EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0160

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 25ης Ιανουαρίου 2018.
Raoul Thybaut κ.λπ. κατά Région wallonne.
Αίτηση του Conseil d'État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2001/42/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Έννοια των “σχεδίων και προγραμμάτων” – Άρθρο 3 – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων – Περίμετρος αστικού αναδασμού – Δυνατότητα παρεκκλίσεως από κανόνες πολεοδομικού σχεδιασμού – Τροποποίηση των “σχεδίων και προγραμμάτων”.
Υπόθεση C-160/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:40

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JULIANE KOKOTT

της 25ης Ιανουαρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑160/17

Raoul Thybaut,

Johnny De Coster,

Frédéric Romain

κατά

Région wallonne,

παρεμβαίνοντες:

Commune d’Orp-Jauche,

Bodymat SA

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2001/42/ΕΚ – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων – Σχέδια και προγράμματα – Ορισμός – Περίμετρος αστικού αναδασμού – Διευκόλυνση της παρεκκλίσεως από κανόνες πολεοδομικού σχεδιασμού»

I. Εισαγωγή

1.

Η έννοια των όρων «σχέδια και προγράμματα» είναι κομβικής σημασίας για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων ( 2 ) (στο εξής: οδηγία ΣΕΠΕ, όπου η συντομογραφία ΣΕΠΕ σημαίνει «στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων»). Μολονότι το Δικαστήριο παρέσχε προσφάτως διευκρινίσεις ως προς την ερμηνεία της έννοιας αυτής ( 3 ), εντούτοις, όπως καταδεικνύει και η υπόθεση Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑671/16), επί της οποίας αναπτύσσω επίσης σήμερα προτάσεις, στο πλαίσιο αυτό εξακολουθούν να υπάρχουν ανεπίλυτα ζητήματα.

2.

Ειδικότερα, στην παρούσα προδικαστική διαδικασία πρέπει να διευκρινιστεί αν ο καθορισμός μιας «περιμέτρου αστικού αναδασμού» από την Κυβέρνηση της Βαλονίας πρέπει να χαρακτηρισθεί ως σχέδιο ή πρόγραμμα και, κατά συνέπεια, αν χρήζει ενδεχομένως εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ο καθορισμός αυτός περιορίζεται μεν στην οριοθέτηση της περιμέτρου, έχει όμως ιδίως ως αποτέλεσμα ότι διευκολύνει την παρέκκλιση, εντός της περιμέτρου αυτής, από ορισμένους πολεοδομικούς κανόνες.

3.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται ταυτόχρονα να λάβει υπόψη τη νομολογία του κατά την οποία η κατάργηση σχεδίων και προγραμμάτων μπορεί ομοίως, ως σχέδιο ή πρόγραμμα, να χρήζει εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ( 4 ).

4.

Κατά την απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα πρέπει, σε τελική ανάλυση, να ληφθεί υπόψη ότι η ανάγκη στρατηγικής εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων εξαρτάται και από το ποια είδη έργων αφορά η εκάστοτε πράξη. Πράγματι, η οδηγία ΣΕΠΕ προβλέπει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων όχι μόνον για την περίπτωση που το σχέδιο ή το πρόγραμμα καθορίζει πλαίσιο για έργα τα οποία υπάγονται στην οδηγία ΕΠΕ ( 5 ) (άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ), αλλά και όταν καθορίζεται πλαίσιο για άλλα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (άρθρο 3, παράγραφος 4), καθώς και για σχέδια και προγράμματα τα οποία υποβάλλονται στην ειδική εκτίμηση κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων ( 6 ) (άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Οι σκοποί της οδηγίας ΣΕΠΕ καθορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 1:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.»

6.

Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ ορίζει τα σχέδια και προγράμματα ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)

ως “σχέδια και προγράμματα” νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους:

που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και

που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.»

7.

Για τη διαφορά της κύριας δίκης ενδιαφέρον παρουσιάζει ιδίως η υποχρέωση πραγματοποιήσεως στρατηγικής εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 4 και 5, της οδηγίας ΣΕΠΕ:

«2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:

α)

τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ [της οδηγίας ΕΠΕ], ή

β)

για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της [οδηγίας περί οικοτόπων].

[…]

(4)   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

(5)   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4 ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Προς τον σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.»

Β.   Το εθνικό δίκαιο

8.

Το άρθρο 127 του κώδικα χωροταξίας, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Περιφέρειας της Βαλονίας περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη σχέση μεταξύ της περιμέτρου του αστικού αναδασμού και της πολεοδομικής άδειας:

«§ 1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 88, 89, 107 και 109, η [άδεια δομήσεως] εκδίδεται από την Κυβέρνηση […]:

στην περίπτωση που αφορά έργα και εργασίες εντός της περιμέτρου αστικού αναδασμού·

η περίμετρος καθορίζεται με απόφαση της κυβερνήσεως· […] η περίμετρος αφορά κάθε σχέδιο αστικής αναπτύξεως με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό και την ανάπτυξη αστικών λειτουργιών το οποίο απαιτεί τη δημιουργία, την τροποποίηση, τη διεύρυνση, την κατάργηση ή την υπερκάλυψη χερσαίου οδικού δικτύου και κοινόχρηστων χώρων·

[…]

§ 3. […] η άδεια μπορεί να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση από το ρυθμιστικό σχέδιο του τομέα, από το δημοτικό χωροταξικό σχέδιο, από τον δημοτικό πολεοδομικό κανονισμό ή από το σχέδιο ευθυγραμμίσεως οδών.»

9.

Το άρθρο 181 του κώδικα χωροταξίας, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Περιφέρειας της Βαλονίας επιτρέπει την απαλλοτρίωση ακινήτων εντός περιμέτρου αστικού αναδασμού:

«Η Κυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει την απαλλοτρίωση των ακινήτων που περικλείονται χάριν της κοινής ωφελείας:

[…]

στην περίμετρο αστικού αναδασμού».

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

10.

Οι R. Thybaut κ.λπ. άσκησαν ενώπιον του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Κυβερνήσεως της Βαλονίας, της 3ης Μαΐου 2012, περί καθορισμού, στο χωριό d’Orp‑Jauche (Brabant wallon, Βέλγιο), μιας «περιμέτρου αστικού αναδασμού» επιφανείας άνω των 4 εκταρίων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα υπόστεγα του πρώην εργοστασίου γεωργικού εξοπλισμού Ed. de Saint‑Hubert.

11.

Για τα έργα στην περίμετρο αυτήν ισχύει κατ’ ουσίαν ευνοϊκό καθεστώς απλοποιημένης διαδικασίας για την έκδοση αδείας, κατά το οποίο είναι δυνατή η παρέκκλιση από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, και απλοποιημένη διαδικασία απαλλοτριώσεων, καθώς θεωρείται ότι ισχύει τεκμήριο κοινής ωφελείας. Επιπλέον, αρμοδιότητα για την έκδοση της άδειας δομήσεως δεν έχει ο δήμος, αλλά η Κυβέρνηση της Βαλονίας.

12.

Η αίτηση περί καθορισμού «περιμέτρου αστικού αναδασμού» πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένο «σχέδιο αστικής αναπτύξεως» (κατεδάφιση και ανέγερση κτιρίων, διαμόρφωση οδών, ακάλυπτων χώρων κ.λπ.) για την εκτέλεση του οποίου χορηγείται, κατά περίπτωση, εκ των υστέρων χωριστή άδεια δομήσεως. Δεδομένου ότι η περίμετρος αστικού αναδασμού έχει κανονιστική ισχύ χωρίς χρονικό περιορισμό, το ευνοϊκό καθεστώς των απλοποιημένων διαδικασιών ισχύει για οποιοδήποτε μελλοντικό έργο, ακόμη κι αν αυτό δεν συνδέεται με το αρχικό σχέδιο αστικής αναπτύξεως.

13.

Εν προκειμένω, αίτηση περί καθορισμού «περιμέτρου αστικού αναδασμού» κατατέθηκε από την ανώνυμη εταιρία BODYMAT, η οποία σχεδιάζει την «αναμόρφωση των βιομηχανικών κτιρίων με άξονα ένα κατάστημα ιδιοκατασκευών, ένα κατάστημα τροφίμων και άλλα μικρά συμπληρωματικά καταστήματα […] [καθώς και] κατοικίες [και] νέο οδικό δίκτυο συνδεόμενο με το υφιστάμενο δίκτυο».

14.

Μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του σχεδίου αστικής αναπτύξεως της Bodymat εκπονήθηκε από γραφείο περιβαλλοντικών μελετών και συμβουλών.

15.

Οι αιτούντες της κύριας δίκης είναι ιδιώτες που κατοικούν πλησίον της περιμέτρου του αστικού αναδασμού. Επικαλούνται την οδηγία ΣΕΠΕ και υποστηρίζουν ότι η διεξαχθείσα στην παρούσα υπόθεση εκτίμηση δεν τηρεί τις επιταγές της οδηγίας, επειδή είναι ελλιπής, εσφαλμένη και παράτυπη.

16.

Η Κυβέρνηση της Βαλονίας είναι της γνώμης ότι εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν απαιτείται για την περίμετρο του αστικού αναδασμού, αλλά για το σχέδιο αστικής αναπτύξεως. Για το σχέδιο αστικής αναπτύξεως πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω εκτίμηση. Κατά την άποψη της κυβερνήσεως, η διοικητική αρχή ορθώς έκρινε ότι η εξέταση αυτή είναι πλήρης και περιλαμβάνει όσα στοιχεία είναι απαραίτητα για την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως.

17.

Μετά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Cour Constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) σχετικά με τη συμβατότητα των ρυθμίσεων σχετικά με τις περιμέτρους αστικού αναδασμού προς το Βελγικό Σύνταγμα, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

Εμπίπτει στην έννοια του σχεδίου ή προγράμματος κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [ΣΕΠΕ] η περίμετρος που προβλέπεται από διάταξη νομοθετικής φύσεως και καθορίζεται από περιφερειακή αρχή

η οποία έχει ως μόνο αντικείμενο την οριοθέτηση γεωγραφικής ζώνης στην οποία είναι δυνατόν να υλοποιηθεί σχέδιο αστικής αναπτύξεως, λαμβανομένου υπόψη ότι το σχέδιο αυτό που πρέπει να επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό –εν προκειμένω, τον επαναπροσδιορισμό και την ανάπτυξη αστικών λειτουργιών και απαιτεί τη δημιουργία, την τροποποίηση, τη διεύρυνση, την κατάργηση ή την υπερκάλυψη χερσαίου οδικού δικτύου και κοινόχρηστων χώρων–, δικαιολογεί την έγκριση της περιμέτρου, έγκριση η οποία συνεπάγεται επομένως την κατ’ αρχήν αποδοχή του σχεδίου, για το οποίο όμως πρέπει επίσης να εκδοθούν άδειες που απαιτούν τη διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων· και

η οποία έχει ως συνέπεια, από διαδικαστική άποψη, την εφαρμογή ευνοϊκότερης διαδικασίας εξαιρετικού χαρακτήρα επί των αιτήσεων αδείας για έργα ή εργασίες εντός αυτής της περιμέτρου, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός μεν, οι πολεοδομικές διατάξεις που ίσχυαν για τα εν λόγω γεωτεμάχια πριν από την έγκριση της περιμέτρου εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή, αφετέρου δε ότι κατ’ εφαρμογήν της ως άνω ευνοϊκότερης διαδικασίας μπορεί να καταστεί ευχερέστερη η εξαίρεση από τις διατάξεις αυτές·

και η οποία απολαύει τεκμηρίου κοινής ωφελείας για τη διενέργεια των απαλλοτριώσεων στο πλαίσιο του επισυναπτόμενου σε αυτήν σχεδίου απαλλοτριώσεων;

18.

Oι R. Thybaut κ.λπ., η Bodymat S.A., το Βασίλειο του Βελγίου καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Νοεμβρίου 2017, η οποία αφορούσε τόσο την παρούσα υπόθεση όσο και την υπόθεση C‑671/16, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. Στη διαδικασία επί της δεύτερης αυτής υποθέσεως μετέχει και το Βασίλειο της Δανίας.

IV. Νομική εκτίμηση

19.

Για να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί εν συντομία ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ «ορισμός» των σχεδίων και προγραμμάτων και, στη συνέχεια, η ερμηνεία της έννοιας αυτής από το Δικαστήριο.

Α.   Επί του ορισμού του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ

20.

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ, ως «σχέδια και προγράμματα» νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ένωση, καθώς και οι τροποποιήσεις τους τα οποία, πρώτον, εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και, δεύτερον, απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.

21.

Ήδη από τη διατύπωση του ερωτήματος του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) συνάγεται ότι, κατά την κρίση του, αναμφιβόλως πληρούνται και οι δύο αυτές προϋποθέσεις. Πράγματι, κατά το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), η επίμαχη περίμετρος καθορίστηκε με απόφαση περιφερειακής αρχής, ήτοι της Région wallonne (Περιφέρεια της Βαλονίας, Βέλγιο), οπότε πληρούται η πρώτη προϋπόθεση. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, μολονότι δεν προκύπτει καμία υποχρέωση καθορισμού της επίμαχης περιμέτρου, εντούτοις αρκεί συναφώς το μέτρο να διέπεται από εθνικές, νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν την αρμόδια αρχή για τη λήψη του και τη διαδικασία εκπονήσεώς του ( 7 ). Κατά το προδικαστικό ερώτημα, ο καθορισμός της περιμέτρου προβλέπεται νομοθετικά. Και η διάταξη αυτή, το άρθρο 127, παράγραφος 1, σημείο 8, του κώδικα χωροταξίας, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, καθορίζει επίσης τις αρμόδιες αρχές και τη διαδικασία εκπονήσεως.

Β.   Επί του περιεχομένου των απαιτήσεων των σχεδίων και προγραμμάτων

22.

Κατά το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), το ζήτημα ανάγεται, στην πραγματικότητα, στο αν οι έννομες συνέπειες του καθορισμού περιμέτρου αστικού αναδασμού αρκούν για να χαρακτηρισθεί η απόφαση περί καθορισμού ως σχέδιο ή πρόγραμμα υπό την έννοια της οδηγίας ΣΕΠΕ. Το ζήτημα αυτό παρέχει στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) την ευκαιρία να εφαρμόσει την προσφάτως διαμορφωθείσα ερμηνεία της έννοιας «σχέδια και προγράμματα» σε μια νέα περίπτωση.

23.

Κατά την ερμηνεία αυτή, με τους όρους «σχέδια και προγράμματα» νοείται «κάθε πράξη η οποία καθορίζει, θεσπίζοντας κανόνες και διαδικασίες ελέγχου που έχουν εφαρμογή στον οικείο τομέα, ένα σημαντικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση και την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων έργων ικανών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον» ( 8 ).

24.

Επί της ερμηνείας αυτής, εκθέτω, με τις προτάσεις που αναπτύσσω σήμερα στην υπόθεση C‑671/16, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ., ότι, για να διαπιστωθεί κατά πόσον συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα εμπίπτει στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ, πρέπει να εξετάζεται αν οι απαιτήσεις που ορίζει το συγκεκριμένο μέτρο ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ( 9 ).

25.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) απόκειται να εξακριβώσει αν η επίδικη περίμετρος αστικού αναδασμού πληροί τα κριτήρια αυτά.

26.

Για τον έλεγχο αυτό, φαίνεται εκ πρώτης όψεως σημαντικό ότι ο καθορισμός περιμέτρου αστικού αναδασμού δεν θέτει ρητώς θετικά κριτήρια και προϋποθέσεις για την αδειοδότηση και την εκτέλεση έργων, αλλά περιορίζεται στην οριοθέτηση μιας γεωγραφικής ζώνης. Αυτό θα μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχει ο εν λόγω καθορισμός σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

27.

Δύο επίσης από τις τρεις ρυθμίσεις που ισχύουν εντός της περιμέτρου αυτής, δηλαδή η διαφορετική αρμοδιότητα για την έκδοση αδειών και η δυνατότητα απαλλοτριώσεως εκτάσεων, δεν είναι αφ’ εαυτών ικανές να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

28.

Η τρίτη ειδική ρύθμιση για τις περιμέτρους αστικού αναδασμού είναι, πάντως, άλλης φύσεως. Κατά το άρθρο 127, παράγραφος 3, του κώδικα χωροταξίας, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Περιφέρειας της Βαλονίας, η άδεια για έργα στην περίμετρο αυτή μπορεί να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση από τους ισχύοντες κανόνες πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ρύθμιση αυτή αναφέρει συναφώς τα ρυθμιστικά σχέδια του τομέα, τα δημοτικά χωροταξικά σχέδια, τους δημοτικούς πολεοδομικούς κανονισμούς και τα σχέδια ευθυγραμμίσεως οδών.

29.

Η δυνατότητα παρεκκλίσεως από υφιστάμενους κανόνες παρουσιάζει ομοιότητες προς την κατάργηση τέτοιων κανόνων. Πράγματι, λόγω του καθορισμού περιμέτρου αστικού αναδασμού, μπορούν, καταρχήν, εντός του πεδίου αυτού να υλοποιηθούν έργα με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τα οποία απέκλειαν προηγουμένως οι κανόνες των υφισταμένων σχεδίων. Θα μπορούσαν να αναφερθούν, για παράδειγμα, οι περιορισμοί στις διαστάσεις των κτιρίων ή στις χρήσεις γης των οποίων δεν θα απαιτείται η τήρηση.

30.

Πάντως, στο σημείο αυτό εντοπίζεται έμμεσα ο δυνητικά σημαντικός καθορισμός κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση και την εκτέλεση έργων: οι συγκεκριμένες εκτάσεις καθίστανται ελκυστικές για όλα τα είδη έργων τα οποία προϋποθέτουν αποκλίσεις από υφιστάμενους πολεοδομικούς κανόνες.

31.

Για την κατάργηση σχεδίων και προγραμμάτων, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών και των αποτελεσμάτων των πράξεων καταργήσεως σχεδίου ή προγράμματος, θα ήταν αντίθετος προς τους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης και δυνάμενος να θίξει εν μέρει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας ΣΕΠΕ, ο άνευ ετέρου αποκλεισμός των πράξεων αυτών από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας ( 10 ). Πράγματι, η κατάργηση των κανόνων σχεδίου ή προγράμματος θα επηρέαζε επίσης ουσιωδώς το πλαίσιο αναφοράς για τη μελλοντική αδειοδότηση έργων ( 11 ). Οι σκέψεις αυτές ισχύουν επίσης και για την παροχή της δυνατότητας παρεκκλίσεως από υφιστάμενους πολεοδομικούς κανόνες.

32.

Βεβαίως ο καθορισμός και μόνο περιμέτρου αστικού αναδασμού δεν σημαίνει επιπλέον ότι όντως θα υλοποιηθούν έργα τα οποία εξαντλούν τις πράγματι υφιστάμενες δυνατότητες επιδράσεως στο περιβάλλον. Η συγκεκριμένη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθίσταται δυνατή μόνο κατά την αδειοδότηση μεταγενέστερων έργων. Αυτή όμως η στάθμιση ισχύει σε τελική ανάλυση για όλους τους κανόνες σχεδίων και προγραμμάτων: δημιουργούν απλώς το ενδεχόμενο περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οι οποίες μπορούν να επέλθουν από συγκεκριμένα έργα. Πάντως, ο νομοθέτης έλαβε προδήλως ως αφετηρία την παραδοχή ότι ο εν λόγω δυνητικός χαρακτήρας των κανόνων των σχεδίων και προγραμμάτων δεν αποκλείει την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

33.

Κατά συνέπεια, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα του Βελγίου και της Bodymat ότι δεν είναι ακόμη σαφές ποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα πρέπει να εξετασθούν.

34.

Ομολογουμένως, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων του καθορισμού περιμέτρου αστικού αναδασμού θα καλύψει επακριβώς τις μεταγενέστερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πράγματι, οι δυνατότητες παρεκκλίσεως από κανόνες πολεοδομικού σχεδιασμού δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένο έργο του οποίου οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να αξιολογηθούν, αλλά ισχύουν για όλα τα έργα που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον εντός της περιμέτρου αυτής, ακόμη και για έργα τα οποία δεν μπορούν ακόμη να προβλεφθούν.

35.

Πάντως, με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί τουλάχιστον, επί τη βάσει των δεδομένων στη συγκεκριμένη έκταση καθώς και του τεχνικού πλαισίου, να περιγραφούν, στο πλαίσιο ρεαλιστικής θεωρήσεως, οι ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ενδεχόμενη υλοποίηση έργων τα οποία δεν θα περιορίζονταν από τους ισχύοντες πολεοδομικούς κανόνες. Η μέθοδος αυτή θα συνέβαλλε ουσιωδώς στην ενίσχυση της διαφάνειας, διότι θα υποχρέωνε τις αρχές να διευκρινίσουν ποιες μελλοντικές εξελίξεις καθιστά δυνατές ο καθορισμός της περιμέτρου αστικού αναδασμού.

36.

Τέλος, ο χαρακτηρισμός της περιμέτρου αστικού αναδασμού ως σχεδίου ή προγράμματος δεν αποκλείεται λόγω του ότι θα ήταν καταρχήν δυνατόν η ενδεχόμενη παρέκκλιση από υφιστάμενους πολεοδομικούς κανόνες να ληφθεί πλήρως υπόψη στο πλαίσιο της διεξαγωγής εκτιμήσεως για μελλοντικά έργα σύμφωνα με την οδηγία ΕΠΕ.

37.

Ομολογουμένως, η πρωτοβουλία για την έκδοση της οδηγίας ΣΕΠΕ στηρίζεται στη συνειδητοποίηση ότι κατά τον χρόνο του ελέγχου βάσει της οδηγίας ΕΠΕ συγκεκριμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις υφίστανται ήδη λόγω προηγούμενων αποφάσεων σχεδιασμού και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος εκτιμήσεως δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν κατά την απόφαση περί του έργου ( 12 ). Εξ αυτού, όμως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την οδηγία ΣΕΠΕ είναι περιττή, εάν όλες οι οριζόμενες απαιτήσεις μπορούν να εξετασθούν και να αξιολογηθούν κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας ΕΠΕ.

38.

Συγκεκριμένα, πρώτον, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ότι για κάθε πιθανό έργο πρέπει να διενεργείται εκτίμηση κατά την οδηγία ΕΠΕ. Μόνον τα είδη έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα I και II της οδηγίας αυτής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, η οδηγία ΣΕΠΕ προβλέπει επίσης στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, ότι υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και σχέδια και προγράμματα τα οποία δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην με έργα τα οποία υπόκεινται στην οδηγία ΕΠΕ.

39.

Δεύτερον, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πρέπει να πραγματοποιείται όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε τα αποτελέσματά της να μπορούν ακόμη να επηρεάσουν ενδεχόμενες αποφάσεις. Ο στόχος αυτός δεν καταγράφεται μόνο στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας ΣΕΠΕ, αλλά και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου του Κιέβου ( 13 ), στο σημείο 7 του προοιμίου και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Espoo ( 14 ), στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της Συμφωνίας του Ώρχους ( 15 ), καθώς και στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ΕΠΕ ( 16 ).

40.

Και τρίτον, ενδεχόμενη παράλληλη εκτίμηση κατά τις δύο οδηγίες δεν σημαίνει ότι επιβάλλεται η διεξαγωγή περιττών διπλών εκτιμήσεων. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα της πρώτης εκτιμήσεως μπορούν (και πρέπει), σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας ΣΕΠΕ, να χρησιμοποιηθούν εκ νέου στο πλαίσιο της δεύτερης εκτιμήσεως, εν πάση περιπτώσει στο μέτρο που θα είναι (ακόμη) αξιόπιστα για τη δεύτερη εκτίμηση ( 17 ).

41.

Το ζήτημα, πάντως, αν ο καθορισμός περιμέτρου αστικού αναδασμού πρέπει πράγματι να θεωρηθεί σημαντικός υπό την έννοια της αποφάσεως D’Oultremont εξαρτάται από τους κανόνες των υφισταμένων σχεδίων από τους οποίους μπορεί να χωρήσει παρέκκλιση. Όσο μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν οι κανόνες αυτοί, τόσο σημαντικότερη είναι η παροχή της δυνατότητας παρεκκλίσεως.

42.

Το εθνικό δικαστήριο πρέπει, επομένως, να εξετάσει αν οι υφιστάμενοι κανόνες σχεδιασμού από τους οποίους μπορεί να χωρήσει παρέκκλιση εμποδίζουν, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων τοπικών δεδομένων, έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

V. Πρόταση

43.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως ακολούθως:

Μια πράξη η οποία, εντός συγκεκριμένης περιμέτρου, επιτρέπει, κατά την αδειοδότηση έργων, παρέκκλιση από πολεοδομικούς κανόνες συγκεκριμένων σχεδίων πρέπει να χαρακτηρίζεται ως σχέδιο ή πρόγραμμα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, εφόσον οι υφιστάμενοι πολεοδομικοί κανόνες, από τους οποίους μπορεί να χωρήσει παρέκκλιση, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων τοπικών δεδομένων, εμποδίζουν έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30).

( 3 ) Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, D’Oultremont κ.λπ. (C‑290/15, EU:C:2016:816, σκέψη 49).

( 4 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑567/10, EU:C:2012:159, σκέψεις 39 επ.).

( 5 ) Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2011, L 26, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 124, σ. 1).

( 6 ) Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του περιβάλλοντος, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ 2013, L 158, σ. 193).

( 7 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 31).

( 8 ) Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, D’Oultremont κ.λπ. (C‑290/15, EU:C:2016:816, σκέψη 49).

( 9 ) Βλ. τα σημεία 18 έως 27 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑671/16 (Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ.).

( 10 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 41).

( 11 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 39).

( 12 ) Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον [COM(96) 511 τελικό, σ. 6]. Βλ. επίσης τις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Terre wallonne και Inter‑Environnement Wallonie (C‑105/09 και C‑110/09, EU:C:2010:120, σημεία 31 και 32) καθώς και τις σημερινές προτάσεις μου στην υπόθεση Inter‑Environnement Bruxelles κ.λπ. (C‑671/16, σημεία 43 και 44).

( 13 ) Πρωτόκολλο του 2003 για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση της σύμβασης της ΟΕΕ/ΗΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο η οποία υπογράφηκε στο Espoo το 1991 (ΕΕ 2008, L 308, σ. 35), το οποίο κυρώθηκε με την απόφαση 2008/871/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 308, σ. 33).

( 14 ) Σύμβαση του 1991 για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο (ΕΕ 1992, C 104, σ. 7)· κατά την πρόταση για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της πρώτης και της δεύτερης τροποποίησης της Σύμβασης του Espoo της ΟΕΕ/ΟΗE για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο [COM(2007) 470 τελικό], η Κοινότητα ενέκρινε τη Σύμβαση αυτή στις 27 Ιουνίου 1997 με μη δημοσιευθείσα απόφαση του Συμβουλίου η οποία κατά τα φαινόμενα ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1996 (βλ. πρόταση για την πρώτη απόφαση του Συμβουλίου, ΕΕ 1992, C 104, σ. 5).

( 15 ) Συμφωνία του 1998 για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (ΕΕ 2005, L 124, σ. 4), η οποία κυρώθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1).

( 16 ) Βλ. και τις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Comune di Corridonia κ.λπ. (C‑196/16 και C‑197/16, EU:C:2017:249, σημεία 25 και 26).

( 17 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Valčiukienė κ.λπ. (C‑295/10, Συλλογή, EU:C:2011:608, σκέψεις 61 και 62), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής (C‑473/14, EU:C:2015:582, σκέψη 58).

Top