EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0347

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek της 7ης Μαΐου 2019.
Avv. Alessandro Salvoni κατά Anna Maria Fiermonte.
Αίτηση του Tribunale di Milano για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 53 – Βεβαίωση του παραρτήματος 1, σχετικά με απόφαση εκδοθείσα επί αστικής ή εμπορικής υποθέσεως – Εξουσίες του δικαστηρίου προελεύσεως – Αυτεπάγγελτος έλεγχος ενδεχόμενης παραβάσεως των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας επί συμβάσεων καταναλωτών.
Υπόθεση C-347/18.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:370

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 7ης Μαΐου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C-347/18

Alessandro Salvoni

κατά

Anna Maria Fiermonte

[αίτηση του Tribunale di Milano (πρωτοδικείου Μιλάνου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 53 – Βεβαίωση που πιστοποιεί την εκτελεστότητα της αποφάσεως που εξέδωσε το δικαστήριο προέλευσης – Διαδικασία – Εξουσίες του δικαστηρίου προέλευσης – Προστασία των καταναλωτών – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

I. Εισαγωγή

1.

Στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) ( 2 ), οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Αν η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης θα είναι εκτελεστή σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται η κήρυξη της εκτελεστότητας.

2.

Ωστόσο, για τους σκοπούς της εκτέλεσης σε ένα κράτος μέλος αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, ο αιτών υποβάλλει στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή αντίγραφο της αποφάσεως και μια βεβαίωση –που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012– η οποία πιστοποιεί ότι η απόφαση είναι εκτελεστή και η οποία περιέχει απόσπασμα της αποφάσεως (στο εξής: βεβαίωση του άρθρου 53).

3.

Ποια ακριβώς είναι η φύση αυτής της διαδικασίας και ποιες είναι συναφώς οι εξουσίες του δικαστηρίου προέλευσης; Αυτά είναι κατ’ ουσίαν τα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το δικαστήριο προέλευσης το οποίο επελήφθη της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 δύναται να ασκήσει αυτεπαγγέλτως εξουσίες με σκοπό να διαπιστώσει ενδεχόμενη αντίθεση της αποφάσεως της οποίας ζητείται η εκτέλεση με τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών, ώστε να ενημερώσει τον καταναλωτή περί ενδεχόμενης διαπιστώσεως παραβάσεως και να του παράσχει τη δυνατότητα να εξετάσει το ενδεχόμενο να αντιταχθεί στην εκτέλεση της αποφάσεως στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

II. Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Η αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 1215/2012 έχει ως εξής:

«Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση δικαιολογεί την αρχή όπως οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Επιπλέον, η σκοπιμότητα να καταστούν οι διασυνοριακές διαφορές λιγότερο χρονοβόρες και δαπανηρές δικαιολογεί την κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας πριν από την εκτέλεση στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια κράτους μέλους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εάν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης.»

5.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα ακόλουθα:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και του άρθρου 7, σημείο 5:

[…]

γ)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

6.

Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, «αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής».

7.

Το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής: «Για τους σκοπούς της εκτέλεσης σε ένα κράτος μέλος αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, ο αιτών υποβάλλει στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή τα εξής:

α)

αντίγραφο της αποφάσεως το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας και

β)

τη βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 53 η οποία πιστοποιεί ότι η απόφαση είναι εκτελεστή και περιέχει απόσπασμα της αποφάσεως καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε συναφή πληροφορία σχετικά με τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και τον υπολογισμό των τόκων.»

8.

Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα ακόλουθα:

«Με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, η αναγνώριση μιας αποφάσεως απορρίπτεται:

[…]

ε)

εάν η απόφαση έρχεται σε σύγκρουση με:

i)

το Κεφάλαιο II τμήματα 3, 4 ή 5 όπου ο εναγόμενος ήταν ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ένας δικαιούχος της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ζημιωθείς, ο καταναλωτής ή ο εργαζόμενος· […]».

9.

Κατά το άρθρο 46 του κανονισμού 1215/2012, «η εκτέλεση αποφάσεως απορρίπτεται κατόπιν αιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση ζητείται όταν συντρέχει ένας εκ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 45».

10.

Κατά το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012, «[κ]ατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, το δικαστήριο προέλευσης εκδίδει τη βεβαίωση χρησιμοποιώντας το έντυπο του παραρτήματος I».

III. Το ιστορικό της διαφοράς και το προδικαστικό ερώτημα

11.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 3 Νοεμβρίου 2015, ο δικηγόρος Μιλάνου Alessandro Salvoni ζήτησε από το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της Anna Maria Fiermonte (η οποία διαμένει στο Αμβούργο) για τα ποσά τα οποία οφείλονται ως αμοιβή για την επαγγελματική δραστηριότητα που ασκήθηκε από τον αιτούντα στο πλαίσιο δίκης που αφορούσε διαθήκη.

12.

Στις 26 Οκτωβρίου 2015, το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) εξέδωσε διαταγή πληρωμής για ποσό ύψους 53297,68 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων (στο εξής: επίμαχη διαταγή πληρωμής).

13.

Η A. M. Fiermonte δεν άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία κατέστη τελεσίδικη. Εν συνεχεία ο δικηγόρος Salvoni ζήτησε από το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 σε σχέση με την εν λόγω διαταγή πληρωμής.

14.

Εντούτοις, κατόπιν ταχείας αναζήτησης μέσω διαδικτύου που διενεργήθηκε αυτεπαγγέλτως από το ίδιο δικαστήριο και αφού εξετάστηκαν τα έγγραφα που προσκόμισε ο δικηγόρος Salvoni, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι: (i) η σχέση μεταξύ του δικηγόρου Salvoni και της A. M. Fiermonte συνιστά συμβατική σχέση συναφθείσα με καταναλωτή και ότι, (ii) η δραστηριότητα του δικηγόρου Salvoni κατευθυνόταν προς το κράτος μέλος διαμονής του καταναλωτή υπό την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012. Εντός αυτού του πλαισίου, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ο δικηγόρος Salvoni έπρεπε να είχε κινήσει διαδικασία κατά της εντολέως του ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους διαμονής της (δηλαδή της Γερμανίας).

15.

Το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου), που έχει επιληφθεί επί του παρόντος της διαδικασίας εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53, έκρινε ότι, κατά την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, δεν είχε διακριβώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012.

16.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αυτόματη έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 ενδέχεται να αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον μπορεί να εμποδίσει τον καθού η διαταγή πληρωμής να έχει πρόσβαση σε αποτελεσματική ένδικη προστασία. Το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι, κατά τα άρθρα 42 και 53 του κανονισμού 1215/2012, δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την έκδοση της βεβαιώσεως, δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής έχει καταστεί τελεσίδικη. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012, ερμηνευόμενο βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του αναγνωρίζει την εξουσία να λάβει άλλα μέτρα για την προστασία του καταναλωτή.

17.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, και ότι, ως εκ τούτου, η ανισότητα σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση ακόμη και αυτεπαγγέλτως εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ( 3 ). Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, πρέπει να επιτευχθεί το επιθυμητό σημείο ισορροπίας –κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου– μεταξύ της ταχείας και αποτελεσματικής εκτέλεσης των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και της αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή, αφετέρου.

18.

Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, αποτελεί επιθυμητό σημείο ισορροπίας η άσκηση από το δικαστήριο προέλευσης των αυτεπάγγελτων εξουσιών του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012 με σκοπό τη διαπίστωση ενδεχόμενης παραβάσεως των ρυθμίσεων που περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ, τμήμα 4, του κανονισμού (ήτοι των άρθρων 17 έως 19) και της ενημέρωσης του καταναλωτή περί της ενδεχόμενης παραβάσεως. Επομένως, ο καταναλωτής θα είχε ενημερωθεί περί της δυνατότητας επικλήσεως των όρων του άρθρου 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 46 του κανονισμού 1215/2012, προκειμένου να αντιταχθεί στην αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου διαμένει.

19.

Κατόπιν τούτων, το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος:

«Έχουν το άρθρο 53 του κανονισμού [1215/2012] και το άρθρο 47 [του Χάρτη] την έννοια ότι αντιτίθενται στη δυνατότητα της δικαστικής αρχής που επελήφθη της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, σε περίπτωση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου, να ασκήσει αυτεπαγγέλτως εξουσίες με σκοπό τη διαπίστωση ενδεχόμενης παραβάσεως των κανόνων του κεφαλαίου II, τμήμα 4, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ώστε να ενημερώσει τον καταναλωτή περί ενδεχόμενης διαπιστώσεως παραβάσεως και να του παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει μετά λόγου γνώσεως το ενδεχόμενο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 45 του ιδίου κανονισμού;»

20.

Η Τσεχική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις.

IV. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21.

Κατ’ αρχάς, θα διευκρινίσω το πώς αντιλαμβάνομαι την υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να ορίσω το πλαίσιο για την ανάλυση των νομικών ζητημάτων που εγείρονται.

22.

Πρώτον, η επίμαχη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου), το οποίο είναι το ίδιο εθνικό δικαστήριο που, ως δικαστήριο προέλευσης στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 σε σχέση με την ίδια διαταγή, αποφάσισε να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Υποθέτω ότι, μολονότι επισήμως πρόκειται για το ίδιο δικαστήριο, την αρχική διαταγή πληρωμής την εξέδωσε διαφορετική σύνθεση αυτού του δικαστηρίου (ή άλλος δικαστής).

23.

Δεύτερον, η επίμαχη διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις ( 4 ). Κατά τα φαινόμενα, πρόκειται για δικαστική απόφαση που στηρίζεται αποκλειστικώς στο εθνικό δίκαιο, η οποία, προκειμένου να αναγνωριστεί και να εφαρμοστεί σε διασυνοριακές διαφορές, πρέπει να υπαχθεί στους μηχανισμούς που προβλέπονται στον κανονισμό 1215/2012.

24.

Τρίτον, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου δεν γίνεται μνεία όσον αφορά την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων στην A. M. Fiermonte, την καθής η διαταγή, η οποία διαμένει στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, δεν είναι σαφές αν η A. M. Fiermonte είχε πράγματι τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην έκδοση της διαταγής πληρωμής που ζήτησε ο δικηγόρος Salvoni και κατά πόσον της επιδόθηκαν ή κοινοποιήθηκαν προσηκόντως τα σχετικά δικόγραφα. Μολονότι δεν αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, αξίζει να σημειωθεί ότι, εν γένει, η μη προσήκουσα επίδοση ή κοινοποίηση δικογράφων σε άλλο κράτος μέλος είναι πιθανό να επηρεάσει την τελεσιδικία αποφάσεως, είτε (αναλόγως με τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως) βάσει της ενωσιακής είτε βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

25.

Τέταρτον και τελευταίον, στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν γίνεται κάποια μνεία σε οποιαδήποτε νομική βάση του εθνικού δικαίου ως προς τις ενέργειες του αιτούντος δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές.

26.

Αφενός, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι υπάρχουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που επιτρέπουν, ενδεχομένως δε και υποχρεώνουν το δικαστήριο προέλευσης, το οποίο επιλαμβάνεται της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53, να προβεί σε κάποια μορφή ελέγχου της αποφάσεως της οποίας η εκτέλεση ζητείται. Εάν τούτο ισχύει, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι, αν ανακύψουν προβλήματα με την αρχική απόφαση, το εθνικό δίκαιο θα προβλέπει κάποιας μορφής αναθεώρηση της εν λόγω αρχικής αποφάσεως. Η συμβατότητα μιας τέτοιας διαδικασίας με το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 αποτελεί ωστόσο διαφορετικό ζήτημα. Εντούτοις, μπορεί να συναχθεί ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη νομική ή δικαστική αντίθεση στηριζόμενη σε μια τέτοια διαδικασία θα έχει ως στόχο την αρχική απόφαση.

27.

Αφετέρου –όπως μάλλον και στην υπό κρίση υπόθεση– είναι πιθανό οι εθνικοί κανόνες να μην προβλέπουν σχετικό μηχανισμό ελέγχου, οι δε ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί το αιτούν δικαστήριο να στηρίζονται αποκλειστικώς στο δίκαιο της Ένωσης.

28.

Περαιτέρω, χωρίς να εξετάζω προς το παρόν το κατά πόσον μια τέτοια διακρίβωση είναι επιτρεπτή βάσει του δικαίου της Ένωσης, οφείλω να ομολογήσω ότι ο τρόπος με τον οποίον το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να προχωρήσει μου φαίνεται παράδοξος, ιδίως όσον αφορά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διακριβώσεως, εφόσον αυτή είναι δυνατή. Αν αντιλαμβάνομαι ορθώς την πρόθεση του εθνικού δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο αφενός θα εκδώσει τη βεβαίωση του άρθρου 53, αλλά ταυτόχρονα θα πληροφορήσει έναν εκ των διαδίκων της αρχικής διαδικασίας και θα του παράσχει οδηγίες για τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην εκτέλεση της ίδιας αποφάσεως για την οποία εξέδωσε την άνω βεβαίωση.

29.

Ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω τρόπος δράσης είναι καλοπροαίρετος και οξυδερκής και του αν είναι επιτρεπτή η επικοινωνία μεταξύ δικαστή και καθής η διαταγή βάσει του εθνικού δικαίου, φρονώ ότι μια τέτοια ενέργεια θα προσκρούει σε ορισμένες νομικές αρχές.

30.

Πρώτον, η ταυτόχρονη έκδοση από το δικαστήριο προέλευσης βεβαιώσεως που πιστοποιεί με επίσημο τρόπο ότι μια δικαστική απόφαση είναι εκτελεστή και η πληροφόρηση της καθής σε σχέση με ενδεχόμενες πλημμέλειες της αποφάσεως αυτής προσκρούει στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που αποτελεί τη βάση του συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων ( 5 ). Πράγματι, οι αρμόδιες για την εκτέλεση αρχές του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν θα είναι οι μόνες που θα διερωτηθούν αν μπορούν να εμπιστεύονται τις αποφάσεις ενός δικαστηρίου που ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

31.

Δεύτερον, οι ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί το αιτούν δικαστήριο προσκρούει και στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον θίγει ουσιωδώς, αν όχι ευθέως τη νομική ισχύ, πάντως την de facto λειτουργία της βεβαιώσεως του άρθρου 53 και της αρχικής τελεσίδικης αποφάσεως.

32.

Τρίτον, και σπουδαιότερο, διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες για το αν οι ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί το αιτούν δικαστήριο είναι σύμφωνος με τις αρχές της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων, όπως αναλύθηκαν στη «θεωρία περί των φαινομένων», την οποία διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βάσει της γενικώς αποδεκτής αρχής ότι «η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να αποδίδεται, αλλά και να φαίνεται ότι αποδίδεται». Η συμμόρφωση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών επιτάσσει μια δίκη να είναι δίκαιη τόσο επί της ουσίας όσο και κατά τα φαινόμενα. Ειδικότερα, πέραν της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας, τα μέλη του δικαστηρίου πρέπει επίσης να ενεργούν, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται υπόνοιες μεροληψίας ( 6 ). Υποθέτω ότι οι ίδιες αρχές δικαίου ισχύουν και στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 7 ).

33.

Εντός αυτού του πλαισίου, οι ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί το αιτούν δικαστήριο σημαίνει στην πράξη ότι το δικαστήριο δεν θα ενεργεί πλέον ως αμερόληπτος κριτής, αλλά με δική του βούληση και προφανώς εκτός οποιουδήποτε δικονομικού πλαισίου, θα ενεργεί κατ’ ουσίαν ως συνήγορος του καθού, παρέχοντας σε έναν εκ των διαδίκων νομικές συμβουλές ως προς τον τρόπο με τον οποίον μπορεί να αντιταχθεί σε μια απόφαση, την εκτελεστότητα της οποίας προηγουμένως έχει πιστοποιήσει και της οποίας η εκτέλεση ζητείται από τον έτερο διάδικο.

34.

Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, αντιλαμβάνομαι ότι το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο είναι γενικότερο, αποσυνδεδεμένο από τον συγκεκριμένο τρόπο δράσης που προτίθεται να ακολουθήσει το αιτούν δικαστήριο: Έχει τη δυνατότητα (ή ακόμη και την υποχρέωση) εθνικό δικαστήριο, κατά την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να διαπιστώσει αν η δικαστική απόφαση που πρόκειται να πιστοποιηθεί εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών;

35.

Εφόσον το ερώτημα αναδιατυπωθεί ως άνω, μια απάντηση σε αυτό θα δώσει με τη σειρά της «απάντηση» και στα δύο πιθανά σενάρια που προεκτέθηκαν, ήτοι αν μια τέτοια ενέργεια είναι ευθέως επιτρεπτή (ή υποχρεωτική) από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και αν οι εθνικοί κανόνες που προβλέπουν έναν τέτοιον έλεγχο είναι συμβατοί με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η μόνη δυνατή διαδικαστική συνέπεια του ελέγχου αυτού θα αφορά την αρχική απόφαση του εθνικού δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, τη διακοπή της διαδικασίας πιστοποιήσεως (τη μη έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53)· με άλλα λόγια, συνέπειες συμβατές με το δικαιοδοτικό έργο ενός ανεξάρτητου κριτή.

36.

Τούτων λεχθέντων, και προτού αναλύσω την ουσία της υπό κρίση υποθέσεως, θα προβώ σε ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Μολονότι κανείς εξ όσων υπέβαλαν παρατηρήσεις δεν ήγειρε αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν έχει αρμοδιότητα επί δικών για τις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί αρμοδιότητας του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Β.   Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (πρώτο σκέλος)

37.

Ασκεί δικαστήριο προέλευσης, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, δικαιοδοτικό έργο; Ή μήπως η πράξη της κατ’ ουσίαν «μεταγραφής» του περιεχομένου τελεσίδικης εθνικής αποφάσεως στο έντυπο υπόδειγμα του παραρτήματος Ι έχει απλώς διοικητικό χαρακτήρα, οπότε ενδεχομένως δεν εμπίπτει στον ορισμό του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ;

38.

Το Δικαστήριο έχει ασχοληθεί, σε κάποια έκταση, με το ζήτημα αυτό στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Gradbeništvo Korana, όπου έκρινε ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, η διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση βεβαιώσεως του άρθρου 53 αποτελεί, δικαστική διαδικασία και, επομένως, το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ( 8 ).

39.

Η εν λόγω κρίση περιοριζόμενη σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες σε εκείνη την κύρια δίκη, εγείρουν το ζήτημα κατά πόσον η διαδικασία εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 αποτελεί πάντοτε δικαστική διαδικασία ή, τουλάχιστον, αν η εν λόγω διαδικασία είναι δικαστική υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην παρούσα κύρια δίκη.

40.

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ –ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικώς στο δίκαιο της Ένωσης– λαμβάνει υπόψη διάφορα στοιχεία, γνωστά ως «κριτήρια Dorsch» ( 9 ). Προκειμένου να αποφανθεί περί του αν συγκεκριμένος φορέας είναι «δικαστήριο», το Δικαστήριο συνεκτιμά σειρά διαφορετικών παραγόντων, όπως το αν ο συγκεκριμένος φορέας έχει συσταθεί διά νόμου, αν είναι μόνιμος, αν η δικαιοδοσία του είναι υποχρεωτική, αν η διαδικασία ενώπιόν του είναι inter partes, αν εφαρμόζει κανόνες δικαίου και αν είναι ανεξάρτητος.

41.

Επιπλέον, για να διαπιστωθεί αν εθνικό όργανο, στο οποίο ο νόμος αναθέτει καθήκοντα διαφορετικής φύσεως, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, απαιτείται να διακριβωθεί η συγκεκριμένη φύση των καθηκόντων, δικαστικών ή διοικητικών, που ασκεί στο ειδικό νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν επιλαμβάνεται πράγματι ένδικης διαφοράς και καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία θα περατωθεί με την έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 10 ). Ειδικότερα, εθνικό όργανο –ακόμη και όταν αποτελεί δικαστικό όργανο σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις ( 11 )– δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε περιστάσεις όπου αποφαίνεται επί ζητημάτων επιτελώντας μη δικαιοδοτική λειτουργία, η οποία θα μπορούσε να επιτελεστεί από διοικητικές αρχές ( 12 ).

42.

Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε εκτενή ανάλυση για το αν πληρούνται όλα τα κριτήρια που διατύπωσε με την απόφαση Dorsch προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράγματι δύναται να δώσει απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Διερωτώμαι, εντούτοις, κατά πόσο είναι χρήσιμη μια τέτοια προσέγγιση διότι, απλούστατα, στην υπό κρίση υπόθεση η ουσία καθορίζει το παραδεκτό και το αντίστροφο. Χωρίς να δοθεί ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο (ως προς το πεδίο εφαρμογής και τη φύση της διαδικασίας του άρθρου 53), είναι αδύνατον να διαπιστωθεί ο ρόλος (δικαστικός ή διοικητικός μόνο) που επιτελεί εθνικό δικαστήριο βάσει του δικαίου της Ένωσης στην εν λόγω διαδικασία και, συνεπώς, να καθοριστεί το ζήτημα του παραδεκτού. Στην ανάλυση περί του παραδεκτού, θα πρέπει να σχολιάσω επί της ουσίας της υποθέσεως και δη προτού αναλύσω τα περί της φύσεως της διαδικασίας (δικαστική, inter partes) του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης θα πρέπει εν συνεχεία να εφαρμοστεί επί του ζητήματος του παραδεκτού, ωσάν η ανάλυση αυτή να αποτελούσε εξαρχής εκτίμηση περί του παραδεκτού.

43.

Εκτιμώ ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν έχει πρακτική σκοπιμότητα. Εκτός των άλλων, απαιτεί και ανάλυση ορισμένων άλλων εκ των κριτηρίων Dorsch, τα οποία είναι ήσσονος ή και μηδενικής σημασίας για την ουσία του πραγματικού προβλήματος που εντοπίστηκε από το εθνικό δικαστήριο και, περαιτέρω, απαιτεί να εξετάσω ορισμένες ιδιαιτερότητες του εθνικού δικαίου, οι οποίες δεν είναι καν γνωστές.

44.

Ως εκ τούτου, αντί να προβώ σε άσκοπες αναλύσεις, θα προχωρήσω αμέσως στην ανάλυση της ουσίας της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω κατ’ αρχάς την ουσία της υποθέσεως και, στη συνέχεια, θα επιστρέψω σύντομα, για λόγους πληρότητας, στο ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας στο τέλος των παρουσών προτάσεων ( 13 ).

Γ.   Εκτίμηση του προδικαστικού ερωτήματος

45.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012, ερμηνευόμενο με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο προέλευσης το οποίο επελήφθη της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 σε περίπτωση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ενδεχόμενη αντίθεση της εν λόγω αποφάσεως προς τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών.

46.

Η Τσεχική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου είναι αντίθετο τόσο προς το γράμμα όσο και προς το πνεύμα του κανονισμού 1215/2012. Η Επιτροπή, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο προέλευσης να διαπιστώσει αν έχουν παραβιαστεί οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που διαλαμβάνονται στον εν λόγω κανονισμό και, ενδεχομένως, να ενημερώσει τον καταναλωτή. Εντούτοις, η Επιτροπή προσθέτει ότι η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει το δικαστήριο προέλευσης να πράξει αναλόγως.

47.

Συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις που διατύπωσαν η Τσεχική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση.

1. Σκοπός και λειτουργία της βεβαιώσεως του άρθρου 53

48.

Είναι σημαντικό να τονιστεί εξαρχής ο σκοπός και η λειτουργία της βεβαιώσεως του άρθρου 53.

49.

Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, ο αιτών την εκτέλεση αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος υποβάλλει στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή αντίγραφο της επίμαχης αποφάσεως και τη βεβαίωση του άρθρου 53. Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, η εν λόγω βεβαίωση επιδίδεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση πριν από το πρώτο μέτρο της εκτέλεσης ( 14 ).

50.

Η βεβαίωση του άρθρου 53 αποσκοπεί στο να πιστοποιήσει με επίσημο τρόπο ότι μια δικαστική απόφαση είναι εκτελεστή. Περιέχει απόσπασμα της αποφάσεως καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε συναφή πληροφορία όσον αφορά τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και τον υπολογισμό των τόκων. Επιτελεί επομένως σημαντική ενημερωτική λειτουργία. Εξάγοντας από την απόφαση, της οποίας η εκτέλεση ζητείται, τις βασικές πληροφορίες και καθιστώντας αυτές τις πληροφορίες κατανοητές για τις αρχές και κάθε ενδιαφερόμενο, χάρη στο έντυπο υπόδειγμα, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, του παραρτήματος I του κανονισμού 1215/2012, η βεβαίωση του άρθρου 53 συμβάλλει στην ταχεία και αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη ( 15 ).

51.

Σε αντίθεση προς το καθεστώς του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 16 ), όπου η προσαγωγή της εν λόγω βεβαιώσεως δεν ήταν απαραίτητη ( 17 ), ο κανονισμός 1215/2012 ορίζει ότι η έκδοση της βεβαιώσεως είναι απαραίτητη. Τούτο διότι ο νέος κανονισμός, δεν περιλαμβάνει πλέον οποιοδήποτε είδος περιαφής εκτελεστηρίου τύπου, και θεσπίζει απλοποιημένο καθεστώς βασιζόμενο στην αρχή ότι η απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια κράτους μέλους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εάν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης ( 18 ). Σκοπός αυτής της καινοτόμου διαδικασίας είναι να καταστούν οι διασυνοριακές διαφορές λιγότερο χρονοβόρες και δαπανηρές ( 19 ).

52.

Υπό το νέο καθεστώς, οι αρχές του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης οφείλουν να εκτελούν την απόφαση αποκλειστικώς βάσει των στοιχείων που περιέχονται στην απόφαση και στη βεβαίωση του άρθρου 53. Εξ αυτού του λόγου η βεβαίωση –όπως έκρινε το Δικαστήριο– αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή της αρχής της άμεσης εκτέλεσης των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη ( 20 ). Με άλλα λόγια, χωρίς τη βεβαίωση αυτή, η απόφαση δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο ( 21 ).

53.

Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012, το δικαστήριο προέλευσης είναι πλέον η μόνη αρμόδια αρχή για την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς, όπου αρμόδια αρχή δεν ήταν κατ’ ανάγκην το δικαστήριο που εξέδιδε την επίμαχη απόφαση ( 22 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι, κατά κανόνα, το δικαστήριο που καλείται να εκδώσει τη βεβαίωση του άρθρου 53 δεν χρειάζεται να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επί της ουσίας της υποθέσεως. Η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται, εμμέσως ή ρητώς, με την έκδοση της αποφάσεως της οποίας η εκτέλεση ζητείται. Πράγματι, το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 1215/2012 απαιτεί από το δικαστήριο προέλευσης να αποφανθεί επί της διεθνούς δικαιοδοσίας επί της ουσίας της υποθέσεως μόνον σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο αυτό έχει διατάξει «ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα» ( 23 ).

54.

Η ερμηνεία του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, την οποία προτείνει το αιτούν δικαστήριο, δεν συμβαδίζει με τις ανωτέρω εκτιμήσεις. Ειδικότερα, η ερμηνεία αυτή συνιστά κατ’ ουσίαν οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου συστήματος που θέσπισε ο κανονισμός 1215/2012. Πράγματι, οι έλεγχοι που διενεργούνταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς στο κράτος μέλος εκτέλεσης κατά την κήρυξη της εκτελεστότητας δεν θα εξαλείφονταν, αλλά απλώς θα μεταφέρονταν στο στάδιο πιστοποίησης που διενεργείται στο κράτος μέλος προέλευσης. Συνεπώς, αυτή η ερμηνεία της διατάξεως θα αντέβαινε στη λογική και στο πνεύμα του κανονισμού 1215/2012.

55.

Ορισμένα ακόμη στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη.

2. Οι εξουσίες του δικαστηρίου προέλευσης

56.

Με την απόφασή του στην υπόθεση Trade Agency, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, δυνάμει του καθεστώτος που θέσπισε ο κανονισμός 44/2001, η έκδοση της εν λόγω βεβαιώσεως (που προβλεπόταν στο άρθρο 54 αυτού) ήταν «οιονεί αυτόματη» ( 24 ). Με το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης επικύρωσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτή την προσέγγιση. Τούτο καταδεικνύεται από την επιτακτική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως: «κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, το δικαστήριο προέλευσης εκδίδει τη βεβαίωση» ( 25 ).

57.

Εντούτοις, τι σημαίνει στην πράξη «οιονεί αυτόματη»; Φρονώ ότι σημαίνει, ότι αφ’ ης στιγμής επιλαμβάνεται της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, το δικαστήριο προέλευσης οφείλει να εξακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό οφείλει να ελέγξει αν ο κανονισμός 1215/2012 έχει εφαρμογή ratione temporis και ratione materiae στην υπό κρίση υπόθεση. Το εν λόγω δικαστήριο οφείλει επίσης να διασφαλίζει ότι η απόφαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση έχει εκδοθεί από το ίδιο και να διακριβώνει ότι ο αιτών είναι «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 53.

58.

Εξάλλου, το δικαστήριο προέλευσης δεν έχει δυνατότητα να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, επεκτείνοντας τον έλεγχό του σε πτυχές της διαφοράς που δεν εμπίπτουν στα όρια του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012. Ειδικότερα, το δικαστήριο προέλευσης δεν μπορεί να επανεξετάσει τα ουσιαστικά και δικαιοδοτικά ζητήματα που έχουν κριθεί με την απόφαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση.

59.

Τυχόν διαφορετική ερμηνεία της διατάξεως θα «βραχυκύκλωνε» τη λειτουργία του συστήματος που θέσπισε ο κανονισμός 1215/2012, «επιβάλλοντας» ένα πρόσθετο επίπεδο δικαστικού ελέγχου ακόμη και όταν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει (ή δεν προβλέπει πλέον) δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της επίμαχης αποφάσεως. Επομένως, μια τέτοια προσέγγιση προσκρούει ενδεχομένως στην αρχή του δεδικασμένου.

60.

Το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία, τόσο για την έννομη τάξη της Ένωσης όσο και για τις εθνικές έννομες τάξεις, της αρχής του δεδικασμένου. Πράγματι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων ( 26 ).

61.

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η διαταγή πληρωμής έχει, όπως εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, εκδοθεί κατά παράβαση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ, τμήμα 4, του κανονισμού 1215/2012, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να στερήσει από τη διαταγή πληρωμής τον χαρακτήρα της ως τελεσίδικης αποφάσεως και, ομοίως, τη διασυνοριακή εκτελεστότητά της.

62.

Εντός αυτού του πλαισίου, μία ακόμη πτυχή που φαίνεται να είναι προβληματική είναι το γεγονός ότι οι έρευνες του αιτούντος δικαστηρίου διεξήχθησαν αυτεπαγγέλτως.

63.

Το άρθρο 46 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ρητώς ότι η εκτέλεση απορρίπτεται όταν συντρέχει ένας εκ των λόγων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 45 «κατόπιν αιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση ζητείται». Περαιτέρω, το άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού ορίζει ότι, κατά τον έλεγχο των λόγων δικαιοδοσίας που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, το «δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του».

64.

Η προσέγγιση αυτή αντιπαραβάλλεται με τις λοιπές περιπτώσεις του κανονισμού 1215/2012, όπου ο νομοθέτης της Ένωσης έχει επιβάλει ρητώς στα δικαστήρια την υποχρέωση να ενεργούν αυτεπαγγέλτως. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, στα άρθρα 27 και 28 και στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

65.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να καταλείπεται στον καθού ζητείται η εκτέλεση η πρωτοβουλία να αντιταχθεί στην εκτέλεση. Η επιλογή αυτή είναι, ασφαλώς, σύμφωνη με τον σκοπό της κατά το δυνατόν μεγαλύτερης προώθησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο σκοπός αυτός επιβάλλει να τίθενται σαφή όρια στην προθεσμία και στον τρόπο με τον οποίον μπορεί να ασκηθεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης μιας αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και στους λόγους για τους οποίους ασκείται.

66.

Κατόπιν τούτων, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο δεν δύναται να ελέγξει αν η επίμαχη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε νομίμως και, ειδικότερα, αν συμμορφώνεται προς τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός 1215/2012. Κατά μείζονα λόγο, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να προβεί στον έλεγχο αυτό αυτεπαγγέλτως.

3. Επί της διαδικασίας του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012

67.

Το εν λόγω συμπέρασμα επιρρωννύεται και από εκτιμήσεις που αφορούν τη φύση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012. Ο κανονισμός 1215/2012 δεν περιέχει κάποια διάταξη σε σχέση με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53.

68.

Τα διοικητικά και πρακτικά στοιχεία της διαδικασίας αυτής (όπως για παράδειγμα η εσωτερική αρμοδιότητα του δικαστηρίου προέλευσης, τα έγγραφα που πρέπει να προσκομισθούν, η ύπαρξη και το ύψος των τελών κ.λπ.) διέπονται συνεπώς από τη νομοθεσία των κρατών μελών. Ωστόσο, τούτο συμβαίνει μόνον εφόσον διασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων του κανονισμού 1215/2012, η λειτουργία του συστήματος που θεσπίζεται με αυτόν δεν καθίσταται αναποτελεσματική και δεν παρεμποδίζεται η επίτευξη του επιδιωκόμενου με τον εν λόγω κανονισμό σκοπού.

69.

Όπως αναλύεται στα σημεία 56 έως 61 ανωτέρω, τόσο από τη λογική του νέου καθεστώτος αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όσο και από το γράμμα του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι η έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 από το δικαστήριο προέλευσης είναι αυτόματη. Εφόσον διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 53, το δικαστήριο προέλευσης δεν μπορεί να αρνηθεί την έκδοση της βεβαιώσεως.

70.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί από το δικαστήριο προέλευσης απαιτεί –αναμφιβόλως– την ταχεία διεκπεραίωση του σχετικού αιτήματος. Οποιοδήποτε επιπλέον χρονικό διάστημα που τυχόν θα απαιτηθεί από το δικαστήριο προέλευσης προκειμένου να διερευνήσει ζήτημα πέραν της απλής εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 θα προκαλέσει σαφώς περιττή καθυστέρηση στη διαδικασία. Κάτι τέτοιο θα θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του συστήματος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1215/2012, ματαιώνοντας τον σκοπό να καταστούν οι διασυνοριακές διαφορές λιγότερο χρονοβόρες και δαπανηρές.

71.

Τούτο θα συνέβαινε ιδίως αν το δικαστήριο προέλευσης αποφάσιζε να διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα, προκειμένου να επανεξετάσει ζητήματα που εξετάστηκαν (ή που θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί) στην απόφαση της οποίας η εκτέλεση ζητείται. Επί παραδείγματι, ένα τέτοιο ζήτημα είναι το αν η εν λόγω απόφαση έχει εκδοθεί από το εθνικό δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των ρυθμίσεων που περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού 1215/2012.

72.

Το συμπέρασμά μου επ’ αυτού δεν κλονίζεται από τη νομολογία στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο εξέτασε τη φύση της διαδικασίας με την οποία απόφαση πιστοποιείται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος δυνάμει του κανονισμού 805/2004 ( 27 ). Το καθήκον του δικαστηρίου προέλευσης να εξακριβώσει ότι πληρούνται όλες οι απαιτήσεις για την πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου απορρέει ρητώς από το άρθρο 6 του κανονισμού 805/2004, διάταξη η οποία δεν έχει αντίστοιχη στον κανονισμό 1215/2012.

4. Η προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012

73.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που φέρεται να έχουν παραβιαστεί από το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) κατά την έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής αφορούσαν τη διεθνή δικαιοδοσία σε αγωγές κατά καταναλωτών θα οδηγούσαν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

74.

Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στο σημείο 17, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου –ειδικώς δε σε αυτήν που αφορά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 28 )– σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, και, ως εκ τούτου, η ανισότητα σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση ακόμη και αυτεπαγγέλτως εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ( 29 ).

75.

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η εν λόγω νομολογία, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, επιτρέπει στο δικαστήριο προέλευσης να ενημερώνει αυτεπαγγέλτως τον καταναλωτή για ενδεχόμενη παράβαση, μολονότι δεν αντιτάσσεται ή δεν αρνείται την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53. Η σχετική ενημέρωση θα παράσχει τη δυνατότητα στον καταναλωτή να εκτιμήσει μετά λόγου γνώσεως το ενδεχόμενο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1215/2012, προκειμένου να αντιταχθεί στην αναγνώριση και εκτέλεση της διαταγής πληρωμής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου διαμένει.

76.

Ως προς το ζήτημα αυτό, φρονώ, όπως η Τσεχική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την οδηγία 93/13 δεν δύναται να τύχει αναλογικής εφαρμογής στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012.

77.

Η οδηγία 93/13 είχε ως κύριο σκοπό την προσέγγιση των ουσιαστικών νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή, καταλείποντας στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίζουν τις απαιτούμενες δικονομικές λεπτομέρειες ( 30 ), δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών ( 31 ). Επομένως, η νομολογία στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο αφορούσε περιστάσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές δικονομικές διατάξεις καθιστούσαν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13.

78.

Λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης αυτής θέσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία έχει ως σκοπό να αναγάγει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε πραγματική ισορροπία δυνάμενη να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα ( 32 ). Εξάλλου, ο κανονισμός 1215/2012 θεσπίζει κοινές ρυθμίσεις δικονομικού χαρακτήρα. Δεν περιέχει κάποια ουσιαστική διάταξη επεκτεινόμενη και προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα, όπως εκείνη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

79.

Τούτο δεν προκαλεί έκπληξη. Ο κανονισμός 1215/2012 περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις που αφορούν τους καταναλωτές και τους παρέχουν ειδικά δικονομικά δικαιώματα. Όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 18, «[σ]τις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται ο αδύναμος διάδικος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες δικαιοδοσίας» ( 33 ).

80.

Ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του κεφαλαίου II, τμήμα 4, «σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή […] όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων». Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 ορίζει ότι «αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή ασκείται μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής».

81.

Περαιτέρω, το άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, και το άρθρο 46 του κανονισμού 1215/2012 παρέχουν στους καταναλωτές ειδικό λόγο άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης εάν η επίμαχη απόφαση αντιβαίνει στους ειδικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που παρατέθηκαν ανωτέρω.

82.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει λάβει υπόψη, ως προς τα ζητήματα που διέπει ο κανονισμός 1215/2012, την ιδιαίτερη θέση των καταναλωτών και θέσπισε ad hoc ρυθμίσεις προς αυτόν τον σκοπό. Επομένως, ο κανονισμός 1215/2012 περιέχει ήδη ορισμένες πρόσθετες δικονομικές εγγυήσεις που κρίνονται απαραίτητες για τους καταναλωτές. Εντός αυτού του πλαισίου, το οποίο ήδη προστατεύει ιδιαιτέρως τους καταναλωτές, δεν απαιτείται διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 53 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να παρασχεθούν πρόσθετες δικονομικές εγγυήσεις, όπως αυτές που προτείνει το αιτούν δικαστήριο.

83.

Από συστημικής απόψεως, αν πρέπει να «διαγνωστεί» η ύπαρξη ενός επιπλέον επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, δεν θα έπρεπε να επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση και στις λοιπές κατηγορίες προσώπων στις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης παρέχει ειδική προστασία όταν είναι εναγόμενοι ( 34 );

84.

Εν προκειμένω, αξίζει επίσης να τονιστεί ότι, με την ίδια τη νομολογία στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η προστασία των καταναλωτών δεν είναι απόλυτη. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένη απόφαση, έστω και αν αυτή η μη εφαρμογή θα μπορούσε να θεραπεύσει την παράβαση μιας, οποιασδήποτε φύσεως, διατάξεως της οδηγίας 93/13 ( 35 ). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε στα σημεία 59 έως 61 ανωτέρω, οι ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί το αιτούν δικαστήριο θα ισοδυναμούσαν με την αμφισβήτηση του τελεσίδικου χαρακτήρα της αποφάσεως για την οποία ζητήθηκε η έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53.

5. Επί του άρθρου 47 του Χάρτη

85.

Τέλος, οφείλω να διευκρινίσω ότι, έστω και αν προστεθεί στην «εξίσωση» το άρθρο 47 του Χάρτη, δεν μεταβάλλεται το συμπέρασμά μου όσον αφορά την ορθή ερμηνεία του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012.

86.

Ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν επαρκή ένδικα βοηθήματα και μέσα, προκειμένου να αντιτάσσονται στην εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν στα κράτη μέλη. Στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1215/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης τονίζει ότι, «η άμεση εκτέλεση, στο κράτος μέλος στο οποίο η εκτέλεση ζητείται, αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς κήρυξη της εκτελεστότητας δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης», προσθέτοντας περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 38, ότι ο κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα «και ιδίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, που διασφαλίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη».

87.

Υφίσταται ήδη μια σειρά διασφαλίσεων που εγγυώνται πλήρως αυτόν τον σκοπό.

88.

Πρώτον, αν η επίμαχη διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί πράγματι κατά παράβαση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ, τμήμα 4, του κανονισμού 1215/2012, η Α. Μ. Fiermonte έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην αναγνώριση και στην εκτέλεση στη Γερμανία με επίκληση στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, και του άρθρου 46 του ίδιου κανονισμού.

89.

Δεύτερον, η Α. Μ. Fiermonte δύναται επίσης να προβάλει τον λόγο άρνησης ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, σχετικά με αποφάσεις που εκδίδονται ερήμην, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, η αναγνώριση μιας αποφάσεως απορρίπτεται, εάν η απόφαση εκδόθηκε ερήμην, «εάν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν κοινοποιήθηκε ή δεν επιδόθηκε στον εναγόμενο εγκαίρως και κατά τρόπο που να του επιτρέψει να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, εκτός αν ο εναγόμενος δεν προσέβαλε την απόφαση, ενώ είχε σχετικό δικαίωμα».

90.

Τρίτον, το καθεστώς προστασίας που θεσπίζεται με τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012 ενισχύεται περαιτέρω από την αρχή της ευθύνης του κράτους. Σε περίπτωση που η Α. Μ. Fiermonte θεωρεί ότι υπέστη ζημία λόγω παραβάσεως των κανόνων του κανονισμού 1215/2012 από το δικαστήριο προέλευσης και λόγω των ενδεχόμενων δαπανών που προκύπτουν από παράνομη απόφαση του δικαστηρίου προέλευσης, ήτοι ανεξαρτήτως των περαιτέρω ενεργειών του αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους προς το οποίο η απόφαση απευθύνεται, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση από το οικείο κράτος μέλος ή τα οικεία κράτη μέλη.

91.

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέες στα κράτη μέλη εφαρμόζεται, επίσης, όταν η παραβίαση προκύπτει από απόφαση δικαστηρίου ( 36 ).

92.

Βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι το άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 δεν παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο προέλευσης το οποίο επελήφθη της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 σε περίπτωση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ενδεχόμενη αντίθεση της εν λόγω αποφάσεως με τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών.

Δ.   Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (δεύτερο σκέλος)

93.

Αφότου εξέτασα την ουσία της υποθέσεως επιστρέφω, τελικώς, για λόγους πληρότητας, στο ζήτημα της αρμοδιότητας.

94.

Διάφορες σκέψεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοτικό έργο κατά την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 και, επομένως, εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί τέτοιας διαδικασίας μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

95.

Πρώτον, στο σημείο 52 των παρουσών προτάσεων, τόνισα τη σημασία της βεβαιώσεως του άρθρου 53 στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012. Η βεβαίωση αυτή αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή της αρχής της άμεσης εκτέλεσης των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη. Αφού η βεβαίωση του άρθρου 53 δοθεί στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή, καθίσταται, στην πράξη, αυθύπαρκτη. Όλες οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως πρέπει κατ’ αρχήν να εμπεριέχονται στη βεβαίωση με τρόπο φιλικό προς τον χρήστη. Ως εκ τούτου, ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι, εκτός αν υπάρχει ρητή αμφισβήτηση, οι αρμόδιες για την εκτέλεση αρχές δεν πρόκειται να ελέγξουν εκ των υστέρων την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών εξετάζοντας το κείμενο της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο συχνά συντάσσεται σε γλώσσα που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Επομένως, στην πράξη, η βεβαίωση του άρθρου 53 είναι πιθανό να αποτελέσει τη βάση για την εκτέλεση της αποφάσεως.

96.

Δεύτερον, η λειτουργία της αρχής που είναι υπεύθυνη για την εξαγωγή των πληροφοριών από το σώμα της αποφάσεως της οποίας ζητείται η εκτέλεση και τη μεταγραφή των πληροφοριών αυτών στο συγκεκριμένο έντυπο είναι μάλλον μηχανική. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Η συμπλήρωση του εντύπου του παραρτήματος Ι του κανονισμού 1215/2012 απαιτεί λεπτομερείς πληροφορίες. Είναι πολύ πιθανό ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές να μην περιλαμβάνονται στην απόφαση της οποίας ζητείται νη εκτέλεση. Ορισμένες από αυτές τις πληροφορίες ενδέχεται, προφανώς, να είναι αμφισβητούμενες. Ορισμένες άλλες ενδέχεται να απαιτούν κάποια ερμηνεία της τελεσίδικης αποφάσεως.

97.

Επιπροσθέτως, το ζήτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, που ανέλυσα ανωτέρω στο σημείο 57, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων, όπως συνέβη στην υπόθεση Gradbeništvo Korana ( 37 ).

98.

Όλα αυτά τα στοιχεία και οι δυνατότητες με οδηγούν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα: η συμπλήρωση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 δεν μπορεί ευχερώς να χαρακτηριστεί «διοικητική» διαδικασία, κατά την οποία κάποιος πρέπει απλώς να σφραγίσει ένα έγγραφο χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ή ουσιαστική συμβολή.

99.

Τρίτον, με βάση αυτές τις σκέψεις, εκτιμώ ότι δεν είναι ικανοποιητική η ερμηνεία του άρθρου 53 του κανονισμού 1215/2012, σύμφωνα με την οποία η (δικαστική ή διοικητική) φύση των καθηκόντων που ασκεί το όργανο που εκδίδει τη βεβαίωση εξαρτάται κάθε φορά από το είδος των ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει κατά τη συγκεκριμένη διαδικασία. Η φύση των καθηκόντων αυτών, που καθορίζονται στις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, πρέπει να είναι ίδια από την αρχή μέχρι το πέρας της διαδικασίας, ανεξαρτήτως του αν τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το δικαστήριο προέλευσης είναι περίπλοκα ή χρήζουν εκτιμήσεων που ενδέχεται να υπερβαίνουν, σε κάποιον βαθμό, όσα ρητώς ορίζονται με την απόφαση της οποίας η εκτέλεση ζητείται. Με απλά λόγια, δεν δύναμαι να ενστερνιστώ μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι ιδιαιτερότητες και οι πλημμέλειες μιας συγκεκριμένης υποθέσεως επιδρούν στο άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 μεταβάλλοντας τον χαρακτήρα της ακολουθούμενης βάσει του άρθρου διαδικασίας, η οποία θα θεωρείται δικαστική κατά περίπτωση.

100.

Τέταρτον, και τελευταίον, σε γενικότερο επίπεδο, αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 πραγματοποιείται στην πράξη, σε εθνικό επίπεδο, με διάφορους τρόπους «εσωτερικής εκχώρησης αρμοδιοτήτων» ( 38 ). Τη βεβαίωση του άρθρου 53 δύναται να εκδώσει μεμονωμένος δικαστής ή ακόμη και δικαστικός υπάλληλος ή άλλος υπάλληλος του δικαστηρίου, ωστόσο εκδίδεται, πάντοτε, εντός εθνικού δικαστηρίου.

101.

Φρονώ ότι όταν όργανο που υποβάλλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως συνιστά δικαστήριο, κατά τον γενικό και θεσμικό χαρακτηρισμό του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, πρέπει να προβάλλονται ισχυρά επιχειρήματα προκειμένου να δικαιολογήσουν διαφορετικό χαρακτηρισμό, παρά την άσκηση εκ μέρους του οργάνου εν γένει δικαιοδοτικής λειτουργίας, ήτοι ότι το όργανο αυτό ασκεί σαφώς μόνο διοικητικά καθήκοντα σε συγκεκριμένη υπόθεση στο πλαίσιο της κύριας δίκης ( 39 ). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό μόνο όπου ήταν αδιαμφισβήτητο ότι η εν λόγω δραστηριότητα, μολονότι ασκούνταν από δικαιοδοτικό όργανο, δεν σκοπούσε να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα ( 40 ). Αντιθέτως, σε υποθέσεις όπου η κατάσταση ήταν λιγότερο σαφής, το Δικαστήριο αναγνώρισε στο εθνικό δικαστήριο «το ευεργέτημα της αμφιβολίας» ( 41 ).

102.

Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι εύλογη και, κατά μείζονα λόγο, δικαιολογημένη στο πλαίσιο του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1215/2012. Η λειτουργία ολόκληρου του συστήματος, του οποίου το άρθρο 53 αποτελεί σημαντικό στοιχείο, βασίζεται στον κεντρικό ρόλο που επιτελούν οι δικαστικές αρχές. Επομένως, όταν δικαστήριο έχει αμφιβολίες σε σχέση με τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, είναι προς το συμφέρον της διασφάλισης της ενότητας και της σαφήνειας του δικαίου, να μην ερμηνεύεται με υπερβολικά στενό τρόπο η πρόσβαση στο Δικαστήριο κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

103.

Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) και ο μεμονωμένος δικαστής που είναι προφανώς αρμόδιος για την έκδοση της βεβαιώσεως του άρθρου 53 ανήκουν στο ιταλικό δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 53 του κανονισμού 1215/2012 δεν έχει, βάσει όσων προεκτέθηκαν, προδήλως αποκλειστικά διοικητικό χαρακτήρα.

104.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δώσει απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση.

V. Πρόταση

105.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) ως εξής:

Το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση), δεν παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο προέλευσης το οποίο επελήφθη της εκδόσεως της βεβαιώσεως του άρθρου 53 σε περίπτωση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου να ασκήσει αυτεπαγγέλτως εξουσίες με σκοπό να διαπιστώσει ενδεχόμενη αντίθεση της εν λόγω αποφάσεως προς τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2012, L 351, σ. 1 (γνωστός και ως «κανονισμός Βρυξέλλες Ια»).

( 3 ) Το εν λόγω δικαστήριο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615), της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349), της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C-497/13, EU:C:2015:357), της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C-49/14, EU:C:2016:98), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60).

( 4 ) ΕΕ 2004, L 143, σ. 15.

( 5 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 1215/2012.

( 6 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 17ης Ιανουαρίου 1970, Delcourt κατά Βελγίου (CE:ECHR:1970:0117JUD000268965, § 31), και της 7ης Ιουνίου 2001, Kress κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2001:0607JUD003959498, § 41).

( 7 ) Βλ., ειδικότερα, πρόσφατη απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C-64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 41 έως 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 8 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019 (C-579/17, EU:C:2019:162, σκέψη 41).

( 9 ) Βλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Dorsch Consult (C-54/96, EU:C:1997:413, σκέψη 23), και, πιο πρόσφατη, της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C-58/13 και C-59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C-58/13 και C-59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, Job Centre (C-111/94, EU:C:1995:340, σκέψεις 11 και 12).

( 12 ) Πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, Belov (C-394/11, EU:C:2013:48, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Βλ. σημεία 93 έως 104 των παρουσών προτάσεων.

( 14 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 1215/2012.

( 15 ) Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Trade Agency (C-619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 41), καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην αυτή υπόθεση Trade Agency (EU:C:2012:247, σημείο 38).

( 16 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 17 ) Βλ. άρθρα 53 έως 55 του κανονισμού 44/2001. Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Trade Agency (C-619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 36).

( 18 ) Βλ. άρθρο 39 του κανονισμού 1215/2012.

( 19 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 1215/2012.

( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana (C-579/17, EU:C:2019:162, σκέψη 37).

( 21 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Gradbeništvo Korana (C-579/17, EU:C:2018:863, σημείο 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Κατά το άρθρο 54 του κανονισμού 44/2001, η βεβαίωση έπρεπε να εκδοθεί από «δικαστήριο ή αρμόδια αρχή κράτους μέλους ενώπιον των οποίων καταρτίζεται δικαστικός συμβιβασμός» (η υπογράμμιση δική μου).

( 23 ) Βλ. σημείο 4.6.2.2. του εντύπου υποδείγματος, του παραρτήματος Ι, του κανονισμού 1215/2012. Βλ., επίσης, άρθρο 42, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

( 24 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (C-619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 41).

( 25 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 26 ) Βλ., ειδικότερα, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Kapferer (C-234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 20).

( 27 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Imtech Marine Belgium (C-300/14, EU:C:2015:825, σκέψεις 46 και 47), και της 16ης Ιουνίου 2016, Pebros Servizi (C-511/14, EU:C:2016:448, σκέψη 25).

( 28 ) ΕΕ 1993, L 95, σ. 29.

( 29 ) Βλ. νομολογία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 3 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Βλ., ειδικότερα, αιτιολογική σκέψη 10 και αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 93/13.

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 24).

( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 33 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 1215/2012.

( 34 ) Επί παραδείγματι, αντισυμβαλλόμενοι του ασφαλιστή, ασφαλισμένοι, δικαιούχοι της ασφαλιστικής σύμβασης, ζημιωθέντες, καταναλωτές, εργαζόμενοι (αναφέροντας μόνον όσους περιλαμβάνονται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σημείο i, του κανονισμού 1215/2012).

( 35 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 36 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 30ης Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C-224/01, EU:C:2003:513, σκέψεις 30 έως 59).

( 37 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019 (C-579/17, EU:C:2019:162).

( 38 ) Επί της διαφοροποίησης μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής εκχώρησης, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Pula Parking (C-551/15, EU:C:2016:825, σημεία 96 έως 97).

( 39 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Torresi (C‑58/13 και C-59/13, EU:C:2014:265, σημεία 72 έως 73).

( 40 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, Job Centre (C-111/94, EU:C:1995:340).

( 41 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C-210/06, EU:C:2008:723, σκέψεις 54 έως 63).

Top