Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0569

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tanchev της 28ης Μαρτίου 2019.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:271

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 28ης Μαρτίου 2019(1)

Υπόθεση C-569/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/17/EΕ – Ενυπόθηκη πίστη – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Παράλειψη ανακοινώσεως μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο οδηγίας εκδοθείσας σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία – Χρηματικές κυρώσεις – Χρηματική ποινή»






I.      Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Βασιλείου της Ισπανίας σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, επειδή το εν λόγω κράτος μέλος δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, μέχρι τις 21 Μαρτίου 2016, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (της λεγόμενης οδηγίας για την ενυπόθηκη πίστη) (2), ή, εν πάση περιπτώσει, δεν ανακοίνωσε τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή. Επίσης, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να επιβάλει στο Βασίλειο της Ισπανίας, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ημερήσια χρηματική ποινή 105 991,60 ευρώ, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο.

2.        Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί, για πρώτη φορά, επί της ερμηνείας και της εφαρμογής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (3). Η εν λόγω διάταξη, την οποία εισήγαγε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ για τον λόγο ότι κράτος μέλος «παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία» και να ζητεί από το Δικαστήριο να επιβάλει συγχρόνως χρηματικές κυρώσεις στο εν λόγω κράτος μέλος (4).

3.        Τα κύρια ζητήματα που ανακύπτουν είναι κατ’ ουσίαν, πρώτον, αν το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε περίπτωση που κράτος μέλος ανακοινώνει ελλιπή ή εσφαλμένα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο· δεύτερον, βάσει ποιων κανόνων πρέπει να αξιολογούνται οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει της εν λόγω διατάξεως· και, τρίτον, αν η επίμαχη χρηματική ποινή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

4.        Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο προσφυγή βάσει του άρθρου 258, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο, να υποδείξει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το εν λόγω κράτος και που η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.

Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή. Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του.»

5.        Το άρθρο 42, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο στις 21 Μαρτίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.»

III. Η διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής

6.        Η Επιτροπή, επειδή έως την εκπνοή της προθεσμίας, στις 21 Μαρτίου 2016, που είχε ορισθεί για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, δεν είχε λάβει καμία ανακοίνωση από το Βασίλειο της Ισπανίας σχετικά με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2014/17 στο ισπανικό δίκαιο, απέστειλε στο εν λόγω κράτος μέλος προειδοποιητική επιστολή της 26ης Μαΐου 2016, καλώντας το να προβεί στις σχετικές ενέργειες.

7.        Με την απάντησή του με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2016, το Βασίλειο της Ισπανίας ανέφερε ότι δεν είχε καταστεί δυνατή η μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εσωτερικό δίκαιο λόγω ασυνήθιστων περιστάσεων που αφορούσαν τον υπηρεσιακό χαρακτήρα της κυβερνήσεως, αλλά ότι είχαν αρχίσει οι προπαρασκευαστικές εργασίες του νομοσχεδίου για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

8.        Με αιτιολογημένη γνώμη της 17ης Νοεμβρίου 2016, η Επιτροπή επισήμανε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είχε ακόμη θεσπίσει μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο, ούτε είχε ανακοινώσει σε αυτήν τα εν λόγω μέτρα. Η Επιτροπή κάλεσε το ως άνω κράτος μέλος να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης.

9.        Στην απάντησή του, με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2017, στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη, το Βασίλειο της Ισπανίας πληροφόρησε την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο του νομοσχεδίου για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο.

10.      Θεωρώντας ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είχε ακόμη μεταφέρει την οδηγία 2014/17 στο εθνικό δίκαιο, ούτε είχε ανακοινώσει οποιαδήποτε μέτρα μεταφοράς, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 27 Απριλίου 2017, να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει των άρθρων 258 και 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την υπό κρίση προσφυγή. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        πρώτον, να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει, πριν από τις 21 Μαρτίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία 2014/17 ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 42, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας·

–        δεύτερον, να επιβάλει στο Βασίλειο της Ισπανίας, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ημερήσια χρηματική ποινή 105 991,60 ευρώ, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση της υποχρεώσεώς του να θεσπίσει ή, εν πάση περιπτώσει, να ανακοινώσει στην Επιτροπή, τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία 2014/17· και

–        τρίτον, να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

12.      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως που κατέθεσε στις 15 Δεκεμβρίου 2017, το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρει ότι το Δικαστήριο πρέπει:

–        πρώτον, να απορρίψει την υπό κρίση προσφυγή στο σύνολό της, ή επικουρικώς, να μειώσει τη χρηματική ποινή· και

–        δεύτερον, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13.      Στις 26 Ιανουαρίου και 12 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως, αντιστοίχως.

14.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 26 Δεκεμβρίου 2017, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Βασιλείου της Ισπανίας. Κατόπιν της αποδοχής του αιτήματός της με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, η Γαλλική Κυβέρνηση κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 7 Μαρτίου 2018. Η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσαν στις 14 Μαΐου 2018 παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

15.      Στις 21 Ιανουαρίου 2019 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην οποία η Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία ανέπτυξαν προφορικά την επιχειρηματολογία τους.

V.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

1.      Η παράβαση υποχρεώσεων κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ

16.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν θέσπισε εντός της ταχθείσας από το άρθρο 42, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 προθεσμίας της 21ης Μαρτίου 2016 τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ούτε ανακοίνωσε τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή.

17.      Το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί την παράλειψη ανακοινώσεως οποιωνδήποτε μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας ανέφερε ότι ο εθνικός νόμος για τη μεταφορά της οδηγίας αναμενόταν να εκδοθεί στις 14 Φεβρουαρίου 2019.

2.      Η εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

18.      Η Επιτροπή, κατ’ αρχάς, προβαίνει σε κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις βασιζόμενη στην ανακοίνωσή της του έτους 2011 για την εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (στο εξής: ανακοίνωση του 2011) (5). Ειδικότερα, η Επιτροπή τονίζει ότι ο σκοπός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι να παροτρύνει ακόμη περισσότερο τα κράτη μέλη να μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες εντός των προθεσμιών που ορίζονται από τον νομοθέτη της Ένωσης διασφαλίζοντας κατά τον τρόπο αυτόν την πραγματική αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της Ένωσης (6). Επιπλέον, απαντώντας στα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τιμωρεί όχι μόνον την εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της «διαδικαστικής» υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς, αλλά και την παράβαση της ίδιας της «ουσιαστικής» υποχρεώσεως μεταφοράς, ήτοι, το ότι το κράτος μέλος δεν προσάρμοσε την εσωτερική του έννομη τάξη στις προβλέψεις της επίμαχης οδηγίας. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή όταν κράτος μέλος παραλείπει πλήρως να ανακοινώσει οποιαδήποτε μέτρα μεταφοράς, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, καθώς και όταν υφίσταται μερική παράλειψη ανακοινώσεως μέτρων μεταφοράς, όπως συμβαίνει όταν τα εν λόγω μέτρα δεν καλύπτουν όλο το έδαφος του κράτους μέλους ή αντιστοιχούν μόνο σε μέρος της επίμαχης οδηγίας (7).

19.      Όσον αφορά τον καθορισμό των χρηματικών κυρώσεων, η Επιτροπή προβάλλει ότι οι κυρώσεις που προτείνονται βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να υπολογίζονται με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται για εκείνες που προβλέπονται από το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (8). Απαντώντας στα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι με την εισαγωγή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ οι Συνθήκες ορίζουν ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παράλειψη θεσπίσεως και ανακοινώσεως μέτρων μεταφοράς συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι εξίσου σημαντική με τις παραβάσεις που τιμωρούνται βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και απορρέει από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

20.      Επ’ αυτής της βάσεως, η Επιτροπή προτείνει να επιβληθεί στο Βασίλειο της Ισπανίας ημερήσια χρηματική ποινή 105 991,60 ευρώ, η οποία υπολογίστηκε με πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού κατ’ αποκοπήν ποσού (680) επί τους συντελεστές σοβαρότητας (10) και διάρκειας (1,3) και επί τον συντελεστή «n» (11,99) (9) και η οποία πρέπει να ισχύσει από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου (10). Η Επιτροπή ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να μην προσδιορίσει στην απόφασή του τον λογαριασμό των «ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στον οποίο θα πρέπει να καταβληθεί η χρηματική ποινή, ώστε να μπορέσει να προσδιορίσει η ίδια τον λογαριασμό στο χρεωστικό σημείωμα που θα εκδοθεί σε βάρος του Βασιλείου της Ισπανίας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες της Ένωσης.

21.      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή προτείνει συντελεστή 10 σε κλίμακα από το 1 έως το 20, λαμβάνοντας υπόψη τις καθιερωμένες παραμέτρους, πρώτον, της σημασίας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως και, δεύτερον, των συνεπειών της εκάστοτε παραβάσεως επί των γενικών και των ειδικών συμφερόντων (11).

22.      Πρώτον, όσον αφορά τη σημασία της οδηγίας 2014/17, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μεταξύ άλλων, η οδηγία σκοπεί στην εδραίωση μιας περισσότερο διαφανούς, αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των συμβάσεων πιστώσεως για ακίνητα που προορίζονται για κατοικίες, διασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία 2014/17 επιβάλλει στους δανειοδότες την υποχρέωση να παρέχουν στους καταναλωτές ορισμένες πληροφορίες και να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή σύμφωνα με κοινά πρότυπα της Ένωσης, ενώ εγγυάται σειρά ειδικών δικαιωμάτων για τους καταναλωτές. Η Επιτροπή τονίζει επιπλέον ότι η οδηγία 2014/17 εισάγει ποιοτικά πρότυπα και κανόνες συμπεριφοράς ως προς όλους τους δανειοδότες εντός της Ένωσης και θεσπίζει σύστημα διαβατηρίου ώστε οι μεσίτες πιστώσεων που διαθέτουν άδεια να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε ένα κράτος μέλος να μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εντός ολόκληρης της Ένωσης, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην προαγωγή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

23.      Δεύτερον, όσον αφορά τις συνέπειες της μη μεταφοράς της οδηγίας 2014/17 στο ισπανικό δίκαιο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι καταναλωτές στην Ισπανία δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται βάσει της εν λόγω οδηγίας, καθώς και ότι οι μεσίτες πιστώσεων δεν μπορούν να αξιοποιήσουν το σύστημα διαβατηρίου για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Κατά την Επιτροπή, τούτο μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τον ανταγωνισμό στις αγορές ενυπόθηκης πίστεως, ειδικά στην Ισπανία, και να οδηγήσει σε συρρίκνωση του φάσματος των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς και σε υψηλότερες τιμές. Επίσης, η Επιτροπή προβάλλει ότι, γενικότερα, η ισπανική έννομη τάξη δεν πληροί τα αυστηρά πρότυπα της οδηγίας 2014/17, τα οποία σκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι δανειοδότες και οι μεσίτες πιστώσεων επιδεικνύουν υπεύθυνη συμπεριφορά στην οικεία αγορά.

24.      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι αυτή εκτίμησε εσφαλμένα τον συντελεστή σοβαρότητας. Ειδικότερα, η Επιτροπή αμφισβητεί την επιρροή ορισμένων στοιχείων προερχόμενων από την Τράπεζα της Ισπανίας καθώς και μελετών από το Ηνωμένο Βασίλειο, που προσκόμισε το Βασίλειο της Ισπανίας. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας είναι αντικειμενική και ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη ορισμένα εθνικά μέτρα που το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλέστηκε για πρώτη φορά στο υπόμνημά του αντικρούσεως, τα οποία δεν της είχαν ανακοινωθεί και δεν αρκούν για να διασφαλίσουν τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο.

25.      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή προτείνει συντελεστή 1,3, ο οποίος προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό 13 μηνών επί τον συντελεστή 0,1. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω περίοδος αρχίζει από την ημέρα που έπεται της λήξεως της καθορισθείσας στην οδηγία 2014/17 προθεσμίας μεταφοράς (22 Μαρτίου 2016) και λήγει την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την προσφυγή λόγω παραβάσεως (27 Απριλίου 2017) (12). Συναφώς, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι το διάστημα μεταξύ 20ής Δεκεμβρίου 2015 και 29ης Οκτωβρίου 2016, κατά το οποίο υπήρξαν δυσχέρειες όσον αφορά τον σχηματισμό κυβερνήσεως, θα πρέπει να εξαιρεθεί από τον συντελεστή διάρκειας, για τον λόγο ότι πρόκειται για εσωτερικές καταστάσεις, οι οποίες κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

26.      Το Βασίλειο της Ισπανίας, κατ’ αρχάς, αναφέρει ότι, μολονότι το Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί της παρούσας υποθέσεως χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί του ακριβούς πεδίου εφαρμογής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αμφισβητεί την ερμηνεία που η Επιτροπή δίνει στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και επιπλέον θεωρεί ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή σε υποθέσεις που αφορούν την εκ μέρους κράτους μέλους ανακοίνωση ελλιπών ή εσφαλμένων μέτρων μεταφοράς.

27.      Επιπλέον, το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον καθορισμό των χρηματικών ποινών βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν επί του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ενώ δεν αντιτίθεται στο αίτημα της Επιτροπής να μην προσδιοριστεί από το Δικαστήριο ο λογαριασμός στον οποίο θα καταβληθεί η χρηματική ποινή, αν αυτή επιβληθεί.

28.      Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη ημερήσια χρηματική ποινή είναι δυσανάλογη για δύο λόγους.

29.      Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας διατείνεται ότι το διάστημα μεταξύ 20ής Δεκεμβρίου 2015 και 29ης Οκτωβρίου 2016, κατά το οποίο υπήρχε ασυνήθιστη κατάσταση δυσχερειών όσον αφορά τον σχηματισμό κυβερνήσεως, πρέπει να εξαιρεθεί από τον συντελεστή διάρκειας και, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογεί μείωση της χρηματικής ποινής. Το Βασίλειο της Ισπανίας τόνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εν λόγω κατάσταση δεν ήταν προβλέψιμη κατά την περίοδο μεταφοράς της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο.

30.      Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τον συντελεστή σοβαρότητας και, ειδικότερα, τις συνέπειες της παραλείψεως μεταφοράς της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τον ανταγωνισμό στις αγορές ενυπόθηκης πίστεως, ειδικά στην Ισπανία, οδηγώντας σε συρρίκνωση του φάσματος των παρεχόμενων υπηρεσιών και σε υψηλότερες τιμές (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων), με την αιτιολογία ότι από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ισπανίας προκύπτει ότι οι τιμές των ενυπόθηκων δανείων στην Ισπανία είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, χαμηλότερες των μέσων τιμών της ευρωζώνης και, επιπλέον, ορισμένες μελέτες που διεξήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν ότι τα αποτελέσματα που θα έχει η μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο δεν θα είναι κάτι περισσότερο από μια ενδεχόμενη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών.

31.      Περαιτέρω, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ισπανική έννομη τάξη δεν ικανοποιεί τα αυστηρά πρότυπα που ορίζονται στην οδηγία 2014/17 (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων) και προβάλλει ότι, από το έτος 2011, υπάρχουν ορισμένα εθνικά μέτρα με τα οποία ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την οδηγία 2014/17 (13). Το Βασίλειο της Ισπανίας τόνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα εν λόγω μέτρα ασκούν επιρροή για την εκτίμηση της αναλογικότητας επειδή, μεταξύ άλλων, υλοποιούν τους σκοπούς της οδηγίας 2014/17 όταν λύνουν προβλήματα που ανακύπτουν στον τομέα των ενυπόθηκων δανείων πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, οι δε κρίσεις του Δικαστηρίου στην απόφασή του στις υποθέσεις Gavieiro και Iglesias Torres (14), με την οποία αναγνωρίστηκε ότι μέτρα στα οποία δεν γίνεται μνεία μιας οδηγίας δεν αποκλείεται να θεωρηθούν νόμιμα μέτρα μεταφοράς, πρέπει να επεκταθούν στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

32.      Προς στήριξη των θέσεων του Βασιλείου της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή μόνον επί παραλείψεως κράτους μέλους να ανακοινώσει οποιαδήποτε εθνικά μέτρα μεταφοράς, ενώ η παράλειψή του να ανακοινώσει μέτρα που συνιστούν ελλιπή ή εσφαλμένη μεταφορά διέπεται από τα άρθρα 258 και 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί επίσης ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή αν, από την εκ πρώτης όψεως εξέταση των εθνικών μέτρων μεταφοράς που ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή, είναι προφανές ότι τα εν λόγω μέτρα δεν μεταφέρουν την οδηγία στο σύνολό της.

33.      Όσον αφορά την αξιολόγηση των χρηματικών κυρώσεων, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι ο σκοπός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι διαφορετικός από εκείνον του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η τελευταία διάταξη τιμωρεί τη «διπλή παράβαση» του δικαίου της Ένωσης και τη μη συμμόρφωση του κράτους μέλους με την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τιμωρεί την εκ μέρους του κράτους μέλους παράβαση υποχρεώσεως απορρέουσας από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Επ’ αυτής της βάσεως, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ότι πρέπει να εφαρμόζεται χαμηλότερος συντελεστής σοβαρότητας για τον καθορισμό των κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ χρηματικών ποινών καθώς και ότι ο συντελεστής σοβαρότητας 10 δεν δικαιολογείται εν προκειμένω.

VI.    Ανάλυση

1.      Η παράβαση των υποχρεώσεων κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ

1.      Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου

34.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση που οδηγία αποσκοπεί στην παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, να μπορούν τα συγκεκριμένα πρόσωπα να εξακριβώνουν την πλήρη έκταση των δικαιωμάτων τους (15).

35.      Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, το ζήτημα αν κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατεί στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (16).

36.      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προσφυγή στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση αν το κράτος μέλος τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (17). Επομένως, κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις που υφίστανται στο εσωτερικό του νομικό σύστημα, όπως η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών (18) ή ο υπηρεσιακός χαρακτήρας της κυβερνήσεως (19), για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών που τάσσονται από οδηγία (20).

2.      Εφαρμογή εν προκειμένω

37.      Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητεί ότι παρέβη τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό του δίκαιο και να ανακοινώσει τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή μέχρι τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ήτοι μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2017 (21).

38.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προσφυγής της Επιτροπής με τον οποίο προβάλλεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εθνικό δίκαιο ή για την ανακοίνωση των μέτρων αυτών στην Επιτροπή.

2.      Η εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

39.      Το βασικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση αφορά την αναλογικότητα της προτεινόμενης ημερήσιας χρηματικής ποινής. Από το ζήτημα αυτό ανακύπτουν κάποια γενικού χαρακτήρα ζητήματα που αφορούν την αξιολόγηση των κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, χρηματικών κυρώσεων, και ειδικότερα το αν η Επιτροπή δικαιούται να εφαρμόζει την ίδια μέθοδο για τον υπολογισμό των χρηματικών κυρώσεων κατά το άρθρο 260, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, το αν η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον καθορισμό των χρηματικών κυρώσεων κατά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή επί του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που το Δικαστήριο έχει σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

40.      Επιπλέον, μολονότι γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή εν προκειμένω (22), παρά ταύτα ανακύπτει το ζήτημα της έννοιας της κατά την εν λόγω διάταξη «παραλείψεως ανακοινώσεως», το οποίο θα εξετάσω πρώτο.

1.      Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ: η παράλειψη ανακοινώσεως

41.      Κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως περιορίζεται στις προσφυγές λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ οι οποίες αφορούν την εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της υποχρεώσεώς του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία (23). Η απάντηση στο ερώτημα πώς πρέπει να ερμηνευθεί κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ η εκ μέρους κράτους μέλους «μη ανακοίνωση» μέτρων μεταφοράς είναι ιδιαιτέρως περίπλοκη. Στη νομική θεωρία επί του ζητήματος αυτού παρατηρείται διχογνωμία, καθόσον ορισμένοι νομομαθείς ακολουθούν μια στενή προσέγγιση (24), ενώ άλλοι προκρίνουν μια μέση (25) ή και ευρεία προσέγγιση (26).

42.      Το ανωτέρω ζήτημα αφορά ειδικότερα δύο βασικά και αλληλένδετα ερωτήματα. Το πρώτο είναι αν το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ περιορίζεται στην εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της λεγόμενης «διαδικαστικής» υποχρεώσεως ανακοινώσεως οποιωνδήποτε μέτρων μεταφοράς, όπως υποστηρίζουν το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία, ή αν το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αφορά επίσης την εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της ίδιας της λεγόμενης «ουσιαστικής» υποχρεώσεως μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Ένα δεύτερο ερώτημα είναι αν το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου κράτος μέλος ανακοινώνει μέτρα τα οποία συνιστούν ελλιπή (μερική) μεταφορά, όπως προβάλλει η Επιτροπή, ή και εσφαλμένη μεταφορά, άποψη την οποία ακολούθησε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Wathelet στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (27).

43.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ερμηνεύεται διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της και οι σκοποί που αυτή επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ως ένα όλον. Το ιστορικό της θεσπίσεως διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παράσχει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της (28).

44.      Επ’ αυτής της βάσεως, προτείνω να ερμηνευθεί το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως παράβαση από κράτος μέλος της «ουσιαστικής» υποχρεώσεως μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, οπότε το άρθρο περιλαμβάνει την ολική παράλειψη ανακοινώσεως οποιωνδήποτε μέτρων μεταφοράς, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αλλά και την εκ μέρους κράτους μέλους ανακοίνωση μέτρων τα οποία συνιστούν ελλιπή ή εσφαλμένη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Μολονότι έχουν διατυπωθεί πειστικά επιχειρήματα προς στήριξη κάθε μιας από τις πιθανές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, συναφώς ευρεία ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνάδει με το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και προάγει κατά το δυνατόν τους σκοπούς και το πνεύμα του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνιστά ένα πραγματικά αποτελεσματικό μέσο για την εξασφάλιση της εκ μέρους των κρατών μελών εμπρόθεσμης μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό τους δίκαιο.

1)      Το γράμμα

45.      Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αφορά την περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος «παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει» μέτρα για τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Μολονότι από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως μπορεί να συναχθεί ότι η διάταξη αυτή εννοεί απλώς και μόνον την παράλειψη ανακοινώσεως, δεν είναι σαφές αν η διάταξη αυτή καλύπτει επίσης τη μη μεταφορά καθώς και την ελλιπή ή εσφαλμένη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

46.      Φρονώ ότι στενή ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι, αν οι συντάκτες της Συνθήκης ήθελαν να καλύπτονται όλα τα μέτρα μεταφοράς, και επομένως επίσης η ελλιπής μεταφορά, θα είχε χρησιμοποιηθεί οριστικό άρθρο (επί παραδείγματι, το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι: «tot mededeling van maatregelen» και όχι «tot mededeling van de maatregelen»· στη γαλλική γλώσσα είναι: «communiquer des mesures de transposition» και όχι «communiquer les mesures de transposition»· στη γερμανική γλώσσα είναι: «Verpflichtung verstoßen hat, Maßnahmen zur Umsetzung» και όχι «Verpflichtung verstoßen hat, die Maßnahmen zur Umsetzung»). Όχι μόνον ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις μπορούν να ερμηνευθούν λίγο διαφορετικά, υπό την έννοια «των μέτρων» (επί παραδείγματι, στη βουλγαρική γλώσσα: «да съобщи за мерките»· στην ιταλική γλώσσα «comunicare le misure di attuazione»· στην ισπανική γλώσσα: «informar sobre las medidas de transposición»), αλλά και το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες γλωσσικές αποδόσεις αναφέρονται γενικώς σε «μέτρα» (βλ. επίσης, επί παραδείγματι, στην αγγλική γλώσσα: «notify measures»· στη μαλτέζικη γλώσσα: «jinnotifika miżuri») συνηγορεί υπέρ ευρείας ερμηνείας του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

47.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι πληροφορίες που αφορούν τη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο τις οποίες ένα κράτος μέλος υποχρεούται να ανακοινώσει (κοινοποιήσει) στην Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς και να αναφέρουν χωρίς διφορούμενο τρόπο τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα μέσω των οποίων το κράτος μέλος θεωρεί ότι εκπλήρωσε τις διάφορες υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία, ώστε να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν το κράτος μέλος μετέφερε όντως και πλήρως την οδηγία στο εθνικό δίκαιο (29).

48.      Κατόπιν των ανωτέρω, οι υποχρεώσεις ανακοινώσεως και μεταφοράς αποτελούν συναφείς μεταξύ τους υποχρεώσεις υπό την έννοια ότι η υποχρέωση ανακοινώσεως ενεργοποιεί την υποχρέωση μεταφοράς (30), καθόσον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η υποχρέωση ανακοινώσεως αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα για τη διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως μεταφοράς. Η υποχρέωση κράτους μέλους να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων) (31), αλληλένδετη με την υποχρέωση που υπέχει να ανακοινώσει στην Επιτροπή ότι έχει προβεί στις σχετικές ενέργειες (32). Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου (33) στηρίζει την ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη περιλαμβάνει τόσο τη «διαδικαστική» υποχρέωση ανακοινώσεως όσο και την «ουσιαστική» υποχρέωση μεταφοράς.

49.      Tο γεγονός ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αναφέρει τη μη ανακοίνωση, και όχι τη μη μεταφορά, συνιστά ένα λογικό, πράγματι ευφυές, μέσο ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των κρατών μελών και με τις δύο υποχρεώσεις. Εξάλλου, φαίνεται παράλογο να έχει συμμορφωθεί ένα κράτος μέλος με την υποχρέωσή του μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο χωρίς να έχει ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στην Επιτροπή σε κανένα στάδιο της διαδικασίας των άρθρων 258 και 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

2)      Το ιστορικό θεσπίσεως

50.      Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προέρχεται ευθέως από τον κύκλο συζητήσεων για το Δικαστήριο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως. Ένα εκ των ζητημάτων που εξετάσθηκαν από τον εν λόγω κύκλο συζητήσεων ήταν το σύστημα των κυρώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Κατά τις πρώτες συζητήσεις, τα μέλη ήσαν γενικώς πρόθυμα να δεχθούν τη θέσπιση μιας «fast track» διαδικασίας στο τότε άρθρο 228 EΚ (νυν άρθρο 260 ΣΛΕΕ), με την οποία θα καταργούνταν η απαίτηση να προηγείται η αποστολή προειδοποιητικής επιστολής και αιτιολογημένης γνώμης και «σε περιπτώσεις όπως η “μη ανακοίνωση”, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να ζητεί, κατά την κρίση της, από το Δικαστήριο τόσο τη διαπίστωση της παραβάσεως όσο και την επιβολή της ποινής, ως μέρη της ίδιας δίκης» (34).

51.      Η τελική έκθεση του κύκλου συζητήσεων (35) περιείχε προτάσεις επί των ζητημάτων αυτών οι οποίες έγιναν δεκτές από το Προεδρείο της Συνελεύσεως (36). Όπως επισημαίνεται στο σχετικό έγγραφο του Προεδρείου, το σύστημα δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικό, καθόσον μπορούσαν να περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να επιβληθεί σε κράτος μέλος χρηματική κύρωση, οπότε «υπήρχε ανάγκη να εξευρεθούν τα μέσα για την επίτευξη αυξημένης αποτελεσματικότητας και απλότητας στον μηχανισμό των κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση με απόφαση του Δικαστηρίου» (37). Για τον σκοπό αυτόν, μαζί με την πρόταση καταργήσεως της αιτιολογημένης γνώμης στη διαδικασία για την έκδοση της δεύτερης αποφάσεως, εμφανίστηκε η ακόλουθη πρόταση:

«Η (νέα) παράγραφος 3 προέκυψε από πρόταση που τέθηκε στον κύκλο συζητήσεων από την Επιτροπή. Παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου (στο πλαίσιο της ίδιας δίκης) τόσο προσφυγή λόγω παραβάσεως υποχρεώσεως κατά το άρθρο 226 ΕΚ [νυν άρθρο 258 ΣΛΕΕ] όσο και αίτηση για την επιβολή κυρώσεως. Αν, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβάλλει την κύρωση με την ίδια απόφαση, η κύρωση θα εφαρμοστεί μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, στην περίπτωση που το καθού κράτος δεν συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. […] Τούτο θα καταστήσει σε σημαντικό βαθμό απλούστερη και ταχύτερη τη δίκη για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση “μη κοινοποιήσεως” εθνικού μέτρου μεταφοράς» (38).

52.      Στο σημείο αυτό υπήρχε υποσημείωση με το εξής περιεχόμενο: «Στην πράξη, γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων “μη κοινοποιήσεως” (όταν το κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει κανένα μέτρο μεταφοράς) και των περιπτώσεων εσφαλμένης μεταφοράς (όταν, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα μέτρα μεταφοράς που έχουν θεσπιστεί από το κράτος μέλος δεν συνάδουν με την οδηγία (ή τον νόμο-πλαίσιο (39))). Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν έχουν εφαρμογή στη δεύτερη περίπτωση» (40).

53.      Η εν λόγω πρόταση αποτυπώθηκε στην έκδοση του 2003 του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης (αριθμημένη ως άρθρο III-267, παράγραφος 3) (41) ως εξής:

«Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο προσφυγή δυνάμει του άρθρου ΙΙΙ-265 θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος αθέτησε την υποχρέωση του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς ενός ευρωπαϊκού νόμου-πλαισίου στην εθνική νομοθεσία, μπορεί, εάν το κρίνει πρέπον, να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλει, εντός της ίδιας προσφυγής, καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει την αθέτηση αυτή. Εάν το Δικαστήριο δικαιώσει την Επιτροπή, η εν λόγω καταβολή πρέπει να γίνει εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει το Δικαστήριο στην απόφασή του.»

54.      Στην έκδοση του 2004 του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης, η διάταξη (αριθμημένη ως άρθρο III-362, παράγραφος 3) (42) χωρίστηκε σε δύο εδάφια και τροποποιήθηκε ως ακολούθως (η υπογράμμιση δική μου):

«Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφυγή βάσει του άρθρου ΙΙΙ-360, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς ενός ευρωπαϊκού νόμου-πλαίσιο στο εθνικό δίκαιο, μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο, να υποδείξει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής προς καταβολή από το εν λόγω κράτος και που η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.

Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή. Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του

55.      Οι ανωτέρω προπαρασκευαστικές εργασίες όσον αφορά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ οδηγούν στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

56.      Πρώτον, από την προαναφερθείσα υποσημείωση στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως (βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων) δύναται να συναχθεί ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τουλάχιστον στην αρχική του μορφή, σκοπεί να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κράτος μέλος δεν θεσπίζει και δεν ανακοινώνει οποιοδήποτε μέτρο μεταφοράς, και αποκλείει τις περιπτώσεις εσφαλμένης μεταφοράς. Εντούτοις, η εν λόγω υποσημείωση εξομοιώνει την ανακοίνωση με τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και δεν αναφέρει την περίπτωση της ελλιπούς μεταφοράς, η οποία κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να συμπεριληφθεί σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής στην οποία προφανώς αναφέρεται η εν λόγω υποσημείωση (43).

57.      Δεύτερον, από ορισμένες αλλαγές που επήλθαν στο γράμμα της διατάξεως στην έκδοση του 2004 του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης, το οποίο σχεδόν ταυτίζεται με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σε σύγκριση με τις προηγούμενες μορφές του κειμένου, μπορεί να συναχθεί ότι σκοπός των συντακτών της Συνθήκης ήταν η σε σημαντικό βαθμό ευθυγράμμιση του γράμματος της παραγράφου 2 του άρθρου 260 ΣΛΕΕ με αυτό της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Τούτο ισχύει μη θιγομένου του ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθορίζει το όριο για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων από το Δικαστήριο «έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή» και ορίζει ότι η υποχρέωση καταβολής «τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του». Επ’ αυτού θα επανέλθω σε επόμενο μέρος της αναλύσεώς μου (βλ. σημεία 76 έως 79 των παρουσών προτάσεων).

58.      Τρίτον, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως διατυπώθηκαν κάποια επικριτικά σχόλια και προτάσεις διαγραφής της διατάξεως τα οποία προέκυψαν εν μέρει από τον προβληματισμό ότι, κατά πρώτον, αν η εν λόγω διάταξη περιοριζόταν σε διαδικαστικής φύσεως υποχρέωση ανακοινώσεως, αυτό θα την καθιστούσε άνευ χρησιμότητας και, επιπλέον, δεν θα ήταν προσήκον να επιβάλλονται οικονομικές κυρώσεις μόνον επ’ αυτής της βάσεως, και, κατά δεύτερον, θα προκαλούσε δυσχέρειες όσον αφορά τη διαπίστωση του αν κράτος μέλος είχε μεταφέρει οδηγία στο εθνικό δίκαιο καθώς και τη διάκριση μεταξύ εκπρόθεσμης, ελλιπούς και εσφαλμένης μεταφοράς (44).

59.      Κατά συνέπεια, κλίνω υπέρ του ότι, ενώ οι προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ μπορεί να παρέχουν κάποια στήριξη υπέρ της στενής ερμηνείας, εντούτοις δεν δίνουν οριστική απάντηση.

3)      Οι σκοποί

60.      Με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θεσπίζεται η λεγόμενη «fast track» διαδικασία για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων κατά των κρατών μελών, η οποία σκοπό έχει να αποτελέσει μια διαδικασία πιο σύντομη και πιο αποτελεσματική από την παραδοσιακή διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η επιβολή χρηματικών κυρώσεων δεν εξαρτάται πλέον από τη μεγαλύτερης διάρκειας διαδικασία που περιλαμβάνει μια πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ παράβαση και στη συνέχεια μια δεύτερη απόφαση του Δικαστηρίου κατά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ η οποία εκδίδεται κατόπιν της μη συμμορφώσεως του κράτους μέλους προς την πρώτη απόφαση. Το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σκοπεί επίσης να δώσει στα κράτη μέλη μεγαλύτερο κίνητρο να μεταφέρουν εμπροθέσμως τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να διασφαλιστούν η αποτελεσματικότητα και η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και κατ’ επέκταση να είναι οι πολίτες της Ένωσης σε θέση να απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω οδηγίες.

61.      Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω σκοπών, μπορεί να υποστηριχθεί, πρώτον, σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Wathelet στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (45), ότι, αν αρκούσε ένα κράτος μέλος να ανακοινώνει στην Επιτροπή οποιοδήποτε έγγραφο και να το παρουσιάζει ως μέτρο μεταφοράς, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θα καθίστατο άνευ ουσίας.

62.      Δεύτερον, η διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν πρέπει να «καθίσταται όμηρος» της ακολουθούμενης από την Επιτροπή πρακτικής να κινεί χωριστές διαδικασίες για την ολική ή μερική μη μεταφορά και για την εσφαλμένη μεταφορά (46). Τούτο αντιβαίνει προς τον σκοπό του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να καταστεί η διαδικασία πιο ταχεία και πιο αποτελεσματική με τον συνδυασμό, σε μία διαδικασία, της διαπιστώσεως της παραβάσεως και της επιβολής κυρώσεων.

63.      Η διάκριση μεταξύ περιπτώσεων ελλιπούς και εσφαλμένης μεταφοράς δεν είναι σαφής και οι σχετικές προσπάθειες είναι πιθανό να δημιουργήσουν πολυπλοκότητα στη διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο θα έθιγε την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω διατάξεως. Τούτο προκύπτει σαφώς από παραδείγματα που προέρχονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου όπου αιτίαση περί μη μεταφοράς, ολικής ή μερικής, συνεπάγεται την έρευνα προϋφιστάμενων διατάξεων του εθνικού δικαίου και, κατ’ επέκταση, της ορθότητας της μεταφοράς (47). Η εν λόγω πολυπλοκότητα επιβεβαιώνεται από το σημείο 19 της ανακοινώσεως του 2011, στο οποίο η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι διαφορές σχετικά με τους κανόνες που υφίστανται στην εθνική έννομη τάξη πρέπει να διέπονται από τη συνήθη διαδικασία σχετικά με την ορθή μεταφορά της οδηγίας, βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

64.      Εξάλλου, μια τέτοια διάκριση προσκρούει στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως στις αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας (48) και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (49),στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της Επιτροπής μετατροπή αιτιάσεως περί ολικής μη μεταφοράς σε αιτίαση περί ελλιπούς ή εσφαλμένης μεταφοράς, όταν το κράτος μέλος ανακοινώνει εκπροθέσμως τα μέτρα μεταφοράς που υφίστανται στην έννομη τάξη του και με τον τρόπο αυτόν καθιστά δυσχερή την προβολή από την Επιτροπή αιτιάσεων σχετικών με ελαττώματα της μεταφοράς σε αρχικό στάδιο· υπό τέτοιες περιστάσεις, η αιτίαση περί ελλιπούς ή εσφαλμένης μεταφοράς περιλαμβάνεται στην αιτίαση περί ελλείψεως οποιασδήποτε μεταφοράς και έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με αυτήν.

65.      Ασφαλώς, στη νομολογία του Δικαστηρίου μπορούν να εντοπιστούν παραδείγματα στα οποία η μη μεταφορά από κράτος μέλος εκτιμάται χωριστά από την ποιότητα των μέτρων μεταφοράς (ελλιπή ή εσφαλμένα) (50). Εντούτοις, φρονώ ότι με τον τρόπο αυτόν τα εν λόγω παραδείγματα επιβεβαιώνουν τις δυσχέρειες, και δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που όσον αφορά τη λειτουργία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ απορρέουν από την ανωτέρω διάκριση.

66.      Επιπλέον, η επίκληση μιας εκ πρώτης όψεως εξετάσεως είναι προβληματική. Κατά την άποψή μου, η εκ πρώτης όψεως εξέταση των μέτρων μεταφοράς που της ανακοινώθηκαν παρέχει στην Επιτροπή ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό του αν το κράτος μέλος έχει προβεί σε ολική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο. Ειδικότερα, τούτο ενδέχεται να ευνοεί την άποψη της Επιτροπής ως προς το τι συνιστά ολική ή ελλιπή μεταφορά και στερεί από το κράτος μέλος την κατά το δίκαιο της Ένωσης διακριτική του ευχέρεια να επιλέγει τον τύπο και τα μέσα για τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό του δίκαιο, όπως αναγνωρίζει το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (51).

4)      Το πλαίσιο

67.      Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 258 έως 260 ΣΛΕΕ, ειδικότερα δε στο σύστημα των χρηματικών κυρώσεων του άρθρου 260 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θεσπίσθηκε μαζί με τις μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, συμπληρωματικά σε σχέση με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνιστά εξαίρεση από το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και πρέπει να ερμηνεύεται στενά δεν είναι πειστικός.

68.      Το ανωτέρω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αναγνωρίζεται στην Επιτροπή διακριτική ευχέρεια («μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο») να αποφασίζει αν θα ζητήσει εκ των προτέρων την επιβολή χρηματικών κυρώσεων βάσει της εν λόγω διατάξεως. Η Επιτροπή δεν υπέχει υποχρέωση από το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να προβεί στην εν λόγω ενέργεια (52). Αντιθέτως, η Επιτροπή δύναται να στηριχθεί στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (53). Επομένως, η παραδοσιακή οδός του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και η «fast track» οδός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν αποτελούν στεγανά.

69.      Σε ευρύτερο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι η αρχική Συνθήκη ΕΟΚ (αντιθέτως προς τη Συνθήκη ΕΚΑΧ) δεν περιείχε διατάξεις σχετικά με τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη. Χρειάστηκε να παρέλθουν 36 έτη, για τη θέσπιση, με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1957-1993), του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (54). Μεταγενέστερες προσπάθειες βελτιώσεως της ταχύτητας και αποτελεσματικότητας του καθεστώτος παραβάσεως και κυρώσεων μέσω προτεινόμενων τροποποιήσεων της Συνθήκης στο πλαίσιο των Συνθηκών του Άμστερνταμ και της Νίκαιας απέτυχαν (55). Χρειάστηκε να παρέλθουν περίπου δύο ακόμη δεκαετίες (1993-2009) για τη θέσπιση, με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

70.      Επ’ αυτής της βάσεως, μολονότι η στενή ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, με σκοπό τον περιορισμό της εφαρμογής της διατάξεως σε σύντομες, απλές υποθέσεις μη ανακοινώσεως οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς από κράτος μέλος και την παραπομπή όλων των άλλων υποθέσεων στην παραδοσιακή οδό των άρθρων 258 και 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, η εν λόγω ερμηνεία έχει ως συνέπεια την υπαγωγή της πλειονότητας των υποθέσεων σε διαδικασία μεγαλύτερης διάρκειας, η δε απόπειρα διακρίσεως μεταξύ της ανακοινώσεως ελλιπών και της ανακοινώσεως εσφαλμένων μέτρων μεταφοράς περιορίζει ομοίως τη λειτουργία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

71.      Κατά συνέπεια, η προπαρατεθείσα ανάλυση του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, με βάση το γράμμα, το ιστορικό θεσπίσεως, τον σκοπό και το πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την οποία προτείνω και η οποία περιλαμβάνει τη μη ανακοίνωση από κράτος μέλος μέτρων που συνιστούν ελλιπή ή εσφαλμένη μεταφορά, είναι η ερμηνεία με την οποία υλοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο οι σκοποί του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ενδυναμώνεται πραγματικά ο μηχανισμός κυρώσεων εντός της ΕΕ.

2.      Αξιολόγηση των χρηματικών κυρώσεων του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

72.      Εφόσον το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή, προχωρώ στην αξιολόγηση των κατά την εν λόγω διάταξη χρηματικών κυρώσεων.

73.      Πρώτον, φρονώ ότι είναι πειστική η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Wathelet στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (56) ότι η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο υπολογισμού για τις χρηματικές κυρώσεις που προτείνει βάσει του άρθρου 260, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω κυρώσεις ταυτίζονται, οι σκοποί που επιδιώκονται από τις εν λόγω δύο διατάξεις είναι παρεμφερείς και τα κριτήρια της Επιτροπής για τις χρηματικές ποινές είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχουν χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο στη νομολογία του (57) η οποία προάγει μια συνεπή προσέγγιση του ζητήματος και επιπλέον αποτελεί εχέγγυο προβλεψιμότητας για τα κράτη μέλη. Το γεγονός ότι το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ τιμωρεί τη «διπλή παραβίαση» του δικαίου της Ένωσης και τη μη τήρηση της υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τιμωρεί μία μόνον παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δεν αναιρεί, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι αμφότερες οι διατάξεις αφορούν παραβάσεις που έχουν τις ρίζες τους στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

74.      Επισημαίνεται ότι η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποιεί η Επιτροπή δεν βλάπτει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθόσον, ακριβώς όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, έργο του Δικαστηρίου είναι να εκτιμά σε κάθε υπόθεση ποιες χρηματικές κυρώσεις θα επιβάλει. Οι προτάσεις της Επιτροπής καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στις ανακοινώσεις της δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά απλώς αποτελούν μια χρήσιμη βάση αναφοράς και εξασφαλίζουν διαφάνεια, προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου κατά τη δράση του θεσμικού αυτού οργάνου (58). Ως εκ τούτου, υπό τις σχετικές περιστάσεις, ο καθορισμός, από το Δικαστήριο, των χρηματικών ποινών του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να καθοδηγείται από τη νομολογία του σχετικά με τις χρηματικές ποινές του άρθρου 260 παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

75.      Περαιτέρω, στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ιδίως στην απόφαση ορόσημο στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (59), το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να επιβάλλει αμφότερες τις προβλεπόμενες στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ χρηματικές κυρώσεις (60), αλλά και χρηματική κύρωση μη προταθείσα από την Επιτροπή, επειδή «η σκοπιμότητα επιβολής χρηματικής κυρώσεως και η επιλογή της πλέον αρμόζουσας στις περιστάσεις κυρώσεως εκτιμώνται με μοναδικό γνώμονα τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο στην απόφαση που θα εκδώσει βάσει του άρθρου [260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] και άρα εκφεύγει της πολιτικής σφαίρας» (61).

76.      Συντρέχουν σοβαροί λόγοι να κριθεί ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις ισχύουν όσον αφορά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ότι, επομένως, το Δικαστήριο δύναται να επιβάλλει τόσο ένα κατ’ αποκοπήν ποσό όσο και μια χρηματική ποινή ή χρηματική κύρωση που δεν προτάθηκαν από την Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη ότι δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του ποσού της χρηματικής κυρώσεως κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Τούτο στηρίζεται στην πανομοιότυπη διατύπωση που έχουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, όσον αφορά «το κατ’ αποκοπήν ποσό ή τη χρηματική ποινή». Επίσης, τούτο υπηρετεί καλύτερα τους σκοπούς του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της εκπρόθεσμης μεταφοράς των οδηγιών από τα κράτη μέλη, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού για τον οποίο στις Συνθήκες προβλέπονται διαφορετικές χρηματικές κυρώσεις (62).

77.      Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα που η Επιτροπή προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (63), το γεγονός ότι το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και όχι το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ορίζει ότι το Δικαστήριο «δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή» δεν αναιρεί την παρούσα ανάλυση. Το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αναφέρει μόνον το ποσό, και όχι την επιλογή, της επιβλητέας χρηματικής κυρώσεως. Εξ αυτού δύναται να συναχθεί ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει χρηματική κύρωση υψηλότερου ποσού από εκείνο που πρότεινε η Επιτροπή. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός αυτό δεν περιορίζει την εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου όσον αφορά το είδος της επιβλητέας χρηματικής κυρώσεως. Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει χρηματική κύρωση που δεν προτάθηκε από την Επιτροπή, ή αμφότερες τις χρηματικές κυρώσεις, στο ίδιο ή χαμηλότερο ποσό από εκείνο που υπέδειξε η Επιτροπή.

78.      Το εν λόγω ζήτημα μπορεί να είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Στην ανακοίνωση του 2011, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατ’ αρχήν, θα ζητεί την επιβολή μόνον χρηματικής ποινής στο πλαίσιο δικών βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και θα παραιτείται από την προσφυγή της αν το κράτος μέλος ανακοινώσει τα απαιτούμενα μέτρα μεταφοράς προκειμένου να θέσει τέλος στην παράβαση (64). Προσφάτως, η Επιτροπή αναθεώρησε τη θέση της και, κατ’ αρχήν, ζητεί την επιβολή αμφοτέρων των κυρώσεων (65). Το γεγονός αυτό εξηγεί τον μεγάλο αριθμό προσφυγών από τις οποίες παραιτήθηκε η Επιτροπή πριν το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (66). Μολονότι ίσως δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση (67), δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει την καταβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού, ακόμη και αν η Επιτροπή ζήτησε μόνον την επιβολή χρηματικής ποινής, σε περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος ανακοινώνει τα αναγκαία μέτρα μεταφοράς μετά την κίνηση της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πριν αυτό εκδώσει την απόφασή του.

79.      Επισημαίνεται επίσης ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει: «Η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του». Βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δύναται να προσδιορίσει την ημερομηνία θέσεως της επιβληθείσας χρηματικής κυρώσεως σε ισχύ (68). Ωστόσο, από τη ρητή αυτή αναφορά στο άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ μπορεί να συναχθεί ότι τούτο δύναται να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για το Δικαστήριο όταν αυτό ασκεί την εξουσία του εκτιμήσεως για να προσαρμόσει σε ειδικές περιστάσεις την επιβολή χρηματικών κυρώσεων (69).

3.      Η χρηματική ποινή εν προκειμένω

80.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η χρηματική ποινή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να είναι ανάλογη με τον βαθμό πιέσεως που πρέπει να ασκηθεί ώστε το κράτος μέλος να μεταβάλει τη συμπεριφορά του θέτοντας τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση (70). Έργο του Δικαστηρίου είναι, κατά την άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε αυτή να είναι προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και αναλογική τόσο με τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και με την ικανότητα πληρωμής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού της χρηματικής ποινής, είναι, κατ’ αρχήν, η σοβαρότητα της παραβάσεως, η διάρκειά της και η ικανότητα πληρωμής που έχει το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Κατά την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, πρέπει να συνεκτιμώνται, ιδίως, οι συνέπειες που η μη συμμόρφωση έχει τόσο για το δημόσιο συμφέρον όσο και για το συμφέρον ιδιωτών, καθώς και το πόσο επείγουσα είναι η ανάγκη να παρακινηθεί το συγκεκριμένο κράτος μέλος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει (71).

81.      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επιβολή χρηματικής ποινής συνιστά πρόσφορο μέτρο για την άσκηση πιέσεως. Η διάρκεια της παραβάσεως μπορεί να αυξηθεί αν το Δικαστήριο δεχθεί την πρότασή μου ότι αυτή πρέπει να υπολογιστεί από ημερομηνία ενάρξεως διαφορετική από εκείνη που προτείνει η Επιτροπή. Επίσης, το κατ’ αποκοπήν ποσό μπορεί να αυξηθεί από 680 σε 690 και ο συντελεστής «n» να μειωθεί από 11,99 σε 11,93 αν ληφθούν υπόψη οι επικαιροποιημένοι αριθμοί της Επιτροπής (72). Αυτό θα οδηγούσε στον καθορισμό ημερήσιας χρηματικής ποινής (690 x 10 x 2,4 x 11,93 = 197 560,80 ευρώ) υψηλότερης από εκείνη την οποία υπέδειξε η Επιτροπή (680 x 10 x 1,3 x 11,99 = 105 991,60: βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων). Βάσει του ανωτάτου ορίου που προβλέπει το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προτείνω στο Δικαστήριο να επιβάλει ημερήσια χρηματική ποινή έως του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή.

82.      Πρώτον, όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεν έχω πειστεί ότι ορισμένα εθνικά μέτρα που επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας ασκούν επιρροή για την εκτίμηση της αναλογικότητας της χρηματικής ποινής. Στην απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας (73), το Δικαστήριο απέρριψε παρόμοια επιχειρήματα για τον λόγο ότι δεν αμφισβητούνταν ότι τέτοια μέτρα δεν ανταποκρίνονταν στις επιταγές της επίμαχης οδηγίας· σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε διαπιστωθεί η εκ μέρους του κράτους μέλους παράβαση της υποχρεώσεώς του να μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό του δίκαιο. Επειδή τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν μέτρα μεταφοράς, ούτε η απόφαση του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Gavieiro και Iglesias Torres (74) ασκεί εν προκειμένω επιρροή.

83.      Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας, η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως δεν είναι εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη της σημασίας της επίμαχης οδηγίας καθώς και των συνεπειών που η παράβαση έχει για το δημόσιο συμφέρον και για το συμφέρον ιδιωτών, στοιχεία τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά τρόπο αντικειμενικό (75).

84.      Όπως επισημάνθηκε από την Επιτροπή, η οδηγία 2014/17 σκοπεί να θεσπίσει κοινό πλαίσιο για ορισμένες πτυχές των κανόνων των κρατών μελών σχετικά με τις συμβάσεις που καλύπτουν τις πιστώσεις σε καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλον τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία (76). Η οδηγία 2014/17 εκδόθηκε στο πλαίσιο της συγκυρίας της χρηματοπιστωτικής κρίσεως και ως εκ τούτου με αυτήν επιδιώκονται η δημιουργία εσωτερικής αγοράς για την ενυπόθηκη πίστη και η προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με τη διασφάλιση ότι οι αγορές ενυπόθηκης πίστεως λειτουργούν με υπευθυνότητα (77).

85.      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων, οι κανόνες που θεσπίζονται στην οδηγία 2014/17 συνιστούν έκφραση μιας εκ των ουσιωδών αποστολών που ανατίθενται στην Ένωση βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δηλαδή της δημιουργίας εσωτερικής αγοράς, καθώς και βάσει του πρωτοκόλλου (αριθ. 27) σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό, το οποίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 ΣΕΕ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των Συνθηκών και κατά το οποίο η εσωτερική αγορά πρέπει να περιλαμβάνει σύστημα που διασφαλίζει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός (78).

86.      Οι συνέπειες που η μη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 έχει για το δημόσιο συμφέρον και για το συμφέρον ιδιωτών μπορούν επίσης να θεωρηθούν σημαντικές όσον αφορά την Ισπανία, ειδικά υπό το πρίσμα των προβλημάτων που εμφανίζει ο ισπανικός τομέας των ενυπόθηκων δανείων. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται, επί παραδείγματι, από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2015 σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για τις υποθήκες και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου (79), το οποίο επισύρει την προσοχή σε εκατοντάδες χιλιάδες εξώσεις και στην έλλειψη προστασίας των δανειοληπτών, κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από την χρηματοπιστωτική κρίση. Για την αντιμετώπιση της εν λόγω καταστάσεως, το Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων, ζήτησε από την Επιτροπή να παρακολουθεί στενά τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17 στο εσωτερικό δίκαιο όλων των κρατών μελών (80). Όπως επισημαίνεται επίσης στο εν λόγω ψήφισμα καθώς και στην επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας, οι καταχρηστικές ρήτρες και πρακτικές στον ισπανικό τομέα των ενυπόθηκων δανείων έχουν αποτελέσει το αντικείμενο πολυάριθμων προδικαστικών παραπομπών προς το Δικαστήριο (81). Επομένως, ο αντίκτυπος της επίμαχης μη μεταφοράς είναι σοβαρός, όπως αναφέρει η Επιτροπή, καθόσον στερεί από τους καταναλωτές καθώς και από τους επιχειρηματίες σε ολόκληρη την Ισπανία όλα τα δικαιώματα που τους παρέχονται από την εν λόγω οδηγία και, επιπλέον, πλήττει το σύστημα των εφαρμοστέων κανόνων επί των δανειοδοτών και των μεσιτών πιστώσεων με το οποίο επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

87.      Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρηματική ποινή πρέπει να υπολογιστεί από την ημέρα που έπεται της λήξεως της καθορισθείσας με την οδηγία 2014/17 προθεσμίας μεταφοράς, ήτοι από τις 22 Μαρτίου 2016, έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την προσφυγή λόγω παραβάσεως, ήτοι τις 27Απριλίου 2017 (βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων).

88.      Ωστόσο, στη νομολογία του σχετικά με τις χρηματικές ποινές του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο εκτιμά τη διάρκεια της παραβάσεως με έναρξη τον χρόνο εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως έως τον χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της δεύτερης δίκης και όχι έως τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής από την Επιτροπή (82). Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις διαδικασίες βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, προτείνω στο Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει ως ημερομηνία ενάρξεως όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως την ημερομηνία αναφοράς που εκθέτει η αιτιολογημένη γνώμη, εφόσον αυτή αποτελεί την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται η παράβαση βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ. σημείο 35 της παρουσών προτάσεων).

89.      Στην υπό κρίση υπόθεση, με έναρξη την ημερομηνία κατά την οποία έληξε η ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία (18 Ιανουαρίου 2017) έως την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως (21 Ιανουαρίου 2019), η διάρκεια της παραβάσεως είναι περίπου 24 μήνες (2,4), χρονικό διάστημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό (83).

90.      Το επιχείρημα που το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε για να εξαιρεθεί από τη διάρκεια της παραβάσεως το χρονικό διάστημα μεταξύ 20ής Δεκεμβρίου 2015 και 29ης Οκτωβρίου 2016, κατά το οποίο υπήρξε ασυνήθιστη κατάσταση δυσχερειών σχετικά με τον σχηματισμό κυβερνήσεως, ή τουλάχιστον να μειωθεί η χρηματική ποινή, πρέπει να απορριφθεί. Στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (84), το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί δυσχέρειες που υφίστανται στο εσωτερικό του νομικό σύστημα για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (85). Πράγματι, το Δικαστήριο προσφάτως απέρριψε επιχειρήματα, παρόμοια με αυτά που προέβαλε εν προκειμένω το Βασίλειο της Ισπανίας, σε υπόθεση που αφορούσε την επιβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (86). Οι ίδιες εκτιμήσεις πρέπει να ισχύουν όσον αφορά τη διαδικασία του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, αν η διάρκεια της παραβάσεως εκτιμηθεί από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι από τις 18 Ιανουαρίου 2017, τότε το εν λόγω χρονικό διάστημα (από τις 20 Δεκεμβρίου 2015 έως τις 29 Οκτωβρίου 2016) είναι ούτως ή άλλως αδιάφορο.

91.      Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο καμία απόδειξη σχετικά με την ικανότητά του πληρωμής.

92.      Περαιτέρω, το Δικαστήριο συνήθως επιλέγει την επιβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής σε περιπτώσεις σχετικές με την έκδοση τροποποιητικών νομοθετικών διατάξεων που αφορούν ειδικά τη μεταφορά οδηγίας (87). Δεν έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρήματα για να αποκλίνει από την εν λόγω πρακτική του στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε για να προσαρμόσει την ημερομηνία κατά την οποία ενεργοποιείται η υποχρέωση καταβολής. Ως εκ τούτου, κλίνω να συμφωνήσω με το αίτημα της Επιτροπής να τεθεί η ημερήσια χρηματική ποινή σε ισχύ από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Επίσης, υπό το πρίσμα του σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, προτείνω στο Δικαστήριο να μην προσδιορίσει στην απόφασή του τον λογαριασμό των «ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

93.      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα και αυτό ηττήθηκε, το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, η Γαλλική Δημοκρατία πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

VIII. Πρόταση

94.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει, πριν από τις 21 Μαρτίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 42, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας·

2)      να επιβάλει στο Βασίλειο της Ισπανίας, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ημερήσια χρηματική ποινή 105 991,60 ευρώ, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα ανακοινώσει στην Επιτροπή τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2014/17·

3)      να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα·

4)      να ορίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2014, L 60, σ. 34.


3      Ήδη εκκρεμεί άλλη μία υπόθεση η οποία αφορά διαδικασία λόγω παραβάσεως που έχει κινηθεί από την Επιτροπή κατά του Βασιλείου του Βελγίου (C-543/17). Η υπόθεση εκείνη θέτει παρόμοια, αλλά όχι πανομοιότυπα, ζητήματα όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και αποτελεί το αντικείμενο των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar οι οποίες είναι προγραμματισμένες να αναγνωσθούν στις 2 Απριλίου 2019.


4      Το Δικαστήριο είχε στο παρελθόν την ευκαιρία να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στο πλαίσιο διαφόρων προσφυγών, από τις οποίες ωστόσο η Επιτροπή παραιτήθηκε πριν το Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του. Μία από τις προσφυγές αυτές αποτέλεσε το αντικείμενο των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-320/13, μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441), στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων.


5      ΕΕ 2011, C 12, σ. 1.


6      Ανακοίνωση του 2011, σημείο 7.


7      Ανακοίνωση του 2011, σημείο 19.


8      Ανακοίνωση του 2011, σημεία 23 και 24.


9      Ανακοίνωση της Επιτροπής, SEC(2005) 1658 (ΕΕ 2007, C 126, σ. 15). Η Επιτροπή στηρίζεται στους αριθμούς που διαλαμβάνονται στην ανακοίνωσή της C(2016) 5091 τελικό της 9ης Αυγούστου 2016 (ΕΕ 2016, C 290, σ. 3) η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.


10      Ανακοίνωση του 2011, σημείο 30.


11      Ανακοίνωση του 2011, σημείο 25.


12      Ανακοίνωση του 2011, σημείο 27.


13      Στα δικόγραφά του, το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρει τα ακόλουθα πέντε μέτρα: 1) Orden EHA/2899/2011, de 28 de octubre, de transparencia y protección del cliente de servicios bancarios, BOE n.°261, de 29 de octubre de 2011, p. 113242· 2) Circular 5/2012 de 27 de junio del Banco de España, a entidades de crédito y proveedores de servicios de pago, sobre transparencia de los servicios bancarios y responsibilidad en la concesión de préstamos, BOE n.°161, de 6 de julio de 2012, p. 48855, última modificación de 13 de agosto de 2015· 3) Real Decreto-ley 27/2012, de 15 de noviembre, de medidas urgentes para reforzar la protección a los deudores hipotecarios, BOE n.°276, de 16 de noviembre de 2012, p. 79877· 4) Ley 1/2013, de 14 de mayo, de medidas para reforzar la protección a los deudores hipotecarios, reestructuración de deuda y alquiler social, BOE n.°116, de 15 de mayo de 2013, p. 36373· και 5) Real Decreto-ley 6/2012, de 9 de marzo, de medidas urgentes de protección de deudores hipotecarios sin recursos, BOE n.°60, de 10 marzo de 2012, p. 22492.


14      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819.).


15      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-599/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:813, σκέψη 19).


16      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-599/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:813, σκέψη 14).


17      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-68/11, EU:C:2012:815, σκέψεις 62 και 63).


18      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-502/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:603, σκέψεις 14 και 24).


19      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-599/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:813, σκέψη 23).


20      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-375/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:184, σκέψη 21)· βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαΐου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-266/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:311, σκέψεις 10 και 11) (η οποία απέρριψε ισχυρισμό περί ανωτέρας βίας).


21      Στην υπό κρίση υπόθεση, η ημερομηνία αναφοράς είναι δύο μήνες από την παραλαβή της αιτιολογημένης γνώμης από το Βασίλειο της Ισπανίας (βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων) η οποία όπως προκύπτει από τη σφραγίδα παραλαβής ήταν η 18η Νοεμβρίου 2016. Πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-503/04, EU:C:2007:432, σκέψεις 19 και 20).


22      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν ανακοίνωσε οποιαδήποτε μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/17, η οποία, σύμφωνα με τη νομική της βάση, εκδόθηκε κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία του άρθρου 114 ΣΛΕΕ.


23      Ο περιορισμός του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στις οδηγίες συνδέεται επίσης με το χρονικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως όσον αφορά τις οδηγίες που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-320/13, μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441, σημεία 95 έως 103)· βλ., επίσης, Steve Peers, «Sanctions for Infringement of EU Law after the Treaty of Lisbon» (2012) 18 European Public Law, σ. 33 έως 64, ιδίως σ. 40 έως 44.


24      Βλ., επί παραδείγματι, Nils Wahl και Luca Prete, «Between Certainty, Severity and Proportionality: Some Reflections on the Nature and Functioning of Article 260(3) TFEU» (2014) 6 European Law Reporter, σ. 170 έως 189, ιδίως σ. 174 έως 179.


25      Βλ., επί παραδείγματι, Didier Blanc, «Les procédures du recours en manquement, le traité, le juge et le gardien: entre unité et diversité en vue d’un renforcement de l’Union de droit», σε Stéphanie Mahieu (επιμ.), Contentieux de l’Union européenne: questions choisies (Larcier 2014), σ. 429 έως 461, ιδίως σ. 446 και 447.


26      Βλ., επί παραδείγματι, Pål Wennerås, «Making effective use of Article 260 TFEU», σε András Jakab και Dimitry Kochenov (επιμ.), The Enforcement of EU Law and Values (OUP 2017), σ. 79 έως 111, ιδίως σ. 88 και 89.


27      C-320/13 (μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441, σημεία 114 έως 145).


28      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C-621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 47).


29      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-29/14, EU:C:2015:379, σκέψη 33).


30      Βλ., επί παραδείγματι, Tristan Materne, La procédure en manquement d’État, guide à la lumière de la jurisprudence de la Cour de justice de l’Union européenne (Larcier 2012), σ. 42 και 43.


31      Όσον αφορά τη διαδικασία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-494/01, EU:C:2004:546, σημεία 23 έως 29).


32      Επομένως, επίσης όταν η οδηγία μεταφέρεται από ήδη υφιστάμενες εθνικές διατάξεις: βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-311/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:702, σκέψη 33).


33      Σημειώνω ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν προβλήθηκε ότι η παράλειψη ανακοινώσεως ορίζεται με διαφορετικό τρόπο πριν από και μετά από τη θέση της Συνθήκης της Λισσαβώνας σε ισχύ.


34      Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, έκθεση επί της συνεδριάσεως της 3ης Μαρτίου 2003, CONV 619/03, 13 Μαρτίου 2003, σημεία 10 και 11.


35      Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, τελική έκθεση του κύκλου συζητήσεων για τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου, CONV 636/03, 25 Μαρτίου 2003, σημείο 28, σ. 10 και 11.


36      Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, άρθρα που αφορούν το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, CONV 734/03, 12 Μαΐου 2003, σ. 15 και 16. Προτάθηκε επίσης, με πρότυπο το πρώην άρθρο 88 ΕΚΑΧ, να παρασχεθεί στην Επιτροπή το δικαίωμα να διαπιστώνει ότι κράτος μέλος παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και να έχει το εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, αλλά η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή από το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως. Όπ.π., σ. 13.


37      CONV 734/03, σ. 15.


38      CONV 734/03, σ. 16.


39      Η αναφορά σε ευρωπαϊκό νόμο-πλαίσιο, η οποία κατ’ ουσίαν υποδηλώνει ότι πρόκειται περί οδηγίας, προέκυψε από προταθείσες αλλαγές στο καθεστώς των νομικών πράξεων της Ένωσης, οι οποίες δεν περιελήφθησαν στη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Περαιτέρω, βλ., επί παραδείγματι, Koen Lenaerts και Piet Van Nuffel, European Union Law, 3η έκδ. (Robert Bray και Nathan Cambien, επιμ., Sweet & Maxwell 2011), σ. 886 και 887.


40      CONV 734/03, σ. 16, υποσημείωση 1· βλ., επίσης, CONV 636/03, σ. 11. υποσημείωση 2.


41      ΕΕ 2003, C 169, σ. 1.


42      ΕΕ 2004, C 310, σ. 1.


43      Βλ., συναφώς, Szilárd Gáspar-Szilágyi, «What Constitutes “Failure to Notify” National Measures» (2013) 19 European Public Law, σ. 281 έως 294, ιδίως σ. 285.


44      Βλ., επί παραδείγματι, Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, Αντιδράσεις στο σχέδιο του κειμένου CONV 802/03 – Ανάλυση, CONV 821/03, 27 Ιουνίου 2003, σ. 151 (άρθρο που τότε αριθμούνταν ως άρθρο III-263), και ιδίως Προτάσεις για τροποποίηση του άρθρου III-263 του Dominique de Villepin· της Danuta Hübner· και της Teija Tiilikainen κ.λπ.· Πρόταση για τροποποίηση του άρθρου 228 της Maria Berger κ.λπ.· Παρατηρήσεις επί του σχεδίου της τελικής εκθέσεως της ομάδας εργασίας για τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου από τον Reinhard Rack, έγγραφο εργασίας 13, 14 Μαρτίου 2003, και από τον Thom de Bruijn, έγγραφο εργασίας 20, 14 Μαρτίου 2003· βλ., επίσης, Gáspar-Szilágyi, υποσημείωση 43 των παρουσών προτάσεων, σ. 285 και 286.


45      C-320/13 (μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441, σημεία 116 έως 120).


46      Βλ., επί παραδείγματι, κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας, SWD(2017) 350, 7 Ιουλίου 2017, κεφάλαιο IV, σημείο 6, σ. 42 και 43· και Εργαλειοθήκη της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας, εργαλείο #37. Έλεγχοι μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία, διαθέσιμο σε https://ec.europa.eu/info/better-regulation-toolbox.


47      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-478/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2253). Η καθυστέρηση στη μεταφορά θεωρήθηκε ότι υπάγεται στην ελλειπή μεταφορά: βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Becker (8/81, EU:C:1982:7, σκέψη 20).


48      Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-456/03, EU:C:2005:388, σκέψεις 38 έως 40).


49      Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C-32/05, EU:C:2006:749, σκέψη 56). Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης διακρίνονται από αυτά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C-522/09, EU:C:2011:251, σκέψη 19).


50      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-427/07, EU:C:2009:457, σκέψεις 49, 59, 84 και 89).


51      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-151/12, EU:C:2013:690, σκέψεις 27 και 28).


52      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C-526/08, EU:C:2010:49, σημείο 72).


53      Βλ. ανακοίνωση του 2011, σημείο 17.


54      Βλ., επί παραδείγματι, Luca Prete, Infringement Proceedings in EU Law (Kluwer 2017), σ. 6 έως 10 και σ. 301 έως 304· Jonas Tallberg, European Governance and Supranational Institutions: Making States Comply (Routledge 2003), σ. 72 έως 82. Η θέσπιση του εν λόγω άρθρου συνοδεύτηκε από τη Δήλωση (αριθ. 19) σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (ΕΕ 1992, C 191, σ. 102) στην οποία, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν ότι «είναι θέμα ζωτικής σημασίας, για τη συνοχή και την ενότητα της διαδικασίας οικοδόμησης της Ευρώπης, η πλήρης και πιστή μεταφορά από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο των κοινοτικών οδηγιών που τους απευθύνονται, μέσα στις προθεσμίες που τάσσονται από τις οδηγίες αυτές». Η υπογράμμιση δική μου.


55      Βλ., επί παραδείγματι, Tallberg, υποσημείωση 54 των παρουσών προτάσεων, σ. 82 έως 91· Alan Dashwood και Angus Johnston (επιμ.), The Future of the Judicial System of the European Union (Hart 2001), σ. 145 έως 204, ιδίως σ. 175 και 176.


56      C-320/13 (μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441, σημεία 146 έως 160).


57      Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.


58      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψεις 115 και 116).


59      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-304/02, EU:C:2005:444).


60      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-304/02, EU:C:2005:444, σκέψεις 80 έως 86). Βλ. επίσης, επί παραδείγματι, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-205/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:606, σκέψη 74).


61      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-304/02, EU:C:2005:444, σκέψεις 90 και 91). Με την κρίση του αυτή, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας του συγκεκριμένου κράτους μέλους: όπ.π., σκέψεις 92 και 93. Βλ. επίσης, επί παραδείγματι, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-503/04, EU:C:2007:432, σκέψη 22).


62      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 81), και της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-121/07, EU:C:2008:695, σκέψη 33).


63      Επίσης, δεν συμμερίζομαι την άποψη που ο γενικός εισαγγελέας Μ. Wathelet διατυπώνει στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-320/13, μη δημοσιευθείσες, EU:C:2014:2441, σημείο 155).


64      Βλ. ανακοίνωση του 2011, σημεία 21 και 22.


65      Ανακοίνωση της Επιτροπής, Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα (ΕΕ 2017, C 18, σ. 10, 15 και 16).


66      Βλ., επί παραδείγματι, Laurence W Gormley, «Infringement Proceedings», σε The Enforcement of EU Law and Values, υποσημείωση 26 των παρουσών προτάσεων, σ. 65 έως 78, ιδίως σ. 71 και 72· Ernő Varnay, «Sanctioning Under Article 260(3) TFEU : Much Ado About Nothing?» (2017) 23 European Public Law, σ. 301 έως 316.


67      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας, όταν ερωτήθηκε επί του ζητήματος αυτού, τόνισε τη σημασία της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας του κράτους μέλους καθώς και ότι αυτό συνιστά νέο στοιχείο στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον δεν περιελήφθη στο δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής.


68      Βλ., επί παραδείγματι, ανακοίνωση του 2011, σημείο 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


69      Επί παραδείγματι, όταν το κράτος μέλος αποδεικνύει ότι μπορεί να άρει την παράβαση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: βλ. Peers, υποσημείωση 23 των παρουσών προτάσεων, σ. 47.


70      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει χρηματική ποινή μόνον αν η παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του. Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-121/07, EU:C:2008:695, σκέψεις 26 έως 28), και της 4ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Σλοβακικής Δημοκρατίας (C-626/16, EU:C:2018:525, σκέψη 74 και σημείο 2 του διατακτικού).


71      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψεις 117 έως 119).


72      Ανακοίνωση της Επιτροπής C(2018) 5851 τελικό της 19ης Σεπτεμβρίου 2018 (ΕΕ 2018, C 340, σ. 2). Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑93/17, EU:C:2018:903, σκέψεις 132 έως 141), προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-196/13, EU:C:2014:2162) και στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-378/13, EU:C:2014:2172, σημεία 151 και 152).


73      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013 (C-270/11, EU:C:2013:339, σκέψεις 31 και 51).


74      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψεις 62 έως 64).


75      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-121/07, EU:C:2008:695, σκέψεις 73 έως 76), και της 31ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑407/09, EU:C:2011:196, σκέψεις 38 και 39)· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στην υπόθεση Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (C-241/11, EU:C:2013:181, σημεία 50 και 62).


76      Βλ. οδηγία 2014/17, άρθρο 1 και αιτιολογική σκέψη 15. Για λεπτομερή ανάλυση, βλ., επί παραδείγματι, Miriam Anderson και Esther Arroyo Amayelas (επιμ.), The Impact of the Mortgage Credit Directive in Europe: Contrasting Views from Member States (Europa 2017)· και ειδικότερα όσον αφορά την Ισπανία, σ. 49 έως 111.


77      Βλ., επί παραδείγματι, πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, COM(2011) 142 τελικό, 31 Μαρτίου 2011, αιτιολογική έκθεση σημείο 1, σ. 2.


78      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-93/17, EU:C:2018:903, σκέψη 122).


79      EE 2017, C 349, σ. 37 (στο εξής: ψήφισμα του 2015), ιδίως αιτιολογικές σκέψεις A έως Γ, Θ και Ι. Βλ., επίσης, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2015 (ΕΕ 2018, C 238, σ. 132, σημείο 31).


80      Ψήφισμα του 2015, αιτιολογική σκέψη Ε και σημείο 5. Τούτο οδήγησε στην υπό κρίση προσφυγή κατά της Ισπανίας, καθώς και στην άσκηση προσφυγής κατά της Κροατίας βάσει των άρθρων 258 και 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, από την οποία εν συνεχεία παραιτήθηκε η Επιτροπή: βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Κροατίας (C-381/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:260).


81      Βλ. ψήφισμα του 2015, αιτιολογικές σκέψεις ΣΤ και Ζ. Βλ. προσφάτως, επί παραδείγματι, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo (C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980), της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C-421/14, EU:C:2017:60), της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés (C-96/16 και 94/17, EU:C:2018:643), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bankia (C-109/17, EU:C:2018:735)· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στις εκκρεμείς υποθέσεις Abanca Corporación Bancaria και Bankia (C-70/17 και C-179/17, EU:C:2018:724), Bankia και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C-92/16 και C-167/16, EU:C:2018:727) και Bankia (C-486/16, EU:C:2018:728).


82      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-93/17, EU:C:2018:903, σκέψη 130).


83      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Επιτροπή κατά Σουηδίας (C-270/11, EU:C:2013:339, σκέψεις 43, 57 και 58) (σχεδόν 27 μήνες).


84      Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.


85      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-205/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:606, σκέψη 62).


86      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-388/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:548, σκέψεις 30 και 41).


87      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-177/04, EU:C:2006:173, σκέψη 77).

Top