Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0109

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl της 21ης Μαρτίου 2018.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:201

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    NILS WAHL

    της 21ης Μαρτίου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C‑109/17

    Bankia SA

    κατά

    Juan Carlos Marí Merino

    Juan Pérez Gavilán

    María de la Concepción Marí Merino

    [αίτηση του Juzgado de Primera Instancia No 5 de Cartagena
    (πρωτοδικείο αριθ. 5 Καρθαγένης, Ισπανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Εκ νέου εκτίμηση της αξίας ακινήτου πριν από τον πλειστηριασμό – Έλεγχος αθέμιτων πρακτικών στο πλαίσιο εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως – “Κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα” για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Σχέση με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να εφαρμόζει κώδικα συμπεριφοράς βάσει της οδηγίας 2005/29)

    1.

    Είναι απαραίτητο, για τη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία 2005/29/ΕΚ, να προβλέπεται δυνατότητα εξετάσεως, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση διαδίκου, αθέμιτων εμπορικών πρακτικών σε διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως ( 2 ); Αυτό είναι το βασικό ζήτημα της υποθέσεως που παραπέμφθηκε από το Juzgado de Primera Instancia No 5 de Cartagena (πρωτοδικείο αριθ. 5 Καρθαγένης, Ισπανία).

    2.

    Το ζήτημα που εγείρεται στην υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι παρόμοιο με ζητήματα που έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο σε σχέση με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, αναφορικά με καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 3 ). Ως εκ τούτου, μία πτυχή των παρουσών προτάσεων θα είναι η ανάλυση των επιπέδων προστασίας που θεσπίζουν οι δύο αυτές νομοθετικές πράξεις προστασίας των καταναλωτών.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    3.

    Στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2005/29, ως «κώδικας συμπεριφοράς» ορίζεται «κάθε συμφωνία ή σύνολο κανόνων που δεν επιβάλλονται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη κράτους μέλους και που ορίζει τη συμπεριφορά των εμπόρων, οι οποίοι αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από τον κώδικα όσον αφορά μια ή περισσότερες συγκεκριμένες εμπορικές πρακτικές ή επιχειρηματικούς τομείς».

    4.

    Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29 ορίζεται στο άρθρο 3 ως εξής:

    «1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.

    2.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των συμβάσεων και, ιδίως, των κανόνων εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης.

    […]

    4.   Σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας με άλλους κοινοτικούς κανόνες που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι τελευταίοι επικρατούν και εφαρμόζονται επί των πτυχών αυτών.

    […]»

    5.

    Το άρθρο 10 της οδηγίας 2005/29 (με τίτλο «Κώδικες συμπεριφοράς») προβλέπει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει τον έλεγχο αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από ιδιοκτήτες κωδίκων συμπεριφοράς, τον οποίο ενδεχομένως ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη, ούτε και την προσφυγή σε τέτοιους φορείς από τα πρόσωπα ή τις οργανώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11, εφόσον οι διαδικασίες ενώπιον των φορέων αυτών προβλέπονται επιπροσθέτως των δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.

    Η προσφυγή σε παρόμοιους φορείς ελέγχου δεν σημαίνει ποτέ παραίτηση από το δικαίωμα δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής κατά το άρθρο 11 της παρούσας οδηγίας.»

    6.

    Το άρθρο 11 της οδηγίας αυτής ρυθμίζει την επιβολή των διατάξεών της ως εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας προς το συμφέρον των καταναλωτών.

    Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που κατά την εθνική νομοθεσία έχουν έννομο συμφέρον για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών, θα μπορούν:

    α)

    να προσβάλλουν δικαστικά την αθέμιτη αυτή πρακτική,

    και/ή

    β)

    να φέρουν τη διαφήμιση αυτή ενώπιον διοικητικού οργάνου αρμόδιου είτε να αποφασίσει σχετικά με τις προσφυγές είτε να κινήσει τις κατάλληλες νόμιμες διαδικασίες.

    […]

    2.   Στα πλαίσια των νομοθετικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη αναθέτουν στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές εξουσίες βάσει των οποίων μπορούν, όταν κρίνουν τα μέτρα αυτά αναγκαία και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον:

    α)

    να διατάζουν την παύση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ή να παραπέμπουν το ζήτημα στα αρμόδια δικαστήρια προς έκδοση απόφασης για την παύση των πρακτικών αυτών,

    ή

    β)

    στην περίπτωση που η αθέμιτη εμπορική πρακτική δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί αλλά επίκειται η εφαρμογή της, να την απαγορεύουν ή να παραπέμπουν το ζήτημα στα αρμόδια δικαστήρια προς έκδοση απόφασης για την απαγόρευση της πρακτικής,

    έστω και αν δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημία ή βλάβη, ούτε δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του εμπορευομένου.

    […]»

    7.

    Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/29, με τίτλο «Κυρώσεις», τα «κράτη μέλη καθορίζουν κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της επιβολής αυτών των κυρώσεων. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές».

    Β.   Το ισπανικό δίκαιο

    1. Νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού

    8.

    Στα άρθρα 4, 5, 7 και 8 του Ley de Competencia Desleal (νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού) της 10ης Ιανουαρίου 1991, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 29 της 30ής Δεκεμβρίου 2009, ορίζονται τα είδη των πράξεων που θεωρούνται καταχρηστικές στις συναλλαγές μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών, βάσει του ισπανικού δικαίου.

    9.

    Στο άρθρο 32 του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού ορίζονται τα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν κατά πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού και απαριθμούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής: i) αγωγή για την αναγνώριση του αθέμιτου χαρακτήρα, ii) αγωγή με αίτημα την παύση της αθέμιτης συμπεριφοράς ή την απαγόρευση της επαναλήψεώς της στο μέλλον, iii) αγωγή για την άρση των συνεπειών της αθέμιτης συμπεριφοράς, και iv) αγωγή αποζημιώσεως για ζημία που προκλήθηκε από την αθέμιτη συμπεριφορά, εάν υπάρχει δόλος ή αμέλεια εκείνου που προέβη σε αυτήν.

    2. Γενικός νόμος για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών

    10.

    O Ley General de Defensa de Consumidores y Usuarios (γενικός νόμος για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών), που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo [βασιλικό νομοθετικό διάταγμα] 1/2007, της 16ης Νοεμβρίου 2007, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 29, της 30ής Δεκεμβρίου 2009, ορίζει την έννοια των εμπορικών πρακτικών και επιβάλει στους εμπόρους υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών κατά τις συναλλαγές με τους καταναλωτές.

    3. Βασιλική πράξη νομοθετικού περιεχομένου 6/2012

    11.

    Με τη Real Decreto-Ley no 6 (βασιλική πράξη νομοθετικού περιεχομένου) της 9ης Μαρτίου 2012 καταρτίστηκε κώδικας ορθής πρακτικής στον οποίο μπορούν οικειοθελώς να προσχωρούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: κώδικας ορθής τραπεζικής πρακτικής). Με τον κώδικα προωθείται η συμμετοχή του ισπανικού χρηματοπιστωτικού τομέα στην αντιμετώπιση της δυσχερούς οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως που ακολούθησε την κρίση του 2008, μέσω της αναδιαρθρώσεως των χρεών που εξασφαλίζονται με υποθήκη επί της κατοικίας του οφειλέτη. Τούτο επιτυγχάνεται με τρία μέτρα: i) αναδιάρθρωση του ενυπόθηκου δανείου, ii) μείωση του εξοφλητέου κεφαλαίου και iii) δόση αντί καταβολής, υπό την έννοια ότι η μεταβίβαση του ακινήτου συνεπάγεται πλήρη εξόφληση της οφειλής.

    12.

    Κατά το άρθρο 5 της βασιλικής πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, από την προσχώρηση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και εφεξής, εφαρμόζονται υποχρεωτικώς οι διατάξεις του κώδικα ορθής τραπεζικής πρακτικής.

    13.

    Κατά το άρθρο της 6, η τήρηση του κώδικα ορθής τραπεζικής πρακτικής εποπτεύεται από επιτροπή ελέγχου. Τυχόν καταγγελίες περί μη συμμορφώσεως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υποβάλλονται στην Banco de España (Τράπεζα της Ισπανίας).

    4. Κώδικας πολιτικής δικονομίας

    14.

    Η εκτέλεση ενυπόθηκων απαιτήσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων στην Ισπανία ρυθμίζεται από τον Ley de Enjuiciamiento Civil (κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση όπως έχει τροποποιηθεί με τον νόμο αριθ. 13 της 3ης Νοεμβρίου 2009 ( 4 ) και τον νόμο αριθ. 1 της 14ης Μαΐου 2013 ( 5 ).

    15.

    Στο άρθρο 517 του κώδικα πολιτικής δικονομίας απαριθμούνται οι εκτελεστοί τίτλοι, περιλαμβανομένων των συμβολαιογραφικών εγγράφων.

    16.

    Το άρθρο 552 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι το δικαστήριο δύναται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τις αιτήσεις εκτελέσεως βάσει μη δικαστικών εκτελεστών τίτλων, αλλά μόνο όσον αφορά καταχρηστικές ρήτρες που ενδέχεται να περιέχονται στον εκτελεστό τίτλο.

    17.

    Το άρθρο 670 ρυθμίζει τα σχετικά με την αποδοχή της υψηλότερης προσφοράς, την καταβολή και την περιέλευση του ακινήτου στην κυριότητα του πιστωτή σε περίπτωση πλειστηριασμού. Σκοπός της διατάξεως είναι να διασφαλιστεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων η καταβολή, από τον υπερθεματιστή ή τον επισπεύδοντα, τουλάχιστον του 70 % της τιμής πρώτης προσφοράς. Εάν ο επισπεύδων δεν κάνει χρήση της δυνατότητας κατακυρώσεως του ακινήτου στο πρόσωπό του, τούτο κατακυρώνεται στον υπερθεματιστή, έστω και αν η προσφορά του υπολείπεται του 70 % της τιμής πρώτης προσφοράς. Στην περίπτωση αυτή, η προσφορά πρέπει να υπερβαίνει το 50 % της εκτιμηθείσας αξίας του ακινήτου ή, εάν είναι χαμηλότερη, να καλύπτει τουλάχιστον το ποσό της απαιτήσεως.

    18.

    Το άρθρο 671 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία δεν υποβάλλονται προσφορές στον πλειστηριασμό. Στην περίπτωση αυτή, ο πιστωτής μπορεί, εντός είκοσι ημερών από την περάτωση του πλειστηριασμού, να ζητήσει να κατακυρωθεί το ακίνητο στον ίδιο. Εάν πρόκειται για την κύρια κατοικία του οφειλέτη, η κατακύρωση πραγματοποιείται για ποσό που ισούται με το 70 % της τιμής πρώτης προσφοράς του ακινήτου στον πλειστηριασμό ή, εφόσον το συνολικό ποσό της απαιτήσεώς του είναι κατώτερο του ως άνω ποσοστού, για το 60 %. Εάν ο πιστωτής δεν κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, να διατάξει τη διακοπή της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως.

    19.

    Το άρθρο 682 ρυθμίζει τις προϋποθέσεις κινήσεως της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Ορίζει ότι η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως κινείται μόνον εάν στο συστατικό της υποθήκης έγγραφο καθορίζεται η αξία στην οποία οι ενδιαφερόμενοι αποτιμούν το ακίνητο ή το ενυπόθηκο περιουσιακό στοιχείο, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως τιμή πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό. Η τιμή πρώτης προσφοράς δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπολείπεται του 75 % της αξίας που ορίστηκε κατά την αποτίμηση που διενεργήθηκε ενόψει της χορηγήσεως του δανείου.

    20.

    Στο άρθρο 695, παράγραφος 1, απαριθμούνται εξαντλητικά οι λόγοι ανακοπής κατά του αναγκαστικού πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου. Αυτοί είναι οι εξής: i) απόσβεση της εγγυήσεως ή της ασφαλισμένης απαιτήσεως, ii) πλάνη κατά τον υπολογισμό του ποσού της οφειλής, όταν η ασφαλισμένη απαίτηση συνίσταται στο χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και απαιτείται εκκαθάριση του λογαριασμού μεταξύ του επισπεύδοντος και του καθού η εκτέλεση, iii) σε περίπτωση εκτελέσεως επί ενυπόθηκων ή πλασματικώς ενεχυριασμένων κινητών, η σύσταση, επί των πραγμάτων αυτών, άλλου ενεχύρου, υποθήκης κινητού ή ακινήτου ή μεσεγγυήσεως και iv) καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας υπολογίστηκε το ποσό της οφειλής.

    21.

    Το άρθρο 698, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι, για κάθε άλλη αιτίαση του οφειλέτη περιλαμβανομένων των αιτιάσεων που αφορούν την ακυρότητα του τίτλου, το ληξιπρόθεσμο, τον βέβαιο χαρακτήρα, την απόσβεση ή το ύψος της απαιτήσεως, εκδίδεται σχετική δικαστική απόφαση, χωρίς να αναστέλλεται ή να παρεμποδίζεται η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

    II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    22.

    Το 2006, οι J. C. Marí Merino, M. Marí Merino και J. Pérez Gavilán (στο εξής: οφειλέτες) συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με τους εξής όρους: κεφάλαιο 166000 ευρώ, 25ετής διάρκεια αποπληρωμής και εκτιμώμενη αξία ενυπόθηκου ακινήτου 195900 ευρώ.

    23.

    Τον Ιανουάριο του 2009, αυξήθηκε το δανειακό κεφάλαιο και παρατάθηκε η διάρκεια αποπληρωμής στα 34 έτη και τέσσερις μήνες.

    24.

    Τον Οκτώβριο του 2013, όταν η ανεξόφλητη οφειλή ανερχόταν σε 102750 ευρώ, οι όροι της δανειακής συμβάσεως τροποποιήθηκαν για δεύτερη φορά κατόπιν αιτήματος των οφειλετών, οι οποίοι είχαν καταστεί υπερήμεροι ως προς την καταβολή των προβλεπόμενων δόσεων κατά 375 ημέρες. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποπληρωμή του δανειακού κεφαλαίου, συμφωνήθηκε προθεσμία αποπληρωμής 40 ετών για την υπολειπόμενη οφειλή των 102750 ευρώ και παρασχέθηκε δυνατότητα εξωδικαστικής εκποιήσεως του ακινήτου. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το ακίνητο ήταν η κύρια κατοικία των οφειλετών. Η τροποποίηση της δανειακής συμβάσεως συνοδεύτηκε από επανεκτίμηση του ενυπόθηκου ακινήτου, το οποίο πλέον, λόγω της ύφεσης στην αγορά, εκτιμήθηκε σε 57689,90 ευρώ.

    25.

    Μετά την μη καταβολή εννέα δόσεων από τους οφειλέτες, η τράπεζα κίνησε τον Μάρτιο του 2015 τη διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, υποβάλλοντας αίτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα να διαταχθούν οι καθών η εκτέλεση να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό και, σε περίπτωση μη καταβολής του, να εκπλειστηριασθεί το ενυπόθηκο ακίνητο και με το εκπλειστηρίασμα να ικανοποιηθεί η απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και των εξόδων. Η τιμή πρώτης προσφοράς που υπέδειξε η τράπεζα για τον πλειστηριασμό είναι 57684,90 ευρώ.

    26.

    Κατόπιν, οι οφειλέτες άσκησαν ανακοπή κατά της εκτελέσεως, προβάλλοντας ότι η σύμβαση που αποτελεί τη νομική βάση της εκτελέσεως περιέχει καταχρηστικές ρήτρες. Οι οφειλέτες ισχυρίστηκαν ότι ο όρος που προέβλεπε παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής και νέα εκτίμηση του ενυπόθηκου ακινήτου ήταν καταχρηστικός. Οι οφειλέτες υποστήριξαν ότι η παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής χρησιμοποιήθηκε απλώς ως δόλωμα προκειμένου να συναινέσουν στην σημαντική μείωση της εκτιμώμενης αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, η οποία ήταν σαφώς επιζήμια για αυτούς. Η μείωση επιδείνωσε σημαντικά τη θέση τους και, ως εκ τούτου, η συναίνεσή τους στην τροποποίηση του δανείου βασίστηκε σε ουσιώδη πλάνη ως προς τη σημασία των όρων της συμβάσεως. Ως δεύτερο λόγο ανακοπής, οι καθών η εκτέλεση προβάλλουν ότι, λόγω της οικονομικής καταστάσεως στην οποία έχουν περιέλθει, πληρούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής του δανειολήπτη από την οφειλή μέσω δόσεως αντί καταβολής, συνιστάμενης σε μεταβίβαση της κατοικίας και παραμονή στην κατοικία με την ιδιότητα του μισθωτή, κατ’ εφαρμογήν του κώδικα ορθής τραπεζικής πρακτικής. Επιπλέον, ζητήθηκε η αναστολή της διαδικασίας εκτελέσεως.

    27.

    Τέθηκε έτσι στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου το ζήτημα εάν η τροποποίηση της δανειακής συμβάσεως που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2013 συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική της τράπεζας και εάν έχει ενδεχομένως εφαρμογή η οδηγία 2005/29.

    28.

    Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2005/29, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα προδικαστικής αποφάσεως:

    «1)

    Πρέπει η οδηγία 2005/29 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αντιβαίνει στο άρθρο της 11, ως δυσχεραίνουσα ή εμποδίζουσα τον δικαστικό έλεγχο των συμβάσεων και των πράξεων που μπορεί να υποκρύπτουν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, εθνική νομοθεσία όπως η ισχύουσα ισπανική ρύθμιση περί εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων –άρθρα 695 και επόμενα, σε συνδυασμό με το άρθρο 552, παράγραφος 1, του [κώδικα πολιτικής δικονομίας]– στην οποία δεν προβλέπεται έλεγχος, ούτε αυτεπαγγέλτως ούτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, των [αθέμιτων εμπορικών πρακτικών];

    2)

    Πρέπει η οδηγία 2005/29 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αντιβαίνει στο άρθρο της 11 εθνική νομοθεσία όπως η ισπανική ρύθμιση, άρθρα 5 και 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, [της βασιλικής πράξεως νομοθετικού περιεχομένου] αριθ. 6, της 9ης Μαρτίου 2012, που δεν εγγυάται την πραγματική τήρηση του κώδικα συμπεριφοράς αν ο επισπεύδων αποφασίσει να μην τον εφαρμόσει;

    3)

    Πρέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η ισπανική εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει στον καταναλωτή, κατά τη διάρκεια διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, να αξιώσει την τήρηση κώδικα συμπεριφοράς, συγκεκριμένα όσον αφορά τη δόση αντί καταβολής με συνακόλουθη εξάλειψη της οφειλής – παράγραφος 3 του [παραρτήματος στη βασιλική πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 6, της 9ης Μαρτίου 2012, κώδικα ορθής τραπεζικής πρακτικής];»

    29.

    Η Bankia, η Ισπανική Κυβέρνηση η Ιρλανδία και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Φεβρουαρίου 2018.

    III. Ανάλυση

    30.

    Και τα τρία προδικαστικά ερωτήματα ουσιαστικά αφορούν την ορθή ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 2005/29.

    31.

    Ειδικότερα, με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η επιβαλλόμενη από το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29 υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να υπάρχουν «κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα» για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών είναι αντίθετη σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων.

    32.

    Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα εν λόγω κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την τήρηση κώδικα συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής βάσει της οδηγίας 2005/29, σε περίπτωση που εμπορευόμενος δεν συμμορφώνεται προς κώδικα συμπεριφοράς.

    33.

    Αφού αναλύσω την έννοια των «κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων» του άρθρου 11 της οδηγίας 2005/29, θα εξετάσω στη συνέχεια, στο πλαίσιο της απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το ζήτημα εάν πρέπει οι διατάξεις της οδηγίας να εφαρμόζονται και στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Κατόπιν, θα ασχοληθώ με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα από κοινού και θα εξετάσω τη σημασία των κωδίκων συμπεριφοράς όσον αφορά την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών όπως προβλέπει η οδηγία 2005/29.

    Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    34.

    Η σημασία των καταναλωτών για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς έχει αναγνωριστεί προ πολλού στο δίκαιο της Ένωσης ( 6 ). Εκτός του ότι οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δραστηριοτήτων της Ένωσης ( 7 ), έχει επίσης τεθεί σε εφαρμογή μια σειρά ειδικών νομοθετημάτων της Ένωσης σχετικά με τους καταναλωτές ( 8 ). Η νομοθεσία αυτή κινητροδοτείται από δύο κύριους σκοπούς. Ο πρώτος συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, ώστε αυτοί να μη διστάζουν να αναζητούν τις καλύτερες προσφορές σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ενώ ο δεύτερος συνίσταται στη δημιουργία ενός πλαισίου που διευκολύνει το διασυνοριακό εμπόριο και την πρόσβαση σε αγορές πέραν του εθνικού κράτους, προς ενίσχυση του ανταγωνισμού.

    35.

    Η νομοθεσία της Ένωσης για τους καταναλωτές χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση μεταξύ της ενθαρρύνσεως, αφενός, των καταναλωτών και, αφετέρου, όσο και των επιχειρήσεων, ώστε να προβαίνουν σε διασυνοριακές συναλλαγές. Το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ενθαρρύνει μεν τους καταναλωτές, αλλά οι επιχειρήσεις μάλλον αποθαρρύνονται από τον υπερβολικό διοικητικό φόρτο. Αυτή η αντίθεση είχε ως αποτέλεσμα ένα κατακερματισμένο νομικό πλαίσιο που αποτελείται από ποικίλες νομικές πράξεις που προβλέπουν διάφορες μορφές και επίπεδα προστασίας των καταναλωτών.

    36.

    Η οδηγία 2005/29 θέτει τις γενικές αρχές για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, θεσπίζοντας έτσι ένα γενικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο συμπληρώνεται, εφόσον απαιτείται, από ειδική τομεακή νομοθεσία ( 9 ). Η οδηγία συνιστά πράξη μέγιστης εναρμονίσεως. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στην οδηγία 2005/29 ( 10 ), πρέπει να διασφαλίζεται κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε όλα τα κράτη μέλη ( 11 ).

    37.

    Η οδηγία 2005/29 σκοπεί να καθιερώσει τέτοιο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών κατά τις συναλλαγές τους με τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργώντας έναν εκτεταμένο μηχανισμό ελέγχου των εμπορικών πρακτικών που εν δυνάμει επηρεάζουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών ( 12 ). Τούτο επιτυγχάνεται με τη θέσπιση ενός συστήματος κυρώσεων που σκοπεί να αποτρέψει τους εμπορευόμενους από την προσφυγή σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και να τερματίσει τις ήδη υφιστάμενες αθέμιτες πρακτικές ( 13 ).

    38.

    Η οδηγία χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα ευρύ καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής ( 14 ). Η έννοια της «εμπορικής πρακτικής» κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29, περιλαμβάνει «κάθε πράξη, παράλειψη, [τρόπο] συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου». Επιπλέον, η οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή με αντικείμενο αγαθά ή υπηρεσίες ( 15 ).

    39.

    Υπάρχουν τρεις κατηγορίες αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2005/29. Γενικά, οι εμπορικές πρακτικές θεωρούνται αθέμιτες εφόσον αντιβαίνουν στις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και συγχρόνως επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση συναλλαγής του καταναλωτή ( 16 ). Ειδικότερα, απαγορεύονται οι παραπλανητικές και οι επιθετικές εμπορικές πρακτικές ( 17 ). Τέλος, η οδηγία περιέχει κατάλογο των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που απαγορεύονται απολύτως ( 18 ). Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες κατηγορίες αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι πρακτικές που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τεκμαίρονται αθέμιτες σε κάθε περίπτωση και δεν απαιτούν ad hoc εκτίμηση.

    40.

    Η διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας απόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν «κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα» για την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29. Η ερμηνεία αυτής της απαιτήσεως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν για τα κράτη μέλη αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

    2. «Κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο» κατά την έννοια του άρθρου 11 της οδηγίας 2005/29

    41.

    Κατά το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29, «τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα» μπορεί να συνίστανται στη δικαστική προσβολή της αθέμιτης εμπορικής πρακτικής ή στην άσκηση διοικητικής προσφυγής με δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση της οδηγίας πρέπει να διαθέτουν την αρμοδιότητα να παύουν την άσκηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ή, κατά περίπτωση, να απαγορεύουν το πρώτον την άσκηση της εκάστοτε πρακτικής. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλο σύστημα κυρώσεων για τους επαγγελματίες που εφαρμόζουν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

    42.

    Ωστόσο, δεν συνάγεται από το γράμμα και το πλαίσιο του άρθρου 11 συγκεκριμένη υποχρέωση των κρατών μελών όσον αφορά το είδος της διαδικασίας, όπως είναι η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να ελέγχονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

    43.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2005/29 αφήνει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των εθνικών μέτρων που έχουν ως σκοπό την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για μέτρα κατάλληλα και λειτουργικά και ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται με αυτά είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ( 19 ).

    44.

    Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο, στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, επισημαίνει ότι τα μέσα καταπολεμήσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών όπως θεσπίζονται από τον Ισπανό νομοθέτη δεν είναι αποτελεσματικά, διότι δεν επιτρέπουν τον έλεγχο των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στο πλαίσιο συνοπτικών διαδικασιών, όπως είναι οι διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων.

    45.

    Η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης που απονέμουν δικαιώματα στους πολίτες και να μην καθιστά το εθνικό δικονομικό δίκαιο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή η εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας ( 20 ).

    46.

    Η οδηγία 2005/29 περιορίζεται στην επιβολή κυρώσεων στους εμπορευόμενους και δεν διασφαλίζει δικαίωμα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές στο πλαίσιο σύμβασης. Σε αντίθεση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 21 ), όπου προβλέπεται ρητά ως έννομη συνέπεια η ακυρότητα της επίμαχης ρήτρας ή, κατά περίπτωση, η ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως, η οδηγία 2005/29 δεν περιέχει τέτοια διάταξη.

    47.

    Αντιθέτως, η οδηγία 2005/29 προβλέπει ότι η εφαρμογή της δεν ασκεί καμία επίδραση στο δίκαιο των συμβάσεων και ιδίως στους κανόνες περί εγκυρότητας, διαμορφώσεως ή αποτελέσματος μιας συμβάσεως ( 22 ). Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε η Ισπανική Κυβέρνηση, η διαπίστωση ότι συντρέχει αθέμιτη εμπορική πρακτική δεν παράγει άμεσες έννομες συνέπειες για τη συμβατική σχέση μεταξύ εμπορευόμενου και καταναλωτή ( 23 ).

    48.

    Επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της οδηγίας 2005/29 είναι μάλλον η επιβολή κυρώσεων στον εμπορευόμενο που έχει προσφύγει σε αθέμιτη εμπορική πρακτική. Συνεπώς, για την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2005/29, τα κράτη μέλη υποχρεούνται μόνο να προβλέψουν κατάλληλο πλαίσιο κυρώσεων εις βάρος των εμπορευόμενων που προσφεύγουν σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ( 24 ).

    49.

    Το ισπανικό δίκαιο προβλέπει ότι η ύπαρξη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μπορεί να διαπιστωθεί στο πλαίσιο αναγνωριστικής αγωγής. Εντούτοις, η εκδίκαση αναγνωριστικής αγωγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, το δε δικάζον δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει προσωρινά μέτρα.

    50.

    Τίθεται έτσι το ερώτημα κατά πόσον είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2005/29, είτε να δοθεί η δυνατότητα στα δικαστήρια που δικάζουν διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων να επιβάλλουν κυρώσεις βάσει της οδηγίας είτε να προβλέπεται ότι οι διαδικασίες αυτές αναστέλλονται σε περίπτωση άσκησης αναγνωριστικής αγωγής για τη διαπίστωση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

    3. Εφαρμογή της οδηγίας 2005/29 σε διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων

    51.

    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο παγίως κρίνει ότι κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διατάξεως στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και της εξελίξεως και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής ( 25 ).

    52.

    Αντικείμενο της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων είναι η εκτέλεση τίτλου εκτελεστού που απορρέει από ενυπόθηκη σύμβαση. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει ότι στο ακίνητο είχε προηγουμένως συσταθεί υποθήκη ως ασφάλεια και ότι ο πιστωτής εξασφάλισε εκτελεστό τίτλο ο οποίος επικυρώθηκε με συμβολαιογραφική πράξη και καταχωρίστηκε στο κτηματολόγιο. Ο πιστωτής μπορεί να επικαλεστεί αυτόν τον τίτλο ως έσχατο μέσο σε περίπτωση που ο οφειλέτης αθετήσει τις υποχρεώσεις αποπληρωμής. Οι διαδικασίες της αναγκαστικής εκτελέσεως σκοπούν να παράσχουν ένα ταχύ και αποτελεσματικό μέσο για την άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων βάσει εκτελεστούν τίτλου ( 26 ).

    53.

    Προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας, ο Ισπανός νομοθέτης έχει περιορίσει τους λόγους ανακοπής κατά της εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων. Πέραν των λόγων ανακοπής που αφορούν το κύρος της υποθήκης καθ’ εαυτήν, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες του εκτελεστού τίτλου, διάταξη που προστέθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Aziz ( 27 ).

    54.

    Πράγματι, σε εκείνη την υπόθεση, η οποία ανέκυψε στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο έκρινε, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, ότι η μη παροχή δυνατότητας ελέγχου του θεμιτού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως ενδέχεται να προκαλέσει αδικαιολόγητη ζημία στον καταναλωτή, δεδομένου ότι αυτός θα μπορεί να ζητήσει έννομη προστασία σε μεταγενέστερο μόνο στάδιο, υπό μορφή αποζημιώσεως, προστασία την οποία το Δικαστήριο έκρινε ελλιπή και ανεπαρκή ( 28 ). Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η εθνική ρύθμιση δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης ( 29 ).

    55.

    Το αιτούν δικαστήριο υπαινίσσεται, με την αίτηση του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ότι η ίδια συλλογιστική θα πρέπει να ισχύει και όσον αφορά τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, δεδομένου ότι η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Σε περίπτωση εκτελέσεως επί ακινήτου πριν την έκδοση αποφάσεως επί της αναγνωριστικής αγωγής, μπορεί να καταστεί αδύνατη η συμμόρφωση προς απόφαση που θα εκδοθεί εις βάρος του εμπόρου, γεγονός που θα προκαλούσε αδικαιολόγητη ζημία στον καταναλωτή. Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή θεωρεί ότι η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Aziz πρέπει να έχει εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση ( 30 ).

    56.

    Εντούτοις, η επίδικη περίπτωση πρέπει να διαχωριστεί από την εν λόγω νομολογία.

    57.

    Τα δικαιώματα που παρέχει στον καταναλωτή η οδηγία 2005/29 διαφέρουν από τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία 93/13. Η τελευταία ορίζει ότι η διαπίστωση υπάρξεως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας πρέπει να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της επίμαχης ρήτρας ή, ενδεχομένως, ολόκληρης της συμβάσεως ( 31 ). Ως εκ τούτου, η οδηγία 93/13 προβλέπει μέσο έννομης προστασίας το οποίο έχει άμεσες συνέπειες για τη συμβατική σχέση μεταξύ εμπορευόμενου και καταναλωτή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έκλινε προς το να αναγνωρίσει αυτή τη δυνατότητα σε διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων, ιδίως όταν η υπόθεση αφορούσε την κατοικία του καταναλωτή ( 32 ).

    58.

    Εξάλλου, η οδηγία 2005/29 δεν προβλέπει ειδικά μέσα έννομης προστασίας για τον καταναλωτή στο πλαίσιο της σύμβασης και, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η διαπίστωση της υπάρξεως αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, βάσει της οδηγίας, συνεπάγεται μόνον την επιβολή κυρώσεων εις βάρος του οικείου εμπορευόμενου ( 33 ). Ως εκ τούτου, μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί να ανακόψει την εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως και η έκβαση της αναγνωριστικής αγωγής δεν θα έχει συνέπειες για τη συμβατική σχέση. Ακόμη και αν η απόφαση επί της αναγνωριστικής αγωγής εκδοθεί μετά την εκτέλεση της απαιτήσεως, ο καταναλωτής δεν θα υποστεί εξ αυτού αδικαιολόγητη ζημία. Πράγματι, η απόφαση επί της αναγνωριστικής αγωγής δεν ασκεί καμία επίδραση στην έννομη κατάσταση του καταναλωτή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως.

    59.

    Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση η προβαλλόμενη ως αδικαιολόγητη ζημία του καταναλωτή δεν έγκειται στην εκτέλεση καθ’ εαυτήν ενυπόθηκων απαιτήσεων, αλλά στον καθορισμό νέας αξίας του ακινήτου, βάσει της οποίας υπολογίζεται η τιμή πρώτης προσφοράς στον πλειστηριασμό. Οι οφειλέτες φοβούνται ότι το ακίνητό τους δεν θα επιτύχει στον πλειστηριασμό τόσο υψηλή προσφορά, όσο εάν είχε υψηλότερη τιμή πρώτης προσφοράς. Όπως επισήμανε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ζημία που προβάλλουν οι οφειλέτες είναι απλώς υποθετική, αφού δεν έχει ολοκληρωθεί ο πλειστηριασμός. Η υποθήκη ή το ποσό της οφειλής δεν αμφισβητούνται: αντίθετα, το επίμαχο ζήτημα είναι το ύψος της υπολειπόμενης οφειλής μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού και τον συμψηφισμό του εκπλειστηριάσματος με την οφειλή. Εάν το δικάζον την αναγνωριστική αγωγή δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση μετά την εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως. Το αποτέλεσμα για τους οφειλέτες θα ήταν το ίδιο ως εάν η εκτελεστική διαδικασία είχε ανασταλεί εν αναμονή της εκβάσεως της αναγνωριστικής αγωγής.

    60.

    Στο μέτρο που η οδηγία 2005/29 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν ταχεία διαδικασία για την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, αυτή η διαδικασία προβλέπεται μόνο για περιστάσεις όπου τα δικαστήρια καλούνται να διατάξουν την παύση συνεχιζόμενης αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, και όχι όταν η αθέμιτη εμπορική πρακτική αξιολογείται εκ των υστέρων ( 34 ).

    61.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος της αναγνωριστικής αγωγής δεν καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29, ακόμη και όταν δεν χωρεί έλεγχος των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στο πλαίσιο διαδικασιών εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων.

    62.

    Εντούτοις, όταν τίθεται, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή από διάδικο, ζήτημα ελέγχου συμβατικής ρήτρας ως προς τον καταχρηστικό της χαρακτήρα κατά την οδηγία 93/13, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης ( 35 ), ισχύει μία επιφύλαξη.

    63.

    Κατά την εκτίμηση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις που άπτονται της συνάψεως της οικείας συμβάσεως. Η διαπίστωση ότι μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη είναι ένα από τα στοιχεία στα οποία το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να βασίσει την εκτίμησή του ( 36 ). Συνεπώς, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την ορθή εκτίμηση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, ο έλεγχος των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών πρέπει να είναι εφικτός και σε διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων ( 37 ). Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι αναγκαίο το δικαστήριο που εκδικάζει διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων να μπορεί να αναγνωρίσει την καταχρηστικότητα της εμπορικής πρακτικής κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29 και να επιβάλει τις αντίστοιχες κυρώσεις. Η διαδικασία εκτελέσεως δεν μπορεί να επηρεαστεί ούτε από την αναγνώριση της καταχρηστικότητας ούτε από την επιβολή κυρώσεων.

    64.

    Εξάλλου, όπως τόνισε το Δικαστήριο στην απόφαση Pereničová και Perenič, η διαπίστωση ότι υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική «δεν λειτουργεί […] ως αυτόματη απόδειξη» του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης συμβατικής ρήτρας και συνεπώς δεν έχει άμεσες συνέπειες για το κύρος της συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ( 38 ). Σύμφωνα με την οδηγία 93/13, πρέπει να συντρέχουν ορισμένα επιπλέον κριτήρια. Επί παραδείγματι, η επίμαχη ρήτρα δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ εμπορευόμενου και καταναλωτή ( 39 ). Εντούτοις, στην κύρια δίκη, θεωρώ ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Οι οφειλέτες ζήτησαν παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής του δανείου και η τράπεζα παραχώρησε την παράταση αυτή, υπό τον όρο της νέας εκτιμήσεως της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Κατά συνέπεια, η προαναφερθείσα επιφύλαξη μάλλον δεν έχει ισχύει στην υπόθεση την οποία εκδικάζει το αιτούν δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όταν ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει την ύπαρξη αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη όλες τις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία 93/13 σε σχέση με τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας.

    65.

    Για τη διενέργεια τέτοιου ελέγχου, αρκεί να προβλέπεται έλεγχος των συμβατικών ρητρών βάσει της οδηγίας 93/13, όπως συμβαίνει με το άρθρο 695 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Δεν είναι αναγκαίο να προβλέπεται διακριτός λόγος ανακοπής της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως βάσει της οδηγίας 2005/29. Όταν η αθέμιτη εμπορική πρακτική έγκειται σε καταχρηστική συμβατική ρήτρα, δυνατότητα ελέγχου της εν λόγω πρακτικής παρέχεται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως συμβατικής ρήτρας βάσει της οδηγίας 93/13 και τα δικαιώματα που αντλούν οι καταναλωτές από την οδηγία αυτή παράγουν κανονικά τα έννομά αποτελέσματά τους.

    66.

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 11 της οδηγίας 2005/29 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία δεν προβλέπεται έλεγχος, ούτε αυτεπαγγέλτως ούτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

    Β.   Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    67.

    Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής βάσει της οδηγίας 2005/29, σε περίπτωση που ο εμπορευόμενος δεν συμμορφώνεται προς κώδικα συμπεριφοράς.

    68.

    Όλα τα μέρη που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις υποστηρίζουν ότι δεν χωρεί δικαστική επιβολή κωδίκων συμπεριφοράς βάσει της οδηγίας 2005/29.

    69.

    Σε ορισμένα κράτη μέλη, χρησιμοποιούνται, παραδοσιακά, κώδικες συμπεριφοράς για τον καθορισμό κανόνων και προτύπων συμπεριφοράς για τους εμπορευόμενους, σε εθελοντική βάση και σε συγκεκριμένους τομείς. Σκοπός αυτών των κωδίκων αυτορρυθμίσεως είναι είτε η επεξήγηση με τρόπο κατανοητό για τους καταναλωτές λεπτομερειών των νομοθετικών απαιτήσεων, είτε η κατοχύρωση ορισμένων τομεακών προτύπων, όταν τούτο δεν προβλέπεται στη νομοθεσία ( 40 ). Κατά συνέπεια, οι κώδικες συμπεριφοράς αποσκοπούν επίσης στην καταπολέμηση της αθέμιτης συμπεριφοράς των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών, ο δε σκοπός τους εν μέρει συμπίπτει με εκείνον της οδηγίας 2005/29. Έχει σημασία, ωστόσο, το ότι οι κώδικες συμπεριφοράς συνιστούν πράξεις αυτορρυθμίσεως. Ο έλεγχος της συμπεριφοράς ασκείται μόνο στα μέλη ενός συγκεκριμένου τομέα που έχουν προσυπογράψει την υπαγωγή τους σε έναν κώδικα. Η οδηγία 2005/29, αντιθέτως, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις διατάξεις της με ισχύ νόμου και με καθολικό τρόπο.

    70.

    Ποιος είναι λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των κωδίκων συμπεριφοράς στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/29 και χωρεί η δικαστική επιβολή των διατάξεών τους βάσει της οδηγίας;

    71.

    Στην οδηγία 2005/29, ως «κώδικας συμπεριφοράς» ορίζεται «κάθε συμφωνία ή σύνολο κανόνων που δεν επιβάλλονται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη κράτους μέλους και που ορίζει τη συμπεριφορά των εμπόρων» ( 41 ). Άρα, όπως επισήμανε η Ιρλανδία, οι κώδικες συμπεριφοράς ορίζονται ως μη δεσμευτικοί και δεν έχουν καθεστώς ή ισχύ νόμου. Έτσι, κατ’ αρχάς, η δικαστική επιβολή της τηρήσεως κώδικα συμπεριφοράς φαίνεται να αντιβαίνει σε έναν τέτοιον ορισμό.

    72.

    Η οδηγία 2005/29 αναγνωρίζει ότι οι κώδικες συμπεριφοράς έχουν σημασία για την εκτίμηση της υπάρξεως αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Αφενός, ο κατάλογος των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται σε κάθε περίπτωση αθέμιτες στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2005/29 περιλαμβάνει δύο εμπορικές πρακτικές που αφορούν κώδικες συμπεριφοράς. Πρώτον, ο ισχυρισμός εμπορευόμενου ότι είναι συμβαλλόμενος σε κώδικα συμπεριφοράς χωρίς στην πραγματικότητα να είναι και, δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι ο κώδικας συμπεριφοράς έχει την έγκριση δημόσιου ή άλλου φορέα ενώ δεν την έχει, οδηγούν αυτομάτως στη διαπίστωση ότι υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική ( 42 ).

    73.

    Αφετέρου, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική βάσει των άρθρων 5 έως 9 της οδηγίας 2005/29, οι κανόνες και τα πρότυπα που περιλαμβάνονται στους κώδικες συμπεριφοράς αποτελούν ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Συγκεκριμένα, οι κώδικες συμπεριφοράς μπορεί να παρέχουν αποδείξεις όσον αφορά τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας του εκάστοτε τομέα ( 43 ).

    74.

    Ωστόσο, κατά την οδηγία 2005/29, απαιτούνται και άλλες προϋποθέσεις προκειμένου να συντρέχει αθέμιτη εμπορική πρακτική. Μόνον το γεγονός ότι εμπορευόμενος δεν τήρησε κώδικα συμπεριφοράς δεν σημαίνει αυτομάτως ότι υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική. Η οδηγία απαιτεί να αξιολογείται, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε περιπτώσεως, το κατά πόσον είναι καταχρηστική η οικεία εμπορική συναλλαγή, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας ( 44 ).

    75.

    Πέραν της σημασίας των κωδίκων συμπεριφοράς όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, το άρθρο 10 της οδηγίας 2005/29, το οποίο ρητώς επικαλέστηκε το αιτούν δικαστήριο, προβλέπει ότι ο έλεγχος των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μπορεί να ασκείται και από ιδιοκτήτες κώδικα συμπεριφοράς, επιπροσθέτως του δικαστικού ελέγχου ή τυχόν μηχανισμού καταγγελίας ενώπιον διοικητικής αρχής. Συνεπώς, προορισμός των κωδίκων συμπεριφοράς είναι να συνδράμουν στην καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών δημιουργώντας συμπληρωματικά μέσα ελέγχου. Οι κανόνες ή τα πρότυπα συμπεριφοράς που κατοχυρώνονται στους κώδικες συμπεριφοράς σκοπούν στο να βοηθούν τους εμπορευόμενους να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τις αρχές της οδηγίας στο πλαίσιο της καθημερινής τους επιχειρηματικής δραστηριότητας στον εκάστοτε τομέα ( 45 ). Όπως ρητώς αναφέρει το άρθρο 10, ο έλεγχος που ασκείται από ιδιοκτήτες κωδίκων συμπεριφοράς «δεν σημαίνει ποτέ παραίτηση από το δικαίωμα δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής» και δεν καθιστά αγώγιμο το περιεχόμενο των κωδίκων.

    76.

    Είναι σημαντικό ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι υφίσταται αθέμιτη εμπορική πρακτική σε περίπτωση που εμπορευόμενος δεν συμμορφώνεται με κώδικα συμπεριφοράς, η μόνη έννομη συνέπεια που μπορεί να απορρέει εξ αυτού βάσει της οδηγίας 2005/29 είναι η επιβολή κυρώσεως εις βάρος του εν λόγω εμπορευόμενου. Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 47 έως 49 των παρουσών προτάσεων και όπως επίσης επισήμανε η Επιτροπή και η Ισπανική Κυβέρνηση όσον αφορά το αγώγιμο του περιεχομένου των κωδίκων δεοντολογίας, η οδηγία δεν θεσπίζει κανένα ειδικό μέσο έννομης προστασίας για τον καταναλωτή στο πλαίσιο της σύμβασης.

    77.

    Δεδομένου ότι η οδηγία 2005/29 δεν δημιουργεί κανένα ειδικό μέσο έννομης προστασίας για τον καταναλωτή στο πλαίσιο συμβάσεως, προκειμένου να επιβάλει την τήρηση κώδικα συμπεριφοράς, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει τις συνέπειες της μη τηρήσεως του εκάστοτε κώδικα, υπό τον όρο ότι υπάρχουν «κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα» για την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

    78.

    Όσον αφορά, ειδικότερα, τον κώδικα ορθής τραπεζικής πρακτικής, το ισπανικό δίκαιο προβλέπει μηχανισμό καταγγελιών ενώπιον της Banco de España (Τράπεζα της Ισπανίας). Οι καταγγελίες για μη συμμόρφωση πιστωτικού ιδρύματος με τον κώδικα υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ισπανίας, η οποία μπορεί να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις και να διατάζει τις τράπεζες να τηρούν τον κώδικα. Τούτο συνάδει με τις απαιτήσεις που επιβάλλει η οδηγία 2005/29 όσον αφορά τους κώδικες συμπεριφοράς, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω ( 46 ).

    79.

    Κατά συνέπεια, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2005/29 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν προβλέπει ειδικό μέσο έννομης προστασίας για τον καταναλωτή, σε περίπτωση που εμπορευόμενος δεν συμμορφώνεται με κώδικα συμπεριφοράς.

    IV. Πρόταση

    80.

    Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας συλλογιστικής, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει επί των υποβληθέντων από το Juzgado de Primera Instancia Νο 5 de Cartagena (πρωτοδικείο αριθ. 5 Καρθαγένης, Ισπανία) ερωτημάτων τις ακόλουθες απαντήσεις:

    1)

    Η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), δεν απαγορεύει εθνική νομοθεσία όπως η ισχύουσα ισπανική ρύθμιση περί εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων –άρθρα 695 επ. του Ley de Enjuiciamiento Civil (κώδικα πολιτικής δικονομίας), σε συνδυασμό με το άρθρο 552, παράγραφος 1, αυτού– στην οποία δεν προβλέπεται έλεγχος, ούτε αυτεπαγγέλτως ούτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

    2)

    Η οδηγία 2005/29 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν προβλέπει ειδικό μέσο έννομης προστασίας στο πλαίσιο συμβάσεως για τον καταναλωτή, σε περίπτωση που εμπορευόμενος δεν συμμορφώνεται με κώδικα συμπεριφοράς.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

    ( 3 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993 (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29). Βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164).

    ( 4 ) Σχετικά με τη μεταρρύθμιση της δικονομικής νομοθεσίας ενόψει της αναδιάρθρωσης της γραμματείας των δικαστηρίων.

    ( 5 ) Περί μέτρων για την ενίσχυση της προστασίας των ενυπόθηκων οφειλετών, αναδιαρθρώσεως του χρέους και κοινωνικού μισθώματος.

    ( 6 ) Βλ. κανονισμό του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 1975, σχετικά με το προκαταρκτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για μια πολιτική προστασίας και ενημέρωσης των καταναλωτών (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 236). Επίσης, βλ. άρθρο 38 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το οποίο κωδικοποιήθηκε προγενέστερη νομολογία.

    ( 7 ) Βλ. άρθρο 12 ΣΛΕΕ.

    ( 8 ) Επί του παρόντος, υπάρχουν περίπου 90 νομοθετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου που άπτονται ζητημάτων προστασίας των καταναλωτών.

    ( 9 ) Βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), COM(2003) 356 τελικό.

    ( 10 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 9, της οδηγίας 2005/29.

    ( 11 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2005/29.

    ( 12 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 και άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29.

    ( 13 ) Βλ. άρθρα 11 και 13 της οδηγίας 2005/29 και, συναφώς, απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψεις 57 και 58).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 15 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/29. Επίσης, βλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 36).

    ( 16 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29.

    ( 17 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 4, καθώς και άρθρα 6 έως 9 της οδηγίας 2005/29.

    ( 18 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 5, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι της οδηγίας 2005/29.

    ( 19 ) Βλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 20 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Jőrös (C‑397/11, EU:C:2013:340, σκέψη 29).

    ( 21 ) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και κατ[α]ναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

    ( 22 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29.

    ( 23 ) Συναφώς, βλ. και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 45), και της 8ης Νοεμβρίου 2012, SKP (C‑433/11, EU:C:2012:702, σκέψη 30). Για λεπτομερή ανάλυση του ζητήματος, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2011:788, σημεία 82 έως 85).

    ( 24 ) Συναφώς, βλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, UPC Magyarország (C‑388/13, EU:C:2015:225, σκέψη 58).

    ( 25 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Jőrös (C‑397/11, EU:C:2013:340, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 26 ) Για μια λεπτομερέστερη ανάλυση, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2110, σημεία 60 έως 64). Επίσης, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Aziz (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημείο 55).

    ( 27 ) Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164)

    ( 28 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 60).

    ( 29 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψεις 63 και 64).

    ( 30 ) Μολονότι τούτο φαίνεται να έρχεται εν μέρει σε αντίθεση με το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Guidance on the implementation/application of Directive 2005/29/EC on unfair commercial practices» [SWD(2016) 163 τελικό], στο οποίο η Επιτροπή αναφέρει ότι η οδηγία 2005/29, σε αντίθεση με την οδηγία 93/13, δεν ασκεί επίδραση στη συμβατική σχέση (παράγραφος 1.4.5).

    ( 31 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    ( 32 ) Συναφώς, βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová (C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψεις 62 επ.).

    ( 33 ) Συναφώς, βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 45), και της 8ης Νοεμβρίου 2012, SKP (C‑433/11, EU:C:2012:702, σκέψη 30). Για μια λεπτομερή ανάλυση του ζητήματος, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2011:788, σημεία 112 έως 125).

    ( 34 ) Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/29.

    ( 35 ) Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οφειλέτες υποστήριξαν επίσης ότι η συμβατική ρήτρα που προβλέπει νέα εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου είναι καταχρηστική.

    ( 36 ) Βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψεις 42 έως 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 37 ) Συναφώς, βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničovα και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 43), και, για μια λεπτομερή ανάλυση του ζητήματος, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Pereničovα και Perenič (C‑453/10, EU:C:2011:788, σημεία 115 έως 125) και της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Margarit Panicello (C‑503/15, EU:C:2016:696, σημείο 128).

    ( 38 ) Βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψεις 44 έως 46).

    ( 39 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    ( 40 ) Βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), COM(2003) 356 τελικό, σημείο 72.

    ( 41 ) Βλ. άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2005/29.

    ( 42 ) Βλ. παράρτημα Ι, σημεία 1 και 3, της οδηγίας 2005/29.

    ( 43 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2005/29, η οποία ορίζει ότι, «[σ]ε τομείς στους οποίους δεν υπάρχουν ειδικοί δεσμευτικοί κανόνες που να διέπουν τη συμπεριφορά των εμπορευομένων, είναι σκόπιμο οι εμπορευόμενοι αυτοί να παρέχουν επίσης αποδείξεις όσον αφορά τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας του τομέα. […]». Συναφώς, βλ. άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας.

    ( 44 ) Συναφώς, βλ. αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2005/29, καθώς και αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C‑310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 17ης Ιανουαρίου 2013, Köck (C‑206/11, EU:C:2013:14, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, CHS Tour Services (C‑435/11, EU:C:2013:574, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Europamur Alimentación (C‑295/16, EU:C:2017:782, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 45 ) Βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), COM(2003) 356 τελικό, σημεία 72 και 73.

    ( 46 ) Στην υπό κρίση περίπτωση, η Bankia και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο κώδικας ορθής τραπεζικής πρακτικής στην πραγματικότητα δεν συνιστά «κώδικα συμπεριφοράς» κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, και το άρθρο 15 της βασιλικής πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 6, ο κώδικας ορθής τραπεζικής πρακτικής βασίζεται σε νομική πράξη και, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα έχει συναινέσει στην τήρησή του, είναι δεσμευτικός εκ του νόμου. Επομένως, φαίνεται ότι ο κώδικας ορθής τραπεζικής πρακτικής στην πραγματικότητα δεν είναι ένας κώδικας συμπεριφοράς κατά την έννοια της οδηγίας. Εντούτοις, τούτο συνιστά πραγματικό ζήτημα και άρα απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά, λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του «κώδικα συμπεριφοράς» στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας.

    Top