Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016TJ0796

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (Αποσπάσματα).
    CEDC International sp. z o.o. κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως τρισδιάστατου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη – Προγενέστερο τρισδιάστατο εθνικό σήμα – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 15, παράγραφος 1, και άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 18, παράγραφος 1, και άρθρο 47, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Φύση της χρήσεως – Μεταβολή του διακριτικού χαρακτήρα – Χρήση από κοινού με άλλα σήματα – Αντικείμενο της προστασίας – Απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας – Απαίτηση περί αντιστοιχίας της περιγραφής με την απεικόνιση – Απόφαση εκδοθείσα κατόπιν ακυρώσεως προγενέστερης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο – Παραπομπή στην αιτιολογία προγενέστερης, ακυρωθείσας αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Υπόθεση T-796/16.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2020:439

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

    της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως τρισδιάστατου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη – Προγενέστερο τρισδιάστατο εθνικό σήμα – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 15, παράγραφος 1, και άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 18, παράγραφος 1, και άρθρο 47, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Φύση της χρήσεως – Μεταβολή του διακριτικού χαρακτήρα – Χρήση από κοινού με άλλα σήματα – Αντικείμενο της προστασίας – Απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας – Απαίτηση περί αντιστοιχίας της περιγραφής με την απεικόνιση – Απόφαση εκδοθείσα κατόπιν ακυρώσεως προγενέστερης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο – Παραπομπή στην αιτιολογία προγενέστερης, ακυρωθείσας αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Στην υπόθεση T‑796/16,

    CEDC International sp. z o.o., με έδρα το Oborniki Wielkopolskie (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον M. Siciarek, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την D. Walicka και τον V. Ruzek,

    καθού,

    αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

    Underberg AG, με έδρα το Dietlikon (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον A. Renck, δικηγόρο,

    με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 29ης Αυγούστου 2016 (υπόθεση R 1248/2015‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των CEDC International και Underberg,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία και M. Kancheva (εισηγήτρια), δικαστές,

    γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Νοεμβρίου 2016,

    έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2017,

    έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2017,

    έχοντας υπόψη την απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας της 29ης Μαΐου 2017,

    έχοντας υπόψη την απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας της 12ης Αυγούστου 2019,

    έχοντας υπόψη τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 10ης Δεκεμβρίου 2019 και τις απαντήσεις των διαδίκων που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2019 και στις 9 Ιανουαρίου 2020,

    κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση ( 1 )

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Την 1η Απριλίου 1996, η παρεμβαίνουσα, Underberg AG, κατέθεσε ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως ο τελευταίος έχει τροποποιηθεί και αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

    2

    Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κατωτέρω τρισδιάστατο σημείο:

    Image

    3

    Η ανωτέρω απεικόνιση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση συνοδεύεται από την ακόλουθη περιγραφή: «Ένα πρασινοκαφέ φύλλο χόρτου μέσα σε φιάλη, το μήκος του οποίου είναι περίπου τα τρία τέταρτα του ύψους της φιάλης».

    4

    Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται, μεταξύ άλλων, στην κλάση 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και ανταποκρίνονται στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη ποτά και ηδύποτα».

    5

    Η υπ’ αριθ. 33266 αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 51/2003, της 23ης Ιουνίου 2003.

    6

    Στις 15 Σεπτεμβρίου 2003, η Przedsiębiorstwo Polmos Białystok (Spółka Akcyjna), την οποία διαδέχθηκε η προσφεύγουσα, ήτοι η CEDC International sp. z o.ο., μετά τη συγχώνευση των εταιριών στις 27 Ιουλίου 2011 κατόπιν απορροφήσεως, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (το οποίο κατέστη άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία άρθρο 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 4 ανωτέρω.

    7

    Η ανακοπή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457, για το οποίο η αίτηση είχε κατατεθεί στις 18 Σεπτεμβρίου 1995, η καταχώριση είχε γίνει στις 18 Απριλίου 1997 και η ανανέωση στις 9 Ιουνίου 2005 και στις 13 Ιουλίου 2015 (κατόπιν διαβιβάσεως στην προσφεύγουσα στις 28 Οκτωβρίου 2011) για τα «οινοπνευματώδη ποτά» που περιλαμβάνονται στην κλάση 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας, και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

    Image

    8

    Η ανωτέρω απεικόνιση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος συνοδεύεται από την ακόλουθη περιγραφή: «Το σήμα αποτελείται από μια φιάλη, όπως αυτή της εικόνας, στο εσωτερικό της οποίας έχει τοποθετηθεί ένα φύλλο χόρτου διαγώνια σχεδόν προς το σώμα της φιάλης».

    [παραλειπόμενα]

    10

    Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν, πρώτον, όσον αφορά το υπ’ αριθ. 95588457 προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα που απεικονίζεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, οι λόγοι του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία του κανονισμού 2017/1001), δεύτερον, όσον αφορά το ίδιο σήμα και τα προαναφερθέντα στη σκέψη 9 καταχωρισμένα σήματα, οι λόγοι του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία του κανονισμού 2017/1001) και, τρίτον, όσον αφορά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 9 μη καταχωρισμένα σημεία, οι λόγοι του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία του κανονισμού 2017/1001).

    [παραλειπόμενα]

    21

    Με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη) (T‑235/12, στο εξής: απόφαση περί ακυρώσεως, EU:T:2014:1058), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη απόφαση.

    22

    Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενώ η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την ορθότητα των διαπιστώσεων και εκτιμήσεων του EUIPO σχετικά με όλους τους λόγους ανακοπής, ήτοι τους λόγους του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, παράγραφος 3, και παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, συγχρόνως διευκρίνισε ότι η επιχειρηματολογία της έβαλλε μόνον κατά των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθεισών αποδείξεων της χρήσης, διότι τα συμπεράσματα αυτά αφορούσαν εξίσου όλους τους λόγους ανακοπής (απόφαση περί ακυρώσεως, σκέψη 29).

    [παραλειπόμενα]

    32

    Με απόφαση της 29ης Αυγούστου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) στην υπόθεση R 1248/2015‑4, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

    33

    Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ακόμα κι αν ασκούσε την εξουσία του εκτιμήσεως ούτως ώστε να λάβει υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της προσφεύγουσας, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως τροποποιούσαν την προγενέστερη απόφασή του, κατά την οποία η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει τη φύση της χρήσεως και, κατά συνέπεια, την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 47, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2017/1001) (σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    34

    Το τμήμα προσφυγών επισήμανε εξαρχής ότι η έκταση της προστασίας του σήματος καθοριζόταν από τη γραφική παράσταση του σήματος όπως αυτή είχε κατατεθεί, και όχι από την περιγραφή του σήματος την οποία παρέσχε η προσφεύγουσα. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι η περιγραφή ενός σήματος πρέπει να προσδιορίζει όσα είναι ορατά στην απεικόνιση του οικείου σήματος και ότι η έκταση της προστασίας δεν διευρύνεται με την τυχόν ερμηνεία των όσων εννοεί ο αιτών με την απεικόνιση αυτή ή των όσων είχε κατά νου. Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι στη γραφική παράσταση του τρισδιάστατου γαλλικού σήματος ήταν ορατή μια φιάλη κοινού σχήματος στην οποία εμφανιζόταν μια γραμμή που εκκινούσε διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από τον λαιμό της, και εκτεινόταν προς το πλαϊνό μέρος του πάτου της φιάλης· ότι η γραμμή αυτή, η οποία παρουσιαζόταν ως σταθερό τμήμα του σώματος της φιάλης, ήταν απλώς και μόνο μια ευθεία διαγώνια γραμμή και ότι η περιγραφή την οποία παρέσχε η προσφεύγουσα ουδόλως μετέβαλλε τη διαπίστωση αυτή, διότι η έκταση της προστασίας του σήματος δεν καθοριζόταν από την πρόθεση της προσφεύγουσας κατά την κατάθεση του σήματος (σημεία 38 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    35

    Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι κανένα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν απεικόνιζε το σήμα στην καταχωρισμένη του μορφή, ήτοι όπως απεικονιζόταν γραφικώς στο μητρώο. Ειδικότερα, σε καμία από τις φιάλες δεν υπήρχε διαγώνια, συνεχής γραμμή, κατά μείζονα λόγο γραμμή όμοια με εκείνη που αποτελούσε μέρος του προγενέστερου σήματος· η εν λόγω γραμμή δεν είχε αποτυπωθεί στην εξωτερική επιφάνεια μίας εκ των φιαλών που παρουσιάστηκαν και δεν εμφανιζόταν στην ετικέτα αυτή καθεαυτήν ή διαμέσου αυτής, ήταν δε αδύνατον να διακρίνει κανείς ό,τι ενδεχομένως βρισκόταν μέσα στη φιάλη πίσω από την ετικέτα, διότι η αδιαφανής ετικέτα κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια της φιάλης. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει ενώπιόν του συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία στα οποία εικονίζονταν φιάλες, ορισμένες εκ των οποίων έφεραν δυσανάγνωστες ετικέτες και άλλες έφεραν ετικέτες με την ένδειξη «żubrówka bison vodka», αλλά ότι όλες οι φιάλες, όπως αυτές που παρουσιάστηκαν στον πρώτο βαθμό, είχαν αδιαφανή ετικέτα, η οποία καθιστούσε αθέατο ό,τι βρισκόταν πίσω της, και δεν έφεραν στην εξωτερική επιφάνεια της φιάλης ή επάνω στην ετικέτα αυτή καθεαυτήν τη διαγώνια γραμμή που αποτελούσε τμήμα του προγενέστερου σήματος. Όσον αφορά τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, τις συνημμένες στη δήλωση του Κ. φωτογραφίες της φιάλης με ετικέτα φέρουσα την ένδειξη «żubrówka bison vodka», εικονιζόμενης, αυτήν τη φορά, όχι μόνο σε εμπρόσθια όψη, αλλά και σε οπίσθια και σε πλάγιες όψεις, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, στις πλάγιες όψεις που απεικονίζονταν σε κάθε φωτογραφία, ήταν ορατή μια γραμμή η οποία εκτεινόταν χωρίς διακοπές και ότι οι γραμμές αυτές, καίτοι ήταν ελαφρώς διαφορετικές στις δύο φωτογραφίες, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ίδιες με την ευθεία διαγώνια γραμμή η οποία αποτελούσε μέρος του προγενέστερου σήματος: λόγου χάρη, δεν είχαν την ίδια θέση, είχαν πολύ μεγαλύτερο μήκος, δεν εκκινούσαν από το ίδιο σημείο στον πάτο της φιάλης και δεν ήταν απολύτως ευθείες (σημεία 40 έως 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    36

    Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η χρήση αυτή, όπως καταδείχθηκε από την προσφεύγουσα, δεν αποτελούσε χρήση του σήματος υπό την καταχωρισμένη του μορφή, αλλά δεν αποτελούσε ούτε χρήση υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001). Συναφώς, έλαβε υπόψη το στοιχείο ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου γαλλικού σήματος, αυτός καθεαυτόν, ήταν μάλλον ασθενής, διότι το εν λόγω σήμα απετελείτο από μια φιάλη κοινού σχήματος που έφερε μια απλή ευθεία γραμμή συγκεκριμένου μήκους σε συγκεκριμένη θέση και, στην πραγματικότητα, στη συνολική εντύπωση, ήταν ακριβώς η εν λόγω γραμμή, η συγκεκριμένη θέση και το συγκεκριμένο μήκος της που προσέδιδαν στο σήμα κάποιο διακριτικό χαρακτήρα. Επομένως, η έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος, όπως αυτή προσδιορίστηκε από τη γραφική παράστασή του, ήταν πολύ περιορισμένη και, κατά συνέπεια, σχήμα το οποίο διέφερε κατά τρόπο όπως αυτός που εμφανιζόταν στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως συνιστούσε χρήση του προγενέστερου σήματος. Επίσης, το τμήμα προσφυγών τόνισε ότι η διευκρίνιση της προσφεύγουσας κατά την οποία αυτό που βρισκόταν μέσα στις φιάλες που εμφανίζονταν στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ένα φύλλο χόρτου, το οποίο αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό της βότκας της με το σήμα ŻUBRÓWKA, δεν συνηγορούσε υπέρ της προσφεύγουσας και ήταν άνευ σημασίας, διότι το προγενέστερο γαλλικό σήμα δεν προστάτευε την έννοια του φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη (σημεία 43 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    37

    Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, πράγμα το οποίο αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου αυτού σήματος σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου έκρινε ότι, για τον λόγο αυτόν και μόνο, δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστούν περαιτέρω τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και το κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία στο σύνολό τους. Κατά το τμήμα προσφυγών, γεγονός παρέμενε ότι η ανακοπή που στηριζόταν στο προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα και στους λόγους του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009 απορριπτόταν. Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους ανακοπής και τα λοιπά προγενέστερα δικαιώματα των οποίων έγινε επίκληση, το τμήμα προσφυγών «παρ[έπεμψε] ρητώς στη συλλογιστική της από 26 Μαρτίου 2012 αποφάσεώς του στην υπόθεση R 2506/2010‑4». Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η ανακοπή απορριπτόταν ως προς όλους τους λόγους και όλα τα προγενέστερα δικαιώματα επί των οποίων στηριζόταν (σημεία 46 έως 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    [παραλειπόμενα]

    48

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

    να κρίνει ότι το EUIPO και η παρεμβαίνουσα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

    49

    Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    50

    Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και όλων των εξόδων της παρεμβαίνουσας.

    Σκεπτικό

    51

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 72, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1001). Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 (νυν άρθρου 10, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625), καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 75 και του άρθρου 76, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009.

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    Επί του ratione temporis εφαρμοστέου δικαίου

    52

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε τον κανονισμό 207/2009 (βλ. σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι η προσφεύγουσα βάσισε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε στον εν λόγω κανονισμό (βλ. σημείο 4 του δικογράφου της προσφυγής), ότι η παρεμβαίνουσα βάσισε την αντίκρουσή της στον προαναφερθέντα κανονισμό και ότι το EUIPO, στο υπόμνημά του αντικρούσεως, επικαλέστηκε ένα κείμενο του «κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στο οποίο οι αριθμοί των διατάξεων αντιστοιχούν επίσης στον κανονισμό 207/2009.

    53

    Εντούτοις, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO επισήμανε ότι, δεδομένου ότι καθοριστική ήταν η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο, τουλάχιστον για τις ουσιαστικές πτυχές της υποθέσεως, ήταν ο κανονισμός 40/94.

    54

    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, η οποία εν προκειμένω είναι η 1η Απριλίου 1996, ημερομηνία καθοριστική προκειμένου να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο (πρβλ. διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2015, Popp και Zech κατά ΓΕΕΑ, C‑17/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:728, σκέψη 2, και απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, EUIPO κατά Wajos, C‑783/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1073, σκέψη 2), και λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εν προκειμένω είναι η 29η Αυγούστου 2016, η οποία είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικονομικού δικαίου, η υπό κρίση διαφορά διέπεται, αφενός, από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 40/94 και, αφετέρου, από τις δικονομικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009. Οι κρίσιμες για τις ανάγκες της υπό κρίση διαφοράς ουσιαστικές διατάξεις των δύο ως άνω κανονισμών κατ’ ουσίαν ταυτίζονται.

    55

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση διαφόρων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατ’ ουσίαν, οι κρίσιμες διατάξεις των κανονισμών 40/94 και 207/2009 ταυτίζονται, το Γενικό Δικαστήριο θα εφαρμόσει τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 40/94. Εντούτοις, κρίνεται ότι η εφαρμογή από το τμήμα προσφυγών των πανομοιότυπων διατάξεων του κανονισμού 207/2009, κατά της οποίας άλλωστε δεν βάλλει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, η ratione temporis εφαρμογή είτε του ενός είτε του άλλου εκ των ανωτέρω κανονισμών δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα και κάθε αιτίαση κατά της εν λόγω αποφάσεως επ’ αυτής της βάσεως θα ήταν αλυσιτελής.

    56

    Όσον αφορά τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση διαφόρων δικονομικών διατάξεων, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 29 Αυγούστου 2016, έχουν εφαρμογή επ’ αυτών οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως κατά περίπτωση τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21) (πρβλ. απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Repower κατά EUIPO, C‑281/18 P, EU:C:2019:916, σκέψεις 2 και 3). Ειδικότερα, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/2424 προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός αρχίζει να ισχύει στις 23 Μαρτίου 2016, αλλά ότι ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 207/2009, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 75, εφαρμόζονται από 1ης Οκτωβρίου 2017. Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, εξακολουθεί να εφαρμόζεται απ’ αυτής το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 ως είχε αρχικώς. Αντιθέτως, ελλείψει μεταβατικής διατάξεως, το άρθρο 65, παράγραφος 6, και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 εφαρμόζονται στην εν λόγω απόφαση όπως τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 2015/2424. Εν τέλει, η ratione temporis εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων του κανονισμού 207/2009 υπό την αρχική ή υπό την τροποποιημένη τους μορφή δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

    [παραλειπόμενα]

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009

    83

    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν (τόσο ενώπιον του τμήματος ανακοπών όσο και ενώπιον του τμήματος προσφυγών) δεν αποδείκνυαν ουσιαστική χρήση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος κατά την κρίσιμη περίοδο. Συναφώς, προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις.

    [παραλειπόμενα]

    93

    Επισημαίνεται ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε υπό την καταχωρισμένη του μορφή (ή υπό μορφή που δεν το μεταβάλλει, με αμελητέες παραλλαγές) και, συνεπώς, το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το σήμα αυτό.

    [παραλειπόμενα]

    97

    Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, πρέπει να εξεταστούν, αφενός, οι τέσσερις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα και, αφετέρου, αν ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιόν του, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, πράγμα που αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

    98

    Καταρχάς, όσον αφορά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όταν ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση, η χρήση αυτή συνιστά προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληρούν, δυνάμει του κανονισμού 40/94, όχι μόνον τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τα προγενέστερα εθνικά σήματα των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη ανακοπής κατά του εν λόγω σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 στα προγενέστερα εθνικά σήματα δυνάμει της παραγράφου 3 του προαναφερθέντος άρθρου συνεπάγεται ότι η έννοια της ουσιαστικής χρήσεως πρέπει να οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, και όχι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο [βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2019, mobile.de κατά EUIPO – Droujestvo S Ogranichena Otgovornost Rezon (mobile.ro), T‑412/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:516, σκέψη 23]. Επομένως, στην υπό κρίση διαφορά, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον εκτίμησε εάν είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και όχι κατά το γαλλικό δίκαιο.

    [παραλειπόμενα]

    101

    Προκειμένου να κριθεί αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί ορθώς το αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το σήμα αυτό.

    [παραλειπόμενα]

    Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένος προσδιορισμός του προγενέστερου σήματος

    103

    Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν προσδιόρισε ορθώς το προγενέστερο σήμα, ενώ, κατ’ αυτήν, πρόκειται για φιάλη με φύλλο χόρτου στο εσωτερικό της.

    – Υπενθύμιση της νομοθεσίας και της νομολογίας

    104

    Πρέπει να υπομνησθεί το νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο, πρώτον, σχετικά με το αντικείμενο της προστασίας που παρέχει ένα τρισδιάστατο σήμα, όπως εν προκειμένω το προγενέστερο σήμα, δεύτερον, σχετικά με την απαίτηση περί σαφήνειας και ακρίβειας της απεικονίσεώς του, και τρίτον, σχετικά με την απαίτηση περί αντιστοιχίας μεταξύ της απεικονίσεως αυτής και τυχόν περιγραφής του σήματος.

    105

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα του δικαίου των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα σημείο δύναται να καταχωρισθεί ως σήμα μόνον εφόσον αναπαρίσταται γραφικώς από τον αιτούντα, σύμφωνα με την απαίτηση του άρθρου 4 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία του κανονισμού 2017/1001), υπό την έννοια ότι το αντικείμενο και η έκταση της ζητούμενης προστασίας πρέπει να είναι σαφώς και επακριβώς προσδιορισμένες (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 36· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Hartwall, C‑578/17, EU:C:2019:261, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    106

    Όταν η αίτηση καταχωρίσεως σήματος συνοδεύεται από λεκτική περιγραφή του σημείου, η περιγραφή αυτή πρέπει να συμβάλλει στην αποσαφήνιση του αντικειμένου και της εκτάσεως της προστασίας η οποία ζητείται βάσει του δικαίου των σημάτων και η εν λόγω περιγραφή δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τη γραφική παράσταση σήματος, ούτε να εγείρει αμφιβολίες ως προς το αντικείμενο και την έκταση της γραφικής αυτής απεικονίσεως (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 37· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Hartwall, C‑578/17, EU:C:2019:261, σκέψεις 39 και 40).

    107

    Με τη γραφική παράσταση πρέπει καθίσταται δυνατή η οπτική απεικόνιση του σημείου κατά τρόπο ώστε αυτό να μπορεί να γίνει αντιληπτό διά της οράσεως, ιδίως με σχήματα, γραμμές ή χαρακτήρες, και επομένως να μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Καταρχάς, η απαίτηση γραφικής παραστάσεως έχει ιδίως ως λειτουργία να προσδιορίζει το ίδιο το σήμα, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο. Περαιτέρω, για να επιτελέσει τη λειτουργία αυτή έναντι των αρμοδίων αρχών και του κοινού, ειδικότερα δε των επιχειρηματιών, η γραφική παράσταση πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, κατανοητή, διαρκής και αντικειμενική [πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, M/S. Indeutsch International κατά EUIPO – Crafts Americana Group (Αναπαράσταση τεθλασμένων γραμμών –σχήμα σεβρόν– μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών), T‑20/16, EU:T:2017:410, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 46 και 48 έως 55, και της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψεις 25 και 27 έως 32]. Ειδικότερα, η γραφική παράσταση έχει ακριβώς ως σκοπό να εξαλείψει κάθε στοιχείο υποκειμενικότητας κατά τη διαδικασία προσδιορισμού και προσλήψεως του σημείου. Κατά συνέπεια, το μέσο της γραφικής παραστάσεως πρέπει να μην είναι αμφίσημο και να είναι αντικειμενικό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C-273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 54).

    108

    Γραφική παράσταση η οποία δεν είναι αρκούντως ακριβής και σαφής δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της εκτάσεως της ζητούμενης προστασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Shield Mark, C‑283/01, EU:C:2003:641, σκέψη 59). Ο κρίσιμος παράγοντας όσον αφορά την έκταση της προστασίας του σήματος είναι ο τρόπος με τον οποίον αυτό θα γίνεται αντιληπτό, αποκλειστικά και μόνο βάσει του καταχωρισμένου σημείου [πρβλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2018, Deichmann κατά EUIPO – Munich (Αναπαράσταση σταυρού στο πλαϊνό μέρος αθλητικού υποδήματος), T‑68/16, EU:T:2018:7, σκέψη 44]. Η απαίτηση περί γραφικής παραστάσεως έχει ιδίως ως λειτουργία να προσδιορίζει το ίδιο το σήμα, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο. Επομένως, στον δικαιούχο του σήματος εναπόκειται να καταθέσει γραφική παράσταση του σήματος η οποία να αντιστοιχεί επακριβώς στο αντικείμενο της προστασίας της οποίας αυτός επιθυμεί να τύχει. Αφ’ ης στιγμής καταχωρισθεί το σήμα, ο δικαιούχος του δεν μπορεί να ζητήσει προστασία ευρύτερη από εκείνη που παρέχει η εν λόγω γραφική παράσταση [πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2017, Red Bull κατά EUIPO – Optimum Mark (Συνδυασμός του κυανού και του ασημί χρώματος), T‑101/15 και T‑102/15, EU:T:2017:852, σκέψη 71, και της 19ης Ιουνίου 2019, adidas κατά EUIPO – Shoe Branding Europe (Απεικόνιση τριών παράλληλων λωρίδων), Τ‑307/17, EU:T:2019:427, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    109

    Επιπροσθέτως, ο κανόνας 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι η αίτηση καταχωρίσεως μπορεί να «περιλαμβάνει περιγραφή του σήματος». Επομένως, στην περίπτωση που περιλαμβάνεται περιγραφή στην αίτηση καταχωρίσεως, η περιγραφή αυτή πρέπει να εξεταστεί από κοινού με τη γραφική παράσταση. Ειδικότερα, από την απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, Libertel (C‑104/01, EU:C:2003:244), προκύπτει ότι ενδέχεται να είναι αναγκαία η περιγραφή ενός σημείου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2017, Συνδυασμός του κυανού και του ασημί χρώματος, T‑101/15 και T‑102/15, EU:T:2017:852, σκέψεις 79 και 80, και της 19ης Ιουνίου 2019, Απεικόνιση τριών παράλληλων λωρίδων, T‑307/17, EU:T:2019:427, σκέψη 31). Εντούτοις, η συνεξέταση της περιγραφής δεν μπορεί να διευρύνει το ακριβές αντικείμενο της προστασίας όπως αυτό καθορίζεται από την απεικόνιση του σημείου (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω), αλλά δύναται απλώς και μόνο να συμβάλει στην αποσαφήνισή του.

    110

    Όσον αφορά τα τρισδιάστατα σήματα, ο κανόνας 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 [νυν άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 37)], ο οποίος δεν απαιτεί περιγραφή για τα σήματα αυτά, προβλέπει τα εξής:

    «Αν ζητείται καταχώρηση τρισδιάστατου σήματος περιλαμβάνεται στην αίτηση σχετική μνεία. Η απεικόνιση συνίσταται σε φωτογραφία ή γραφική παράσταση του σήματος, μπορεί δε να περιλαμβάνει μέχρι έξι διαφορετικές προοπτικές του σήματος.»

    111

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απεικόνιση του σήματος, η οποία πρέπει να είναι σαφής και ακριβής, καθορίζει το αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται με την καταχώριση. Επιπλέον, η περιγραφή, η οποία ενδέχεται να συνοδεύει την απεικόνιση, πρέπει να αντιστοιχεί σε αυτήν, όπως έχει καταχωρισθεί, και δεν μπορεί να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τού κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισθέντος σήματος. Επομένως, η εν λόγω απαίτηση περί αντιστοιχίας της ενδεχόμενης περιγραφής με την απεικόνιση αποτελεί απόρροια της απαιτήσεως περί σαφήνειας και ακρίβειας της απεικονίσεως, η οποία προσδιορίζει το αντικείμενο της προστασίας.

    112

    Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, ορθώς το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η απεικόνιση (γραφική, κατά τον χρόνο εκείνο) του σήματος όπως κατατέθηκε είναι εκείνη που καθορίζει την έκταση της προστασίας του, και όχι η περιγραφή του σήματος την οποία παρέσχε η προσφεύγουσα, προσέθεσε δε στη συνέχεια ότι η περιγραφή του σήματος πρέπει να προσδιορίζει όσα είναι ορατά στην απεικόνιση του σήματος και ότι η έκταση της προστασίας δεν διευρύνεται μέσω πιθανής ερμηνείας τού τι ακριβώς εννοεί η αιτούσα με την εν λόγω απεικόνιση ή τι είχε κατά νου.

    – Εφαρμογή, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, σε σχέση με τον προσδιορισμό του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας που παρέχει το προγενέστερο σήμα και με την αντιστοιχία μεταξύ της περιγραφής του και της απεικονίσεώς του

    113

    Εν προκειμένω, από το πιστοποιητικό καταχωρίσεως του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, το οποίο χορήγησε το Institut national de la propriété industrielle (INPI, Γαλλία), προκύπτει ότι το σήμα αυτό περιλαμβάνει απεικόνιση (η οποία περιελήφθη στη σκέψη 7 ανωτέρω) συνοδευόμενη από περιγραφή κατά την οποία «[τ]ο σήμα αποτελείται από μια φιάλη, όπως αυτή της εικόνας, στο εσωτερικό της οποίας έχει τοποθετηθεί ένα φύλλο χόρτου διαγώνια σχεδόν προς το σώμα της φιάλης».

    114

    Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω πιστοποιητικού καταχωρίσεως, πρέπει να υπογραμμισθεί εκ προοιμίου ότι η περιγραφή του προγενέστερου σήματος δεν αντιστοιχεί στην απεικόνισή του. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η απεικόνιση περιλαμβάνει μια γραμμή και όχι ένα φύλλο χόρτου, όπως περιγράφεται. Επιπροσθέτως, επί της απεικονίσεως, η γραμμή εμφανίζεται μάλλον επί του σώματος της φιάλης και δεν προκύπτει σαφώς ότι βρίσκεται στο εσωτερικό της. Εξάλλου, η περιγραφή του εν λόγω σήματος, δεδομένου ότι δεν αντιστοιχεί στην απεικόνισή του, δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την αποσαφήνισή του.

    115

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι η γραφική παράσταση του προγενέστερου σήματος απεικόνιζε «μια φιάλη κοινού σχήματος επί της οποίας εμφαν[ιζόταν] μια [ευθεία] γραμμή η οποία εκκιν[ούσε] διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από το λαιμό της, και εκτεινόταν προς το πλαϊνό μέρος του πάτου της φιάλης», ότι η γραμμή, η οποία παρουσιαζόταν ως σταθερό τμήμα του σώματος της φιάλης, ήταν απλώς και μόνο μια ευθεία διαγώνια γραμμή και τίποτα περισσότερο και ότι η περιγραφή στην οποία είχε προβεί η προσφεύγουσα ουδόλως μετέβαλλε αυτή τη διαπίστωση, διότι η έκταση της προστασίας του σήματος δεν καθοριζόταν βάσει της προθέσεως της προσφεύγουσας κατά την κατάθεση του σήματος.

    116

    Όπως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, η εν λόγω εκτίμηση του τμήματος προσφυγών συνάδει προς τις αρχές που είναι κρίσιμες για τον ορθό προσδιορισμό ενός τρισδιάστατου σήματος, κατά τις οποίες η απεικόνιση είναι το καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό της εκτάσεως της προστασίας ενός τέτοιου σήματος και η περιγραφή δεν μπορεί να μεταβάλει ή να ερμηνεύσει την απεικόνιση του οικείου σήματος.

    117

    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία η πρόσληψη του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος ως περιέχοντος φύλλο χόρτου στο εσωτερικό της φιάλης αντιστοιχεί, πρώτον, στις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση περί ακυρώσεως, δεύτερον, στην απεικόνιση, τον τύπο και την περιγραφή του σήματος αυτού, τα οποία εμφανίζονται στο πιστοποιητικό καταχωρίσεώς του, και, τρίτον, στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

    118

    Πρώτον, με την απόφαση περί ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, επί του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας που παρέχει το προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα. Απλώς και μόνον έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρώτη προσφυγή, ο οποίος στηριζόταν σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παράλειψη ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ήτοι λόγο διαδικαστικής φύσεως σχετικό με τη μη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως και όχι με τον καθορισμό του αντικειμένου της προστασίας (βλ. επίσης την απάντηση στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, στις σκέψεις 70 έως 82 ανωτέρω).

    119

    Δεύτερον, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το εν λόγω σήμα προστατεύει «μια φιάλη κοινού σχήματος στην οποία εμφανίζεται μια ευθεία γραμμή η οποία εκκινεί διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από τον λαιμό της, και εκτείνεται προς το πλαϊνό μέρος του πάτου της φιάλης» βασίζεται ακριβώς στην απεικόνιση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος στο πιστοποιητικό καταχωρίσεώς του. Αντιθέτως, η προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα παρουσία ενός φύλλου χόρτου δεν προκύπτει από την απεικόνιση, αλλά μόνον από την περιγραφή του.

    120

    Όπως όμως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, η περιγραφή αυτή περιέχει αδικαιολόγητη ερμηνεία της απεικονίσεως, διότι ερμηνεύει το γραφικό στοιχείο της γραμμής πέραν όσων είναι ορατά, καθόσον δηλώνει ότι το εν λόγω στοιχείο αποτελεί φύλλο χόρτου. Συγκεκριμένα, στην ασπρόμαυρη απεικόνιση (και, επομένως, όχι μόνο σε ένα συγκεκριμένο χρώμα όπως το καφεπράσινο, αλλά σε απεικόνιση η οποία καλύπτει όλα τα χρώματα), το γραφικό στοιχείο είναι μια μαύρη γραμμή απολύτως ευθεία, χωρίς καμπύλη ή ανωμαλία, ενώ ένα φύλλο χόρτου συνήθως δεν είναι ολόισιο, αλλά παρουσιάζει καμπύλες και ανωμαλίες. Επιπλέον, από την ίδια αυτή απεικόνιση δεν προκύπτει σαφώς ότι η γραμμή βρίσκεται στο εσωτερικό της φιάλης, αλλά μάλλον εμφανίζεται στο σώμα της φιάλης. Επομένως, οποιαδήποτε ερμηνεία ή μεταβολή της απεικονίσεως μέσω της περιγραφής αντιβαίνει, κατά την παρεμβαίνουσα, στις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 104 έως 112 ανωτέρω.

    121

    Η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι αν η προσφεύγουσα ήθελε να κατοχυρώσει προστασία για ένα φύλλο χόρτου μέσα σε φιάλη, θα έπρεπε να είχε καταθέσει εικόνα που να αναπαριστά ένα φύλλο χόρτου εντελώς πιστή στην πραγματικότητα, όπως συνέβη για άλλα σήματα που έχει καταχωρίσει η προσφεύγουσα.

    122

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας που παρέχει το υπ’ αριθ. 189866 τρισδιάστατο πολωνικό σήμα της προσφεύγουσας, το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

    Image

    123

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 94, 95, 97 και 98 της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2015, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Fabryka Wódek Polmos Łańcut (WISENT) (T‑449/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:839) και στις σκέψεις 96, 97, 99 και 100 της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2015, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Fabryka Wódek Polmos Łańcut (WISENT VODKA) (T‑450/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:841), ότι το προγενέστερο συγκρουόμενο σήμα περιελάμβανε ένα εικονιστικό στοιχείο συνιστάμενο σε μια λεπτή γραμμή κατά μήκος της φιάλης και ότι η εν λόγω γραμμή ήταν ευθεία, ελαφρώς κεκλιμένη προς τα αριστερά, πράσινου χρώματος, και διακοπτόμενη από την ετικέτα. Ωστόσο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι σχηματικές αυτές απεικονίσεις ενός στοιχείου που θα μπορούσε να αποτελεί φύλλο χόρτου δεν μπορούν να εκληφθούν ως πραγματικό φύλλο χόρτου. Το στοιχείο που υπάρχει στα αντιπαρατιθέμενα σήματα, όπως αυτά απεικονίζονται και έχουν καταχωρισθεί, θα γίνεται αντιληπτό ως αυτό που είναι, δηλαδή ως μια απλή γραμμή και όχι ως ένα φύλλο χόρτου. Μόνο μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση ενός φύλλου χόρτου, ή η πραγματική εικόνα ενός φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, θα μπορούσε να παραπέμπει στην εικόνα ενός φύλλου χόρτου, πράγμα το οποίο, εξάλλου, θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από την περιγραφή του. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε όμως ότι τούτο δεν συνέβαινε εν προκειμένω. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ακριβώς λόγω του ότι το εν λόγω εικονιστικό στοιχείο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια απλή ελαφρώς κεκλιμένη ή διαγώνια γραμμή κατά μήκος μιας φιάλης, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι, λόγω της παρουσίας άλλων εικονιστικών στοιχείων, το εν λόγω στοιχείο είχε λιγότερο έντονο διακριτικό χαρακτήρα και διαδραμάτιζε δευτερεύοντα ρόλο στην εκτίμηση της ομοιότητας των συγκρουομένων σημάτων. Το συμπέρασμα αυτό, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν αποδυναμώνεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το φύλλο χόρτου αποτελεί ιδιαιτέρως εντυπωσιακό ή πρωτότυπο στοιχείο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι το εικονιστικό στοιχείο που υπάρχει στα συγκρουόμενα σήματα, όπως έχουν απεικονισθεί και καταχωρισθεί, είναι μια ελαφρώς κεκλιμένη ή διαγώνια γραμμή, η οποία γίνεται αντιληπτή ως γραμμή κατά μήκος της φιάλης και όχι ως φύλλο χόρτου. Λόγω της απλής μορφής της, η εν λόγω γραμμή δεν φαίνεται ιδιαίτερα πρωτότυπη ή εντυπωσιακή. Επιπλέον, τόσο στην περίπτωση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση όσο και στην περίπτωση του προγενέστερου σήματος, η εν λόγω γραμμή είναι δευτερευούσης σημασίας λόγω της παρουσίας άλλων λεκτικών και εικονιστικών στοιχείων στα εν λόγω σήματα. Συνεπώς, καθίσταται λιγότερο εμφανής και, ως εκ τούτου, η ικανότητά της να προκαλέσει έντονη εντύπωση στον καταναλωτή είναι περιορισμένη.

    124

    Όσον αφορά το επίμαχο εν προκειμένω προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα, διαπιστώνεται, κατά μείζονα λόγο, ότι μόνο μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση του φύλλου χόρτου ή η πραγματική εικόνα ενός φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη θα μπορούσε να είχε προσδιορίσει σαφώς και επακριβώς την παρουσία ενός φύλλου χόρτου στο σήμα αυτό, πράγμα το οποίο, εξάλλου, θα μπορούσε να είχε επιβεβαιωθεί από την περιγραφή του, η οποία εν τοιαύτη περιπτώσει θα αντιστοιχούσε στην απεικόνιση. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

    125

    Τρίτον, κατ’ αρχήν, τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως δεν μπορούν να επηρεάσουν τον προσδιορισμό του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας που παρέχει το σήμα. Συγκεκριμένα, το αντικείμενο αυτό καθορίζεται από την απεικόνιση του σήματος που περιλαμβάνεται στο πιστοποιητικό καταχωρίσεως, η οποία ενδεχομένως αποσαφηνίζεται από την περιγραφή στις περιπτώσεις που αυτή αντιστοιχεί στην απεικόνιση, αλλά ουδόλως μπορεί να τροποποιηθεί μέσω της πραγματικής χρήσεως του σήματος στην αγορά. Άλλωστε, το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και στη συνέχεια άρθρο 49, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001) δεν επιτρέπει η μεταγενέστερη της αιτήσεως καταχωρίσεως τροποποίηση να επηρεάσει ουσιωδώς το σήμα.

    126

    Κατά τα λοιπά, εν προκειμένω, η ανεπάρκεια της σαφήνειας και της ακρίβειας της απεικονίσεως, η οποία συνοδεύεται από την περιγραφή της, μάλλον επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως τα οποία αναπαριστούν το προγενέστερο σήμα κατά τρόπο διαφορετικό όσον αφορά τη φύση, το μήκος και τη θέση της γραμμής στην απεικόνιση που περιλαμβάνεται στο πιστοποιητικό καταχωρίσεως (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 45, και της 30ής Νοεμβρίου 2017, Συνδυασμός του κυανού και του ασημί χρώματος, T‑101/15 και T‑102/15, EU:T:2017:852, σκέψη 65).

    127

    Τέλος, στο σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ορθώς διευκρίνισε ότι το προγενέστερο σήμα δεν μπορεί να προστατεύσει την έννοια του φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη.

    128

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αφηρημένη απεικόνιση μιας έννοιας υπό όλες τις δυνατές μορφές δεν εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της ακρίβειας και της σταθερότητας που απαιτεί το άρθρο 4 του κανονισμού 40/94. Πράγματι, απεικονίσεις αυτού του είδους επιτρέπουν πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς που δεν παρέχουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να αναγνωρίσει και να απομνημονεύσει ένα συγκεκριμένο συνδυασμό τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επαναλάβει με βεβαιότητα κάποια αγορά, ούτε παρέχουν στις αρμόδιες αρχές και στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να γνωρίζουν την έκταση των προστατευόμενων δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 38, και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψεις 33 έως 35).

    129

    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το αντικείμενο αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος το οποίο αφορά όλα τα πιθανά σχήματα προϊόντος ή τμήματος προϊόντος, δεν αποτελεί «σημείο» υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 40/94 και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνιστά σήμα υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dyson, C‑321/03, EU:C:2007:51, σκέψη 40).

    130

    Επομένως, η νομοθεσία περί σημάτων δεν επιτρέπει την προστασία μιας έννοιας ή μιας ιδέας, αλλά μόνον τη συγκεκριμένη έκφραση μιας έννοιας ή μιας ιδέας, όπως αυτή ενσωματώνεται στο σημείο και καθορίζεται από την απεικόνιση του εν λόγω σημείου.

    131

    Η ίδια η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι δεν έχει σκοπό να ιδιοποιηθεί, in abstracto, κάθε απεικόνιση ενός φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, αλλά ότι απαιτεί αποκλειστικότητα σε μια συγκεκριμένη απεικόνιση του συνδυασμού των δύο αυτών στοιχείων η οποία αποτελεί μέρος του σήματός της.

    132

    Επομένως, για την εξέταση της φύσεως της χρήσεως του επίμαχου σήματος, το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που αυτό παρέχει καθορίζεται από τη συγκεκριμένη απεικόνιση του σήματος αυτού.

    133

    Διαπιστώνεται, όμως, ότι από την απεικόνιση του προγενέστερου σήματος, όπως αυτή ορθώς προσδιορίσθηκε από το τμήμα προσφυγών, προκύπτει ότι το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που αυτό παρέχει αφορά μόνο «μια φιάλη κοινού σχήματος στην οποία εμφανίζεται μια ευθεία γραμμή η οποία εκκινεί διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από τον λαιμό της, και εκτείνεται προς το πλαϊνό μέρος του πάτου της φιάλης», και όχι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ένα φύλλο χόρτου.

    134

    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως, με τις οποίες προβάλλεται, αντιστοίχως, εφαρμογή εσφαλμένου και απρόσφορου κριτηρίου για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, μη συνεκτίμηση της δυνατότητας ταυτόχρονης χρήσεως περισσοτέρων σημάτων και μη μεταβολή του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος κατά τη χρήση του

    135

    Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε, «για μία ακόμη φορά», εσφαλμένο και απρόσφορο κριτήριο εξετάσεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, λόγω της «απλουστευτικής και δισδιάστατης» προσέγγισής του, χωρίς δυναμική προσέγγιση της όψεως του σήματος από διάφορες οπτικές γωνίες, και περιοριζόμενο στην εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων μεμονωμένα, χωρίς να προβεί σε από κοινού ανάλυσή τους. Με την τρίτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη δυνατότητα ταυτόχρονης χρήσεως περισσοτέρων σημάτων διαφορετικών ειδών, καθόσον έκρινε εσφαλμένως ότι η χρήση της ετικέτας μετέβαλλε τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος. Με την τέταρτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε εσφαλμένως την ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον περιόρισε εσφαλμένως την ουσιαστική χρήση μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες το σχήμα είναι «το ίδιο» ή «πανομοιότυπο» με το καταχωρισθέν και καθόσον δεν αναγνώρισε ότι ελάσσονες διαφορές ως προς το μήκος και τη θέση του φύλλου χόρτου εντός της φιάλης που χρησιμοποιείται στη γαλλική αγορά δεν είχαν μεταβάλει τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω καταχωρισμένου σήματος.

    – Υπενθύμιση της νομοθεσίας και της νομολογίας

    136

    Βάσει των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 και άρθρου 18 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως προγενέστερου σήματος, εθνικού ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει επίσης την απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αυτού υπό την καταχωρισμένη του μορφή.

    137

    Επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94 προκύπτει σαφώς ότι η χρήση του σήματος υπό μορφή που διαφέρει από εκείνη υπό την οποία καταχωρίστηκε θεωρείται χρήση κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου του ως άνω άρθρου εφόσον δεν μεταβάλλεται ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή [πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Specsavers International Healthcare κ.λπ., C‑252/12, EU:C:2013:497, σκέψη 21· αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Labeyrie κατά EUIPO – Delpeyrat (Απεικόνιση στοιχισμένων ιχθύων ανοιχτού χρώματος σε σκούρο φόντο), T‑767/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:122, σκέψη 18, και της 28ης Ιουνίου 2017, Tayto Group κατά EUIPO – MIP Metro (real), T‑287/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:443, σκέψη 22]. Ο κανόνας κατά τον οποίο θεωρείται επίσης χρήση ενός σήματος η χρήση του εν λόγω σήματος υπό μορφή η οποία διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του υπό την καταχωρισμένη του μορφή δύναται να επονομασθεί, για λόγους συντομίας, «κανόνας περί επιτρεπόμενων παραλλαγών» (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, Απεικόνιση τριών παράλληλων λωρίδων, T‑307/17, EU:T:2019:427, σκέψη 48).

    [παραλειπόμενα]

    140

    Για τη διαπίστωση αυτή, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι εγγενείς ιδιότητες και, ιδίως, ο περισσότερο ή λιγότερο έντονος διακριτικός χαρακτήρας του καταχωρισμένου σήματος εφόσον αυτό χρησιμοποιείται μόνον ως τμήμα σύνθετου σήματος ή από κοινού με άλλο σήμα. Πράγματι, όσο ασθενέστερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος αυτού, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να μεταβληθεί με την προσθήκη στοιχείου που έχει και αυτό διακριτικό χαρακτήρα και τόσο πιο εύκολα θα μειώνεται η ικανότητα του επίμαχου σήματος να εκλαμβάνεται ως ένδειξη της προελεύσεως του συγκεκριμένου προϊόντος. Η διαπίστωση αυτή ισχύει και αντιστρόφως (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Σχήμα ενός φούρνου, T‑317/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:689, σκέψη 33, της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Αναπαράσταση πολυγώνου, T‑146/15, EU:T:2016:469, σκέψη 29, και της 28 Φεβρουαρίου 2017, Απεικόνιση στοιχισμένων ιχθύων ανοιχτού χρώματος σε σκούρο φόντο, T‑767/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:122, σκέψη 22).

    [παραλειπόμενα]

    142

    Επομένως, η προϋπόθεση περί ουσιαστικής χρήσεως ενός σήματος δύναται να πληρούται όταν ένα σήμα χρησιμοποιείται από κοινού με άλλο σήμα, αρκεί το σήμα να συνεχίζει να γίνεται αντιληπτό ως ένδειξη της προελεύσεως του επίμαχου προϊόντος [αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Απεικόνιση στοιχισμένων ιχθύων ανοιχτού χρώματος σε σκούρο φόντο, T‑767/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:122, σκέψη 48, της 10ης Οκτωβρίου 2017, Klement κατά EUIPO – Bullerjan (Σχήμα ενός φούρνου), T‑211/14 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:715, σκέψη 47, και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, PEPERO original, T‑459/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:119, σκέψη 97].

    [παραλειπόμενα]

    147

    Στην περίπτωση τρισδιάστατου σήματος που συνίσταται στην εμφάνιση του ίδιου του προϊόντος, προκειμένου να κριθεί ότι το προγενέστερο σήμα έχει πράγματι χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την ουσιώδη λειτουργία του, η απόδειξη της χρήσεώς του πρέπει να γίνεται με στοιχεία από τα οποία να προκύπτει σαφώς το συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής είναι σε θέση να συσχετίσει με μια συγκεκριμένη επιχείρηση το σχήμα που προστατεύεται από το προγενέστερο σήμα [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, M J Quinlan & Associates κατά EUIPO – Intersnack Group (Μορφή ενός καγκουρό), T‑219/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:610, σκέψη 33, και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, PEPERO original, T‑459/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:119, σκέψη 72].

    148

    Τέλος, κρίνεται ότι στην περίπτωση εξαιρετικά απλού σήματος, ακόμη και ελαφρές τροποποιήσεις του είναι ικανές να αποτελέσουν μη αμελητέες παραλλαγές, με αποτέλεσμα η τροποποιημένη μορφή να μην μπορεί να θεωρηθεί συνολικώς αντίστοιχη προς την καταχωρισμένη μορφή του εν λόγω σήματος. Πράγματι, όσο απλούστερο είναι το σήμα, τόσο λιγότερο ικανό είναι να διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα και τόσο ευκολότερα τυχόν τροποποίηση του εν λόγω σήματος είναι ικανή να επηρεάσει κάποιο από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και, συνεπώς, να μεταβάλει τον τρόπο με τον οποίο το συγκεκριμένο σήμα γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Αναπαράσταση πολυγώνου, T‑146/15, EU:T:2016:469, σκέψεις 33 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Ιουνίου 2019, Απεικόνιση τριών παράλληλων λωρίδων, T‑307/17, EU:T:2019:427, σκέψη 72).

    – Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

    149

    Εν προκειμένω, όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, πρώτον, διαπιστώνεται ότι το προγενέστερο σήμα, όπως απεικονίζεται, του οποίου το αντικείμενο προστασίας είναι «μια φιάλη κοινού σχήματος στην οποία εμφανίζεται μια ευθεία γραμμή η οποία εκκινεί διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από τον λαιμό της, και εκτείνεται προς το πλαϊνό μέρους του πάτου της φιάλης» (βλ. σκέψεις 115 και 133 ανωτέρω), δεν χρησιμοποιήθηκε από την προσφεύγουσα ως έχει, υπό την ίδια μορφή, στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία χρήσεως.

    150

    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος ανακοπών (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), στα οποία εμφανίζονται φιάλες, καμία από τις εν λόγω φιάλες δεν φέρει διαγώνια συνεχόμενη γραμμή, πολλώ δε μάλλον ευθεία γραμμή ίδια με εκείνη που εμφανίζεται στο προγενέστερο σήμα. Επιπλέον, η γραμμή αυτή δεν έχει αποτυπωθεί στην εξωτερική επιφάνεια της μίας από τις φιάλες και δεν εμφανίζεται στην ετικέτα αυτή καθεαυτήν ή διαμέσου αυτής. Επιπροσθέτως, όλες οι φιάλες φέρουν αδιαφανή ετικέτα (δυσανάγνωστη ή με την ένδειξη «żubrówka bison vodka»), ικανή να επηρεάσει την ορατότητα και την πρόσληψη όσων βρίσκονται πίσω από αυτήν.

    151

    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν εκπρόθεσμα ενώπιον του τμήματος προσφυγών (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) και, ειδικότερα, τις συνημμένες στη δήλωση του K. φωτογραφίες της φιάλης που φέρει την ετικέτα με την ένδειξη «żubrówka bison vodka» και απεικονίζεται αυτή τη φορά όχι μόνο σε εμπρόσθια όψη, αλλά και σε οπίσθια όψη και σε πλάγιες όψεις, διαπιστώνεται ότι πράγματι διακρίνεται μια μακριά, συνεχής γραμμή.

    152

    Εντούτοις, οι γραμμές αυτές, οι οποίες εμφανίζονται σε αμφότερες τις πλάγιες όψεις των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως και οι οποίες είναι ελαφρώς διαφορετικές μεταξύ τους, διαφέρουν σημαντικά από την ευθεία διαγώνια γραμμή που απεικονίζεται στο προγενέστερο σήμα. Διαφέρουν από αυτή λόγω της φύσεώς τους, δεδομένου ότι δεν είναι εντελώς ευθείες αλλά ελαφρώς καμπύλες, λόγω του μήκους τους, και λόγω της θέσεώς τους, δεδομένου ότι εκκινούν από διαφορετικά σημεία και καταλήγουν, αντιστοίχως, σε διαφορετικά σημεία, στα πλάγια και στον πάτο της φιάλης, στοιχείο που συνεπάγεται, επίσης, διαφορετική κλίση.

    153

    Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, στα σημεία 40 έως 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένα από τα προσκομισθέντα ενώπιον του τμήματος ανακοπών (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) ή ενώπιον του τμήματος προσφυγών (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) αποδεικτικά στοιχεία δεν απεικόνιζε το σήμα στην καταχωρισμένη του μορφή, ήτοι όπως απεικονίζεται γραφικά στο πιστοποιητικό καταχωρίσεως.

    154

    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ούτε το προγενέστερο σήμα, όπως έχει απεικονισθεί, του οποίου το αντικείμενο προστασίας είναι «μια φιάλη κοινού σχήματος στην οποία εμφανίζεται μια ευθεία γραμμή η οποία εκκινεί διαγωνίως από την αριστερή πλευρά της φιάλης, ακριβώς κάτω από τον λαιμό της, και εκτείνεται προς το πλαϊνό μέρος του πάτου της φιάλης», και όχι ένα φύλλο χόρτου (βλ. σκέψεις 115 και 133 ανωτέρω), χρησιμοποιήθηκε από την προσφεύγουσα υπό μορφή η οποία διέφερε ως προς στοιχεία που δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος υπό την καταχωρισμένη του μορφή ή με αμελητέες παραλλαγές.

    155

    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως ακριβώς έπραξε και το τμήμα προσφυγών στο σημείο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι ασθενής. Συγκεκριμένα, το σήμα αυτό συνίσταται σε μία φιάλη με κοινό σχήμα που φέρει μια απλή ευθεία γραμμή συγκεκριμένου μήκους σε συγκεκριμένη θέση, πράγμα που συνεπάγεται μια ιδιαίτερη κλίση. Στη συνολική εντύπωση, είναι αυτή ακριβώς η απλή ευθεία γραμμή, με το συγκεκριμένο μήκος και τη συγκεκριμένη θέση της, που προσδίδει στο εν λόγω σήμα κάποιο διακριτικό χαρακτήρα.

    156

    Επομένως, η έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος όπως καθορίζεται από τη γραφική του παράσταση παρίσταται στενή και ο διακριτικός του χαρακτήρας ευχερώς μεταβαλλόμενος (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), κατά μείζονα λόγο διότι πρόκειται για τρισδιάστατο σήμα (βλ. σκέψεις 143 και 147 ανωτέρω).

    157

    Τα σχήματα, όμως, που εμφανίζονται στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία διαφέρουν από το προστατευόμενο σχήμα του προγενέστερου σήματος ως προς μη αμελητέες παραλλαγές σχετικές με τη φύση, το μήκος και τη θέση (βλ. σκέψη 152 ανωτέρω) και δεν μπορούν να θεωρηθούν «μη αμελητέα» ή «συνολικώς αντίστοιχα» προς την καταχωρισμένη μορφή του προαναφερθέντος σήματος υπό την έννοια της νομολογίας (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω).

    158

    Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στα σημεία 43 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρήση αυτή, όπως καταδεικνύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, όχι μόνο δεν συνιστούσε χρήση του προγενέστερου σήματος υπό την καταχωρισμένη του μορφή, αλλά δεν συνιστούσε ούτε χρήση υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 207/2009.

    159

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι το προγενέστερο σήμα, όπως αυτό χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αντιστοιχεί στο εν λόγω σήμα όπως έχει απεικονισθεί και καταχωρισθεί και ότι οι μεταξύ τους διαφορές συνιστούν μεταβολή του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αυτού η οποία βαίνει πέραν των αμελητέων παραλλαγών δυνάμει του «κανόνα περί επιτρεπόμενων παραλλαγών».

    160

    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    [παραλειπόμενα]

    166

    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται η δυνατότητα ταυτόχρονης χρήσεως περισσοτέρων σημάτων διαφόρων ειδών, πρέπει, βεβαίως, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η χρήση σήματος μπορεί να περιλαμβάνει τόσο την ανεξάρτητη χρήση του σήματος αυτού όσο και τη χρήση του ως συστατικού άλλου σήματος ή από κοινού με αυτό (απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Colloseum Holding, C‑12/12, EU:C:2013:253, σκέψη 32· πρβλ. επίσης αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Specsavers International Healthcare κ.λπ., C‑252/12, EU:C:2013:497, σκέψεις 23, 24 και 26, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Σχήμα ενός φούρνου, T‑317/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:689, σκέψη 29).

    167

    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι καταχωρισμένο σήμα το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικώς ως μέρος σύνθετου σήματος ή από κοινού με άλλο σήμα πρέπει να εξακολουθεί να εκλαμβάνεται ως ένδειξη της προελεύσεως του επίμαχου προϊόντος προκειμένου η χρήση αυτή να πληροί την έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως» κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (αποφάσεις της 18ης Απριλίου 2013, Colloseum Holding, C‑12/12, EU:C:2013:253, σκέψη 35, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Σχήμα ενός φούρνου, T‑317/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:689, σκέψη 30).

    168

    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι, μολονότι το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε στην ύπαρξη της ετικέτας (δυσανάγνωστης ή με την ένδειξη «żubrówka bison vodka»), τούτο οφείλεται πρωτίστως στο ότι έκρινε ότι η παρουσία μιας τέτοιας ετικέτας επηρέαζε την ορατότητα και την πρόσληψη του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος στα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως και όχι απλώς και μόνον επειδή η παρουσία ενός σήματος άλλου τύπου, λεκτικού ή εικονιστικού, μετέβαλλε τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου τρισδιάστατου σήματος. Συγκεκριμένα, στις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στη σκέψη 15 ανωτέρω, αναλόγως της περιπτώσεως, είτε δεν είναι ορατή καμία γραμμή, είτε τίποτε δεν είναι ορατό στον πάτο της φιάλης, κάτω από την ετικέτα, είτε πλείονες (δύο ή τρεις) γραμμές είναι ορατές κάτω από την ετικέτα.

    169

    Επομένως, όπως επισημαίνει το EUIPO, το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η χρήση του προγενέστερου σήματος μόνο λόγω του ότι χρησιμοποιούνται επί του ίδιου προϊόντος πλείονα του ενός σήματα, αλλά κυρίως λόγω του ότι ήταν δυσχερές να εντοπισθεί τι ακριβώς βρισκόταν πίσω από την ετικέτα, ιδίως στο μέτρο που οι φωτογραφίες ήταν αντιφατικές όσον αφορά την απουσία ή την ύπαρξη γραμμής ή φύλλου χόρτου.

    170

    Επομένως, το τμήμα προσφυγών ουδόλως αμφισβήτησε τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 166 και 167 ανωτέρω νομολογία σχετικά με τη δυνατότητα από κοινού χρήσεως πλειόνων σημάτων διαφορετικών ειδών, κατά την οποία η προϋπόθεση περί ουσιαστικής χρήσεως ενός σήματος δύναται να πληρούται όταν ένα σήμα χρησιμοποιείται από κοινού με άλλο σήμα, εφόσον το σήμα εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτό ως ένδειξη της προελεύσεως του επίμαχου προϊόντος.

    171

    Δεύτερον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, ότι οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας χρήσεως τρισδιάστατου σήματος από κοινού με άλλα σήματα δεν πληρούνται εν προκειμένω. Πράγματι, μολονότι η συνδυασμένη χρήση δύο σημάτων μπορεί, βεβαίως, καταρχήν, να συνιστά χρήση ενός εκ των σημάτων αυτών, τούτο ισχύει, εντούτοις, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν μεταβάλλεται ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος αυτού, η δε προϋπόθεση αυτή πληρούται μόνον αν το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το εν λόγω σήμα, ατομικώς και ανεξαρτήτως από το άλλο σήμα, ως ένδειξη προελεύσεως.

    172

    Εν προκειμένω, όμως, όχι μόνον το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται από κοινού με άλλο σήμα, αποτυπωμένο σε αδιαφανή ετικέτα, η οποία παρεμποδίζει την ορατότητα και επηρεάζει την πρόσληψη του διακριτικού τμήματος του εν λόγω προγενέστερου σήματος, αλλά, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, μέσω των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως, την ατομική και ανεξάρτητη πρόσληψη του σήματος αυτού ως ενδείξεως προελεύσεως εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού, προσκομίζοντας, λόγου χάρη, κάποια έρευνα αγοράς.

    173

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά σχέδιο παρόμοιο με τις εν λόγω φωτογραφίες, ότι η γραμμή καθίστατο δευτερευούσης σημασίας λόγω άλλων λεκτικών και εικονιστικών στοιχείων στα σήματα που χρησιμοποιήθηκαν συνδυαστικώς και ότι, επομένως, η γραμμή αυτή καθίστατο λιγότερο ορατή, η δε ικανότητά της να προκαλεί έντονη εντύπωση στους καταναλωτές ήταν, ως εκ τούτου, πιο περιορισμένη (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2015, WISENT, T‑449/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:839, σκέψη 98, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, WISENT VODKA, T‑450/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:841, σκέψη 100).

    174

    Περί αυτού πρόκειται και στην υπό κρίση υπόθεση. Δεν αποδείχθηκε ότι το προγενέστερο σήμα, όταν χρησιμοποιείται από κοινού με το λεκτικό σήμα ŻUBRÓWKA VODKA BISON ή με τα γραφικά στοιχεία που συνδέονται με τον βίσωνα που εμφανίζεται στην ετικέτα, εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη προελεύσεως. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγω δεδομένου ότι ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι ασθενής (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω), κατά τα φαινόμενα δε πιο ασθενής από τον διακριτικό χαρακτήρα του προαναφερθέντος λεκτικού σήματος και, ως εκ τούτου, έχει μεταβληθεί έντονα από αυτό (βλ. σκέψη 156 ανωτέρω).

    175

    Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος έχει μεταβληθεί πρωτίστως καθόσον οι γραμμές που εμφανίζονται στα έστω και εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως διαφέρουν σημαντικά από εκείνες που εμφανίζονται στην απεικόνιση του προγενέστερου σήματος λόγω της φύσεώς τους, δεδομένου ότι δεν είναι εντελώς ευθείες αλλά ελαφρώς καμπύλες, λόγω του μεγαλύτερου μήκους τους, και λόγω της διαφορετικής θέσεώς τους, δεδομένου ότι δεν εκκινούν από το ίδιο σημείο στον πάτο της φιάλης, πράγμα που συνεπάγεται διαφορετική κλίση (βλ. σκέψη 151 ανωτέρω). Στη συνολική εντύπωση, όμως, είναι αυτή ακριβώς η ευθεία γραμμή, με το συγκεκριμένο μήκος και τη συγκεκριμένη θέση της, που προσδίδει στο προγενέστερο σήμα τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα του, καθόσον το σήμα αυτό αποτελείται από μια φιάλη κοινού σχήματος η οποία συνοδεύεται από μια τέτοια γραμμή.

    [παραλειπόμενα]

    177

    Δεδομένου ότι ο εγγενώς ασθενής διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος έχει μεταβληθεί σημαντικά, στα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως, από τα άλλα σήματα ή στοιχεία που αποτυπώνονται στην ετικέτα, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της από κοινού χρήσεως.

    178

    Η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στερούμενη πραγματικού ερείσματος και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη.

    179

    Επομένως, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι δεν αποδείχθηκε η χρήση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος, όπως αυτό έχει απεικονισθεί και καταχωρισθεί.

    180

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 75 και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

    181

    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 (έλλειψη αιτιολογίας) και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (παράλειψη ορθής εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών). Συναφώς, προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις, εκ των οποίων οι τρεις πρώτες, οι οποίες αφορούν τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να εξεταστούν από κοινού και η τελευταία, η οποία αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου κανονισμού, πρέπει να εξεταστεί χωριστά.

    [παραλειπόμενα]

    Επί της τέταρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την παραπομπή από το τμήμα προσφυγών στο σκεπτικό προγενέστερης αποφάσεως, ακυρωθείσας από το Γενικό Δικαστήριο

    194

    Με την τέταρτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της προσφυγής και της ανακοπής που στηρίζονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009. Απλώς παρέπεμψε, με το σημείο 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο σκεπτικό της πρώτης αποφάσεώς του στην υπόθεση R 2506/2010‑4. Κατά την προσφεύγουσα, φαίνεται να «διέφυγε» από το τμήμα προσφυγών ότι η εν λόγω προγενέστερη απόφαση είχε ακυρωθεί στο σύνολό της με την απόφαση περί ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών όφειλε να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της και δεν μπορούσε να παραπέμψει σε απόφαση η οποία πλέον δεν υφίσταται.

    195

    Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Υπογραμμίζει ότι, όπως εκτίθεται στη σκέψη 29 της αποφάσεως περί ακυρώσεως, η ίδια η προσφεύγουσα περιόρισε την επιχειρηματολογία της μόνο στα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών σχετικά με την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως που προσκομίστηκαν κατά το στάδιο της πρώτης αποφάσεως και προέβαλε ότι τα συμπεράσματα αυτά αφορούσαν εξίσου όλους τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής.

    196

    Η παρεμβαίνουσα επίσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Θεωρεί ότι ούτε η παραπομπή εκ μέρους του τμήματος προσφυγών στην πρώτη απόφαση, της 26ης Μαρτίου 2012, στην υπόθεση R 2506/2010‑4, προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, συνιστά παράβαση των άρθρων 75 και 76 του ίδιου κανονισμού. Εκτιμά ότι, μετά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το άρθρο 8, παράγραφοι 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού δεν αποτελούσε πλέον αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς, διότι η απόφαση περί ακυρώσεως είχε ως αντικείμενο την παράβαση των άρθρων 75 και 76 του ίδιου κανονισμού σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, και αφορούσε αποκλειστικώς και μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως. Επισημαίνει ότι το αντικείμενο της διαφοράς είχε περιορισθεί –από την ίδια την προσφεύγουσα– στην παράβαση των διατάξεων αυτών, διότι η προσφεύγουσα είχε δηλώσει, στο σημείο 5.2 του δικογράφου της προσφυγής που είχε καταθέσει στην προγενέστερη υπόθεση, ότι «[έβαλλε] με την επιχειρηματολογία της μόνον κατά των συμπερασμάτων στα οποία [κατέληξε] το τμήμα προσφυγών ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθεισών αποδείξεων της χρήσης, διότι τα συμπεράσματα αυτά αφορού[σα]ν εξίσου όλους τους λόγους ανακοπής». Η παρεμβαίνουσα, όμως, φρονεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως δεν αφορούν όλους τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, διότι, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar (C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 143), η παρεμβαίνουσα δεν έχει κανένα δικαίωμα να ζητήσει την απόδειξη της χρήσεως των δικαιωμάτων αυτών. Αντιθέτως, απαίτηση περί χρήσεως μπορεί να τεθεί μόνο για προγενέστερα δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Για τον λόγο αυτό, η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι η προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορούσε πλέον το άρθρο 8, παράγραφοι 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού, και ότι οι διατάξεις αυτές ωσαύτως δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας που αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση.

    197

    Επιπλέον, η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι, στην πρώτη απόφαση, στα σημεία 20 έως 34, το τμήμα προσφυγών εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους οι διατάξεις αυτές δεν είχαν εφαρμογή. Η προσφεύγουσα όμως δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα, ούτε ανέπτυξε οποιαδήποτε συλλογιστική που να εξηγεί τον λόγο για τον οποίο το τμήμα αυτό της αποφάσεως ήταν πλημμελές, αλλά απλώς και μόνον αναφέρθηκε, εσφαλμένως, στο ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως ως προϋποθέσεως για την εκτίμηση των λόγων αυτών. Κατά την παρεμβαίνουσα, τούτο δεν συνάδει προς το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επιβάλλει στην προσφεύγουσα να εκθέτει λεπτομερώς τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία το EUIPO παρέβη τη νομοθεσία. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η προσφεύγουσα σκόπευε να προσβάλει την πρώτη απόφαση υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, αυτός ο λόγος ακυρώσεως ήταν απαράδεκτος και η απόφαση δεν μπορούσε να ακυρωθεί βάσει των συγκεκριμένων διατάξεων. Η παρεμβαίνουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν ακύρωσε την απόφαση στο σύνολό της, μπορούσε να την ακυρώσει μόνον κατά το μέτρο που αυτή είχε προσβληθεί. Η προσφεύγουσα, όμως, δεν προσέβαλε την απόρριψη των λόγων ανακοπής που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009. Επιπλέον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε στον λόγο ανακοπής που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει επίσης από την επιχειρηματολογία της, με την οποία, κατά την παρεμβαίνουσα, προβλήθηκε μόνον παράβαση του λόγου αυτού.

    198

    Επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[ό]σον αφορά τους λοιπούς λόγους της ανακοπής και τα λοιπά προγενέστερα δικαιώματα των οποίων έγινε επίκληση, παρ[έπεμψε] ρητώς στην αιτιολογία τής από 26 Μαρτίου 2012 αποφάσεώς του στην υπόθεση R 2506/2010‑4».

    199

    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η πρώτη αυτή απόφαση είχε ακυρωθεί στο σύνολό της από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση περί ακυρώσεως, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση και η οποία, ως εκ τούτου, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

    200

    Δεδομένου ότι οι αποφάσεις περί ακυρώσεως αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους ex tunc και επιφέρουν την αναδρομική εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξεως από την έννομη τάξη (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω), η ως άνω πρώτη απόφαση δεν υφίσταται στην έννομη τάξη της Ένωσης και εξ αυτής δεν δύναται να απορρέει καμία έννομη συνέπεια.

    201

    Επομένως, η πρώτη αυτή απόφαση δεν αποτελεί μέρος του νομικού πλαισίου βάσει του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    202

    Εξάλλου, ανακοπή στηριζόμενη σε πλείονες λόγους μπορεί να απορριφθεί μόνον αν εξεταστούν και απορριφθούν όλοι οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξή της.

    203

    Ως εκ τούτου, δεν επιτρεπόταν στο τμήμα προσφυγών, προκειμένου να θεμελιώσει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο απορρίφθηκαν όλοι οι προβληθέντες λόγοι ανακοπής, να παραπέμψει, για ορισμένους εξ αυτών των λόγων, στην αιτιολογία μιας πρώτης αποφάσεως που ακυρώθηκε στο σύνολό της από το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει και να απορρίψει χωριστά καθέναν από τους λόγους ανακοπής.

    204

    Επομένως, κρίνεται ότι, καθόσον το τμήμα προσφυγών περιορίστηκε στο να «παραπέμψει ρητώς», όσον αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, στο σκεπτικό της πρώτης αποφάσεως, η οποία ακυρώθηκε στο σύνολό της από το Γενικό Δικαστήριο, και καθόσον στη συνέχεια θεμελίωσε εν μέρει το διατακτικό περί απορρίψεως της ενώπιόν του προσφυγής στην παραπομπή αυτή, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009.

    205

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στη σκέψη 29 της αποφάσεως περί ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, προκαταρκτικώς, τα εξής:

    «[Η] προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων και εκτιμήσεων του [EUIPO] σχετικά με όλους τους λόγους ανακοπής, δηλαδή τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, και στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009. Η προσφεύγουσα εκθέτει πάντως ότι βάλλει με την επιχειρηματολογία της μόνον κατά των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει το τμήμα προσφυγών ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθεισών αποδείξεων της χρήσης, διότι τα συμπεράσματα αυτά αφορούν εξίσου όλους τους λόγους ανακοπής.»

    206

    Συναφώς, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως αφορούσε εξίσου όλους τους λόγους ανακοπής, αρκεί η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό, με την απόφαση περί ακυρώσεως, τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε παράβαση του άρθρου 75 και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και ο οποίος αφορούσε την αναιτιολόγητη μη συνεκτίμηση από το τμήμα προσφυγών ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων περί της χρήσεως, μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω, τουλάχιστον, την ορθότητα της εξετάσεως του λόγου ανακοπής που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού και, κατά συνέπεια, την ορθότητα ολόκληρου του διατακτικού της πρώτης αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών περί απορρίψεως της ανακοπής.

    207

    Πράγματι, αφ’ ης στιγμής το Γενικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών όπως η πρώτη απόφαση, διαπιστώνει ότι η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών είναι ακυρωτέα, έστω και κατά το μέρος που αφορά έναν μόνον από τους προβληθέντες λόγους ανακοπής, οφείλει να ακυρώσει την απόφαση αυτή στο σύνολό της, όπως έπραξε με την απόφαση περί ακυρώσεως.

    208

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η τέταρτη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως η οποία προβάλλεται προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής.

    209

    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μόνον κατά το μέρος που αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, όπως εκτίθενται στην τέταρτη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά, δηλαδή κατά το μέρος που αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    210

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    211

    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ηττήθηκε εν μέρει, δεδομένου ότι η διαπίστωση του βασίμου της τέταρτης αιτιάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον κατά το μέρος που αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009 και η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Από την πλευρά τους, το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν μόνον ως προς την αιτίαση αυτή, ενώ η προσφυγή απορρίφθηκε όσον αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού.

    212

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 29ης Αυγούστου 2016 (υπόθεση R 1248/2015‑4), κατά το μέρος που αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ.

     

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

     

    3)

    Η CEDC International sp. z o.o., το EUIPO και η Underberg AG φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

     

    Costeira

    Γρατσίας

    Kancheva

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    ( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

    Top