Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0097

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 26ης Απριλίου 2018.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Προστασία της φύσεως – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Ζώνη ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) – Κατάταξη σε ΖΕΠ των πλέον κατάλληλων εδαφών, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/147 – Σημαντική ζώνη για τη διατήρηση των πτηνών (ΣΖΔΠ) – ΣΖΔΠ Ρίλα – Μερική κατάταξη της ΣΖΔΠ Ρίλα ως ΖΕΠ.
Υπόθεση C-97/17.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:285

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Απριλίου 2018 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους – Προστασία της φύσεως – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Ζώνη ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) – Κατάταξη σε ΖΕΠ των πλέον κατάλληλων εδαφών, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/147 – Σημαντική ζώνη για τη διατήρηση των πτηνών (ΣΖΔΠ) – ΣΖΔΠ Ρίλα – Μερική κατάταξη της ΣΖΔΠ Ρίλα ως ΖΕΠ»

Στην υπόθεση C‑97/17,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2017,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την P. Mihaylova και τον C. Hermes,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, εκπροσωπούμενης από τις E. Petranova και L. Zaharieva,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader (εισηγήτρια), A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, παραλείποντας να συμπεριλάβει ως ζώνη ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ) ολόκληρη τη σημαντική ζώνη για τη διατήρηση των πτηνών (στο εξής: ΣΖΔΠ) που καλύπτει τον ορεινό όγκο της Ρίλα (στο εξής: ΣΖΔΠ Ρίλα), δεν κατέταξε σε ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τα πτηνά), και κατά συνέπεια παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας.

Το νομικό πλαίσιο

2

Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία για τα πτηνά αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη ΛΕΕ. Έχει αντικείμενο την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και θέτει κανόνες για την εκμετάλλευσή τους.

3

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη:

α)

τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση·

β)

τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους·

γ)

τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη·

δ)

άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους.

Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού.

Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε [ΖΕΠ] τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία.

2.   Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη μέλη για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I, των οποίων η έλευση είναι τακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. Για τον σκοπό αυτό τα κράτη μέλη αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υγροτόπων, και ιδίως όσων έχουν διεθνή σπουδαιότητα.»

4

Tο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, ανά τριετία από την 7η Απριλίου 1981, έκθεση για την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που έχουν ληφθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η Επιτροπή συντάσσει ανά τριετία έκθεση συνθέσεως βασισμένη στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το μέρος του σχεδίου της εκθέσεως το σχετικό με τις πληροφορίες που παρέχονται από ένα κράτος μέλος διαβιβάζεται για επαλήθευση στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Το οριστικό κείμενο της εκθέσεως κοινοποιείται στα κράτη μέλη.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

5

Κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η βουλγαρική εταιρία προστασίας των πτηνών (στο εξής: ΒΕΠΠ), μέλος της μη κυβερνητικής οργανώσεως BirdLife International, η Επιτροπή, στις 6 Ιουνίου 2008, απέστειλε στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προειδοποιητική επιστολή με την οποία προσήπτε στο ως άνω κράτος μέλος ότι δεν είχε κατατάξει σε ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, όσον αφορά έξι ΣΖΔΠ (Ρίλα, Kaliakra, Κεντρικού Αίμου, Lomovete, Πιρίν και Δυτικής Ροδόπης) και ότι επομένως είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για τα πτηνά.

6

Στις απαντήσεις της στην προειδοποιητική επιστολή, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας αμφισβήτησε την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως της οδηγίας για τα πτηνά, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι εν τω μεταξύ είχε καταταγεί συμπληρωματικώς ως ΖΕΠ ένα μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα, συγκεκριμένα το Μοναστήρι της Ρίλα.

7

Στις 17 Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή, κρίνοντας όλες τις απαντήσεις αυτές ως μη ικανοποιητικές, απέστειλε στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας αιτιολογημένη γνώμη με την οποία προσήπτε στο εν λόγω κράτος μέλος παράβαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας. Η ως άνω αιτιολογημένη γνώμη αφορούσε όμως μόνον τη ΣΖΔΠ Ρίλα, στο μέτρο που εν τω μεταξύ η ΣΖΔΠ Kaliakra είχε αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης διαδικασίας λόγω παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας (C‑141/14, EU:C:2016:8), οι δε ΣΖΔΠ Κεντρικού Αίμου, Lomovete, Πιρίν και Δυτικής Ροδόπης είχαν σε μεγάλο βαθμό καταταγεί σε ΖΕΠ.

8

Όσον αφορά τη ΣΖΔΠ Ρίλα, η Επιτροπή διαπίστωσε στην αιτιολογημένη γνώμη της ότι μόνο το 72 % της συνολικής επιφάνειάς της είχε καταταγεί ως ΖΕΠ, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η προστασία 17 ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά.

9

Στις 15 Δεκεμβρίου 2014 η Δημοκρατία της Βουλγαρίας απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη και εν συνεχεία απέστειλε, αντιστοίχως στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 και στις 3 Φεβρουαρίου 2016, συμπληρωματικές πληροφορίες και μια επικαιροποίηση. Με τα έγγραφα αυτά, το ως άνω κράτος μέλος προέβαλλε κατ’ ουσίαν ότι η κατάταξη του 72 % της ΣΖΔΠ Ρίλα σε ΖΕΠ εγγυάτο «βέλτιστο επίπεδο προστασίας των ειδών και των οικοτόπων τους, που περιγράφονταν στη ΣΖΔΠ» και ότι πάντως, με πνεύμα καλής συνεργασίας, θα εντείνονταν οι προσπάθειες για να εξεταστεί το ζήτημα της επεκτάσεως της επιφάνειας της ΖΕΠ Ρίλα.

10

Εκτιμώντας ότι, παρά τα μέτρα που είχε λάβει, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

11

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη και προς στήριξη της θέσεώς της προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο επιχειρήματα.

12

Πρώτον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβάλλει ότι η Επιτροπή τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικότερα, ενώ με την προειδοποιητική επιστολή η Επιτροπή τής είχε προσάψει ότι δεν είχε κατατάξει ως ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, με την αιτιολογημένη γνώμη και με τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής, στήριξε την αιτίασή της στη μη κατάταξη ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα. Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν μπορούσε ούτε να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το δίκαιο της Ένωσης ούτε να προβάλει τα αμυντικά της επιχειρήματα προς αντίκρουση των εις βάρος της αιτιάσεων.

13

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας τονίζει ότι, αναγιγνώσκοντας την προειδοποιητική επιστολή, σχημάτισε την πεποίθηση ότι αρκούσε να εξασφαλίσει επαρκή προστασία των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, οπότε έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς την ως άνω προειδοποιητική επιστολή. Μόνο μετά τη λήψη της αιτιολογημένης γνώμης διαπίστωσε ότι η Επιτροπή στην πραγματικότητα την αιτιάτο για τη μη κατάταξη ως ΖΕΠ ολόκληρου του εδάφους της ΣΖΔΠ Ρίλα.

14

Δεύτερον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας φρονεί ότι, τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή δεν υπέδειξε ορθώς το αντικείμενο της διαφοράς ούτε εξέθεσε κατά τρόπο λογικώς συνεπή και ακριβή τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

15

Ειδικότερα, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας επισημαίνει ότι η Επιτροπή αρκέστηκε να δηλώσει γενικόλογα ότι η κατάταξη ως ΖΕΠ ενός μέρους μόνο της ΣΖΔΠ Ρίλα είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η προστασία 17 ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, χωρίς όμως να προσκομίζει επαρκή στοιχεία που θα επέτρεπαν την ταυτοποίηση των ειδών αυτών.

16

Η Επιτροπή αντιτείνει, όσον αφορά, πρώτον, τη δήθεν τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς, ότι τα συμπεράσματα της προειδοποιητικής επιστολής είναι πανομοιότυπα με τα συμπεράσματα της αιτιολογημένης γνώμης και ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αναντιστοιχία ή διαφορά μεταξύ των δύο εγγράφων. Υποστηρίζει ότι, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεδομένων των συμπληρωματικών κατατάξεων εδαφών σε ΖΕΠ στις οποίες προέβη η Δημοκρατία της Βουλγαρίας κατόπιν της προειδοποιητικής επιστολής, απλώς έγινε περιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς στο εναπομείναν μη καταταγέν μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα.

17

Όσον αφορά, δεύτερον, την υποτιθέμενη μη επαρκή έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ίδια στηρίχθηκε σε συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας για τα πτηνά και ότι προσκόμισε τον κατάλογο των 17 ειδών πτηνών η διατήρηση των οποίων δεν κατοχυρωνόταν επαρκώς λόγω της κατατάξεως ως ΖΕΠ μόνον ενός μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα, καθώς και τον κατάλογο των 9 ειδών πτηνών που θίγονταν σημαντικά από την ελλιπή αυτή κατάταξη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

18

Όσον αφορά την αιτίαση περί τροποποιήσεως του αντικειμένου της διαφοράς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προειδοποιητική επιστολή έχει ως σκοπό, αφενός, να οριοθετήσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, να του δώσει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί πριν το Δικαστήριο επιληφθεί της υποθέσεως (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1985, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 274/83, EU:C:1985:148, σκέψη 19, και της 7ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑20/09, EU:C:2011:214, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις του συνιστά, ακόμη και αν αποφασίσει να μη τη χρησιμοποιήσει, βασική εγγύηση την οποία παρέχει η Συνθήκη ΛΕΕ, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως κράτους μέλους (απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Ρουμανίας, C‑522/09, EU:C:2011:251, σκέψη 16).

19

Πάντως, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να περιλαμβάνει συνεκτική και λεπτομερή παράθεση των λόγων βάσει των οποίων η Επιτροπή σχημάτισε την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη μια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη, η προειδοποιητική επιστολή δεν μπορεί να υπόκειται σε απαιτήσεις ακριβείας εξίσου αυστηρές με εκείνες που ισχύουν για την αιτιολογημένη γνώμη, δεδομένου ότι η προειδοποιητική επιστολή κατ’ ανάγκη συνίσταται απλώς σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αναπτύξει λεπτομερώς, στην αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που ήδη διατύπωσε σε πιο γενικές γραμμές στην προειδοποιητική επιστολή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑337/05, EU:C:2008:203, σκέψη 23, και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑530/11, EU:C:2014:67, σκέψη 40).

20

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, τόσο με την προειδοποιητική επιστολή όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή επισήμανε ρητώς ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, μη κατατάσσοντας σε ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

21

Η μόνη διαφορά μεταξύ των εγγράφων αυτών έγκειται στο ότι, στην προειδοποιητική επιστολή, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν εκπλήρωνε την υποχρέωσή της να κατατάξει ως ΖΕΠ όλα τα πλέον κατάλληλα εδάφη για τη διατήρηση των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, ενώ, στην αιτιολογημένη γνώμη και στο δικόγραφο της προσφυγής, μη κρίνοντας ως ικανοποιητικά τα εδάφη που το ως άνω κράτος μέλος είχε κατατάξει ως ΖΕΠ κατόπιν της προειδοποιητικής επιστολής, εξειδίκευσε το αντικείμενο της διαφοράς, περιορίζοντας το στο εναπομείναν μη καταταγέν μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα.

22

Συνεπώς, δεδομένου ότι ολόκληρη η ΣΖΔΠ Ρίλα περιλαμβανόταν στον κατάλογο των πλέον κατάλληλων σε αριθμό και επιφάνεια εδαφών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας αβασίμως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς.

23

Όσον αφορά την αιτίαση περί μη επαρκούς εκθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς στο δικόγραφο της προσφυγής, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 120, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και της σχετικής νομολογίας, στο εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να μνημονεύεται το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών. Η μνεία αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξ αυτού συνάγεται ότι τα ουσιώδη νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο λογικώς συνεπή και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής και ότι τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο που να μην επιδέχεται αμφιβολίες ούτως ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί ορισμένης αιτιάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C‑343/08, EU:C:2010:14, σκέψη 26· της 15ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑211/08, EU:C:2010:340, σκέψη 32, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑34/11, EU:C:2012:712, σκέψη 44).

24

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή εκθέτουν τις αιτιάσεις κατά τρόπο λογικώς συνεπή και ακριβή ούτως ώστε να του παρέχουν τη δυνατότητα να αντιληφθεί επακριβώς τη σημασία της προσαπτόμενης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει το Δικαστήριο να επαληθεύσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑34/11, EU:C:2012:712, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με τα συμπεράσματα της αιτιολογημένης γνώμης και με τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως στηριζόταν σε μη τήρηση από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

26

Εξάλλου, στην αιτιολογία της αιτιολογημένης γνώμης και του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η μερική μόνο κατάταξη ως ΖΕΠ της ΣΖΔΠ Ρίλα είχε ως αποτέλεσμα «σημαντικό περιορισμό» της προστασίας 17 ειδών πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, ήτοι του χαροπουλιού (Aegolius funereus), της αγριόκοτας (Bonasa bonasia), του φιδαετού (Circaetus gallicus), της λευκονωτοτσικλιτάρας (Dendrocopos leucotos), της μαυροτσικλιτάρας (Dryocopus martius), του πετρίτη (Falco peregrinus), της σπουργιτόγλαυκας (Glaucidium passerinum), της τριδακτυλοτσικλιτάρας (Picoides tridactylus), του αγριόκουρκου (Tetrao urogallus), του χρυσαετού (Aquila chrysaetos), της γιδοβυζάστρας (Caprimulgus europaeus), της ορτυγομάνας (Crex crex), της μεσοτσικλιτάρας (Dendrocopos medius), του μπούφου (Bubo bubo), του αετομάχου (Lanius collurio), της δενδροσταρήθρας (Lullula arborea) και της σφηκοβαρβακίνας (Pernis apivorus), διευκρινίζοντας μάλιστα ότι τα 9 πρώτα από τα ως άνω είδη «θίγονταν σημαντικά».

27

Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε τις αιτιάσεις της κατά τρόπο λογικώς συνεπή και ακριβή, κατά την έννοια της διαλαμβανόμενης στις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.

28

Επομένως, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

29

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, μη έχοντας κατατάξει ως ΖΕΠ ολόκληρη τη ΣΖΔΠ Ρίλα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

30

Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα για τη διατήρηση των πτηνών του μη καταταγέντος ως ΖΕΠ μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα, επικρίνει το γεγονός ότι ορισμένα είδη πτηνών στερούνται την προστασία που θα τους εξασφάλιζε η κατάταξη ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα και υπερασπίζεται το λυσιτελές των αποδείξεων που προσκόμισε για να τεκμηριώσει την ανάγκη μιας τέτοιας καθ’ ολοκληρίαν κατατάξεως.

31

Πρώτον, όσον αφορά το μη καταταγέν ως ΖΕΠ μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα, που καλύπτει τη ζώνη η οποία κείται στους πρόποδες του ορεινού όγκου της Ρίλα γύρω από τα όρια των ΖΕΠ Ρίλα και Μοναστηριού της Ρίλα, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι σημαντικό ποσοστό του μέρους αυτού, ήτοι το 75 %, αποτελείται από αρχαία δάση, κυρίως κωνοφόρων, τα οποία προσφέρονται για τη διατήρηση της σπουργιτόγλαυκας, του χαροπουλιού και της τριδακτυλοτσικλιτάρας, των οποίων οι μεγαλύτεροι φωλεοποιητικοί πληθυσμοί της χώρας απαντούν στα δάση αυτά, αφενός, και του χρυσαετού, του αγριόκουρκου, του πετρίτη, της μαυροτσικλιτάρας, της λευκονωτοτσικλιτάρας, της γιδοβυζάστρας και της αγριόκοτας, αφετέρου. Ολόκληρη η ΣΖΔΠ Ρίλα συγκαταλέγεται στους τόπους προτεραιότητας, στη Βουλγαρία και σε ενωσιακό επίπεδο, όσον αφορά τα είδη αυτά.

32

Εξάλλου, σε ολόκληρη τη ΣΖΔΠ Ρίλα απαντούν 130 διαφορετικά είδη, εκ των οποίων 20 είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά και 41 είδη ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όσον αφορά τη διατήρησή τους, μεταξύ των οποίων ένα είδος που ανήκει στην κατηγορία SPEC 1, ως παγκοσμίως απειλούμενο είδος, 14 είδη που ανήκουν στην κατηγορία SPEC 2, ως είδη τα οποία τελούν σε δυσμενή κατάσταση διατήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και των οποίων ο παγκόσμιος πληθυσμός ευρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στην Ευρώπη, και 26 είδη που ανήκουν στην κατηγορία SPEC 3, ως είδη τα οποία τελούν σε δυσμενή κατάσταση διατήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και των οποίων ο παγκόσμιος πληθυσμός ευρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του εκτός Ευρώπης.

33

Ολόκληρη η ΣΖΔΠ Ρίλα έχει παγκόσμια σημασία ως αντιπροσωπευτική ζώνη της αλπικής διαπλάσεως, δεδομένου ότι σε αυτήν απαντούν τρία είδη πτηνών τα οποία περιορίζονται στη διάπλαση αυτή και είναι χαρακτηριστικά της εν λόγω διαπλάσεως, συγκεκριμένα η σβαρνίστρα, η κιτρινοκαλιακούδα και ο χιονοψάλτης, σε σύνολο τεσσάρων ειδών καταχωρισθέντων από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Το έδαφος της ΣΖΔΠ Ρίλα συγκαταλέγεται επίσης στα σημαντικότερα στην Ευρώπη για τη διατήρηση των πληθυσμών του πετροκότσυφα, του κοκκινολαίμη, του κοινού σπίνου, του στραβολαίμη, του χιονοκότσυφα, της κελαηδότσιχλας, του κότσυφα, του χρυσοβασιλίσκου, του μαυροσκούφη και του φανέτου.

34

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι οικότοποι και ο πληθυσμός των πλέον θιγόμενων ειδών απαντούν τόσο στο μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα που έχει καταταγεί σε ΖΕΠ όσο και στο μη καταταγέν μέρος. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν προσκόμισε άλλα επιστημονικά δεδομένα ικανά να δικαιολογήσουν την κατάταξη ως ΖΕΠ μόνον ενός μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο κατάλογος των σημαντικών ζωνών για τη διατήρηση των πτηνών της Ευρώπης (στο εξής: κατάλογος ΣΖΔΠ) συνιστά την πλέον ενημερωμένη και ακριβή βάση αναφοράς προς ταυτοποίηση των πλέον κατάλληλων σε αριθμό και επιφάνεια τόπων για τη διατήρηση των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά.

35

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα που έχει καταταγεί ως ΖΕΠ είναι εντελώς ανεπαρκές δεδομένης της περιοχής κατανομής του εθνικού πληθυσμού σημαντικότατων ειδών που αναφέρονται στο ως άνω παράρτημα.

36

Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στηρίζεται σε μια αξιολόγηση της βάσεως δεδομένων για τα πτηνά η οποία αφορούσε τις 114 ΖΕΠ που είχαν αρχικώς προταθεί από τη ΒΕΠΠ, πραγματοποιηθείσα από τη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών (στο εξής: ΒΑΕ) και εν συνεχεία αναθεωρηθείσα κατόπιν εκθέσεως την οποία κατήρτισε το 2008 μια εθνική ομάδα εργασίας την οποία δημιούργησε το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Υδάτων (στο εξής: Υπουργείο Περιβάλλοντος).

37

Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι αναλύσεις της στηρίζονται ακόμη σε πληροφορίες προερχόμενες από τη βάση δεδομένων που διατέθηκε από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας καθώς και στα τυποποιημένα έντυπα δεδομένων για τη ΖΕΠ Ρίλα τα οποία επίσης διατέθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές.

38

Για να καθορίσει τη σπουδαιότητα την οποία έχει ένας τόπος για τον πληθυσμό ορισμένου είδους, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι στηρίχθηκε στο κατώφλιο του 1 % του τοπικού ή του εθνικού φωλεοποιητικού πληθυσμού, το οποίο χρησιμοποιείται από την BirdLife International. Προς αποκλεισμό των περιπτώσεων τυχαίας παρουσίας και των τόπων που φιλοξενούν λιγότερο σημαντικούς πληθυσμιακούς όγκους, οι επίμαχοι τόποι πρέπει επίσης να φιλοξενούν σημαντικούς πληθυσμιακούς όγκους των οικείων ειδών και υποειδών σε ενωσιακό επίπεδο.

39

Τρίτον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η σπουδαιότητα του μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα που δεν έχει καταταγεί ως ΖΕΠ προκύπτει επίσης και από άλλα έγγραφα τα οποία καταδεικνύουν την ανάγκη κατατάξεως πρόσθετων εδαφών της ως άνω ΣΖΔΠ.

40

Συναφώς, το ως άνω θεσμικό όργανο επισημαίνει ότι η πρόταση για την κατάταξη ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα περιλήφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας πραγματοποιηθείσας στις 11 Μαρτίου 2011 συνεδριάσεως του Εθνικού Συμβουλίου για τη Βιοποικιλότητα (στο εξής: ΕΣΒ), νεοσυσταθέντος ιδρύματος στο πλαίσιο της ΒΑΕ, και ότι η συνεδρίαση αυτή διοργανώθηκε κατόπιν της καταρτίσεως από τη ΒΑΕ, στις 28 Δεκεμβρίου 2010, εκθέσεως η οποία περιείχε σειρά επιχειρημάτων υπέρ του χαρακτηρισμού τριών νέων ΖΕΠ εντός του ορεινού όγκου της Ρίλα οι οποίες θα κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το έδαφος της ΣΖΔΠ Ρίλα που δεν είχε ακόμη καταταγεί ως ΖΕΠ, ήτοι της ΖΕΠ Μοναστηριού της Ρίλα, της ΖΕΠ Νότιας Ρίλα και της ΖΕΠ Βόρειας Ρίλα. Οι δύο τελευταίες ζώνες εν συνεχεία συνδυάστηκαν από το Υπουργείο Περιβάλλοντος σε μία ενιαία ζώνη με την ονομασία ΖΕΠ Ρίλα buffer.

41

Ενώ το ΕΣΒ ενέκρινε τον χαρακτηρισμό της ΖΕΠ Μοναστηριού της Ρίλα, η εξέταση της προτάσεως να περιληφθεί η μελλοντική ΖΕΠ Ρίλα buffer στο δίκτυο «Natura 2000» αναβλήθηκε, χωρίς αμφισβήτηση εκ μέρους των βουλγαρικών αρχών της ανάγκης να καταταγούν ως ΖΕΠ πρόσθετα εδάφη της ΣΖΔΠ Ρίλα. Προς τούτο, οι αρχές αυτές δεσμεύτηκαν, στην απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη, να συζητήσουν την εν λόγω κατάταξη στο πλαίσιο του ΕΣΒ τον Μάρτιο του 2015.

42

Βάσει μιας συμφωνίας με το Υπουργείο Περιβάλλοντος, η ΒΕΠΠ υπέβαλε νέα πρόταση χαρακτηρισμού της ΖΕΠ Ρίλα buffer, η οποία επρόκειτο να εξεταστεί κατά τη συνεδρίαση του ΕΣΒ η οποία είχε προβλεφθεί για τις 22 Μαρτίου 2016. Στο μεσοδιάστημα, σε τεχνικής φύσεως συσκέψεις που διοργανώθηκαν μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των αρμόδιων βουλγαρικών αρχών, καθώς και κατά την υποβολή γραπτών πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας κράτησε την Επιτροπή σε αναμονή ως προς το ζήτημα νέας κατατάξεως σε ΖΕΠ, προβάλλοντας ως δικαιολογία για την καθυστέρηση διοικητικά και διαδικαστικά προσκόμματα.

43

Εξάλλου, η Επιτροπή έλαβε από τη ΒΕΠΠ σχέδιο τυποποιημένου εντύπου δεδομένων το οποίο είχε καταρτίσει η ΒΑΕ για τη μελλοντική ΖΕΠ Ρίλα buffer, δεδομένου ότι αυτή θα συνέπιπτε σχεδόν πλήρως με το μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα που δεν είχε ακόμη καταταγεί. Με το σχέδιο αυτό προσδιδόταν στη μη καταταγείσα ζώνη ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για τη διατήρηση των επίμαχων ειδών.

44

Η σπουδαιότητα την οποία έχει το μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα που δεν έχει ακόμη καταταγεί σε ΖΕΠ για τα τυπικώς δασόβια είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, ιδίως τον αγριόκουρκο, τη λευκονωτοτσικλιτάρα και την τριδακτυλοτσικλιτάρα, προκύπτει επίσης από τα νέα σχέδια δράσεως για τα είδη αυτά που χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος μέσω του επιχειρησιακού προγράμματος «Περιβάλλον» 2007-2013.

45

Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας που προβλήθηκαν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προς δικαιολόγηση της μερικής μόνο κατατάξεως ως ΖΕΠ της ΣΖΔΠ Ρίλα και τα οποία αντλούνται ιδίως από το δικαίωμα των κρατών μελών να ιεραρχήσουν τις διάφορες προτεραιότητες, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και οι γεωγραφικές συνθήκες της χώρας, από την αναξιοπιστία των διαθέσιμων δεδομένων και από την πρόθεση να τηρηθεί ένα και το αυτό χρονοδιάγραμμα για την επιλογή των ΖΕΠ και των τόπων κοινοτικής σημασίας και να εξασφαλισθεί ότι οι ζώνες αυτές συμπίπτουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν στηρίζονται σε οποιοδήποτε ορνιθολογικό κριτήριο και είναι συνεπώς αλυσιτελή στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

46

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβάλλει αμυντικώς, κατ’ ουσίαν, πέντε επιχειρήματα.

47

Πρώτον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας τονίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των πλέον κατάλληλων εδαφών για την κατάταξη σε ΖΕΠ.

48

Το εν λόγω κράτος μέλος υπενθυμίζει ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι ένας τόπος είναι κατάλληλος για τη διατήρηση ορισμένων ειδών δεν αρκεί για να θεμελιώσει υποχρέωση κατατάξεως του τόπου αυτού σε ΖΕΠ. Οι εθνικές αρχές διαθέτουν συναφώς καλύτερη γνώση της επιτόπιας καταστάσεως. Εξάλλου, η ενημέρωση των επιστημονικών δεδομένων είναι απαραίτητη προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση των πλέον απειλούμενων ειδών και των ειδών που αποτελούν κοινή κληρονομιά της Ένωσης έτσι ώστε να καταταγούν σε ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη. Συναφώς, η ύπαρξη αριθμητικώς πολύ περιορισμένων πληθυσμών ορισμένων ειδών σε συγκεκριμένα εδάφη δεν αρκούν ώστε τα εδάφη αυτά να θεωρηθούν ως τα πλέον κατάλληλα για τη διατήρηση των επίμαχων ειδών.

49

Το κράτος μέλος αυτό υπενθυμίζει ακόμη ότι, κατά τη νομολογία, τα κράτη μέλη δύνανται να αποδείξουν με επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία ότι οι απορρέουσες από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά υποχρεώσεις μπορούν να τηρηθούν μέσω κατατάξεως σε ΖΕΠ τόπων διαφορετικών από εκείνους που προκύπτουν από τον κατάλογο των ΣΖΔΠ και καλυπτόντων μικρότερη συνολική επιφάνεια σε σχέση με τους τελευταίους (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑378/01, EU:C:2003:176, σκέψη 18). Προσθέτει δε ότι, βάσει του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των ορνιθολογικών κριτηρίων προς ταυτοποίηση των πλέον κατάλληλων εδαφών για τη διατήρηση των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας διέκρινε μεταξύ, αφενός, των σημαντικότερων εδαφών για τη διατήρηση των κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας στοχευόμενων ειδών πτηνών και, αφετέρου, των εδαφών που είναι λιγότερο σημαντικά και υφίστανται έντονη ανθρωπογενή πίεση.

50

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας αμφισβητεί τον συλλογισμό της Επιτροπής ότι οι ΣΖΔΠ συνιστούν οπωσδήποτε τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά. Κατά το ως άνω κράτος μέλος, μολονότι ο κατάλογος ΣΖΔΠ συνιστά, ελλείψει επιστημονικών αποδείξεων περί του αντιθέτου, στοιχείο αναφοράς που παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί αν το κράτος μέλος κατέταξε σε ΖΕΠ επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη ώστε να παράσχει προστασία σε όλα τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά, ο κατάλογος αυτός δεν είναι νομικώς δεσμευτικός (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑374/98, EU:C:2000:670, σκέψη 25). Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά κατατάσσοντας ως ΖΕΠ τόπους διαφορετικούς από εκείνους που προκύπτουν από τον κατάλογο ΣΖΔΠ.

51

Δεύτερον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που προέβαλε, καθώς και οι αποδείξεις που προσκόμισε, παραμορφώθηκαν από την Επιτροπή.

52

Ειδικότερα, το εν λόγω κράτος μέλος προβάλλει καταρχάς ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει ότι ορισμένη έκταση πρέπει να καταταγεί ως ΖΕΠ. Στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν αμφισβητεί τη σπουδαιότητα της ΣΖΔΠ Ρίλα για τη διατήρηση των πτηνών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή παραμορφώνει τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Δημοκρατία της Βουλγαρίας κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Ειδικότερα, η υπό κρίση προσφυγή δεν αφορά τη σπουδαιότητα της ΣΖΔΠ Ρίλα για τη διατήρηση των πτηνών. Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας επιμένει συναφώς ότι η κατάταξη του 72 % της ΣΖΔΠ Ρίλα είναι ικανή να εγγυηθεί βέλτιστο επίπεδο προστασίας των ειδών και των οικοτόπων τους. Εν συνεχεία, η Επιτροπή παραπέμπει, στο δικόγραφο της προσφυγής της, σε στοιχεία που περιλαμβάνονται σε πίνακα τον οποίο υπέβαλε η Δημοκρατία της Βουλγαρίας με τις πρόσθετες πληροφορίες του Ιουλίου του 2009 και αντλεί από αυτά ορισμένα συμπεράσματα. Είναι όμως αδύνατον να καθοριστούν τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται συναφώς η Επιτροπή. Τέλος, κατά την Επιτροπή, από τα διαθέσιμα στοιχεία και αναλύσεις προκύπτει ότι υφίσταται περιορισμός της καλύψεως για 17 είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής φαίνονται όμως να βασίζονται κυρίως σε πληροφορίες προερχόμενες από μη κυβερνητικούς οργανισμούς, των οποίων ο επίκαιρος χαρακτήρας και η αξιοπιστία είναι αμφίβολα.

53

Τρίτον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της προσφυγής της. Το ως άνω κράτος μέλος προβάλλει ότι δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανάγκη κατατάξεως ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα και ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή της Επιτροπής δεν είναι αξιόπιστα ή ενημερωμένα. Τον Μάρτιο του 2014, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή στοιχεία που προέρχονταν από την έκθεση του άρθρου 12 της οδηγίας για τα πτηνά και αφορούσαν τα επίμαχα είδη πτηνών, τα στοιχεία δε αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη ούτε στο δικόγραφο της προσφυγής. Το ως άνω κράτος μέλος γνωστοποιεί συναφώς σειρά στοιχείων τα οποία θέτουν εν αμφιβόλω την ορθότητα των στοιχείων της ΒΕΠΠ που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή, οπότε είναι απαραίτητη η συγκέντρωση πρόσθετων επιστημονικών δεδομένων. Τα ίδια τα στοιχεία της ΒΕΠΠ γεννούν αμφιβολίες όσον αφορά την ανάγκη κατατάξεως ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα. Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η αρχική επιλογή και αξιολόγηση εδαφών που αποτελούν ΣΖΔΠ στη Βουλγαρία είναι έργο της ΒΕΠΠ, αυτή δεν υπέβαλε ούτε στις αρμόδιες βουλγαρικές αρχές ούτε στους επιστημονικούς εμπειρογνώμονες τις πληροφορίες που διαθέτει όσον αφορά τα ορνιθολογικά στοιχεία για τα ευρισκόμενα εκτός των καθορισθεισών ΖΕΠ εδάφη.

54

Εξάλλου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τη μέθοδο και τις αναλύσεις βάσει των οποίων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η υφιστάμενη κατάταξη ως ΖΕΠ ενός μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα είναι ανεπαρκής. Δεν ελήφθησαν συναφώς υπόψη τα πλέον πρόσφατα δεδομένα. Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας τονίζει επίσης ότι, κατά τη συνεδρίαση του ΕΣΒ της 22ας Μαρτίου 2016, εκφράστηκαν αμφιβολίες από εμπειρογνώμονες ως προς τη σκοπιμότητα κατατάξεως ως ΖΕΠ ολόκληρης της ΣΖΔΠ Ρίλα.

55

Εξάλλου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι οι υπολογισμοί της Επιτροπής δεν μπορούν να θεωρηθούν ορθοί.

56

Όσον αφορά το κριτήριο κατά το οποίο επιλέξιμοι είναι οι τόποι που φιλοξενούν τουλάχιστον το 1 % του εθνικού φωλεοποιητικού πληθυσμού ενός είδους, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας φρονεί ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο το οποίο μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται για τον καθορισμό μιας ΖΕΠ. Ο μικρός αριθμός πτηνών που απαντούν σε ορισμένα εδάφη είναι παράγοντας ο οποίος επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

57

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβάλλει εξάλλου αντιρρήσεις κατά της μη επικαιροποιήσεως των χρησιμοποιηθέντων από την Επιτροπή στοιχείων του σχεδίου για τους βιοτόπους Corine Land Cover, που χρονολογούνται από το 1990 ή το 2000, επισημαίνοντας ότι υφίστανται πιο πρόσφατα στοιχεία του σχεδίου αυτού, χρονολογούμενα από το 2006 και το 2012. Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας θεωρεί ότι πιο πρόσφατα στοιχεία υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος στο πλαίσιο του προσχεδίου διαχειρίσεως του εθνικού πάρκου Rila για τα έτη 2015 έως 2024. Εξάλλου, το ως άνω κράτος μέλος φρονεί ότι, τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ούτε εξέτασε στοιχεία σχετικά με τα είδη πτηνών βάσει των υποχρεώσεων εκ του άρθρου 12 της οδηγίας για τα πτηνά όσον αφορά τα έτη από το 2008 έως το 2012.

58

Τέταρτον, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι η έστω και μερική κατάταξη ως ΖΕΠ του μέρους της ΣΖΔΠ Ρίλα που δεν έχει ακόμη καταταγεί αποδείχθηκε αδύνατη λόγω των περιορισμών της εσωτερικής διαδικασίας. Ειδικότερα, το ΕΣΒ, που είναι αρμόδιο να εξετάζει τις προτάσεις για την κατάταξη ΖΕΠ, δεν κατέστη δυνατό να καταλήξει σε ενιαία θέση ως προς την ανάγκη μιας τέτοιας κατατάξεως εξαιτίας των αντιφάσεων που εμφανίζουν τα υφιστάμενα επιστημονικά δεδομένα και της ανεπαρκούς αξιοπιστίας τους καθώς και εξαιτίας των αποκλινουσών θέσεων των μελών του ΕΣΒ όσον αφορά τα εφαρμοστέα ορνιθολογικά κριτήρια.

59

Πέμπτον, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εξέλαβε τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, ο οποίος εκτίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής της, το ως άνω κράτος μέλος υποστηρίζει, πρώτον, ότι, σε αντίθεση με το συμπέρασμα της Επιτροπής, η πιθανή μελλοντική οικονομική ανάπτυξη στη μη καταταγείσα ζώνη της ΣΖΔΠ Ρίλα δεν είχε καθοριστική σημασία στο πλαίσιο της αποφάσεώς της να μην κατατάξει ως ΖΕΠ ολόκληρη τη ΣΖΔΠ Ρίλα. Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας επιμένει ότι εν πάση περιπτώσει έχει το δικαίωμα να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της. Δεύτερον, ο λόγος της μη κατατάξεως της αρχικώς σχεδιασθείσας ΖΕΠ Ρίλα buffer δεν είναι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αναξιοπιστία των διαθέσιμων δεδομένων, αλλά η έλλειψη πρόσφατων και σαφών δεδομένων που θα αποδείκνυαν την ανάγκη κατατάξεώς της. Τρίτον, όσον αφορά την υποτιθέμενη πρόθεση τηρήσεως ενός και του αυτού χρονοδιαγράμματος για την επιλογή των ΖΕΠ και των τόπων ευρωπαϊκής σημασίας, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας επισημαίνει ότι δεν προέβαλε το επιχείρημα αυτό για να δικαιολογήσει την απουσία καθ’ ολοκληρίαν κατατάξεως ως ΖΕΠ της ΣΖΔΠ Ρίλα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60

Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κατατάξουν σε ΖΕΠ τα εδάφη που πληρούν τα ορνιθολογικά κριτήρια τα οποία καθορίζει η διάταξη αυτή (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας, C‑141/14, EU:C:2016:8, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Δεύτερον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κατατάξουν σε ΖΕΠ όλους τους τόπους οι οποίοι, κατ’ εφαρμογήν των ορνιθολογικών κριτηρίων, εμφανίζονται ως οι πλέον κατάλληλοι για τη διατήρηση των επίμαχων ειδών (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας, C‑141/14, EU:C:2016:8, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62

Τρίτον, σχετικά με τη μερική κατάταξη ορισμένων περιοχών, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι η κατάταξη σε ΖΕΠ δεν μπορεί να προκύψει από μεμονωμένη εξέταση της ορνιθολογικής αξίας καθεμιάς από τις επίμαχες εκτάσεις, αλλά πρέπει να διενεργείται κατά συνεκτίμηση των φυσικών ορίων του οικείου οικοσυστήματος και ότι, αφετέρου, τα ορνιθολογικά κριτήρια, στα οποία και μόνο πρέπει να βασίζεται η κατάταξη, πρέπει να είναι επιστημονικώς θεμελιωμένα (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας, C‑141/14, EU:C:2016:8, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63

Προς αντίκρουση της θέσεως της Επιτροπής ότι το μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα που έχει καταταγεί ως ΖΕΠ είναι ανεπαρκές, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει, καταρχάς, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των ορνιθολογικών κριτηρίων προς ταυτοποίηση των πλέον κατάλληλων εδαφών για τη διατήρηση των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά.

64

Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την επιλογή των πλέον κατάλληλων εδαφών για την κατάταξη σε ΖΕΠ δεν αφορά την προσφορότητα της κατατάξεως σε ΖΕΠ των εδαφών που εκτιμώνται ως τα πλέον κατάλληλα βάσει ορνιθολογικών κριτηρίων, αλλά μόνον την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών προς ταυτοποίηση των πλέον κατάλληλων εδαφών για τη διατήρηση των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας, C‑141/14, EU:C:2016:8, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65

Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία και όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, αφενός, ναι μεν είναι αληθές ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των ΖΕΠ, πλην όμως η απόφαση για την κατάταξη και την οριοθέτησή τους πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς στα ορνιθολογικά κριτήρια που καθορίζονται από την οδηγία για τα πτηνά. Επομένως, καθόσον η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, προκειμένου να ταυτοποιήσει τα πλέον κατάλληλα εδάφη για την κατάταξη σε ΖΕΠ, προέβη σε διάκριση μεταξύ των σημαντικότερων εδαφών για τη διατήρηση των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ειδών και των λιγότερο σημαντικών και δεχόμενων έντονη ανθρωπογενή πίεση εδαφών, δεν παρέμεινε εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη.

66

Αφετέρου, εφόσον, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά, τα κράτη μέλη κατατάσσουν ιδίως ως ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών, το κράτος μέλος δεν δύναται, με το σκεπτικό ότι διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των ΖΕΠ, να κατατάξει ως ΖΕΠ τόπους ο αριθμός και η συνολική επιφάνεια των οποίων υπολείπονται προδήλως του αριθμού και της συνολικής επιφάνειας των τόπων που ταυτοποιήθηκαν ως οι πλέον κατάλληλοι (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑3/96, EU:C:1998:238, σκέψη 63).

67

Επομένως, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν μπορεί να επικαλεστεί το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη προκειμένου να δικαιολογήσει τη μερική μόνο κατάταξη ως ΖΕΠ περιοχών που, ως σύνολο, πληρούν τα ορνιθολογικά κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

68

Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποδείξεις τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή προς τεκμηρίωση της προβαλλόμενης παραβάσεως δεν είναι επιστημονικώς αξιόπιστες και βασίζονται σε μη ενημερωμένα στοιχεία.

69

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως. Η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για την εκ μέρους του Δικαστηρίου επαλήθευση της υπάρξεως της παραβάσεως, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Επιτροπή κατά Ρουμανίας, C‑104/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:581, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70

Πάντως, το ως άνω θεσμικό όργανο, που δεν διαθέτει ιδία εξουσία διενέργειας ελέγχων στον τομέα αυτό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα στοιχεία που παρέχονται από τυχόν καταγγέλλοντες, από τους δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους καθώς και από το ίδιο το κράτος μέλος. Ομοίως, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο εκδίδεται από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους μπορεί να θεωρείται ως έγκυρη πηγή πληροφοριών για τους σκοπούς της κινήσεως από την Επιτροπή της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβενίας, C‑140/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:501, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71

Όσον αφορά, πρώτον, την υποτιθέμενη αναξιοπιστία των επιστημονικών και νομικών στοιχείων τα οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά, μέρος των οποίων παρασχέθηκε από τις βουλγαρικές αρχές, υποβλήθηκαν, από το 2007 έως το 2010, σε σειρά αξιολογήσεων τις οποίες διενήργησαν η ΒΑΕ, η ΒΕΠΠ και ad hoc ομάδες εργασίας αποτελούμενες από εμπειρογνώμονες που αντιπροσώπευαν τις βουλγαρικές αρχές, τους πανεπιστημιακούς κύκλους και μη κυβερνητικές οργανώσεις, εν συνεχεία δε αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων και επικαιροποιήσεων σε συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων στο πλαίσιο του ΕΣΒ.

72

Από τα δε στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το μη καταταγέν ως ΖΕΠ μέρος της ΣΖΔΠ Ρίλα, συγκεκριμένα ο τόπος Rila buffer, συνιστά ευνοϊκό οικότοπο για διάφορα είδη του παραρτήματος I της οδηγίας για τα πτηνά. Εξάλλου, ολόκληρη η ΣΖΔΠ Ρίλα έχει εξαιρετική σημασία για πολλά από τα είδη αυτά, οι δε οικότοποι των ειδών που επηρεάζονται περισσότερο απαντούν τόσο στο μέρος της ΣΖΔΠ που έχει καταταγεί σε ΖΕΠ όσο και στο μέρος της ΣΖΔΠ που δεν έχει καταταγεί σε ΖΕΠ.

73

Σε αντίθεση με το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας κατά το οποίο η Επιτροπή δεν παρέσχε διευκρινίσεις ούτε ως προς τη μέθοδο ούτε ως προς τις αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν για το καθένα από τα επίμαχα είδη, διαπιστώνεται ότι το ως άνω θεσμικό όργανο παρέσχε, με το δικόγραφο της προσφυγής, ουσιώδη στοιχεία ως προς τη μέθοδο και τις αναλύσεις αυτές, ιδίως δε παρουσίασε πίνακες που καταδείκνυαν τον βαθμό επηρεασμού του καθενός από τα εν λόγω είδη.

74

Ομοίως, όσον αφορά τα αποτελέσματα των συνεδριάσεων του ΕΣΒ της 11ης Μαρτίου 2011 και της 22ας Μαρτίου 2016, κατόπιν των οποίων η Δημοκρατία της Βουλγαρίας αποφάσισε να αναβάλει την απόφασή της σχετικά με την ενδεχόμενη κατάταξη ως ΖΕΠ του τόπου Rila buffer, επισημαίνεται ότι το ΕΣΒ δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με την ως άνω κατάταξη, αφενός, λόγω της αντιθέσεως σε αυτήν εκ μέρους όχι των επιστημονικών εμπειρογνωμόνων αλλά των υπαλλήλων των διαφόρων εμπλεκόμενων στη διαδικασία υπουργείων και των δημάρχων και, αφετέρου, λόγω των περιορισμών που αφορούν την εσωτερική διαδικασία για την κατάταξη ως ΖΕΠ.

75

Η μη επαρκής κατάταξη ως ΖΕΠ της ΣΖΔΠ Ρίλα δεν μπορεί όμως να δικαιολογηθεί από τέτοιους περιορισμούς. Επιπλέον, όπως τονίζει η Επιτροπή, εκτός του γεγονότος ότι κανένας επιστημονικός εμπειρογνώμονας δεν διαφώνησε με την κατάταξη ως ΖΕΠ του τόπου Rila buffer, οι δημοτικοί υπάλληλοι δεν προσκόμισαν καμία επιστημονική ανάλυση που να αντιτίθεται σε μια τέτοια κατάταξη, περιορίστηκαν δε στο να προτείνουν τη διενέργεια νέων μελετών.

76

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι κάθε κατάταξη προϋποθέτει ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν σχηματίσει την πεποίθηση, στηριζόμενες στα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, ότι ο οικείος τόπος συγκαταλέγεται στα πλέον κατάλληλα εδάφη για την προστασία των πτηνών, τούτο δεν σημαίνει πάντως ότι η υποχρέωση κατατάξεως αναστέλλεται γενικώς για όσο χρονικό διάστημα οι αρχές αυτές δεν έχουν πλήρως αξιολογήσει και επαληθεύσει τα νέα επιστημονικά δεδομένα (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑418/04, EU:C:2007:780, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας αμφισβητεί επίσης την επιλογή της Επιτροπής να βασιστεί, προκειμένου να καθορίσει τη σπουδαιότητα της ΣΖΔΠ Ρίλα για τα είδη πτηνών που απαντούν σε αυτήν, στο κατώφλιο του 1 % του τοπικού ή του εθνικού φωλεοποιητικού πληθυσμού το οποίο χρησιμοποιείται από την BirdLife International.

78

Εντούτοις, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν αντέταξε στα κριτήρια που χρησιμοποιούνται από την BirdLife International κανένα άλλο αντικειμενικώς επαληθεύσιμο ορνιθολογικό κριτήριο, το κατώφλιο αυτό συνιστά, ελλείψει επιστημονικών αποδείξεων περί του αντιθέτου, στοιχείο αναφοράς που παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά πόσον το ως άνω κράτος μέλος έπρεπε να είχε κατατάξει ως ΖΕΠ ολόκληρη τη ΣΖΔΠ Ρίλα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑418/04, EU:C:2007:780, σκέψεις 53 και 54).

79

Συνεπώς, το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας περί αναξιοπιστίας των χρησιμοποιηθέντων από την Επιτροπή στοιχείων δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

80

Δεύτερον, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας ότι υφίστανται πιο πρόσφατα δεδομένα τα οποία η Επιτροπή αγνόησε, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με ορισμένα είδη τα οποία υποτίθεται ότι προοριζόταν να προστατεύσει η κατάταξη ως ΖΕΠ του τόπου Rila buffer.

81

Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ενημέρωση των επιστημονικών δεδομένων είναι αναγκαία προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση στην οποία ευρίσκονται τα πλέον απειλούμενα είδη καθώς και τα είδη που αποτελούν κοινή κληρονομιά της Ένωσης, έτσι ώστε να καταταγούν σε ΖΕΠ τα πλέον κατάλληλα εδάφη, και ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται τα πλέον ενημερωμένα επιστημονικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑418/04, EU:C:2007:780, σκέψη 47).

82

Εντούτοις, ελλείψει άλλων ενημερωμένων επιστημονικών δεδομένων ικανών να δικαιολογήσουν τη μερική μόνο κατάταξη ως ΖΕΠ της ΣΖΔΠ Ρίλα, ορθώς έκρινε η Επιτροπή, στο δικόγραφο της προσφυγής της, ότι ο κατάλογος ΣΖΔΠ συνιστά την πλέον ενημερωμένη και ακριβή βάση αναφοράς ώστε να εκτιμηθεί αν η Δημοκρατία της Βουλγαρίας κατέταξε ως ΖΕΠ επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑418/04, EU:C:2007:780, σκέψη 67). Ειδικότερα, ο ως άνω κατάλογος, μολονότι δεν είναι νομικώς δεσμευτικός για τα οικεία κράτη μέλη, περιέχει επιστημονικές αποδείξεις που παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά πόσον ένα κράτος μέλος τήρησε την απορρέουσα από τη διάταξη αυτή υποχρέωσή του (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑374/98, EU:C:2000:670, σκέψεις 25 και 26).

83

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι, δεδομένου του επιστημονικού χαρακτήρα του καταλόγου ΣΖΔΠ και της μη προσκομίσεως από κράτος μέλος οποιασδήποτε επιστημονικής αποδείξεως περί του ότι οι υποχρεώσεις από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά μπορούσαν να εκπληρωθούν διά της κατατάξεως ως ΖΕΠ τόπων που καλύπτουν μικρότερη συνολική επιφάνεια σε σχέση με εκείνη που προκύπτει από τον εν λόγω κατάλογο, αυτός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο αναφοράς που παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά πόσον το κράτος μέλος κατέταξε ως ΖΕΠ επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 4, παράγραφος 1 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑378/01, EU:C:2003:176, σκέψη 18, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑418/04, EU:C:2007:780, σκέψη 52).

84

Διαπιστώνεται όμως ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, που περιορίστηκε να τονίσει την ανάγκη διενέργειας πρόσθετων μελετών για τη ΣΖΔΠ Ρίλα, δεν απέδειξε, όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, ότι μπορούσε να εκπληρώσει τις κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά υποχρεώσεις κατατάσσοντας ως ΖΕΠ τόπους διαφορετικούς από εκείνους που προκύπτουν από τον κατάλογο ΣΖΔΠ τον οποίο κατήρτισε η ΒΕΠΠ για το 2007 και καλύπτοντες μικρότερη συνολική επιφάνεια σε σχέση με τους τελευταίους αυτούς τόπους.

85

Επιπροσθέτως, από τα στοιχεία της εκθέσεως του άρθρου 12 της ως άνω οδηγίας, που επίσης εξετάσθηκαν από την Επιτροπή, δεν προκύπτει κανένα δεδομένο ικανό να αντικρούσει τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής.

86

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, παραλείποντας να συμπεριλάβει ως ΖΕΠ ολόκληρη τη ΣΖΔΠ Ρίλα, δεν κατέταξε τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας για τα πτηνά και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

87

Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας ηττήθηκε ως προς τα όσα προέβαλε προς υπεράσπισή της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, παραλείποντας να συμπεριλάβει ως ζώνη ειδικής προστασίας ολόκληρη τη σημαντική ζώνη για τη διατήρηση των πτηνών που καλύπτει τον ορεινό όγκο της Ρίλα, δεν κατέταξε τα πλέον κατάλληλα εδάφη, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας.

 

2)

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top