Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017TJ0218

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 29ης Ιουνίου 2018.
    HF κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Αίτηση αρωγής – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας – Απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεως αρωγής – Δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρνηση κοινοποιήσεως της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων – Διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Εύλογη προθεσμία.
    Υπόθεση T-218/17.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2018:393

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

    της 29ης Ιουνίου 2018 ( *1 )

    «Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Αίτηση αρωγής – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας – Απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεως αρωγής – Δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρνηση κοινοποιήσεως της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων – Διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Εύλογη προθεσμία»

    Στην υπόθεση T‑218/17,

    HF, πρώην επιφορτισμένη με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχο υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενη από τον A. Tymen, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα-ενάγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις E. Taneva και M. Ecker,

    καθού-εναγομένου,

    με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 3ης Ιουνίου 2016, με την οποία η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή του εν λόγω θεσμικού οργάνου απέρριψε την αίτηση αρωγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στις 11 Δεκεμβρίου 2014, και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των παρανομιών που διέπραξε η ως άνω αρχή κατά την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως αρωγής,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

    συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius, P. Nihoul, J. Svenningsen (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

    γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Φεβρουαρίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Η HF, προσφεύγουσα-ενάγουσα, προσελήφθη από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) με διαδοχικές συμβάσεις από 6 Ιανουαρίου έως 14 Φεβρουαρίου 2003, από 15 Φεβρουαρίου έως 31 Μαρτίου 2003, από 1ης Απριλίου έως 30 Ιουνίου 2003 και από 1ης έως 31 Ιουλίου 2003, με την ιδιότητα της επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα υπαλλήλου, κατηγορία θέσεων εργασίας η οποία προβλέπεται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα τοποθετήθηκε στο τμήμα «Οπτικοακουστικά μέσα», το οποίο είναι πλέον μονάδα (στο εξής: μονάδα οπτικοακουστικών μέσων) της διευθύνσεως μέσων ενημέρωσης της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ενημέρωση και δημόσιες σχέσεις», νυν Γενικής Διευθύνσεως «Επικοινωνία». Ασκούσε εκεί τα καθήκοντά της ως βοηθός κατηγορίας Β, ομάδα V, κλάση 3.

    2

    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσλήφθηκε, από την 1η Αυγούστου 2003 έως την 31η Μαρτίου 2005, από εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία και παρέχουσα υπηρεσίες προς το Κοινοβούλιο, ως διαχειριστής παραγωγής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αυξημένη παραγωγική δραστηριότητα στη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων.

    3

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσελήφθη εκ νέου από την ΑΣΣΠΑ, αυτή τη φορά ως συμβασιούχος υπάλληλος στη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων από 1ης Απριλίου 2005 έως 31 Ιανουαρίου 2006, εν συνεχεία ως έκτακτη υπάλληλος από 1ης Φεβρουαρίου 2006 έως 31 Ιανουαρίου 2012 στην ίδια μονάδα.

    4

    Από 1ης Φεβρουαρίου 2012 έως 31 Μαΐου 2015, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απασχολήθηκε ως συμβασιούχος υπάλληλος με επικουρικά καθήκοντα στη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

    5

    Από τις 26 Σεπτεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα-ενάγουσα τέθηκε σε αναρρωτική άδεια και έκτοτε δεν επανήλθε στην υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

    6

    Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2014, το οποίο απηύθυνε στον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου (στο εξής: γενικός γραμματέας) και κοινοποίησε στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή), καθώς και στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου και στον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου (στο εξής: γενικός διευθυντής προσωπικού), η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), αίτηση αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση αρωγής), καθώς τα εν λόγω άρθρα εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 92 και 117 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα.

    7

    Προς στήριξη της αιτήσεως αρωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστήριξε ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως εκ μέρους του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και ότι η παρενόχληση αυτή είχε εκδηλωθεί με διάφορες συμπεριφορές του τελευταίου, τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς, ιδίως κατά τις συναντήσεις προσωπικού της υπηρεσίας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε να ληφθούν επείγοντα μέτρα προκειμένου να προστατευθεί από τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως και να διεξαχθεί διοικητική έρευνα από την ΑΣΣΠΑ ούτως ώστε να διαπιστωθεί το υποστατό των εν λόγω περιστατικών.

    8

    Με έγγραφο της 13ης Ιανουαρίου 2015, ο R. N., προϊστάμενος της μονάδας «Ανθρώπινο Δυναμικό» (στο εξής: μονάδα ανθρωπίνου δυναμικού) της διευθύνσεως πόρων της ΓΔ «Προσωπικό», και πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως αρωγής της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και την ενημέρωσε ότι η εν λόγω αίτηση θα διαβιβαστεί στον γενικό διευθυντή προσωπικού, ο οποίος θα αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως, υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, μετά την παρέλευση της οποίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως αρωγής και να υποβληθεί κατ’ αυτής η προβλεπόμενη από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διοικητική ένσταση.

    9

    Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας‑ενάγουσας γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στον γενικό διευθυντή προσωπικού ότι ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων είχε ενημερωθεί σχετικά με την υποβολή αιτήσεως αρωγής και την κίνηση διοικητικής έρευνας από την ΑΣΣΠΑ. Ειδικότερα, η πληροφορία αυτή είχε καταγραφεί στα πρακτικά συνεδριάσεως της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, συμβάλλοντας στη διάδοση ορισμένων εμπιστευτικών πληροφοριών όχι μόνον στους συναδέλφους της προσφεύγουσας-ενάγουσας, αλλά και σε πρόσωπα εκτός του θεσμικού οργάνου. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο προϊστάμενος της μονάδας ανακοίνωσε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν θα επέστρεφε στη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων και ότι, κατά συνέπεια, θα σχεδιαζόταν αναδιάρθρωση του τμήματος «Newsdesk Hotline» (στο εξής: Newsdesk Hotline) της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, του οποίου αυτή ασκούσε τον συντονισμό.

    10

    Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιανουαρίου 2015, υπάλληλος της μονάδας «Πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων και διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών» της διευθύνσεως «Ανάπτυξη ανθρωπίνου δυναμικού» της ΓΔ «Προσωπικό» διαβίβασε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα «υπηρεσιακό σημείωμα που επιβεβαίωνε την αλλαγή υπηρεσίας [της] από την 21η [Ιανουαρίου] 2015». Στο σημείωμα αυτό, με ημερομηνία επίσης 26 Ιανουαρίου 2015, επισημαινόταν ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα επρόκειτο να τοποθετηθεί, με αναδρομική ισχύ από 21ης Ιανουαρίου 2015, στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: μονάδα προγράμματος επισκέψεων) της Διευθύνσεως Σχέσεων με τους Πολίτες της ΓΔ «Επικοινωνία» και ότι, με εξαίρεση τη μετάθεση αυτή, καμία άλλη αλλαγή δεν θα επερχόταν στη σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    11

    Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2015 (στο εξής: απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015), ο γενικός διευθυντής προσωπικού απάντησε στο από 23 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο του δικηγόρου της προσφεύγουσας-ενάγουσας επισημαίνοντας ότι είχε ληφθεί υπέρ της προσφεύγουσας-ενάγουσας μέτρο απομακρύνσεώς της σε σχέση με τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, το οποίο συνίστατο στην τοποθέτησή της στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων. Όσον αφορά τις πληροφορίες που αποκάλυψε ο προϊστάμενος της μονάδας κατά τη συνάντηση της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, διευκρινίστηκε ότι οι πληροφορίες αυτές «[έπρεπε] να ερμηνευθούν ως εντασσόμενες στο πλαίσιο του μέτρου απομακρύνσεως που ελήφθη υπέρ της [προσφεύγουσα-ενάγουσας] και όχι ως εκφοβισμός προς τα άλλα μέλη της μονάδας της [και] πολύ λιγότερο ως νέα ένδειξη παρενοχλήσεως προς [την προσφεύγουσα-ενάγουσα]». Εξάλλου, ο γενικός διευθυντής προσωπικού ενημέρωσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως του φακέλου της και σε απάντηση του αιτήματος κινήσεως διοικητικής έρευνας, είχε αποφασίσει να διαβιβάσει τον φάκελο αυτό στη συμβουλευτική επιτροπή, ο πρόεδρος της οποίας θα την ενημέρωνε για κάθε περαιτέρω εξέλιξη. Ο γενικός διευθυντής προσωπικού έκρινε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, είχε απαντήσει στην αίτηση αρωγής και ότι αυτό συνεπαγόταν, στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, το «κλείσιμο του φακέλου» της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    12

    Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας-ενάγουσας ζήτησε, αφενός, από τον γενικό διευθυντή προσωπικού να διασαφηνίσει το περιεχόμενο του μέτρου που είχε ανακοινώσει με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015 και, ιδίως, να διευκρινίσει αν το μέτρο της απομακρύνσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας ήταν προσωρινό. Αφετέρου, του υπενθύμισε ότι, κατ’ εφαρμογήν των εσωτερικών κανόνων της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: εσωτερικοί κανόνες περί παρενοχλήσεως), και ιδίως τα άρθρα 14 και 15 αυτού, η συμβουλευτική επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να αποφασίσει επί αιτήσεως αρωγής. Συγκεκριμένα, όφειλε μόνο να διαβιβάσει την εμπιστευτική έκθεση στον γενικό γραμματέα, του οποίου αρμοδιότητα ήταν, εν πάση περιπτώσει, να λάβει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 16 των εν λόγω εσωτερικών κανόνων μέτρα. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε την άποψη ότι αρμόδιος να αποφανθεί ως ΑΣΣΠΑ επί της αιτήσεως αρωγής παρέμενε ο γενικός διευθυντής προσωπικού και όχι η συμβουλευτική επιτροπή.

    13

    Με έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2015, ο γενικός διευθυντής προσωπικού επανέλαβε την άποψή του, κατά την οποία, με την απόφασή του να διαβιβάσει την αίτηση αρωγής στη συμβουλευτική επιτροπή, είχε «περατώσει την υπόθεση όσον αφορά το πεδίο των αρμοδιοτήτων [τ]ου» και ότι, καίτοι το Προεδρείο του Κοινοβουλίου του είχε αναθέσει τις αρμοδιότητες της ΑΣΣΠΑ να αποφαίνεται επί των αιτήσεων αρωγής που υποβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του ΚΥΚ, εντούτοις, δεν μπορούσε να αγνοήσει τους εσωτερικούς κανόνες περί παρενοχλήσεως, οι οποίοι ανέθεταν αποκλειστικά στον Γενικό Γραμματέα το καθήκον να ενεργήσει σε σχέση με ενδεχόμενη κατάσταση ηθικής παρενοχλήσεως. Επισήμανε, εξάλλου, ότι το μέτρο της μεταθέσεως της προσφεύγουσας από τη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων είχε ληφθεί τόσο κατόπιν αιτήματος της ενδιαφερομένης, το οποίο είχε διατυπωθεί στην αίτηση αρωγής, όσο και «προς το συμφέρον της υπηρεσίας, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες στη [μονάδα προγράμματος επισκέψεων]», και ότι η νέα τοποθέτηση αυτή έπρεπε να διατηρηθεί μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς της.

    14

    Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα-ενάγουσα κλήθηκε σε ακρόαση από τη συμβουλευτική επιτροπή στις 25 Μαρτίου 2015.

    15

    Με έγγραφο της 24ης Απριλίου 2015, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2 του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση, πρώτον, κατά της αποφάσεως περί νέας τοποθετήσεώς της, στο μέτρο που με την απόφαση αυτή η ΑΣΣΠΑ την τοποθέτησε μόνιμα, και όχι προσωρινά, στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων· δεύτερον, κατά της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015, με την οποία ο γενικός διευθυντής προσωπικού αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αρωγής εκτιμώντας ότι η υπόθεση περατώθηκε «ως προς το πεδίο των αρμοδιοτήτων του», και, τρίτον, κατά αποφάσεως η οποία ελήφθη στις 11 Απριλίου 2015, με την οποία η ΑΣΣΠΑ απέρριψε σιωπηρώς την αίτηση αρωγής.

    16

    Με απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, εκδοθείσα σε απάντηση αιτήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 22ας Μαΐου 2015 περί ανανεώσεως της συμβάσεώς της, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε να μην ανανεώσει την εν λόγω σύμβαση, δεδομένου ότι στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων στην οποία είχε διοριστεί η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν υπήρχε πλέον ανάγκη ενισχύσεως (στο εξής: απόφαση μη ανανεώσεως).

    17

    Με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 2015, ο γενικός γραμματέας, υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, αποφάσισε να δεχθεί εν μέρει την από 24 Απριλίου 2015 ένσταση της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015). Όσον αφορά τη νέα τοποθέτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας στη μονάδα προγράμματος επισκέψεων, ο γενικός γραμματέας υπενθύμισε ότι η μετάθεση αυτή είχε κατ’ ανάγκην προσωρινό χαρακτήρα και έπρεπε να διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, η οποία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ενώ απέρριψε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί αβασίμου ή παράτυπης εφαρμογής του μέτρου απομακρύνσεως.

    18

    Αντιθέτως, με την απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015, ο γενικός γραμματέας αποφάσισε τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015, κατά το μέρος που ο γενικός διευθυντής προσωπικού είχε εσφαλμένως κρίνει με αυτήν ότι η ΑΣΣΠΑ είχε περατώσει τη διαδικασία που αφορούσε την αίτηση αρωγής. Διευκρίνισε συναφώς ότι η αίτηση αρωγής επρόκειτο να οδηγήσει στη συνέχεια σε οριστική απόφαση του γενικού διευθυντή προσωπικού και ότι, συνεπώς, εν αντιθέσει προς τα όσα ισχυριζόταν η προσφεύγουσα-ενάγουσα, καμία απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής δεν είχε ληφθεί σιωπηρώς, γεγονός που καθιστούσε την ένστασή της απαράδεκτη ως προς το σημείο αυτό.

    19

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Νοεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε αρχικώς με αριθμό υποθέσεως F‑142/15, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της σιωπηρής, κατ’ αυτήν, αποφάσεως της 11ης Απριλίου 2015, με την οποία η ΑΣΣΠΑ απέρριψε την αίτηση αρωγής, καθώς και την ακύρωση της αποφάσεως της 20ής Αυγούστου 2015 περί απορρίψεως της ενστάσεως της 24ης Απριλίου 2015.

    20

    Με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015, ο γενικός διευθυντής προσωπικού ενημέρωσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα σχετικά με την πρόθεσή του να θεωρήσει την αίτηση αρωγής αβάσιμη, ιδίως μετά την εξέταση, από τη συμβουλευτική επιτροπή, του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και άλλων δεκατεσσάρων μόνιμων και μη υπαλλήλων της μονάδας αυτής. Ο γενικός διευθυντής προσωπικού κάλεσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με την πρόθεσή του να κρίνει την αίτηση αρωγής της αβάσιμη και την κάλεσε να το πράξει, κατά βούληση, είτε κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως είτε γραπτώς. Στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τάχθηκε προθεσμία έως τις 20 Δεκεμβρίου 2015 προκειμένου να γνωστοποιήσει στον γενικό διευθυντή προσωπικού τη σχετική πρόθεσή της.

    21

    Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας-ενάγουσας ενημέρωσε τον γενικό διευθυντή προσωπικού ότι η εντολέας του θα υπέβαλλε τις παρατηρήσεις της γραπτώς. Εντούτοις, επικαλούμενος συναφώς την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά EKT (T‑114/13 P, EU:T:2015:678), ζήτησε την κοινοποίηση της εκθέσεως «έρευνας», όπως τη χαρακτήρισε, της συμβουλευτικής επιτροπής, αίτημα που επανέλαβε με έγγραφο της 5ης Φεβρουαρίου 2016.

    22

    Με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2016, ο γενικός διευθυντής προσωπικού έταξε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα προθεσμία έως την 1η Απριλίου 2016 για να υποβάλει τις γραπτές παρατηρήσεις ως προς την πρόθεσή του να απορρίψει την αίτηση αρωγής. Εξάλλου, επισήμανε ότι η συμβουλευτική επιτροπή του είχε υποβάλει μόνο γνώμη η οποία κατέληγε στην απουσία ηθικής παρενοχλήσεως στην περίπτωση της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Συναφώς, η μη υποβολή εκθέσεως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, από τη συμβουλευτική επιτροπή ήταν φυσιολογική, καθόσον η συμβουλευτική επιτροπή καταρτίζει τέτοια έκθεση μόνον στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως.

    23

    Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 14 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε προσφυγή‑αγωγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε αρχικώς με αριθμό υποθέσεως F‑14/16, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως μη ανανεώσεως.

    24

    Την 1η Απριλίου 2016 η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις της σχετικά με τα έγγραφα του γενικού διευθυντή προσωπικού της 8ης Δεκεμβρίου 2015 και της 9ης Φεβρουαρίου 2016. Σε αυτές, αφού επανέλαβε ότι η συμπεριφορά του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων έναντι αυτής συνιστούσε ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβήτησε τη διαβεβαίωση του γενικού διευθυντή προσωπικού ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν κατήρτισε έκθεση, κατά την έννοια του άρθρου 14 των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, αλλά εξέδωσε απλώς γνώμη. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστήριξε ότι η άρνηση του γενικού διευθυντή προσωπικού να της κοινοποιήσει το σύνολο των πορισμάτων της συμβουλευτικής επιτροπής συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της και καθιστούσε τις παρατηρήσεις που αυτή κατέθεσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

    25

    Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016, ο γενικός διευθυντής προσωπικού, ενεργώντας ως ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την αίτηση αρωγής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Στην εν λόγω απόφαση, επισήμανε, ιδίως, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ενημερωθεί πλήρως και λεπτομερώς για τους λόγους για τους οποίους αυτός προτίθετο, στις 8 Δεκεμβρίου 2015, να απορρίψει την αίτηση αρωγής. Εντούτοις, υπενθύμισε ότι η εξέταση της αιτήσεως αρωγής ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητά του και ότι, συναφώς, η συμβουλευτική επιτροπή δεν είχε καμία εξουσία λήψεως αποφάσεων. Κατά την άποψή του, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν είχε κανένα δικαίωμα στην κοινοποίηση της εκθέσεως έρευνας, της γνώμης ή των πρακτικών εξετάσεως μαρτύρων της συμβουλευτικής επιτροπής.

    26

    Όσον αφορά τις διαδικαστικής φύσεως παρατυπίες που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο γενικός διευθυντής προσωπικού έκρινε ιδίως ότι, διαβιβάζοντας αντίγραφο της αιτήσεως αρωγής στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είχε υποβάλει τύποις ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής καταγγελία κατά την έννοια των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως.

    27

    Ως προς την ουσία, ο γενικός διευθυντής προσωπικού ενέμεινε στην εκτίμηση την οποία είχε παραθέσει στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015 και, κατά συνέπεια, αποφάσισε να μην αναγνωρίσει ότι η εκτεθείσα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα κατάσταση ενέπιπτε στην κατά το άρθρο 12α του ΚΥΚ έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως.

    28

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Eυρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), οι υποθέσεις F‑142/15 και F‑14/16 μεταβιβάσθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο στο στάδιο στο οποίο βρίσκονταν την 31η Αυγούστου 2016. Οι υποθέσεις πρωτοκολλήθηκαν, αντιστοίχως, με τους αριθμούς T‑570/16 και T‑584/16 και ανατέθηκαν, εν συνεχεία, στο πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

    29

    Στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς στήριξη της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προέβαλε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, καθώς και παρατυπίες στη διαδικασία που εφάρμοσε η συμβουλευτική επιτροπή, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ και παράβαση της υποχρεώσεως αρωγής και του καθήκοντος μέριμνας.

    30

    Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2017, ο γενικός γραμματέας, υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

    31

    Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας σχετικά με τη μη κοινοποίηση, από την ΑΣΣΠΑ, της εκθέσεως που κατήρτισε η συμβουλευτική επιτροπή και των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων, γενικός γραμματέας εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που διαμορφώθηκε κατόπιν των αποφάσεων της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής (F‑46/11, EU:F:2013:115), και της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά ΕΚΤ (T‑114/13 P, EU:T:2015:678), η ΑΣΣΠΑ δεν υπείχε υποχρέωση διαβιβάσεως των εν λόγω εγγράφων στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, ιδίως, καθόσον, στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, η συμβουλευτική επιτροπή πρέπει να εργάζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα και οι εργασίες της παραμένουν απόρρητες. Η ανάγκη διασφαλίσεως της ελευθερίας του λόγου όλων των παρεμβαινόντων, και ιδίως των μαρτύρων, απέκλειε τη διαβίβαση, από την ΑΣΣΠΑ, των εν λόγω εγγράφων στην προσφεύγουσα-ενάγουσα.

    32

    Εξάλλου, ο γενικός γραμματέας διευκρίνισε ότι τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής δεν μετέχουν σε αυτήν βάσει των καθηκόντων που ασκούν στη Διοίκηση του Κοινοβουλίου και ότι δεν υπάρχει καμία ιεραρχική σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου μεταξύ των μελών αυτών και των μαρτύρων που εξέτασε η συμβουλευτική επιτροπή. Όσον αφορά τους δύο μάρτυρες των οποίων την εξέταση ζήτησε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο γενικός γραμματέας επισήμανε ότι αρνήθηκαν να καταθέσουν. Όσον αφορά την εξέταση των δύο ιατρών, την οποία ζήτησε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο γενικός γραμματέας διευκρίνισε ότι αυτοί ουδέποτε υπήρξαν παρόντες στα όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως και ότι, επομένως, η μαρτυρική κατάθεσή τους δεν ήταν λυσιτελής.

    33

    Τέλος, όσον αφορά την ύπαρξη, εν προκειμένω, περιπτώσεως ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, ο γενικός γραμματέας αναγνώρισε ότι τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα μπορούσαν να συνιστούν εκ προθέσεως και επαναλαμβανόμενες πράξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Εντούτοις, εκτίμησε τα εξής:

    «[Δ]εν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως [είναι] ο προϊστάμενος της [προσφεύγουσας-ενάγουσας]. Είναι συμφυές με τα καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας να υπενθυμίζει στους συνεργάτες του ότι οφείλουν να υπακούν στις οδηγίες του, να συμβάλλουν στην καλή συνεργασία μεταξύ συναδέλφων, να ανταλλάσσουν δεόντως τις χρήσιμες για την εργασία πληροφορίες ή να δικαιολογούν την απουσία τους από συναντήσεις. Επομένως, εξεταζόμενα σφαιρικά, τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε η [προσφεύγουσα-ενάγουσα] δεν φαίνεται να συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά προϊσταμένου μονάδας προς υφιστάμενο. Από τα πραγματικά περιστατικά συνάγεται, αντιθέτως, ότι ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας εκτίμησε ότι αμφισβητούνταν ο ηγετικός ρόλος του και τούτο δημιούργησε εντάσεις, ενώ υφίστατο ανάγκη παρεμβάσεως για τη βελτίωση της λειτουργίας της υπηρεσίας. Η προβαλλόμενη απαξίωση της [προσφεύγουσας-ενάγουσας] ενώπιον των συναδέλφων της, χωρίς να της παρασχεθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της, έλαβε ακριβώς χώρα κατά τη διάρκεια συναντήσεων με σκοπό να συζητηθεί η δυσλειτουργία της υπηρεσίας. Επομένως, οι αποδιδόμενες στον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως εκφράσεις, καίτοι λυπηρές, πρέπει να ενταχθούν σε αυτό το πλαίσιο εντάσεως και δυσλειτουργίας […]».

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    34

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 12 Απριλίου 2017 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

    35

    Με αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑584/16, EU:T:2017:282), και HF κατά Κοινοβουλίου (T‑570/16, EU:T:2017:283), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προηγουμένως ασκηθείσες προσφυγές της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    36

    Με έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2017, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου ζήτησε, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο να προσκομίσει στο Γενικό Δικαστήριο την έκθεση ή, ενδεχομένως, τα πορίσματα που διαβίβασε η συμβουλευτική επιτροπή στην ΑΣΣΠΑ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    37

    Με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, το Κοινοβούλιο εξέθεσε ότι οι εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής είναι απόρρητες και ότι τα ονόματα των μαρτύρων που εξέτασε η εν λόγω επιτροπή πρέπει να καλύπτονται από εμπιστευτικότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Κοινοβούλιο ζήτησε να θεωρηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής εμπιστευτική, κατά την έννοια του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    38

    Με διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε το Κοινοβούλιο να προσκομίσει, δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, την έκθεση ή τη γνώμη που διαβίβασε, στην υπόθεση αυτή, η συμβουλευτική επιτροπή στην ΑΣΣΠΑ, την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να προσκομίσει ως απάντηση στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, διευκρινίζοντας ότι το εν λόγω έγγραφο δεν θα κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.

    39

    Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2017, ο Γραμματέας ζήτησε επίσης από το Κοινοβούλιο να ενημερώσει το Γενικό Δικαστήριο, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, αν η συμβουλευτική επιτροπή ή άλλη οντότητα του Κοινοβουλίου εκπόνησε, στην υπόθεση αυτή, πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το Κοινοβούλιο κλήθηκε να προσκομίσει τα εν λόγω πρακτικά στο Γενικό Δικαστήριο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    40

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 2017 το Κοινοβούλιο προσκόμισε τα πορίσματα της συμβουλευτικής επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2015, τα οποία είχαν τη μορφή γνώμης (στο εξής: γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής). Με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας, το Κοινοβούλιο ζήτησε, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που προέβαλε σε σχέση με την ως άνω γνώμη, να θεωρηθούν εμπιστευτικά, κατά την έννοια του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή.

    41

    Με διάταξη της 2ας Οκτωβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε το Κοινοβούλιο να προσκομίσει, δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή, τα οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να προσκομίσει ως απάντηση στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, διευκρινίζοντας ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν θα κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.

    42

    Κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017.

    43

    Στις 12 Οκτωβρίου 2017 το Κοινοβούλιο προσκόμισε τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή, τα οποία έπρεπε, κατ’ αυτό, να παραμείνουν εμπιστευτικά ως προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα.

    44

    Με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε το Κοινοβούλιο να προσκομίσει μη εμπιστευτικό κείμενο της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής παραλείποντας τα ονόματα των δεκατεσσάρων προσώπων που εξετάστηκαν, καθώς και μη εμπιστευτικό κείμενο των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων από την εν λόγω επιτροπή παραλείποντας μόνο τα στοιχεία που καθιστούν εφικτή την εξακρίβωση, πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, της ταυτότητας των διάφορων μαρτύρων. Την ίδια ημερομηνία, επίσης ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερωτήσεις για γραπτή απάντηση στους διαδίκους, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

    45

    Στις 12 και στις 15 Δεκεμβρίου 2017, αντίστοιχα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα και το Κοινοβούλιο απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.

    46

    Κατόπιν της προσκομίσεως από το Κοινοβούλιο μη εμπιστευτικού κειμένου της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής καθώς και των πρακτικών ακροάσεως των δεκατεσσάρων μαρτύρων, περιλαμβανομένου του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, τα έγγραφα αυτά κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, η οποία υπέβαλε, στις 15 Ιανουαρίου 2018, τις παρατηρήσεις της επ’ αυτών όπως και επί των γραπτών απαντήσεων του Κοινοβουλίου στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου.

    47

    Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Φεβρουαρίου 2018. Λόγω του ότι το Κοινοβούλιο δεν απάντησε σε ορισμένη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς. Κατόπιν της απαντήσεως που παρέσχε το Κοινοβούλιο στις 7 Μαρτίου 2018 και της καταθέσεως από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, στις 26 Μαρτίου 2018, των παρατηρήσεών της επί της απαντήσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε την προφορική διαδικασία.

    48

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον είναι αναγκαίο, την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

    να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό οριζόμενο ex æquo et bono σε 90000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των παρανομιών που διέπραξε η ΑΣΣΠΑ κατά την εξέταση της αιτήσεως αρωγής·

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    49

    Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    Επί του αντικειμένου της προσφυγής

    50

    Κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν, αυτά καθεαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 43).

    51

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, προσήκει η διαπίστωση ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο και επομένως παρέλκει η διατύπωση κρίσεως ειδικώς επ’ αυτού, μολονότι, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, η αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και, αφετέρου, η αιτιολογία του εγγράφου της 8ης Δεκεμβρίου 2015, με το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα έτυχε ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ, δεδομένου ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται ότι συμπληρώνεται διά παραπομπής στο ως άνω έγγραφο όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η ΑΣΣΠΑ δεν θεωρεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως.

    Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

    52

    Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει, τυπικώς, τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως:

    πρώτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως·

    δεύτερον, διαδικαστικές πλημμέλειες, κατά το μέτρο που η διαδικασία που εφάρμοσε η συμβουλευτική επιτροπή ήταν παράτυπη και μεροληπτική·

    τρίτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αρωγής και του καθήκοντος μέριμνας, καθώς και παράβαση των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

    53

    Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 15 των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, όταν η συμβουλευτική επιτροπή επιφορτίζεται με τη διενέργεια έρευνας, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οφείλει να διαβιβάζει τα πορίσματά της στην ΑΣΣΠΑ.

    54

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι, στην απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2016, ο γενικός διευθυντής προσωπικού αιτιολόγησε την άρνησή του να της κοινοποιήσει τη ζητηθείσα έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής με το σκεπτικό ότι δεν καταρτίστηκε καμία τέτοια έκθεση και ότι η εν λόγω επιτροπή του υπέβαλε απλή γνώμη. Εντούτοις, προτού εξασφαλίσει στο πλαίσιο της δίκης τη διαβίβαση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβήτησε το γεγονός ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν κατήρτισε, στην υπόθεση αυτή, έκθεση ή δεν διατύπωσε ουσιαστικά πορίσματα βάσει των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως. Συγκεκριμένα, δεν ήταν πιθανό να αντικατοπτρίζει, με εξαντλητικό τρόπο, το έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015, το οποίο εκτείνεται σε δύο μόλις σελίδες, το περιεχόμενο των πορισμάτων της συμβουλευτικής επιτροπής, τη στιγμή που τα εν λόγω πορίσματα ήταν αποτέλεσμα έρευνας διάρκειας δεκαπέντε μηνών και εξετάσεως ως μαρτύρων του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και δεκατριών άλλων προσώπων. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν παρείχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να αντιληφθεί το σύνολο των λόγων που έλαβε υπόψη η ΑΣΣΠΑ στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε να αντικρούσει τις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων ή να προβάλει την ενδεχόμενη παραμόρφωσή τους από την ΑΣΣΠΑ.

    55

    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί τη θέση του Γενικού Γραμματέα, όπως εκτίθεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, κατά την οποία, ως καταγγέλλουσα, είχε περιορισμένα δικαιώματα άμυνας. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επέβαλλαν στην ΑΣΣΠΑ να της κοινοποιήσει όχι μόνον τα πορίσματα της συμβουλευτικής επιτροπής, αλλά και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων, έγγραφα τα οποία εξασφάλισε τελικώς κατά τη διάρκεια της δίκης, ιδίως διότι τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως η ΑΣΣΠΑ δεν είχε βασίσει την άρνηση κοινοποιήσεως των εγγράφων αυτών στην αναγκαιότητα προστασίας της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας των προσώπων κατά των οποίων στρεφόταν η καταγγελία και των μαρτύρων, κατά την έννοια της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής (F‑46/11, EU:F:2013:115).

    56

    Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, η παραπομπή στον απόρρητο και εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών της συμβουλευτικής επιτροπής, όπως προβλέπεται στους εσωτερικούς κανόνες περί παρενοχλήσεως, είναι αλυσιτελής. Επιπλέον, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε να είχε προβλέψει την κατάρτιση μη εμπιστευτικού κειμένου της εκθέσεως ή των πορισμάτων της συμβουλευτικής επιτροπής καθώς και των πρακτικών εξετάσεως, όπως έπραξε άλλωστε τελικώς το Κοινοβούλιο ανταποκρινόμενο σε μέτρο που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων.

    57

    Δεδομένου ότι δεν είχε στη διάθεσή της τέτοια έγγραφα για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της 1ης Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι δεν είχε στη διάθεσή της τους λόγους και το σύνολο των στοιχείων που έλαβε υπόψη η ΑΣΣΠΑ κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, εν προκειμένω, η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε επίσης το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεώς της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    58

    Εξάλλου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι η ΑΣΣΠΑ δεν επικαλέστηκε, στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, την αναγκαιότητα προστασίας της εμπιστευτικότητας των καταθέσεων των μαρτύρων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, για να αιτιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα πορίσματα της συμβουλευτικής επιτροπής και στα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Simpson κατά Συμβουλίου (F‑142/11, EU:F:2013:201, σκέψη 28), το Κοινοβούλιο δεν μπορεί, μετά την άσκηση της προσφυγής, να επικαλεστεί την πτυχή αυτή για να αιτιολογήσει το βάσιμο της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ να αρνηθεί την πρόσβαση στα ως άνω έγγραφα, καθόσον τέτοιο επιχείρημα προβάλλεται εκπρόθεσμα και είναι, επομένως, απαράδεκτο.

    59

    Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος, επισημαίνοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, η νομολογία που επικαλείται η προσφεύγουσα-ενάγουσα ουδόλως υποχρέωνε την ΑΣΣΠΑ να της παράσχει πρόσβαση στις εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής. Εξάλλου, επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η ΑΣΣΠΑ επέλεξε να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των καταθέσεων έναντι όχι μόνον του φερόμενου ως δράστη της παρενοχλήσεως αλλά και της καταγγέλλουσας, προκειμένου να διασφαλίσει την ελευθερία λόγου των μαρτύρων. Συναφώς, το Κοινοβούλιο παραπέμπει στη σκέψη 41 της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής (F‑46/11, EU:F:2013:115), στην οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, «στο πλαίσιο καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, πρέπει, με την επιφύλαξη ειδικών συνθηκών, να διασφαλίζεται το απόρρητο των καταθέσεων των μαρτύρων και κατά το κατ’ αντιμωλία στάδιο της διαδικασίας, στο μέτρο που η προοπτική ενδεχόμενης άρσεως του εν λόγω απορρήτου κατά το κατ’ αντιμωλία στάδιο μπορεί να εμποδίσει τη διεξαγωγή ουδέτερων και αντικειμενικών ερευνών με την ανεπιφύλακτη συνεργασία των μελών του προσωπικού που καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες».

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της εξετάσεως αιτήσεως αρωγής υποβαλλόμενης κατά τον ΚΥΚ

    60

    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η ΑΣΣΠΑ ή, κατά περίπτωση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενός θεσμικού οργάνου (στο εξής: ΑΔΑ), όταν επιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αιτήσεως αρωγής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, οφείλει, δυνάμει της υποχρεώσεως αρωγής που υπέχει και εφόσον πρόκειται για επεισόδιο που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την απαιτούμενη ενεργητικότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, εν γνώσει του θέματος, τις ενδεδειγμένες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου του να προσκομίσει αρχή αποδείξεως ως προς το υποστατό των επιθέσεων που υποστηρίζει ότι υφίσταται. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, εναπόκειται στο εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, διενεργώντας ιδίως διοικητική έρευνα, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αίτηση αρωγής, σε συνεργασία με τον υποβάλλοντα την αίτηση αρωγής (αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16, της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T‑80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 84, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 46).

    61

    Σε περίπτωση που έχουν προβληθεί αιτιάσεις περί παρενοχλήσεως, η υποχρέωση αρωγής συνεπάγεται, ειδικότερα, την υποχρέωση της Διοικήσεως να εξετάσει σοβαρά, ταχέως και απολύτως εμπιστευτικά την αίτηση αρωγής στην οποία αναφέρεται παρενόχληση και να ενημερώσει τον αιτούντα για τις επόμενες ενέργειες που εξετάζει σε σχέση με την αίτηση αυτή (αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 47, της 27ης Νοεμβρίου 2008, Klug κατά EMEA, F‑35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 74, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 88).

    62

    Όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση η οποία, όπως η υπό κρίση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την επιλογή των μέτρων και των μέσων για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑3/96, EU:T:1998:202, σκέψη 54, της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 137, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 48).

    63

    Όταν, κατόπιν υποβολής αιτήσεως αρωγής, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, η Διοίκηση αποφασίσει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας, την οποία αναθέτει, ενδεχομένως, όπως εν προκειμένω, σε συμβουλευτική επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 99), σκοπός της εν λόγω διοικητικής έρευνας είναι να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, οπότε η ΑΣΣΠΑ δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση της έρευνας και δεν νοείται να τοποθετηθεί, έστω και σιωπηρώς, ως προς το υποστατό της προβαλλόμενης παρενοχλήσεως προτού λάβει τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας. Με άλλα λόγια, είναι σύμφυτο με την κίνηση της διοικητικής έρευνας να μη λαμβάνει η Διοίκηση πρόωρα θέση, κυρίως βάσει της μονομερούς εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στην αίτηση αρωγής, καθόσον οφείλει, αντιθέτως, να επιφυλαχθεί έως ότου ολοκληρωθεί η εν λόγω έρευνα, η οποία πρέπει να διενεργηθεί αντιπαραβάλλοντας τους ισχυρισμούς του μόνιμου ή μη υπαλλήλου που υπέβαλε την αίτηση αρωγής προς την εκδοχή των πραγματικών περιστατικών που παρέχει ο φερόμενος ως δράστης, καθώς και προς εκείνη των προσώπων που ενδέχεται να υπήρξαν μάρτυρες των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών που εικάζεται ότι συνιστούν παράβαση, από τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως, του άρθρου 12α του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    64

    Συναφώς, αφενός, η αναγνώριση εκ μέρους της Διοικήσεως, μετά το πέρας διοικητικής έρευνας η οποία έχει ενδεχομένως διενεργηθεί με την αρωγή διακριτού οργάνου, όπως είναι η συμβουλευτική επιτροπή, της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως μπορεί να έχει, αυτή καθεαυτήν, ευεργετικά αποτελέσματα στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας ανασυγκροτήσεως της προσωπικότητας του παρενοχληθέντος υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού και μπορεί ακόμη όχι μόνο να δικαιολογήσει πειθαρχική δίωξη κατά του δράστη της παρενοχλήσεως, αλλά επίσης να χρησιμοποιηθεί από το θύμα για την ενδεχόμενη άσκηση εθνικού ενδίκου βοηθήματος σε σχέση με το οποίο θα εφαρμοστεί η υποχρέωση αρωγής της ΑΣΣΠΑ δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και δεν θα παύσει να ισχύει κατά τη λήξη της περιόδου απασχολήσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου. Αφετέρου, η ολοκλήρωση διοικητικής έρευνας μπορεί, αντιστρόφως, να οδηγήσει στην ανατροπή των ισχυρισμών που προέβαλε το φερόμενο ως θύμα, καθιστώντας, επομένως, δυνατή την ανόρθωση της βλάβης που η κατηγορία αυτή, εφόσον αποδειχθεί αβάσιμη, μπορεί να έχει προκαλέσει στο πρόσωπο το οποίο η διαδικασία έρευνας αφορά ως φερόμενο δράστη της παρενοχλήσεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    65

    Επί της πτυχής αυτής, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ειδική διαδικασία την οποία οφείλει να εφαρμόζει η Διοίκηση όταν εξετάζει αίτηση αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποβληθείσα βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ με αντικείμενο τον ισχυρισμό μόνιμου ή μη υπαλλήλου ότι άλλος μόνιμος ή μη υπάλληλος συμπεριφέρθηκε έναντι αυτού κατά τρόπο που συνιστά παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ.

    66

    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι διαδικασία διοικητικής έρευνας η οποία διενεργείται κατόπιν υποβολής από μόνιμο ή μη υπάλληλο αιτήσεως αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ για πράξεις τρίτου, μόνιμου ή μη υπαλλήλου, οι οποίες υποστηρίζεται ότι συνιστούν ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, κινείται αναμφίβολα κατόπιν αιτήματός του, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία έρευνας κινηθείσα κατά του εν λόγω μόνιμου ή μη υπαλλήλου (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 46). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ρόλος του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση αρωγής προβάλλοντας πραγματικά περιστατικά παρενοχλήσεως είναι, κατ’ ουσίαν, να συνεργάζεται στην καλή διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας με σκοπό την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών (αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16· της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 136, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 87).

    67

    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο επιγράφεται «Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης», επιτάσσει, βεβαίως, να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί των σε βάρος τους στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις αυτές (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 51) και περιλαμβάνει τον σεβασμό της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία βαίνει πέραν του σεβασμού του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, το οποίο, εξάλλου, κατοχυρώνεται επίσης ως συνιστώσα του άρθρου 41 του εν λόγω Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης». Εντούτοις, αυτός ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, κατά την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορεί να προβάλλεται μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία κινείται «κατά» προσώπου και η οποία μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική για αυτό πράξη στην οποία η Διοίκηση λαμβάνει υπόψη στοιχεία εις βάρος του εν λόγω προσώπου (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 46).

    68

    Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζει η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ για να αποφασίσει επί αιτήσεως αρωγής θεμελιωμένης σε παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ο υποβάλλων την αίτηση αρωγής δεν μπορεί να προβάλει τον σεβασμό αυτών καθεαυτά των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ούτε, στο πλαίσιο αυτό, με τη μορφή παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

    69

    Εξάλλου, το ίδιο ισχύει για τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως. Συγκεκριμένα, ο φερόμενο ως δράστης μπορεί βεβαίως να εγκαλείται προσωπικά στην αίτηση αρωγής που οδήγησε στην κίνηση της διοικητικής έρευνας και μπορεί, ήδη στο στάδιο αυτό, να πρέπει να αμυνθεί κατά των εναντίον του κατηγοριών, τούτο, δε, δικαιολογεί να μπορεί να τύχει ακροάσεως, ενδεχομένως περισσότερες φορές, στο πλαίσιο της έρευνας (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 147). Εντούτοις, θα μπορεί να επωφεληθεί των δικαιωμάτων άμυνας κατά την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και ιδίως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, εάν ασκηθεί εναντίον του πειθαρχική δίωξη, ενδεχομένως με σύγκληση του πειθαρχικού συμβουλίου, επισημαίνεται δε ότι ο ΚΥΚ προβλέπει μόνο δικαίωμα ακροάσεως επί της αρχής της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας και ότι η διαδικασία αποκτά χαρακτήρα κατ’ αντιπαράθεση διατυπώσεως απόψεων μόνο μετά τη σύγκληση του πειθαρχικού συμβουλίου (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, Τζοάνος κατά Επιτροπής, T‑74/96, EU:T:1998:58, σκέψη 340).

    70

    Τούτου λεχθέντος, πρέπει να αναγνωρίζονται στον υποβάλλοντα αίτηση αρωγής, ως εικαζόμενο θύμα, διαδικαστικά δικαιώματα διακριτά των δικαιωμάτων άμυνας που προβλέπονται στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία δεν είναι τόσο εκτενή όσο αυτά (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 48, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, De Loecker κατά ΕΥΕΔ, F‑34/15, EU:F:2015:153, σκέψη 43) και τα οποία εμπίπτουν, εν τέλει, στο δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως προβλέπεται πλέον στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    71

    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της διοικητικής έρευνας που κινεί η Διοίκηση, αποκρινόμενη σε αίτηση αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, είναι να διαφωτιστεί η Διοίκηση, από τα πορίσματα της έρευνας, σχετικά με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, ώστε να μπορέσει να λάβει συναφώς οριστική θέση, η οποία να καθιστά εφικτή είτε τη θέση στο αρχείο της αιτήσεως αρωγής είτε, εφόσον τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται αληθή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ιδίως την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας προκειμένου να επιβληθούν, ενδεχομένως, πειθαρχικές κυρώσεις κατά του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    72

    Επομένως, αφενός, όταν, στο πλαίσιο των μέτρων που αποφάσισε να λάβει αποκρινόμενη στην αίτηση αρωγής, η Διοίκηση αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία βάσει του άρθρου 86 του ΚΥΚ, λόγω παραβιάσεως από το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση αυτή της προβλεπόμενης στο άρθρο 12α του ΚΥΚ απαγορεύσεως, η εν λόγω διαδικασία διενεργείται κατά του εν λόγω μόνιμου ή μη υπαλλήλου, του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, με αποτέλεσμα αυτός να διαθέτει τότε όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις που δίνουν υπόσταση στα δικαιώματα άμυνας κατά την έννοια του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και, ιδίως, την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Οι εγγυήσεις αυτές είναι οι προβλεπόμενες στο παράρτημα ΙΧ του ΚΥΚ.

    73

    Αφετέρου, όταν, αποκρινόμενη στην αίτηση αρωγής, η Διοίκηση αποφασίζει ότι τα προβαλλόμενα προς στήριξη της αιτήσεως αρωγής στοιχεία είναι αβάσιμα και ότι, επομένως, οι προβληθείσες συμπεριφορές δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, τέτοια απόφαση συνιστά βλαπτική πράξη για τον υποβάλλοντα την αίτηση αρωγής (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Combescot κατά Επιτροπής, T‑249/04, EU:T:2007:261, σκέψη 32, και της 11ης Μαΐου 2010, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, F‑30/08, EU:F:2010:43, σκέψη 93), η οποία λαμβάνεται εις βάρος του κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    74

    Επομένως, για να γίνει σεβαστό το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, ο υποβάλλων την αίτηση αρωγής πρέπει κατ’ ανάγκη να τύχει, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, της προσήκουσας ακροάσεως προτού η ΑΔΑ ή η ΑΣΠΑΑ εκδώσει την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Αυτό συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να τύχει προηγούμενης ακροάσεως επί των λόγων που προτίθεται να εκθέσει η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ προς αιτιολόγηση της απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως.

    75

    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έτυχε ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ, συγκεκριμένα βάσει του εγγράφου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 του γενικού διευθυντή προσωπικού, στο οποίο αυτός εξέθεσε, με σαφή τρόπο, τους λόγους για τους οποίους, υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, δεν προτίθετο να αναγνωρίσει τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα πραγματικά περιστατικά ως στοιχειοθετούντα ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Εντούτοις, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι, στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσε την 1η Απριλίου 2016, δεν έτυχε της προσήκουσας ακροάσεως, δεδομένου ότι δεν διέθετε, για τον σκοπό αυτό, τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ούτε τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων.

    76

    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας επέβαλε να διαθέτει αυτή επίσης τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από την εν λόγω επιτροπή για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των λόγων που εξέθεσε η ΑΣΣΠΑ, στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015, για την απόρριψη της αιτήσεως αρωγής.

    – Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

    77

    Σε υπόθεση η οποία αφορούσε το εφαρμοστέο επί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κανονιστικό πλαίσιο, και όχι τον ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν η Διοίκηση αποφασίζει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας και αυτή καταλήγει στην κατάρτιση εκθέσεως, ο υπάλληλος του θεσμικού αυτού οργάνου ο οποίος υπέβαλε, κατά την ορολογία του κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζονται στο εν λόγω θεσμικό όργανο, «καταγγελία» σχετική με πραγματικά περιστατικά τα οποία εικάζεται ότι εμπίπτουν στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως, όπως αυτή ορίζεται στους εφαρμοστέους στο προσωπικό της ΕΚΤ κανόνες, θα πρέπει, όπως και ο καταγγελλόμενος, να έχει τη δυνατότητα να καταθέσει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εκθέσεως για την έρευνα, το οποίο προβλέπεται από τους εν λόγω κανόνες, προτού η Διοίκηση της ΕΚΤ αποφανθεί επί της καταγγελίας ή, τουλάχιστον, επί των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη η εν λόγω διοίκηση προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά ΕΚΤ, T‑114/13 P, EU:T:2015:678, σκέψη 41).

    78

    Στο πλαίσιο του ΚΥΚ, η ΑΔΑ ή, ανάλογα με την περίπτωση, η ΑΣΣΠΑ δεν καλείται να εξετάσει καταγγελία, αλλά αίτηση αρωγής υποβληθείσα βάσει του άρθρου 24 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Συναφώς, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει στο εφαρμοστέο στην ΕΚΤ καθεστώς, ο ΚΥΚ δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για τον τρόπο με τον οποίο η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ θα πρέπει να εξετάσει αίτηση αρωγής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ούτε περιέχει διάταξη η οποία επιβάλλει τη διαβίβαση της γνώμης συμβουλευτικής επιτροπής ή ακόμη των πρακτικών εξετάσεως των μαρτύρων από την εν λόγω επιτροπή στον υποβάλλοντα την αίτηση αρωγής ή στον καταγγελλόμενο στην εν λόγω αίτηση αρωγής, ως φερόμενο δράστη της παρενοχλήσεως.

    79

    Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει αποφανθεί ότι, με την επιφύλαξη της προστασίας των συμφερόντων των προσώπων κατά των οποίων έχει υποβληθεί καταγγελία και όσων κατέθεσαν ως μάρτυρες στο πλαίσιο της έρευνας, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ απαγορεύει τη διαβίβαση τελικής εκθέσεως για την έρευνα σε τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση αυτής, όπως συμβαίνει με το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε ότι, εφαρμόζοντας τις διατάξεις αυτές του ΚΥΚ στο πλαίσιο της διοικητικής τους αυτοτέλειας, ορισμένα θεσμικά όργανα υιοθέτησαν ενίοτε τη λύση αυτή, διαβιβάζοντας στους υποβάλλοντες αίτηση αρωγής την τελική έκθεση για την έρευνα, είτε πριν από την άσκηση της προσφυγής, επισυνάπτοντάς την στην τελική απόφαση επί της αιτήσεως αρωγής, είτε σε εκτέλεση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίζει το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης που καλείται να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 133).

    80

    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εφόσον η ΑΣΣΠΑ αποφασίζει, όπως εν προκειμένω, να ζητήσει τη γνώμη συμβουλευτικής επιτροπής στην οποία αναθέτει τη διενέργεια διοικητικής έρευνας και εφόσον, στην απόφαση επί της αιτήσεως αρωγής, λαμβάνει υπόψη την ούτως εκδοθείσα γνώμη της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής, η γνώμη αυτή, η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και μπορεί να διατυπωθεί υπό μη εμπιστευτική μορφή με σεβασμό της ανωνυμίας που παρέχεται στους μάρτυρες, πρέπει καταρχήν, κατ’ εφαρμογήν του δικαιώματος ακροάσεως του υποβάλλοντος την αίτηση αρωγής, να γνωστοποιείται σε αυτόν, και τούτο έστω και αν οι εσωτερικοί κανόνες περί παρενοχλήσεως δεν προβλέπουν τέτοια διαβίβαση.

    81

    Επομένως, η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον, με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2016, με την προσβαλλόμενη απόφαση και με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, αρνήθηκε να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και, επομένως, της παρέσχε εν προκειμένω δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως μόνο βάσει του εγγράφου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι για τους οποίους ο γενικός διευθυντής προσωπικού προτίθετο να απορρίψει την αίτηση αρωγής.

    – Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

    82

    Όσον αφορά τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή, η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε να τα κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα προκειμένου να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των εργασιών της συμβουλευτικής επιτροπής, αναγκαία για τη διασφάλιση της ελευθερίας λόγου των μαρτύρων, η οποία τους υπομνήσθηκε πριν από κάθε εξέταση από τη συμβουλευτική επιτροπή. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, ο λόγος αυτός, ήτοι η προστασία της εμπιστευτικότητας των καταθέσεων των μαρτύρων, μνημονευόταν στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και, επομένως, λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου, το Κοινοβούλιο μπορεί να τον επαναλάβει και να τον διευκρινίσει μετά την άσκηση της προσφυγής.

    83

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, καταρχήν, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εφαρμογή της απαγορεύσεως κάθε μορφής ηθικής ή σεξουαλικής παρενοχλήσεως στον χώρο εργασίας, η Διοίκηση μπορεί να προβλέπει το ενδεχόμενο να εγγυάται στους μάρτυρες, οι οποίοι δέχονται να εκθέσουν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά σε εικαζόμενη περίπτωση παρενοχλήσεως, ότι οι καταθέσεις τους θα παραμείνουν εμπιστευτικές τόσο ως προς τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως όσο και ως προς το εικαζόμενο θύμα, τουλάχιστον στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζεται για την εξέταση αιτήσεως αρωγής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

    84

    Πράγματι, αφενός, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως αρωγής, ένας εκ των σκοπών της Διοικήσεως είναι να αποκαταστήσει τη γαλήνη στην υπηρεσία, η γνώση του περιεχομένου των καταθέσεων, τόσο από τον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως όσο και από το εικαζόμενο θύμα, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον σκοπό αυτό αναζωπυρώνοντας τυχόν διαπροσωπική έχθρα εντός της υπηρεσίας και αποθαρρύνοντας, στο μέλλον, τα πρόσωπα που μπορούν να παράσχουν χρήσιμη κατάθεση από το να το πράξουν.

    85

    Αφετέρου, όταν θεσμικό όργανο λαμβάνει πληροφορίες παρεχόμενες οικειοθελώς, με την παράκληση όμως εμπιστευτικότητας προκειμένου να προστατευτεί η ανωνυμία του πληροφοριοδότη, το θεσμικό όργανο το οποίο δέχεται να λάβει τις πληροφορίες υποχρεούται να τηρήσει τον όρο αυτό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1985, Adams κατά Επιτροπής, 145/83, EU:C:1985:448, σκέψη 34). Το ίδιο μπορεί, όμως, να ισχύει όταν μόνιμοι ή μη υπάλληλοι δέχονται να καταθέσουν, προκειμένου να διαφωτίσουν τη Διοίκηση για τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο αιτήσεως αρωγής, αλλά ζητούν ως αντάλλαγμα να διασφαλιστεί η ανωνυμία τους έναντι του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως ή/και του εικαζόμενου θύματος, δεδομένου ότι, έστω και αν η συμμετοχή τους είναι επιθυμητή, ο ΚΥΚ δεν τους υποχρεώνει να συνεργαστούν οπωσδήποτε στην έρευνα ως μάρτυρες.

    86

    Τούτου λεχθέντος, όταν η Διοίκηση αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, τα δικαιώματα άμυνας του τελευταίου προβλέπονται ρητώς στο παράρτημα IX του ΚΥΚ και απόκειται στην ΑΔΑ ή στην ΑΣΣΠΑ να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο κάθε έγγραφο το οποίο επιθυμεί να υποβάλει στην εκτίμηση του πειθαρχικού συμβουλίου, στο οποίο απόκειται, ενδεχομένως, να εξετάσει εκ νέου τους μάρτυρες των προσαπτόμενων στον φερόμενο ως δράστη πραγματικών περιστατικών.

    87

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προσήκει η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, αρνούμενη να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων στο στάδιο προ της ασκήσεως της προσφυγής, η ΑΣΣΠΑ δεν προσέβαλε το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    – Επί των συνεπειών της προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως που συνάγεται από τη μη διαβίβαση, στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής

    88

    Όσον αφορά τις συνέπειες της μη γνωστοποιήσεως στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ακόμη και στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, πρέπει επιπλέον, προκειμένου να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, η διαδικασία να μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η εν λόγω πλημμέλεια (πρβλ. διάταξη της 14ης Απριλίου 2016, Dalli κατά Επιτροπής, C‑394/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:262, σκέψη 41, και αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, T‑246/04 και T‑71/05, EU:T:2007:34, σκέψη 149, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 157).

    89

    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστήριξε, στις παρατηρήσεις της 15ης Ιανουαρίου 2018, ότι η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής είναι συνοπτική και ότι, εάν αντικατοπτρίζει όντως τις εργασίες της επιτροπής, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι ανεπαρκής σε σχέση με την καταγγελία που αυτή υπέβαλε. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της συμβουλευτικής επιτροπής κατά την οργάνωση των εργασιών της, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο συνοπτικός χαρακτήρας της γνώμης της εν λόγω επιτροπής δεν συνιστά εμπόδιο στην εκπλήρωση του συμβουλευτικού σκοπού της. Εξάλλου, προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως αρωγής στην οποία εκτίθεντο λεπτομερώς τα προσαπτόμενα στον φερόμενο ως δράστη της παρενοχλήσεως πραγματικά περιστατικά, η ΑΣΣΠΑ διέθετε όχι μόνον την εν λόγω συμβουλευτική γνώμη, έστω συνοπτική, αλλά και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων, τα οποία της παρείχαν συνολική και λεπτομερή εικόνα της αλήθειας των εν λόγω πραγματικών περιστατικών καθώς και του τρόπου με τον οποίο τα αντιλήφθηκαν τα διάφορα μέλη του προσωπικού της επίμαχης μονάδας.

    90

    Ερωτηθείσα εκ νέου σχετικά με την πτυχή αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τα επιχειρήματα, πέραν εκείνων που είχε προβάλει στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, τα οποία θα μπορούσε συγκεκριμένα να είχε προβάλει εάν είχε στη διάθεσή της τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας οι λόγοι της γνωστοποιήθηκαν ρητώς στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, μεταξύ άλλων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τείνουν να καταδείξουν τη δομή, την οποία παρομοιάζει με φατρία, της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και το αβάσιμο των επικρίσεων του προϊσταμένου της μονάδας όσον αφορά την ποιότητα της εργασίας της, ιδίως την υποτιθέμενη εκ μέρους της απόκρυψη πληροφοριών και έλλειψη ομαδικού πνεύματος. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν το περιεχόμενο των καταθέσεων που περιέχονται στα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων και όχι τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, της οποίας έλαβε, πάντως, γνώση κατά τη διάρκεια της δίκης. Εντούτοις, το τελευταίο αυτό έγγραφο είναι το μόνο το οποίο η ΑΣΣΠΑ έπρεπε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα για τον σκοπό της προσήκουσας ακροάσεώς της πριν από την απόρριψη της αιτήσεως αρωγής.

    91

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά διαδικαστικές πλημμέλειες, κατά το μέτρο που η διαδικασία που εφάρμοσε η συμβουλευτική επιτροπή ήταν παράτυπη και μεροληπτική

    92

    Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι, στο μέτρο που δεκατρείς από τους δεκατέσσερις μάρτυρες που εξέτασε η συμβουλευτική επιτροπή ήταν μόνιμοι ή μη υπάλληλοι υφιστάμενοι του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, η κατάθεσή τους δεν μπορούσε να είναι αντικειμενική. Κατά την άποψή της, την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής ήταν ο προϊστάμενος της μονάδας ανθρωπίνου δυναμικού, με αποτέλεσμα η παρουσία του στη συμβουλευτική επιτροπή να μην μπορεί να καθησυχάσει τους εξετασθέντες μάρτυρες σχετικά με την απουσία συνεπειών του περιεχομένου των καταθέσεών τους στη σταδιοδρομία τους.

    93

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσάπτει επίσης στην ΑΣΣΠΑ το γεγονός ότι, ενώ ζήτησε την εξέτασή τους, η συμβουλευτική επιτροπή δεν εξέτασε ούτε κάποιον τους ιατρούς υπηρεσίας του θεσμικού οργάνου ούτε τον ψυχολόγο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εντούτοις, κατά την άποψή της, τα πρόσωπα αυτά μπορούσαν να παράσχουν «πιο ουδέτερη κατάθεση», λόγω της απουσίας ιεραρχικής σχέσεως μεταξύ αυτών και του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως. Ειδικότερα, θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν, αφενός, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ήδη παραπονεθεί, εντός του θεσμικού οργάνου, ότι υφίστατο ηθική παρενόχληση πριν ακόμη συμβουλευτεί τον προσωπικό ιατρό της και, αφετέρου, ότι εμφάνιζε συμπτώματα χαρακτηριστικά εκθέσεως σε συνθήκες ηθικής παρενοχλήσεως. Από τα προεκτεθέντα η προσφεύγουσα-ενάγουσα συνάγει ότι, εν προκειμένω, η συμβουλευτική επιτροπή επέδειξε μεροληψία κατά τη διενέργεια της έρευνάς της.

    94

    Τέλος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι η ΑΣΣΠΑ δεν απέδειξε ότι η συμβουλευτική επιτροπή επικοινώνησε όντως με τους δύο προταθέντες από την προσφεύγουσα-ενάγουσα μάρτυρες, οι οποίοι, κατά την ΑΣΣΠΑ, αρνήθηκαν να καταθέσουν ενώπιόν της. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί τη δήλωση που αποδίδεται σε έναν εκ των δύο μαρτύρων, ήτοι στη Z, κατά την οποία αυτή δεν είχε καθημερινή επικοινωνία με την προσφεύγουσα-ενάγουσα. Συγκεκριμένα, η Z είχε γραφείο δίπλα στο δικό της και είχε έλθει πολλές φορές σε επικοινωνία μαζί της, όπως προκύπτει από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντάλλαξαν, τα οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισύναψε στο υπόμνημα απαντήσεως.

    95

    Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

    96

    Συναφώς, επισημαίνει ότι τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής δεν μετέχουν σε αυτήν υπό την ιδιότητα του μόνιμου ή μη υπαλλήλου του Κοινοβουλίου, αλλά βάσει των προσωπικών τους προσόντων. Εξάλλου, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής δεν είναι υπεύθυνος του συνόλου των μόνιμων υπαλλήλων της και δεν τελεί σε καμία ιεραρχική σχέση με τα πρόσωπα που κατέθεσαν στην υπόθεση. Το Κοινοβούλιο αντικρούει επίσης τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας, ότι το γεγονός ότι δεκατρείς από τους δεκατέσσερις μάρτυρες ήταν υφιστάμενοι του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως είχε ως συνέπεια να μην μπορέσουν αυτοί να καταθέσουν ελεύθερα. Συγκεκριμένα, κατά το Κοινοβούλιο, αφενός, τα πρόσωπα αυτά ήταν προφανώς στην καλύτερη δυνατή θέση για να δώσουν χρήσιμη μαρτυρία σχετικά με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Αφετέρου, ακριβώς για να διασφαλιστεί η ελευθερία λόγου των μαρτύρων προβλέφθηκε ότι ούτε ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως ούτε το εικαζόμενο θύμα θα έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους. Τέλος, όσον αφορά τους δύο μάρτυρες που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, το Κοινοβούλιο προσκομίζει ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο απέστειλε στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 ένας εκ των υπαλλήλων του, μέλος της γραμματείας της συμβουλευτικής επιτροπής, στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής, στο οποίο ο εν λόγω υπάλληλος παραθέτει τις επικοινωνίες που είχε με τα δύο πρόσωπα που επικαλέστηκε ως μάρτυρες η προσφεύγουσα-ενάγουσα και τους λόγους που προέβαλαν τα δύο αυτά πρόσωπα αρνούμενα να εξεταστούν.

    97

    Όσον αφορά το γεγονός ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν εξέτασε το σύνολο των προσώπων που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιθυμούσε να καταθέσουν, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το επιφορτισμένο με διοικητική έρευνα όργανο, το οποίο οφείλει να διερευνά τους φακέλους που της υποβάλλονται κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας και ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας που παρέχουν οι μάρτυρες (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    98

    Εν προκειμένω, αφενός, εν αντιθέσει προς τα όσα διατείνεται η προσφεύγουσα-ενάγουσα, από το ηλεκτρονικό μήνυμα που προσκόμισε το Κοινοβούλιο προκύπτει ότι ένα εκ των δύο μελών της γραμματείας της συμβουλευτικής επιτροπής επικοινώνησε με τα δύο πρόσωπα τα οποία αυτή επιθυμούσε να εξεταστούν από την εν λόγω επιτροπή, αλλά τα δύο αυτά πρόσωπα αρνήθηκαν, για διαφορετικούς λόγους, να καταθέσουν.

    99

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι είναι ευκταίο να παρέχουν τη συνδρομή τους σε διοικητική έρευνα, ο ΚΥΚ δεν υποχρεώνει τους μόνιμους και μη υπαλλήλους θεσμικού οργάνου, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, να καταθέσουν οπωσδήποτε ενώπιον οργάνου όπως η συμβουλευτική επιτροπή.

    100

    Επομένως, δεδομένου ότι τα πρόσωπα που κλήθηκαν να καταθέσουν, περιλαμβανομένης της Z, μπορούσαν να αρνηθούν να καταθέσουν χωρίς να απαιτείται να παράσχουν έγκυρη αιτιολογία για την άρνησή τους, ματαίως επιδιώκει η προσφεύγουσα-ενάγουσα να αντικρούσει τη δήλωση, την οποία μετέφερε ένα εκ των δύο μελών της γραμματείας της συμβουλευτικής επιτροπής, κατά την οποία η Z, ήδη συνταξιούχος, διευκρίνισε ότι δεν ενεπλάκη άμεσα στα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, ότι είχε λιγοστές επαφές με την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ότι δεν είχε λάβει μέρος στις επίμαχες στην υπόθεση συσκέψεις της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και ότι είχε πληροφορηθεί μόνο έμμεσα, από συνάδελφό της, την ύπαρξη συγκρούσεως μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων.

    101

    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η συμβουλευτική επιτροπή ουδόλως υποχρεούνταν να καλέσει όλους τους μάρτυρες που πρότεινε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στο πλαίσιο της έρευνας (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Donati κατά ΕΚΤ, F‑63/09, EU:F:2012:193, σκέψη 187).

    102

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αμεροληψίας της συμβουλευτικής επιτροπής, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση D(2014) 3983 του γενικού γραμματέα της 4ης Φεβρουαρίου 2014, της συμβουλευτικής επιτροπής προεδρεύει ο R. N. και αυτή απαρτίζεται από δύο μέλη προερχόμενα από τη Διοίκηση, για τα οποία προβλέπεται ένας αναπληρωτής, δύο μέλη προερχόμενα από την επιτροπή προσωπικού του Κοινοβουλίου, για τα οποία προβλέπεται ένας αναπληρωτής, καθώς και έναν ιατρό υπηρεσίας του θεσμικού οργάνου, ο οποίος επίσης μπορεί να αναπληρωθεί από αναπληρωτή ιατρό υπηρεσίας.

    103

    Έστω και αν δεν προβλέπεται απολύτως ίση εκπροσώπηση των μελών που ορίζονται από τη Διοίκηση και των μελών που ορίζονται από τους εκπροσώπους του προσωπικού, δεδομένου ότι ο R. N., ο οποίος είναι επίσης προϊστάμενος της μονάδας ανθρωπίνου δυναμικού της διευθύνσεως πόρων της ΓΔ «Προσωπικό», ανήκει στη Διοίκηση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, πρώτον, η παρουσία ιατρού υπηρεσίας του θεσμικού οργάνου στη συμβουλευτική επιτροπή, δεύτερον η περίσταση ότι προβλέπεται, στο άρθρο 7 των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, ότι η συμβουλευτική επιτροπή «εργάζεται με τη μεγαλύτερη αυτονομία, ανεξαρτησία και εμπιστευτικότητα» και, τρίτον, ο συλλογικός χαρακτήρας των συζητήσεων συνιστούν επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της γνώμης που καλείται να διατυπώσει και να εκδώσει η συμβουλευτική επιτροπή προς την ΑΣΣΠΑ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2002, Onidi κατά Επιτροπής, T‑197/00, EU:T:2002:135, σκέψη 132, και της 17ης Μαρτίου 2015, AX κατά ΕΚΤ, F‑73/13, EU:F:2015:9, σκέψη 150).

    104

    Συναφώς, η περίσταση ότι ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής είναι επίσης προϊστάμενος της μονάδας ανθρωπίνου δυναμικού της διευθύνσεως πόρων της ΓΔ «Προσωπικό» δεν σημαίνει, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει εικοτολογώντας η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ότι ασκεί ή μπορεί να ασκήσει εξουσία επί των μελών του προσωπικού και, επομένως, επί των συζητήσεων της συμβουλευτικής επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, AX κατά ΕΚΤ, F‑73/13, EU:F:2015:9, σκέψη 151), καθώς και επί του περιεχομένου των καταθέσεων δεκατριών εκ των δεκατεσσάρων μαρτύρων. Εν πάση περιπτώσει, ουδόλως αποδεικνύεται ότι ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής, έστω και αν είναι προϊστάμενος της μονάδας ανθρωπίνου δυναμικού της διευθύνσεως πόρων της ΓΔ «Προσωπικό», ενεργεί κατ’ ανάγκη εις βάρος της προσφεύγουσας-ενάγουσας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, AX κατά ΕΚΤ, F‑73/13, EU:F:2015:9, σκέψη 152). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα φαίνεται να υπονοεί η προσφεύγουσα-ενάγουσα, οι εσωτερικοί κανόνες περί παρενοχλήσεως δεν προβλέπουν ότι ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι παρών για τη διεξαγωγή του συνόλου των εξετάσεων των μαρτύρων σε δεδομένη υπόθεση.

    105

    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας με το οποίο επιχειρεί να αμφισβητήσει την αλήθεια των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, με την αιτιολογία ότι ήταν όλοι υφιστάμενοι του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι εν λόγω μάρτυρες θα μπορούσαν εύλογα να ανησυχούν ότι θα υποστούν αντίποινα ή ότι δέχθηκαν πιέσεις (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Donati κατά ΕΚΤ, F‑63/09, EU:F:2012:193, σκέψη 183). Αφετέρου, εάν γινόταν δεκτό, το επιχείρημα αυτό θα σήμαινε ότι, οσάκις μέλος του προσωπικού διευθύνσεως θεσμικού οργάνου καταγγέλλεται στο πλαίσιο αιτήσεως αρωγής, η Διοίκηση δεν θα μπορεί να στηριχθεί στις καταθέσεις των μελών της διοικητικής μονάδας που τελεί υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου μέλους του διευθυντικού προσωπικού. Κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε, όμως, τη Διοίκηση να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ανάγεται η αίτηση αρωγής, καθόσον, συχνά, είναι ακριβώς τα εν λόγω μέλη της επίμαχης διοικητικής μονάδας που αποτελούν τους πλέον άμεσους μάρτυρες των συμβάντων που εκτίθενται σε αίτηση αρωγής.

    106

    Όσον αφορά την εξέταση των δύο ιατρών υπηρεσίας την οποία ζήτησε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, καίτοι αυτοί την εξέτασαν βεβαίως στο πλαίσιο των εφημεριών της ιατρικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, προσήκει η υπόμνηση ότι οι γνωματεύσεις ιατρών εμπειρογνωμόνων δεν δύνανται, καθεαυτές, να αποτελέσουν απόδειξη για την ύπαρξη, από νομικής απόψεως, ηθικής παρενοχλήσεως ή υπαιτιότητας του θεσμικού οργάνου σε σχέση με το καθήκον αρωγής που αυτό υπέχει (αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2015, BQ κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑7/14 P, EU:T:2015:79, σκέψη 49, της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 127, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 92). Ειδικότερα, τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, όπως και η ενδεχόμενη κατάθεση των δύο ιατρών υπηρεσίας, έστω και αν μπορούσαν να καταδείξουν ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έπασχε από ψυχικές διαταραχές, δεν θα μπορούσαν πάντως να αποδείξουν ότι οι εν λόγω διαταραχές οφείλονταν σε ηθική παρενόχληση, δεδομένου ότι, για να διαπιστώσουν την ύπαρξη τέτοιας παρενοχλήσεως, οι συντάκτες των εν λόγω πιστοποιητικών θα είχαν στηριχθεί κατ’ ανάγκη αποκλειστικά και μόνο στην έκθεση από την προσφεύγουσα-ενάγουσα των συνθηκών εργασίας της στο Κοινοβούλιο (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2008, K κατά Κοινοβουλίου, F‑15/07, EU:F:2008:158, σκέψη 41, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 127).

    107

    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας για τον συνοπτικό ή, εν πάση περιπτώσει, μη εξαντλητικό χαρακτήρα της περιλήψεως της εξετάσεως των μαρτύρων, όπως αυτή περιέχεται στα σχετικά πρακτικά, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, όσον αφορά τη δική της κατάθεση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ποια ή ποιες από τις απαντήσεις της σε ερωτήματα που έθεσε η συμβουλευτική επιτροπή δεν εκτέθηκαν ή δεν εκτέθηκαν επαρκώς στο μέρος των πρακτικών που την αφορά. Το ίδιο ισχύει για την εξέταση των άλλων μαρτύρων σε σχέση με τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα πρακτικά που παρέσχε το Κοινοβούλιο επαρκούσαν όσον αφορά τον ενημερωτικό σκοπό που εξυπηρετούσαν, ήτοι τη διατύπωση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής.

    108

    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αρωγής και του καθήκοντος μέριμνας καθώς και παράβαση των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ

    109

    Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» αρνούμενη να χαρακτηρίσει τα συμβάντα που εξέθεσε στην αίτηση αρωγής ως στοιχειοθετούντα ηθική παρενόχληση. Αυτό συνιστά, κατά την άποψή της, παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ και, επομένως, η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το οποίο επιβάλλει στην ΑΣΣΠΑ καθήκον αρωγής. Με τον τρόπο αυτό, η ΑΣΣΠΑ παρέβη επίσης το καθήκον μέριμνας που υπέχει.

    110

    Παραπέμποντας στον κατάλογο των συμπεριφορών που μπορούν να χαρακτηριστούν ηθική παρενόχληση, τον οποίο κατάρτισε η ΑΣΣΠΑ και περιέλαβε σε εσωτερική ανακοίνωση της 11ης Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα διαπίστωσε η ΑΣΣΠΑ με την προσβαλλόμενη απόφαση επικαλούμενη τα οργανωτικά προβλήματα της μονάδας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αποτέλεσε στόχο, εκ μέρους του προϊσταμένου της μονάδας, συνεχών επικρίσεων, ελλείψεως σεβασμού, υποτιμήσεως των απόψεών της, υπερβολικής εποπτείας της εργασίας της, προσβολών ή υβριστικών παρατηρήσεων, συμπεριφορών που συνίσταντο σε αγνόησή της, διαρκούς εχθρότητας και συμπεριφορών που σκοπούσαν στην ταπείνωση ή στη γελοιοποίησή της λόγω της εργασίας της. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτιμά ότι, εν αντιθέσει προς όσα υπονοεί το Κοινοβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως, ο χαρακτηρισμός πράξεων ως ηθικής παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, δεν επιβάλλει να σκοπούσαν αυτές στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του θύματος.

    111

    Οι συμπεριφορές που καταγγέλλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα περιλαμβάνονται στα επίμαχα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε εκθέσει στην αίτηση αρωγής. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτιμά ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζουν η ΑΣΣΠΑ και, πλέον, το Κοινοβούλιο, η επιθετική, ειρωνική και σαρκαστική συμπεριφορά του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων προς αυτήν ουδόλως μπορούσε να δικαιολογηθεί από τις δυσχέρειες λειτουργίας της μονάδας τις οποίες όφειλε να θεραπεύσει ο προϊστάμενος της μονάδας και ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτός δεν μπορεί να δικαιούται, υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου μονάδας, να υιοθετεί τέτοιες συμπεριφορές, οι οποίες συνιστούν παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, για να θεραπεύσει τις εν λόγω δυσχέρειες λειτουργίας.

    112

    Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος. Επισημαίνει ότι οι επικρίσεις του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα συνδέονταν άμεσα με την ανάγκη βελτιώσεως της λειτουργίας της μονάδας και ότι η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναγνώρισε ότι οι επικρίσεις αυτές διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια συσκέψεων σχετικών με τις δυσλειτουργίες της υπηρεσίας, κατόπιν αυξήσεως του φόρτου εργασίας και αναδιαρθρώσεως των λειτουργικών υπηρεσιών. Καίτοι αναγνωρίζει ότι ορισμένες εκφράσεις του προϊσταμένου μονάδας, όπως αυτές που παραθέτει η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής, υπήρξαν ενίοτε υπερβολικές ή δυσάρεστες, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι αυτές δεν στηρίζονταν σε καταχρηστικές κατηγορίες, χωρίς κανέναν σύνδεσμο με τα αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονταν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα και ότι πρέπει να αναχθούν στο πλαίσιο της εντάσεως που υπήρχε τότε λόγω της δυσλειτουργίας της μονάδας και της αυξήσεως του φόρτου εργασίας.

    113

    Όσον αφορά τη μνεία, από τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, της λήξεως της ισχύος της συμβάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η τελευταία δεν απέδειξε ότι οι εκφράσεις αυτές, εφόσον υποτεθούν αληθείς, διατυπώθηκαν με σκοπό άλλον από την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, δεδομένου ότι η αξιολόγηση των παρεχόμενων από την προσφεύγουσα-ενάγουσα υπηρεσιών ενέπιπτε στα καθήκοντα του προϊσταμένου μονάδας στην οποία υπηρετούσε.

    114

    Κατά το Κοινοβούλιο, καίτοι είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο προϊστάμενος μονάδας αποκάλυψε την υποβολή, από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, της αιτήσεως αρωγής, τούτο δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, ηθική παρενόχληση.

    115

    Τέλος, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, όσον αφορά το καθήκον μέριμνας που υπέχει, ότι έλαβε υπόψη την κατάσταση της υγείας της προσφεύγουσας-ενάγουσας τοποθετώντας την σε άλλη υπηρεσία.

    – Επί της έννοιας της «ηθικής παρενοχλήσεως» κατά τον ΚΥΚ

    116

    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που προκύπτει από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1), το Γενικό Δικαστήριο είχε ορίσει, διά της νομολογιακής οδού, την έννοια της «ηθικής παρενοχλήσεως» ως αντιστοιχούσα, ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη αυτής από το εικαζόμενο θύμα, σε σύνολο στοιχείων τα οποία καθιστούν εφικτό να διαπιστωθεί ότι το πρόσωπο αυτό υπέστη συμπεριφορά με αντικειμενικό σκοπό την απαξίωσή του ή την εσκεμμένη υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2001, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, EU:T:2001:69, σκέψη 286, και της 8ης Ιουλίου 2004, Schochaert κατά Συμβουλίου, T‑136/03, EU:T:2004:229, σκέψη 41). Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υφίσταται ηθική παρενόχληση, η επίμαχη συμπεριφορά πρέπει αντικειμενικώς να οφείλεται σε πρόθεση (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2005, Schmit κατά Επιτροπής, T‑144/03, EU:T:2005:158, σκέψη 65, και της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 83).

    117

    Από την έναρξη ισχύος, την 1η Μαΐου 2004, του άρθρου 12α, παράγραφοι 1 και 3, του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[ο] υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης», ως ηθική παρενόχληση νοείται πλέον «η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου».

    118

    Συναφώς, προσήκει η διαπίστωση ότι, στο γράμμα του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επανέλαβε την προηγούμενη νομολογιακή απαίτηση, η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 116 ανωτέρω, ήτοι ότι, για να εμπίπτει στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως, η συμπεριφορά πρέπει να έχει ως αντικειμενικό σκοπό «την απαξίωση ή την εσκεμμένη υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας» του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδηλώθηκε τέτοια συμπεριφορά.

    119

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ως ηθική παρενόχληση νοείται, κατά τον ορισμό του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, η «καταχρηστική διαγωγή» η οποία, πρώτον, εκδηλώνεται με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή με πράξεις που λαμβάνουν χώρα «επί ορισμένο χρονικό διάστημα, κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», ορισμός ο οποίος συνεπάγεται ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να γίνεται νοητή ως μια μεταχείριση που έχει κατ’ ανάγκη ορισμένη χρονική διάρκεια και προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανομένων ή εξακολουθητικών επιλήψιμων ενεργειών οι οποίες τελούνται «με πρόθεση», σε αντίθεση με εκείνες που συνιστούν «ατυχές περιστατικό». Δεύτερον, οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες, εκδηλώσεις προφορικού ή γραπτού λόγου, προκειμένου να εμπίπτουν στην έννοια αυτή, απαιτείται να έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχολογικής ακεραιότητας του προσώπου (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, HQ κατά ΚΓΦΠ, T‑592/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:897, σκέψη 101· βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    120

    Δεν απαιτείται, συνεπώς, να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω συμπεριφορές, πράξεις, χειρονομίες ή εκδηλώσεις γραπτού ή προφορικού λόγου έλαβαν χώρα με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του προσώπου. Τουτέστιν, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση χωρίς να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που παρενοχλεί επιδίωξε, με τις επιλήψιμες ενέργειές του, να απαξιώσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εκ προθέσεως τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί οι εν λόγω επιλήψιμες ενέργειες, εφόσον ήταν εκούσιες, να προκάλεσαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες (βλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Cantisani κατά Επιτροπής, F‑71/10, EU:F:2012:71, σκέψη 89, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    121

    Τέλος, δεδομένου ότι η επίμαχη επιλήψιμη ενέργεια πρέπει, βάσει του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, έπεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας ενέργειας ως «παρενοχλήσεως» υπόκειται στην προϋπόθεση να είναι η ενέργεια αυτή, κατ’ αρκούντως αντικειμενική εκτίμηση, υποστατή, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, θα θεωρούσε την επίμαχη συμπεριφορά ή πράξη ακραία και αποδοκιμαστέα (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2012, Skareby κατά Επιτροπής, F‑42/10, EU:F:2012:64, σκέψη 65, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 78).

    122

    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις ως άνω νομολογιακές παρατηρήσεις, και για την εξέτασή του θα πρέπει να διερευνηθούν, με χρονολογική σειρά, πρώτα σε μεμονωμένη βάση και έπειτα σφαιρικά, τα συμβάντα που εξέθεσε η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπό το πρίσμα του άρθρου 12α του ΚΥΚ, προκειμένου να καθοριστεί αν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα-ενάγουσα, η ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, επομένως, παρέβη τόσο το άρθρο 12α όσο και το άρθρο 24 του ΚΥΚ.

    123

    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι ο ορισμός που προβλέπει το άρθρο 12α του ΚΥΚ συνιστά αντικειμενική έννοια η οποία, μολονότι στηρίζεται στον εντός του εκάστοτε πλαισίου χαρακτηρισμό πράξεων και συμπεριφορών μονίμων υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού, ο οποίος δεν είναι πάντα ευχερής, εντούτοις, δεν συνεπάγεται πολύπλοκες εκτιμήσεις –ανάλογες με εκείνες που ενδεχομένως απαιτούνται αναφορικά με έννοιες οικονομικής φύσεως (βλ., όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής προστασίας, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψη 86, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 40), επιστημονικής φύσεως [βλ., όσον αφορά τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA, T‑94/10, EU:T:2013:107, σκέψεις 98 και 99] ή ακόμη τεχνικής φύσεως [βλ., όσον αφορά τις αποφάσεις του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Schräder κατά ΚΓΦΠ, C‑38/09 P, EU:C:2010:196, σκέψη 77]– οι οποίες δικαιολογούν την αναγνώριση περιθωρίου εκτιμήσεως στη Διοίκηση κατά την εφαρμογή της εν λόγω έννοιας. Ως εκ τούτου, εφόσον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, πρέπει να διερευνηθεί αν η εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τον ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή ενέχει πλάνη και όχι εάν ενέχει πρόδηλη πλάνη.

    – Επί των προβαλλόμενων επίδικων συμπεριφορών

    124

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκθέτει ότι, ενώ είχε πάντοτε καλές υπηρεσιακές επιδόσεις, δεδομένου ότι τρεις διαδοχικοί προϊστάμενοι μονάδας είχαν μείνει ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες της, εκ των οποίων ο τελευταίος ήταν ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, η συμπεριφορά αυτού άλλαξε απέναντί της από τα τέλη του 2011 και, ακόμη περισσότερο, κατά τη διάρκεια του 2012. Η συμπεριφορά αυτή διήρκησε επίσης πέραν της ως άνω περιόδου, συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 2012 έως τον Σεπτέμβριο του 2014. Ειδικότερα, ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας υιοθέτησε καταχρηστική συμπεριφορά με σκοπό τη συστηματική απαξίωση της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η οποία συνίστατο σε επικρίσεις που διατύπωνε προφορικώς, κυρίως ενώπιον τρίτων, παρούσας ή μη της ιδίας, αλλά ενίοτε και γραπτώς. Οι κύριες επικρίσεις που της απηύθυνε κατ’ αυτόν τον τρόπο αφορούσαν άμεσα το πρόσωπό της και, συγκεκριμένα, τα θεωρούμενα προβλήματα χαρακτήρα της και τη θεωρούμενη υπεροψία της. Ειδικότερα, ο προϊστάμενος της μονάδας τής υπενθύμιζε συστηματικά ότι ήταν ιεραρχικά ανώτερός της και ότι όφειλε να τον υπακούει και της είχε ζητήσει κατ’ επανάληψη να δικαιολογήσει τις ενέργειές της, χωρίς εντούτοις να συναγάγει συμπεράσματα από τις αιτιολογίες που αυτή του παρείχε. Επίσης, της άσκησε πιέσεις απειλώντας να δώσει τέλος στην εργασιακή σχέση ή τουλάχιστον απειλώντας να μην ζητήσει την ανανέωση της συμβάσεώς της ως επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχου υπαλλήλου. Ειδικότερα, απευθυνόμενος σε αυτήν είχε χρησιμοποιήσει τη φράση «Ποια νομίζετε ότι είστε, κυρία μαρκησία;» προσάπτοντάς της «προβλήματα χαρακτήρα». Αντιθέτως, όμως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσάπτει στον προϊστάμενο μονάδας ότι οι αντιδράσεις του ήταν αδικαιολόγητες.

    125

    Για παράδειγμα, ως προς την έλλειψη συντονισμού εκ μέρους του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων κατά την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας εξετάσεως των αιτήσεων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες έπρεπε να διέρχονται πρώτα από το τμήμα οπτικοακουστικών μέσων του οποίου τον συντονισμό είχε αναλάβει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, αυτή φρονεί ότι εύλογα παραπονέθηκε σχετικά με ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Οκτωβρίου 2011.

    126

    Ομοίως, ως προς το ηλεκτρονικό μήνυμα που της απέστειλε ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων στις 26 Σεπτεμβρίου 2011, με κοινοποίηση σε δύο άλλους υπαλλήλους του τμήματος Newsdesk Hotline, ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο ο προϊστάμενος μονάδας επισήμαινε ότι επανειλημμένως είχε ζητήσει επί ματαίω να βοηθήσει η εν λόγω μονάδα υπάλληλο άλλου τομέα σε σχέση με την επίσκεψη αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας της Τυνησίας, το ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε στις 26 Σεπτεμβρίου 2011 συνιστούσε ενδεδειγμένη και διεξοδική απάντηση η οποία καταδείκνυε το αβάσιμο της μομφής αυτής, η οποία στόχευε κατ’ ουσίαν αυτήν προσωπικά.

    127

    Εξάλλου, όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Ιανουαρίου 2012, με το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα παρέσχε πληροφορίες στον διευθυντή της διευθύνσεως μέσων ενημέρωσης σχετικά με τον τρόπο οργανώσεως της υλοποιήσεως εκπομπής γαλλικού τηλεοπτικού σταθμού, η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτιμά ότι το απαντητικό ηλεκτρονικό μήνυμα του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, της 19ης Ιανουαρίου 2012, στο οποίο αυτός της προσήπτε ότι παρέσχε πρόωρα στον διευθυντή της διευθύνσεως μέσων ενημέρωσης πληροφορίες σχετικά με την εκδήλωση αυτή, ενώ προετοίμαζε ο ίδιος συνολική απάντηση στην οποία διευκρίνιζε τη συμβολή όλων των εμπλεκόμενων φορέων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι η αιτίαση αυτή είναι αδικαιολόγητη όπως και εκείνη ότι «ενεργεί μόνη της»«βομβαρδίζοντας» τις άλλες υπηρεσίες με πληροφορίες τις οποίες επρόκειτο να διαβιβάσει και να συντονίσει ο ίδιος, υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου μονάδας, και ότι δίνει εικόνα ελάχιστα επαγγελματική η οποία δεν αντικατοπτρίζει ομαδική εργασία και δεν συνάδει με την προώθηση της ομαδικής εργασίας της υπηρεσίας.

    128

    Κατόπιν ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε στις 28 Φεβρουαρίου 2012 σε άλλο τμήμα για να ζητήσει να την ενημερώσουν για τις αλλαγές, τις προσθήκες ή την κατάργηση θεμάτων στο κανάλι EuropeBySatellite (στο εξής: EbS), η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκφράζει τη λύπη της για το ύφος και το περιεχόμενο του απαντητικού ηλεκτρονικού μηνύματος που της απέστειλε την ίδια ημέρα ο προϊστάμενος μονάδας, όπως και για τη δεύτερη ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ακολούθησε, στην οποία αυτός της επισήμανε ότι στο Newsdesk Hotline υπήρχαν τέσσερα άτομα και ότι, επομένως, ένα από τα τέσσερα αυτά άτομα μπορούσε κάλλιστα να έχει ως καθήκον την παρακολούθηση και τον εντοπισμό των αλλαγών στο EbS, καταλήγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν «να μεταβιβάζει πάντοτε την ευθύνη/ακόμη και το “μπαλάκι” στους άλλους ([“]δεν μας ενημερώνουν![”])» και ζητώντας από τα τέσσερα άτομα στο Newsdesk Hotline να «αλληλεπιδρούν σε εσωτερικό και σε εξωτερικό επίπεδο αναζητώντας πληροφορίες».

    129

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα μνημονεύει επίσης τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν στις 19 Μαρτίου 2012 σχετικά με συνάντηση που αφορούσε την κάλυψη της εκδηλώσεως «Ραμπάτ [(Μαρόκο)] – Euromed», την οποία είχε συγκαλέσει υπάλληλος άλλου τομέα και στην οποία παρέστη τελικά μόνο ένα από τα τέσσερα άτομα που εργάζονταν στο Newsdesk Hotline. Συναφώς, εκφράζει τη λύπη της για τη μομφή που διατύπωσε ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων για τα τρία πρόσωπα που απουσίαζαν, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, σε ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο αυτός επισήμανε ότι είναι περιττό να συγκαλούνται συσκέψεις συντονισμού όταν τελικώς μετέχουν σε αυτές μόνο τρία άτομα, ήτοι ο ίδιος, το πρόσωπο που συγκάλεσε τη σύσκεψη και ο μόνος υπάλληλος από το Newsdesk Hotline ο οποίος παρέστη σε αυτήν. Εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, είθισται, για το συγκεκριμένο είδος συσκέψεων, να εκπροσωπείται η υπηρεσία αυτή από ένα μόνο άτομο και, επομένως, εν αντιθέσει προς όσα υπονόησε ο προϊστάμενος μονάδας στο επικριτικό ηλεκτρονικό του μήνυμα, η παρουσία των τριών άλλων προσώπων, περιλαμβανομένης της ιδίας, δεν ήταν αναγκαία.

    130

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκφράζει τη λύπη της επίσης για το ύφος και το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που αντηλλάγησαν στις 8 Μαΐου 2012. Συναφώς, σε πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο απέστειλε στον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και κοινοποίησε σε οκτώ άτομα και μία υπηρεσία, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε διατυπώσει, σε υστερόγραφο, προς έναν εκ των παραληπτών αυτών την εξής παράκληση:

    «[X], θα μπορούσες στο μέλλον να περιμένεις να οριστικοποιήσουμε τις έρευνές μας και τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη προτού διαβιβάσεις ηλεκτρονικό μήνυμα με ελλιπείς ή μη πλήρεις πληροφορίες όσον αφορά τον τομέα μου».

    131

    Σε απαντητικό ηλεκτρονικό μήνυμα, προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα, κοινοποιηθέν στο πρόσωπο στο οποίο αυτή είχε απευθυνθεί καθώς και σε ένα άλλο πρόσωπο, ο προϊστάμενος μονάδας είχε γράψει τα εξής:

    «Πρέπει να σταματήσετε να βάζετε όλους στη θέση τους […] Καλώς και με επαγγελματισμό χειρίστηκε ο [Χ] τον φάκελο αυτό […] Δεν είχα τον χρόνο να αντιδράσω νωρίτερα, αλλά σκοπεύω να οργανώσω συνάντηση μαζί σας σχετικά το συντομότερο δυνατόν. Τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν σχετικά με τον φάκελο αυτό δεν είναι της αρεσκείας μου. Είναι ένα ζήτημα να καταρτίζει κανείς το δελτίο και να καθορίζει ένα σύστημα εργασίας, […] και [είναι τελείως] άλλο [ζήτημα] να μην τηρεί τους κανόνες ευγένειας με τους συναδέλφους. Χάρη στο τηλέφωνο αποφεύγονται επίσης πολλές παρανοήσεις. Όλες αυτές οι μέθοδοι ανήκουν για μένα στο παρελθόν και θέλω να αντιδράσω πολύ έντονα κατά των ενεργειών αυτών, οι οποίες ουδόλως συνάδουν με τους βασικούς κανόνες της από κοινού εργασίας μας, αποδίδοντας άμεση ευθύνη σε εκείνους που δεν κατανοούν τα μηνύματα που έχω πολλές φορές απευθύνει σε όλους σας. Το μήνυμα είναι σαφές. Παραμένουμε ομάδα η οποία πρέπει και θα εργαστεί μαζί, πάση θυσία. Δεν οφείλω σεβασμό σε ένα “τμήμα” το οποίο θέλει να ενεργεί μόνο του ή να έχει τον τελευταίο λόγο. Κάτι τέτοιο είναι και παραμένει αποκλειστική δική μου αρμοδιότητα.»

    132

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε τότε στο τελευταίο αυτό ηλεκτρονικό μήνυμα επισημαίνοντας ότι δεν συμφωνεί με τον προϊστάμενο μονάδας και ότι θεωρεί ότι αυτός «τα βάζει» εκ νέου με το Newsdesk Hotline ενώ άλλοι τομείς «δυσλειτουργούν, αποκρύπτουν πληροφορίες ή προκαλούν σύγχυση». Στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισήμανε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα μέλη του Newsdesk Hotline βρίσκονται προ τετελεσμένου εκ μέρους άλλων τομέων και ότι δεν επιδιώκουν να έχουν τον τελευταίο λόγο. Εξάλλου, διευκρίνισε ότι η ίδια και τα άλλα μέλη του Newsdesk Hotline νιώθουν εξαντλημένοι από την κατάσταση αυτή.

    133

    Κατά τη διάρκεια συσκέψεως της μονάδας, η οποία διεξήχθη στις 10 Μαΐου 2012 προκειμένου να συζητηθούν και να επιλυθούν τα υφιστάμενα στη μονάδα προβλήματα, ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων καταφέρθηκε, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ευθέως εναντίον της, επικρίνοντάς την ανοικτά και αποκλειστικά, κατηγορώντας την ότι αποκρύπτει πληροφορίες και ότι δεν επιδεικνύει ομαδικό πνεύμα και εν τέλει ότι είναι υπεύθυνη για τις δυσλειτουργίες. Επίσης της επιτέθηκε προσωπικά, ερωτώντας την για άλλα θέματα τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον συντονισμό των τριών τομέων της μονάδας και χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να απαντήσει. Σε ηλεκτρονικό μήνυμα με τίτλο «Εμπιστευτικό» προς τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, της 12ης Μαΐου 2012, ο Y επισήμανε ότι «επέστρεψ[ε] στο σπίτι [του] με το στομάχι κόμπο και ότι δεν κοιμήθηκ[ε] καλά». Κατά τον Υ, «η σύσκεψη αυτή υπήρξε πολύ σκληρή και ξέφυγε από το θέμα της με την ανταλλαγή παρατηρήσεων που δεν είχαν θέση σε αυτήν», διερωτόταν δε «πώς μπόρεσε [η προσφεύγουσα-ενάγουσα] να συγκρατηθεί και να διατηρήσει την ψυχραιμία της». Την επομένη της συσκέψεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απουσίασε με αναρρωτική άδεια.

    134

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα μνημονεύει επίσης συμβάν το οποίο έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2012 σχετικά με την αντικατάσταση, κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος, συναδέλφου της υπηρεσίας διαπιστεύσεων της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, η οποία έπρεπε να αναλάβει μόνη την υποδοχή δημοσιογράφων στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια επισκέψεως δεκαέξι αρχηγών κρατών ή επικεφαλής κυβερνήσεων για εκδήλωση με την ονομασία «Friends of Cohesion». Στη διάρκεια της ημέρας, ο προϊστάμενος της μονάδας επέκρινε την προσφεύγουσα-ενάγουσα επειδή τα μέλη του Newsdesk Hotline δεν μερίμνησαν για την ενίσχυση που αυτός είχε ζητήσει ώστε η συνάδελφός τους, Z, να μπορέσει να κάνει το μεσημεριανό της διάλειμμα. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι στις 4 Οκτωβρίου 2012 είχε ανταλλάξει ηλεκτρονικά μηνύματα με τη Z προκειμένου να υπάρξει υποστήριξη, η οποία θα της παρείχε τη δυνατότητα να κάνει το μεσημεριανό της διάλειμμα.

    135

    Εντούτοις, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Νοεμβρίου 2012 προς τα μέλη της μονάδας, ο προϊστάμενος της μονάδας επισήμανε ότι, έστω και αν η Z δεν παραπονέθηκε, ο ίδιος και άλλοι συνάδελφοι είχαν παρατηρήσει ότι οι εκ περιτροπής αντικαταστάσεις της ενδιαφερομένης, τις οποίες αυτός είχε ζητήσει ήδη από τον Σεπτέμβριο, δεν είχαν τηρηθεί, με αποτέλεσμα η Z να μην μπορέσει να κάνει διάλειμμα. Ο προϊστάμενος της μονάδας συνέχισε ως εξής:

    «Τέλος, μόλις μίλησα με το άτομο που διασφαλίζει έως τώρα τον συντονισμό της ομάδας, το οποίο μου απάντησε με προκλητικό, ιδιαίτερα δυσάρεστο, ύφος, όταν της υπενθύμισα ότι σήμερα, με την άφιξη μεγάλου αριθμού ομάδων για τους [“Friends of Cohesion”] και την ακρόαση των επιτρόπων, έπρεπε να παρασχεθεί υποστήριξη στη [Z]. Το μήνυμα δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη στις “προτεραιότητές” σας για την ημέρα […] Όπως συζητήσαμε χθες [κατά τη διάρκεια της] συσκέψεως προγραμματισμού, δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό σήμερα από αυτή την υποδοχή δημοσιογράφων μόλις φθάσουν και, βεβαίως, θέλω στο εξής ένα δεσμευτικό πρόγραμμα με ένα όνομα κάθε ημέρα για να διασφαλισθεί η αντικατάσταση της συναδέλφου μας τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος και κάθε φορά που θα το ήθελε για παράδειγμα, όπως πράττετε και εσείς, [για να] απουσιάσει. [Ε]λπίζω ότι το μήνυμα αυτό [είναι] επαρκώς σαφές για όλους […] Είστε μέλη ομάδας και εάν κάποιος από εσάς δεν βρίσκει τη θέση του ανάμεσά μας, μπορείτε ελεύθερα να αναζητήσετε αλλού εργασία η οποία αντιστοιχεί καλύτερα στις επιθυμίες σας.»

    136

    Αργότερα, ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα, κατά τη διάρκεια συσκέψεως η οποία διεξήχθη στις 4 Δεκεμβρίου 2012 παρουσία ενός βοηθού, ότι ο ίδιος δίδει εντολές, είτε αυτό αρέσει είτε όχι στην προσφεύγουσα-ενάγουσα. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο προϊστάμενος προέβη με απειλητικό ύφος στην ακόλουθη δήλωση:

    «Η ομάδα λειτουργεί με εσάς ή χωρίς εσάς, λαμβάνω κάθε ημέρα εκατοντάδες [βιογραφικά] από άτομα που γνωρίζουν πολύ καλά να κάνουν αυτό που κάνετε. Εάν δεν αλλάξετε στάση, θα λάβω απόφαση.»

    137

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα διατείνεται επίσης ότι ο προϊστάμενος της μονάδας επέκρινε, εν τη απουσία της, την ομαδική εργασία που αυτή συντόνιζε, ιδίως κατά τη διάρκεια δύο συσκέψεων, κάτι το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισήμανε με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Νοεμβρίου 2013, στο οποίο του εξέφρασε την απογοήτευσή της για τη συμπεριφορά του. Εξάλλου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσκομίζει συναφώς ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν στις 18 Μαρτίου 2014 μεταξύ του Y και του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, στα οποία ο Y επισήμανε στον προϊστάμενο της μονάδας ότι θεωρεί ότι «σκοπός της συσκέψεως [που πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαρτίου 2014 ήταν] η εξόντωση και η απαξίωση προσώπων [και] υπηρεσίας που ήταν απόντες». Επιπλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, προσκομίζει, αφενός, ηλεκτρονικό μήνυμα πρώην γραμματέα του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, η οποία, στο πλαίσιο της τοποθετήσεώς της σε άλλη υπηρεσία, έγραψε τα εξής:

    «Η εμπειρία μου από τη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων;! [Ε]ίναι σαν να είσαι ηρωινομανής: παίρνεις τη δόση σου νομίζοντας […] ότι θα βρεθείς στον παράδεισο, ενώ πέφτεις όλο και πιο χαμηλά, προς την κόλαση. Ποτέ δεν χάρηκα τόσο στη ζωή μου όσο όταν ξέφυγα από αυτήν.»

    138

    Αφετέρου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα μνημονεύει την παραίτηση βοηθού του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, η οποία υποβλήθηκε με λακωνικό ηλεκτρονικό μήνυμα της 27ης Ιανουαρίου 2015, ως ένδειξη του δυσάρεστου κλίματος που είχε δημιουργήσει η συμπεριφορά του εν λόγω προϊσταμένου μονάδας.

    139

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014 κατά τη διάρκεια συσκέψεως που συγκάλεσε ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, ανέκυψε διαφορά μεταξύ αυτού και της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Ενώ η τελευταία του ζήτησε να ανοίξει το ιστορικό λογισμικού προκειμένου να διαπιστώσει ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα αυτός ισχυριζόταν, οι συνεισφορές των μελών του Newsdesk Hotline ήταν θετικές, εκείνος διέκοψε την προσφεύγουσα-ενάγουσα απότομα και της υπενθύμισε ότι ο ίδιος είναι ο προϊστάμενος και αυτός αποφασίζει αν ένα πρόσωπο πρέπει να εκπροσωπήσει ένα τμήμα κατά τη διάρκεια συσκέψεων της υπηρεσίας. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι το Newsdesk Hotline δεν έχει καμία χρησιμότητα.

    140

    Μετά το συμβάν αυτό, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισκέφθηκε την ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου και, από τις 26 Σεπτεμβρίου 2014, έλαβε αναρρωτική άδεια και έκτοτε δεν επέστρεψε προς εργασία. Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία προσκόμισε δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από την ΑΣΣΠΑ στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως αρωγής.

    – Επί της μεμονωμένης εκτιμήσεως των διάφορων επίδικων συμπεριφορών

    141

    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, καίτοι δεν αποκλείεται να επέδειξε ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων ανάρμοστο ύφος κατά τη διάρκεια των συσκέψεων της μονάδας ή κατά τις συζητήσεις με την προσφεύγουσα-ενάγουσα, οι οφειλόμενες σε ατυχές περιστατικό εκφράσεις ή χειρονομίες, έστω και αν είναι δυνατόν να παρίστανται μη προσήκουσες, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 95).

    142

    Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, δεν μπορεί να αποδειχθεί ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως με βάση και μόνο διοικητικές αποφάσεις επί ζητημάτων που εμπίπτουν στην οργάνωση των υπηρεσιών, έστω και αν αυτές είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές, ούτε με βάση και μόνο διαφωνίες με τη Διοίκηση επί των ίδιων αυτών ζητημάτων (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    143

    Εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται αναδεικνύουν βεβαίως συγκρουσιακή σχέση σε δύσκολο διοικητικό πλαίσιο, πλην όμως δεν συνιστούν πράξεις με καταχρηστικό ή υπέρμετρο χαρακτήρα, καθόσον οι εκφράσεις και οι συμπεριφορές που καταγράφηκαν καταδεικνύουν, το πολύ, δυσχερή, ακόμη και αδέξια ενίοτε διαχείριση συγκρουσιακής καταστάσεως εκ μέρους του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων.

    144

    Πράγματι, το ύφος που χρησιμοποίησε ο προϊστάμενος της μονάδας σε ορισμένα από τα προαναφερθέντα ηλεκτρονικά μηνύματα, μολονότι μπορεί ενίοτε να εμφανίζει ορισμένο τόνο οικειότητας ή να μην είναι ιδιαιτέρως επεξεργασμένο από γλωσσικής ή στιλιστικής απόψεως, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τα όρια, πρέπει πάντως να αξιολογηθεί εντός του πλαισίου των δυσχερειών λειτουργίας της υπηρεσίας, κατόπιν της αναδιαρθρώσεώς της.

    145

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των ηλεκτρονικών μηνυμάτων τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και τα οποία της είχε αποστείλει ο προϊστάμενος της μονάδας, αφορούσαν επιπλήξεις εκ μέρους του εν λόγω προϊσταμένου μονάδας, οι οποίες εμπίπτουν, καταρχήν, στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του ως ιεραρχικά ανωτέρου.

    146

    Επομένως, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μηνύματα με τα οποία επέπληξε την προσφεύγουσα-ενάγουσα για συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη την οποία αυτός δεν θεωρούσε σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της υπηρεσίας, όπως τα ηλεκτρονικά μηνύματα της 26ης Σεπτεμβρίου 2011 και της 19ης Ιανουαρίου, της 28ης Φεβρουαρίου και της 19ης Μαρτίου 2012, επισημαίνεται ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής με τη συνήθη ευαισθησία ο οποίος τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες δεν θα εκλάμβανε τα μηνύματα αυτά κατ’ ανάγκη ως υπερβαίνοντα τα όρια και αποδοκιμαστέα. Επομένως, τέτοιες επιπλήξεις, εφόσον ήταν διατυπωμένες ευπρεπώς, μπορούσαν να είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες όσον αφορά τη συμπεριφορά που προσήπτε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων.

    147

    Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι η κριτική που ασκεί ιεραρχικώς προϊστάμενος επί της διεκπεραιώσεως εργασίας ή καθήκοντος από υφιστάμενο δεν αποτελεί καθεαυτή ανάρμοστη συμπεριφορά καθόσον, εάν συνέβαινε αυτό, θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη η διοίκηση της υπηρεσίας (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψη 97, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 87). Ομοίως, αρνητικές παρατηρήσεις που απευθύνονται σε υπάλληλο δεν θίγουν κατ’ ανάγκη την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ακεραιότητά του, εφόσον είναι διατυπωμένες ευπρεπώς και δεν στηρίζονται σε μη θεμελιωμένες κατηγορίες που δεν έχουν καμία σχέση με αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 87· βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010, Menghi κατά ENISA, F‑2/09, EU:F:2010:12, σκέψη 110).

    148

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Σεπτεμβρίου 2011, ανεξάρτητα από τις επεξηγήσεις που παρέσχε μεταγενέστερα η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ως προς τις οποίες ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων δεν ήταν οπωσδήποτε υποχρεωμένος, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, να λάβει θέση γραπτώς ούτε εντός καθορισμένης προθεσμίας, ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας μετέφερε απλώς την καταγγελία συναδέλφου άλλης υπηρεσίας σχετικά με την έλλειψη στηρίξεως από την προσφεύγουσα-ενάγουσα και άλλα μέλη του Newsdesk Hotline. Ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής με τη συνήθη ευαισθησία ο οποίος τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες δεν θα εκλάμβανε μια τέτοια επίπληξη, διατυπωμένη ευπρεπώς, ως υπερβαίνουσα τα όρια και αποδοκιμαστέα.

    149

    Όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Ιανουαρίου 2012, προκύπτει ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαβιβάσει πληροφορίες στον διευθυντή της διευθύνσεως μέσων ενημέρωσης, ιεραρχικώς ανώτερο του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, χωρίς να αναφέρει τις πληροφορίες σε αυτόν, δεν είναι ανάρμοστο για τον προϊστάμενο της μονάδας να επιπλήξει την προσφεύγουσα-ενάγουσα και να της υπενθυμίσει ευπρεπώς τις απαιτήσεις του, ήτοι ότι τα μέλη της μονάδας πρέπει να ενεργούν συλλογικά και υπό την ιεραρχική του εξουσία, έστω και αν, όντως, από τυπική άποψη, το ύφος του ηλεκτρονικού μηνύματος αυτού θα μπορούσε να ήταν πιο προσεγμένο. Συναφώς, η περίσταση ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε την ευκαιρία ή τη συνήθεια, στο παρελθόν και μεταγενέστερα, να επικοινωνεί απευθείας με τον εν λόγω διευθυντή είναι άνευ σημασίας, καθόσον δεν αμφισβητείται ότι ο προϊστάμενος της μονάδας ήταν ο άμεσα ιεραρχικώς προϊστάμενός της και, για τον λόγο αυτό, μπορούσε να απαιτήσει από την προσφεύγουσα-ενάγουσα να ενεργεί σε συλλογικό πλαίσιο.

    150

    Όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν στις 28 Φεβρουαρίου 2012, επισημαίνεται ότι στο ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 11:04 η προσφεύγουσα-ενάγουσα ενημέρωσε τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων ότι «κάποιος από το EbS πρέπει να […] ανακοινώνει [στο Newsdesk Hotline] τις αλλαγές ή τις αμφιβολίες ώστε να υπάρχει αξιόπιστη πληροφόρηση έναντι των “πελατών” [του]». Επομένως, δεδομένου ότι αυτή απαιτούσε ένα πρόσωπο του επιφορτισμένου με το EbS γραφείου να ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο το Newsdesk Hotline για τις αλλαγές αυτές, δεν ήταν ανάρμοστο για τον προϊστάμενο της μονάδας να απαντήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, κατά την άποψή του, υπό την ιδιότητα του ιεραρχικώς προϊσταμένου ο οποίος είχε την ευθύνη τόσο του Newsdesk Hotline όσο και του EbS, ένα από τα τέσσερα πρόσωπα που απασχολούνταν στο Newsdesk Hotline έπρεπε να αναλάβει το καθήκον αυτό, το οποίο η προσφεύγουσα-ενάγουσα εκτιμούσε αναγκαίο και επιθυμούσε να εκτελείται από τρίτο πρόσωπο.

    151

    Κατά τα λοιπά, το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα δεν είχε ως μοναδικό αποδέκτη την προσφεύγουσα-ενάγουσα και, έστω και αν, εκ νέου, το ύφος του θα μπορούσε να είναι λιγότερο δημώδες, οι επικρίσεις που απευθύνθηκαν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, καθώς και σε μία εκ των συναδέλφων της στο Newsdesk Hotline, δεν φαίνονται ούτε παράλογες ούτε υπερβαίνουσες τα όρια. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, απαντώντας στο ηλεκτρονικό μήνυμα της προσφεύγουσας-ενάγουσας και σε εκείνο του προϊσταμένου της μονάδας, υπάλληλος του EbS αμφισβήτησε σαφώς, σε ηλεκτρονικό μήνυμα συνταγμένο στην ισπανική γλώσσα, την αλήθεια του ισχυρισμού της προσφεύγουσας-ενάγουσας, κατά τον οποίο αυτή επιχείρησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την εν λόγω υπηρεσία, και την κατηγόρησε επιπλέον ότι ψεύδεται και επιρρίπτει το σφάλμα στους άλλους.

    152

    Όσον αφορά την επίπληξη από τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την απουσία της προσφεύγουσας-ενάγουσας και δύο άλλων συναδέλφων της κατά τη διάρκεια συσκέψεως, υπενθυμίζεται ότι κάθε μόνιμος ή μη υπάλληλος οφείλει να είναι διαθέσιμος για να συναντήσει τον ιεραρχικώς προϊστάμενό του όταν αυτός τον καλεί σε σύσκεψη (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, CW κατά Κοινοβουλίου, F‑48/13, EU:F:2014:186, σκέψη 123). Επομένως, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη δικαιολογία της προσφεύγουσας-ενάγουσας όσον αφορά την απουσία αυτή, το ηλεκτρονικό μήνυμα του προϊσταμένου της μονάδας της 19ης Μαρτίου 2012 ουδόλως φαίνεται ανάρμοστο στον αμερόληπτο και συνετό παρατηρητή.

    153

    Όσον αφορά τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν στις 8 Μαΐου 2012, επισημαίνεται ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε αρχικά η προσφεύγουσα-ενάγουσα στον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, σε οκτώ άλλα πρόσωπα και σε μία υπηρεσία, αυτή έθιξε ευθέως συνάδελφο άλλης υπηρεσίας, υπονοώντας ότι εκείνος διαδίδει μη πλήρεις πληροφορίες σχετικά με το Newsdesk Hotline. Εντούτοις, τέτοιος ισχυρισμός, διατυπωμένος στο πλαίσιο ηλεκτρονικού μηνύματος που απευθυνόταν σε πολλαπλούς αποδέκτες, μπορούσε να γίνει αντιληπτός από το θιγόμενο πρόσωπο ως απαξίωση της ποιότητας της εργασίας του, τη στιγμή που η προσφεύγουσα-ενάγουσα, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων και του βαθμού της, ουδόλως ήταν σε θέση ιεραρχικώς ανώτερη η οποία θα της παρείχε την εξουσία να εκτιμήσει και να εκφραστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο για την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών που παρείχε το εν λόγω πρόσωπο. Εξάλλου, κάθε μόνιμος ή μη υπάλληλος οφείλει όχι μόνο να απέχει από την αδικαιολόγητη αμφισβήτηση της εξουσίας των ιεραρχικώς ανωτέρων του, αλλά και να επιδεικνύει ευπρέπεια και σύνεση, μεταξύ άλλων κατά την επιλογή πολλαπλών παραληπτών, σε περίπτωση αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων που εντάσσονται σε τέτοια ενέργεια ή σκοπούν να αμφισβητήσουν την ποιότητα της εργασίας συναδέλφου τους.

    154

    Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει έκφραση λιγότερο δημώδη από την «[π]ρέπει να σταματήσετε να βάζετε όλους στη θέση τους», ήταν αναμφίβολα πρέπον και θεμιτό να εξηγήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι υπερέβη τα όρια του τομέα αρμοδιότητάς της, διαβεβαιώνοντας παράλληλα το πρόσωπο που εθίγη για την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών του, των οποίων η αξιολόγηση απόκειται κατά προτεραιότητα στον εν λόγω προϊστάμενο μονάδας. Εξάλλου, ενώ η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε διατυπώσει τη μομφή προς τον X υπό μορφή οδηγίας σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε σε πολλαπλούς παραλήπτες, ο προϊστάμενος της μονάδας μερίμνησε να απευθύνει την απάντησή του μόνο στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, στον X και στο υπεύθυνο για τον προγραμματισμό των πόρων παραγωγής πρόσωπο.

    155

    Όσον αφορά το ζήτημα της αντικαταστάσεως της Z κατά την υποδοχή δημοσιογράφων στο Κοινοβούλιο, το εμφατικό ύφος του ηλεκτρονικού μηνύματος της 13ης Νοεμβρίου 2012 αναδεικνύει, αναμφίβολα, την ύπαρξη συγκρούσεως με την προσφεύγουσα-ενάγουσα επί του ζητήματος αυτού και, προδήλως, τις δυσχέρειες επικοινωνίας. Εντούτοις, το επιπληκτικό αυτό ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο απευθύνεται εξάλλου σε ολόκληρη την ενδιαφερόμενη ομάδα, δεν συνιστά, καθεαυτό, γραπτό λόγο που θίγει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ή των λοιπών μελών της ομάδας αυτής.

    156

    Τέλος, όσον αφορά τις φερόμενες ως επαναλαμβανόμενες απειλές του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων για την πρόθεσή του να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας εάν αυτή δεν άλλαζε συμπεριφορά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, καίτοι διαπιστώνεται ότι ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας διατύπωσε παρόμοια θέση για το σύνολο των μελών του Newsdesk Hotline, συγκεκριμένα στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Νοεμβρίου 2012 (βλ. σκέψη 135 ανωτέρω), η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε το υποστατό απειλής την οποία ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας διατύπωσε συγκεκριμένα έναντι αυτής όσον αφορά την ανανέωση της συμβάσεως προσλήψεώς της. Ειδικότερα, καίτοι αναμφίβολα ένας μάρτυρας επισήμανε ότι, όσον αφορά τον ίδιο, ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων του υπενθύμισε «ότι ήταν απλώς ένας έκτακτος υπάλληλος» και ένας άλλος μάρτυρας «[είχε] την άποψη ότι η [δική του] σύμβαση συνεχιζόταν επειδή δεν υπέβαλ[ε] καταγγελία», αυτό δεν αφορά το ζήτημα της συμβάσεως της ίδιας της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    157

    Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, αφενός, για όσο διάστημα η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν ενεργή υπάλληλος η σύμβασή της ανανεώθηκε και, ειδικότερα, από τη σκέψη 94 της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑584/16, EU:T:2017:282), προκύπτει ότι ο προϊστάμενος της μονάδας έπραξε ό,τι ήταν αναγκαίο ώστε οι συμβάσεις προσώπων όπως της προσφεύγουσας-ενάγουσας να ανανεωθούν για έναν ολόκληρο χρόνο και κατέβαλε προσπάθειες, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για να επιτύχει, στο μέτρο του δυνατού, νέα ανανέωση των συμβάσεών τους προσλήψεως στη μονάδα του για διάστημα μεγαλύτερο από ό,τι στο παρελθόν. Αφετέρου, έστω και αν το ύφος του ηλεκτρονικού μηνύματος της 13ης Νοεμβρίου 2012 που απέστειλε στο σύνολο των συνεργατών του Newsdesk Hotline μπορεί να θεωρηθεί δημώδες και έστω και αν δεν μπορεί να αποκλειστεί να υπαινίχθηκε ο προϊστάμενος μονάδας, κατά τη διάρκεια της συσκέψεως που μνημονεύεται στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, ότι μπορούσε να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα ανανεώσεως των συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων με κριτήριο τον σεβασμό των οδηγιών του, δεν είναι κατ’ ανάγκη παράλογο ο ιεραρχικώς προϊστάμενος να μπορεί να εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του σχετικά με τη συμπεριφορά και την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών που παρέχουν οι υφιστάμενοί του.

    – Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως των επίδικων συμπεριφορών

    158

    Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων επίμαχων πραγματικών περιστατικών που εξετάστηκαν σε μεμονωμένη βάση ανωτέρω, καθώς και του συνόλου των λοιπών στοιχείων ή συμβάντων, έστω και αν δεν κατέστη εφικτό να τεκμηριωθούν κατ’ ανάγκη όλα, τα οποία εκθέτει η προσφεύγουσα-ενάγουσα με τα δικόγραφά της, και ιδίως τις έντονες συζητήσεις κατά τις συσκέψεις που διεξήχθησαν στις 4 Δεκεμβρίου 2012 και στις 25 Σεπτεμβρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, έστω και αν το ύφος και ο τόνος ορισμένων γραπτών κειμένων του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων και η συμπεριφορά που φέρεται να επέδειξε κατά τις συσκέψεις αυτές, ακόμη και κατά τις απευθείας διμερείς συζητήσεις με την προσφεύγουσα-ενάγουσα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων από την άποψη των γλωσσικών εκφράσεων, ότι είναι ιδιαίτερα ωμά και απερίφραστα, ακόμη και, για ορισμένα εξ αυτών, τυχαία, σαρκαστικά, παραμένει γεγονός ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου διατυπώθηκαν, και ιδίως της υπάρξεως οργανωτικών δυσχερειών, αλλά και του ύφους που χρησιμοποίησε η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ειδικότερα σε ορισμένα από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε σε ανωτέρους της ή σε άλλους συναδέλφους της, σύμφωνα και με όσα κατέθεσαν ορισμένοι μάρτυρες, ο αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής δεν θα είχε κατ’ ανάγκην θεωρήσει την επίμαχη συμπεριφορά του προϊσταμένου μονάδας καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

    159

    Συναφώς, όσον αφορά τη δυνατότητα της ΑΣΣΠΑ να εκτιμήσει τα προσαπτώμενα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με το πλαίσιο των δυσχερειών λειτουργίας της υπηρεσίας, επισημαίνεται ότι, όπως εκτίθεται στη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 120 ανωτέρω, η εκτίμηση της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως επιβάλλει να εξετάζεται αν τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά είναι, κατ’ αρκούντως αντικειμενική εκτίμηση, υποστατά, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, θα τα θεωρούσε ακραία και αποδοκιμαστέα. Εν προκειμένω, όμως, οι δυσχέρειες λειτουργίας της υπηρεσίας εντάσσονται στο πλαίσιο στο οποίο έλαβαν χώρα τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά και, επομένως, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να ανασυσταθούν οι συνθήκες στις οποίες θα βρισκόταν ο εν λόγω παρατηρητής, προκειμένου να καθοριστεί η εκτίμηση την οποία θα είχε για τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά εάν είχαν λάβει χώρα ενώπιόν του.

    160

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι οι επιπλήξεις από τον προϊστάμενο της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, τις οποίες διατύπωσε σε ηλεκτρονικά μηνύματα ή κατά τη διάρκεια συσκέψεων, δεν απευθύνονταν αποκλειστικά στην προσφεύγουσα-ενάγουσα και ότι, υπό την ιδιότητά του ως ιεραρχικώς προϊσταμένου, εδικαιούτο να διαβιβάζει οδηγίες, να τις υπενθυμίζει και να διατυπώνει, εφόσον συνέτρεχε περίπτωση, τη δυσαρέσκειά του όσον αφορά το επίπεδο και την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών που παρείχαν τα μέλη της μονάδας, περιλαμβανομένων αυτών της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Επιπλέον, καίτοι το κλίμα εργασίας στη μονάδα οπτικοακουστικών μέσων οπωσδήποτε δεν ήταν ευχάριστο, όπως καταδεικνύουν οι αποχωρήσεις δύο εκ των συνεργατών του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, τούτο δεν οδηγεί στη διαπίστωση ηθικής παρενοχλήσεως εις βάρος της προσφεύγουσας‑ενάγουσας. Τέλος, τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα καθώς και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων καταδεικνύουν ότι και η ίδια συνέβαλε ενδεχομένως στις εντάσεις που μνημονεύει η ΑΣΣΠΑ στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με το έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015, για παράδειγμα με τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε στις 25 Σεπτεμβρίου 2011, στις 28 Φεβρουαρίου και στις 8 Μαΐου 2012.

    161

    Όσον αφορά τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ο τρόπος με τον οποίο καταγράφηκαν οι καταθέσεις για την εξυπηρέτηση των αναγκών τέτοιου εγγράφου, ήτοι η διατύπωση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, δεν οδηγεί στη διαπίστωση ότι περιέχουν κενά ούτε ότι δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρόσφορη ουσιαστική απόδειξη στο πλαίσιο της εξετάσεως του παρόντος λόγου ακυρώσεως. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορεί να προσάψει στη συμβουλευτική επιτροπή ότι έθεσε αόριστα ή αλυσιτελή ερωτήματα, από τη στιγμή που η επιτροπή αυτή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη διενέργεια της διοικητικής έρευνας που της είχε αναθέσει η ΑΣΣΠΑ.

    162

    Όσον αφορά το περιεχόμενο των καταθέσεων, αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει την ύπαρξη αφενός «φατριών» μόνιμων ή μη υπαλλήλων εντός της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, εκ των οποίων μία ήταν κατά τα φαινόμενα διαρθρωμένη γύρω από το Newsdesk Hotline που συντόνιζε η προσφεύγουσα-ενάγουσα και, αφετέρου, οργανωτικών προβλημάτων μεταξύ των διάφορων τμημάτων της μονάδας αυτής, τα οποία είχαν επιπτώσεις ως προς τη σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων τους έναντι των συναλλασσομένων με την εν λόγω μονάδα, τόσο εντός όσο και εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τομέων αυτών, όπως καταδεικνύουν οι αναφορές, εν προκειμένω, στη δυσκολία αντικαταστάσεως υπαλλήλου κατά τα μεσημεριανά διαλείμματα, στις δυσχέρειες που αφορούσαν τον τρόπο διαβιβάσεως ορισμένων πληροφοριών ή ακόμη στις δυσκολίες που αφορούσαν τον προσδιορισμό της κατάλληλης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων για την οργάνωση εκδηλώσεων.

    163

    Μερικές καταθέσεις τείνουν να επιβεβαιώσουν το βάσιμο ορισμένων ισχυρισμών της προσφεύγουσας-ενάγουσας όσον αφορά την ισχυρή προσωπικότητα του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, κάποιον βαθμό επιθετικότητας αυτού έναντι της ίδιας και την ύπαρξη δυσκολιών στη σχέση μεταξύ του προϊσταμένου της μονάδας και άλλων συνεργατών της μονάδας του, ουδείς εκ των οποίων υπέβαλε, εντούτοις, αίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Τουναντίον, ίσος, ακόμη και μεγαλύτερος, αριθμός καταθέσεων κάνουν λόγο για ανάρμοστη συμπεριφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας, επιβεβαιώνοντας το βάσιμο των επικρίσεων του προϊσταμένου μονάδας προς αυτήν, καθώς και την ύπαρξη επαγγελματικών διαφορών μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και άλλων συνεργατών της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, την τάση της να αποκρύπτει πληροφορίες προκειμένου να καθίσταται απαραίτητη για τη λειτουργία του Newsdesk Hotline και της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, την περιορισμένη προθυμία της να παρέχει βοήθεια σε άλλους τομείς της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, ακόμη και την επιθετικότητά της, καθώς και ψεύδη σχετικά με ορισμένες από τις επαγγελματικές υπηρεσίες που παρείχε. Εξάλλου, από ορισμένες καταθέσεις συνάγεται ότι οι επικρίσεις του προϊσταμένου μονάδας δεν στόχευαν ειδικώς την προσφεύγουσα-ενάγουσα αλλά τη λειτουργία και τις επιδόσεις του τομέα Newsdesk Hotline, τον οποίο, εκ των πραγμάτων, αυτή συντόνιζε.

    164

    Εν κατακλείδι, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, καίτοι τα διάφορα στοιχεία της δικογραφίας στην υπό κρίση υπόθεση, περιλαμβανομένων της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και των πρακτικών ακροάσεως των μαρτύρων, αναδεικνύουν ορισμένες αναμφισβήτητες αδυναμίες στον τρόπο διοικήσεως του προϊσταμένου της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων, ιδίως ανάρμοστα υπονοούμενα προς αρκετά μέλη του προσωπικού της μονάδας, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, όσον αφορά το γεγονός ότι μπορούσαν «ελεύθερα να αναζητήσουν αλλού εργασία», η ΑΣΣΠΑ δεν παρέβη το άρθρο 12α του ΚΥΚ ούτε υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκτιμώντας, στην προσβαλλόμενη απόφαση η οποία παραπέμπει επίσης στις εκτιθέμενες στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015 παρατηρήσεις, ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεώς τους, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του προϊσταμένου μονάδας έναντι της προσφεύγουσας-ενάγουσας, στο μέτρο που αντικειμενικός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία, δεν θα είχε κρίνει ότι η εκτεθείσα πραγματική κατάσταση μπορούσε να θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    165

    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την περίσταση ότι ο προϊστάμενος της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων ενημερώθηκε για την υποβολή της αιτήσεως αρωγής της προσφεύγουσας-ενάγουσας και ενημέρωσε σχετικά, με τη σειρά του, τα μέλη της μονάδας του, κατά τη διάρκεια συσκέψεως της υπηρεσίας που διεξήχθη στις 13 Ιανουαρίου 2015. Πράγματι, είναι αναμφίβολα προτιμότερο, καταρχήν, για λόγους προστασίας τόσο του εικαζόμενου θύματος όσο και της επαγγελματικής ακεραιότητας του φερομένου ως δράστη της παρενοχλήσεως, να μην ενημερώσει αρχικώς η ΑΣΣΠΑ τον φερόμενο ως δράστη, ούτε τρίτους, σχετικά με την υποβολή αιτήσεως αρωγής και την ταυτότητα του υποβάλλοντος αυτήν. Εντούτοις, δεδομένου ότι ο ΚΥΚ δεν περιέχει ειδική διάταξη συναφώς, η ΑΣΣΠΑ μπορεί, εν πάση περιπτώσει, όταν το εικαζόμενο θύμα αποτέλεσε, όπως εν προκειμένω, αντικείμενο μέτρου απομακρύνσεως, να αποφασίσει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως αρωγής, να ενημερώσει τον καταγγελλόμενο για την αίτηση αρωγής, εφόσον η αποκάλυψη της πληροφορίας αυτής δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της έρευνας, κάτι το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω. Επιπλέον, εν προκειμένω πάντοτε, τα μέλη της μονάδας οπτικοακουστικών μέσων επρόκειτο να ενημερωθούν εν καιρώ για την ύπαρξη διοικητικής έρευνας, δεδομένου ότι κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής.

    166

    Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας με την οποία προσάπτει στην ΑΣΣΠΑ, στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» και παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί.

    – Επί των λοιπών αιτιάσεων

    167

    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως από την ΑΣΣΠΑ του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο μέτρο που η εν λόγω αρχή είχε διαπιστώσει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του ορισμού της «ηθικής παρενοχλήσεως» του άρθρου 12α του ΚΥΚ, ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονταν στην αίτηση αρωγής και είχαν αποτελέσει αντικείμενο της διοικητικής έρευνας δεν έπρεπε να θεωρηθούν τελικώς ως στοιχειοθετούντα ηθική παρενόχληση, η εν λόγω αρχή δεν υποχρεούνταν να λάβει πρόσθετα μέτρα αρωγής. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, τα μέτρα που έλαβε αρχικά η ΑΣΣΠΑ, ήτοι η απομάκρυνση της προσφεύγουσας-ενάγουσας και η κίνηση διοικητικής έρευνας, βασίζονταν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε προσκομίσει, στην αίτηση αρωγής, επαρκή αρχή αποδείξεως των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, δεδομένου ότι, στο πέρας της διοικητικής έρευνας, εκτίμησε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ, η ΑΣΣΠΑ δεν όφειλε πλέον, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να λάβει άλλα μέτρα αρωγής και, επομένως, μπορούσε να απορρίψει την αίτηση αρωγής λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

    168

    Όσον αφορά τη σχετική με το καθήκον μέριμνας της ΑΣΣΠΑ αιτίαση, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, καίτοι η εν λόγω αρχή όφειλε, αναμφίβολα, να εξετάσει με ανοικτό πνεύμα την αίτηση αρωγής, το καθήκον μέριμνας το οποίο υπέχει δεν της επέβαλλε να επιδείξει περαιτέρω ευρύτητα πνεύματος για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία βεβαίωναν ότι ήταν ανίκανη προς εργασία λόγω εξαντλήσεως («burn out»), ακόμη και ότι είχε βρεθεί αντιμέτωπη με κατάσταση ηθικής παρενοχλήσεως. Πράγματι, η ΑΣΣΠΑ εξακολουθούσε να υπέχει υποχρέωση προς εξέταση της εν λόγω αιτήσεως αρωγής βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορισμού. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, καίτοι μπορούσαν να αναδείξουν ότι έπασχε από ψυχικές διαταραχές, δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι διαταραχές αυτές οφείλονταν κατ’ ανάγκη σε ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του ΚΥΚ, δεδομένου ότι, για να διαπιστώσουν την ύπαρξη τέτοιας παρενοχλήσεως, οι ιατροί που την εξέτασαν στηρίχθηκαν κατ’ ανάγκη αποκλειστικά και μόνο στην έκθεση από την προσφεύγουσα-ενάγουσα των συνθηκών εργασίας της στο Κοινοβούλιο (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2008, K κατά Κοινοβουλίου, F‑15/07, EU:F:2008:158, σκέψη 41, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, CQ κατά Κοινοβουλίου, F‑12/13, EU:F:2014:214, σκέψη 127) και δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω ιατροί δεν υποχρεούνταν να εφαρμόσουν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορισμό.

    169

    Τέλος, κατά το μέτρο που, με τον παρόντα λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιδιώκει να κλονίσει τη νομιμότητα της αποφάσεως μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της και όχι, όπως βεβαιώνει, της αποφάσεως απολύσεως, προσήκει η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό είναι προδήλως απαράδεκτο λαμβανομένου υπόψη του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑584/16, EU:T:2017:282).

    170

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ως άνω παρατηρήσεων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, επομένως, τα ακυρωτικά αιτήματα στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

    171

    Προς στήριξη του αιτήματος αποζημιώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω των παρανομιών που διέπραξε η ΑΣΣΠΑ κατά την εξέταση της αιτήσεως αρωγής. Συγκεκριμένα, εκτέθηκε σε αβεβαιότητα και ανησυχία, η δε κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε, ιδίως από τον Σεπτέμβριο του 2014. Για τον λόγο αυτό, αξιώνει την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως ύψους 70000 ευρώ.

    172

    Εξάλλου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αξιώνει επιπλέον ποσό 20000 ευρώ ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω των παρανομιών που διαπράχθηκαν κατά τη διαδικασία έρευνας, και συγκεκριμένα όσον αφορά τις εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής.

    173

    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι η ΑΣΣΠΑ παραβίασε την αρχή της εύλογης προθεσμίας κατά την εξέταση της αιτήσεως αρωγής και ότι η συμβουλευτική επιτροπή, στην οποία αυτή προσέφυγε υπό προϋποθέσεις σύμφωνες προς τις ευέλικτες απαιτήσεις που προβλέπονται στους εσωτερικούς κανόνες περί παρενοχλήσεως, δεν τήρησε τους εν λόγω κανόνες και, ιδίως, δεν την κάλεσε σε ακρόαση εντός της προβλεπόμενης με τους κανόνες αυτούς 10ήμερης προθεσμίας και δεν επιδίωξε να επικοινωνήσει πραγματικά μαζί της πριν από τις 3 Μαρτίου 2015. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικρίνει επίσης το χρονοδιάγραμμα εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι μεσολάβησαν περισσότεροι από έξι μήνες από την ακρόασή της, στις 25 Μαρτίου 2015, έως την εξέταση των τελευταίων μαρτύρων, στις 6 Οκτωβρίου 2015. Στα προεκτεθέντα προστίθεται το γεγονός ότι, αρχικά, η ΑΣΣΠΑ είχε εκτιμήσει εσφαλμένα με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015 ότι ο φάκελος είχε κλείσει. Τέλος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διατείνεται ότι υπέστη επίσης ηθική βλάβη λόγω της παρουσίας, κατά τις εξετάσεις μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή, προσώπων που δεν ήταν μέλη της εν λόγω επιτροπής και στα οποία αποκαλύφθηκαν, επομένως, εμπιστευτικές πληροφορίες που την αφορούσαν.

    174

    Το Κοινοβούλιο ζητεί να απορριφθούν τα αιτήματα αποζημιώσεως, επισημαίνοντας ότι, εν προκειμένω, η ΑΣΣΠΑ έλαβε αμέσως μέτρα αρωγής, συγκεκριμένα αποφασίζοντας να προβεί σε νέα τοποθέτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η οποία απουσίαζε τότε με αναρρωτική άδεια, και να κινήσει τη διοικητική έρευνα. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν υπέβαλε στη συμβουλευτική επιτροπή καταγγελία, κατά την έννοια των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, δεδομένου ότι ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής υπήρξε αποδέκτης, μέσω κοινοποιήσεως, της αιτήσεως αρωγής που υποβλήθηκε στην ΑΣΣΠΑ μόνο υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου της μονάδας ανθρωπίνου δυναμικού της διευθύνσεως πόρων της ΓΔ «Προσωπικό» και όχι υπό την ιδιότητα του προέδρου της συμβουλευτικής επιτροπής. Τέλος, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσδιόρισε τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε τρίτους.

    175

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αίτημα προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ή προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτεται εφόσον παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με ακυρωτικό αίτημα που έχει απορριφθεί, αυτό καθεαυτό, ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο (απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑570/16, EU:T:2017:283, σκέψη 69· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 129, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 51).

    176

    Ως εκ τούτου, όσον αφορά το μέρος που παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με το ακυρωτικό αίτημα, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    177

    Όσον αφορά το μέρος του αιτήματος αποζημιώσεως που σχετίζεται με ηθική βλάβη η οποία φέρεται ότι συνδέεται με παρανομίες που μπορούν να διαχωριστούν από εκείνες που επηρεάζουν την προσβαλλόμενη απόφαση, και συγκεκριμένα τις δυσλειτουργίες της συμβουλευτικής επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε το δικαίωμα, εν πάση περιπτώσει, να υποβάλει στην ΑΣΣΠΑ αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, χωρίς υποχρέωση προηγούμενης προσφυγής στη συμβουλευτική επιτροπή (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, CW κατά Κοινοβουλίου, T‑742/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:338, σκέψη 54).

    178

    Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα απηύθυνε την αίτηση αρωγής στον γενικό γραμματέα και την κοινοποίησε απλώς στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής, στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τον γενικό διευθυντή προσωπικού. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα διαβίβασε αντίγραφο της αιτήσεως αρωγής στα τρία τελευταία πρόσωπα μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορεί να προβάλει ότι προσέφυγε κανονικά στη συμβουλευτική επιτροπή όσον αφορά την υπόθεσή της. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να προσάψει στο Κοινοβούλιο ότι δεν μερίμνησε για την τήρηση, από το εσωτερικό αυτό όργανο το οποίο είναι διακριτό της ΑΣΣΠΑ, των εσωτερικών κανόνων περί παρενοχλήσεως, και ιδίως της υποχρεώσεως της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 των εν λόγω εσωτερικών κανόνων, να δεχθεί σε ακρόαση το εικαζόμενο θύμα εντός προθεσμίας 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αιτήσεως αρωγής.

    179

    Η εξέταση της αιτήσεως αρωγής, η οποία υποβλήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2014, διήρκησε σχεδόν 18 μήνες, διάστημα μάλλον μεγάλο. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αρχικά ο γενικός διευθυντής προσωπικού παρέσχε ανακριβείς, ακόμη και αντιφατικές, απαντήσεις με τα έγγραφα της 4ης Φεβρουαρίου και της 4ης Μαρτίου 2015 όσον αφορά τη ύπαρξη σιωπηρής αποφάσεως απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Πάντως, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ο γενικός γραμματέας διαπίστωσε μεταγενέστερα τον εσφαλμένο χαρακτήρα των πληροφοριών που παρέσχε η ΑΣΣΠΑ με την απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015 απαντώντας στη σχετική αξίωση της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Επιπλέον, αυτή η πτυχή της διαφοράς δικαιολόγησε ήδη την καταδίκη του Κοινοβουλίου στην καταβολή του ημίσεος των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑570/16, EU:T:2017:283).

    180

    Όσον αφορά την έρευνα της συμβουλευτικής επιτροπής, αυτή διενεργήθηκε, στην πραγματικότητα, από την ημερομηνία συγκλήσεως της συμβουλευτικής επιτροπής από τον γενικό διευθυντή προσωπικού, στις 2 Φεβρουαρίου 2015, έως την ημερομηνία εκδόσεως της συμβουλευτικής γνώμης της, στις 12 Οκτωβρίου 2015, ήτοι διάστημα άνω των οκτώ μηνών. Το διάστημα αυτό, καίτοι μαρτυρεί μια σχετική βραδύτητα στις εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής, δεν είναι υπερβολικό λαμβανομένου υπόψη του αριθμού μαρτύρων που έπρεπε να εξεταστούν, του είδους και του πλήθους των ισχυρισμών της προσφεύγουσας-ενάγουσας, του γεγονότος ότι, λόγω της διυπηρεσιακής προελεύσεως των προσώπων που συνθέτουν το συμβουλευτικό αυτό όργανο, οι συνεδριάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής δεν μπορούσαν να πραγματοποιούνται τακτικά και ότι αυτή υποχρεώθηκε, κατά τις εν λόγω συνεδριάσεις, να εξετάσει άλλους μάρτυρες τους οποίους η επιτροπή κάλεσε να καταθέσουν σχετικά με υποθέσεις διαφορετικές από εκείνη της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

    181

    Όσον αφορά το άνω των επτά μηνών διάστημα που μεσολάβησε από την ημερομηνία διαβιβάσεως της συμβουλευτικής γνώμης στον γενικό γραμματέα έως την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα ακροάσεως επί των λόγων για τους οποίους η ΑΣΣΠΑ προτίθετο να απορρίψει τη διοικητική ένστασή της.

    182

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εξεταζόμενη σφαιρικά, η διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως αρωγής από την ΑΣΣΠΑ δεν υπήρξε εν προκειμένω υπερβολική.

    183

    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι εμπιστευτικές πληροφορίες που την αφορούν διαβιβάστηκαν σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής, πέραν του ότι αυτό ουδόλως υποστηρίζεται από αποδείξεις, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, από τα πρακτικά της εξετάσεως των μαρτύρων, προκύπτει ότι όλα τα παρόντα πρόσωπα ήταν τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία αριθμεί, συνολικά, εννέα μέλη και δύο γραμματείς. Ως εκ τούτου, το σχετικό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    184

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    185

    Επομένως, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    186

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 135 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αφενός, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι, ενδεχομένως, δεν πρέπει να καταδικαστεί καν στα έξοδα αυτά. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, εάν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα τα οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

    187

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ΑΣΣΠΑ δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, ώστε αυτή να καταθέσει τις παρατηρήσεις της επί των προβαλλόμενων στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2015 λόγων προς στήριξη της απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής. Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα του αν ο γενικός διευθυντής προσωπικού και ο γενικός γραμματέας είχαν στη διάθεσή τους την εν λόγω γνώμη καθώς και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων από τη συμβουλευτική επιτροπή για τον σκοπό της εκδόσεως, αντίστοιχα, της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, το Κοινοβούλιο παρέσχε προδήλως αντιφατικές απαντήσεις, όπως ορθώς επισήμανε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στις παρατηρήσεις της 26ης Μαρτίου 2018. Συγκεκριμένα, ενώ, στις απαντήσεις του σε ίδιο σχετικό ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι στην απάντηση της 15ης Δεκεμβρίου 2017 και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι τα ως άνω πρόσωπα είχαν στη διάθεσή τους μόνο προφορική έκθεση εκ μέρους του προέδρου της συμβουλευτικής επιτροπής, ο γενικός γραμματέας βεβαίωσε τελικώς στις 7 Μαρτίου 2018, απαντώντας σε ρητό αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ανεξάρτητα από την εσφαλμένη ημερομηνία που επισήμανε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ότι ο γενικός διευθυντής προσωπικού και ο ίδιος είχαν στη διάθεσή τους τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων.

    188

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η στάση του Κοινοβουλίου δικαιολογεί να φέρει τα δικαστικά του έξοδα και, επιπλέον, να καταδικαστεί στο ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

     

    2)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται να φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η HF.

     

    3)

    Η HF φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της.

     

    Pelikánová

    Valančius

    Nihoul

    Svenningsen

    Öberg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2018.

    (υπογραφές)

    Περιεχόμενα

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Σκεπτικό

     

    Επί του αντικειμένου της προσφυγής

     

    Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

     

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

     

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της εξετάσεως αιτήσεως αρωγής υποβαλλόμενης κατά τον ΚΥΚ

     

    – Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

     

    – Επί της υποχρεώσεως της ΑΣΣΠΑ να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα τα πρακτικά εξετάσεως των μαρτύρων πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

     

    – Επί των συνεπειών της προσβολής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως που συνάγεται από τη μη διαβίβαση, στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής

     

    Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά διαδικαστικές πλημμέλειες, κατά το μέτρο που η διαδικασία που εφάρμοσε η συμβουλευτική επιτροπή ήταν παράτυπη και μεροληπτική

     

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αρωγής και του καθήκοντος μέριμνας καθώς και παράβαση των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ

     

    – Επί της έννοιας της «ηθικής παρενοχλήσεως» κατά τον ΚΥΚ

     

    – Επί των προβαλλόμενων επίδικων συμπεριφορών

     

    – Επί της μεμονωμένης εκτιμήσεως των διάφορων επίδικων συμπεριφορών

     

    – Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως των επίδικων συμπεριφορών

     

    – Επί των λοιπών αιτιάσεων

     

    Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

     

    Επί των δικαστικών εξόδων


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top