϊόντα που έχει επιλέξει ο πελάτης, οι δε επιχειρήσεις του ομίλου Amazon τα παραλαμβάνουν, τα αποθηκεύουν στα οικεία κέντρα διανομής, τα ετοιμάζουν (μπορούν ακόμη να τα επισημαίνουν, να τα συσκευάζουν καταλλήλως ή να τα τοποθετούν σε συσκευασίες δώρου) και τα αποστέλλουν στον αγοραστή. Η Amazon μπορεί επίσης να ασχολείται με τη διαφήμιση ( 37 ) και τη δημοσίευση των προσφορών στον ιστότοπό της. Η Amazon, επιπλέον, είναι αυτή που παρέχει την υπηρεσία εξυπηρετήσεως πελατών για πληροφορίες και επιστροφές και αυτή που διαχειρίζεται τις επιστροφές ελαττωματικών προϊόντων ( 38 ). Η Amazon είναι, επίσης, αυτή που λαμβάνει από τον αγοραστή το αντίτιμο των εμπορευμάτων και το καταβάλλει εν συνεχεία στον τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή ( 39 ).

    57.

    Ο ενεργητικός και συντονισμένος αυτός ρόλος των επιχειρήσεων του ομίλου Amazon κατά την εμπορία των εμπορευμάτων επάγεται την ανάληψη σημαντικού μέρους των καθηκόντων που είναι εγγενή στην ιδιότητα του πωλητή, για λογαριασμό του οποίου η Amazon «κάνει την άχαρη δουλειά», όπως επισημαίνεται στον ιστότοπό της. Στη σελίδα αυτή αναγράφεται, ως κίνητρο προς τον πωλητή να εγγραφεί στο πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon», η ακόλουθη φράση: «Αποστείλετέ μας τα προϊόντα σας και εμείς αναλαμβάνουμε τα υπόλοιπα». Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon επιδεικνύουν «ενεργή συμπεριφορά [με] άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της πράξεως που συνιστά τη χρήση [του σήματος]» ( 40 ).

    58.

    Εάν, στην επίμαχη περίπτωση, επιβεβαιωνόταν ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές (ή, τουλάχιστον, τις πιο σημαντικές) εντός του προγράμματος «αποστολή μέσω Amazon» ( 41 ), θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, είτε ως ασκούντες εμπόριο μέσω της ηλεκτρονικής αγοράς είτε ως αποθηκευτές, αναλαμβάνουν κάποια καθήκοντα κατά την εμπορία του προϊόντος τα οποία βαίνουν πολύ πέραν της απλής δημιουργίας των τεχνικών προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για τη χρήση του σημείου. Κατά συνέπεια, εφόσον πρόκειται για προϊόν το οποίο προσβάλλει τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος, ο τελευταίος θα μπορούσε, νομίμως, να αντιδράσει απαγορεύοντας στις επιχειρήσεις αυτές να κάνουν χρήση του εν λόγω σημείου.

    59.

    Ο σημαντικός ρόλος των επιχειρήσεων του ομίλου Amazon κατά τη διαδικασία εμπορίας δεν μπορεί να αποδυναμωθεί με τη χωριστή εκτίμηση της αυτοτελούς δραστηριότητας κάθε μιας εξ αυτών. Θα ήταν αντίθετο προς την οικονομική πραγματικότητα και την αρχή της ισότητας να αντιμετωπιστεί η αποθήκευση, η διαχείριση των παραγγελιών και οι λοιπές υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οι επιχειρήσεις αυτές κατά τον ίδιο τρόπο με αυτές τις οποίες, στο πλαίσιο ενός επιχειρηματικού μοντέλου αποσυνδεδεμένου από οποιαδήποτε άλλη πράξη της αλυσίδας διανομής, παρέχει ένας απλός ανεξάρτητος μεταφορέας ή αποθηκευτής ( 42 ).

    60.

    Ουδόλως αποτελεί εμπόδιο σε όσα έχουν έως τώρα εκτεθεί το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon ισχυρίζονται ότι ενεργούν ως ενδιάμεσοι για λογαριασμό του πωλητή. Αφενός, η φερόμενη αυτή διαμεσολάβηση παρουσιάζει χαρακτηριστικά ενεργούς συμμετοχής στην εμπορία, χαρακτηριστικά που έχουν ήδη επισημανθεί. Αφετέρου, κατά το Δικαστήριο «δεν ασκεί […] επιρροή ότι το σημείο χρησιμοποιείται από τον τρίτο στο πλαίσιο της εμπορίας προϊόντων για λογαριασμό άλλου επιχειρηματία, ο οποίος είναι ο μόνος που διαθέτει τίτλο κυριότητας επί των προϊόντων αυτών» ( 43 ).

    61.

    Τέλος, είναι άνευ σημασίας, για τους σκοπούς που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon δεν αποκτούν «τίτλο κυριότητας κατά τη διάρκεια της συναλλαγής στην οποία μεσολάβησ[αν]» ( 44 ).

    62.

    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο ρόλος του διαμεσολαβητή δεν είναι ουδέτερος, οι απαλλαγές από την ευθύνη των παρεχόντων υπηρεσίες στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά. Οι απαλλαγές αυτές περιορίζονται στην τεχνική διαδικασία χειρισμού και παροχής προσβάσεως σε δίκτυο επικοινωνίας διά του οποίου μεταδίδονται ή στο οποίο τίθενται σε προσωρινή αποθήκευση πληροφορίες που έχουν δοθεί από τρίτους ( 45 ). Δεν μπορούν, συνεπώς, να έχουν εφαρμογή σε δραστηριότητα όπως η φυσική αποθήκευση και η υλική παράδοση των προϊόντων.

    63.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 δεν έχει εφαρμογή στον ασκούντα εμπόριο μέσω ηλεκτρονικής αγοράς ο οποίος διαδραματίζει ενεργό ρόλο, όπως είναι η παροχή «συνδρομή[ς], συνιστάμενη[ς] ιδίως στη βελτιστοποίηση της παρουσιάσεως των προσφορών προς πώληση ή της προωθήσεώς τους» ( 46 ).

    β) Επί της υποκειμενικής υποστάσεως: η πρόθεση προσφοράς ή εμπορίας των αποθηκευμένων (ή κατεχόμενων) προϊόντων

    64.

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, η κατοχή εμπορευμάτων προσβαλλόντων το δικαίωμα σήματος πρέπει να συνδέεται με τους σκοπούς της προσφοράς τους στο κοινό ή της εμπορίας τους.

    65.

    Η Amazon Services και η Amazon FC ισχυρίζονται ότι δεν έχουν άμεση σχέση με τους σκοπούς αυτούς, καθόσον περιορίζονται στο να παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς τους αληθινούς πωλητές. Εφιστούν την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν η ευθύνη για την προσβολή δικαιώματος σήματος επεκτεινόταν στους εμπόρους οι οποίοι, καίτοι αποθηκεύουν τα εμπορεύματα, δεν έχουν, εντούτοις, πρόθεση να τα πωλήσουν (κάτι που ισχύει για κάθε διαμεσολαβητή, αποθηκευτή, μεταφορέα ή παραγγελιοδόχο μεταφοράς), το νόμιμο εμπόριο θα εκτίθετο σε μεγάλη ανασφάλεια δικαίου.

    66.

    Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται τη θέση αυτή, καθόσον το ερώτημά του αναφέρεται σε «όποιο[ν] αποθηκεύει για λογαριασμό τρίτου προϊόντα που προσβάλλουν [το] δικαίωμα επί […] σήματος […] όταν ο ίδιος δεν έχει πρόθεση να προσφέρει ή να διαθέσει προς εμπορία τα εν λόγω προϊόντα, πρόθεση την οποία έχει μόνον ο τρίτος».

    67.

    Θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχθεί ότι το ούτως διατυπωθέν προδικαστικό ερώτημα περικλείει το ίδιο την απάντηση: εάν μόνον ο τρίτος (ο πωλητής) επιδιώκει ή έχει την πρόθεση να προσφέρει ή να διαθέσει προς εμπορία τα προϊόντα, αποκλείεται να έχουν την ίδια πρόθεση και οι επιχειρήσεις του ομίλου Amazon. Η συμπεριφορά των τελευταίων δεν θα μπορούσε, απλούστατα, να υπαχθεί στο άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, καθόσον ελλείπει το απαιτούμενο από το άρθρο αυτό κριτήριο του σκοπού.

    68.

    Εκ νέου, η απάντηση θα μπορούσε να είναι διαφορετική εάν υιοθετείτο μια αντίληψη περί των πραγματικών περιστατικών η οποία θα εστιαζόταν στην αυτοτελή δράση των επιχειρήσεων του ομίλου Amazon, ως επιχειρήσεων με σημαντικό ρόλο στην εμπορία των εν λόγω προϊόντων, στο πλαίσιο του προγράμματος «αποστολή μέσω Amazon».

    69.

    Υπό το πρίσμα αυτό, το οποίο βαίνει πολύ πέραν αυτού του απλού ουδέτερου βοηθού του πωλητή, δυσχερώς θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν έχουν, από κοινού με τον πωλητή, πρόθεση προσφοράς ή εμπορίας των επίμαχων προϊόντων.

    Γ.   Η ευθύνη των επιχειρήσεων που αποθηκεύουν προϊόντα προσβάλλοντα τα δικαιώματα σήματος χωρίς να γνωρίζουν την προσβολή αυτή

    70.

    Το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε ρητώς στο γεγονός ότι οι κατέχουσες τα προϊόντα επιχειρήσεις δεν γνώριζαν την προσβολή του δικαιώματος σήματος (λαμβάνει ως δεδομένο ότι πρόθεση προσφοράς ή εμπορίας τους έχει ο τρίτος) ως παράγοντα που θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη στοιχειοθέτηση της ευθύνης τους. Αναφέρεται, όπως είναι λογικό, στις επιχειρήσεις του ομίλου Amazon, εναγόμενες στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

    71.

    Κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 2017/1001, οι προσβολές σήματος της Ένωσης διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος (παράγραφος 1). Ο ίδιος ο κανονισμός «[…] δεν αποκλείει την άσκηση αγωγών σχετικά με σήμα της ΕΕ βάσει του δικαίου των κρατών μελών, ιδίως περί αστικής ευθύνης […]» (παράγραφος 2), ενώ στο άρθρο του 129, παράγραφος 2, προσθέτει ότι, «[γ]ια όλα τα θέματα σημάτων που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, το αρμόδιο δικαστήριο σημάτων της ΕΕ εφαρμόζει το ισχύον εθνικό δίκαιο».

    72.

    Υπό το πρίσμα του άρθρου 1 της οδηγίας 2004/48 ( 47 ), το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο αποτελείται, αφενός, από τις διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη. Αφετέρου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη της 15, η οδηγία 2004/48 δεν θίγει την οδηγία 2000/31, και, ως εκ τούτου, η εθνική νομοθεσία μεταφοράς της τελευταίας στην εσωτερική έννομη τάξη έχει επίσης εφαρμογή.

    73.

    Η γνώση ή η άγνοια της προσβολής του δικαιώματος σήματος είναι κρίσιμη στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής αγοράς: ούτως προκύπτει από το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, σχετικά με την απαλλαγή από την ευθύνη των ενδιάμεσων φορέων παροχής υπηρεσιών, καθώς και από την ερμηνεία του από το Δικαστήριο.

    74.

    Όπως έχω ήδη αναφέρει, με την απόφαση L’Oréal, το Δικαστήριο απέκλεισε από το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής τον φορέα που διαδραματίζει ενεργό ρόλο και που, ως εκ τούτου, αποκτά γνώση των δεδομένων σχετικά με τις προσφορές πωλήσεως που αποθηκεύονται στον διακομιστή του ( 48 ). Ούτε ένας ουδέτερος φορέας θα μπορούσε να απαλλαγεί από την ευθύνη εάν είχε λάβει πραγματικά γνώση ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και, όσον αφορά αίτημα περί αποζημιώσεως, εάν γνώριζε τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία ( 49 ).

    75.

    Όσον αφορά την αποζημίωση, η γνώση (ή η άγνοια) της παρανομίας μπορούν επίσης, στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/48, να είναι κρίσιμες. Ούτως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, σε σχέση με τους παραβάτες. Ως προς τους ενδιάμεσους, το ίδιο αυτό άρθρο (παράγραφος 2) καταλείπει στα κράτη μέλη την απόφαση περί του καθεστώτος που έχει εφαρμογή σε όποιον «προέβη στην προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας εν αγνοία του ή ενώ δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να το γνωρίζει».

    76.

    Διαφορετικό προς τη σημασία της γνώσεως, καίτοι συνδεόμενο με αυτήν, είναι το ζήτημα σχετικά με την επιμέλεια που επιδεικνύει ο ενδιάμεσος κατά την απόκτηση του αγαθού. Η νομολογία του Δικαστηρίου επί του άρθρου 11, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2004/48 (ως προς τις δικαστικές διαταγές παραλείψεως κατά ενδιαμέσου, οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται από τρίτον για την προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας) παρέχει κάποιες κατευθύνσεις ως προς το ζήτημα αυτό ( 50 ).

    77.

    Με την απόφαση L’Oréal, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τα μέτρα που, δυνάμει του εν λόγω άρθρου, μπορούν να απαιτηθούν από τον παρέχοντα ηλεκτρονικές υπηρεσίες προκειμένου να προληφθεί οποιαδήποτε μελλοντική προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τρίτου. Υπενθύμισε, πρώτον, το άρθρο 15 της οδηγίας 2000/31, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η επιβολή γενικής υποχρεώσεως ελέγχου στους φορείς παροχής υπηρεσιών. Δεύτερον, παρέπεμψε στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/48, επισημαίνοντας ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο.

    78.

    Στο πλαίσιο αυτό, μια προσέγγιση βάσει της οποίας οι ενδιάμεσοι διακρίνονται αναλόγως των χαρακτηριστικών των υπηρεσιών που παρέχουν στον άμεσο αυτουργό της προσβολής του σήματος θα ήταν, κατά την κρίση μου, ικανή να διασφαλίσει τη δέουσα ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος σήματος και της απουσίας εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο.

    79.

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι απλοί αποθηκευτές, οι οποίοι αναλαμβάνουν βοηθητικά απλώς καθήκοντα, θα απαλλάσσονταν από την ευθύνη εφόσον είχαν προβεί στην προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας εν αγνοία τους ή ενώ δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να γνωρίζουν τον παράνομο χαρακτήρα της. Με άλλα λόγια, θα απαλλάσσονταν από την ευθύνη εάν δεν είχαν ούτε μπορούσαν να έχουν γνώση του παράνομου χαρακτήρα της εμπορίας του προϊόντος που ο πωλητής εισάγει στην αγορά χωρίς να σέβεται το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος.

    80.

    Υπό την επιφύλαξη ορισμένων διευκρινίσεων που δεν είναι του παρόντος να εκτεθούν, δεν μπορεί να επιβάλλεται στους απλούς αυτούς αποθηκευτές μια ειδική υποχρέωση επιμέλειας προκειμένου να διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος το οποίο προσδιορίζει τα ανατιθέμενα σε αυτούς εμπορεύματα, εκτός εάν πρόκειται για προδήλως παράνομη προσβολή. Η γενικευμένη αυτή απαίτηση θα επιβάρυνε υπερβολικά τις συνήθεις δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων, ως παρεχουσών βοηθητικές εμπορικές υπηρεσίες ( 51 ).

    81.

    Η κατάσταση είναι διαφορετική όταν πρόκειται για επιχειρήσεις, όπως οι εναγόμενες, οι οποίες, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους στο πλαίσιο του προγράμματος «αποστολή μέσω Amazon», εμπλέκονται στην εμπορία των προϊόντων με τον τρόπο που περιέγραψα προηγουμένως. Το αιτούν δικαστήριο διαβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν γνώριζαν ότι τα εμπορεύματα προσέβαλλαν το δικαίωμα σήματος ως προς το οποίο η Coty Germany είχε άδεια χρήσεως, φρονώ, όμως, ότι η άγνοια αυτή δεν τις απαλλάσσει κατ’ ανάγκην από την ευθύνη.

    82.

    Ο σημαντικός ρόλος που, μέσω του εν λόγω προγράμματος, διαδραματίζουν οι επιχειρήσεις αυτές στην εμπορία των προϊόντων έχει ως συνέπεια να αναμένεται από αυτές ιδιαίτερη προσοχή (επιμέλεια) ως προς τον έλεγχο της νομιμότητας των αγαθών που εμπορεύονται. Δεν μπορούν, άνευ ετέρου, να απαλλαγούν από την ευθύνη και να την καταλογίσουν αποκλειστικώς στον πωλητή, ακριβώς διότι έχουν επίγνωση ότι, χωρίς τον έλεγχο αυτόν ( 52 ), είναι εύκολο να χρησιμοποιηθούν ως αγωγοί για την πώληση «παράνομων, παραποιημένων, πειρατικών, κλεμμένων, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρανόμων ή άνευ επισημάνσεως προϊόντων που προσβάλλουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τρίτων» ( 53 ).

    83.

    Εναπόκειται, σε τελική ανάλυση, στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της αστικής ευθύνης των εναγομένων βάσει των πραγματικών περιστάσεων που κρίνει αποδεδειγμένες. Καθόσον το τελευταίο αυτό σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος αφορά τη σημασία που, κατά την εκτίμηση αυτή, μπορεί να έχει η άγνοια των εναγομένων ως προς την προσβολή του δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος, φρονώ ότι η άγνοια αυτή, αφ’ εαυτής, δεν τις απαλλάσσει από την ευθύνη.

    V. Πρόταση

    84.

    Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) ως εξής:

    «Το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα και το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

    ένα πρόσωπο δεν αποθηκεύει για λογαριασμό τρίτου (πωλητή) προϊόντα προσβάλλοντα δικαίωμα σήματος με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους, όταν, χωρίς να γνωρίζει την λόγω προσβολή, το ίδιο δεν έχει πρόθεση να προσφέρει ή να διαθέσει προς εμπορία τα προϊόντα, πρόθεση την οποία έχει μόνον ο τρίτος.

    Ωστόσο, εάν το πρόσωπο αυτό εμπλακεί ενεργητικώς στη διανομή των εν λόγω προϊόντων στο πλαίσιο προγράμματος με τα χαρακτηριστικά του επονομαζόμενου “αποστολή μέσω Amazon”, στο οποίο εγγράφεται ο πωλητής, μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό αποθηκεύει τα εν λόγω προϊόντα με σκοπό την προσφορά ή την εμπορία τους.

    Το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό αγνοεί ότι, στο πλαίσιο προγράμματος όπως το προαναφερθέν, ο τρίτος προσφέρει ή πωλεί τα προϊόντα του προσβάλλοντας το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος, δεν το απαλλάσσει από την ευθύνη όταν μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτό η εφαρμογή μέτρων για τον εντοπισμό της προσβολής αυτής.»


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

    ( 2 ) Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2017 (C-230/16, EU:C:2017:941).

    ( 3 ) Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα είναι το δίκαιο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν τελικώς κριθεί ότι οι εναγόμενες δεν έχουν χρησιμοποιήσει το σήμα, θα μπορούσε ακόμη να στοιχειοθετηθεί ευθύνη τους είτε βάσει της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1), εφόσον ενεργούν ως ενδιάμεσοι στο ηλεκτρονικό εμπόριο, είτε βάσει της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45).

    ( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

    ( 5 ) Από τις 23 Μαρτίου 2016, τα «κοινοτικά σήματα» μετονομάστηκαν σε «σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21).

    ( 6 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).

    ( 7 ) Ήτοι, το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

    ( 8 ) Στους πέντε ιστοτόπους που διαθέτει η Amazon στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρόγραμμα ονομάζεται Versand durch Amazon (amazon.de), Logística de Amazon (amazon.es), Logistica di Amazon (amazon.it), Expedié par Amazon (amazon.fr) και Fulfilment by Amazon (amazon.co.uk).

    ( 9 ) Επικουρικώς, ζήτησε να καταδικαστούν ως ανωτέρω όσον αφορά το σήμα «Davidoff Hot Water EdT 60 ml» ή για τις παρτίδες του αρώματος αυτού που είχαν παραδοθεί από την πωλήτρια.

    ( 10 ) Απόφαση του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου, Γερμανία) της 29ης Σεπτεμβρίου 2017 (Az.: 29 U 745/16).

    ( 11 ) Επικαλείται, συναφώς, το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, του Patentgesetz (γερμανικού νόμου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας).

    ( 12 ) Διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 2013, Società cooperativa Madonna dei miracoli (C‑82/13, EU:C:2013:655, σκέψη 13).

    ( 13 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Balkan and Sea Properties και Provadinvest (C‑621/10 και C-129/11, EU:C:2012:248, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 14 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Argenta Spaarbank (C-39/16, EU:C:2017:813, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 15 ) Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer und Ulrich (C-113/15, EU:C:2016:718, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 16 ) Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C-322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 17 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, I (C-255/13, EU:C:2014:1291, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 18 ) Τούτο μπορεί ιδίως να συμβεί όταν η εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος από τον γενικό εισαγγελέα έχει βασιστεί σε ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών που αποκλίνει από την έκθεση πραγματικών περιστατικών του αιτούντος δικαστηρίου. Σε ορισμένη υπόθεση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk,C-184/99, EU:C:2001:458, σκέψεις 16 έως 18), το Δικαστήριο είχε επιτρέψει στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, εάν τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης καθιστούσαν δυνατή διαφορετική προσέγγιση. Στην ως άνω υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας S. Alber είχε κρίνει ότι ο R. Grzelczyk πληρούσε τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως εργαζόμενος, κατά την έννοια της Συνθήκης ΛΕΕ, και όχι απλώς ως σπουδαστής, όπως είχε εκθέσει το αιτούν δικαστήριο. Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε, επομένως, μια οπτική κατά τι διαφορετική από αυτήν του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο, όμως, περιορίστηκε αυστηρώς στα πραγματικά περιστατικά της διατάξεως περί παραπομπής. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber της 28ης Σεπτεμβρίου 2000, Grzelczyk (C-184/99, EU:C:2000:518, σημεία 65 έως 75).

    ( 19 ) Απόφαση του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου), παρατεθείσα στο δεύτερο σκέλος της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, σημείο Β. I. 1. α) ββ) (1).

    ( 20 ) Ούτως χαρακτηρίζει τις δύο επιχειρήσεις του ομίλου Amazon: στην περίπτωση της Amazon Services, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31· στην περίπτωση Amazon FC, υπό το πρίσμα της οδηγίας 2004/48.

    ( 21 ) Η Επιτροπή επικαλείται, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, TOP Logistics BV κ.λπ. (C-379/14, EU:C:2015:497, σκέψη 45).

    ( 22 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, L’Oréal κ.λπ. (C-324/09, EU:C:2011:474, στο εξής: απόφαση L’Oreal, σκέψεις 102 έως 104).

    ( 23 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, TOP Logistics κ.λπ. (C-379/14, EU:C:2015:497, σκέψη 45).

    ( 24 ) Απόφαση L’Oréal (σκέψεις 102 και 103).

    ( 25 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Frisdranken Industrie Winters (C-119/10, EU:C:2011:837, στο εξής: απόφαση Frisdranken Industrie Winters, σκέψη 29).

    ( 26 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Daimler (C-179/15, EU:C:2016:134, στο εξής: απόφαση Daimler, σκέψη 39).

    ( 27 ) Αποφάσεις Frisdranken Industrie Winters (σκέψη 32), της 23ης Μαρτίου 2010, Google France και Google (C-236/08 έως C-238/08, EU:C:2010:159, στο εξής: απόφαση Google France και Google, σκέψη 60), L’Oréal (σκέψη 92), και διάταξη της 19ης Φεβρουαρίου 2009, UDV North America (C-62/08, EU:C:2009:111, στο εξής: διάταξη UDV North America, σκέψη 47).

    ( 28 ) Αποφάσεις Google France και Google (σκέψη 57), και Frisdranken Industrie Winters (σκέψη 29).

    ( 29 ) Με αναφορά στην απόφαση Daimler (σκέψεις 39 και 41), και στην απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Mitsubishi Shoji Kaisha και Mitsubishi Caterpillar Forklift Europe (C-129/17, EU:C:2018:594, σκέψη 38).

    ( 30 ) Δεν κρίνω αναγκαίο να επεκταθώ στις έννοιες «προσφορά» και «εμπορία» κατά τη συνήθη πρόσληψή τους στον εμπορικό τομέα. Εν συνόψει, η πρώτη περιλαμβάνει την πρόθεση παραδόσεως σε τρίτον, μεμονωμένο ή πολλούς, τα φέροντα το σήμα προϊόντα, τόσο εάν η προσφορά είναι εξαρχής νομικώς δεσμευτική για αυτόν που την κάνει όσο και εάν πρόκειται απλώς για invitatio ad offerendum. Όσον αφορά τη δεύτερη, ως εμπορία νοείται η δραστηριότητα που προκαλεί την είσοδο του εμπορεύματος στις οικονομικές συναλλαγές, κατά κανόνα με μεταβίβαση σε τρίτον της εξουσίας διαθέσεως.

    ( 31 ) Αντιστοίχως, «almacenarlos»«stoccaggio», «armazená-los», «stocking» και «lagra».

    ( 32 ) Βλ. σημεία 35 επ. των παρουσών προτάσεων και τις οικείες υποσημειώσεις.

    ( 33 ) Η κατάσταση, επομένως, μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της επιχειρήσεως η οποία προέβαινε σε πλήρωση μεταλλικών κουτιών φερόντων σημεία παρόμοια με καταχωρισμένο σήμα. Βλ. απόφαση Frisdranken Industrie Winters (σκέψεις 33 και 34).

    ( 34 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Amazon Services απήντησε στις ερωτήσεις του τμήματος επικαλούμενος τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ πωλητή και Amazon, όπως αυτές αποτυπώνονται σε ένα υπόδειγμα συμβάσεως και στη δημιουργία «λογαριασμού πωλητή» μέσω του οποίου ο τελευταίος διαχειρίζεται τον κατάλογο προϊόντων και επιλέγει τις υπηρεσίες της Amazon που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει.

    ( 35 ) Διάταξη UDV North America (σκέψη 49), η οποία, με τη σειρά της, παραθέτει τη σκέψη 60 της αποφάσεως της 16ης Νοεμβρίου 2004, Anheuser-Busch (C-245/02, EU:C:2004:717).

    ( 36 ) Απόφαση L’Oréal (σκέψη 94).

    ( 37 ) Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η Amazon διευκολύνει την προώθηση των προϊόντων των πωλητών τοποθετώντας τα σε προνομιακή θέση στα αποτελέσματα της σελίδας αναζητήσεως.

    ( 38 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Amazon Services ενέμεινε στον διαχωρισμό της δραστηριότητας της Amazon από την καθεαυτή αγοραπωλησία, ισχυριζόμενος ότι, από αυστηρώς νομικής απόψεως, ο πωλητής είναι αυτός που προμηθεύει τα αγαθά, ορίζει την τιμή και μεταβιβάζει την κυριότητα· η Amazon δεν προσφέρει τα αγαθά, παρά μόνον τα παρουσιάζει. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι κρίσιμο υπό το πρίσμα της ουσιώδους λειτουργίας του σήματος.

    ( 39 ) Υπό αντίθετη έννοια, βλ. αποφάσεις Google France και Google (σκέψη 57) και Frisdranken Industrie Winters (σκέψη 29).

    ( 40 ) Απόφαση Daimler (σκέψη 39).

    ( 41 ) Εναπόκειται, κατά περίπτωση, στο αιτούν δικαστήριο να το επαληθεύσει, εάν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες του επιτρέπουν να αποδεχθεί μια έκθεση των πραγματικών περιστατικών που δεν ταυτίζεται πλήρως με αυτήν που του έχει διαβιβάσει το εφετείο (βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων).

    ( 42 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενέμεινε στην ανάγκη να γίνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών μοντέλων και, στην περίπτωση ολοκληρωμένης δομής (όπως αυτή της Amazon), να απορριφθεί μια τεχνητή κατάτμηση μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας εμπορίας.

    ( 43 ) Διάταξη UDV North America (σκέψη 51).

    ( 44 ) Όπ.π. (σκέψη 48).

    ( 45 ) Αιτιολογική σκέψη 42.

    ( 46 ) Αποφάσεις L’Oréal (σκέψη 116) και Google France και Google (σκέψη 114).

    ( 47 ) «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας».

    ( 48 ) Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.

    ( 49 ) Απόφαση L’Oréal (σκέψεις 116 και 119).

    ( 50 ) Καίτοι, δεδομένης της διαφοράς καταστάσεων, απαιτείται προσοχή, πηγή εμπνεύσεως θα μπορούσε, ομοίως, να αποτελέσει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «παρουσίαση στο κοινό» προσφεύγοντας στο υποκειμενικό στοιχείο (γνώση). Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε σε καταστάσεις κατά τις οποίες αυτός που θέτει το έργο στη διάθεση του κοινού όφειλε να γνωρίζει ότι ο υπερσύνδεσμος που τοποθέτησε παρέχει πρόσβαση σε έργο παρανόμως δημοσιευθέν στο διαδίκτυο. Κατέληξε, στην πραγματικότητα, να καθιερώσει ένα μαχητό τεκμήριο όταν τοποθέτηση του υπερσυνδέσμου γίνεται για κερδοσκοπικό σκοπό. Βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644).

    ( 51 ) Λογικά, δεν μπορούν να επικαλεστούν άγνοια εφόσον έχουν ενημερωθεί για την προσβολή, είτε από τον δικαιούχο του σήματος είτε από αυτόν που ενεργεί στο όνομά του.

    ( 52 ) Ο έλεγχος αυτός προϋποθέτει, ασφαλώς, ότι είναι δυνατή, ανά πάσα στιγμή, η ταυτοποίηση του προσώπου που τους έχει αποστείλει τα ενταγμένα στο πρόγραμμα «αποστολή μέσω Amazon» αγαθά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγονταν περιπτώσεις όπως η επίμαχη, κατά την οποίο η Amazon Services δεν κατάφερε να εντοπίσει την προέλευση ένδεκα τεμαχίων του αρώματος «Davidoff Hot Water EdT 60 ml» (σημείο 12 των παρουσών προτάσεων). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Amazon υποστήριξε ότι η κατάσταση αυτή είναι εξαιρετική και οφειλόταν σε ανθρώπινο λάθος.

    ( 53 ) Ούτως αναφέρεται στην έκθεση της Amazon.Con Inc. προς την US Securities and Exchange Commission, για το 2018, όσον αφορά τους αναλαμβανόμενους κινδύνους: «We also may be unable to prevent sellers in our stores or through other stores from selling unlawful, counterfeit, pirated, or stolen goods, selling goods in an unlawful or unethical manner, violating the proprietary rights of others, or otherwise violating our policies […] To the extent any of this occurs, it could harm our business or damage our reputation and we could face civil or criminal liability for unlawful activities by our sellers». Πρέπει επίσης να μνημονευθεί η έβδομη ρήτρα της Amazon Services Europe Business Solutions Agreement, ως ίσχυε μετά την τροποποίησή της τον Αύγουστο του 2019, από την οποία συνάγεται ότι η Amazon αναλαμβάνει άμεση ευθύνη έναντι τρίτων, είτε αυτοί είναι δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας είτε αγοραστές προϊόντων, υπό όρους που προβλέπει η ρήτρα αυτή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έγινε αναφορά στα δύο αυτά έγγραφα.

    Top