Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0298

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 5ης Ιουλίου 2018.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:535

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 5ης Ιουλίου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C‑298/17

    France Télévisions SA

    κατά

    Playmédia,

    Conseil supérieur de l’audiovisuel (CSA)

    παρισταμένου του

    Ministre de la Culture et de la Communication

    [αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2002/22/ΕΚ – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Έννοια της επιχειρήσεως η οποία εκμεταλλεύεται δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για τη διάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό – Επιχείρηση η οποία προσφέρει δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο – Υποχρέωση μεταφοράς σήματος (“must carry”)»

    Εισαγωγή

    1.

    Προκειμένου να προωθηθούν η πολιτιστική πολυμορφία και η καθολική πρόσβαση του κοινού στα κύρια ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κανάλια, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν στους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρέωση μεταφοράς σήματος («must carry») ορισμένων από τα κανάλια αυτά. Ωστόσο, επί του παρόντος, το Διαδίκτυο παρέχει τη δυνατότητα ελεύθερης μεταδόσεως και προσβάσεως σε όλο και περισσότερες πηγές πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως, χωρίς τους τεχνικούς περιορισμούς που σχετίζονται με τους τρόπους μεταδόσεως οι οποίοι έχουν καταστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα «κλασικοί», όπως η επίγεια ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, η καλωδιακή ή η δορυφορική. Η τεχνολογική αυτή εξέλιξη έχει μεταβάλει δραστικά το οπτικοακουστικό τοπίο, μετατρέποντας την υποχρέωση μεταφοράς σήματος σε προνόμιο και τους υποκείμενους στην υποχρέωση αυτή σε δυνητικούς δικαιούχους ( 2 ). Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα αν, και ενδεχομένως υπό ποιες προϋποθέσεις, οι κανόνες που έχουν θεσπιστεί για αυτούς τους κλασικούς τρόπους μεταδόσεως είναι εφαρμοστέοι στο νέο περιβάλλον που είναι το Διαδίκτυο.

    2.

    Η παρούσα υπόθεση αποτελεί ιδανικό παράδειγμα του φαινομένου αυτού και παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη θέση του δικαίου της Ένωσης ως προς το ζήτημα αυτό.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3.

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας ( 3 ):

    «1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

    2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

    α)

    στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους·

    β)

    στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους·

    γ)

    στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους·

    δ)

    στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.»

    4.

    Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών («οδηγία πλαίσιο») ( 4 ), ορίζει:

    «1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο για τη ρύθμιση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών, καθώς και ορισμένων πτυχών του τερματικού εξοπλισμού ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών με αναπηρία. Καθορίζει τα καθήκοντα των εθνικών κανονιστικών αρχών και θεσπίζει σύνολο διαδικασιών για την εξασφάλιση της εναρμονισμένης εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    […]

    3.   Η παρούσα οδηγία, καθώς και οι ειδικές οδηγίες, ισχύουν υπό την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται, σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, για την επιδίωξη στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως σχετικά με τη ρύθμιση του περιεχομένου και την πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα.»

    5.

    Δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία αʹ, γʹ, ιβʹ και ιγʹ, της οδηγίας αυτής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

    α)

    “Δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι, περιλαμβανομένων μη ενεργών στοιχείων δικτύου, που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, περιλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, περιλαμβανομένου του Διαδικτύου) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών·

    […]

    γ)

    “Υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου· δεν περιλαμβάνουν επίσης τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ [ ( 5 )], οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

    […]

    ιβ)

    “Ειδικές οδηγίες”: […] η οδηγία 2002/22/ΕΚ [ ( 6 )] (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) […]·

    ιγ)

    “Παροχή δικτύου ηλεκτρονικών υπηρεσιών”: η σύσταση, η λειτουργία, ο έλεγχος και η διάθεση τέτοιου δικτύου·

    […]»

    6.

    Κατά το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ορισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας [2002/21].»

    7.

    Το άρθρο 31, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν εύλογες υποχρεώσεις “μεταφοράς σήματος” για τη μετάδοση εκπομπών συγκεκριμένων ραδιοτηλεοπτικών καναλιών και συμπληρωματικών υπηρεσιών, ιδίως υπηρεσιών προσβασιμότητας για την εξασφάλιση της δέουσας πρόσβασης τελικών χρηστών με αναπηρία, σε επιχειρήσεις υπό τη δικαιοδοσία τους, οι οποίες παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση εκπομπών ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών καναλιών στο κοινό, όταν σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών των δικτύων αυτών τα χρησιμοποιεί ως το κύριο μέσο λήψης ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών καναλιών. Οι εν λόγω υποχρεώσεις επιβάλλονται μόνον όταν είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων γενικού συμφέροντος όπως ορίστηκαν σαφώς από κάθε κράτος μέλος, και πρέπει [να] είναι αναλογικές και διαφανείς.»

    Το γαλλικό δίκαιο

    8.

    Το άρθρο 2-1 του νόμου 86-1067, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας ( 7 ), ορίζει:

    «Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ως διανομέας υπηρεσιών νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο συνάπτει συμβατικές σχέσεις με παρόχους υπηρεσιών με σκοπό να προβεί σε παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικής επικοινωνίας που διατίθενται στο κοινό σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του σημείου 2 του άρθρου L.32 του code des postes et des communications électroniques [κώδικα περί ταχυδρομείων και ηλεκτρονικής επικοινωνίας]. Θεωρείται επίσης διανομέας υπηρεσιών κάθε πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε τέτοια παροχή συνάπτοντας συμβατικές σχέσεις με άλλους διανομείς.»

    9.

    Κατά το άρθρο 34-2, I, του νόμου σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας:

    «Στο μητροπολιτικό έδαφος, κάθε διανομέας υπηρεσιών σε δίκτυο το οποίο δεν χρησιμοποιεί επίγειες συχνότητες που έχουν ανατεθεί από το Conseil supérieur de l’audiovisuel (ανώτατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο) διαθέτει δωρεάν στους συνδρομητές του τις υπηρεσίες των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 εταιριών και το κανάλι Arte, τα οποία μεταδίδονται μέσω επίγειων ραδιοσημάτων αναλογικώς, καθώς και το κανάλι TV 5, και την τηλεοπτική υπηρεσία η οποία μεταδίδεται μέσω επίγειων ραδιοσημάτων ψηφιακώς με αντικείμενο τη συμβολή στην προοριζόμενη ειδικά για το μητροπολιτικό κοινό γνώση των υπερπόντιων εδαφών, υπηρεσία την οποία παρέχει η αναφερόμενη στην παράγραφο I του άρθρου 44 εταιρία, εκτός αν οι εν λόγω πάροχοι εκτιμούν ότι η παροχή των υπηρεσιών αντίκειται προδήλως στην τήρηση των καθηκόντων τους που συνίστανται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Όταν ο ως άνω διανομέας προτείνει παροχή υπηρεσιών ψηφιακώς, διαθέτει επίσης δωρεάν στους συνδρομητές της παροχής αυτής τις υπηρεσίες των εν λόγω εταιριών οι οποίες μεταδίδονται μέσω επίγειων ραδιοσημάτων ψηφιακώς.

    […]»

    Η διαφορά της κύριας δίκης, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10.

    Η εταιρία France Télévisions είναι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός του οποίου τα τηλεοπτικά κανάλια επωφελούνται της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος που προβλέπεται στο άρθρο 34-2 του νόμου σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας. Πέραν της κλασικής επίγειας μεταφοράς σήματος, η France Télévisions μεταφέρει επίσης το σήμα των τηλεοπτικών καναλιών της σε συνεχή ροή στον διαδικτυακό της τόπο.

    11.

    Η εταιρία Playmédia εκμεταλλεύεται διαδικτυακό τόπο όπου, μεταξύ άλλων, προσφέρει μεταφορά σήματος σε συνεχή ροή και σε πραγματικό χρόνο πολλών τηλεοπτικών καναλιών, συμπεριλαμβανομένων των καναλιών που ανήκουν στη France Télévisions. Δεδομένου ότι η πρόσβαση σε αυτόν τον ιστότοπο δεν είναι επί πληρωμή, η Playmédia χρηματοδοτεί τη δραστηριότητά της από τις διαφημίσεις.

    12.

    Καθόσον οι αιτήσεις της Playmédia για σύναψη συμβάσεως διανομής με τη France Télévisions δεν τελεσφόρησαν, η πρώτη προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά της France Télévisions για τη σύναψη τέτοιας συμβάσεως, προβάλλοντας την υποχρέωση που βαρύνει τη France Télévisions, δυνάμει της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος που προβλέπεται στο άρθρο 34-2 του νόμου σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας, να επιτρέπει τη μεταφορά σήματος των καναλιών της από την Playmédia. Η France Télévisions άσκησε ανταγωγή κατά της Playmédia προβάλλοντας προσβολή των δικαιωμάτων της στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας.

    13.

    Έχοντας ηττηθεί τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ’ έφεση, όσον αφορά την αγωγή της και την ανταγωγή της France Télévisions, η Playmédia άσκησε αναίρεση. Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ανέστειλε τη διαδικασία επί της αιτήσεως αναιρέσεως εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

    14.

    Παράλληλα με τις προαναφερθείσες δικαστικές διαδικασίες, η Playmédia προσέφυγε στο Conseil supérieur de l’audiovisuel (CSA) (ανώτατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, Γαλλία) για τη λύση της διαφοράς με τη France Télévisions. Σε συνέχεια μιας ήσσονος τροποποιήσεως του διαδικτυακού τόπου της Playmédia, η οποία κρίθηκε αναγκαία από το CSA, το τελευταίο, με απόφαση της 27ης Μαΐου 2015, κάλεσε τη France Télévisions να μην αντιταχθεί στη μετάδοση των προγραμμάτων της στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο. Η France Télévisions κατέθεσε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής.

    15.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει επιχείρηση η οποία προτείνει την παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο να θεωρηθεί, εξ αυτού και μόνον του γεγονότος, ως επιχείρηση η οποία εκμεταλλεύεται δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για τη διάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 31 της οδηγίας [2002/22];

    2)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί ένα κράτος μέλος, χωρίς να παραβεί την οδηγία [2002/22] ή άλλους κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προβλέψει υποχρέωση μεταφοράς σήματος για τη μετάδοση συγκεκριμένων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών η οποία βαρύνει ταυτόχρονα επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να εκμεταλλεύονται τέτοια δίκτυα, προτείνουν την παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο;

    3)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μπορούν τα κράτη μέλη να μην εξαρτήσουν την υποχρέωση μεταφοράς σήματος, όσον αφορά τους διανομείς υπηρεσιών οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, από όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 31 της οδηγίας [2002/22], ενώ οι προϋποθέσεις αυτές θα επιβληθούν βάσει της οδηγίας στους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων;

    4)

    Μπορεί ένα κράτος μέλος το οποίο θέσπισε υποχρέωση μεταφοράς σήματος για τη μετάδοση συγκεκριμένων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών σε ορισμένα δίκτυα να προβλέψει για τις εν λόγω υπηρεσίες, χωρίς να παραβεί την οδηγία [2002/22], την υποχρέωση αποδοχής της μεταδόσεώς τους στα δίκτυα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της μεταδόσεως σε διαδικτυακό τόπο, όταν η επίμαχη υπηρεσία μεταδίδει η ίδια τα προγράμματά της στο Διαδίκτυο;

    5)

    Όσον αφορά την προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 31 της οδηγίας [2002/22], κατά την οποία σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών των δικτύων τα οποία υπέχουν υποχρέωση μεταφοράς σήματος πρέπει να τα χρησιμοποιεί ως το κύριο μέσο λήψεως ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, πρέπει αυτή να εκτιμάται, στην περίπτωση μεταδόσεως μέσω Διαδικτύου, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των χρηστών που παρακολουθούν προγράμματα σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο ή μόνον των χρηστών του διαδικτυακού τόπου ο οποίος υπέχει υποχρέωση μεταφοράς σήματος;»

    16.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαΐου 2017. Η France Télévisions, η Playmédia, η Γαλλική, η Λιθουανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η France Télévisions, η Playmédia, η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέστησαν διά των εκπροσώπων τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 30 Μαΐου 2018.

    Ανάλυση

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    17.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν μια επιχείρηση που προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση που παρέχει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για τη διάδοση εκπομπών ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών καναλιών στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22.

    18.

    Όπως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις στην παρούσα υπόθεση, με εξαίρεση την Playmédia, φρονώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι αρνητική.

    19.

    Οι οδηγίες που συνιστούν το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέρος του οποίου αποτελεί η οδηγία 2002/22, βασίζονται σε μια πολύ σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, της παροχής των υποδομών των δικτύων αυτών και, αφετέρου, της παροχής του περιεχομένου που μεταδίδεται από τα δίκτυα αυτά ή άλλων υπηρεσιών που παρέχονται μέσω των δικτύων αυτών. Η διάκριση αυτή προκύπτει σαφώς από διάφορες διατάξεις των εν λόγω οδηγιών.

    20.

    Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2002/21 αναφέρει ότι «είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ρύθμιση της μετάδοσης από τη ρύθμιση του περιεχομένου». Το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες «δεν καλύπτει, επομένως, το περιεχόμενο υπηρεσιών που παρέχονται μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών». Η διάκριση αυτή αντικατοπτρίζεται εν συνεχεία στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21, το οποίο ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία καθώς και οι ειδικές οδηγίες δεν θίγουν τα μέτρα που λαμβάνονται για την επιδίωξη στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως σχετικά με τη ρύθμιση του περιεχομένου και την πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα. Τέλος, ο ορισμός των υπηρεσιών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που καλύπτονται από το κοινό κανονιστικό πλαίσιο, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2002/21, αποκλείει ρητώς τις «υπηρεσίες που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου». Μεταξύ των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ( 8 ), ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει εκείνες «οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών».

    21.

    Η εν λόγω εξαίρεση των υπηρεσιών που συνίστανται στην παροχή περιεχομένου, όσον αφορά την υποχρέωση μεταφοράς σήματος, απαντά επίσης στην οδηγία 2002/22. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας αυτής αναφέρει ρητώς ότι «οι υπηρεσίες που προσφέρουν περιεχόμενο, όπως προσφορά προς πώληση μιας δέσμης περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών, δεν καλύπτονται από το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι πάροχοι των υπηρεσιών αυτών δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές».

    22.

    Συνεπώς, ακριβώς εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22, το οποίο καθιερώνει τη δυνατότητα να προβλεφθούν υποχρεώσεις μεταφοράς σήματος. Η διάταξη αυτή επιτρέπει την επιβολή τέτοιων υποχρεώσεων στις «επιχειρήσεις […] οι οποίες παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό». Η δε παροχή δικτύου ηλεκτρονικών υπηρεσιών ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2002/21 ως «η σύσταση, η λειτουργία, ο έλεγχος και η διάθεση τέτοιου δικτύου».

    23.

    Είναι σαφές ότι μια επιχείρηση που προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο δεν παρέχει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά περιεχόμενο το οποίο προωθείται στους χρήστες της με τη βοήθεια ενός τέτοιου δικτύου (εν προκειμένω, του Διαδικτύου). Συνεπώς, μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι πάροχος αλλά χρήστης του δικτύου αυτού. Η υπηρεσία της συνιστά σαφώς υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, αλλά δεν συνίσταται ούτε εν όλω ούτε κατά κύριο λόγο στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα, καθόσον η τελευταία διασφαλίζεται από τους παρόχους προσβάσεως στο Διαδίκτυο. Σύγχυση των δύο αυτών δραστηριοτήτων θα αντέβαινε στην ουδετερότητα των παρόχων προσβάσεως όσον αφορά το περιεχόμενο που μεταδίδεται, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 12 της οδηγίας 2000/31 ( 9 ).

    24.

    Επομένως, η Playmédia εσφαλμένως επικαλείται την εκμετάλλευση δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2002/21 και, ως εκ τούτου, την προβλεπόμενη στο άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22 υποχρέωση μεταφοράς σήματος. Η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη εκμετάλλευση συνίσταται στη διασφάλιση, έναντι αμοιβής, της λειτουργίας του δικτύου, πράγμα που προϋποθέτει ορισμένο βαθμό ελέγχου επί της λειτουργίας του. Χρήστης του οποίου ο ρόλος περιορίζεται στην προσφορά ορισμένου περιεχομένου προσβάσιμου μέσω του εν λόγω δικτύου δεν ασκεί τέτοιον έλεγχο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φορέας εκμεταλλεύσεώς του. Σε αντίθεση με όσα προβάλλει η Playmédia με τις παρατηρήσεις της, δεν αρκεί η χρήση ενός δικτύου για τις ανάγκες της οικονομικής της δραστηριότητας ούτως ώστε να ισχυριστεί ότι εκμεταλλεύεται ή παρέχει το δίκτυο αυτό. Επίσης, η δραστηριότητα της Playmédia δεν συνίσταται στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυο (Διαδίκτυο) αλλά στη δημιουργία τους. Οι πάροχοι δικτύου και προσβάσεως στο δίκτυο είναι εκείνοι που μεταφέρουν τα σήματα αυτά, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2002/21 τόσο στην Playmédia όσο και στους συνδρομητές της.

    25.

    Συνεπώς, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιχείρηση η οποία προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο δεν πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση η οποία παρέχει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για τη διάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    Επί του δευτέρου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    26.

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο αν η οδηγία 2002/22 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει στα κράτη μέλη την επιβολή υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος αντίστοιχης με την προβλεπόμενη στο άρθρο 31 της οδηγίας αυτής σε επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικού προγράμματος σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο.

    27.

    Πράγματι, είναι σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 34-2 του νόμου σχετικά με την ελευθερία επικοινωνίας, είναι ευρύτερο εκείνου του άρθρου 31 της οδηγίας 2002/22 και αφορά όχι μόνο τους παρόχους δικτύου αλλά επίσης τις επιχειρήσεις που προσφέρουν πρόσβαση σε τηλεοπτικά κανάλια στα δίκτυα τους. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους ενδοιασμούς που εξέφρασε η Γαλλική Κυβέρνηση ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατανοώ το συγκεκριμένο ερώτημα υπό την έννοια ότι με αυτό δεν επιδιώκεται εκτίμηση της νομιμότητας της υποχρεώσεως αυτής με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης εν γένει, άλλα μόνο κατά το μέτρο που θα εφαρμοζόταν σε επιχειρήσεις που προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο, και τούτο σε μια κατάσταση όπου τα ίδια αυτά προγράμματα έχουν ήδη διατεθεί στο Διαδίκτυο με ελεύθερη πρόσβαση από τους τηλεοπτικούς οργανισμούς.

    28.

    Μια τέτοια υποχρέωση μεταφοράς σήματος έχει αναγκαστικά ως συνέπεια την επιβάρυνση των εμπλεκόμενων τηλεοπτικών οργανισμών με την υποχρέωση να επιτρέπουν τη μετάδοση των προγραμμάτων τους από τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος. Εξάλλου, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι επί του παρόντος, ιδίως στο Διαδίκτυο, η υποχρέωση αυτή που βαρύνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς (υποχρέωση προσφοράς, «must offer») συχνά διαδραματίζει πολύ πιο σημαντικό ρόλο από εκείνον της ίδιας της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος («must carry»). Πράγματι, στην περίπτωση του Διαδικτύου, λείπει ο κύριος λόγος εισαγωγής της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος, ο οποίος ήταν η περιορισμένη χωρητικότητα μεταδόσεως των δικτύων. Αντιθέτως, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του Διαδικτύου, οι επιχειρήσεις αναζητούν ελκυστικό περιεχόμενο, ικανό να δημιουργήσει κίνηση στους ιστοτόπους τους και να αυξήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τα έσοδά τους από διαφημίσεις. Επομένως, είναι πολύ ευνοϊκό για αυτές να υπόκεινται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος, ή μάλλον, όπως άλλωστε το εξέφρασε η Playmédia με τις παρατηρήσεις της, να επωφελούνται από αυτήν, όπως επωφελούνται επίσης από την υποχρέωση προσφοράς («must offer») η οποία βαρύνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς.

    29.

    Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να αναλυθούν από κοινού το δεύτερο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, ούτως ώστε να εξεταστεί η συμβατότητα τόσο της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος («must carry») όσο και της υποχρεώσεως προσφοράς («must offer»). Ως εκ τούτου, το ερώτημα πρέπει να είναι αν η οδηγία 2002/22 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιβάλει υποχρέωση μεταφοράς σήματος σε επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 31 της οδηγίας αυτής και οι οποίες προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο, συνοδευόμενης της υποχρεώσεως αυτής από αμοιβαία υποχρέωση για τους εμπλεκόμενους τηλεοπτικούς οργανισμούς να μην αντιτάσσονται σε αυτή τη μεταφορά σήματος.

    30.

    Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημάνω ότι το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιορίζει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, εκτός από την ίδια την οδηγία 2002/22, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιταχθούν σε μια τέτοια υποχρέωση. Αν και ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις, και ιδίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έθιξαν εν συντομία ορισμένα πιθανά νομικά ζητήματα, το ερώτημα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο διεξοδικής συζητήσεως ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης ούτε στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία όσον αφορά τη συμβατότητα της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος μπορούν να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Περαιτέρω, το ζήτημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί, κατά τις παρασχεθείσες από τους διαδίκους της κύριας δίκης πληροφορίες, αντικείμενο χωριστής διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο και το Δικαστήριο έθεσε ειδική ερώτηση επ’ αυτού προς απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, θα εξετάσω τα δύο αυτά ζητήματα, καθόσον εκτιμώ ότι πράγματι δημιουργούν ορισμένες δυσκολίες.

    Η οδηγία 2002/22

    31.

    Όπως έχω ήδη επισημάνει στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών κάνει σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, παροχής υποδομών και, αφετέρου, παροχής περιεχομένου. Μόνο η παροχή υποδομών διέπεται από το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο, ενώ το περιεχόμενο παραμένει εξ ολοκλήρου εκτός του πεδίου του. Συνεπώς, οι διατάξεις του κοινού κανονιστικού πλαισίου δεν αποτελούν εμπόδιο για τις διατάξεις σχετικά με το περιεχόμενο, είτε εισάγονται σε επίπεδο Ένωσης είτε σε εθνικό επίπεδο. Τούτο συνάγεται με σαφήνεια από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21. Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται επίσης, όσον αφορά ειδικότερα τις διατάξεις σχετικά με την υποχρέωση μεταφοράς σήματος, από την αιτιολογική σκέψη 45, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2002/22.

    32.

    Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 2002/22 δεν αντιτίθενται σε μια τέτοια υποχρέωση που θα μπορούσε να εισαχθεί από ένα κράτος μέλος όσον αφορά επιχειρήσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 31 της οδηγίας αυτής.

    Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

    33.

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε τέτοιου είδους υποχρέωση μεταφοράς σήματος, είτε εμπίπτει είτε όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/22, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ ( 10 ). Τούτο συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η υποχρέωση αυτή πρέπει να επιβάλλεται μόνο στις ημεδαπές επιχειρήσεις, επειδή καθορίζει ευθέως τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην αγορά υπηρεσιών ενός κράτους μέλους ( 11 ). Πράγματι, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος αφορά συνήθως τα εθνικά τηλεοπτικά κανάλια, καθώς αυτά είναι εκείνα που πραγματώνουν τους στόχους της πολιτιστικής πολιτικής επί των οποίων βασίζεται η υποχρέωση αυτή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αλλοδαποί τηλεοπτικοί οργανισμοί βρίσκονται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση καθόσον, χωρίς να έχουν την επίμαχη υποχρέωση, οφείλουν να διαπραγματεύονται την πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς σήματος με όρους αγοράς.

    34.

    Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, ιδίως, για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος σχετικούς με την πολιτιστική πολιτική ( 12 ). Ωστόσο, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις ούτως ώστε να είναι δικαιολογημένη, και συγκεκριμένα να επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτιστικής πολιτικής που ακολουθεί το κράτος αυτό, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην επικράτειά του τηλεοπτικών προγραμμάτων και να μην είναι δυσανάλογη με τον σκοπό αυτόν, πράγμα που προϋποθέτει ότι η υποχρέωση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά ( 13 ).

    35.

    Η εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια. Ωστόσο, σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, όπου ο εμπλεκόμενος τηλεοπτικός οργανισμός μεταδίδει ο ίδιος τα προγράμματά του με ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, ενώ η επιχείρηση η οποία εν προκειμένω υπόκειται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος πραγματοποιεί τη μεταφορά αυτή μέσω διαδικτυακού συνδέσμου προς τον ιστότοπο του εν λόγω τηλεοπτικού οργανισμού, εύλογα θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε αν εξακολουθεί να υφίσταται γενικό συμφέρον όσον αφορά αυτή την υποχρέωση μεταφοράς σήματος. Δεν θα ήταν επαρκής, παραδείγματος χάριν, η επιβαλλόμενη στον εμπλεκόμενο τηλεοπτικό οργανισμό, ο οποίος είναι δημόσια επιχείρηση, υποχρέωση μεταδόσεως των προγραμμάτων του με ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, όπως ούτως ή άλλως αυτός πράττει;

    36.

    Όπως προβλέφθηκε αρχικά, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος αφορούσε την αναμετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων μεταδιδόμενων από συγκεκριμένο τεχνικό μέσο (κατ’ αρχήν, επίγειο) με τη βοήθεια διαφορετικού τεχνικού μέσου (καλωδιακού ή δορυφορικού). Δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι οι θεατές που χρησιμοποιούσαν καλωδιακό ή δορυφορικό τεχνικό μέσο μπορεί να μη διέθεταν τον απαιτούμενο τεχνικό εξοπλισμό, ούτως ώστε να λαμβάνουν επίγειες μεταδόσεις, ή να βρίσκονταν εκτός της ζώνης καλύψεως των μεταδόσεων αυτών. Επιπρόσθετα, οι τηλεοπτικοί δέκτες δεν επέτρεπαν πάντοτε την ταυτόχρονη χρήση περισσότερων μέσων λήψεως σήματος: η χρήση του καλωδιακού απέκλειε τη λήψη επίγειας μεταδόσεως. Συνεπώς, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος εξασφάλιζε στους θεατές πρόσβαση σε ορισμένα τηλεοπτικά κανάλια ανεξαρτήτως της επιλογής τεχνικού μέσου λήψεως.

    37.

    Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πλέον επίκαιρα όσον αφορά την περίπτωση όπου τόσο η αρχική μεταφορά σήματος όσο και εκείνη που ενδεχομένως υπόκειται στην υποχρέωση μεταφοράς πραγματοποιούνται με το ίδιο τεχνικό μέσο, δηλαδή το Διαδίκτυο. Θεατής ο οποίος έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορεί να έχει πρόσβαση τόσο στον ιστότοπο της Playmédia όσο και σε εκείνον της France Télévisions. Επομένως, η αναμετάδοση των προγραμμάτων της France Télévisions από την Playmédia δεν αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση στα προγράμματα αυτά των θεατών που λαμβάνουν το τηλεοπτικό σήμα μέσω Διαδικτύου.

    38.

    Είναι αλήθεια ότι, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, ενδέχεται να ήταν πιο βολικό για τον χρήστη του Διαδικτύου να έχει πρόσβαση στα προγράμματα περισσότερων τηλεοπτικών οργανισμών μέσω διαδικτυακού τόπου αντί να χρειάζεται να περιηγείται μεταξύ των διαφορετικών ιστοτόπων των οργανισμών αυτών. Ωστόσο, εύλογα μπορούμε να διερωτηθούμε αν ένας τέτοιος ισχυρισμός ο οποίος βασίζεται στην ευκολία είναι σε θέση να δικαιολογήσει τους περιορισμούς που βαρύνουν τόσο τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος (η οποία, παραδείγματος χάριν, συνδέεται με υποχρέωση λήψεως της συγκαταθέσεως των δικαιούχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) όσο και τους εμπλεκόμενους τηλεοπτικούς οργανισμούς λόγω της υποχρεώσεως προσφοράς («must offer»). Η πτυχή αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το αιτούν δικαστήριο κατά την εξέταση της αναλογικότητας μιας ενδεχόμενης επιβολής υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος σε επιχειρήσεις που προσφέρουν μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο.

    39.

    Τέλος, υπενθυμίζω την άποψη που εξέφρασε η Γαλλική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση μεταφοράς σήματος που προβλέπεται από το γαλλικό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή σε επιχειρήσεις όπως η Playmédia. Η άποψη αυτή είναι αντίθετη με εκείνη του CSA, της γαλλικής ρυθμιστικής αρχής του οπτικοακουστικού τομέα. Περαιτέρω, αν και το Δικαστήριο προφανώς δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, οφείλω να επισημάνω ότι το άρθρο 34-2 του νόμου σχετικά με την ελευθερία της επικοινωνίας φαίνεται να απαιτεί την αναμετάδοση των επιγείως μεταδιδόμενων προγραμμάτων, ενώ η Playmédia περιορίζεται στην παροχή συνδέσμου προς την ιστοσελίδα της France Télévisions.

    40.

    Ασφαλώς, οι κανόνες που πλαισιώνουν την επιβολή τέτοιων υποχρεώσεων, είτε βασίζονται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22 είτε απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αποσκοπούν, κατ’ αρχάς, στην προστασία των υποκείμενων στις υποχρεώσεις αυτές επιχειρήσεων από δυσανάλογα βάρη. Ωστόσο, στο πλαίσιο του Διαδικτύου όπως αυτό περιγράφεται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, οι κανόνες αυτοί πρέπει να εγγυώνται επίσης ασφάλεια δικαίου για τους εμπλεκόμενους τηλεοπτικούς οργανισμούς. Πάντως, κατά την προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος πρέπει να εφαρμόζεται με διαφανή διαδικασία, βασισμένη σε κριτήρια αντικειμενικά, μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις και γνωστά εκ των προτέρων. Επομένως, κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να επιβάλλεται ή, με άλλα λόγια, να παρέχεται με ατομική πράξη κατόπιν αιτήσεως μιας επιχειρήσεως η οποία επιθυμεί να έχει πρόσβαση σε ελκυστικό περιεχόμενο, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η εν λόγω επιχείρηση εμπίπτει στη διάταξη του εσωτερικού δικαίου που προβλέπει την υποχρέωση αυτή.

    Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας

    41.

    Οι τηλεοπτικοί οργανισμοί απολαμβάνουν ορισμένα δικαιώματα επί των εκπομπών τους συγγενικά του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ( 14 ). Επιπλέον, οι εκπομπές αυτές μπορεί να συνιστούν ή να περιέχουν έργα που αυτά καθ’ εαυτά προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή με άλλα συγγενικά δικαιώματα ( 15 ). Οι τηλεοπτικοί οργανισμοί κατά κανόνα λαμβάνουν τη συγκατάθεση των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών ούτως ώστε να χρησιμοποιούν τα έργα αυτά στο πλαίσιο των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεών τους. Κατά τα λοιπά, τα έργα αυτά εξακολουθούν να προστατεύονται βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

    42.

    Είναι αλήθεια ότι, όπως υποστηρίζει η Playmédia, το ζήτημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος είναι ανεξάρτητο του ζητήματος αν πρόκειται για υποχρέωση που βαρύνει τους «κλασικούς» παρόχους δικτύου ή για υποχρέωση η οποία επιβάλλεται στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο. Ωστόσο, οι αλλαγές που εκτέθηκαν στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος («must carry») και, αφετέρου, της υποχρεώσεως προσφοράς («must offer») έχουν μεταβάλει επίσης την κατάσταση στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Πράγματι, όταν η υποχρέωση μεταφοράς σήματος λειτουργούσε σαφώς υπέρ των εμπλεκόμενων τηλεοπτικών οργανισμών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα ευρύτερης μεταφοράς σήματος, οι τηλεοπτικοί αυτοί οργανισμοί, ως δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, έτειναν να παρέχουν τη συγκατάθεσή τους στους υποκείμενους στην υποχρέωση αυτή παρόχους. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τύγχαναν σεβασμού δίχως να εγείρουν σοβαρό πρόβλημα στο πλαίσιο της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος. Τα πράγματα έχουν άλλως από τη στιγμή που η υποχρέωση αυτή εκλαμβάνεται, αντιθέτως, ως πλεονέκτημα για τις υποκείμενες σε αυτήν επιχειρήσεις. Οι τηλεοπτικοί οργανισμοί μπορούν να αντιτάσσονται στη μετάδοση των προγραμμάτων τους από παρόχους περιεχομένου τους οποίους εκλαμβάνουν ως ανταγωνιστές τους, για παράδειγμα στη διαφημιστική αγορά. Συνεπώς, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιβολή και εφαρμογή της υποχρεώσεως αυτής.

    43.

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι αναμετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο, απευθείας και σε συνεχή ροή, συνιστά παρουσίαση στο κοινό των έργων που περιλαμβάνονται στα εν λόγω προγράμματα, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29 ( 16 ). Το ίδιο ισχύει όταν πρόκειται για αναμετάδοση τηλεοπτικών καναλιών υποκείμενων σε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ( 17 ). Επομένως, εθνική ρύθμιση η οποία στερεί από τα έργα που περιλαμβάνονται στις μεταδόσεις των καναλιών αυτών την παρεχόμενη από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προστασία είναι ασύμβατη με την εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης ( 18 ).

    44.

    Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η αναμετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων στο Διαδίκτυο από επιχείρηση άλλη από τον τηλεοπτικό οργανισμό της αρχικής μεταδόσεως συνιστά κατ’ αρχήν παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29. Επομένως, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν μια τέτοια αναμετάδοση υποχρέωση μεταφοράς σήματος, σε συνδυασμό με υποχρέωση βαρύνουσα τους εμπλεκόμενους τηλεοπτικούς οργανισμούς να μην αντιτίθενται σε αυτή τη μεταφορά σήματος, δίχως να απαιτεί από τις εν λόγω επιχειρήσεις να λαμβάνουν προηγουμένως τη συγκατάθεση των δικαιούχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

    45.

    Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Playmédia με τις παρατηρήσεις της, η υποχρέωση μεταφοράς σήματος δεν υπερέχει έναντι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύουν τις τηλεοπτικές εκπομπές και τα έργα που περιλαμβάνονται στις εκπομπές αυτές. Τέτοια υπεροχή δεν προκύπτει από καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης περί του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μπορεί να υπόκεινται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος δεν τις απαλλάσσει από τις λοιπές νομικές υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη δραστηριότητα της μεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η υποχρέωση λήψεως της συγκαταθέσεως των εμπλεκόμενων δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

    46.

    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης όπου η υποχρέωση μεταφοράς σήματος δεν θα επιβάρυνε τους παρόχους των δικτύων οι οποίοι εμπίπτουν στο άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22 αλλά τους παρόχους περιεχομένου οι οποίοι δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή. Πράγματι, σε αντίθεση με τους παρόχους δικτύου οι οποίοι μεταδίδουν μόνο τα σήματα κατά τρόπο ουδέτερο σε σχέση με το περιεχόμενο που μεταδίδουν, οι πάροχοι περιεχομένου εκμεταλλεύονται οικονομικώς τα έργα που περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο αυτό, πράγμα που ευθέως εμπίπτει στο πεδίο των αποκλειστικών δικαιωμάτων που διαθέτουν οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση μεταφοράς σήματος σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις χωρίς να γίνονται σεβαστά τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα.

    47.

    Είναι αλήθεια ότι η θέση του Δικαστηρίου που προαναφέρθηκε στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων φαίνεται να έχει αμβλυνθεί κάπως με την απόφαση AKM ( 19 ). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε πράγματι ότι η ταυτόχρονη, χωρίς περικοπές και αλλοιώσεις, μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, μέσω καλωδιακής συνδέσεως στην εθνική επικράτεια, ήτοι με τεχνικό μέσο διάφορο εκείνου που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, καθόσον το κοινό προς το οποίο γίνεται η μετάδοση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί νέο κοινό ( 20 ). Εντούτοις, φρονώ ότι η λύση αυτή βασίζεται στην προϋπόθεση, η εξακρίβωση της συνδρομής της οποίας αφέθηκε στο αιτούν δικαστήριο, ότι οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είχαν λάβει υπόψη την εν λόγω αναμετάδοση κατά την παροχή της άδειας που έδωσαν για την αρχική μετάδοση ( 21 ).

    48.

    Η απόφαση AKM δεν είναι απολύτως σαφής επ’ αυτού. Ωστόσο, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα συνιστούσε καθαρή μεταστροφή του κανόνα που απορρέει από την απόφαση ITV Broadcasting κ.λπ. ( 22 ), σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση παρουσίας διαφορετικού τεχνικού τρόπου, το ερώτημα της υπάρξεως νέου κοινού δεν είναι κρίσιμο. Πάντως, η απόφαση AKM δεν δείχνει ότι το Δικαστήριο θέλησε μια τέτοια μεταστροφή ( 23 ).

    49.

    Στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν φαίνεται ότι οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έλαβαν υπόψη την αναμετάδοση των προγραμμάτων της France Télévisions από την Playmédia, καθόσον τώρα ένδικη διαδικασία επί του ζητήματος αυτού εκκρεμεί ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου). Εν πάση περιπτώσει, ο συνυπολογισμός του στοιχείου αυτού δεν μπορεί να τεκμαίρεται για τις ανάγκες υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος βαίνουσας πέραν εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22. Τούτο ισχύει ιδίως καθόσον, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι βέβαιο κατά το εσωτερικό γαλλικό δίκαιο ότι επιχειρήσεις όπως η Playmédia καλύπτονται από την υποχρέωση αυτή. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, δεν καλύπτονται, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την προσβαλλόμενη στην κύρια δίκη απόφαση. Η απόφαση αυτή εξάλλου εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της Playmédia, η οποία ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα να συμπεριλάβει τα προγράμματα της France Télévisions στις παροχές της. Είναι δε πολύ δύσκολο για τους δικαιούχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας να προβλέψουν ποιες από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο μπορεί να ενδιαφέρονται για την αναμετάδοση εκπομπών που περιλαμβάνουν έργα τους.

    50.

    Το γεγονός ότι η France Télévisions πραγματοποιεί επίσης άμεση αναμετάδοση των προγραμμάτων της στον δικό της διαδικτυακό τόπο δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, η αναμετάδοση στο Διαδίκτυο που πραγματοποιεί η Playmédia, όντας ανεξάρτητη από εκείνη που πραγματοποιεί η France Télévisions, πρέπει να θεωρηθεί ότι πραγματοποιείται με διαφορετικό τεχνικό μέσο και, κατά συνέπεια, πρέπει να αναλυθεί χωριστά με γνώμονα το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.

    51.

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της Playmédia ότι, από το 2014, πραγματοποιεί αναμετάδοση των προγραμμάτων της France Télévisions όχι με τη λήψη της επίγειας μεταδόσεως των προγραμμάτων αυτών αλλά μέσω συνδέσμου προς τα προγράμματα της France Télévisions τα οποία αναμεταδίδονται στον διαδικτυακό τόπο της τελευταίας. Από τη νομολογία δε του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δημιουργία τέτοιων συνδέσμων δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29 και, συνεπώς, δεν απαιτεί τη συγκατάθεση των δικαιούχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

    52.

    Ωστόσο, δεν έχει υποβληθεί ερώτημα ως προς το σημείο αυτό. Τα προδικαστικά ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση δεν αφορούν την εξέταση της δραστηριότητας της Playmédia μεμονωμένα, αλλά την ενδεχόμενη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να προβλέπουν υποχρέωση μεταφοράς σήματος για τους φορείς εκμεταλλεύσεως των διαδικτυακών τόπων. Φρονώ δε ότι μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να βασίζεται σε συνδέσμους προς τα αναμεταδιδόμενα στο Διαδίκτυο προγράμματα, λόγω του γεγονότος ότι τα προγράμματα που εμπίπτουν στην υποχρέωση αυτή δεν αναμεταδίδονται όλα αναγκαστικά, από τους τηλεοπτικούς οργανισμούς της αρχικής μεταδόσεως, στο Διαδίκτυο με ελεύθερη πρόσβαση. Περαιτέρω, κάθε διαδικτυακός σύνδεσμος εξαρτάται ως εκ της φύσεώς του από την πηγή του. Θα ήταν αρκετό ο τηλεοπτικός οργανισμός να παύσει να αναμεταδίδει τα προγράμματά του στο Διαδίκτυο ή να περιορίσει την πρόσβαση σε αυτά, ώστε η επιχείρηση η οποία υπόκειται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή. Επομένως, υποχρέωση μεταφοράς σήματος βασισμένη σε διαδικτυακούς συνδέσμους δεν θα ήταν βιώσιμη σε νομικό επίπεδο.

    Προτεινόμενη απάντηση

    53.

    Επομένως, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η οδηγία 2002/22 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιβάλει στις επιχειρήσεις που προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο υποχρέωση μεταδόσεως συγκεκριμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο, μια τέτοια υποχρέωση πρέπει να επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτιστικής πολιτικής που ακολουθεί αυτό το κράτος μέλος, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην επικράτειά του τηλεοπτικών προγραμμάτων και να μην είναι δυσανάλογη με τον σκοπό αυτόν, πράγμα που προϋποθέτει ότι η υποχρέωση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία βασιζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά. Η εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να λαμβάνουν προηγουμένως τη συγκατάθεση των δικαιούχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων που προστατεύουν το περιεχόμενο των εν λόγω προγραμμάτων.

    Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    54.

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν ένα κράτος μέλος το οποίο επιβάλλει υποχρέωση μεταφοράς σήματος εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 31 της οδηγίας 2002/22 δεσμεύεται από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η υποχρέωση αυτή σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

    55.

    Το άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κοινού κανονιστικού πλαισίου για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σκοπός του είναι να προστατεύει τις επιχειρήσεις που παρέχουν τα δίκτυα αυτά ή τις υπηρεσίες αυτές από δυσανάλογες υποχρεώσεις μεταφοράς σήματος που εμποδίζουν τη δραστηριότητα και την αποδοτικότητά τους. Ενδεχόμενη υποχρέωση μεταφοράς σήματος η οποία θα βάρυνε επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο κοινό πλαίσιο δεν υπόκειται σε αυτό το κανονιστικό πλαίσιο ( 24 ). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπόκειται στις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22.

    56.

    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μια επιχείρηση όπως η Playmédia δεν είναι πάροχος δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών αλλά πάροχος περιεχομένου, ενδεχόμενη υποχρέωση μεταφοράς σήματος βαρύνουσα μια τέτοια επιχείρηση θα ενέπιπτε στη ρύθμιση σχετικά με το περιεχόμενο και την πολιτική στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων. Ως εκ τούτου, απαίτηση σύμφωνα με την οποία η εθνική ρύθμιση σχετικά με το περιεχόμενο θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22 θα ερχόταν σε αντίθεση με τη ρητή εξαίρεση του πεδίου αυτού από το κοινό κανονιστικό πλαίσιο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21 ( 25 ), ακόμη και αν ο εθνικός νομοθέτης έχει την ελευθερία να εφαρμόζει τις προϋποθέσεις αυτές κατά τη βούλησή του.

    57.

    Επομένως, προτείνω να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι κράτος μέλος το οποίο επιβάλλει υποχρέωση μεταφοράς σήματος μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 της οδηγίας 2002/22 δεν δεσμεύεται από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

    Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

    58.

    Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την προϋπόθεση ότι σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών των δικτύων τα οποία υπόκεινται στην υποχρέωση μεταφοράς σήματος πρέπει να τα χρησιμοποιεί ως το κύριο μέσο λήψεως τηλεοπτικών εκπομπών. Τέτοια υποχρέωση προβλέπεται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22. Επομένως, το ερώτημα αυτό θα ήταν λυσιτελές μόνο στην περίπτωση που από την απάντηση στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα θα προέκυπτε ότι οι προϋποθέσεις επιβολής υποχρεώσεως μεταφοράς σήματος που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο είναι εφαρμοστέες σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης. Υπό το πρίσμα των απαντήσεων που προτείνω να δοθούν στα δύο αυτά ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα.

    Πρόταση

    59.

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω να απαντηθούν τα προδικαστικά ερωτήματα του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 31, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιχείρηση η οποία προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο διαδίκτυο δεν πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση η οποία παρέχει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για τη διάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    2)

    Η οδηγία 2002/22, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιβάλει στις επιχειρήσεις που προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συνεχή ροή και απευθείας στο Διαδίκτυο υποχρέωση μεταδόσεως συγκεκριμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο, μια τέτοια υποχρέωση πρέπει να επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως τη διασφάλιση, βάσει της πολιτιστικής πολιτικής που ακολουθεί αυτό το κράτος μέλος, της πολυφωνίας των παρεχόμενων στην επικράτειά του τηλεοπτικών προγραμμάτων και να μην είναι δυσανάλογη με τον σκοπό αυτό, πράγμα που προϋποθέτει ότι η υποχρέωση πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με διαφανή διαδικασία βασιζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις και είναι εκ των προτέρων γνωστά. Η εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να λαμβάνουν προηγουμένως τη συγκατάθεση των δικαιούχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων που προστατεύουν το περιεχόμενο των εν λόγω προγραμμάτων.

    3)

    Κράτος μέλος το οποίο επιβάλλει υποχρέωση μεταφοράς σήματος η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 της οδηγίας 2002/22 δεν δεσμεύεται από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο αυτό.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Η μεταβολή αυτή έχει παρατηρηθεί εδώ και καιρό. Βλ. Nikoltchev, S. (επιμ.), Avoir ou ne pas avoir les règles du must-carry, Observatoire européen de l’Audiovisuel, Στρασβούργο, 2005.

    ( 3 ) ΕΕ 2001, L 167, σ. 10.

    ( 4 ) ΕΕ 2002, L 108, σ. 33, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37) (στο εξής: οδηγία 2002/21).

    ( 5 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1).

    ( 6 ) Οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 2002/22).

    ( 7 ) Υπό τη μορφή που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

    ( 8 ) Κατά την έννοια της οδηγίας 2015/1535.

    ( 9 ) Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).

    ( 10 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, σκέψη 38).

    ( 11 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, σκέψεις 32 έως 36).

    ( 12 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, σκέψεις 41 και 42).

    ( 13 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (C‑250/06, EU:C:2007:783, διατακτικό).

    ( 14 ) Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29.

    ( 15 ) Ιδίως με το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29.

    ( 16 ) Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, ITV Broadcasting κ.λπ. (C‑607/11, EU:C:2013:147, σημείο 1 του διατακτικού).

    ( 17 ) Απόφαση της 1ης Μαρτίου 2017, ITV Broadcasting κ.λπ. (C‑275/15, EU:C:2017:144, διατακτικό).

    ( 18 ) Απόφαση της 1ης Μαρτίου 2017, ITV Broadcasting κ.λπ. (C‑275/15, EU:C:2017:144, διατακτικό).

    ( 19 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017 (C‑138/16, EU:C:2017:218).

    ( 20 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017, AKM (C‑138/16, EU:C:2017:218, σκέψεις 18, 26, 29 και 30).

    ( 21 ) Βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017, AKM (C‑138/16, EU:C:2017:218, σκέψεις 28 και 29, καθώς και πρώτο εδάφιο του διατακτικού).

    ( 22 ) Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013 (C‑607/11, EU:C:2013:147).

    ( 23 ) Ο κανόνας αυτός άλλωστε επιβεβαιώθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως AKM (C‑138/16, EU:C:2017:218), βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, VCAST (C‑265/16, EU:C:2017:913, σκέψεις 48 έως 50).

    ( 24 ) Σημεία 17 έως 25 των παρουσών προτάσεων.

    ( 25 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Kabel Deutschland Vertrieb und Service (C‑336/07, EU:C:2008:765, σκέψη 34).

    Top