Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0327

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 7ης Αυγούστου 2018.
    RO.
    Αίτηση του High Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Λόγοι μη εκτέλεσης – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Ένταλμα που έχει εκδοθεί από τις δικαστικές αρχές κράτους μέλους το οποίο έχει κινήσει τη διαδικασία αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Αβεβαιότητα σχετικά με το καθεστώς που θα διέπει τις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω κράτους και της Ένωσης μετά την αποχώρηση.
    Υπόθεση C-327/18 PPU.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:644

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 7ης Αυγούστου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C-327/18 PPU

    Minister for Justice and Equality

    κατά

    R O

    [αίτηση του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 50 ΣΕΕ – Αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως»

    Εισαγωγή

    1.

    Ξέρουμε ότι ελάχιστα είναι αυτά που γνωρίζουμε όσον αφορά τη μελλοντική νομική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής: Ηνωμένο Βασίλειο).

    2.

    Έχει, ωστόσο, τούτο οποιαδήποτε σημασία για τους σκοπούς της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (στο εξής: ΕΕΣ) το οποίο απεστάλη από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ιρλανδία και είχε εκδοθεί πριν από την καθορισμένη ημερομηνία κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί το Brexit; Όχι, δεν έχει σημασία. Το ΕΕΣ πρέπει να εκτελεσθεί. Όπως ακριβώς και παλαιότερα.

    3.

    Αυτή είναι, εν ολίγοις, η λύση που προτείνω να δοθεί στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία ανέκυψε κατόπιν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία).

    Νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    4.

    Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ ( 2 ), το ΕΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω απόφαση «[…] αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ( 3 ) ως ο “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας».

    5.

    Στην αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου επισημαίνεται ότι «ο μηχανισμός του [ΕΕΣ] βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του μπορεί να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, [ΣΕΕ], η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, [ΣΕΕ] με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου».

    6.

    Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του [ΕΕΣ]», έχει ως εξής:

    «1.   Το [ΕΕΣ] είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε [ΕΕΣ] βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

    3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ]».

    7.

    Το κεφάλαιο 3 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο αποτελείται από τα άρθρα 26 έως 30, ρυθμίζει τα «Αποτελέσματα της παράδοσης».

    8.

    Το άρθρο 26, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αφαίρεση της περιόδου κρατήσεως στο κράτος μέλος εκτέλεσης», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος αφαιρεί τυχόν περίοδο κράτησης που απορρέει από την εκτέλεση [ΕΕΣ] από τη συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος λόγω καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας».

    9.

    Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου σχετικά με την «Ενδεχόμενη δίωξη για άλλες αξιόποινες πράξεις» περιέχει τον κανόνα που είναι γνωστός ως «κανόνας της ειδικότητας». Η παράγραφος αυτή είναι διατυπωμένη ως εξής:

    «[…] πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πλην εκείνης για την οποία παραδόθηκε».

    10.

    Το άρθρο 28 της αποφάσεως-πλαισίου διέπει την «Παράδοση και (ή) μεταγενέστερη έκδοση» (σε τρίτο κράτος).

    Το ιρλανδικό δίκαιο

    11.

    Οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου μεταφέρθηκαν στο ιρλανδικό δίκαιο με τον European Arrest Warrant Act 2003 (νόμο του 2003 περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

    Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

    12.

    Οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου μεταφέρθηκαν στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με τον Extradition Act 2003 (νόμο του 2003 περί εκδόσεως).

    Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

    13.

    Οι δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησαν την παράδοση του R O βάσει δύο ΕΕΣ τα οποία εκδόθηκαν στις 27 Ιανουαρίου και στις 4 Μαΐου 2016 και παρελήφθησαν από το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) την 1η Φεβρουαρίου και τη 10η Μαΐου 2016, αντιστοίχως, προκειμένου να ασκήσουν δίωξη για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, του εμπρησμού και του βιασμού, τα οποία επισύρουν μέχρι και ποινή ισόβιας κάθειρξης.

    14.

    Ο R O συνελήφθη στην Ιρλανδία δυνάμει του πρώτου ΕΕΣ στις 3 Φεβρουαρίου 2016 και έκτοτε τελεί υπό κράτηση στο κράτος αυτό. Δυνάμει του δευτέρου ΕΕΣ συνελήφθη στις 4 Μαΐου 2016 και παρέμεινε υπό κράτηση.

    15.

    Ο R O προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την παράδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, επικαλούμενος ζητήματα τα οποία προκύπτουν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και αφορούν την πιθανή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση την οποία υποστηρίζει ότι θα υποστεί εάν τοποθετηθεί στη φυλακή Maghaberry στη Βόρεια Ιρλανδία. Διατείνεται ότι, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα είναι εγγυημένα τα δικαιώματα που έλκει από την απόφαση-πλαίσιο.

    16.

    Λόγω της καταστάσεως της υγείας του, η υπόθεση του R O συζητήθηκε μόλις στις 27 Ιουλίου 2017.

    17.

    Στην απόφαση που εξέδωσε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) στις 2 Νοεμβρίου 2017, εξέτασε τον ισχυρισμό του R O ότι θα υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση εάν παραδοθεί στη Βόρεια Ιρλανδία και ανέβαλε ρητώς την εκδίκαση του ζητήματος του Brexit σε μεταγενέστερη δικάσιμο. Το High Court επισήμανε ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται για το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ( 4 ) είναι παρόμοια με αυτά που εφαρμόζονται για το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 5 ). Το δικαστήριο αυτό έκρινε, επίσης, ότι υπήρχαν συγκεκριμένες και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κρατήσεως στη φυλακή Maghaberry, οι οποίες δημιουργούσαν ανησυχίες ότι, λόγω της ευπάθειάς του, ο R O διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Υπό το φως των προαναφερθεισών διατάξεων, όπως αυτές είχαν ερμηνευθεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας όσο και από το Δικαστήριο, και κατόπιν εξετάσεως των στοιχείων της δικογραφίας, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες θα κρατείτο ο R O στην περίπτωση παραδόσεώς του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    18.

    Στις 16 Απριλίου 2018, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, ήτοι το Laganside Court (δικαστήριο του Laganside, Βόρεια Ιρλανδία) στο Μπέλφαστ (Βόρεια Ιρλανδία), παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Υπηρεσία Φυλακών της Βόρειας Ιρλανδίας θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να υποστεί ο R O απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση στη Βόρεια Ιρλανδία.

    19.

    Το High Court απέρριψε στο σύνολό τους τις αντιρρήσεις που προέβαλε ο R O, εκτός από το αναβληθέν ζήτημα των συνεπειών του Brexit και σε σχέση με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

    20.

    Το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) υπενθυμίζει ότι στις 29 Μαρτίου 2017 το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπό την επιφύλαξη άλλων ρυθμίσεων, η γνωστοποίηση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ, στις 29 Μαρτίου 2019.

    21.

    Το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) φρονεί ότι, εάν παραδοθεί ο R O, είναι πολύ πιθανό ότι θα παραμείνει υπό κράτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο και μετά τις 29 Μαρτίου 2019, ήτοι μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση. Ενδέχεται να θεσπιστούν μεταβατικές ρυθμίσεις οι οποίες θα διέπουν την κατάσταση που θα διαμορφωθεί αμέσως μετά την αποχώρηση και, εν τέλει, είναι πιθανό να συμφωνηθούν ρυθμίσεις μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίες θα διέπουν τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των μερών αυτών σε τομείς όπως αυτούς που καλύπτει η απόφαση-πλαίσιο.

    22.

    Όμως, προς το παρόν, δεν είναι σαφές κατά πόσο θα θεσπιστούν όντως τέτοιου είδους ρυθμίσεις ούτε, εφόσον τούτο συμβεί, μπορεί να προσδιορισθεί ο χαρακτήρας των μέτρων που θα υιοθετηθούν. Ιδίως, δεν είναι σαφές αν θα εξακολουθήσει να υφίσταται και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το δικαίωμα που έχει πολίτης της Ένωσης ο οποίος υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς, να αποφαίνεται αμετάκλητα το Δικαστήριο επί των σχετικών με το δίκαιο της Ένωσης ζητημάτων του.

    23.

    Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) σημειώνει επίσης ότι, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, θέτει, ουσιαστικά, τα ίδια ερωτήματα με αυτά που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας τον Μάρτιο του 2018, στην υπόθεση KN κατά Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας ( 6 ), η οποία, επί του παρόντος, εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου ( 7 ), πλην όμως, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο χρειάζεται μια πιο άμεση απάντηση καθόσον ο R O τελεί υπό κράτηση.

    Προδικαστικά ερωτήματα προς το Δικαστήριο

    24.

    Στο πλαίσιο αυτό, με διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Μαΐου 2018, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «Έχοντας υπόψη

    (α)

    Τη γνωστοποίηση στην οποία προέβη το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ·

    (β)

    Την αβεβαιότητα που περιβάλλει τις ρυθμίσεις οι οποίες θα διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου· και

    (γ)

    Τη συνακόλουθη αβεβαιότητα ως προς την έκταση της δυνατότητας πραγματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον [R O] από τις Συνθήκες, τον Χάρτη ή τη συναφή νομοθεσία, σε περίπτωση που αυτός παραδοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και παραμείνει φυλακισμένος μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση,

    (1)

    Υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να αρνηθεί την παράδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και του οποίου η παράδοση θα ήταν άλλως υποχρεωτική σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους,

    (i)

    σε όλες τις περιπτώσεις;

    (ii)

    σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως;

    (iii)

    σε καμία περίπτωση;

    (2)

    Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι η αναφερόμενη υπό (ii), ποια είναι τα κριτήρια ή τα στοιχεία τα οποία οφείλει να εκτιμήσει το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, προκειμένου να αποφανθεί εάν η παράδοση απαγορεύεται;

    (3)

    Στο πλαίσιο του δεύτερου ερωτήματος, υποχρεούται το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να αναβάλει την οριστική απόφαση σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως έως ότου αποσαφηνισθεί περαιτέρω το νομικό καθεστώς που θα αντικαταστήσει το ισχύον μετά την αποχώρηση από την Ένωση του κράτους μέλους που απευθύνει την αίτηση

    (i)

    σε όλες τις περιπτώσεις;

    (ii)

    σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως;

    (iii)

    σε καμία περίπτωση;

    (4)

    Σε περίπτωση που η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι η αναφερόμενη υπό (ii), ποια είναι τα κριτήρια ή τα ζητήματα που οφείλει να εκτιμήσει το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, προκειμένου να αποφασίσει εάν πρέπει να αναβάλει την οριστική απόφαση σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως;»

    Επείγουσα διαδικασία

    25.

    Με την ίδια διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να εξετασθεί με την επείγουσα διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    26.

    Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρει ζητήματα σε έναν τομέα ο οποίος καλύπτεται από τον Τίτλο V του Τρίτου Μέρους της ΣΛΕΕ, ήτοι τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (κεφάλαιο 4), ότι, επί του παρόντος, ο R O παραμένει υπό κράτηση αποκλειστικά και μόνο βάσει των ΕΕΣ που έχουν εκδοθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο και ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία προκειμένου να του επιτρέψει να αποφανθεί οριστικά επί της υπό κρίση υποθέσεως.

    27.

    Ο λόγος που προβάλλεται για να δικαιολογηθεί ο επείγων χαρακτήρας είναι ότι, αν ακολουθηθεί η τυπική, ή ακόμη και η ταχεία προδικαστική διαδικασία, θα αυξηθεί σημαντικά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο R O –ο οποίος απολαύει του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά τα ΕΕΣ που εκδόθηκαν προκειμένου να του ασκηθεί ποινική δίωξη– θα παραμείνει υπό κράτηση.

    28.

    Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, επίσης, ότι υπάρχουν άλλες οκτώ υποθέσεις στις οποίες διάφορα πρόσωπα τελούν υπό κράτηση στην Ιρλανδία αποκλειστικά και μόνο βάσει ΕΕΣ που εκδόθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο και στις οποίες έχει τεθεί «ζήτημα Brexit» το οποίο προβάλλεται ως βάση για να υποστηριχθεί ότι το δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την παράδοση. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι και άλλα πρόσωπα παραμένουν υπό κράτηση εκτίοντας εγχώριες ποινές οι οποίες εκπνέουν σύντομα και τα οποία ενδέχεται εν συνεχεία να παραμείνουν υπό κράτηση για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η παράδοσή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά οι υποθέσεις τους θα πρέπει να αναβληθούν εν αναμονή της κρίσεως επί του ζητήματος του Brexit. Επιπλέον, αρκετά ακόμη πρόσωπα έχουν συλληφθεί βάσει ΕΕΣ που εκδόθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ελεύθερα με εγγύηση αναμένοντας να κριθεί το ζήτημα της παραδόσεώς τους και έχουν επίσης προβάλει το ζήτημα του Brexit. Τέλος, η Ιρλανδία έχει λάβει από το Ηνωμένο Βασίλειο «σημαντικό αριθμό» ΕΕΣ, η εκτέλεση των οποίων εκκρεμεί, και για τον λόγο αυτό είναι εξαιρετικά πιθανές περαιτέρω συλλήψεις «καταζητούμενων προσώπων».

    29.

    Στις 11 Ιουνίου 2018, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ίδια μέρη, καθώς και η Ρουμανία, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 12 Ιουλίου 2018.

    Ανάλυση

    30.

    Το ερώτημα που τίθεται στο Δικαστήριο είναι, ουσιαστικά, αν στην περίπτωση που κράτος μέλος, πρώτον, έχει γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, δεύτερον, προέβη, βάσει των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου, στην έκδοση ΕΕΣ προκειμένου να του παραδοθεί από άλλο κράτος μέλος πρόσωπο το οποίο καταζητείται, μεταβάλλεται η νομική εκτίμηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί από αυτό το άλλο κράτος μέλος κατά την εκτέλεση του ΕΕΣ λόγω της προαναφερθείσας γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως και, αν ναι, σε ποιον βαθμό.

    31.

    Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν το σύστημα του ΕΕΣ θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται για όσο χρόνο το Ηνωμένο Βασίλειο ενεργεί ως κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, ακόμη και αν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από την απόφαση-πλαίσιο πιθανότατα δεν θα τυγχάνουν της ίδιας προστασίας μετά τις 29 Μαρτίου 2019, ιδίως σε περίπτωση που τα δικαστήρια του κράτους αυτού δεν θα έχουν πλέον στη διάθεσή τους τον μηχανισμό προδικαστικών αποφάσεων.

    Επί του παραδεκτού

    32.

    Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα παραδεκτού.

    33.

    Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αφορά την ερμηνεία των Συνθηκών καθώς και το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών οργάνων.

    34.

    Τα υποβληθέντα ερωτήματα αναφέρονται στο άρθρο 50 ΣΕΕ. Τούτο, σε συνδυασμό με τις σαφείς επεξηγήσεις και την περιγραφή των νομικών ζητημάτων που απασχολούν το αιτούν δικαστήριο ( 8 ) επαρκούν προκειμένου να κριθεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή. Ειδικότερα, η επίμαχη υπόθεση δεν είναι υποθετική υπό την έννοια της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου ( 9 ), καθόσον το άρθρο 50 ΣΕΕ παράγει ήδη έννομα αποτελέσματα.

    35.

    Εξάλλου, στην περίπτωση που τα πράγματα παραμείνουν ακριβώς ως έχουν σήμερα, όπως καταδεικνύεται λεπτομερέστερα στη συνέχεια, από τις 29 Μαρτίου 2019 το δίκαιο της Ένωσης θα παύσει να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Η ημερομηνία αυτή βρίσκεται στο ορατό μέλλον και, εν πάση περιπτώσει, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου σχετικά με την μετά την παράδοση κατάσταση θα αναπτύσσουν ακόμη τα αποτελέσματά τους.

    36.

    Συνεπώς, καίτοι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως όπως η παρούσα δεν έχουν υποθετικό χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει ότι η ανάλυση δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια υποθετική βάση, ακόμη και αν αυτή η υπόθεση σημαίνει ότι, από νομικής απόψεως, η κατάσταση θα παραμείνει ως έχει σήμερα.

    37.

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί μια απάντηση από το Δικαστήριο, την οποία θεωρεί αναγκαία ( 10 ) προκειμένου να αποφασίσει εάν θα προβεί στην εκτέλεση ενός εντάλματος συλλήψεως. Επομένως, θα πρέπει να του δοθεί μια απάντηση.

    Επί της ουσίας

    38.

    Η ανάλυση όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως δομείται ως ακολούθως: σε πρώτο στάδιο, θα υπενθυμιστεί η συνήθης διαδικασία παραδόσεως που ακολουθείται μεταξύ δύο κρατών μελών βάσει της αποφάσεως-πλαισίου. Εν συνεχεία, θα εξεταστούν οι πιθανές συνέπειες του άρθρου 50 ΣΕΕ στη διαδικασία παραδόσεως, όταν η αρχή εκδόσεως του εντάλματος βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακολούθως, θα εξεταστούν τα επιμέρους ζητήματα που προβάλλει ο R O στο πλαίσιο της διαδικασίας παραδόσεως και, τέλος, θα εξεταστεί το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

    Συνήθης διαδικασία παραδόσεως μεταξύ δύο κρατών μελών

    39.

    Όπως έχει τονίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο, σκοπός της αποφάσεως‑πλαισίου είναι η αντικατάσταση του πολυμερούς συστήματος εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών από ένα σύστημα παραδόσεως, μεταξύ δικαστικών αρχών, των προσώπων που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινη πράξη ή θεωρούνται ύποπτα για την τέλεσή της, με σκοπό την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ή την άσκηση διώξεως, σύστημα το οποίο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως ( 11 ). Πρόσφατα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το πολυμερές σύστημα εκδόσεως «[…] βασ[ιζόταν] στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως [ ( 12 )] της 13ης Δεκεμβρίου 1957» ( 13 ).

    40.

    Όσον αφορά τους λόγους μη εκτελέσεως ΕΕΣ, τα βασικά χαρακτηριστικά της αποφάσεως-πλαισίου είναι ήδη γνωστά στο Δικαστήριο ( 14 ): το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου θεσπίζει τον κανόνα ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση ΕΕΣ μόνον στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις μη εκτελέσεως που προβλέπονται από την απόφαση-πλαίσιο ( 15 ), ενώ η εκτέλεση των ΕΕΣ μπορεί να εξαρτάται μόνον από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται εξαντλητικώς στην απόφαση-πλαίσιο ( 16 ). Κατά συνέπεια, ενώ η εκτέλεση του ΕΕΣ αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως προορίζεται να αποτελεί εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 17 ).

    41.

    Στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπονται οι λόγοι υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ΕΕΣ, ενώ στα άρθρα 4 και 4α της αποφάσεως‑πλαισίου απαριθμούνται οι λόγοι προαιρετικής μη εκτελέσεως του ΕΕΣ ( 18 ). Επιπλέον, η εκτέλεση του ΕΕΣ μπορεί να υπόκειται μόνο ( 19 ) στις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου ( 20 ).

    42.

    Η απόφαση-πλαίσιο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, μιας έννοιας η οποία αρχικώς αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς ( 21 ), η οποία με τη σειρά της, ως «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας, βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη ( 22 ) μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος να αποτελέσει η Ένωση έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ( 23 ). Η αρχή αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, να θεωρούν ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό ( 24 ). Η αμοιβαία αναγνώριση αποτελεί, πιθανότατα, τη σημαντικότερη συμβολή της Ένωσης στη δικαστική συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών της Ένωσης και ότι η πιο εμβληματική νομική πράξη σε αυτόν τον τομέα είναι η απόφαση-πλαίσιο ( 25 ). Δεδομένου ότι αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν σημαίνει τυφλή εμπιστοσύνη ( 26 ), το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να επιβληθούν περιορισμοί στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, κατά συνέπεια, στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως ( 27 ).

    43.

    Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο, όπως προκύπτει από την απόφαση ορόσημο στην υπόθεση Aranyosi και Căldăraru ( 28 ), οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να επιβάλλονται όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχειρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη ( 29 ) λόγω των συνθηκών κρατήσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος. Προς τον σκοπό αυτό, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει καταρχάς, σε ένα πρώτο στάδιο, να στηριχθεί επί αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων σχετικά με τις συνθήκες κρατήσεως που επικρατούν στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, από τα οποία να καταδεικνύεται ότι όντως υφίστανται είτε συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες είτε πλημμέλειες που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα κέντρα κρατήσεως ( 30 ). Σε ένα δεύτερο στάδιο, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα πρέπει να εκτιμήσει στη συνέχεια, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί σε αυτόν τον κίνδυνο λόγω των προβλεπόμενων συνθηκών κρατήσεώς του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ( 31 ).

    44.

    Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, από τη διάταξη περί παραπομπής καθίσταται προφανές ότι δεν συντρέχει κανένας από τους υποχρεωτικούς ή προαιρετικούς λόγους μη εκτελέσεως του ΕΕΣ. Επιπλέον, όσον αφορά τις συνθήκες κρατήσεως, απ’ ό,τι φαίνεται το αιτούν δικαστήριο πραγματοποίησε με προσοχή την περιγραφείσα στο αμέσως προηγούμενο σημείο εξέταση των δύο σταδίων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι –εξαιρουμένων των συνεπειών του Brexit– δεν τίθεται κάποιο ζήτημα όσον αφορά το άρθρο 4 του Χάρτη ( 32 ).

    45.

    Τούτο, εξάλλου, αποτυπώνεται ευθέως στον τρόπο με τον οποίο το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε το πρώτο ερώτημά του, στο οποίο αναφέρει ότι η παράδοση του καταζητούμενου προσώπου θα ήταν άλλως υποχρεωτική. Κατά συνέπεια, εάν δεν υπήρχε η γνωστοποίηση αποχωρήσεως, το αιτούν δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι η Ιρλανδία οφείλει να προχωρήσει στην εκτέλεση των ΕΕΣ που έχουν εκδοθεί εις βάρος του R O.

    Συνέπειες του άρθρου 50 ΣΕΕ

    46.

    Εν συνεχεία, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα εάν η γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ, σχετικά με την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση ασκεί κάποια επιρροή στα ανωτέρω υπό την έννοια ότι η νομική εκτίμηση που καλείται να διενεργήσει η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα πρέπει να διαφοροποιηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο λόγω της γνωστοποιήσεως αυτής.

    – Άρθρο 50 ΣΕΕ

    47.

    Το άρθρο 50 ΣΕΕ, το οποίο αποτελεί επακόλουθο του άρθρου 53 ΣΕΕ, κατά το οποίο η Συνθήκη συνάπτεται για απεριόριστο χρονικό διάστημα, διευκρινίζει ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση ( 33 ) και υπενθυμίζει ότι η Ένωση στηρίζεται στην εθελοντική συμμετοχή ( 34 ). Το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ θεσπίζει τη διαδικασία προς τούτο: πρώτον, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει. Ακολούθως, υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία με την οποία καθορίζονται οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση ( 35 ). Στη συνέχεια, η συμφωνία αυτή συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

    48.

    Το άρθρο 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ διευκρινίζει ότι οι Συνθήκες (ήτοι, το δίκαιο της Ένωσης στο σύνολό του) παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας αποχωρήσεως ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτή.

    49.

    Ελλείψει συμφωνίας αποχωρήσεως γενικά ( 36 ) και λεπτομερών κανόνων για τη διαδικασία παραδόσεως ή εκδόσεως μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου ειδικώς, αυτό που υπάρχει είναι η διετής περίοδος μετά τη γνωστοποίηση, όπερ σημαίνει ότι, εάν η κατάσταση παραμείνει ως έχει, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ένωση στις 29 Μαρτίου 2019. Πάνω σε αυτή τη βάση καλούμαστε να εξετάσουμε την κατάσταση, δεδομένου ότι αυτή ισχύει αν δεν προβλεφθεί κάτι διαφορετικό. Όλα τα υπόλοιπα είναι ίσως «γραμμένα στ’ άστρα». Και απ’ ό,τι φαίνεται, τα αστέρια αυτά δεν είναι τα αστέρια της ευρωπαϊκής σημαίας.

    – Δεν υφίσταται αφηρημένο κριτήριο

    50.

    Ο R O υποστηρίζει ότι αυτή καθαυτή η γνωστοποίηση αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2017 συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία συνεπάγεται τη μη εκτέλεση των επίμαχων ΕΕΣ ( 37 ). Κατά την άποψή του, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης έχει «πληγεί ανεπανόρθωτα» ( 38 ) από τη γνωστοποίηση αποχωρήσεως. Ο R O διατείνεται ότι τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι τα ΕΕΣ που εκδόθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν πλέον να εκτελεστούν.

    51.

    Ουδόλως συμμερίζομαι αυτή τη συλλογιστική, η οποία ωθεί την ερμηνεία των εννόμων αποτελεσμάτων της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως πέραν των ορίων οποιασδήποτε πιθανής νομικής ερμηνείας.

    52.

    Η αποχώρηση από την Ένωση, μολονότι ενδεχομένως δεν συνιστά την πλέον ελκυστική επιλογή για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο ( 39 ), αποτελεί εντούτοις μία δυνατότητα που αναγνωρίζεται ρητώς στο άρθρο 50 ΣΕΕ. Καίτοι στο πλαίσιο της ιστορίας και των σκοπών των Συνθηκών ( 40 ), που βασίζονται σε κοινές αξίες ( 41 ), το άρθρο 50 ΣΕΕ αποτελεί, ασφαλώς, την εξαίρεση, γεγονός παραμένει ότι το άρθρο αυτό υφίσταται και ότι κάθε κράτος μέλος δύναται να το χρησιμοποιήσει.

    53.

    Εάν αυτή καθαυτή η γνωστοποίηση αποχωρήσεως χαρακτηριζόταν εξαιρετική περίσταση η οποία πλήττει ανεπανόρθωτα την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τούτο θα προδίκαζε τα κίνητρα που ωθούν κράτος μέλος στην αποχώρηση και θα αποστερούσε την εν λόγω διάταξη από οποιαδήποτε χρησιμότητα.

    54.

    Επιπλέον, είναι μάλλον αυθαίρετο να κριθεί κατά τρόπο κατηγορηματικό ότι η κατάσταση που ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να τύχει διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σύγκριση με ΕΕΣ το οποίο έχει εκδοθεί λίγο πριν από την ημερομηνία της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως ( 42 ).

    55.

    Η προσέγγιση που προτείνει ο R O θα κατέληγε, ουσιαστικά, σε μια γενική μονομερή ( 43 ) αναστολή των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου από την ημερομηνία γνωστοποιήσεως της αποχωρήσεως και εντεύθεν. Τούτο είναι αντίθετο προς την αρχή στην οποία στηρίζεται η απόφαση-πλαίσιο, όπως αυτή περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 10, κατά την οποία η εφαρμογή του μηχανισμού του ΕΕΣ δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω Συνθήκης, με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ( 44 ). Θα ήταν επίσης αντίθετο προς τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναστέλλουν την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

    56.

    Επομένως, απλώς και μόνο η έκδοση της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία να δικαιολογεί τη μη εκτέλεση του ΕΕΣ.

    Ειδικά ζητήματα μετά την παράδοση

    57.

    Το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) επισημαίνει τέσσερα ζητήματα του ενωσιακού δικαίου που προέβαλε ο R O και τα οποία, θεωρητικά ( 45 ), θα ανακύψουν μετά την παράδοσή του και, κυρίως, μετά τις 29 Μαρτίου 2019. Τα ζητήματα αυτά είναι τα εξής: πρώτον, εάν θα δικαιούται να αφαιρεθεί από την ποινή του το χρονικό διάστημα που παρέμεινε υπό κράτηση, βάσει του άρθρου 26 της αποφάσεως-πλαισίου· δεύτερον, η τήρηση του κανόνα της ειδικότητας, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 27 της αποφάσεως-πλαισίου· τρίτον, η απαγόρευση περαιτέρω παραδόσεώς του σε τρίτο κράτος ( 46 ) από το Ηνωμένο Βασίλειο και, τέταρτον, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Ως γενική παρατήρηση, ο R O προσθέτει ότι, μολονότι, αδιαμφισβήτητα, θα έχει πρόσβαση στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου να επιδιώξει την έκδοση διατάξεως ως προς τα τέσσερα αυτά ζητήματα στην περίπτωση που ανακύψουν, εντούτοις, δεν θα έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αμετάκλητη κρίση αυτών των ζητημάτων του ενωσιακού δικαίου από το Δικαστήριο της Ένωσης.

    58.

    Αντιθέτως, ο Ιρλανδός Υπουργός, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή φρονούν ότι δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο για την εκτέλεση του ΕΕΣ. Την ίδια άποψη έχει και η Ρουμανική Κυβέρνηση.

    – Brexit σημαίνει Brexit ( 47 )

    59.

    Αφ’ ης στιγμής ένα κράτος μέλος αποχωρήσει από την Ένωση, και ελλείψει σχετικών κανόνων επί του ζητήματος, η απόφαση-πλαίσιο παύει να ισχύει για αυτό το κράτος μέλος ( 48 ). Φυσική συνέπεια είναι ότι το κράτος ούτε δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η απόφαση-πλαίσιο ούτε μπορεί να επωφεληθεί από τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η απόφαση αυτή. Άλλο φυσικό επακόλουθο είναι ότι οι ιδιώτες δεν δύνανται πλέον να επικαλούνται τα δικαιώματα που αντλούν από την απόφαση-πλαίσιο έναντι του κράτους μέλους στο οποίο πλέον δεν ισχύει η απόφαση-πλαίσιο ( 49 ).

    60.

    Τούτο αποτελεί γενικό φαινόμενο συμφυές προς κάθε αποχώρηση κράτους μέλους από οργανισμό, σύμβαση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή συνεργασίας. Μαζί με την ιδιότητα μέλους ενός οργανισμού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή έρχονται και παρέχονται. Δεδομένου ότι η ιδιότητα του μέλους της Ένωσης Ένωση, ισχύει, κατ’ αρχήν, για απεριόριστο χρονικό διάστημα ( 50 ), η διάρκεια των δικαιωμάτων (και των υποχρεώσεων) που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης είναι, κατ’ αρχήν, ίδια με τη διάρκεια της ιδιότητας του κράτους μέλους της Ένωσης. Έτσι, για παράδειγμα, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν μπορούν πλέον να αντιτάσσουν έναντι των πρώην κρατών μελών της Ένωσης τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς. Δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να ασκούν εμπορική δραστηριότητα ούτε να εργάζονται και να ταξιδεύουν όπως στο παρελθόν. Πράγματι, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της αποχωρήσεως ενός κράτους μέλους από έναν οργανισμό όπως η Ένωση: να μη δεσμεύεται πλέον από υποχρεώσεις. Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος είναι η, αναπόφευκτη και ενδεχομένως ανεπανόρθωτη, απώλεια δικαιωμάτων.

    61.

    Η απόφαση-πλαίσιο δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό το γενικό φαινόμενο ( 51 ).

    – Η αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν θίγεται

    62.

    Κατ’ αντιδιαστολή, στον βαθμό που ένα κράτος παραμένει μέλος της Ένωσης, το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να ισχύει. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου και ιδίως η υποχρέωση παραδόσεως.

    63.

    Στο σημείο αυτό, επιθυμώ να τονίσω εκ προοιμίου ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ο R O δεν στηρίζονται σε απτές αποδείξεις. Είναι αδύνατον να εξακριβωθεί εάν οι ανησυχίες του είναι πραγματικές ή υποθετικές. Τούτο το αναγνωρίζει και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο.

    64.

    Όσον αφορά την παράδοση, η νομική σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας εξακολουθεί να διέπεται από την απόφαση-πλαίσιο, η οποία, όπως κατέστη αρκούντως σαφές ανωτέρω και έχει επανειλημμένως σημειωθεί από το Δικαστήριο, εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη ( 52 ). Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη υπονομευόταν.

    65.

    Δεν υπάρχουν απτές ενδείξεις ότι οι πολιτικές συνθήκες που προηγήθηκαν της γνωστοποιήσεως, που την προκάλεσαν ή που έπονται αυτής είναι τέτοιες ώστε να είναι πιθανό να μη γίνεται σεβαστό το ουσιαστικό περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη ( 53 ). Όπως ορθώς επισήμανε ο Ιρλανδός Υπουργός, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι να εγκαταλείψει το κράτος δικαίου ή την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, ουδεμία βάση υπάρχει προς αμφισβήτηση της διαρκούς δεσμεύσεως Ηνωμένου Βασιλείου για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 54 ).

    66.

    Εξάλλου, εάν ένα κράτος μέλος έπαυσε να αποτελεί μέλος της Ένωσης και δεν δεσμεύεται πλέον από τους όρους της αποφάσεως-πλαισίου, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχουν εφαρμογή άλλοι κανόνες. Οι διατάξεις του νόμου περί εκδόσεως του 2003 ( 55 ) θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται ως (αμιγώς) εσωτερικό δίκαιο ( 56 ). Πέραν αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι, για παράδειγμα, συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης περί εκδόσεως του 1957 ( 57 ) και, επιπλέον, δεσμεύεται από την ΕΣΔΑ. Η Σύμβαση περί εκδόσεως περιλαμβάνει έναν κανόνα για την ειδικότητα ( 58 ) καθώς και διάταξη η οποία απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την εκ νέου έκδοση σε τρίτη χώρα ( 59 ).

    67.

    Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, στην πράξη, οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου που αφορούν την μετά την παράδοση κατάσταση σπανίως αποτέλεσαν το αντικείμενο αιτήσεων προδικαστικών αποφάσεων από εθνικά δικαστήρια ( 60 ).

    68.

    Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, στην περίπτωση εκδόσεως σε κράτος εκτός της Ένωσης ( 61 ), το Δικαστήριο εφαρμόζει τις ίδιες αρχές που εφάρμοσε στην απόφαση Aranyosi και Căldăraru ( 62 ), κατά την ερμηνεία τόσο των διατάξεων των Συνθηκών περί ιθαγένειας και απαγορεύσεως των διακρίσεων όσο και των διατάξεων του Χάρτη ( 63 ).

    69.

    Η εφαρμογή ενός αυστηρότερου κριτηρίου στην υπό κρίση υπόθεση θα σήμαινε ότι ο R O απολαύει μεγαλύτερης προστασίας από αυτή που θα του παρεχόταν εάν επρόκειτο να εκδοθεί σε χώρα εκτός της Ένωσης. Τούτο δεν θα ήταν συνεπές.

    70.

    Ως εκ τούτου, το κριτήριο που προτείνω να εφαρμόζεται είναι το εξής: κατά τη χρονική στιγμή εκτελέσεως του ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορούν να αναμένουν από το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, όσον αφορά το πρόσωπο που πράγματι παραδίδεται, ότι θα σεβαστεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία, μετά την παράδοση, το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος θα αποχωρήσει από την Ένωση. Η παραδοχή αυτή μπορεί να γίνει δεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι στο κράτος μέλος που αποχωρεί από την Ένωση θα εξακολουθήσουν να έχουν εφαρμογή άλλες διεθνείς πράξεις. Μόνον εφόσον υπάρχουν απτές ενδείξεις περί του αντιθέτου οι δικαστικές αρχές κράτους μέλους μπορούν να αποφασίσουν να μην εκτελέσουν το ένταλμα συλλήψεως.

    71.

    Εναπόκειται στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως να διενεργούν την προαναφερθείσα εκτίμηση. Από τις σαφείς πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν φαίνεται να συντρέχει λόγος για τη μη εκτέλεση του επίμαχου ΕΕΣ στην υπό κρίση υπόθεση.

    Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

    72.

    Τέλος, θα πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις που έχει η απουσία αρμοδιότητας του Δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου.

    73.

    Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι σχετικά απλό, καθόσον αναλύεται ευχερέστερα εξετάζοντας όχι το μέλλον ( 64 ) αλλά το παρελθόν.

    74.

    Η απόφαση-πλαίσιο εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου 2002, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ( 65 ), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ( 66 ), δηλαδή στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείτο «τρίτος πυλώνας». Οι διαδικασίες στο πλαίσιο αυτού του πυλώνα είχαν, κατά κύριο λόγο, διακυβερνητικό χαρακτήρα. Έτσι, σε σχέση με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο ρόλος της Επιτροπής ήταν περιορισμένος σε μεγάλο βαθμό, στο Συμβούλιο επικρατούσε η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ήταν περιορισμένη, ενώ επιπλέον, σύμφωνα με το τότε ισχύον άρθρο 35 ΣΕΕ, η αρμοδιότητα αυτή τελούσε υπό τον όρο της δηλώσεως κάθε μεμονωμένου κράτους μέλους ότι την αποδέχεται ( 67 ). Ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε, παρεμπιπτόντως, η Ιρλανδία προέβησαν σε αυτή τη δήλωση ( 68 ).

    75.

    Επομένως, πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η υπό κρίση υπόθεση δεν θα μπορούσε να έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ( 69 ). Ούτε θα μπορούσε να έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα από δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου. Παρά ταύτα, ακόμη και σε αυτό το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν σταθερά προσηλωμένη στην αρχή του κράτους δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της προσβάσεως στη δικαιοσύνη.

    76.

    Το Δικαστήριο απέκτησε πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου μόνο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας ( 70 ) –και συγκεκριμένα πέντε έτη μετά από αυτή ( 71 )– δηλαδή του πρωτογενούς δικαίου όπως αυτό έχει σήμερα. Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη αυτή κατήργησε τη δομή των τριών πυλώνων και συνταγματοποίησε πλήρως ( 72 ) τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης –υπό την έννοια ότι πλέον σε αυτόν τον τομέα εφαρμόζονται θεμελιώδεις, υπερεθνικές αρχές όπως η συνήθης νομοθετική διαδικασία ( 73 ) και η πλήρης αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ( 74 ).

    77.

    Εν ολίγοις, φρονώ ότι το ζήτημα της απουσίας αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μετά τις 29 Μαρτίου 2019 δεν συνιστά εμπόδιο για την παράδοση του R O στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    Καταληκτικές παρατηρήσεις

    78.

    Από την ως άνω ανάλυση καθίσταται προφανές ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ από το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει της αποφάσεως-πλαισίου θα πρέπει να προχωρήσει ακριβώς όπως θα συνέβαινε εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ, την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την πιθανή πολυπλοκότητα μιας μεταβατικής ή εφαρμοστικής περιόδου, απλώς και μόνον διότι (μέχρι στιγμής) δεν υφίσταται τέτοια περίοδος βάσει του ισχύοντος δικαίου. Επομένως, επί του παρόντος ( 75 ), δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση της πλούσιας εμπειρίας της Ένωσης όσον αφορά τις μεταβατικές περιόδους, οι οποίες, υπό διάφορες μορφές ( 76 ), δεν αποτελούν κάτι νέο για το ενωσιακό δίκαιο ( 77 ).

    79.

    Από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, το Brexit συνιστά terra incognita ( 78 ). Ελάχιστα γνωρίζουμε ως προς τις ρυθμίσεις που θα τεθούν σε ισχύ μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τις 29 Μαρτίου, είτε γενικώς είτε όσον αφορά το σύστημα του ΕΕΣ ειδικότερα ( 79 ). Το βέβαιο είναι ότι μετά την αποχώρηση από την Ένωση, σε κάποια χρονική στιγμή, η παλίρροια θα υποχωρήσει. Το δίκαιο της Ένωσης θα ακολουθήσει την πορεία των ποταμών και θα καταλήξει στις εκβολές τους ( 80 ).

    80.

    Όμως η υπό κρίση υπόθεση παραμένει μια συνηθισμένη περίπτωση.

    81.

    Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), με απόφαση την οποία εξέδωσε στις 2 Μαΐου 2018, έκρινε ότι ουδείς λόγος συντρέχει να αναστείλει τη διαδικασία εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου σε μια (άλλη) αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με τις συνέπειες που έχει το Brexit στην απόφαση-πλαίσιο ( 81 ).

    82.

    Ως εκ τούτου, δεν βλέπω για ποιο λόγο το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να μεταβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη νομική του εκτίμηση απλώς και μόνο λόγω της γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2017.

    Πρόταση

    83.

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

    Στην περίπτωση που κράτος μέλος, πρώτον, έχει γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, δεύτερον, δυνάμει των σχετικών διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (ΕΕΣ) προκειμένου να του παραδοθεί από άλλο κράτος μέλος πρόσωπο το οποίο καταζητείται, η νομική εκτίμηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί από τις δικαστικές αρχές αυτού του άλλου κράτους μέλους κατά την εκτέλεση του ΕΕΣ δεν μεταβάλλεται λόγω της προαναφερθείσας γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).

    ( 3 ) Βλ. συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, τα οποία μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως-πλαισίου.

    ( 4 ) Τα οποία έχουν καθορισθεί από το Irish Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας) στην απόφαση Υπουργός Δικαιοσύνης κατά Rettinger, [2010], IESC 45.

    ( 5 ) Βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198).

    ( 6 ) Υπόθεση C-191/18.

    ( 7 ) Εκείνη η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει υποβληθεί με απόφαση που εκδόθηκε στις 12 Μαρτίου 2018. Ο KN, ο οποίος κρίθηκε ένοχος στο Ηνωμένο Βασίλειο για την τέλεση του αδικήματος της φορολογικής απάτης και καταδικάστηκε σε ποινές φυλακίσεως, διέφυγε στην Ιρλανδία, ενώ ήταν ελεύθερος με εγγύηση εν αναμονή του καθορισμού της ποινής του. Στη συνέχεια, δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε εις βάρος του ΕΕΣ. Όπως και στην παρούσα υπόθεση, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι επιπτώσεις του Brexit είναι τέτοιες ώστε να απαιτείται να μεταβάλει τη νομική του εκτίμηση στην υπόθεση αυτή. Το αίτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκειμένου το Δικαστήριο να εφαρμόσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ταχεία διαδικασία απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου. Με την εν λόγω διάταξη κρίθηκε ότι το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται, στο εγγύς μέλλον, να μην αποτελεί πλέον μέλος της Ένωσης και, ενδεχομένως, να μην υπόκειται πλέον στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου, δεν δημιουργεί αυτό καθαυτό κατάσταση επείγοντος για τους διαδίκους της κύριας δίκης. Βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2018, KN (C-191/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:383, σκέψη 21).

    ( 8 ) Τα οποία συμμορφώνονται πλήρως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    ( 9 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Gasparini κ.λπ. (C-467/04, EU:C:2006:610, σκέψη 44).

    ( 10 ) Βλ. άρθρο 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση AY (C‑268/17, EU:C:2018:317, σημεία 25 και 26).

    ( 11 ) Από την έκδοση της απόφασης της 3ης Μαΐου 2007, Advocaten voor de Wereld (C-303/05, EU:C:2007:261, σκέψη 28).

    ( 12 ) Του Συμβουλίου της Ευρώπης. Βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/024.

    ( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 75), της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas (C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 25), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 24).

    ( 14 ) Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση AY (C-268/17, EU:C:2018:317, σημείο 42).

    ( 15 ) Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως διευκρινίζεται στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.

    ( 16 ) Βλ. αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, Leymann και Pustovarov (C-388/08 PPU, EU:C:2008:669, σκέψη 51), και της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C-261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 37).

    ( 17 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 18 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση AY (C-268/17, EU:C:2018:317, σημεία 45 επ.).

    ( 19 ) Οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου είναι εξαντλητικές, βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C-237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 36), της 28ης Ιουνίου 2012, West (C-192/12 PPU, EU:C:2012:404, σκέψη 55), και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C-399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 38).

    ( 20 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C-270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 51).

    ( 21 ) Μετά την απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral (120/78, EU:C:1979:42, σκέψη 14, απόφαση καλούμενη «Cassis de Dijon»).

    ( 22 ) Απ’ ό,τι φαίνεται, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στην αγγλική γλώσσα ορισμένες φορές αναφέρονται σε «mutual confidence» αντί για «mutual trust». Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 77). Θεωρώ ότι οι όροι αυτοί έχουν ακριβώς το ίδιο νόημα και μπορούν να χρησιμοποιούνται ο ένας στη θέση του άλλου.

    ( 23 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C-270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 49).

    ( 24 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ. (C-411/10 και C-493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 78 έως 80), και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C-399/11, EU:C:2013:107, σκέψεις 37 έως 63).

    ( 25 ) Βλ., επίσης, Jeney, P., «The European Union’s Area of Freedom, Security and Justice without the United Kingdom: legal and practical consequences of Brexi», ELTE Law Journal, 2016, σ. 117 έως 137, σ. 126 και 127. Ο συγγραφέας συνεχίζει προσθέτοντας ότι το ΕΕΣ έχει «[…] επίσης αποδειχθεί ότι συνιστά την πλέον προβληματική πράξη αμοιβαίας αναγνωρίσεως», ενώ η αναλογικότητα της χρήσης του, η έλλειψη εγγυήσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η απουσία λόγων αρνήσεως εκτελέσεως οι οποίοι να εδράζονται στα θεμελιώδη δικαιώματα εξακολουθούν να αποτελούν επαναλαμβανόμενα προβλήματα κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία του.

    ( 26 ) Βλ. Lenaerts, K., «La vie après l’avis: exploring the principle of mutual (yet not blind) trust», 54, Common Market Law Review 2017, σ. 805 έως 840, σ. 806.

    ( 27 ) Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 191).

    ( 28 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016 (C-404/15 και C-659/15, EU:C:2016:198). Σε κανονιστικό επίπεδο, τούτο προκύπτει για το Δικαστήριο από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ: βλ., ιδίως, σκέψεις 74 και 83 επ. καθώς και το σκεπτικό της αποφάσεως. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, ML (Συνθήκες κράτησης στην Ουγγαρία) (C‑220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 117), της 25ης Ιουλίου 2018, LM (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψεις 47, 59, 73 και 79), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ε. Tanchev στην τελευταία ως άνω υπόθεση (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:517, σημεία 5, 55, 59 και 121).

    ( 29 ) Πρόκειται περί διατάξεως αναγκαστικού δικαίου από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση: βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 85 και 86, με ρητή αναφορά στα άρθρα 3 και 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ). Η διάταξη αυτή έχει θεμελιώδη σημασία για το κράτος δικαίου.

    ( 30 ) Βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 89). Πέραν των αποφάσεων (εθνικών ή διεθνών, ιδίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αντληθούν από αποφάσεις, εκθέσεις και άλλα έγγραφα διεθνών οργανισμών, με κύριο φορέα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία διαχειρίζεται την αντίστοιχη σύμβαση.

    ( 31 ) Βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 92).

    ( 32 ) Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε ορισμένα ζητήματα σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχει ο R O να υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση κατά την κράτησή του εφόσον παραδοθεί, προς απάντηση των οποίων η δικαστική αρχή εκδόσεως παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε αυτόν τον κίνδυνο. Εκτιμώ ότι το αιτούν δικαστήριο έμεινε ικανοποιημένο από αυτές τις πληροφορίες, καθόσον δεν υπέβαλε ξεχωριστό ερώτημα σχετικά με το ζήτημα του άρθρου 4 του Χάρτη, αλλά το εξετάζει παρεμπιπτόντως μόνο στο πλαίσιο του ζητήματος της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

    ( 33 ) Προφανώς, όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο 50, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.

    ( 34 ) Βλ., επίσης, Hillion, Chr., «Withdrawal under Article 50 TEU: an integration-friendly process», 55, Common Market Law Review 2018, τεύχος 2/3, σ. 29 έως 56, σ. 53.

    ( 35 ) Η διαπραγμάτευση της εν λόγω συμφωνίας γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Αρκετές από τις νομικές πτυχές σχετικά με την ίδια τη διαδικασία παραμένουν ασαφείς, βλ., για παράδειγμα, Łazowski, A., «Be Careful What You Wish for: Procedural Parameters of EU Withdrawal», σε C. Closa (επιμ.), Secession from a Member State and Withdrawal from the European Union, Cambridge University Press, Cambridge, 2017, σ. 234 έως 256, σ. 241, και Eeckhout, P., Frantziou, E., «Brexit and Article 50 TEU: a constitutionalist reading», 54 Common Market Law Review, 2017, σ. 695-734.

    ( 36 ) Υπάρχει απλώς το κειμένου ενός σχεδίου συμφωνίας, το οποίο εκδόθηκε από την ειδική ομάδα εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ. Το κείμενο αυτό έχει αποσταλεί στα «27 κράτη μέλη της Ένωσης», στη διευθύνουσα ομάδα για το Brexit στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της ειδικής ομάδας εργασίας στις 19 Μαρτίου 2018 προκειμένου να «καταδείξει […] την πρόοδο που επιτεύχθηκε κατά τον διαπραγματευτικό γύρο της 16ης έως 18ης Μαρτίου 2018». Είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/draft_agreement_coloured.pdf. Είναι σαφές ότι πρόκειται περί ενός εγγράφου εργασίας και μιας εκθέσεως προόδου η οποία εκδόθηκε για λόγους διαφάνειας. Επιπλέον, τελεί υπό την επιφύλαξη ότι «δεν υπάρχει συμφωνία έως ότου επιτευχθεί συνολική συμφωνία». Αμφότερες αυτές οι αρχές ορίζονται ως «βασικές αρχές» στο σημείο 2 των «Κατευθυντήριων γραμμών μετά τη γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει του άρθρου 50 της ΣΕΕ» (EUCO XT 20004/17), οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 29 Απριλίου 2017, βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, και είναι διαθέσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.consilium.europa.eu/media/21763/29-euco-art50-guidelinesen.pdf.

    ( 37 ) Ο R O φαίνεται ότι στηρίζει την επιχειρηματολογία του στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, όπως ακριβώς έκανε και το Δικαστήριο στην απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198).

    ( 38 ) Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο R O.

    ( 39 ) Αρχής γενομένης από το ίδιο το επίμαχο κράτος μέλος, τους οικονομικούς φορείς και τους πολίτες του, μέχρι και την Ένωση των λοιπών κρατών μελών με τους οικονομικούς φορείς και τους πολίτες τους, για να μην αναφερθούμε στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι απολαύουν δικαιώματα που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, ανεξαρτήτως της μορφής τους.

    ( 40 ) Οι οποίες επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια ακόμη πιο στενή ένωση μεταξύ των λαών της Ευρώπης (αιτιολογική σκέψη 13 της Συνθήκης ΕΕ), στηρίζονται στις κοινές αξίες (άρθρο 2 ΣΕΕ) και περιλαμβάνουν μια σειρά στόχων (άρθρο 3 ΣΕΕ –με τους τέσσερις πρωταρχικούς στόχους να είναι η δημιουργία χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η εσωτερική αγορά, η οικονομική και νομισματική ένωση και η κοινή εξωτερική παρουσία), οι οποίοι επιτυγχάνονται μέσω ενός φάσματος πολιτικών που απαριθμούνται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

    ( 41 ) Άρθρο 2 ΣΕΕ.

    ( 42 ) Ας υποθέσουμε ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ εις βάρος του R O είχε λάβει χώρα στις 28 Μαρτίου 2017. Ελλείψει γνωστοποιήσεως αποχωρήσεως, το αιτούν δικαστήριο θα είχε εκτελέσει το ΕΕΣ. Όμως, όσον αφορά την κατάσταση που θα ίσχυε για τον ενδιαφερόμενο μετά την παράδοση, τα πράγματα δεν θα διαφοροποιούνταν σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση.

    ( 43 ) Ακόμη και αν, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, είναι ακούσια όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο.

    ( 44 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, LM (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 72).

    ( 45 ) «Θεωρητικά» και κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου.

    ( 46 ) Δεδομένου ότι ο RO κάνει λόγο για το χρονικό διάστημα μετά τις 29 Μαρτίου 2019, θα διευκρίνιζα ότι πρόκειται περί κάποιου άλλου κράτους.

    ( 47 ) Ούτε διεκδικώ την πατρότητα της συγκεκριμένης εκφράσεως ούτε, όπως θα καταδείξω στο παρόν τμήμα των προτάσεών μου, της αποδίδω ακριβώς το ίδιο νόημα με αυτό που της αποδίδεται συνήθως.

    ( 48 ) Πάντως, ανάλογα με το τι προβλέπεται από το εθνικό ποινικό δίκαιο, οι αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος (εν προκειμένω οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου), κατά την αξιολόγηση που θα διενεργήσουν μετά την παράδοση, ενδέχεται να υποχρεωθούν να εφαρμόσουν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τις διατάξεις (της αποφάσεως-πλαισίου ή του εθνικού δικαίου) που είναι ευνοϊκότερες για το πρόσωπο που παραδόθηκε.

    ( 49 ) Θα πρέπει, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι δυνάμει της ρήτρας 2, παράγραφος 1, του νόμου περί αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2018, ο οποίος έλαβε τη βασιλική έγκριση στις 26 Ιουνίου 2018, «η απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης εσωτερική νομοθεσία, εφόσον είναι σε ισχύ την αμέσως προηγούμενη της αποχωρήσεως ημέρα, εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα στο εσωτερικό δίκαιο και την επόμενη της αποχωρήσεως ημέρα». Η υπογράμμιση δική μου. Το κείμενο του νόμου περί αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2018 είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.legislation.gov.uk/ukpga/2018/16/pdfs/ukpga_20180016_en.pdf.

    ( 50 ) Βλ. άρθρο 53 ΣΕΕ.

    ( 51 ) Προφανώς, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι περίπλοκη η νομική πραγματικότητα της μετά το Brexit σχέσεως –ανεξαρτήτως της μορφής που θα έχει– μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, του οποίου αποτελεί μέρος η απόφαση-πλαίσιο: βλ., συναφώς, Mitsilegas, V., «Cross-border criminal cooperation after Brexit», σε M. Dougan (επιμ.), The UK after Brexit. Legal and policy challenges, intersentia, Cambridge, Αμβέρσα, Πόρτλαντ, 2017, σ. 203 έως 221, σ. 217.

    ( 52 ) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη θεωρείται ευρέως –και ορθώς– ότι αποτελεί τμήμα του DNA του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης: βλ. Labayle, H., «Faut-il faire confiance à la confidence mutuelle?», σε K. Lenaerts (επιμ.), Liber Amicorum Antonio Tizzano, De la Cour CECA à la Cour de l’Union: le long parcours de la justice européenne, G. Giappichelli Editore, Τορίνο, 2018, σ. 472 έως 485, σ. 479.

    ( 53 ) Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Κατά τη γνωστοποίηση αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2017, στην επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Πρωθυπουργός υπογράμμισε την επιθυμία της για μια «[…] βαθιά και ειδική εταιρική σχέση» μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Προσέθετε ότι «[ε]πιθυμούμε να διασφαλίσουμε ότι η Ευρώπη θα παραμείνει ισχυρή, ευημερούσα και ικανή να προβάλλει τις αξίες της, με ηγετική θέση στον κόσμο και υπερασπιζόμενη τον εαυτό της από τις απειλές κατά της ασφάλειας. Θέλουμε το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω μιας βαθιάς και ειδικής εταιρικής σχέσης με μια Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρή, να αναπτύξει πλήρως τον ρόλο του στην επίτευξη των ανωτέρω στόχων». Η υπογράμμιση δική μου. Επιπλέον, η Πρωθυπουργός τόνισε ιδίως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο «θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται από κοινού για την προαγωγή και την προστασία των ευρωπαϊκών αξιών μας. Ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος έχει ανάγκη τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες της Ευρώπης». Η επιστολή που περιείχε τη γνωστοποίηση αποχωρήσεως είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/604079/Prime_Ministers_letter_to_European_Council_President_Donald_Tusk.pdf. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι από τη γνωστοποίηση αποχωρήσεως και έπειτα η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει διαφοροποιηθεί ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

    ( 54 ) Επίσης, κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου φρόντισε να υπενθυμίσει στο Δικαστήριο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί ένα εκ των ιδρυτικών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι ήταν ένα από τα πρώτα κράτη που επικύρωσαν την ΕΣΔΑ. Θα μου επιτραπεί επίσης να προσθέσω ότι, μολονότι το 2016 ο τότε Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου απηύθυνε έκκληση προκειμένου το Ηνωμένο Βασίλειο να αποχωρήσει από την ΕΣΔΑ (βλ. https://www.bbc.co.uk/news/uk-politics-eu-referendum-36128318 και https://www.theguardian.com/politics/2016/apr/25/uk-must-leave-european-convention-on-human-rights-theresa-may-eu-referendum), εντούτοις, η τωρινή κυβερνητική πολιτική δεν φαίνεται να υιοθετεί αυτή την άποψη (βλ. https://www.thetimes.co.uk/article/uk-would-not-leave-human-rights-court-if-conservatives-re-elected-3rpblw9zp).

    ( 55 ) Με τον οποίο, όπως εκτίθεται ανωτέρω, στην ανάλυση του νομικού πλαισίου, μεταφέρθηκαν οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου.

    ( 56 ) Βλ. ρήτρα 2, παράγραφος 1, του νόμου περί αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2018. Προφανώς, η ρήτρα αυτή πρέπει να εξετάζεται εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και εξαρτάται από όλες τις λοιπές ρήτρες του εν λόγω νόμου (για ζητήματα όπως η υπεροχή, το καθεστώς και η ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που παραμένει σε ισχύ και η την εφαρμογή της συμφωνίας αποχωρήσεως, για να αναφέρω ορισμένα μόνο από τα σχετικά παραδείγματα).

    ( 57 ) Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/024.

    ( 58 ) Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως.

    ( 59 ) Άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο (βλ., όσον αφορά γενικώς τις συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, Davidson, R., «Brexit and criminal justice: the future of the UK’s cooperation relationship with the EU», σε Criminal Law Review, 2017, σ. 379 έως 395, σ. 385). Πλην όμως, τούτο είναι σύμφυτο με τη διαδικασία αποχωρήσεως, όπως είναι και αυτονόητο ότι η εν λόγω σύμβαση, ως πράξη του δημοσίου διεθνούς δικαίου, δεν παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με αυτά των πράξεων του δικαίου της Ένωσης.

    ( 60 ) Βλ. αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, Leymann και Pustovarov (C-388/08 PPU, EU:C:2008:669), και της 28ης Ιουνίου 2012, West (C‑192/12 PPU, EU:C:2012:404).

    ( 61 ) Στο δίκαιο της Ένωσης, η παράδοση βάσει της αποφάσεως-πλαισίου αναφέρεται σε κατάσταση που αφορά δύο κράτη μέλη ενώ η έκδοση γενικώς αναφέρεται σε κατάσταση που αφορά κράτος μέλος και κάποια τρίτη χώρα. Πάντως, στην περίπτωση που η τρίτη χώρα συνδέεται στενά με την Ένωση, όπως συμβαίνει με τα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ο όρος που χρησιμοποιείται είναι «διαδικασίες παραδόσεως». Βλ., για παράδειγμα, συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τη διαδικασία παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και Νορβηγίας (ΕΕ 2006, L 292, σ. 2). Η συγκεκριμένη συμφωνία δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ (βλ. υποσημείωση 79 των παρουσών προτάσεων).

    ( 62 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016 (C-404/15 και C-659/15, EU:C:2016:198).

    ( 63 ) Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C-182/15, EU:C:2016:630, σκέψεις 56 έως 58).

    ( 64 ) Όσον αφορά τα πιθανά σενάρια σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης μετά το Brexit, βλ. Curtin, D., «Brexit and the EU Area of Freedom, Security», σε F. Fabbrini, The law and politics of Brexit, OUP, Οξφόρδη, 2017, σ. 183 έως 200, σ. 186 και 187, και Weyembergh, A., «Consequences of Brexit for European criminal law», New Journal of European Criminal Law, 2017, σ. 284-299, ιδίως σ. 295-296. Όσον αφορά αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, βλ. Knaier, R., Scholz, M., «Rechtsschutz in Großbritannien und der EU nach dem “Brexit”», Europäisches Wirtschafts- und Steuerrecht, 2018, σ. 10-17, σε σ. 15-16. Όσον αφορά εν γένει την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου, βλ. Fennelly, N. «Brexit: legal consequences for the EU. Dispute-settling between the EU and the UK», 18 ERA Forum, 2018, σ. 493 έως 511.

    ( 65 ) Άρθρα 31, στοιχεία αʹ και βʹ, και 34, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ.

    ( 66 ) Το νομικό καθεστώς του Άμστερνταμ ίσχυσε από την 1η Μαΐου 1999 έως τις 31 Ιανουαρίου 2003. Για μια συνοπτική επισκόπηση του εν λόγω καθεστώτος, βλ. Peers, S., «EU Justice and Home Affairs Law (Volume II: EU Criminal Law, Policing, and Civil Law), 4η έκδ., OUP, Οξφόρδη, 2016, σ. 14 έως 22.

    ( 67 ) Βλ. πρώην άρθρο 35, παράγραφος 2, ΣΕΕ: «Με δήλωση κατά την υπογραφή της συνθήκης του Άμστερνταμ ή οποιαδήποτε στιγμή μετά την υπογραφή, κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποδέχεται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις όπως ορίζεται στην παράγραφο 1». Βλ., επίσης, πρώην άρθρο 35, παράγραφος 3, ΣΕΕ, κατά το οποίο η δήλωση αυτή πρέπει να ορίζει εάν μόνον τα δικαστήρια του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας ή όλα τα δικαστήρια δύνανται να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

    ( 68 ) Βλ., κατ’ αντιδιαστολή, τον κατάλογο που προβλέπεται στην ΕΕ 2010, L 56, σ. 14. Πράγματι, κατά τα έτη που ακολούθησαν μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω Συνθήκης, δεκαεννέα κράτη μέλη προέβησαν στη σχετική δήλωση: δώδεκα (από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της Συνθήκης του Άμστερνταμ) (όλα πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας) και επτά από τα δώδεκα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ένωση το 2004 και το 2007 (όλα πλην της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Βουλγαρίας και της Μάλτας). Βλ., επίσης, Grzelak, A., «Aspekty prawne jurysdykcji Trybunału Sprawiedliwości WE do orzekania w trybie prejudycjalnym w III filarze UE (interpretacja art. 35 ust. 1-4 TUE)», σε J. Barcz, A. Gajda, A. Grzelak, T. Ostropolski (επιμ.), Postępowanie prejudycjalne w Przestrzeni Wolności, Bezpieczeństwa i Sprawiedliwości Unii Europejskiej, LexisNexis, Βαρσοβία, 2007, σ. 19 έως 42, σ. 29.

    ( 69 ) Ούτε για διάστημα πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής, βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.

    ( 70 ) Την 1η Δεκεμβρίου 2009.

    ( 71 ) Συνεπεία του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, για όλα τα κράτη μέλη πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, εξακολούθησε να διέπεται μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2014 από το πρώην άρθρο 35 ΣΕΕ. Βλ., πιο αναλυτικά, Lenaerts, K., «The contribution of the European Court of Justice to the area of freedom, security and justice», 59, International and Comparative Law Quaterly, 2010, σ. 255 έως 301, σ. 269 και 270. Για το Ηνωμένο Βασίλειο το ζήτημα αυτό διέπεται από το άρθρο 10, παράγραφοι 4 και 5, του πρωτοκόλλου αριθ. 36. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο άσκησε το δικαίωμα του να εξαιρεθεί και, με επιστολή της 24ης Ιουλίου 2013, κοινοποίησε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου ότι δεν αποδέχεται τις αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις οι οποίες εκδοθήκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας (βλ. έγγραφο 12750/13 του Συμβουλίου, «Κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου αριθ. 36 στις ΣΕΕ και ΣΛΕΕ», 26 Ιουλίου 2013). Εν συνεχεία το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε σε 35 από τα μέτρα από τα οποία είχε προηγουμένως εξαιρεθεί (βλ. Council Document 15398/14, «Notification of the United Kingdom under Article 10(5) of Protocol 36 to the EU Treaties», της 27ης Νοεμβρίου 2014 και απόφαση 2014/857/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2014, όσον αφορά την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι επιθυμεί να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά ζητήματα και για την τροποποίηση των αποφάσεων 2000/365/ΕΚ και 2004/926/ΕΚ (ΕΕ 2014 L 345, σ. 1). Η απόφαση-πλαίσιο είναι ένα από τα εν λόγω μέτρα. Συνεπώς, από την 1η Δεκεμβρίου 2014 το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάζει αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την οδηγία-πλαίσιο. Σχετικά με την αρκετά πολύπλοκη διαδικασία της προαιρετικής συμμετοχής, βλ. Mitsilegas, V., ‘European criminal law after Brexit’, 28 Criminal Law Forum, 2017, σ. 219 έως 250, σε σ. 224 έως 226, και Ambos, K., «Brexit und Europäisches Strafrecht», Juristenzeitung 14/2017, σ. 707-713, στη σ. 710.

    ( 72 ) Όσον αφορά την πλήρη συνταγματοποίηση που επήλθε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, βλ. Mitsilegas, V., «EU criminal law after Lisbon», Hart Publishing, Οξφόρδη και Πόρτλαντ, Όρεγκον, 2016, σ. 4 έως 52.

    ( 73 ) Με ορισμένες εξαιρέσεις όπως το άρθρο 86 ΣΛΕΕ σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ σχετικά με την επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών αρχών.

    ( 74 ) Με την εξαίρεση του περιορισμού του άρθρου 276 ΣΛΕΕ, ο οποίος, ωστόσο, δεν είναι κρίσιμος εν προκειμένω.

    ( 75 ) Βλ., στο συγκεκριμένο πλαίσιο του Brexit, Dougan, M., «An airbag for the crash test dummies? EU-UK negotiations for a post-withdrawal “status quo” transitional regime under Article 50 TEU», 55 Common Market Law Review, 2018, τεύχος 2/3, σ. 57 έως 100, σ. 83.

    ( 76 ) Στο πλαίσιο είτε του πρωτογενούς δικαίου (για παράδειγμα, συνθήκες προσχωρήσεως) είτε του παραγώγου δικαίου (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: μεταφορά των οδηγιών δυνάμει του άρθρου 288, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ).

    ( 77 ) Όσον αφορά τις μεταβατικές περιόδους στο δίκαιο της Ένωσης βλ. Kalėda, S. L., «Przejęcie prawa wspólnotowego przez nowe państwo członkowskie. Zagadnienia przejściowe oraz międzyczasowe», Prawo i Praktyka Gospodarcza, Βαρσοβία, 2003, σ. 237 έως 240.

    ( 78 ) Βλ. Müller-Graff, P.-Chr., «Brexit – die unionsrechtliche Dimension», σε M. Kramme, Chr. Baldus, M. Schmidt-Kessel (επιμέλεια), Brexit und die juristischen Folgen, Nomos, Μπάντεν‑Μπάντεν, 2017, σ. 33 έως 56, σ. 33.

    ( 79 ) Αρκετά είναι τα πιθανά σενάρια όπως, για παράδειγμα, η υποθετική περίπτωση μιας ειδικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου όπως η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τη διαδικασία παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και Νορβηγίας, η οποία μνημονεύεται στην υποσημείωση 61 των παρουσών προτάσεων, που εγκρίθηκε για λογαριασμό της Ένωσης αρχικώς με την απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2006 (ΕΕ 2006, L 292, σ. 1) και, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία απαιτούσε νέα έγκριση, με την απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 343, σ. 1). Πάντως, εξ όσων γνωρίζω, η συμφωνία αυτή δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ. Σημειώνεται, παρεμπιπτόντως, ότι η εν λόγω συμφωνία στο άρθρο 36 προβλέπει διακυβερνητική και όχι δικαστική διαδικασία επίλυσης των διαφορών. Για άλλα πιθανά σενάρια, βλ. House of Lords, «Brexit: future UK-EU Security and Police Cooperation, Report», σημεία 124 έως 140, η οποία δημοσιεύθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2016, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://publications.parliament.uk/pa/ld201617/ldselect/ldeucom/77/77.pdf.

    ( 80 ) Οι φράσεις αυτές θα πρέπει να ερμηνευθούν ως φόρος τιμής στον αείμνηστο λόρδο Denning, ο οποίος επιβεβαίωσε με τρόπο επιτακτικό στην απόφαση HP Bulmer Ltd & Anor κατά J. Bollinger SA & Ors [1974], EWCA, Civ 14, ότι «[…] όσον αφορά τα ζητήματα ευρωπαϊκού χαρακτήρα, η Συνθήκη μοιάζει με την επερχόμενη παλίρροια. Εισέρχεται στις εκβολές των ποταμών και ρέει εντός τους. Είναι αδύνατον να συγκρατηθεί». Διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.bailii.org/cgi-bin/markup.cgi?doc=/ew/cases/EWCA/Civ/1974/14.htm.

    ( 81 ) Βλ. Cour de cassation, chambre criminelle, απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, αριθ. 18-82167, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.legifrance.gouv.fr/affichJuriJudi.do?oldAction=rechExpJuriJudi&idTexte=JURITEXT000036900182&fastReqId=1561028715&fastPos=1.

    Top