EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0217

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2018.
Mast-Jägermeister SE κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων που αναπαριστούν κύπελλα – Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 – Άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Γραφική αναπαράσταση – Άρθρα 45 και 46 – Χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως – Προϋποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 2245/2002 – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2.
Υπόθεση C-217/17 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:534

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2018 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων που αναπαριστούν κύπελλα – Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 – Άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Γραφική αναπαράσταση – Άρθρα 45 και 46 – Χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως – Προϋποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 2245/2002 – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2»

Στην υπόθεση C‑217/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε με τηλεομοιοτυπία της 21ης Απριλίου 2017, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στις 25 Απριλίου 2017,

Mast‑Jägermeister SE, με έδρα το Wolfenbüttel (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Drzymalla, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον S. Hanne,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Vajda, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2018,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Mast‑Jägermeister SE ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Mast‑Jägermeister κατά EUIPO (Κύπελλα) (T‑16/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:68), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 17ης Νοεμβρίου 2015 (υπόθεση R 1842/2015‑3), σχετικά με αιτήσεις καταχωρίσεως κυπέλλων ως κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

2

Η Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας υπεγράφη στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων). Το άρθρο 4, τμήμα A, της Συμβάσεως αυτής, το οποίο ρυθμίζει το δικαίωμα προτεραιότητας που απορρέει από την κατάθεση αιτήσεως για την προστασία δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, ορίζει τα εξής:

«1)

Ο κανονικώς ενεργήσας την κατάθεσιν αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας, υποδείγματος χρησιμότητος, βιομηχανικού σχεδίου ή υποδείγματος βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος εις μίαν των Χωρών της Ενώσεως ή ο δικαιοδόχος αυτού, θα απολαύη προς ενέργειαν της καταθέσεως εις τα άλλας Χώρας του δικαιώματος προτεραιότητος κατά την διάρκειαν των κατωτέρω καθοριζομένων προθεσμιών.

2)

Αναγνωρίζεται ως δημιουργούσα δικαίωμα προτεραιότητος πάσα κατάθεσις ισχύουσα ως κανονική εθνική τοιαύτη, συμφώνως προς την εσωτερικήν νομοθεσίαν εκάστης των Χωρών της Ενώσεως ή προς τας διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις τας συναφθείσας μεταξύ των Χωρών της Ενώσεως.

3)

Ως κανονική εθνική κατάθεσις δέον να νοήται πάσα κατάθεσις, η οποία αρκεί να συνιστά την χρονολογίαν, καθ’ ην κατετέθη η αίτησις εις την εν λόγω Χώραν, οιαδήποτε και αν είναι η μεταγενεστέρα τύχη της τοιαύτης αιτήσεως.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΚ) 6/2002

3

Το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), με τίτλο «Προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η αίτηση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Η αίτηση για καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει:

α)

αίτημα καταχώρισης,

β)

τα στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση του αιτούντος,

γ)

αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος κατάλληλη για αναπαραγωγή. Εάν όμως η αίτηση αφορά σχέδιο δύο διαστάσεων και περιέχει αίτημα αναστολής της δημοσίευσης βάσει του άρθρου 50, η αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος μπορεί να αντικαθίσταται από δείγμα.

2.   Επιπλέον, η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει μνεία των προϊόντων στο οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοσθεί το σχέδιο ή υπόδειγμα.

[…]

5.   Η αίτηση πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

[…]»

4

Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού καθορίζει την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ως εξής:

«Ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος είναι η ημερομηνία κατά την οποία τα έγγραφα που περιέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, κατατίθενται στο [EUIPO] […]».

5

Το άρθρο 41 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα προτεραιότητας», προβλέπει τα εξής:

«1.   Το πρόσωπο το οποίο έχει νομοτύπως καταθέσει αίτηση για την καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος ή υποδείγματος χρησιμότητας σε ένα ή για ένα από τα κράτη της σύμβασης των Παρισίων ή της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [(ΠΟΕ) η οποία υπεγράφη στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994,] ή ο εξ αυτού έλκων δικαίωμα, έχει, ως προς την κατάθεση της αίτησης για την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος για το ίδιο σχέδιο ή υπόδειγμα, ή για το υπόδειγμα χρησιμότητας, δικαίωμα προτεραιότητας επί έξι μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης της πρώτης αίτησης.

2.   Δικαίωμα προτεραιότητας θεωρείται ότι παρέχει κάθε κατάθεση που ισοδυναμεί με συνήθη εθνική κατάθεση βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε ή βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

3.   Ως “συνήθης εθνική κατάθεση”, νοείται κάθε κατάθεση η οποία επιτρέπει να διαπιστώνεται η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, ανεξάρτητα από την μετέπειτα πορεία της αίτησης αυτής.

[…]»

6

Ο τίτλος V του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Διαδικασία καταχώρισης», περιλαμβάνει τα άρθρα 45 έως 50.

7

Το άρθρο 45 του κανονισμού 6/2002, με τίτλο «Εξέταση των τυπικών προϋποθέσεων κατάθεσης των αιτήσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.   Το [EUIPO] εξετάζει αν η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, προκειμένου να […] χορηγήσει [στον αιτούντα] ημερομηνία κατάθεσης.

2.   Το [EUIPO] εξετάζει:

α)

εάν η αίτηση πληροί τις άλλες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 36, παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 και, στην περίπτωση πολλαπλής αίτησης, στο άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 2,

β)

εάν η αίτηση πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό για την εφαρμογή των άρθρων 36 και 37,

γ)

εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 77, παράγραφος 2,

δ)

σε περίπτωση διεκδίκησης προτεραιότητας, εάν πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις.

3.   Οι προϋποθέσεις για την εξέταση των τυπικών προϋποθέσεων κατάθεσης ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.»

8

Το άρθρο 46 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Θεραπεύσιμα ελαττώματα», προβλέπει τα εξής:

«1.   Όταν, κατά τη διενέργεια της εξέτασης δυνάμει του άρθρου 45, το [EUIPO] διαπιστώνει ελαττώματα που είναι δυνατόν να διορθωθούν, τότε καλεί τον αιτούντα να τα θεραπεύσει εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

2.   Αν τα ελαττώματα αφορούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, και ο αιτών συμμορφωθεί με την πρόσκληση του [EUIPO] εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το [EUIPO] θεωρεί ως ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης την ημερομηνία κατά την οποία θεραπεύθηκαν τα ελαττώματα. Εάν τα ελαττώματα δεν θεραπευτούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αίτηση δεν εξετάζεται ως αίτηση για την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

3.   Αν τα ελαττώματα αφορούν τις προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής των τελών, που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, και ο αιτών συμμορφωθεί με την πρόσκληση του [EUIPO] εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το [EUIPO] χορηγεί ως ημερομηνία κατάθεσης την ημερομηνία κατά την οποία είχε κατατεθεί αρχικά η αίτηση. Αν τα ελαττώματα ή η μη καταβολή του τέλους δεν θεραπευθούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το [EUIPO] απορρίπτει την αίτηση.

4.   Αν τα ελαττώματα αφορούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και ο αιτών δεν τα θεραπεύσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας, απόλλυται το δικαίωμα προτεραιότητας για την αίτηση.»

9

Το άρθρο 47 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Λόγοι απόρριψης των αιτήσεων καταχώρισης», προβλέπει τα εξής:

«1.   Εάν το [EUIPO], κατά τη διενέργεια της εξέτασης δυνάμει του άρθρου 45, διαπιστώσει ότι το σχέδιο ή υπόδειγμα για το οποίο ζητείται προστασία:

α)

δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, ή

β)

αντιβαίνει στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη,

απορρίπτει την αίτηση.

2.   Η αίτηση δεν απορρίπτεται εάν δεν δοθεί προηγουμένως στον αιτούντα η δυνατότητα να αποσύρει ή να τροποποιήσει την αίτηση ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2245/2002

10

Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28), με τίτλο «Αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος έγκειται σε μαυρόασπρη ή έγχρωμη γραφική ή φωτογραφική αναπαραγωγή του σχεδίου ή υποδείγματος. Πληροί δε τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

ε)

το σχέδιο ή υπόδειγμα αναπαράγεται σε ουδέτερο φόντο και δεν τροποποιείται με μελάνι ή διορθωτικό υγρό. Η ποιότητα του σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να καθιστά εφικτή, αφενός, την ευκρινή παρουσίαση όλων των λεπτομερειών του αντικειμένου για το οποίο ζητείται προστασία και, αφετέρου, τη σμίκρυνση ή τη μεγέθυνσή του σε σχήμα με μέγιστες διαστάσεις 8 x 16 εκατοστά ανά όψη, προς εγγραφή στο μητρώο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 […]».

11

Το άρθρο 10 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Εξέταση των όρων χορήγησης ημερομηνίας κατάθεσης και των τυπικών προϋποθέσεων», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.   Το [EUIPO] ενημερώνει τον αιτούντα ότι δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί ημερομηνία κατάθεσης, εάν η αίτηση δεν περιλαμβάνει:

α)

αίτημα καταχώρισης του σχεδίου ή υποδείγματος ως καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος·

β)

στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση του αιτούντος·

γ)

αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και εʹ, ή, όπου ενδείκνυται, ένα δείγμα.

2.   Εάν οι ελλείψεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμπληρωθούν εντός διμήνου από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, η ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται όλες οι ελλείψεις καθορίζει την ημερομηνία κατάθεσης.

Εάν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν εμπρόθεσμα, η αίτηση δεν εξετάζεται ως αίτηση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Τυχόν καταβληθέντα τέλη επιστρέφονται.»

12

Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ανάκληση ή διόρθωση της αίτησης», ορίζει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, δύνανται να διορθωθούν μόνο το όνομα και η διεύθυνση του αιτούντος, τα φραστικά ή τυπογραφικά σφάλματα ή τα προφανή λάθη, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διόρθωση δεν αλλοιώνει την αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος.»

Το ιστορικό της διαφοράς

13

Στις 17 Απριλίου 2015 η αναιρεσείουσα, Mast‑Jägermeister, υπέβαλε αιτήσεις καταχωρίσεως δύο κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων στο EUIPO, δυνάμει του κανονισμού 6/2002.

14

Τα προϊόντα για τα οποία υποβλήθηκαν οι αιτήσεις καταχωρίσεως είναι «κύπελλα» τα οποία υπάγονται στην κλάση 07.01, υπό την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο, της 8ης Οκτωβρίου 1968, για τη διεθνή ταξινόμηση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως έχει τροποποιηθεί.

15

Στην πρώτη έκθεση εξετάσεως, καταρτισθείσα στις 17 Απριλίου 2015, ο εξεταστής ενημέρωσε την αναιρεσείουσα ότι, για τα δύο αυτά σχέδια και υποδείγματα, ο προσδιορισμός του προϊόντος, ήτοι η μνεία «κύπελλα», για τα οποία ζητήθηκε προστασία, δεν αντιστοιχούσε στις κατατεθείσες αναπαραστάσεις, για τον λόγο ότι σε αυτές απεικονίζονταν και φιάλες. Πρότεινε, λοιπόν, στην αναιρεσείουσα να προσθέσει στα δύο σχέδια και υποδείγματα τη μνεία «Φιάλες», οι οποίες υπάγονται στην κλάση 09.01 υπό την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο. Ο εξεταστής προσέθεσε ότι, καθόσον τα προϊόντα «Κύπελλα» και «Φιάλες» υπάγονταν σε διαφορετικές κλάσεις, η πολλαπλή αίτηση έπρεπε να χωριστεί. Διευκρίνισε δε ότι, αν δεν θεραπευόταν η έλλειψη εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αίτηση θα απορριπτόταν.

16

Στις 21 Απριλίου 2015, η προσφεύγουσα απάντησε εγγράφως ότι δεν εζητείτο κανενός είδους προστασία για τις φιάλες που απεικονίζονταν στις αναπαραστάσεις, προτείνοντας να διασαφηνιστεί η μνεία των προϊόντων ως ακολούθως: «Κύπελλα για ποτά, ως δοχεία για φιάλη που αποτελεί μέρος τους». Προσέθεσε ότι η κλάση 07.01 του Διακανονισμού του Λοκάρνο ήταν κατάλληλη και για την εν λόγω μνεία.

17

Με τη δεύτερη έκθεση εξετάσεως, της 25ης Ιουνίου 2015, ο εξεταστής απάντησε ότι, κατόπιν του εγγράφου της 21ης Απριλίου 2015 και της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως που είχε με την αναιρεσείουσα, κατέστη σαφές ότι αυτή δεν ζητούσε προστασία για τις φιάλες. Εντούτοις, κατά τον εξεταστή, οι εν λόγω φιάλες εμφανίζονταν ευκρινώς στις αναπαραστάσεις και, κατόπιν νέας εξετάσεως, προέκυψε ότι οι αιτήσεις καταχωρίσεως δεν περιελάμβαναν αναπαραστάσεις συνάδουσες προς τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι, λόγω της παρουσίας των φιαλών, δεν ήταν ευκρινώς ορατά τα χαρακτηριστικά των οποίων εζητείτο η προστασία. Προσέθεσε ότι η έλλειψη αυτή μπορούσε να θεραπευθεί διά της καταθέσεως νέων εικόνων, στις οποίες θα οριοθετούνταν, μέσω κουκκίδων ή μέσω έγχρωμων διαγραμμίσεων, τα χαρακτηριστικά των οποίων εζητείτο η προστασία. Περαιτέρω, επισήμανε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως στις αιτήσεις προτού θεραπευτούν οι ελλείψεις. Τέλος, επισήμανε ότι, εάν θεραπεύονταν οι ελλείψεις εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, η ημερομηνία υποβολής των νέων εικόνων θα αναγνωριζόταν ως ημερομηνία καταθέσεως αλλά ότι, σε αντίθετη περίπτωση, οι αιτήσεις καταχωρίσεως θα λογίζονταν ως μη κατατεθείσες.

18

Η αναιρεσείουσα ανταπάντησε εγγράφως στις 14 Ιουλίου 2015 ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ημερομηνίας καταθέσεως, δεδομένου ότι οι κατατεθείσες αναπαραστάσεις απεικόνιζαν τα σχέδια και τα υποδείγματα σε ουδέτερο φόντο. Επισήμανε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002 αφορούσε την ποιότητα των αναπαραστάσεων και όχι το περιεχόμενό τους. Για τους λόγους αυτούς, δεν κατέθεσε νέες εικόνες.

19

Στην τρίτη έκθεση εξετάσεως, της 16ης Ιουλίου 2015, ο εξεταστής επισήμανε ότι ενέμενε στα συμπεράσματα της εκθέσεως εξετάσεως της 25ης Ιουνίου 2015, δεδομένου ότι οι αναπαραστάσεις απεικόνιζαν ένα κύπελλο και μία φιάλη.

20

Η αναιρεσείουσα απάντησε εγγράφως στις 21 Αυγούστου 2015, μνημονεύοντας τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχε με τον εξεταστή, ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο μπορούσε να διατηρηθεί η ημερομηνία καταθέσεως στην περίπτωση προσθήκης μνείας προϊόντος ή χωρισμού της πολλαπλής αιτήσεως, αλλά δεν μπορούσε να διατηρηθεί για τις αρχικώς κατατεθείσες εικόνες. Η αναιρεσείουσα ζήτησε την έκδοση αποφάσεως δεκτικής προσφυγής στην περίπτωση που δεν ακυρωνόταν η απόφαση του εξεταστή.

21

Στην τέταρτη έκθεση εξετάσεως, της 24ης Αυγούστου 2015, ο εξεταστής ενημέρωσε την αναιρεσείουσα ότι οι ελλείψεις των αιτήσεων μπορούσαν να θεραπευτούν, είτε διά της καταθέσεως νέων εικόνων είτε διά της προσθήκης της μνείας «Φιάλες» και διά του χωρισμού της πολλαπλής αιτήσεως.

22

Στις 28 Αυγούστου 2015, η αναιρεσείουσα ζήτησε εγγράφως την έκδοση αποφάσεως δεκτικής προσφυγής.

23

Με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2015, ο εξεταστής επισήμανε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε θεραπεύσει τις ελλείψεις των αιτήσεων καταχωρίσεως, διότι η ίδια δεν συμφωνούσε με την έκθεση εξετάσεως. Ο εξεταστής έκρινε, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 και με το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2245/2002, ότι οι αιτήσεις καταχωρίσεως των δύο σχεδίων ή υποδειγμάτων δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν ως αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως. Επιπλέον, διέταξε την επιστροφή των καταβληθέντων τελών.

24

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του εξεταστή, δυνάμει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002.

25

Το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO επιβεβαίωσε, στο σημείο 15 της επίδικης αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι οι αναπαραστάσεις των δύο επίμαχων σχεδίων ή υποδειγμάτων δεν καθιστούσαν δυνατόν να διαπιστωθεί εάν η προστασία εζητείτο για το κύπελλο, για τη φιάλη ή για συνδυασμό των δύο προϊόντων. Στο σημείο 16 της επίδικης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η αναπαράσταση που κατατίθεται μαζί με την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, χρησιμοποιείται για την αναγνώριση του σχεδίου ή του υποδείγματος του οποίου ζητείται η προστασία και αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού. Κατά το τμήμα προσφυγών, η ημερομηνία καταθέσεως καθορίζει την παλαιότητα του καταχωρισθέντος σχεδίου ή υποδείγματος, ο δε νεωτερισμός και η ιδιαιτερότητα καθορίζονται κατόπιν συνεκτιμήσεως των προγενέστερων υποδειγμάτων που διατέθηκαν στο κοινό πριν την ημερομηνία καταθέσεως. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002, στην αναπαράσταση έπρεπε να διακρίνονται ευκρινώς όλες οι λεπτομέρειες του αντικειμένου για το οποίο εζητείτο προστασία.

26

Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε, στα σημεία 17 και 18 της επίδικης αποφάσεως, ότι το επιχείρημα κατά το οποίο το αντικείμενο της προστασίας που ζητήθηκε με τις υποβληθείσες αιτήσεις προέκυπτε σαφώς από τις αναπαραστάσεις αντέφασκε προς όσα προέβαλε η ίδια η αναιρεσείουσα και ότι η πρόταση της τελευταίας να επισημάνει τα οικεία προϊόντα δεν ήταν ικανή να θεραπεύσει τις ελλείψεις της αναπαραστάσεως των σχεδίων ή των υποδειγμάτων, καθόσον δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της προστασίας.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

27

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2016, η Mast‑Jägermeister άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

28

Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορούσε παράβαση των άρθρων 45 και 46 του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 36 του κανονισμού αυτού, και ο δεύτερος λόγος αφορούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

29

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους δύο αυτούς λόγους ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002 υπό την έννοια ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής εκτείνεται, όπως είχε υποστηρίξει το EUIPO, στις ανακρίβειες ή στην έλλειψη βεβαιότητας ή σαφήνειας όσον αφορά το αντικείμενο της προστασίας του σχεδίου ή του υποδείγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

Αιτήματα των διαδίκων

30

Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

σε περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, να γίνει δεκτό το πρώτο και το τρίτο αίτημα που διατύπωσε πρωτοδίκως με το δικόγραφο της προσφυγής της.

31

Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

32

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Mast‑Jägermeister προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, που αφορά παράβαση των άρθρων 45 και 46 του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με τα άρθρα 36 και 38 του ίδιου αυτού κανονισμού.

Επιχειρήματα των διαδίκων

33

Κατά τη Mast‑Jägermeister, από το νόημα και τον σκοπό των άρθρων 36 και 38 του κανονισμού 6/2002 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2245/2002 προκύπτει ότι για τη χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως η μόνη προϋπόθεση είναι να εξεταστεί η αναπαράσταση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος με γνώμονα την καταλληλότητά της προς υλική αναπαραγωγή.

34

Καταρχάς, η Mast‑Jägermeister βασίζεται στο γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, καθώς και στην πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 1994, C 29, σ. 20), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνο την καταλληλότητα της αναπαραστάσεως του σχεδίου ή υποδείγματος προς υλική αναπαραγωγή, ως προϋπόθεση για τη δημοσίευση του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού στο μητρώο κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.

35

Η Mast‑Jägermeister υποστηρίζει ότι το ζήτημα του αν οι αναπαραστάσεις σχεδίων ή υποδειγμάτων των οποίων έχει ζητηθεί η καταχώριση δεν καθιστούν δυνατό να προσδιοριστεί αν, εν προκειμένω, η προστασία έχει ζητηθεί για το κύπελλο, για τη φιάλη ή για συνδυασμό των δύο αφορά την εκτίμηση της εκτάσεως της παρεχόμενης στο σχέδιο ή υπόδειγμα προστασίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης δίκης λόγω απομιμήσεως/παραποιήσεως και, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί κώλυμα για τη χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως. Συναφώς, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002 δεν προκύπτει ότι η αναπαράσταση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος δεν πρέπει να αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας ως προς το αντικείμενο για το οποίο ζητείται η προστασία.

36

Περαιτέρω, η Mast‑Jägermeister υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ημερομηνία καταθέσεως αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η οποία, μεταξύ άλλων εννόμων αποτελεσμάτων, συνιστά την αφετηρία της προθεσμίας προτεραιότητας εντός της οποίας ο αιτών έχει τη δυνατότητα να καταθέσει στην αλλοδαπή μεταγενέστερες αιτήσεις για το σχέδιο ή υπόδειγμά του και να διεκδικήσει, προς τον σκοπό αυτό, την προτεραιότητα της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Συναφώς, η Mast‑Jägermeister μνημονεύει το άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων, το οποίο αφορά το δικαίωμα προτεραιότητας στο πλαίσιο της εν λόγω Συμβάσεως. Λόγω της σημασίας του δικαιώματος προτεραιότητας, η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να καθορίζεται εντός του συντομότερου δυνατού χρονικού διαστήματος, ώστε να παρέχεται στον δημιουργό του σχεδίου ή υποδείγματος η δυνατότητα να το καταστήσει προσβάσιμο στο κοινό, χωρίς η διάθεση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος στο κοινό από τον δημιουργό να επισύρει την ακυρότητα τυχόν μεταγενέστερων αιτήσεων που κατατεθούν στην αλλοδαπή.

37

Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά των σκέψεων 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όπως προκύπτει από την όλη οικονομία του κανονισμού 6/2002, κατά τη διαδικασία εξετάσεως των σχεδίων ή υποδειγμάτων, το EUIPO οφείλει καταρχάς να διαπιστώνει ότι η αίτηση καταχωρίσεως αφορά σχέδιο ή υπόδειγμα και ότι αυτό δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη ούτε στα χρηστά ήθη, και, στη συνέχεια, οφείλει να διερευνά αν η αίτηση καταχωρίσεως αυτή πληροί τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002. Κατά την αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως προκύπτει από την όλη οικονομία του κανονισμού 6/2002 και η ερμηνεία αυτή τελεί σε αντίφαση με τη βούληση για ταχεία επίτευξη ασφάλειας δικαίου υπέρ του αιτούντος.

38

Κατά τη Mast‑Jägermeister, η εξέταση του κατά πόσον μπορεί να χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως για αίτηση καταχωρίσεως είναι η πλέον επείγουσα και απλή εξέταση. Ειδικότερα, πρέπει αποκλειστικώς να ελέγχεται αν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002. Συναφώς, είναι αδύνατον να είχε πράγματι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την απαίτηση να ελέγχεται εκ προοιμίου και σε κάθε περίπτωση αν η αίτηση αφορά σχέδιο ή υπόδειγμα και, κατά περίπτωση, αν αυτό είναι αντίθετο προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα στο οποίο η απάντηση δεν είναι ευχερής και το οποίο χρήζει διεξοδικής εξετάσεως.

39

Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των οριζόμενων στο άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 προϋποθέσεων για τη χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως και των σχετικών με την αναπαραγωγή τυπικών απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται ώστε να μπορεί ένα σχέδιο ή υπόδειγμα να γίνει δεκτό προς καταχώριση. Στο πλαίσιο αυτό, οι εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών του EUIPO και του Γενικού Δικαστηρίου μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να καταχωρισθεί, όχι όμως προκειμένου να χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως.

40

Επιπλέον, όσον αφορά την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών και του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η αναπαράσταση πρέπει να καθιστά δυνατή την ευκρινή και επακριβή παρουσίαση όλων των λεπτομερειών του αντικειμένου για το οποίο ζητείται προστασία, η Mast‑Jägermeister φρονεί ότι, αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι παρέχει στο EUIPO αρμοδιότητα προς ουσιαστικό έλεγχο της αναπαραστάσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, το αποτέλεσμα θα ήταν να καθορίζει το EUIPO και όχι ο αιτών το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως. Όμως, επιλέγοντας το είδος της αναπαραστάσεως, ο αιτών προσδιορίζει το αντικείμενο της αιτήσεως καταχωρίσεως ορισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος. Τα χαρακτηριστικά που δεν είναι αναγνωρίσιμα στο πλαίσιο ορισμένης αναπαραστάσεως δεν απολαύουν προστασίας.

41

Η Mast‑Jägermeister φρονεί ότι, μολονότι κάθε υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με την εξέταση αιτήσεως καταχωρίσεως έχει τη δυνατότητα να αρνείται την καταχώριση ενός σχεδίου ή υποδείγματος και, ως εκ τούτου, να απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως σχεδίου ή υποδείγματος, εφόσον κρίνει ότι η καταχώριση αυτή προκαλεί νομική αβεβαιότητα, εντούτοις, η απαίτηση αυτή περί ασφάλειας δικαίου διαφέρει εντελώς από την ασφάλεια δικαίου την οποία παρέχει στον αιτούντα τουλάχιστον η χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως για την αίτησή του.

42

Η Mast‑Jägermeister υποστηρίζει ότι το ελάττωμα που διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν αποτελεί λόγο μη χορηγήσεως ημερομηνίας καταθέσεως. Κατά τη Mast‑Jägermeister, προστασίας μπορεί να τύχει και ένας συνδυασμός προϊόντων, αποτελούμενος από δύο ή περισσότερα προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να διατεθούν στο εμπόριο χωριστά, στο μέτρο κατά το οποίο η προστασία που παρέχεται σε ένα καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ακριβώς ως αντικείμενο την εικόνα ενός προϊόντος ή μέρους προϊόντος, όπως αυτή αναπαριστάται με ορατό τρόπο στην αίτηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 6/2002.

43

Τέλος, η Mast‑Jägermeister κάνει αναφορά στις εκτιμήσεις σχετικά με την όλη οικονομία των κανονισμών 6/2002 και 2245/2002. Επισημαίνει ότι το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προβλέπει ρητώς ότι μόνο όταν η αίτηση φέρει ελαττώματα κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού είναι δυνατόν να μην εξετάζεται ως αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως. Αντιθέτως, τα ελαττώματα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002 έχουν ως συνέπεια την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ότι η ημερομηνία καταθέσεως έχει προηγουμένως καθοριστεί. Η Mast‑Jägermeister επισημαίνει ότι στα εν λόγω ελαττώματα συγκαταλέγονται εκείνα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 6/2002 και ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει στις προϋποθέσεις του άρθρου 36, παράγραφος 5, του κανονισμού 6/2002, το οποίο επιτάσσει να πληροί η αίτηση καταχωρίσεως τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2245/2002. Κατά συνέπεια, τυχόν ελάττωμα της αιτήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του τελευταίου αυτού κανονισμού μπορεί να έχει ως συνέπεια μόνο την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως, αφού προηγουμένως έχει χορηγηθεί ημερομηνία καταθέσεως.

44

Συναφώς, η Mast‑Jägermeister δέχεται ότι η συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2245/2002, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 6/2002. Εντούτοις, οι διατάξεις του κανονισμού 2245/2002, ο οποίος αποτελεί εκτελεστικό κανονισμό, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των διατάξεων του βασικού κανονισμού, δηλαδή του κανονισμού 6/2002.

45

Το EUIPO φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των διατάξεων των κανονισμών 6/2002 και 2245/2002. Εξ αυτού συνάγει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46

Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, η Mast‑Jägermeister υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με τις λοιπές σχετικές διατάξεις του κανονισμού αυτού και του κανονισμού 2245/2002, έχει την έννοια ότι η χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως εξαρτάται αποκλειστικώς από εξέταση της αναπαραστάσεως του σχεδίου ή υποδείγματος υπό το πρίσμα της καταλληλότητάς της προς υλική αναπαραγωγή. Ειδικότερα, φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το εν λόγω άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, εκτείνεται και στις ανακρίβειες ή στην έλλειψη βεβαιότητας ή σαφήνειας όσον αφορά το αντικείμενο της προστασίας του σχεδίου ή του υποδείγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

47

Για την εξέταση του βασίμου του λόγου αυτού, επιβάλλεται η ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, κατά το οποίο η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει «αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος κατάλληλη για αναπαραγωγή».

48

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 50, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Raimund, C‑425/16, EU:C:2017:776, σκέψη 22).

49

Όσον αφορά, καταρχάς, το γράμμα του, το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002 προβλέπει ότι η αίτηση καταχωρίσεως σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει «αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος κατάλληλη για αναπαραγωγή». Η διατύπωση αυτή φαινομενικά δίδει έμφαση στην τεχνική ποιότητα της αναπαραστάσεως. Εντούτοις, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 32 των προτάσεών της, εγγενές στοιχείο της έννοιας της αναπαραστάσεως είναι ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμο.

50

Επιπλέον, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2245/2002, το οποίο δεν ορίζει πρόσθετες ουσιαστικές απαιτήσεις πέραν της προβλεπόμενης στο άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ποιότητα της αναπαραστάσεως πρέπει να καθιστά εφικτή την ευκρινή παρουσίαση όλων των λεπτομερειών του αντικειμένου για το οποίο ζητείται προστασία.

51

Επομένως, από την εξέταση του γράμματος του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, προκύπτει ότι η αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού.

52

Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002 επιβεβαιώνεται από την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής, η οποία οφείλει να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία του συστήματος καταχωρίσεως των σχεδίων και υποδειγμάτων. Συγκεκριμένα, η απαίτηση της γραφικής αναπαραστάσεως έχει ιδίως ως λειτουργία να προσδιορίζει το ίδιο το σχέδιο ή υπόδειγμα, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα στον δικαιούχο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 48).

53

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταχώριση του σχεδίου ή υποδείγματος σε δημόσιο μητρώο έχει ως σκοπό να το καθιστά προσβάσιμο στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό, και ειδικότερα στους επιχειρηματίες. Αφενός, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να γνωρίζουν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τη φύση των συστατικών στοιχείων ενός σχεδίου ή υποδείγματος, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την προηγούμενη εξέταση των αιτήσεων καταχωρίσεως, καθώς και με τη δημοσίευση και την τήρηση κατάλληλου και ακριβούς μητρώου σχεδίων και υποδειγμάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 49 και 50, καθώς και της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys, C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψη 47).

54

Αφετέρου, οι επιχειρηματίες πρέπει να μπορούν να ενημερώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια για τις καταχωρίσεις που πραγματοποιούν ή τις αιτήσεις καταχωρίσεως που υποβάλλουν οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές τους, καθώς και να ενημερώνονται καταλλήλως σχετικά με τα δικαιώματα τρίτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 51, καθώς και της 19ης Ιουνίου 2012, Chartered Institute of Patent Attorneys,C‑307/10, EU:C:2012:361, σκέψη 48). Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην εδραίωση ασφάλειας δικαίου υπέρ των τρίτων.

55

Επομένως, το κοινοτικό σύστημα σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχει καθιερώσει ο κανονισμός 6/2002 επιβεβαιώνει την ερμηνεία στην οποία οδηγεί το γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, επιτάσσοντας όπως η γραφική αναπαράσταση ενός σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος.

56

Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι η χορήγηση ημερομηνίας καταθέσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού 6/2002, είναι εκείνη κατά την οποία τα έγγραφα που περιέχουν τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού πληροφορίες κατατίθενται ενώπιον του EUIPO, επιτρέπει στον δικαιούχο του οικείου σχεδίου ή υποδείγματος να αποκτήσει το δικαίωμα προτεραιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κανονισμού 6/2002. Πράγματι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Mast‑Jägermeister βασιζόμενη στο άρθρο 4 της Συμβάσεως των Παρισίων, του οποίου το γράμμα ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με εκείνο του άρθρου 41 του κανονισμού 6/2002, το γεγονός ότι η ημερομηνία καταθέσεως καθιστά δυνατή την κτήση αυτού του δικαιώματος προτεραιότητας δικαιολογεί αφ’ εαυτού την απαίτηση να μην περιλαμβάνει η αναπαράσταση ανακρίβειες ως προς το σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας με το σημείο 55 των προτάσεών της, μια ανακριβής αίτηση καταχωρίσεως θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να παρασχεθεί σε ένα σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου το αντικείμενο προστασίας δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο προστασία βάσει του δικαιώματος προτεραιότητας, η οποία βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου.

57

Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002 επιτάσσει όπως η αναπαράσταση του σχεδίου ή υποδείγματος που περιλαμβάνεται στην αίτηση καταχωρίσεως καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του αντικειμένου για το οποίο ζητείται η προστασία επιβεβαιώνεται επίσης από τη συστηματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

58

Συναφώς, στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 36, παράγραφος 5, του κανονισμού 6/2002 προβλέπει ότι η αίτηση καταχωρίσεως πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2245/2002, πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλες διατάξεις του τελευταίου αυτού κανονισμού σχετικές με την αίτηση καταχωρίσεως.

59

Ειδικότερα, επισημαίνεται, όπως ορθώς εκθέτει το EUIPO, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2245/2002 ορίζει ότι η διόρθωση της αιτήσεως καταχωρίσεως δεν επιτρέπεται να αλλοιώνει την αναπαράσταση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Τούτο, όμως, προϋποθέτει, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι η αίτηση καταχωρίσεως, για να μπορέσει να λάβει ημερομηνία καταθέσεως, πρέπει να περιλαμβάνει αναπαράσταση η οποία να καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του αντικειμένου για το οποίο ζητείται η προστασία. Πράγματι, ο κανονισμός 6/2002 δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιτρέπει να λογίζεται ως εγκύρως κατατεθείσα μια αίτηση καταχωρίσεως, μολονότι αυτή δεν καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση και μολονότι το ελάττωμα αυτό δεν μπορεί πλέον να θεραπευθεί.

60

Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, η γραμματική, τελολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002 καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει όπως η αναπαράσταση ενός σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της προστασίας που ζητείται με την αίτηση αυτή.

61

Πάντως, από το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι αίτηση που βαρύνεται με ελαττώματα όσον αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, τα οποία δεν έχουν θεραπευθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν εξετάζεται ως αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος και, ως εκ τούτου, δεν χορηγείται για αυτήν καμία ημερομηνία καταθέσεως.

62

Τα επιχειρήματα της Mast‑Jägermeister που συνοψίστηκαν στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, αναφορικά με τη διάρθρωση των διαφόρων διατάξεων των άρθρων 45 και 46 του κανονισμού 6/2002, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Πράγματι, η αίτηση που κατέθεσε η Mast‑Jägermeister βαρύνεται με ελάττωμα κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, καθόσον η αίτηση αυτή δεν καθιστά δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση. Όπως προκύπτει από την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ένα τέτοιο ελάττωμα έχει ως συνέπεια, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, να μην μπορεί η αίτηση να εξεταστεί ως αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, εφόσον το ελάττωμα αυτό δεν θεραπεύθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

63

Επιπλέον, το επιχείρημα που αφορά τις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως των σχεδίων ή υποδειγμάτων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον η εκτίμηση που περιέχεται στις σκέψεις αυτές δεν παρίσταται αναγκαία προς στήριξη της ερμηνείας που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο στο άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 6/2002, ερμηνείας η οποία προκύπτει από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 40 έως 46 της ως άνω αποφάσεως.

64

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Mast‑Jägermeister είναι αβάσιμος και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί, όπως και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

66

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

67

Δεδομένου ότι το EUIPO ζήτησε την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα και ότι η τελευταία ηττήθηκε συνεπεία της απορρίψεως του μοναδικού λόγου αναιρέσεως που προέβαλε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το EUIPO.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τη Mast‑Jägermeister SE στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top