EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0083

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 30ής Ιανουαρίου 2018.
KP κατά LO.
Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 – Εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Μεταβολή της συνήθους διαμονής του δικαιούχου – Δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής του δικαίου του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του δικαιούχου που συμπίπτει με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή – Έννοια των όρων “όταν ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο” – Περίπτωση στην οποία ο δικαιούχος δεν πληροί νόμιμη προϋπόθεση.
Υπόθεση C-83/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:46

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 30ής Ιανουαρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C-83/17

KP, εκπροσωπούμενη από τη μητέρα της

κατά

LO

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανώτατου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Υποχρεώσεις διατροφής – Έλλειψη δυνατότητας λήψεως διατροφής από υπόχρεο – Αλλαγή του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του – Εφαρμογή της lex fori»

I. Εισαγωγή

1.

Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 ( 2 ) σε υπόθεση στην οποία το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής.

2.

Το Δικαστήριο έχει προσφάτως απαντήσει επανειλημμένως σε προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υποβλήθηκαν από εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο υποθέσεων σχετικών με υποχρεώσεις διατροφής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 ( 3 ). Οι εν λόγω αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούσαν είτε κανόνες δικαιοδοσίας ( 4 ) είτε διατάξεις σχετικές με την εκτέλεση αποφάσεων ( 5 ).

3.

Οι μέχρι τούδε υποβληθείσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορούσαν άμεσα ούτε τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 ούτε το άρθρο 15 του κανονισμού 4/2009, το οποίο παραπέμπει στο Πρωτόκολλο αυτό για ζητήματα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι η πρώτη με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τους κανόνες συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) 4/2009

4.

Οι διατάξεις σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II («Διεθνής δικαιοδοσία») του κανονισμού 4/2009. Κύριο ρόλο μεταξύ των διατάξεων αυτών διαδραματίζει το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις» και ορίζει τα εξής:

«Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:

α)

το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή

β)

το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, ή

γ)

το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ή

δ)

το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων.»

5.

Το άρθρο 15 του κανονισμού 4/2009, το οποίο επιγράφεται «Καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού αυτού με τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο», προβλέπει τα εξής:

«Το δίκαιο που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής προσδιορίζεται σύμφωνα με το [Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007] […] στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την πράξη αυτή».

2.   Το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007

6.

Το άρθρο 3 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 3

Γενικός κανόνας περί εφαρμοστέου δικαίου

1.   Εκτός αντίθετης διάταξης του πρωτοκόλλου, οι υποχρεώσεις διατροφής διέπονται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής.

2.   Σε περίπτωση αλλαγής της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής από τη στιγμή κατά την οποία επέρχεται η συγκεκριμένη μεταβολή.

Άρθρο 4

Ειδικοί κανόνες υπέρ ορισμένων δικαιούχων διατροφής

1.   Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε περίπτωση υποχρεώσεων διατροφής:

α)

γονέων έναντι των τέκνων τους·

[…]

2.   Όταν, δυνάμει του δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 3, ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο, εφαρμόζεται το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori).

[…]»

Β. Το γερμανικό δίκαιο

7.

Στο γερμανικό δίκαιο, το ζήτημα της αναδρομικής διεκδικήσεως διατροφής ρυθμίζεται στο άρθρο 1613 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα, στο εξής: BGB). Η διάταξη αυτή ορίζει στην παράγραφο 1:

«Ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει αναδρομικώς την εκπλήρωση υποχρεώσεως ή αποζημίωση λόγω μη εκπληρώσεως μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπόχρεος κλήθηκε, με σκοπό τη διεκδίκηση διατροφής, να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα και τα περιουσιακά στοιχεία του, [ή] περιήλθε σε υπερημερία, ή από την ημερομηνία από την οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου υπόθεση με αντικείμενο αξίωση διατροφής […]».

Γ. Το αυστριακό δίκαιο

8.

Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, βάσει του αυστριακού δικαίου, μπορεί να ζητηθεί η καταβολή διατροφής έως τρία έτη αναδρομικά. Κατά πάγια αυστριακή νομολογία, δεν απαιτείται προηγούμενη όχληση του υπόχρεου προς πληρωμή για τη διεκδίκηση αναδρομικών ποσών διατροφής τέκνου.

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

9.

Η ανήλικη KP, ενάγουσα στην κύρια δίκη, διέμενε έως τις 27 Μαΐου 2015 με τους γονείς της στη Γερμανία. Στις 28 Μαΐου 2015, η ανήλικη και η μητέρα της μετακόμισαν στην Αυστρία. Έκτοτε έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο εν λόγω κράτος μέλος.

10.

Με δικόγραφο της 18ης Μαΐου 2015, η ανήλικη ζήτησε, ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου, διατροφή από τον πατέρα της LO. Στη συνέχεια, με δικόγραφο της 18ης Μαΐου 2016, η ανήλικη ζήτησε συμπληρωματικά να της καταβληθεί από τον πατέρα της διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της ημερομηνίας υποβολής του αρχικού αιτήματός της, δηλαδή από 1ης Ιουνίου 2013 έως 31 Μαΐου 2015.

11.

Στην κύρια δίκη, η ανήλικη υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, εφαρμοστέο είναι το γερμανικό δίκαιο όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής που ανάγονται στην περίοδο κατά την οποία είχε τη συνήθη διαμονή της στη Γερμανία. Ωστόσο, η ανήλικη δεν μπορεί να λάβει διατροφή από τον πατέρα της, διότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1613 BGB προϋποθέσεις για την αναδρομική διεκδίκηση διατροφής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, επί των υποχρεώσεων διατροφής που αφορούν την περίοδο αυτή εφαρμοστέο είναι το αυστριακό δίκαιο, το οποίο δεν προβλέπει τέτοιου είδους προϋποθέσεις στην περίπτωση ανηλίκου.

12.

O πατέρας της ανήλικης επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η επικουρική εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή στην υπόθεση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, θα ήταν δυνατή μόνον εάν η διαδικασία είχε κινηθεί από τον υπόχρεο ή εάν είχε επιληφθεί της υποθέσεως η αρχή κράτους στο οποίο ούτε ο δικαιούχος ούτε ο υπόχρεος έχουν τη συνήθη διαμονή τους. Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος, ο οποίος άλλαξε συνήθη διαμονή, διεκδικεί διατροφή αναδρομικά.

13.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα πληρωμής αναδρομικών ποσών διατροφής. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το γερμανικό δίκαιο ήταν εφαρμοστέο για τις υποχρεώσεις διατροφής του πατέρα έναντι του ανήλικου τέκνου που αφορούσαν το διάστημα πριν από τη μεταβολή του τόπου διαμονής της ανήλικης. Ωστόσο, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε σχέση με την πληρωμή αναδρομικών ποσών διατροφής. Οι αξιώσεις διατροφής που αφορούν την περίοδο πριν από τη μεταβολή του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου εξακολουθούν να διέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, στο μέτρο που το δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 4/2009.

14.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή, δεχόμενο το σκεπτικό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

15.

Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) πρέπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η ανήλικη κατά της αποφάσεως σε σχέση με την εκ μέρους της διεκδίκηση αναδρομικών ποσών διατροφής.

IV. Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει ο κανόνας της επικουρικής εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του [Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007], την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που το εισαγωγικό της δίκης περί διατροφής έγγραφο έχει κατατεθεί σε άλλο κράτος από εκείνο της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

2)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του [Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007] την έννοια ότι η φράση “δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή„ αφορά και τις περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο του προηγούμενου τόπου διαμονής δεν παρέχει τη δυνατότητα αναδρομικής διεκδικήσεως διατροφής απλώς και μόνο λόγω μη τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος;»

17.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

18.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V. Ανάλυση

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007

19.

Κατά την περίοδο πριν από την ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε υποθέσεις με αντικείμενο υποχρεώσεις διατροφής διεπόταν από τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 6 ) και του κανονισμού Βρυξέλλες Ι ( 7 ).

20.

Στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4/2009 περιελήφθησαν και οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε θέματα σχετικά με υποχρεώσεις διατροφής, πλην των θεμάτων που σχετίζονται με συγκεκριμένη κατηγορία υποχρεώσεων στο πλαίσιο του συστήματος των Βρυξελλών ( 8 ).

21.

Ωστόσο, ο κανονισμός 4/2009 δεν περιέχει διατάξεις που να ορίζουν άμεσα το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής. Το ζήτημα αυτό δεν έχει ρυθμιστεί έως τώρα ούτε με άλλες πράξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης, οι οποίες εξαιρούν ρητώς αυτή την κατηγορία υποχρεώσεων από το πεδίο εφαρμογής τους ( 9 ).

22.

Η αρχική πρόθεση ήταν να περιληφθούν οι κανόνες για το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής στον ίδιο τον κανονισμό 4/2009 ( 10 ). Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να δυσχεράνει τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού, καθώς ορισμένα κράτη μέλη δεν ήταν διατεθειμένα να δεχθούν έναν κανονισμό που να περιλαμβάνει κανόνες συγκρούσεως νόμων. Μεταξύ άλλων και για τους λόγους αυτούς, κατά τη διάρκεια των εργασιών που είχαν ως αντικείμενο τον εν λόγω κανονισμό, εκτιμήθηκε ότι οι κανόνες συγκρούσεως θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε ενιαίο κείμενο με διεθνή σύμβαση που έλαβε τη μορφή του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 ( 11 ). Οι συντονισμένες αυτές νομοθετικές ενέργειες μετουσιώθηκαν, αφενός, στην προσχώρηση της Κοινότητας στο Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 ( 12 ) και, αφετέρου, στη θέσπιση διατάξεως στον κανονισμό 4/2009, βάσει της οποίας το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής καθορίζεται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό ( 13 ).

Β. Ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007

23.

Πριν αναφερθεί στους λόγους που δικαιολογούν την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 4/2009 παραπέμπει ρητώς στο Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 και ότι τούτο επιτρέπει στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει περαιτέρω, όπως και η Επιτροπή, ότι η Κοινότητα έχει επικυρώσει το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, κάτι το οποίο συνηγορεί, επίσης, υπέρ της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν τη νομική αυτή πράξη.

24.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις, μεταξύ άλλων, σχετικά με την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

25.

Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009 ( 14 ), η οποία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και του άρθρου 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΚ, το Συμβούλιο ενέκρινε το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 εξ ονόματος της Κοινότητας.

26.

Κατά πάγια νομολογία, συμφωνία την οποία συνάπτει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 300 ΣΕΚ συνιστά, έναντι της Κοινότητας, πράξη ενός από τα όργανά της κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που καθορίζουν την έκταση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως ( 15 ).

27.

Επί του παρόντος, το θέμα της συνάψεως διεθνών συμφωνιών εξ ονόματος της Ένωσης ρυθμίζεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Η διαδικασία συνάψεως διεθνούς συμβάσεως από την Ένωση και τα αποτελέσματά της δεν έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο που να καθιστά πλέον ανεπίκαιρη τη μέχρι τούδε σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 300, παράγραφος 7, ΣΕΚ, προβλέπει περαιτέρω, ότι οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη. Τούτο σημαίνει ότι οι διατάξεις μιας τέτοιας συμφωνίας αποτελούν, από την έναρξη ισχύος της, αναπόσπαστο τμήμα της εννόμου τάξεως της Ένωσης και, στο πλαίσιο της εν λόγω εννόμου τάξεως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις για την ερμηνεία τους.

Γ. Επί του πρώτου ερωτήματος

1.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

28.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο δικαιούχος διατροφής έχει τη συνήθη διαμονή του.

29.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το σημείο 63 της εισηγητικής εκθέσεως του A. Bonomi ( 16 ), η επικουρική εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτόκολλου της Χάγης του 2007 είναι χρήσιμη, όταν η διαδικασία που αφορά υποχρέωση διατροφής έχει κινηθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους από το κράτος της συνήθους διαμονής του δικαιούχου της διατροφής. Σε διαφορετική περίπτωση, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του και, συνεπώς, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το δίκαιο αυτό είναι εφαρμοστέο στις υποχρεώσεις διατροφής. Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω Πρωτοκόλλου μπορεί να εφαρμοστεί όταν η διαδικασία που αφορά υποχρέωση διατροφής κινείται από τον υπόχρεο ή ενώπιον των αρχών άλλου κράτους από εκείνο στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του.

30.

Εντούτοις, όσον αφορά τα προαναφερθέντα χωρία της εισηγητικής εκθέσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την άποψή του, τα χωρία αυτά στηρίζονται στην παραδοχή ότι ο δικαιούχος δεν έχει αλλάξει τη συνήθη διαμονή του. Συνεπώς, δεν είναι βέβαιο αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο δικαιούχος αλλάζει τόπο συνήθους διαμονής μεταβαίνοντας σε άλλο κράτος και ζητεί ενώπιον δικαστηρίου του εν λόγω κράτους να του καταβληθεί διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της αλλαγής της συνήθους διαμονής του.

31.

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη. Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, να διευκρινίσει ποιες είναι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αλλάζει τη συνήθη διαμονή του και, στη συνέχεια, απαιτεί διατροφή από τον υπόχρεο αναδρομικά.

2.   Η θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως

32.

Η Γερμανική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι το Δικαστήριο, απαντώντας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Η οικονομία και ο σκοπός της εν λόγω νομικής πράξεως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εάν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο δικαιούχος προβάλλει αξίωση διατροφής για προγενέστερη χρονική περίοδο ήταν αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση διατροφής κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

33.

Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι οι κανόνες συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 βασίζονται στην παραδοχή ότι πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της πραγματικής καταστάσεως από την οποία ο δικαιούχος αντλεί την αξίωσή του διατροφής και του εφαρμοστέου δικαίου για την εξέταση της αξιώσεως αυτής. Και οι κανόνες περί δικαιοδοσίας στηρίζονται σε παρόμοια βάση. Επομένως πρέπει να υπάρχει σύνδεση και μεταξύ του κράτους του οποίου τα δικαστήρια είναι αρμόδια να εκδικάσουν μια υπόθεση διατροφής και της πραγματικής καταστάσεως από την οποία ο δικαιούχος αντλεί τις αξιώσεις αυτές.

3.   Η θέση της Επιτροπής

34.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο δικαιούχος ζητεί διατροφή για προγενέστερη χρονική περίοδο.

35.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το σημείο 63 της εκθέσεως Bonomi, το οποίο μνημονεύεται από το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, δεν καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, αλλά απαριθμεί απλώς τις περιπτώσεις στις οποίες η διάταξη αυτή μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για τον δικαιούχο διατροφής.

36.

Η Επιτροπή επισημαίνει, ειδικότερα, ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαίου του κράτους του δικάζοντος δικαστή δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 είναι η αδυναμία του δικαιούχου να επιτύχει διατροφή «δυνάμει του δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 3 [του εν λόγω πρωτοκόλλου]». Αυτό σημαίνει, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν αφορά μόνον το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου αυτού, αλλά και το εφαρμοστέο κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, δίκαιο. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής οδηγεί στα ίδια συμπεράσματα. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 έχει ως σκοπό να ευνοήσει ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων σε σχέση με τις λύσεις που προβλέπει το άρθρο 3 του εν λόγω Πρωτοκόλλου, οι οποίες αφορούν όλους τους δικαιούχους διατροφής.

4.   Ανάλυση του πρώτου ερωτήματος

α)   Γραμματική ερμηνεία

37.

Θα ήθελα, κατ’ αρχάς, να επισημάνω ότι, βάσει της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, θα ήταν δυνατό, χωρίς σχετικώς μεγάλη δυσκολία, να δοθεί στο πρώτο ερώτημα απάντηση σύμφωνη με τη θέση της Επιτροπής ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του. Η απάντηση αυτή θα ήταν ακόμη πιο προφανής, αν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι απαιτείται να ληφθεί μέριμνα μόνο για το συμφέρον του δικαιούχου διατροφής. Κατά τη γνώμη μου, η εκτίμηση αυτή φαίνεται να βασίζεται σε μια επιφανειακή ανάγνωση του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 και σε μια συλλογιστική που δεν λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία.

38.

Η Επιτροπή καταλήγει, βάσει του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτόκολλου της Χάγης του 2007, στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή μπορεί να εφαρμοστεί αντί του δικαίου του κράτους της τρέχουσας ή της προγενέστερης συνήθους διαμονής του δικαιούχου, δεδομένου ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να ερμηνευθεί το γράμμα της διατάξεως σχετικά με το «[δίκαιο] που αναφέρεται στο άρθρο 3 του [Πρωτοκόλλου της Χάγης]».

39.

Δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνει όντως ότι το περιεχόμενο του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 διαλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αλλάζει τον τόπο της συνήθους διαμονής του και στη συνέχεια απαιτεί διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της αλλαγής του τόπου της συνήθους διαμονής του. Μολονότι από το ίδιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ένα σαφές συμπέρασμα επί του θέματος αυτού, η ανάλυση των άλλων επιμέρους στοιχείων του άρθρου 4 του εν λόγω Πρωτοκόλλου δημιουργεί ορισμένες αμφιβολίες σχετικώς.

40.

Για παράδειγμα, όταν ο δικαιούχος ασκεί αγωγή κατά του υπόχρεου ενώπιον της αρχής του κράτους στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 απαιτεί πρώτον την εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (lex fori). Εάν βάσει του δικαίου αυτού (lex fori) ο δικαιούχος δεν δύναται να λάβει διατροφή από τον υπόχρεο, τότε εφαρμόζεται «το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου» και όχι το δίκαιο που αναφέρεται στο άρθρο 3 του εν λόγω Πρωτοκόλλου, όπως ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Έχω αμφιβολίες εάν σε μια τέτοια περίπτωση, βάσει της γραμματικής ερμηνείας στην οποία βασίζεται η συλλογιστική της Επιτροπής, θα έπρεπε να παραλειφθεί το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 και να εφαρμοστεί, στην περίπτωση που ο δικαιούχος έχει αλλάξει τόπο συνήθους διαμονή, μόνο το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει την τρέχουσα συνήθη διαμονή του.

41.

Παρεμπιπτόντως επισημαίνω ότι, αν ο δικαιούχος δεν μπορεί να λάβει διατροφή δυνάμει του δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το άρθρο 4, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου του κράτους της κοινής ιθαγένειας του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής. Η διάταξη αυτή δεν ορίζει όμως τι συμβαίνει στην περίπτωση που ο δικαιούχος απαιτεί διατροφή για περίοδο κατά την οποία ο υπόχρεος απέκτησε ιθαγένεια την οποία είχε ήδη νωρίτερα ο δικαιούχος. Επίσης δεν δίνεται απάντηση στο ερώτημα εάν και η απώλεια ιθαγένειας από τον υπόχρεο έχει αναδρομικά αποτελέσματα, πράγμα που σημαίνει ότι ο δικαιούχος δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 4, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, ακόμη και για περίοδο κατά την οποία δικαιούχος και υπόχρεος είχαν κοινή ιθαγένεια ( 17 ).

42.

Δεν είμαι πεπεισμένος ότι τέτοιου είδους προβλήματα μπορούν να επιλυθούν μόνο βάσει της γραμματικής ερμηνείας.

43.

Οι αμφιβολίες σχετικά με τα επιχειρήματα της Επιτροπής που στηρίζονται στη γραμματική ερμηνεία δικαιολογούνται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι η αποδοχή της θέσεως της Επιτροπής θα μπορούσε να οδηγήσει, στην περίπτωση που ζητείται διατροφή για παρελθόντα χρόνο, σε εφαρμογή ενός δικαίου το οποίο, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν θα μπορούσε, καταρχήν, να αποτελέσει το εφαρμοστέο δίκαιο για τις εν λόγω αξιώσεις βάσει των κανόνων συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Το δίκαιο αυτό δεν θα είχε ενδεχομένως καμία σχέση με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής κατά την περίοδο αυτή. Θα ήταν, συνεπώς, ένα δίκαιο του οποίου την εφαρμογή δεν θα μπορούσε να αναμένει κανείς εκ των διαδίκων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.

44.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι περιστάσεις στην υπόθεση της κύριας δίκης απεικονίζουν μια τέτοια περίπτωση. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, εάν δεν είχε μεταβληθεί ο τόπος της συνήθους διαμονής της ανήλικης και τα αυστριακά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία εν προκειμένω εκ του λόγου τούτου ( 18 ), το αυστριακό δίκαιο θα μπορούσε να εφαρμοστεί για την περίοδο από την 1η Ιουνίου 2013 έως τις 27 Μαΐου 2015 στο πλαίσιο εξετάσεως της αξιώσεως διατροφής της εν λόγω ανήλικης έναντι του πατέρα της ( 19 ). Ούτε, όπως φαίνεται, το αυστριακό δίκαιο θα μπορούσε να είχε επιλεγεί από τους διαδίκους ως εφαρμοστέο δίκαιο στην επίδικη αξίωση διατροφής ( 20 ).

45.

Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι, κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναλυθεί βάσει ερμηνευτικών μεθόδων διαφορετικών από τη γραμματική ερμηνεία.

46.

Δεν νομίζω, συναφώς, ότι μπορούμε να περιοριστούμε απλώς σε μεμονωμένη ανάλυση των κανόνων συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 χωρίς να λάβουμε υπόψη τους κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009. Και τούτο διότι οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν τίνος κράτους το δικαστήριο ή τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση. Επομένως, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας ορίζουν έμμεσα το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

β)   Συστηματική ερμηνεία

1) Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 σε σχέση με τους άλλους κανόνες του εν λόγω Πρωτοκόλλου

47.

Υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στα σημεία 39 έως 42 των παρουσών προτάσεων πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν περιέχει καμία ένδειξη που να επιτρέπει τον σαφή προσδιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατή η εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Τέτοιου είδους ενδείξεις προκύπτουν μόνον από την ανάλυση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτόκολλου της Χάγης του 2007 υπό το πρίσμα των λοιπών διατάξεων του εν λόγω Πρωτοκόλλου και του κανονισμού 4/2009.

48.

Αφενός, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος ζητεί διατροφή ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του. Τέτοιες περιπτώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Αφετέρου, όταν η υπόθεση διατροφής εισάγεται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι το δίκαιο του τόπου όπου ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του και, κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι, καταρχήν, το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές δεν τίθεται ζήτημα επικουρικής εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

49.

Τούτο σημαίνει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 έχει σχετικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί όταν η υπόθεση με αντικείμενο την υποχρέωση διατροφής εκδικάζεται από δικαστήριο άλλου κράτους από εκείνο στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή είτε ο υπόχρεος (διότι τότε εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, του Πρωτόκολλου της Χάγης του 2007) είτε ο δικαιούχος (διότι τότε η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω Πρωτόκολλου θα ήταν άσκοπη, δεδομένου ότι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του).

2) Οι σύνδεσμοι των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας στον κανονισμό 4/2009

50.

Στις υποθέσεις διατροφής, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων καθορίζεται από τους κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009.

51.

Το άρθρο 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 4/2009 προβλέπει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ανεξαρτήτως του αν ο εναγόμενος είναι δικαιούχος ή υπόχρεος, καθώς και των δικαστηρίων της συνήθους διαμονής του δικαιούχου. Οι δικαστικές αρχές των εν λόγω κρατών μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα τις ανάγκες του δικαιούχου και τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου, όπως απαιτείται από το άρθρο 14 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

52.

Εκτός από τα δικαστήρια των κρατών στα οποία ένα από τα ως άνω πρόσωπα έχει τη συνήθη διαμονή του, το άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, του κανονισμού 4/2009 προβλέπει τη δυνατότητα εκδικάσεως των υποθέσεων διατροφής και από δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό τους για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση του ατόμου ή τη γονική μέριμνα «όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων» ( 21 ).

53.

Το άρθρο 7 του κανονισμού 4/2009 προβλέπει την αναγκαστική δικαιοδοσία (forum necessitatis) των δικαστηρίων του κράτους μέλους με το οποίο υπάρχει «επαρκής σύνδεσμος» στη συγκεκριμένη υπόθεση, όταν κανένα άλλο δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5 και 6 του κανονισμού αυτού. Στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 4/2009 διευκρινίζεται ότι ο σύνδεσμος που απαιτείται βάσει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού μπορεί να υφίσταται όταν ένας εκ των διαδίκων έχει την ιθαγένεια του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου. Παρόμοια λύση προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009. Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 5 του κανονισμού αυτού και κανένα δικαστήριο κράτους το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως του Λουγκάνο αλλά δεν είναι κράτος μέλος δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει των διατάξεων της εν λόγω συμβάσεως, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων.

54.

Στο πλαίσιο του κανονισμού 4/2009, οι διάδικοι έχουν βεβαίως τη δυνατότητα επιλογής του αρμόδιου δικαστηρίου για την επίλυση διαφορών που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, η επιλογή αυτή είναι περιορισμένη και αφορά, καταρχήν, το δικαστήριο ή τα δικαστήρια των κρατών μελών που συνδέονται ειδικώς με τον δικαιούχο ή τον υπόχρεο.

55.

Περαιτέρω, στην περίπτωση επιλογής του δικαστηρίου από τους διαδίκους, δεν υφίσταται κίνδυνος να εφαρμοστεί, βάσει των κανόνων συγκρούσεως νόμων του επιληφθέντος δικαστηρίου, ένα μη αναμενόμενο από τους διαδίκους δίκαιο. Καθόσον ο δικαιούχος και ο υπόχρεος διατροφής συμφωνούν να ορίσουν συγκεκριμένο δικαστήριο ως αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως διατροφής, αποδέχονται το ενδεχόμενο εφαρμογής του δικαίου που είναι εφαρμοστέο βάσει των κανόνων συγκρούσεως του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει και για το άρθρο 5 του κανονισμού 4/2009, το οποίο αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία που βασίζεται στην παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

56.

Ως εκ τούτου, έχω την άποψη ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009 στηρίζονται στην παραδοχή ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της διατροφής που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως και του κράτους του οποίου το δικαστήριο είναι αρμόδιο να την επιδικάσει. Ο σύνδεσμος αυτός πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο στενός ώστε να παρέχει στον δικαιούχο και στον υπόχρεο διατροφής τη δυνατότητα να προβλέψουν το εθνικό δικαστήριο που ενδέχεται να επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως διατροφής ( 22 ).

57.

Τούτο σημαίνει ότι, χάρη στους κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009, εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους της επιληφθείσας αρχής, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, είναι το δίκαιο ενός κράτους το οποίο συνδέεται κατά ορισμένο τρόπο με τις αξιώσεις διατροφής που αποτελούν αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης.

3) Οι σύνδεσμοι των κανόνων συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007

58.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το δίκαιο που καταρχήν εφαρμόζεται στις αξιώσεις διατροφής είναι το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του. Είναι το δίκαιο του κράτους που συνδέεται στενά με την υποχρέωση διατροφής, διότι λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις συνθήκες διαβιώσεως του δικαιούχου στον τόπο όπου η διατροφή εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Συμμερίζομαι, συναφώς, την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η οποία υποστηρίζει ότι και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 συνηγορεί υπέρ της υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ του εφαρμοστέου δικαίου και της καταστάσεως από την οποία απορρέει το δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει διατροφή. Εάν ο δικαιούχος αλλάξει συνήθη διαμονή, τότε μεταβάλλονται και οι παράγοντες που επηρεάζουν τις ανάγκες του, τις οποίες έχει σκοπό να εξυπηρετήσει η καταβαλλόμενη διατροφή. Χάρη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης 2007, η μεταβολή αυτών των παραγόντων επηρεάζει τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην αξίωση διατροφής.

59.

Η ανάλυση του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το οποίο προβλέπει ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του υπόχρεου και το κοινό προσωπικό δίκαιο του δικαιούχου και του υπόχρεου (σύνδεσμος της ιθαγένειας), οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα. Το κράτος στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του συνδέεται με την προσωπική κατάσταση του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής, τουλάχιστον στον βαθμό που αφορά την ικανότητα του υπόχρεου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του δικαιούχου. Αντιθέτως, το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δίκαιο του κράτους της κοινής ιθαγένειας των μερών δεν πρέπει να συνδέεται απαραιτήτως με την τρέχουσα προσωπική κατάσταση των μερών. Ωστόσο, το εφαρμοστέο δίκαιο εξακολουθεί να ορίζεται βάσει ορισμένης σταθερής περιστάσεως, η οποία είναι συνήθως γνωστή τόσο στον δικαιούχο όσο και στον υπόχρεο διατροφής και η οποία σχετίζεται με την οικογενειακή τους κατάσταση.

60.

Και ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου βάσει του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 περιορίζεται μόνο στα δίκαια των κρατών που κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής ( 23 ). Στην περίπτωση επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου δεν υπάρχει, ωστόσο, ανησυχία ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα είναι ένα δίκαιο του οποίου την εφαρμογή δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν τα μέρη. Επομένως, στην περίπτωση επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, ο σύνδεσμος αυτός δεν πρέπει να είναι τόσο ισχυρός όσο ο σύνδεσμος στον οποίο βασίζονται οι κανόνες συγκρούσεως του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

61.

Από τη συστηματική ερμηνεία των κανόνων συγκρούσεως που περιλαμβάνονται στο Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι κανόνες αυτοί –όπως και οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009– βασίζονται στην παραδοχή ότι το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποχρεώσεις διατροφής πρέπει να ορίζεται βάσει περιστάσεων συνδεόμενων κατά κάποιον τρόπο με την πραγματική κατάσταση που έχει σχέση με την υποχρέωση διατροφής, ούτως ώστε η εφαρμογή του δικαίου αυτού να είναι προβλέψιμη για τον δικαιούχο και τον υπόχρεο διατροφής.

γ)   Τελολογική ερμηνεία

62.

Ακολούθως πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους το οποίο δεν συνδέεται σημαντικά με την πραγματική κατάσταση που έχει σχέση με την υποχρέωση διατροφής αντιβαίνει στους σκοπούς των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και συγκρούσεως νόμων που αφορούν τις υποχρεώσεις διατροφής.

1) Η διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ως σκοπός των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009

63.

Υπό το φως της αιτιολογικής σκέψεως 15 του κανονισμού 4/2009, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω κανονισμού αποσκοπούν στην προσαρμογή των κανόνων του συστήματος των Βρυξελλών για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δικαιούχων διατροφής και να ευνοηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

64.

Στην απόφαση Sanders και Huber ( 24 ), το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι ο σκοπός της ορθής απονομής της δικαιοσύνης πρέπει να νοηθεί όχι μόνον υπό την οπτική γωνία της βέλτιστης οργανώσεως των δικαστηρίων, αλλά και από την άποψη του συμφέροντος των διαδίκων, είτε πρόκειται για τον ενάγοντα είτε για τον εναγόμενο, οι οποίοι πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχουν τη δυνατότητα ευχερούς προσβάσεως στη δικαιοσύνη και να υπόκεινται σε προβλέψιμους κανόνες δικαιοδοσίας.

65.

Ακόμη πιο σαφής συναφώς ήταν η άποψη που εξέφρασε ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen στο σημείο των προτάσεών του, το οποίο μνημονεύει το Δικαστήριο στην ως άνω παρατιθέμενη σκέψη της αποφάσεως του. Ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ότι η ανάγκη να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των διαδίκων προϋποθέτει τη διασφάλιση της δυνατότητας προβλέψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω ενός στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ( 25 ).

66.

Το Δικαστήριο επισήμανε, επίσης, εμμέσως στην απόφαση Α ( 26 ) την αναγκαιότητα συνδέσεως του καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας με την πραγματική κατάσταση στην οποία βασίζεται η συγκεκριμένη υποχρέωση διατροφής. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας αν επί αιτήματος διατροφής τέκνου πρέπει να αποφανθεί το δικαστήριο κράτους μέλους που εκδικάζει υπόθεση δικαστικού χωρισμού ή διαζυγίου των γονέων του τέκνου ή το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που εκδικάζει υπόθεση γονικής μέριμνας του ίδιου τέκνου, προτίμησε τη δεύτερη εναλλακτική επιλογή. Το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ των λόγων που δικαιολογούν τη θέση αυτή, ότι το δικαστήριο που εκδικάζει υπόθεση γονικής μέριμνας του ανηλίκου γνωρίζει καλύτερα τα ουσιώδη στοιχεία για την εξέταση του αιτήματός του διατροφής ( 27 ).

67.

Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009 –και υπό το φως των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την τελολογική ερμηνεία– φαίνεται να βασίζονται στην παραδοχή ότι υπόθεση διατροφής πρέπει να εκδικάζεται από το δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους με το οποίο αυτή συνδέεται τόσο ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η εκ μέρους του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής δυνατότητα προβλέψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας.

2) Ο σκοπός των κανόνων συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007

68.

Ένας από τους βασικούς σκοπούς που επιδιώκουν οι κανόνες συγκρούσεως νόμων είναι η διασφάλιση της δυνατότητας προβλέψεως του εφαρμοστέου δικαίου για την εξέταση συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως. Οι εν λόγω κανόνες μπορούν να εκπληρώσουν αυτόν τον σκοπό ιδίως εάν το δίκαιο ενός κράτους είναι εφαρμοστέο βάσει περιστάσεων συνδεόμενων κατά κάποιον τρόπο με την εν λόγω πραγματική κατάσταση.

69.

Ωστόσο, ο τίτλος του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τον ρόλο της διατάξεως αυτής στο σύστημα των κανόνων συγκρούσεως του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Η συγκεκριμένη διάταξη τιτλοφορείται «Ειδικοί κανόνες υπέρ ορισμένων δικαιούχων διατροφής». Ισχύει μόνο για ορισμένες υποχρεώσεις διατροφής ( 28 ), συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων των γονέων έναντι των τέκνων τους. Επομένως, σκοπός του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 ήταν αναμφισβήτητα να παράσχει σε ορισμένους δικαιούχους τη δυνατότητα να λάβουν διατροφή, παρά το γεγονός ότι τούτο δεν προβλέπεται από το καταρχήν εφαρμοστέο κατά την εξέταση των αξιώσεων αυτών δίκαιο.

70.

Ωστόσο, ορισμένες διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 καταδεικνύουν σαφώς μια προσπάθεια εξισορροπήσεως μεταξύ των συμφερόντων του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής. Αν και οι κανόνες αυτοί δεν αφορούν, καταρχήν, υποχρεώσεις διατροφής των γονέων έναντι των τέκνων τους, εφαρμόζονται εντούτοις σε άλλους προνομιούχους δικαιούχους του άρθρου 4, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου του 2007, στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο, αφορά και αυτές τις περιπτώσεις. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι κατά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο το πλαίσιο της κύριας δίκης.

71.

Για παράδειγμα, το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 παρέχει στον υπόχρεο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει αξίωση του δικαιούχου επικαλούμενος την έλλειψη σχετικής υποχρεώσεως τόσο δυνάμει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του υπόχρεου όσο και δυνάμει του δικαίου του κράτους της ενδεχόμενης κοινής ιθαγένειας των διαδίκων. Το δε άρθρο 8, παράγραφος 5, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 προβλέπει ότι το δίκαιο που έχουν ορίσει οι διάδικοι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που η εφαρμογή του θα συνεπαγόταν άνισες ή παράλογες συνέπειες για οποιονδήποτε από τους διαδίκους, εκτός εάν, κατά τον χρόνο καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, οι διάδικοι ήταν πλήρως ενημερωμένοι για τις συνέπειες της επιλογής τους και είχαν επίγνωση των συνεπειών αυτών.

72.

Ως εκ τούτο δεν θεωρώ ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 βασίζεται στην παραδοχή ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να ευνοείται ο δικαιούχος έναντι του υπόχρεου διατροφής ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της εν λόγω ενέργειας. Συνεπώς, η θέση της Επιτροπής δεν φαίνεται να δικαιολογείται υπό το πρίσμα της τελολογικής ερμηνείας.

δ)   Ιστορική ερμηνεία

73.

Τα επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας συνδέσμου μεταξύ της προσωπικής καταστάσεως και του εφαρμοστέου επ’ αυτής δικαίου επιβεβαιώνονται και από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση του κανονισμού 4/2009.

74.

Ένας από τους σκοπούς της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας για την έκδοση του κανονισμού 4/2009 ήταν –εκτός από την απλούστευση της ζωής των πολιτών και τη διασφάλιση είσπραξης της διατροφής– και η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου ( 29 ). Θεωρήθηκε δε ότι οι κανόνες συγκρούσεως πρέπει να καταρτίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαστήρια να αποφαίνονται βάσει κανόνων ουσιαστικού δικαίου που «παρουσιάζουν τη στενότερη δυνατή συνάφεια με την υπόθεση» και όχι «κατ’ εφαρμογή ενός δικαίου που στερείται επαρκούς συνάφειας με τη συγκεκριμένη οικογενειακή κατάσταση» ( 30 ).

75.

Την παραδοχή αυτή αντανακλούσε η πρόταση για τον κανονισμό 4/2009, η οποία –σχεδόν έως το τέλος της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας– περιείχε κανόνες συγκρούσεως βασισμένους στην ιδέα της υπάρξεως στενού συνδέσμου μεταξύ δεδομένης πραγματικής καταστάσεως και του κράτους του οποίου το δίκαιο είναι εφαρμοστέο κατά την εξέτασή της ( 31 ).

76.

Βεβαίως, τελικά οι κανόνες συγκρούσεως δεν περιελήφθησαν στον ίδιο τον κανονισμό 4/2009, αλλά αποφασίστηκε να ενταχθούν σε ενιαίο κείμενο κατά τον τύπο διεθνούς συμβάσεως. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εγκατέλειψε τις αρχικές προθέσεις του και αποφάσισε να συμπεριλάβει το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 στο ενωσιακό σύστημα των κανόνων συγκρούσεως, παρά το ότι το Πρωτόκολλο αυτό δεν βασίζεται στην παραδοχή της αναγκαιότητας υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ της πραγματικής καταστάσεως από την οποία απορρέει η αξίωση διατροφής του δικαιούχου και του κράτους του οποίου το δίκαιο είναι εφαρμοστέο κατά την εξέτασή της. Ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε μάλλον ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 ανταποκρίνεται στις προσδοκίες αυτές. Στο σημείο 22 των παρουσών προτάσεων, διευκρίνισα ότι ο κύριος λόγος που οδήγησε τον νομοθέτη της Ένωσης να χρησιμοποιήσει τον τύπο της διεθνούς συμβάσεως ήταν οι δυσχέρειες της διαπραγματεύσεως και θεσπίσεως κανονισμού που να περιέχει κανόνες συγκρούσεως νόμων για τις υποχρεώσεις διατροφής.

ε)   Συμπεράσματα επί του πρώτου ερωτήματος

77.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω επιχειρημάτων και λαμβανομένων υπόψη των μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων της γραμματικής ερμηνείας και των σαφών συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη συστηματική ερμηνεία (και υποστηρίζονται από την ιστορική ερμηνεία), στα οποία δεν αντιτίθεται η τελολογική ερμηνεία, εκτιμώ ότι οι κανόνες συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 βασίζονται στην παραδοχή ότι το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την εξέταση αξιώσεως διατροφής πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους που συνδέεται με την πραγματική κατάσταση από την οποία απορρέει η αξίωση αυτή, τουλάχιστον στον βαθμό που ο δικαιούχος και ο υπόχρεος διατροφής μπορούν να αναμένουν ότι η υποχρέωση διατροφής θα κριθεί βάσει του δικαίου αυτού.

78.

Δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 προβλέπει την επικουρική εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, το δίκαιο αυτό πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους το οποίο συνδέεται ή –σε περίπτωση διατροφής για παρελθόντα χρόνο που ζητείται κατόπιν μεταβολής της συνήθους διαμονής του δικαιούχου– συνδεόταν με την πραγματική κατάσταση από την οποία απορρέει η αξίωση διατροφής του δικαιούχου. Τον ρόλο αυτό μπορεί να έχει το δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια ήταν αρμόδια να εκδικάζουν υποθέσεις διατροφής κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η συγκεκριμένη αξίωση διατροφής.

79.

Αν και ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου διά του ορισμού του μόνον ως «δικαίου του δικάζοντος δικαστή» δεν προδικάζει άμεσα ότι το εν λόγω δίκαιο συνδέεται με τη συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση, η αναγκαιότητα ενός τέτοιου συνδέσμου προκύπτει από τους εφαρμοστέους κανόνες δικαιοδοσίας του κανονισμού 4/2009. Όμως, οι κανόνες αυτοί, όπως ήδη προαναφέρθηκε, βασίζονται στην παραδοχή ότι οι υποθέσεις που αφορούν αξιώσεις διατροφής εκδικάζονται από τα δικαστήρια του κράτους με το οποίο συνδέονται οι αξιώσεις αυτές.

80.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εφαρμοστέο, πρώτον, το εγγύτερο στη συγκεκριμένη προσωπική κατάσταση δίκαιο, στην οποία η διατροφή προορίζεται για την ικανοποίηση των αναγκών του δικαιούχου. Επομένως, το δίκαιο αυτό αντικατοπτρίζει περισσότερο τις ουσιώδεις περιστάσεις στο πλαίσιο της υποχρεώσεως διατροφής, ιδίως δε τις συνθήκες διαβιώσεως του δικαιούχου και τις ανάγκες που ανακύπτουν υπ’ αυτές τις συνθήκες, τις δυνατότητες του ίδιου του υπόχρεου ή γενικότερα την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής. Η βασιμότητα της αξιώσεως διατροφής για παρελθόντα χρόνο πρέπει, καταρχήν, να εξετάζεται αναδρομικά βάσει των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον χρόνο που η διατροφή θα έπρεπε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του δικαιούχου. Ωστόσο, το αν όντως συμβαίνει αυτό καθορίζεται τελικά από το εφαρμοστέο δίκαιο στην υποχρέωση διατροφής και από τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες του δικάζοντος δικαστή.

81.

Δεύτερον, οι κανόνες συγκρούσεως νόμων επιτυγχάνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κύριο σκοπό τους, δηλαδή τη διασφάλιση της δυνατότητας προβλέψεως του εφαρμοστέου δικαίου για την εξέταση ορισμένης πραγματικής καταστάσεως.

82.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο –λαμβανομένης υπόψη της προτάσεώς μου σχετικά με την αναδιατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος– να δώσει στο ερώτημα αυτό την ακόλουθη απάντηση: το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 έχει την έννοια ότι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori) εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος ζητεί αναδρομικώς διατροφή από τον υπόχρεο, εάν: 1) η διαδικασία για τη λήψη διατροφής κινήθηκε από τον δικαιούχο σε άλλο κράτος από εκείνο στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του, 2) ο δικαιούχος δεν μπορεί να λάβει διατροφή από τον υπόχρεο βάσει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του, το οποίο είναι εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, 3) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι το δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια ήταν αρμόδια να εκδικάσουν την υπόθεση διατροφής κατά την περίοδο για την οποία ζητείται διατροφή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί εάν συντρέχουν οι περιστάσεις αυτές.

Δ. Επί του δευτέρου ερωτήματος

83.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, στο μέτρο που η διάταξη αυτή ορίζει ότι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος «δυνάμει του δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 3 [του εν λόγω Πρωτοκόλλου] […] δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο».

84.

Οι κατωτέρω επισημάνσεις μπορεί να έχουν σημασία για το αιτούν δικαστήριο, αν το Δικαστήριο απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

85.

Στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει του γερμανικού δικαίου, δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν να ζητείται διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της διεκδικήσεως διατροφής. Εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό προβλέπει το άρθρο 1613 BGB. Κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, στις εξαιρέσεις αυτές περιλαμβάνονται η περίπτωση κατά την οποία ο υπόχρεος κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το εισόδημα και την περιουσία του με σκοπό τη διεκδίκηση διατροφής, η περίπτωση υπερημερίας του υπόχρεου, ή η περίπτωση εκκρεμούς διαφοράς με αντικείμενο αξίωση διατροφής. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, συναφώς, ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης προβάλλεται μεν αξίωση διατροφής, όμως ο δικαιούχος δεν όχλησε τον υπόχρεο ώστε να καταστεί αυτός υπερήμερος.

86.

Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, παραπέμποντας στην έκθεση Bonomi, τάσσονται συναφώς αμφότερες υπέρ της ευρείας ερμηνείας της προϋποθέσεως που θέτει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 περί ελλείψεως της δυνατότητας λήψεως διατροφής.

87.

Στο σημείο 61 της εκθέσεως Bonomi διευκρινίζεται ότι η φράση «δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο» καλύπτει όχι μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το εφαρμοστέο δίκαιο δεν προβλέπει, καταρχήν, καμία υποχρέωση διατροφής, αλλά και εκείνες στις οποίες η έλλειψη της δυνατότητας λήψεως διατροφής οφείλεται στη μη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου. Η έκθεση αναφέρει ως παράδειγμα μια διάταξη που προβλέπει ότι η υποχρέωση διατροφής παύει να υφίσταται μόλις το τέκνο συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.

88.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 αντιστοιχεί σε διατάξεις της Συμβάσεως της Χάγης του 1973 ( 32 ). Το άρθρο 6 της εν λόγω Συμβάσεως επέτρεπε, επίσης, την εφαρμογή της lex fori, όταν ο δικαιούχος δεν μπορούσε να λάβει διατροφή από τον υπόχρεο βάσει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του δικαιούχου ή του δικαίου της κοινής ιθαγένειας των μερών.

89.

Οι αιτιολογικές σκέψεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 παραπέμπουν στη Σύμβαση της Χάγης του 1973. Συνεπώς, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής πρέπει να αποτέλεσαν πηγή εμπνεύσεως για τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

90.

Στο σημείο 145 της εισηγητικής εκθέσεως της Συμβάσεως της Χάγης του 1973, που συντάχθηκε από τον M. Verwilghen ( 33 ), επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 6 της εν λόγω Συμβάσεως, είναι δυνατή η εφαρμογή του δίκαιου του δικάζοντος δικαστή σε περίπτωση μη συνδρομής μιας εκ των προβλεπομένων από το εφαρμοστέο δίκαιο προϋποθέσεων. Αυτή η γενική παρατήρηση αποσαφηνίστηκε με το παράδειγμα μιας ρυθμίσεως του εφαρμοστέου δικαίου που δεν προβλέπει την υποχρέωση διατροφής σε περίπτωση υιοθεσίας, όταν ο υιοθετημένος διατηρεί δεσμούς με τη βιολογική οικογένειά του.

91.

Η εισηγητική έκθεση Bonomi και η έκθεση Verwilghen δέχονται αμφότερες ότι, σε περίπτωση μη συνδρομής μιας προβλεπόμενης από τον νόμο προϋποθέσεως από την οποία εξαρτάται η δυνατότητα αποτελεσματικής διεκδικήσεως διατροφής από τον υπόχρεο, είναι δυνατή η εφαρμογή της lex fori κατά την εξέταση του αιτήματος διατροφής.

92.

Η ευρεία ερμηνεία της προϋποθέσεως να μην μπορεί ο δικαιούχος «να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο» ανταποκρίνεται συγχρόνως στη ratio legis του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, η οποία συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχόμενου να μην έχει ο δικαιούχος, ο οποίος ανήκει σε μια από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, τα απαραίτητα προς το ζην.

93.

Στην κύρια υπόθεση, η αδυναμία λήψεως διατροφής βάσει του γερμανικού δικαίου οφείλεται βεβαίως στην εκ μέρους του δικαιούχου παράλειψη συγκεκριμένης ενέργειας, η οποία αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για την αναδρομική διεκδίκηση διατροφής. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι περιπτώσεις παθητικότητας του δικαιούχου δεν καλύπτονται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, ώστε κατά κάποιο τρόπο να κολάζεται η παράλειψη ορισμένων ενεργειών του δικαιούχου, τις οποίες επιβάλλει το καταρχήν εφαρμοστέο στην υποχρέωση διατροφής δίκαιο.

94.

Επιπλέον, η αποδοχή της ευρείας ερμηνείας της προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 περί αδυναμίας λήψεως διατροφής είναι δύσκολο να θεωρηθεί εκδήλωση υπερβολικής εύνοιας προς τον δικαιούχο. Δύο επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.

95.

Πρώτον, η εξισορρόπηση των εμπλεκομένων συμφερόντων και των δύο πλευρών είναι δυνατή χάρη στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Η διάταξη αυτή επιτρέπει την αμφισβήτηση αξιώσεως του δικαιούχου, όταν η υποχρέωση, εκτός από την απορρέουσα από σχέση γονέα-τέκνου υποχρέωση έναντι τέκνου, «δεν υφίσταται» τόσο δυνάμει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του υπόχρεου ( 34 ) όσο και δυνάμει του δικαίου του κράτους της ενδεχόμενης κοινής ιθαγένειας των μερών. Παρά την κατηγορηματική διατύπωση αυτής της διατάξεως, η οποία φαίνεται να αφορά μόνο τις περιπτώσεις «ελλείψεως» της υποχρεώσεως διατροφής, στο σημείο 108 της εκθέσεως Bonomi διευκρινίζεται ότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Εάν η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, το ίδιο ευρέως πρέπει να ερμηνευθούν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του πρωτοκόλλου αυτού.

96.

Δεύτερον, η απάντηση που προτείνω στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα περιορίζει, επίσης, το ενδεχόμενο καταχρήσεως της ευρείας ερμηνείας της προϋποθέσεως σχετικά με την αδυναμία λήψεως διατροφής από τον υπόχρεο. Οι ενέργειες του δικαιούχου που έχουν σκοπό να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων συγκεκριμένου κράτους ώστε να εφαρμοστεί ακολούθως το δίκαιο του κράτους αυτού βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, εάν το δικαστήριο ή τα δικαστήρια δεν είναι έως τότε αρμόδια να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση.

97.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο, αν αποφασίσει να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα αυτό: το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 έχει την έννοια ότι η περιεχόμενη στη διάταξη αυτή φράση «δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή» αφορά και περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο του προηγούμενου τόπου διαμονής του δικαιούχου δεν προβλέπει τη δυνατότητα αποτελεσματικής διεκδικήσεως αναδρομικών ποσών διατροφής απλώς και μόνο λόγω μη τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, όπως αυτές του άρθρου 1613, παράγραφος 1, BGB.

VI. Πρόταση

98.

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

«1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου του 2007, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, έχει την έννοια ότι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori) εφαρμόζεται όταν ο δικαιούχος ζητεί αναδρομικώς διατροφή από τον υπόχρεο, εάν: 1) η διαδικασία για τη λήψη διατροφής κινήθηκε από τον δικαιούχο σε άλλο κράτος από εκείνο στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη συνήθη διαμονή του, 2) ο δικαιούχος δεν μπορεί να λάβει διατροφή από τον υπόχρεο βάσει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του, το οποίο είναι εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, 3) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή είναι το δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια ήταν αρμόδια να εκδικάσουν την υπόθεση διατροφής κατά την περίοδο για την οποία ζητείται διατροφή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί εάν συντρέχουν οι περιστάσεις αυτές.

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 έχει την έννοια ότι η περιεχόμενη στη διάταξη αυτή φράση “δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή” αφορά και περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο του προηγούμενου τόπου διαμονής του δικαιούχου δεν προβλέπει τη δυνατότητα αποτελεσματικής διεκδικήσεως αναδρομικών ποσών διατροφής απλώς και μόνο λόγω μη τηρήσεως ορισμένης προϋποθέσεως που θέτει ο νόμος.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πολωνική.

( 2 ) Το Πρωτόκολλο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα του Πρωτοκόλλου της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (ΕΕ 2009, L 331, σ. 17, στο εξής: Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007).

( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2011, L 131, σ. 26, και τελευταίο διορθωτικό στην ελληνική γλώσσα ΕΕ 2017, L 4, σ. 116).

( 4 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Sanders και Huber (C-400/13 και C-408/13, ΕΕ:C:2014:2461), της 16ης Ιουλίου 2015, Α (C-184/14, EU:C:2015:479). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W και V (C-499/15, EU:C:2017:118).

( 5 ) Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, S (C-283/16, EU:C:2017:104).

( 6 ) Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 8 ) Βλ. άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 και αιτιολογική σκέψη 44 του εν λόγω κανονισμού.

( 9 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6), και άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40), τα οποία εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών αντίστοιχα συμβατικές και εξωσυμβατικές «ενοχές που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις και από σχέσεις οι οποίες, σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο, παράγουν ανάλογα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων διατροφής». Η Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ 1988, C 27, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης) και της οποίας το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής συμπίπτει κατ’ ουσίαν με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι, απέκλεισε επίσης ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της τις συμβατικές υποχρεώσεις σχετικά με «δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας, περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων διατροφής προς τα εξώγαμα τέκνα» (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, τρίτη περίπτωση).

( 10 ) Η πρόταση της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2015, για την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής [COM(2005) 649 τελικό – 2005/0259 (CNS), στο εξής: πρόταση για τον κανονισμό 4/2009], περιελάμβανε κεφάλαιο III με τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο», το οποίο περιείχε διατάξεις σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (άρθρα 12 έως 21 της προτάσεως για τον κανονισμό 4/2009).

( 11 ) Župan, Μ., Innovations of the 2007 Hague Maintenance Protocol, σε Beaumont, P., Hess, B., Walker, L., Spancken, S. (επιμέλεια), The Recovery of Maintenance in the EU and Worldwide, Oxford – Portland, Hart Publishing 2014, σ 313. Η ενσωμάτωση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και των κανόνων συγκρούσεως νόμων σε δύο χωριστές νομικές πράξεις παρέχει σε ορισμένα κράτη μέλη τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 4/2009 χωρίς να είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν και τους κανόνες συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 (βλ. Beaumont, P., International Family Law in Europe – the Maintenance Project, the Hague Conference and the EC: A Triumph of Reverse Subsidiarity, Rabels Zeitschrift für ausländisches und internationales Privatrecht, 2009, τόμος 73, τεύχος 3, σ. 514). Τέτοια ήταν η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία τελικά ψήφισε τον κανονισμό 4/2009, αλλά δεν είναι ακόμη συμβαλλόμενο μέρος στο Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

( 12 ) Βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.

( 13 ) Βλ. άρθρο 15 του κανονισμού 4/2009. Όσον αφορά την ένταξη των κανόνων της Συμβάσεως στο σύστημα των κανόνων συγκρούσεως του δικαίου της Ένωσης, βλ. de Miguel Asensio, P. A., Bergé, J. S., The Place of International Agreements and European Law in a European Code of Private International Law, σε Fallon, M., Lagade, P., Poillot Peruzzetto, S., (επιμ.), Quelle architecture pour un code européen de droit international privé?, Frankfurt am Mein, Peter Lang 2011, σ. 187 επ.

( 14 ) Βλ. υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, Bogiatzi (C-301/08, EU:C:2009:649, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Bonomi, Α., Εισηγητική έκθεση του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, Actes et Documents de la Vingt et unième session de la Conférence de La Haye (2007), διαθέσιμη και σε ηλεκτρονική μορφή: https://www.hcch.net/fr/publications-and-studies/details4/?pid=4898&dtid=3.

( 17 ) Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι η τυχόν αποδοχή των αναδρομικών αποτελεσμάτων της κτήσεως ή απώλειας ιθαγένειας από τον υπόχρεο ή τον δικαιούχο θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για τον δικαιούχο. Το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 παρέχει στον υπόχρεο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει αξίωση του δικαιούχου επικαλούμενος την «έλλειψη» σχετικής υποχρεώσεως τόσο δυνάμει του δικαίου του κράτους της συνήθους διαμονής του υπόχρεου όσο και δυνάμει του δικαίου του κράτους της ενδεχόμενης κοινής ιθαγένειας υπόχρεου και δικαιούχου. Εάν είχε αναδρομικό αποτέλεσμα και η μεταβολή των συνθηκών βάσει των οποίων καθορίστηκε ένα από τα εφαρμοστέα δίκαια που προβλέπει η διάταξη αυτή, τότε ο υπόχρεος, μεταβάλλοντας τη συνήθη διαμονή ή την ιθαγένειά του, θα μπορούσε να ματαιώσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δικαιούχου και για χρονική περίοδο προγενέστερη των μεταβολών αυτών.

( 18 ) Παρεμπιπτόντως επισημαίνω ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, με δικόγραφο της 18ης Μαΐου 2015, η δικαιούχος κίνησε διαδικασία με αίτημα διατροφής ενώπιον του αυστριακού δικαστηρίου, μολονότι η συνήθης διαμονή της στο κράτος αυτό άρχισε μόλις στις 28 Μαΐου 2015. Δεν είναι, συνεπώς, βέβαιη η βάση στην οποία το αυστριακό δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση. Εντούτοις, το γεγονός αυτό έχει περιορισμένη σημασία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεδομένου ότι, με το από 18 Μαΐου 2016 δικόγραφό της, δηλαδή μετά τη μεταβολή του τόπου της συνήθους διαμονής της, η δικαιούχος ζήτησε περαιτέρω να της καταβληθούν και αναδρομικά ποσά διατροφής, τα δε προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τα ποσά αυτά. Αν, επομένως, η δικαιούχος είχε κινήσει χωριστή διαδικασία διατροφής για τα εν λόγω αναδρομικά ποσά, τα αυστριακά δικαστήρια, ως δικαστήρια του κράτους στο οποίο ο δικαιούχος έχει τον τόπο της συνήθους διαμονής του, θα είχαν αναμφίβολα δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση βάσει του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 4/2009.

( 19 ) Βλ. σημεία 58 και 59 των παρουσών προτάσεων, όπου εξετάζονται εν συντομία οι σύνδεσμοι των κανόνων συγκρούσεως που περιλαμβάνονται στο Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, βάσει των οποίων προσδιορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής.

( 20 ) Βλ. σημείο 60 των παρουσών προτάσεων, όπου εξετάζονται οι κανόνες συγκρούσεως του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, βάσει των οποίων επιλέγεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής.

( 21 ) Η διεθνής δικαιοδοσία στις εν λόγω υποθέσεις καθορίζεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1). Όσον αφορά την προσωπική κατάσταση ενός ατόμου (διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό και ακύρωση του γάμου), η δικαιοδοσία του δικαστηρίου προσδιορίζεται, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, βάσει κριτηρίων που λαμβάνουν υπόψη την παρούσα ή την προγενέστερη συνήθη διαμονή των συζύγων ή ενός από αυτούς, ενώ όσον αφορά τη γονική μέριμνα, η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του εν λόγω κανονισμού, με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου και ειδικότερα το κριτήριο της εγγύτητας. Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, A (C‑184/14, EU:C:2015:479, σκέψη 37). Οι σύνδεσμοι στους οποίους βασίζεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε υποθέσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακυρώσεως γάμου και σε υποθέσεις γονικής μέριμνας αντανακλούν, επίσης, την παραδοχή ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους το οποίο συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με την προσωπική κατάσταση των διαδίκων.

( 22 ) Στο σημείο 60 της εκθέσεως Bonomi διευκρινίζεται ότι η εφαρμογή της lex fori παρέχει στο επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα να εφαρμόζει το γνώριμο σε αυτό δίκαιο, το οποίο, από πλευράς του δικαιούχου, σημαίνει τη δυνατότητα ταχύτερης και λιγότερο δαπανηρής διαδικασίας εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων. Εντούτοις, οι παρατηρήσεις αυτές δεν αφορούν –όπως παρατήρησε και η Επιτροπή– αυτή καθαυτή την αιτιολόγηση της εφαρμογής της lex fori, αλλά το πλεονέκτημα του συνδέσμου της συνήθους διαμονής έναντι του συνδέσμου της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων. Το δίκαιο του κράτους του δικάζοντος δικαστή έχει έναντι του δικαίου του κράτους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων το πρόσθετο πλεονέκτημα –όπως επισημαίνεται στη νομική βιβλιογραφία– ότι αντανακλά καλύτερα τις συνθήκες διαβιώσεως του δικαιούχου και του υπόχρεου διατροφής. Βλ. Walker, L., Maintenance and Child Support in Private International Law, Oxford – Portland, Hart Publishing 2015, σ. 81.

( 23 ) Υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου θα μπορούσε ούτως ή άλλως να εμποδιστεί από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007, το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σε «υποχρεώσεις διατροφής έναντι προσώπου κάτω των 18 ετών». Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δυνατότητα καθορισμού του δικαίου του κράτους του δικάζοντος δικαστή ως εφαρμοστέου δικαίου για τις ανάγκες συγκεκριμένης διαδικασίας περιορίζεται από τις διατάξεις του κανονισμού 4/2009, βάσει των οποίων ορίζονται οι αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης διαδικασίας. Παρεμπιπτόντως επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 4/2009, το δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους μέλους μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία εάν ο εναγόμενος παρασταθεί ενώπιόν του. Έχω αμφιβολίες σχετικά με τα αποτελέσματα που συνεπάγεται σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου η δικαιοδοσία δικαστηρίου κράτους μέλους που βασίζεται στη διάταξη αυτή, εάν ακολούθως πρέπει να εφαρμοστεί το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007. Θα ήθελα, επίσης, να επισημάνω ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, η παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου και, στη συνέχεια, η εφαρμογή του δικαίου του κράτους του δικάζοντος δικαστή βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 θα έρχονταν κατά μία έννοια σε αντίθεση προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω Πρωτοκόλλου απαγόρευση καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου.

( 24 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (C-400/13 και C-408/13, EU:C:2014:2461, σκέψη 29).

( 25 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Sanders και Huber (C-400/13 και C-408/13, EU:C:2014:2171, σημείο 69).

( 26 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015Α (C-184/14, EU:C:2015:479).

( 27 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Α (C-184/14, EU:C:2015:479, σκέψη 44).

( 28 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007.

( 29 ) Αιτιολογική έκθεση της προτάσεως για τον κανονισμό 4/2009 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων), σημείο 1.2.2., σ. 5.

( 30 ) Αιτιολογική έκθεση της προτάσεως για τον κανονισμό 4/2009, σημείο 1.2.2, σ. 6.

( 31 ) Χωρίς στο σημείο αυτό να αναφερθώ περαιτέρω στην τύχη των κανόνων συγκρούσεως νόμων που επρόκειτο να περιληφθούν στον κανονισμό, υπενθυμίζω μόνον το άρθρο 13, παράγραφος 3, της προτάσεως για τον κανονισμό 4/2009. Η διάταξη αυτή προέβλεπε την επικουρική εφαρμογή του δικαίου του κράτους που συνδέεται στενά με την υποχρέωση διατροφής, εάν ο δικαιούχος δεν μπορεί να επιτύχει διατροφή από τον υπόχρεο βάσει του δικαίου που είναι εφαρμοστέο σύμφωνα με τους άλλους κανόνες συγκρούσεως νόμων.

( 32 ) Σύμβαση της Χάγης της 2ας Οκτωβρίου 1973, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (το κείμενο της Συμβάσεως διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή: https://www.hcch.net/en/instruments/conventions/full-text/?cid=86, στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1973).

( 33 ) Verwilghen, M., Rapport explicatif sur les Conventions-Obligations alimentaires de 1973, Actes et documents de la Douzième session de la Conférence de La Haye (1972), t. IV, Obligations alimentaires, σ. 384 έως 465, διαθέσιμη και σε ηλεκτρονική μορφή (στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα): https:www.hcch.net/fr/publications-and-studies/details4/?pid=2946.

( 34 ) Το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 δεν εφαρμόζεται ούτε στις υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων, πρώην συζύγων ή προσώπων που είχαν συνάψει ακυρωθέντα γάμο. Ωστόσο, το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου της Χάγης του 2007 παρέχει στον δικαιούχο και στον υπόχρεο των εν λόγω υποχρεώσεων τη δυνατότητα προβολής ενστάσεως.

Top