EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0421

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe της 29ης Ιουλίου 2019.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:644

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 29ης Ιουλίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑421/18

Ordre des avocats du barreau de Dinant

κατά

JN

[αίτηση του tribunal de première instance de Namur
(πρωτοδικείου Namur, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” – Άρθρο 7, σημείο 1 – Ειδική δικαιοδοσία σε διαφορές εκ συμβάσεως – Έννοια των “διαφορών εκ συμβάσεως” – Αγωγή για την καταβολή των οφειλομένων από δικηγόρο ετήσιων εισφορών σε δικηγορικό σύλλογο – Ελευθέρως συμφωνηθείσα νομική υποχρέωση»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το tribunal de première instance de Namur (πρωτοδικείο της Namur, Βέλγιο), αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ια) ( 2 ).

2.

Η αίτηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του ordre des avocats du barreau de Dinant (δικηγορικού συλλόγου του Dinant, Βέλγιο) και του JN σχετικά με τη μη καταβολή από τον JN των οφειλομένων στον δικηγορικό σύλλογο ετήσιων επαγγελματικών εισφορών. Οι εν λόγω ετήσιες εισφορές απορρέουν από την εγγραφή του JN στον δικηγορικό σύλλογο του Dinant, η οποία σύμφωνα με τον βελγικό code judiciaire (κώδικα πολιτικής δικονομίας) είναι υποχρεωτική για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο Βέλγιο.

3.

Δεδομένου ότι είναι κάτοικος Γαλλίας, ο JN αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα διαφορά.

4.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αγωγή δικηγορικού συλλόγου με αίτημα να υποχρεωθεί ένα από τα μέλη του στην καταβολή των ετήσιων επαγγελματικών εισφορών που του οφείλονται συνιστά αγωγή «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

5.

Στο τέλος της αναλύσεώς μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό υπό την έννοια ότι αγωγή η οποία αφορά υποχρέωση καταβολής ετήσιων εισφορών που συνίστανται ουσιαστικά σε ασφάλιστρα και απορρέουν από απόφαση δικηγορικού συλλόγου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και στον οποίο η εθνική νομοθεσία υποχρεώνει τους δικηγόρους να εγγραφούν, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα

6.

Η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια έχει ως εξής:

«Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. […]»

7.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii).»

8.

Το τμήμα 2 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», προβλέπει στο άρθρο του 7, σημείο 1, τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)

α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)

για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)

το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)».

Β.   Ο βελγικός code judiciaire (κώδικας πολιτικής δικονομίας)

9.

Το άρθρο 428, πρώτο εδάφιο του βελγικού code judiciaire (κώδικα πολιτικής δικονομίας) ορίζει τα ακόλουθα:

«Ουδείς δύναται να φέρει τον τίτλο του δικηγόρου ή να ασκεί το εν λόγω επάγγελμα εάν δεν είναι Βέλγος πολίτης ή υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος ή πτυχίου νομικής, εάν δεν έδωσε τον προβλεπόμενο στο άρθρο 429 όρκο και εάν δεν έχει εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο ή στο μητρώο ασκουμένων».

10.

Το άρθρο 443 ορίζει ότι το συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου δύναται να επιβάλει στους εγγεγραμμένους στο μητρώο δικηγόρους, στους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμά τους βάσει του επαγγελματικού τίτλου άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους ασκούμενους δικηγόρους και στους επίτιμους δικηγόρους, την καταβολή των εισφορών που αυτό καθορίζει.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

11.

Σε ημερομηνία που δεν προσδιορίζεται ο JN έγινε μέλος του δικηγορικού συλλόγου του Dinant.

12.

Ο JN δηλώνει ότι εγκαταστάθηκε στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1990, παραμένοντας, όμως, εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Dinant, στον οποίο κατέβαλε ετήσιες εισφορές έως το 2012.

13.

Με το από 29 Μαΐου 2015 έγγραφό του, ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου του Dinant ζήτησε από τον JN να καταβάλει τις οφειλόμενες εισφορές για τα έτη 2013, 2014 και 2015. Συναφώς, από το έγγραφο αυτό προκύπτει, αφενός, ότι η εγγραφή και μόνο στον δικηγορικό σύλλογο «παρέχει μη αμελητέα πλεονεκτήματα σε επίπεδο ασφαλίσεως» και ότι οι οφειλόμενες στον σύλλογο αυτόν εισφορές «στην πραγματικότητα, συνίστανται ουσιαστικά σε ασφάλιστρα που κατέβαλε ο σύλλογος αυτός» και, αφετέρου, ότι, έχοντας διαπιστώσει ότι ο JN είχε ελάχιστη δραστηριότητα ως δικηγόρος, αλλά εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο, ο πρόεδρος του τελευταίου πρότεινε στον JN τη μείωση του ποσού των εισφορών του μέχρι του ύψους των ασφαλίστρων που είχαν καταβληθεί από τον δικηγορικό σύλλογο, καθώς και την καταβολή των πληρωμών σε δόσεις.

14.

Ελλείψει απαντήσεως και πληρωμής εκ μέρους του JN, του εστάλησαν υπενθυμίσεις στις 11 Δεκεμβρίου 2015 και στις 21 Δεκεμβρίου 2016. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση στις υπενθυμίσεις αυτές, ο δικηγορικός σύλλογος κάλεσε τον JN να ρυθμίσει τις ετήσιες εισφορές του με την από 23 Ιανουαρίου 2017 όχληση.

15.

Κατόπιν της οχλήσεως αυτής, ο JN απήθυνε επιστολή προς τον δικηγορικό σύλλογο, στην οποία εξηγούσε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα που δεν του επέτρεπαν την καταβολή ποσού άνω των εκατό ευρώ μηνιαίως για τη ρύθμιση των διεκδικούμενων εισφορών.

16.

Ωστόσο, δεδομένου ότι ο JN δεν προέβη σε οιαδήποτε πληρωμή, ο δικηγορικός σύλλογος του Dinant στις 17 Μαΐου 2017 τον κλήτευσε να παραστεί ενώπιον του tribunal de première instance de Namur (πρωτοδικείου της Namur), ήτοι ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας από το εν λόγω δικαστήριο να υποχρεωθεί ο JN να καταβάλει το ποσό των 7277,70 ευρώ, πλέον τόκων, καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

17.

Στις 16 Μαΐου 2017, ο JN απηύθυνε επιστολή προς τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Dinant, ζητώντας τη διαγραφή του από τον σύλλογο και τη δυνατότητα καταβολής των δόσεων σε χρονοδιάγραμμα είκοσι τεσσάρων μηνών.

18.

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο JN αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Όπως υποστηρίζει, η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο του Dinant προς τον σκοπό της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος δεν είναι συμβατικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, καθόσον δεν πρόκειται για σύμβαση που απορρέει από την αυτονομία της βουλήσεως και από ελεύθερη επιλογή, αλλά από διοικητικό τύπο και νόμιμη υποχρέωση.

19.

Αντιθέτως, ο δικηγορικός σύλλογος του Dinant ισχυρίζεται ότι ο JN, παραμένοντας εγγεγραμμένος στον εν λόγω σύλλογο, ανέλαβε έναντι του δικηγορικού συλλόγου την υποχρέωση καταβολής των ετήσιων εισφορών που αυτός καθορίζει και, επομένως, η υποχρέωση αυτή πρέπει να εξομοιωθεί με συμβατική υποχρέωση, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

20.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 7, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού και, ιδίως, ως προς το αν μπορεί να εφαρμοστεί η ερμηνεία που δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Peters Bauunternehmung ( 3 ). Κατά τη νομολογία αυτή, οι ενοχές που απορρέουν από τη σχέση που υφίσταται μεταξύ ενός σωματείου και των μελών του πρέπει να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στις «διαφορές εκ συμβάσεως» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

21.

Υπό τις συνθήκες αυτές, με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 2018, το tribunal de première instance de Namur (πρωτοδικείο Namur) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά η αγωγή δικηγορικού συλλόγου, με αίτημα να υποχρεωθεί μέλος του στην καταβολή των οφειλόμενων ετήσιων επαγγελματικών εισφορών, “διαφορά εκ συμβάσεως”, κατά την έννοια του άρθρου 7, [σημείο] 1, του [κανονισμού Βρυξέλλες Ια];»

22.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Ιταλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

23.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αγωγή δικηγορικού συλλόγου, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί μέλος του στην καταβολή των οφειλόμενων ετήσιων επαγγελματικών εισφορών συνιστά αγωγή «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

24.

Επισημαίνω ευθύς εξαρχής ότι η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Iα στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιου οργανισμού και ιδιώτη εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και καθόσον η ordre des barreaux francophones et germanophone (Ένωση γαλλόφωνων και γερμανόφωνων δικηγορικών συλλόγων, στο εξής: OBFG), της οποίας είναι μέλος ο δικηγορικός σύλλογος του Dinant, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

25.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα ούτε σχολίασε το ζήτημα αυτό στην απόφαση περί παραπομπής, υποθέτω ότι θεωρεί ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια είναι όντως εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης.

26.

Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων της Επιτροπής, θα διατυπώσω, προκαταρτικά, κάποιες επισημάνσεις ως προς το ζήτημα αυτό (ενότητα A). Στο μέτρο που η δικογραφία του εθνικού δικαστηρίου που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιλαμβάνει επαρκή σχετικά στοιχεία, οι επισημάνσεις μου θα περιοριστούν σε γενικές παρατηρήσεις, προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να εξακριβώσει αν ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης.

27.

Στη συνέχεια, θα προχωρήσω στην ανάλυση του υποβληθέντος ερωτήματος με το οποίο ζητείται να διευκρινιστεί αν αγωγή, όπως η κρινόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού αυτού (ενότητα Β).

Α.   Επί του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

28.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται «σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».

29.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια που πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα, αφενός, τους σκοπούς και το σύστημα του κανονισμού Βρυξέλλες Ια και, αφετέρου, τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων. Επίσης, η ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και η ανάγκη να αποφεύγεται, για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης, η έκδοση ασυμβίβαστων αποφάσεων στα κράτη μέλη επιβάλλουν μια ευρεία ερμηνεία της εν λόγω έννοιας των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» ( 4 ).

30.

Η ερμηνεία του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ορισμένων δικαστικών αποφάσεων από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, λόγω των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς ( 5 ).

31.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καίτοι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και προσώπου ιδιωτικού δικαίου ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, τούτο δεν ισχύει οσάκις η δημόσια αρχή ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας ( 6 ). Συγκεκριμένα, η εκδήλωση προνομίων δημόσιας εξουσίας εκ μέρους ενός εκ των διαδίκων, λόγω της εκ μέρους του ασκήσεως υπέρμετρων εξουσιών έναντι των εφαρμοζόμενων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνων, αποκλείει την υπαγωγή μιας τέτοιας διαφοράς στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ( 7 ).

32.

Εν προκειμένω, όπως προανέφερα στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η OBFG, στην οποία ανήκει ο δικηγορικός σύλλογος του Dinant, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει νομική προσωπικότητα και του οποίου η οργάνωση και η λειτουργία διέπονται από τον βελγικό κώδικα πολιτικής δικονομίας ( 8 ).

33.

Διαπιστώνω ότι, σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, η OBFG έχει ως αποστολή να μεριμνά για την υπόληψη, τα δικαιώματα και τα κοινά επαγγελματικά συμφέροντα των δικηγόρων, προς τον σκοπό δε αυτόν διαθέτει συγκεκριμένες αρμοδιότητες ( 9 ).

34.

Είναι, επομένως, προφανές ότι στον δικηγορικό σύλλογο του Dinant, ως μέλος της OBFG, έχει ανατεθεί η παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ήτοι να παρέχει εγγυήσεις ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης ( 10 ).

35.

Αν υποτεθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, προκειμένου να καθορισθεί αν ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης, πρέπει να εκτιμηθεί αν, αξιώνοντας την καταβολή των ετήσιων εισφορών που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής της κύριας δίκης, ο δικηγορικός σύλλογος του Dinant ενεργεί κατά την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

36.

Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, πρέπει να εξεταστεί η φύση των ετήσιων εισφορών ( 11 ), καθώς και η βάση της ασκηθείσας αγωγής και ο τρόπος ασκήσεώς της ( 12 ).

37.

Όσον αφορά τη φύση των ετήσιων εισφορών, δεν νομίζω ότι αποτελούν έκφραση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

38.

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 443 του βελγικού code judiciaire (κώδικα πολιτικής δικονομίας), το συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου δύναται να επιβάλει στους εγγεγραμμένους στο μητρώο δικηγόρους την καταβολή εισφορών που το ίδιο καθορίζει. Η Επιτροπή παρατηρεί συναφώς ότι από το άρθρο 2 του κανονισμού της OBFG φαίνεται να προκύπτει ότι οι εισφορές καθορίζονται συγκεκριμένα από τη γενική της συνέλευση.

39.

Υπενθυμίζω ότι από το έγγραφο της 29ης Μαΐου 2015, το οποίο εστάλη από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου του Dinant προς τον JN, προκύπτει ότι οι οφειλόμενες στον σύλλογο ετήσιες εισφορές συνίστανται, ουσιαστικά, στα ασφάλιστρα που κατέβαλε ο σύλλογος αυτός και ότι η εγγραφή στον εν λόγω σύλλογο παρέχει πλεονεκτήματα σε θέματα ασφαλίσεως ( 13 ). Όπως αντιλαμβάνομαι τη διαπίστωση αυτή, η OBFG έχει συνάψει με ασφαλιστική εταιρία υποχρεωτική ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης για τους δικηγόρους που είναι μέλη της OBFG.

40.

Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι ο σύλλογος συμφωνούσε με τη μείωση του ύψους των εισφορών μέχρι του ποσού που αντιστοιχούσε στα ασφάλιστρα που είχαν καταβληθεί από τον σύλλογο ( 14 ).

41.

Τουλάχιστον υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι δεν πρόκειται για τέλη οφειλόμενα έναντι δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ( 15 ), αλλά για αμοιβή έναντι υπηρεσίας παρεχόμενης από τον δικηγορικό σύλλογο, όπως φαίνεται να υποστηρίζει και η Επιτροπή.

42.

Όσον αφορά τη βάση και τον τρόπο ασκήσεως της επίμαχης αγωγής, εκτιμώ, όπως αναφέρει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, ότι ούτε τα στοιχεία αυτά αποτελούν έκφραση προνομίου δημόσιας εξουσίας.

43.

Πράγματι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, είναι προφανές ότι, προκειμένου να επιτύχει την καταβολή των οφειλομένων ετήσιων εισφορών, ο δικηγορικός σύλλογος οφείλει να ασκήσει ένδικη αγωγή, χωρίς να προκύπτει ότι διαθέτει τη δυνατότητα να επιτύχει με άλλον τρόπο το αποτέλεσμα αυτό, παραδείγματος χάριν, εκδίδοντας πράξη δημοσίου δικαίου που να συνιστά η ίδια τίτλο εκτελεστό.

44.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Εκ πρώτης όψεως, είμαι της γνώμης ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση.

45.

Στην ανάλυση που ακολουθεί, εκτιμώ ότι η διαφορά της κύριας δίκης έχει ως αντικείμενο αγωγή επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα και, ως εκ τούτου, ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

Β.   Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

46.

Το προδικαστικό ερώτημα εντάσσεται στο πλαίσιο νομολογίας η οποία έχει διαμορφωθεί σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα ( 16 ). Δεδομένου ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω ορισμένες παραμέτρους, αρχικώς (ενότητα 1), πριν προχωρήσω, στη συνέχεια, στην ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος (ενότητα 2)

1. Επί της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

47.

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζω ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II του κανονισμού Βρυξέλλες Iα βασίζονται στη γενική αρχή, που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, κατά την οποία τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους ( 17 ).

48.

Ωστόσο, η αρχή αυτή συμπληρώνεται από άλλους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κανόνας του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, περί «διαφορών εκ συμβάσεως» ( 18 ).

49.

Η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» του άρθρου 7, σημείο 1, είναι αυτοτελής έννοια που πρέπει να ερμηνεύεται με αναφορά κυρίως στο σύστημα και στους στόχους του εν λόγω κανονισμού ( 19 ).

50.

Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι, καίτοι το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως, εντούτοις, για την εφαρμογή της διατάξεως είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας παροχής, δεδομένου ότι βάσει της εν λόγω διατάξεως η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται με γνώμονα τον τόπο όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Ως εκ τούτου, η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά την εν λόγω διάταξη δεν δύναται να νοηθεί ως αφορώσα μια κατάσταση όπου δεν υφίσταται δέσμευση την οποία συμβαλλόμενος ανέλαβε ελεύθερα έναντι του αντισυμβαλλομένου του ( 20 ).

51.

Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του προβλεπόμενου στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως την οποία ένα πρόσωπο ελεύθερα ανέλαβε έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή ( 21 ).

52.

Συναφώς, υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι από την απόφαση Peters Bauunternehmung, στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο ( 22 ), προκύπτει ότι οι ενοχές που απορρέουν από τη σχέση που υφίσταται μεταξύ ενός σωματείου και των μελών του πρέπει να θεωρηθούν ως υποχρεώσεις που ανελήφθησαν ελεύθερα.

53.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση αφορούσε τον χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως πληρωμής που βασιζόταν στην οικειοθελή προσχώρηση επιχειρήσεως σε σωματείο επιχειρήσεων. Η επιχείρηση αυτή επιβαρύνθηκε με την εν λόγω πληρωμή κατ’ εφαρμογή εσωτερικού κανόνα που θέσπισαν τα όργανα του σωματείου και ήταν δεσμευτικός για τα μέλη του ( 23 ).

54.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «η προσχώρηση σε σωματείο δημιουργεί μεταξύ των μελών του στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως», επομένως, είναι ορθό οι εξεταζόμενες παροχές να θεωρηθούν ως συμβατικές υποχρεώσεις για τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Προσέθεσε δε ότι είναι αδιάφορο ως προς το ζήτημα αυτό αν η υποχρέωση απορρέει απευθείας από την προσχώρηση ή προκύπτει συγχρόνως από την προσχώρηση και από απόφαση οργάνου του σωματείου ( 24 ).

55.

Ακολούθως, το Δικαστήριο εφάρμοσε κατ’ αναλογία τη νομολογία αυτή στην απόφαση Powell Duffryn ( 25 ), όπου έκρινε ότι το καταστατικό της εταιρίας πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση διέπουσα ταυτόχρονα τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων και τις σχέσεις μεταξύ αυτών και της εταιρίας που αυτοί συστήνουν. Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, η σύσταση εταιρίας εκφράζει την ύπαρξη κοινότητας συμφερόντων μεταξύ των μετόχων κατά την επιδίωξη κοινού σκοπού και, προκειμένου να υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός, κάθε μέτοχος αποκτά, έναντι των άλλων μετόχων και των οργάνων της εταιρίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις που διατυπώνονται στο καταστατικό της εταιρίας. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόμενη στο καταστατικό ανώνυμης εταιρίας συνιστά συμφωνία, δεσμεύουσα όλους τους μετόχους ( 26 ).

56.

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, καθιστάμενος και παραμένων μέτοχος εταιρίας, ο μέτοχος συγκατατίθεται να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων του καταστατικού της εταιρίας και στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τα όργανα της εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και του καταστατικού, ακόμη και αν δεν συμφωνεί με ορισμένες από τις εν λόγω διατάξεις ή αποφάσεις ( 27 ).

57.

Κατά την άποψή μου, η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η προπαρατεθείσα νομολογία έγκειται στο ότι, όταν νομικό ή φυσικό πρόσωπο έχει προσχωρήσει οικειοθελώς σε νομικό πρόσωπο (παραδείγματος χάριν σε σωματείο ή εταιρία), το εν λόγω νομικό ή φυσικό πρόσωπο συναινεί να υπαχθεί στο σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω προσχώρηση, οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται από το καταστατικό και τις αποφάσεις των οργάνων του νομικού αυτού προσώπου, εγκαθιδρύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεταξύ του εν λόγω νομικού προσώπου και των μελών του στενούς δεσμούς, εξομοιούμενους προς δεσμούς συμβατικής φύσεως.

58.

Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση Kerr ( 28 ), το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού μιας υποχρεώσεως πληρωμής που απορρέει από απόφαση της γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα και έχει συσταθεί εκ του νόμου για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων· η απόφαση εκείνη, η οποία ελήφθη με την πλειοψηφία των μελών της, αλλά δεσμεύει το σύνολό τους, καθόριζε το ποσό των ετήσιων συνεισφορών στα έξοδα της συνιδιοκτησίας στο πλαίσιο της συντηρήσεως των κοινοχρήστων χώρων της εν λόγω πολυκατοικίας.

59.

Παραπέμποντας στις προπαρατεθείσες αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι η συμμετοχή σε συνιδιοκτησία επιβάλλεται εκ του νόμου, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο εν προκειμένω βουλγαρικό δίκαιο καθιστά υποχρεωτική τη διαχείριση των κοινοχρήστων χώρων από συνιδιοκτησία, εντούτοις, οι λεπτομέρειες της διαχειρίσεως των κοινοχρήστων χώρων της οικείας πολυκατοικίας ρυθμίζονται διά συμβάσεως, η δε προσχώρηση στη συνιδιοκτησία πραγματοποιείται μέσω μιας πράξεως με την οποία αποκτώνται εκουσίως τόσο ένα διαμέρισμα όσο και ποσοστά συνιδιοκτησίας στους κοινόχρηστους χώρους, με αποτέλεσμα η επίδικη υποχρέωση καταβολής να συνιστά νομική υποχρέωση ελευθέρως αναληφθείσα, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα ( 29 ).

60.

Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το γεγονός ότι οι οικείοι συνιδιοκτήτες δεν μετείχαν στη λήψη της εν λόγω αποφάσεως ή αντιτάχθηκαν σ’ αυτήν, αλλά, βάσει της νομοθεσίας, η εν λόγω απόφαση και η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωση είναι δεσμευτικού και αναγκαστικού χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του άρθρου 7, σημείο 1, δεδομένου ότι κάθε συνιδιοκτήτης, αποκτώντας και διατηρώντας την ιδιότητα αυτή, συμφωνεί να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων της πράξεως που διέπει την οικεία συνιδιοκτησία, όπως και στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας αυτής ( 30 ).

61.

Το προδικαστικό ερώτημα στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των ανωτέρω αποφάσεων.

2. Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης

62.

Σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία, κρίσιμο για την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα είναι να καθοριστεί αν η υποχρέωση καταβολής ετήσιων εισφορών συνιστά ελευθέρως συμφωνηθείσα υποχρέωση κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

63.

Εν προκειμένω, πρέπει, ειδικότερα, να εξετασθεί το ζήτημα αν το γεγονός ότι η προσχώρηση στον δικηγορικό σύλλογο επιβάλλεται από τον βελγικό code judiciare (κώδικα πολιτικής δικονομίας) προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, αποκλείει το να μπορεί να θεωρηθεί η υποχρέωση καταβολής των εισφορών που απορρέουν από την εν λόγω προσχώρηση ως ελευθέρως συμφωνηθείσα νομική υποχρέωση.

64.

Επί του σημείου αυτού, η Ιταλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

65.

Κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω κυβερνήσεις θεωρούν ότι η υποχρέωση καταβολής των εισφορών συνιστά, κατά βάση, υποχρέωση ελευθέρως συμφωνηθείσα, αφής στιγμής το πρόσωπο που γίνεται δικηγόρος εκφράζει ελεύθερα τη βούλησή του να ασκήσει το επάγγελμα αυτό, από το οποίο απορρέει η υποχρέωση προσχωρήσεως σε επαγγελματικό σύλλογο και, κατά συνέπεια, η υποχρέωση καταβολής των εισφορών που έχει καθορίσει ο σύλλογος αυτός. Εφαρμόζοντας την αρχή που έγινε δεκτή στην απόφαση Peters Bauunternehmung ( 31 ), οι κυβερνήσεις αυτές υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του συλλόγου και των δικηγόρων είναι της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως. Πράγματι, ένας επαγγελματικός σύλλογος μπορεί να εξομοιωθεί με σωματείο, οι δε υποχρεώσεις των μελών του απορρέουν από τη συμφωνία που γεννά τον δεσμό με το σωματείο. Μέσω της συμφωνίας αυτής, οι συμβαλλόμενοι εκδηλώνουν τη βούλησή τους να αποδεχθούν τους εσωτερικούς κανόνες που διέπουν τον οργανισμό αυτόν, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση καταβολής των εισφορών που καθορίζει ο εν λόγω οργανισμός.

66.

Επιπλέον, οι ως άνω κυβερνήσεις επισημαίνουν ότι η ερμηνεία που προτείνουν δικαιολογείται από την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του τόπου εκπληρώσεως της παροχής και του δικαστηρίου του τόπου αυτού, καθόσον το δικαστήριο του κράτους μέλους του τόπου της έδρας του δικηγορικού συλλόγου είναι το καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς ( 32 ).

67.

Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτιμά ότι αγωγή όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη δεν συνιστά αγωγή «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, δεδομένου ότι η προσχώρηση στον δικηγορικό σύλλογο, από την οποία απορρέει η υποχρέωση καταβολής ετήσιων εισφορών, επιβάλλεται εκ του νόμου, χωρίς καμία δυνατότητα επιλογής ή παρεκκλίσεως, προκειμένου να είναι δυνατή η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, αντιθέτως προς την προκειμένη περίπτωση, η συγκεκριμένη επιχείρηση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Peters Bauunternehmung ( 33 ) είχε αποφασίσει εκουσίως να γίνει μέλος του σωματείου.

68.

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, δεν είναι σκόπιμο να παρακαμφθεί η προϋπόθεση της ελευθέρως συμφωνηθείσας υποχρεώσεως, με βάση τους γενικούς στόχους του κανονισμού Βρυξέλλες Iα όσον αφορά τις ειδικές δικαιοδοσίες, με κίνδυνο άλλωστε στην πράξη να επικρατεί ως διεθνής δικαιοδοσία άνευ άλλου τινός η δωσιδικία της κατοικίας του ενάγοντος, πράγμα που αντιβαίνει στον γενικό κανόνα που θεσπίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

69.

Ομολογώ ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι προφανής.

70.

Πάντως, η κατάσταση στη διαφορά της κύριας δίκης παρουσιάζει κάποια αναλογία με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προμνησθείσες αποφάσεις Peters Bauunternehmung ( 34 ) και Powell Duffryn ( 35 ), στον βαθμό που και η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά επίσης σχέσεις μεταξύ νομικού προσώπου και των μελών του, και στην υποχρέωση καταβολής η οποία επιβάλλεται στα μέλη του νομικού αυτού προσώπου και απορρέει από απόφαση που έλαβε το εν λόγω νομικό πρόσωπο.

71.

Ωστόσο, η κατάσταση στη διαφορά της κύριας δίκης, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, διαφέρει από εκείνη στις προμνησθείσες υποθέσεις, στο μέτρο που η εγγραφή στο μητρώο του δικηγορικού συλλόγου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση καταβολής των ετήσιων εισφορών που έχει καθορίσει ο σύλλογος αυτός, είναι υποχρεωτική για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος βάσει του άρθρου 428, πρώτο εδάφιο, του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας.

72.

Υπενθυμίζω ότι η εν λόγω υποχρεωτική εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο συνδέεται με το γεγονός ότι στον σύλλογο αυτό έχει ανατεθεί η παροχή δημόσιας υπηρεσίας ( 36 ). Από την άποψη αυτή, δεν μπορεί να εξομοιωθεί, κατά τη γνώμη μου, με σωματείο ιδιωτικού δικαίου ή με εταιρία ιδιωτικού δικαίου, όπως στις προμνησθείσες αποφάσεις, όπου το Δικαστήριο άφησε να εννοηθεί ότι όλες οι σχέσεις μεταξύ των νομικών αυτών προσώπων και των αντίστοιχων μελών τους ήταν συμβατικής φύσεως ( 37 ).

73.

Κατά συνέπεια, δεν συμμερίζομαι το σκεπτικό που προέβαλε η Ιταλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο οι σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του συλλόγου και των μελών του είναι, εν γένει, της ίδιας φύσεως με τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των μερών μιας συμβάσεως.

74.

Πράγματι, όπως εξέθεσα στα σημεία 28 έως 45 των παρουσών προτάσεων σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, όσον αφορά τους δικηγορικούς συλλόγους πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο ειδών διαφορών: αφενός, των διαφορών που αφορούν τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του συλλόγου και των μελών του, οι οποίες έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου και, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, των διαφορών που αφορούν τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του συλλόγου αυτού και των μελών του, οι οποίες έχουν χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου και εμπίπτουν συνεπώς στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

75.

Μόνο στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής κατηγορίας διαφορών μπορεί μια αγωγή να συνιστά αγωγή επί διαφορών εκ συμβάσεως, εφόσον αφορά μια ελευθέρως συμφωνηθείσα υποχρέωση.

76.

Επί του σημείου αυτού, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης που υπάγεται στη δεύτερη αυτή κατηγορία, κλίνω προς την άποψη ότι η υποχρέωση καταβολής των εισφορών που έχουν καθοριστεί από τον σύλλογο συνιστά ουσιαστικά ελευθέρως συμφωνηθείσα υποχρέωση, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, επομένως μια αγωγή που αφορά την εν λόγω υποχρέωση εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

77.

Πράγματι, όσον αφορά την προβληματική που υπομνήσθηκε στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, η απόφαση Kerr ( 38 ) περιέχει, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμα ερμηνευτικά στοιχεία.

78.

Τουτέστιν, ενώ η απόφαση Kerr ( 39 ) αφορά την υποχρέωση καταβολής εξόδων συνδιοκτησίας, πρέπει, εντούτοις, να συναχθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία εξαρτά την άσκηση ορισμένης δραστηριότητας από την προσχώρηση σε έναν οργανισμό, δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί μια υποχρέωση που απορρέει από την προσχώρηση αυτή ως νομική υποχρέωση ελευθέρως συμφωνηθείσα κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

79.

Συναφώς, υπογραμμίζω ότι, στην απόφαση αυτή, παρά την επισήμανση ότι η συμμετοχή στη συνιδιοκτησία ήταν επιβεβλημένη από τον νόμο, το Δικαστήριο τόνισε δύο παραμέτρους σχετικά με την υποχρέωση καταβολής των εξόδων συνιδιοκτησίας, οι οποίες δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως αυτής ως ελευθέρως συμφωνηθείσας: αφενός, η είσοδος στη συνιδιοκτησία συντελείται με πράξη εκούσιας κτήσεως διαμερίσματος και ποσοστών συνιδιοκτησίας στους κοινόχρηστους χώρους της οικείας πολυκατοικίας και, αφετέρου, οι λεπτομέρειες της διαχειρίσεως αυτών των κοινοχρήστων χώρων ρυθμίζονται διά συμβάσεως, ήτοι διά κοινής συμφωνίας μεταξύ των συνιδιοκτητών.

80.

Κατά την άποψή μου, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης παρουσιάζουν ορισμένη ομοιότητα με εκείνα της υποθέσεως επι της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kerr ( 40 ).

81.

Βεβαίως, η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο είναι επιβεβλημένη από τον νόμο και εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται το δικηγορικό επάγγελμα από το εθνικό δίκαιο.

82.

Εντούτοις, η εγγραφή πραγματοποιήθηκε, αφενός, με εκούσια πράξη στην οποία προέβη ο JN για να γίνει δικηγόρος και να ασκήσει το επάγγελμα αυτό στο Βέλγιο μέχρι τη διαγραφή του από το μητρώο του συλλόγου το 2017. Με την επιλογή αυτή δέχθηκε να υπαχθεί στους κανόνες που διέπουν το επάγγελμα αυτό, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που παρέχουν τη δυνατότητα στο συμβούλιο του συλλόγου να επιβάλει στους εγγεγραμμένους στο μητρώο δικηγόρους την καταβολή ετήσιων εισφορών. Όσον αφορά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούν οι επίμαχες εισφορές, επισημαίνω περαιτέρω ότι, καίτοι ο JN είχε μάλλον ελάχιστη δραστηριότητα ως δικηγόρος ( 41 ), παρά ταύτα αποφάσισε οικειοθελώς να παραμείνει μέλος του συλλόγου. Πράγματι, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να ζητήσει τη διαγραφή του από το μητρώο του συλλόγου πριν από το 2017, εφόσον, όπως διατείνεται, η διατήρηση της εγγραφής του δεν του παρείχε κανένα πλεονέκτημα.

83.

Αφετέρου, η υποχρέωση καταβολής των εισφορών δεν επιβάλλεται από τον νόμο, καθόσον ο βελγικός code judiciaire (κώδικας πολιτικής δικονομίας) δεν ορίζει ούτε τη φύση ούτε το ύψος τους.

84.

Πράγματι, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, είναι προφανές ότι οι εισφορές, η καταβολή των οποίων ζητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθορίστηκαν ως προς το αντικείμενο και το ύψος τους από τον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει ο ενάγων και εντός του οποίου δύναται να ασκήσει επιρροή επί των συλλογικών κανόνων που θεσπίζονται από το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επομένως, οι διεκδικούμενες εισφορές προκύπτουν από τις στενές σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του συλλόγου και του JN, παρόμοιες με σχέσεις εκ συμβάσεως. Ο JN, καθιστάμενος και παραμένοντας δικηγόρος στον σύλλογο, αποφάσισε ελευθέρως να υπαχθεί στην υποχρέωση καταβολής των εισφορών.

85.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι οι εισφορές αντιστοιχούν σε υπηρεσία που παρέχεται από τον σύλλογο, ήτοι στη συλλογική σύναψη συμβάσεως επαγγελματικής ασφαλίσεως, της οποίας απολαύει ο ενάγων κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, επιλέγοντας να παραμείνει εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Dinant.

86.

Επομένως, δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία η υποχρέωση καταβολής καθορίζεται μονομερώς διά νόμου, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της αποφάσεως Austro-Mechana ( 42 ).

87.

Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή και αφορούσε τον χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως επιχειρήσεως να καταβάλει αμοιβή σε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοια υποχρέωση καταβολής δεν ανελήφθη ελευθέρως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, δεδομένου ότι της επιβλήθηκε από το εθνικό δίκαιο λόγω της θέσεως σε κυκλοφορία υποθεμάτων εγγραφής, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία ( 43 ).

88.

Εν κατακλείδι, παρότι το υποβληθέν στην υπό κρίση υπόθεση ερώτημα συνιστά όντως οριακή περίπτωση, κλίνω προς την άποψη, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία καταδεικνύει άλλωστε ότι η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» δεν ερμηνεύεται στενά ( 44 ), ότι τα στοιχεία που παρατέθηκαν στις παρούσες προτάσεις επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση καταβολής των ετήσιων εισφορών στην υπό κρίση υπόθεση συνιστά υποχρέωση ελευθέρως συμφωνηθείσα, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα.

89.

Επιπλέον, η λύση αυτή επιρρωννύεται από τους στόχους που επιδιώκει ο κανονισμός Βρυξέλλες Iα.

90.

Υπενθυμίζω ότι η δικαιοδοσία των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου συμπληρώνεται από εναλλακτικές δωσιδικίες που ισχύουν, αφενός, λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή, αφετέρου, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

91.

Επί του πρώτου αυτού σημείου, το Δικαστήριο με την απόφαση Peters Bauunternehmung ( 45 ) τόνισε ότι «λόγω του ότι τα εθνικά νομικά συστήματα προσδιορίζουν τις περισσότερες φορές τον τόπο της έδρας του σωματείου ως τόπο εκπληρώσεως των ενοχών που απορρέουν από την πράξη προσχωρήσεως, η εφαρμογή [της δωσιδικίας συμβατικών διαφορών] παρουσιάζει […] πρακτικά οφέλη: ο δικαστής του τόπου της έδρας του σωματείου είναι, πράγματι, κατά φυσική συνέπεια ο περισσότερο ικανός να κατανοήσει το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις του σωματείου, καθώς και τις περιστάσεις που αναφέρονται στη γένεση της διαφοράς».

92.

Εν προκειμένω, καθόσον το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, κατά την έννοια των κανόνων του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα, πράγμα το οποίο νομίζω ότι ισχύει ( 46 ), είναι αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης.

93.

Όπως επισημαίνουν συναφώς η Ιταλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί ως το καταλληλότερο να κατανοήσει το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις του δικηγορικού συλλόγου του Dinant, καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ανέκυψε η διαφορά. Με άλλα λόγια, η συλλογιστική αναφορικά με τον στενό σύνδεσμο μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς, ο οποίος δικαιολογεί την ειδική δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ισχύει στη διαφορά της κύριας δίκης.

94.

Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Ιταλική Κυβέρνηση, η λύση αυτή επιτρέπει επίσης να αποφεύγεται η εκδίκαση από διαφορετικά δικαστήρια των αγωγών με αίτημα καταβολής κατά δικηγόρων που ενδεχομένως έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη και των ζητημάτων που άπτονται του κύρους αποφάσεων επί των οποίων στηρίζονται οι αγωγές αυτές ( 47 ). Με άλλα λόγια, η λύση που προτείνω συνάδει και με τον σκοπό περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

V. Πρόταση

95.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de première instance de Namur (πρωτοδικείο Namur, Βέλγιο) ως εξής:

Το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι αγωγή αφορώσα υποχρέωση καταβολής ετήσιων εισφορών που συνίστανται στην ουσία σε ασφάλιστρα και απορρέουν από απόφαση δικηγορικού συλλόγου –πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει–, στον οποίο οι δικηγόροι υποχρεούνται να εγγραφούν βάσει της εθνικής νομοθεσίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το εν λόγω άρθρο.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

( 3 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87).

( 4 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana (C‑579/17, EU:C:2019:162, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επισημαίνω ότι η νομολογία που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), και της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή, ισχύει και για τον κανονισμό Βρυξέλλες Iα, καθόσον οι επίμαχες διατάξεις μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ισοδύναμες (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna, C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 27, καθώς και της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking, C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 31). Τούτο ισχύει για τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις, ήτοι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sapir κ.λπ., C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψεις 31 και 32, καθώς και της 15ης Νοεμβρίου 2018, Kuhn, C‑308/17, EU:C:2018:911, σκέψεις 31 και 32) και το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna, C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψεις 43 και 44, καθώς και της 8ης Μαΐου 2019, Kerr, C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 20). Ως εκ τούτου, στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, θα αναφέρομαι αποκλειστικά στον κανονισμό Βρυξέλλες Iα, μνημονεύντας παράλληλα τη νομολογία σχετικά με τα νομοθετικά κείμενα που προηγήθηκαν του κανονισμού αυτού.

( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, LTU (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), καθώς και της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 6 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228· σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana (C‑579/17, EU:C:2019:162, σκέψη 49).

( 8 ) Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς, μεταξύ άλλων, στον δικτυακό τόπο της OBFG (που επικαιροποιήθηκε στις 26 Αυγούστου 2014), https://avocats.be/sites/default/files/texte_apropos_avocatsBE3.pdf.

( 9 ) Βλ. άρθρο 495, παράγραφος 1, του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας.

( 10 ) Επισημαίνω, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ανάγκη θεσπίσεως κανόνων για την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη σε σχέση με αυτές τις εγγυήσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Reisebüro Broede, C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 38, καθώς και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97).

( 11 ) Βλ. μνημονευόμενη στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων νομολογία.

( 12 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana (C‑579/17, EU:C:2019:162, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

( 14 ) Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια δημόσια αρχή ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας όταν πρόκειται περί διαφοράς για την είσπραξη τελών τα οποία οφείλει ιδιώτης σε δημόσιο φορέα για τη χρήση των υπηρεσιών και εγκαταστάσεών του, ιδίως όταν αυτή η χρήση είναι υποχρεωτική και αποκλειστική, τούτο δε ισχύει ακόμη περισσότερο όταν ο συντελεστής των τελών, ο τρόπος υπολογισμού και η διαδικασία είσπραξης καθορίζονται μονομερώς έναντι των χρηστών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, LTU, 29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, Λεχουρίτου κ.λπ., C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 32, καθώς και της 11ης Ιουνίου 2015, Fahnenbrock κ.λπ.,C‑226/13, C‑245/13 και C‑247/13, EU:C:2015:383, σκέψη 52).

( 16 ) Όσον αφορά τη νομολογία αυτή, βλ. υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων.

( 17 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού Βρυξέλλες Iα και απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, Löber (C‑304/17, EU:C:2018:701, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού Βρυξέλλες Iα και απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Feniks (C‑337/17, EU:C:2018:805, σκέψη 36).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 10), καθώς και απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992, Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψη 10).

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 46), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39), καθώς και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 35).

( 21 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 47), της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 33), καθώς και της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 36).

( 22 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87). Βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 2).

( 24 ) Βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983, Peters Bauunternehmung (34/82, EU:C:1983:87, σκέψεις 13 έως 18).

( 25 ) Απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992 (C‑214/89, EU:C:1992:115).

( 26 ) Βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115, σκέψεις 16 έως 18).

( 27 ) Βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115, σκέψη 19). Ομοίως, το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας ελεύθερης συναινέσεως κατά την άσκηση καθηκόντων διαχειρίσεως σύμφωνα με το εταιρικό δίκαιο, κρίνοντας ότι η δραστηριότητα του διαχειριστή δημιουργεί στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως με εκείνες που δημιουργούνται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως, επομένως η αγωγή της εταιρίας κατά του πρώην διαχειριστή της λόγω φερόμενης παραβάσεως της υποχρεώσεώς του να ασκεί ορθώς τα καθήκοντα που προβλέπονται από το εταιρικό δίκαιο εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως». Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο διαχειριστής και η εταιρία «ανέλαβαν ελεύθερα αμοιβαίες δεσμεύσεις υπό την έννοια ότι [ο διαχειριστής] επέλεξε να διευθύνει και να διοικεί την εταιρία, η δε εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να αμείβει την εν λόγω εργασία, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι η σχέση τους είναι συμβατικής φύσεως» (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ.,C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψεις 53 και 54).

( 28 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019 (C‑25/18, EU:C:2019:376). Διευκρινίζω ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά το πέρας της γραπτής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση.

( 29 ) Βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψεις 26 έως 28).

( 30 ) Βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 29).

( 31 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87).

( 32 ) Οι κυβερνήσεις αυτές στηρίζονται, επομένως, στην αρχή ότι το αιτούν δικαστήριο είναι ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Βλ. συναφώς υποσημείωση 46.

( 33 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87).

( 34 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87).

( 35 ) Απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992 (C‑214/89, EU:C:1992:115).

( 36 ) Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Επισημαίνω, επίσης, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν μπορούν να θεωρηθούν σωματεία κατά την έννοια του άρθρου 11 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του αρνητικού δικαιώματος του μη εξαναγκασμού σε προσχώρηση σε σωματείο. Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι εξαιρούνται από την προστασία αυτή όσον αφορά την εγγραφή σε επαγγελματικό σύλλογο (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Ιουλίου 1990, M.A. κ.λπ. κατά Ισπανίας, CE:ECHR:1990:0702DEC001375088).

( 38 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019 (C‑25/18, EU:C:2019:376).

( 39 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019 (C‑25/18, EU:C:2019:376).

( 40 ) Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019 (C‑25/18, EU:C:2019:376).

( 41 ) Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2016 (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψη 37).

( 43 ) Βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Austro-Mechana (C‑572/14, EU:C:2016:286, σκέψεις 18 και 37), στην οποία, θα ήθελα να επισημάνω, η ρύθμιση αυτή όριζε επίσης και τη διαδικασία καταβολής. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υποχρεώσεις που υπέχει ο μέτοχος εταιρίας έναντι τρίτου δυνάμει του εθνικού δικαίου δεν έχουν αναληφθεί ελεύθερα κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB, C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψεις 34 έως 36).

( 44 ) Πάντως, είναι αληθές ότι το Δικαστήριο μνημονεύει συχνά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ως παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας της κατοικίας του εναγομένου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και ότι η πρώτη αυτή διάταξη, ως παρέκκλιση, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικώς (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, Löber, C-304/17, EU:C:2018:701, σκέψεις 17 και 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, κατά την άποψή μου, η εκ μέρους του Δικαστηρίου εφαρμογή του άρθρου 7, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού καταδεικνύει ότι η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» κατά τη διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C-27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 48), με ειδική μνεία στις αποφάσεις Peters Bauunternehmung και Powell Duffryn (πρβλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Kerr, C‑25/18, EU:C:2019:86, σημείο 51).

( 45 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, EU:C:1983:87, σκέψη 14).

( 46 ) Υπογραμμίζω ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα δεν αρκεί για να καθορισθεί αν το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει επίσης να τεθεί ερώτημα και ως προς το ζήτημα αν το αιτούν δικαστήριο είναι το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή κατά την έννοια των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού Βρυξέλλες Iα. Το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ερώτημα επί του ζητήματος αυτού ούτε διατύπωσε σχόλια συναφώς, γεγονός το οποίο εκλαμβάνω ως ένδειξη ότι θεωρεί, πράγματι, ότι είναι το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, σημείο 1.

( 47 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115, σκέψη 20).

Top