EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016TJ0211

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2018.
Caviro Distillerie Srl κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ντάμπινγκ – Εισαγωγή τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και παραγωγής της εταιρείας Hangzhou Bioking Biochemical Engineering Co., Ltd – Εκτελεστική απόφαση (ΕE) 2016/176 – Μη επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, και άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Δειγματοληψία – Μη ύπαρξη σημαντικής ζημίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Προσδιορισμός της ζημίας – Κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.
Υπόθεση T-211/16.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2018:148

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2018 ( *1 )

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγή τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και παραγωγής της εταιρείας Hangzhou Bioking Biochemical Engineering Co., Ltd – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/176 – Μη επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, και άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Δειγματοληψία – Μη ύπαρξη σημαντικής ζημίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Προσδιορισμός της ζημίας – Κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής»

Στην υπόθεση T‑211/16,

Caviro Distillerie Srl, με έδρα τη Faenza (Ιταλία),

Distillerie Bonollo SpA, με έδρα το Formigine (Ιταλία),

Distillerie Mazzari SpA, με έδρα τη Sant’Agata sul Santerno (Ιταλία),

Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA, με έδρα το Borgoricco (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τον A. Bochon, δικηγόρο, και τον R. MacLean, solicitor,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J.‑F. Brakeland και την A. Demeneix,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1 της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2016/176 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2016, για τον τερματισμό της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και παραγωγής της εταιρείας Hangzhou Bioking Biochemical Engineering Co., Ltd (ΕΕ 2016, L 33, σ. 14),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Οι προσφεύγουσες, Caviro Distillerie Srl, Distillerie Bonollo SpA, Distillerie Mazzari SpA και Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA, είναι εταιρίες παραγωγής τρυγικού οξέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 25 % της σχετικής συνολικής ενωσιακής παραγωγής.

2

Στις 30 Οκτωβρίου 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2004, C 267, σ. 4). Κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 130/2006 του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2006, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2006, L 23, σ. 1). Βάσει του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2918 12 00 (κωδικός TARIC 2918 12 00 90), καταγωγής Κίνας, με συντελεστή από 0 % έως 34,9 %. Με τον εν λόγω κανονισμό, η Hangzhou Bioking Biochemical Engineering Co., Ltd (στο εξής: Hangzhou Bioking) αναγνωρίστηκε ως εταιρία η οποία δραστηριοποιείται σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Ο συντελεστής δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τρυγικού οξέος παραγωγής Hangzhou Bioking ήταν μηδενικός.

3

Βάσει της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), με τίτλο «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βοδινό κρέας και το ρύζι» (WT/DS 295/AB/R, 29 Νοεμβρίου 2005, AB‑2005‑6), ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 332/2012 του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 130/2006 (ΕΕ 2012, L 108, σ. 1), εξαίρεσε τη Hangzhou Bioking από το πεδίο εφαρμογής των οριστικών μέτρων και, ιδίως, από τις διαδικασίες επανεξετάσεως κατόπιν των μέτρων που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 130/2006.

4

Τα αρχικά μέτρα που περιγράφηκαν στη σκέψη 2 ανωτέρω αποτέλεσαν, εν συνεχεία, αντικείμενο διαφόρων διαδικασιών επανεξετάσεως, εκ των οποίων η τελευταία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2012, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 (ΕΕ 2012, L 110, σ. 3). Δυνάμει του ανωτέρω εκτελεστικού κανονισμού, διατηρήθηκε σε ισχύ το σύνολο των μέτρων αντιντάμπινγκ για όλους τους Κινέζους εισαγωγείς, με εξαίρεση τη Hangzhou Bioking.

5

Στις 15 Ιουνίου 2011, οι προσφεύγουσες και μία πέμπτη εταιρία, η Comercial Quimica Sarasa, SL, υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός), καταγγελία αντιντάμπινγκ με αποκλειστικό αντικείμενο τις εισαγωγές τρυγικού οξέος παραγωγής Hangzhou Bioking. Στις 29 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία αφορούσε έναν μόνο Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, την εταιρία Hangzhou Bioking (ΕΕ 2011, C 223, σ. 11). Κατόπιν της ανακλήσεως της ανωτέρω καταγγελίας, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο την εν λόγω διαδικασία χωρίς να επιβάλει μέτρα αντιντάμπινγκ, με την απόφαση 2012/289/ΕΕ, της 4ης Ιουνίου 2012, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που περιορίζεται σε έναν Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, την εταιρία Hangzhou Bioking (ΕΕ 2012, L 144, σ. 43).

6

Εξάλλου, στις 29 Ιουλίου 2011, κατόπιν αιτήματος των ίδιων πέντε καταγγελλουσών, η Επιτροπή κίνησε άλλη έρευνα κατά δύο Κινέζων παραγωγών τρυγικού οξέος, με σκοπό τη μερική ενδιάμεση επανεξέταση, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, των περιθωρίων ντάμπινγκ των δύο αυτών παραγωγών, τα οποία οι καταγγέλλουσες θεωρούσαν ότι είχαν υπολογισθεί υπέρ το δέον χαμηλά (ΕΕ 2011, C 223, σ. 16).

7

Στις 21 Οκτωβρίου 2014, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν νέα καταγγελία αντιντάμπινγκ στην Επιτροπή, κατόπιν της οποίας η τελευταία δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που περιορίζεται σε έναν μόνο Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, την εταιρία Hangzhou Bioking (ΕΕ 2014, C 434, σ. 9).

8

Για την αξιολόγηση του ντάμπινγκ και της ζημίας, η Επιτροπή μελέτησε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2013 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Αναφορικά με τις τάσεις που υπεισέρχονται στην εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή ανέλυσε τα δεδομένα που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής: υπό εξέταση περίοδος).

9

Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας της 4ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι είχε επιλέξει, δυνάμει του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, ένα προσωρινό δείγμα ενωσιακών παραγωγών. Μεταγενέστερα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το επίμαχο δείγμα είχε επιλεγεί βάσει του υψηλότερου όγκου πωλήσεων εντός της Ένωσης και ότι αποτελείτο από τρεις παραγωγούς της Ένωσης, οι οποίοι επελέγησαν μεταξύ των επτά επιχειρήσεων που συνεργάστηκαν στην έρευνα, και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν από κοινού το 56 % της συνολικής παραγωγής τρυγικού οξέος στην Ένωση, είναι δε εγκατεστημένοι στην Ιταλία και στην Ισπανία, ήτοι τα δύο κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένοι οι παραγωγοί της Ένωσης. Οι τρεις παραγωγοί οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στο προσωρινό δείγμα ήταν δύο εκ των προσφευγουσών, ήτοι οι Caviro Distillerie και Distillerie Mazzari, αμφότερες εδρεύουσες στην Ιταλία, και μία ισπανική εταιρία, η Comercial Quimica Sarasa.

10

Η ICV, η οποία δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτό το προσωρινό δείγμα, ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν αντικατόπτριζε αρκούντως την κατάσταση των μικρότερων παραγωγών της Ένωσης. Η ιταλική εμπορική ένωση Associazione Nazionale Industriali Distillatori di Alcoli e Acquaviti (AssoDistil, εθνική ένωση βιομηχανικών αποστακτηρίων οινοπνευματωδών ποτών) επίσης αμφισβήτησε τη σύνθεση του ανωτέρω δείγματος. Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου ότι όλοι οι παραγωγοί τρυγικού οξέος στην Ένωση είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η προσθήκη ενός μικρού παραγωγού της Ένωσης στο δείγμα δεν θα μετέβαλλε ουσιωδώς την αντιπροσωπευτικότητά του και δεν θα ασκούσε ουσιώδη επιρροή στους δείκτες ζημίας, οι οποίοι εξετάζονται βάσει των δειγματοληπτικών δεδομένων. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έκρινε ότι οι μακροοικονομικοί δείκτες, όπως ο όγκος πωλήσεων, βασίζονται σε στοιχεία για τον κλάδο της ενωσιακής παραγωγής στο σύνολό του, δηλαδή για όλους τους παραγωγούς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και του εν λόγω ενωσιακού παραγωγού. Έτσι, η Επιτροπή οριστικοποίησε το δείγμα που είχε προσωρινώς επιλέξει.

11

Κατά την έρευνα, επιθεωρήθηκαν οι εγκαταστάσεις των τριών εταιριών που είχαν συμπεριληφθεί στο δείγμα, καθώς και οι εγκαταστάσεις της Hangzhou Bioking.

12

Στις 14 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε στις προσφεύγουσες έγγραφο γενικής ενημερώσεως, στο οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, παρά την ύπαρξη περιθωρίου ντάμπινγκ ύψους 42,8 %, οι εισαγωγές της Hangzhou Bioking δεν προκαλούσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2016, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου αυτού. Παράλληλα, ζήτησαν τη διεξαγωγή ακροάσεως, η οποία πράγματι έλαβε χώρα στις 13 Ιανουαρίου 2016.

13

Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας περί ντάμπινγκ, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/176, της 9ης Φεβρουαρίου 2016, για τον τερματισμό της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και παραγωγής της εταιρείας Hangzhou Bioking (ΕΕ 2016, L 33, σ. 14, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία έκρινε ότι η παραγωγή της Ένωσης δεν είχε υποστεί καμία σημαντική ζημία υπό την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

14

Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 140 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι δείκτες ζημίας όπως η παραγωγή, ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο της αγοράς παρουσίασαν αρνητικές τάσεις κατά την υπό εξέταση περίοδο, αλλά ότι οι τάσεις αυτές δεν είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη γενική οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, ορισμένοι δείκτες, όπως η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι ταμειακές ροές, η απόδοση των επενδύσεων και το επίπεδο απασχολήσεως παρουσίαζαν θετική τάση. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, παρά την παραδοχή ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής επηρεάστηκε αρνητικά σε ορισμένο βαθμό από τις εισαγωγές της Hangzhou Bioking στις οποίες εφαρμόστηκε ντάμπινγκ, δεν προέκυψε από την έρευνα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία υπό την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή περάτωσε, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές τρυγικού οξέος παραγωγής Hangzhou Bioking στην Ένωση.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2016, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

16

Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του ενάτου τμήματος.

17

Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

18

Βάσει μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 19ης Ιουλίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν προφορικώς σε ερωτήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

19

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017. Κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες ορισμένες ζητηθείσες πληροφορίες λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο βʹ, του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, το ένατο τμήμα ζήτησε από την Επιτροπή να παράσχει αυτές τις πληροφορίες, επισημαίνοντας ότι δεν επρόκειτο, σε αυτό το στάδιο, να γνωστοποιηθούν στις προσφεύγουσες. Κατόπιν εξετάσεως των εν λόγω πληροφοριών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι αυτές ήταν κρίσιμες για την επίλυση της διαφοράς και ότι δεν έπρεπε να παραμείνουν εμπιστευτικές για τις προσφεύγουσες. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε εμπιστευτική εξέταση των εν λόγω πληροφοριών σε σχέση με το κοινό, το Γενικό Δικαστήριο τις δημοσιοποίησε και το ένατο τμήμα έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις των διαδίκων επ’ αυτών.

20

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή,

να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά και στα λοιπά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

21

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

22

Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αναφορικά με την επιλογή του δείγματος παραγωγών και από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία.

Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την επιλογή του δείγματος παραγωγών της Ένωσης

23

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, κατά την επιλογή του επίμαχου δείγματος, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ιδίως δε στην απαίτηση περί αντιπροσωπευτικότητας του επιλεγέντος δείγματος. Κατά τις προσφεύγουσες, η παράβαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να παραμορφωθούν τα ευρήματα σχετικά με τους μικροοικονομικούς δείκτες, όπως οι τιμές πωλήσεως, η απόδοση ανά μονάδα, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις και η απόδοση των επενδύσεων, για την εξέταση της ζημίας, με αποτέλεσμα η εν λόγω εξέταση να μην είναι αντικειμενική, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

24

Χωρίς να βάλλουν κατά της πρωτοβουλίας αυτής καθεαυτήν της Επιτροπής για τη διενέργεια δειγματοληψίας, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η χρήση δειγματοληψίας αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της εξετάσεως των στοιχείων όλων των παραγωγών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προσέθεσαν ότι η απαίτηση περί αντιπροσωπευτικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν συνεπάγεται ότι το δείγμα έπρεπε να καλύπτει τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων, αλλά ότι έπρεπε να επιλεγούν οι παραγωγοί των οποίων ο όγκος πωλήσεων αντικατόπτριζε την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Κατά τις προσφεύγουσες, τέτοια απαίτηση απορρέει από τη σκέψη 90 της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland (C‑687/13, EU:C:2015:573).

25

Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, καθόσον η Επιτροπή συγκρότησε το δείγμα των παραγωγών της Ένωσης επιλέγοντας μόνον τρεις παραγωγούς από τους μεγαλύτερους παραγωγούς με τους μεγαλύτερους όγκους πωλήσεων εντός της Ένωσης, δεν προέβη σε προσήκουσα και αντικειμενική εξέταση των δεδομένων. Ειδικότερα, κατά τις προσφεύγουσες, το εν λόγω δείγμα δεν υπήρξε αντιπροσωπευτικό της καταστάσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, διότι περιελάμβανε τη δυσανάλογα μεγάλη συνεισφορά του μεγαλύτερου οικείου παραγωγού της Ένωσης, ήτοι της Distillerie Mazzari.

26

Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Distillerie Mazzari διαφέρει κατά πολύ από τις λοιπές επιχειρήσεις του επίμαχου δείγματος, δεδομένου ότι «ο όγκος της συνολικής παραγωγής της ανερχόταν περίπου στο 30 % του συνολικού όγκου παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής». Αφετέρου, δεδομένου ότι ο όγκος πωλήσεων των τριών παραγωγών που επελέγησαν για το δείγμα αντιπροσωπεύει περίπου το 56 % της συνολικής παραγωγής τρυγικού οξέος στην Ένωση, εκ του οποίου περίπου το 29 % παράγεται από την Distillerie Mazzari, οι έξι λοιποί παραγωγοί της Ένωσης αντιπροσώπευαν μόνον το 44 % της εναπομένουσας παραγωγής, ήτοι, κατά μέσο όρο, 7,3 % έκαστος. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, ο αποκλεισμός των λοιπών παραγωγών είχε ως συνέπεια το δείγμα να μην είναι αντιπροσωπευτικό, καθόσον ήταν μεροληπτικό υπέρ του μεγαλύτερου παραγωγού.

27

Επιπροσθέτως, πρώτον, από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι «μεγάλου μεγέθους» υπό την έννοια του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι αφορά έναν και μόνο Κινέζο εξαγωγέα, εννέα παραγωγούς της Ένωσης και έναν εισαγωγέα της Ένωσης. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, τίποτα δεν εμπόδιζε τη συγκρότηση ευρύτερου δείγματος. Εξάλλου, στο παρελθόν, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών αντιντάμπινγκ η Επιτροπή έχει συγκροτήσει πολύ ευρύτερο δείγμα. Δεύτερον, ο έλεγχος των τριών παραγωγών της Ένωσης που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ολοκληρώθηκε, κατά τις προσφεύγουσες, μόλις εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της έρευνας, καίτοι η Επιτροπή δεν πιεζόταν χρονικώς. Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ήδη από την έναρξη της έρευνας είχαν επισημάνει ότι το επιλεγέν δείγμα δεν παρείχε τα εχέγγυα για μια αρκούντως αντιπροσωπευτική αξιολόγηση.

28

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υφίσταται μια συσχέτιση μεταξύ της επιλογής του δείγματος και του προσδιορισμού της ζημίας. Συναφώς, κατά τις προσφεύγουσες, από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Marine Harvest Norway και Alsaker Fjordbruk κατά Συμβουλίου (T‑113/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:135, σκέψεις 72 έως 74), προκύπτει ότι σφάλμα κατά τον καθορισμό του δείγματος συνεπάγεται σφάλμα και κατά τον προσδιορισμό της ζημίας. Έτσι, εν προκειμένω, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα κέρδη της Distillerie Mazzari επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις ζημίες που υπέστησαν συνδυαστικώς οι άλλες δύο εταιρίες που επελέγησαν για το δείγμα, τόσο κατά το έτος 2013 όσο και κατά την περίοδο έρευνας, με αποτέλεσμα το δείγμα των παραγωγών της Ένωσης να μην είναι αντιπροσωπευτικό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η κερδοφορία της Caviro Distillerie μειώθηκε από το 3 % το 2011 στο – 1,62 %, το 2013 και στο – 1,73 % κατά την περίοδο έρευνας. Η Comercial Quimica Sarasa, η άλλη εταιρία που επελέγη για το δείγμα, παρουσίασε την ίδια τάση μεταξύ του 2011 και του 2013, καθώς και κατά την περίοδο έρευνας. Στο υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι το επίπεδο κερδοφορίας των παραγωγών της Ένωσης, το οποίο ανερχόταν στο 17,6 % το 2010, μειώθηκε στο 2 % το 2011. Κατά τις προσφεύγουσες, η μείωση αυτή επιβεβαιώνει το βλαπτικό αποτέλεσμα του ντάμπινγκ που εφάρμοζε η Hangzhou Bioking κατά την οικεία περίοδο.

29

Τρίτον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τις ανησυχίες που εξέφρασε η AssoDistil όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα του προταθέντος δείγματος. Καίτοι, βεβαίως, αληθεύει ότι, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επιλέξει παραγωγούς της Ένωσης απλώς και μόνο για τον λόγο ότι εμφάνιζαν τους μεγαλύτερους όγκους παραγωγής ή πωλήσεων εντός της Ένωσης, ωστόσο όφειλε να επιλέξει ένα αντικειμενικώς αντιπροσωπευτικό δείγμα. Συναφώς, κατά τις προσφεύγουσες, είναι αδύνατον να διενεργηθεί αντικειμενικός έλεγχος τη στιγμή που το δείγμα δεν αντικατοπτρίζει δεόντως την ευρύτερη κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται, κατά τις προσφεύγουσες, παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε αντικειμενική εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών στις οποίες εφαρμόστηκε ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

30

Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της χάρη στην καταγγελία, καθώς και στις απαντήσεις που έλαβε στη συνέχεια από τους παραγωγούς της Ένωσης, η Επιτροπή έπρεπε, κατά τις προσφεύγουσες, να είχε αντιληφθεί την ανάγκη συγκρότησης ευρύτερου δείγματος.

31

Εξάλλου, η πρόταση της AssoDistil να συμπεριληφθεί η ICV στο δείγμα είχε απλώς και μόνον ως σκοπό να καταδείξει πώς το δείγμα θα μπορούσε να είχε καταστεί δεόντως αντιπροσωπευτικό, στο μέτρο που ήταν δυνατόν εν προκειμένω να αμφισβητηθεί αυτή η αντιπροσωπευτικότητα.

32

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο στις προσφεύγουσες εναπέκειτο να υποδείξουν το δείγμα που, κατά τη γνώμη τους, ήταν το ενδεδειγμένο, οι προσφεύγουσες εκτιμούν, καταρχάς, ότι η επιλογή του δείγματος επαφίεται στην Επιτροπή. Εν συνεχεία, προβάλλουν ότι έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα του προταθέντος δείγματος. Τέλος, προβάλλουν ότι δεν ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να αποκλειστεί ο μεγαλύτερος παραγωγός τρυγικού οξέος, ήτοι η Distillerie Mazzari. Κατά τις προσφεύγουσες, η συμπερίληψη της εταιρίας αυτής έπρεπε να είχε αντισταθμιστεί από τη συμπερίληψη στο δείγμα μεγαλύτερου αριθμού μικρών παραγωγών.

33

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

34

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (βλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Hoesch Metals and Alloys,C‑373/08, EU:C:2010:68, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, η έννομη τάξη της Ένωσης έχει θεμελιώδη σημασία και, μεταξύ αυτών των εγγυήσεων, περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου, T‑512/09 RENV, EU:T:2017:26, σκέψη 189 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει όχι μόνο να εξετάζει αν υπάρχουν νομικά σφάλματα, αλλά και να εξακριβώνει ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, ότι συνέβησαν πράγματι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν συνέτρεξε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Το ίδιο ισχύει ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ο οποίος προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate, C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Ως εκ τούτου, μολονότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας και, ειδικότερα, των μέτρων αντιντάμπινγκ, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην επιφυλασσόμενη στις αρχές της Ένωσης εκτίμηση, οφείλει, ωστόσο, να διαπιστώνει ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με την απαιτούμενη επιμέλεια [βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11, EU:T:2012:431, σκέψη 184 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

38

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και πρέπει να συνοδεύεται από «αντικειμενική εξέταση» του όγκου των εισαγωγών επί των οποίων εφαρμόζεται ντάμπινγκ, της επιδράσεώς τους επί των τιμών των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και των συνεπειών τους για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

39

Εξάλλου, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και από το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας πρέπει να γίνεται σε σχέση με τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ως σύνολο (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company Kazchrome και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψεις 50 και 51).

40

Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή έχει την εξουσία, στις σημαντικού μεγέθους υποθέσεις, να περιορίζει την έρευνα σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, κάνοντας χρήση δειγματοληψιών. Συναφώς, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει δύο μεθόδους δειγματοληψίας. Συγκεκριμένα, μια έρευνα είναι δυνατόν να περιορίζεται είτε σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, που να είναι στατιστικώς αντιπροσωπευτικά σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής, είτε στον μεγαλύτερο δυνατό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών τον οποίο μπορεί ευλόγως να αφορά η έρευνα, λαμβανομένου υπόψη του διαθέσιμου χρόνου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 86, και της 15ης Ιουνίου 2017, T.KUP, C‑349/16, EU:C:2017:469, σκέψη 30).

41

Επομένως, όταν τα όργανα της Ένωσης επιλέγουν τη δεύτερη μέθοδο δειγματοληψίας, διαθέτουν ορισμένο περιθώριο χειρισμών, το οποίο αφορά την εκτίμηση των προοπτικών αυτού που έχουν ευλόγως τη δυνατότητα να υλοποιήσουν εντός της ταχθείσας προθεσμίας για τη διεξαγωγή της έρευνάς τους (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, T.KUP, C‑349/16, EU:C:2017:469, σκέψη 31). Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του ανωτέρω κανονισμού, η τελική επιλογή των ενδιαφερομένων μερών γίνεται από την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων σχετικά με τις δειγματοληψίες (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 87).

42

Με γνώμονα τις αρχές αυτές πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών.

43

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έκανε χρήση της δεύτερης μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία η έρευνα είναι δυνατόν να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επέλεξε το προσωρινό δείγμα της Ένωσης «με βάση τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων στην Ένωση».

44

Όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, επισημαίνεται ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να μεριμνήσει ώστε να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, το ποσοστό της συνολικής παραγωγής της Ένωσης και η γεωγραφική κατανομή των παραγωγών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψεις 90 και 91). Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, για να επιτευχθεί αξιόπιστη απεικόνιση της οικονομικής καταστάσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η ανάλυση της Επιτροπής πρέπει να βασίζεται στο σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου, T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 115).

45

Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι «στο δείγμα συμπεριλαμβάνονταν τρεις ενωσιακοί παραγωγοί [σε σύνολο εννέα] που αντιπροσωπεύουν περίπου το 56 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι το επιλεγέν δείγμα αποτελείτο από τους τρεις μεγαλύτερους παραγωγούς, από πλευράς όγκου πωλήσεων, μεταξύ εκείνων που δέχθηκαν να συνεργασθούν.

46

Επιπροσθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι η Επιτροπή, αφενός, «στηρίχθηκε σε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής στην Ένωση –όπως η καταγγελία και οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από μια ιταλική εθνική ένωση βιομηχανικών αποστακτηρίων και αλκοολούχων ποτών (AssoDistil) και από άλλους γνωστούς παραγωγούς της Ένωσης που συμμετείχαν στην τρέχουσα διαδικασία βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού» και, αφετέρου, ότι «επέλεξε το δείγμα […] φροντίζοντας να εκπροσωπούνται στο δείγμα αμφότερα τα κράτη μέλη-παραγωγοί, η Ιταλία και η Ισπανία».

47

Θα μπορούσε, βεβαίως, η Επιτροπή να είχε συμπεριλάβει στο επίμαχο δείγμα, όπως πρότειναν οι προσφεύγουσες, και άλλους παραγωγούς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, των οποίων ο όγκος πωλήσεων φερόταν ως χαμηλότερος. Επίσης, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τη συγκατάθεσή τους.

48

Εντούτοις, αφενός, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η τελική επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, των τύπων προϊόντων ή των συναλλαγών εναπόκειται στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων περί δειγματοληψίας.

49

Αφετέρου, στις προσφεύγουσες εναπόκειται να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή, λόγω της συνθέσεως του επιλεγέντος δείγματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση της ζημίας [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11, EU:T:2012:431, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον η προσφεύγουσα, η οποία αμφισβητούσε την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος των παραγωγών της Ένωσης, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι τιμές που όριζαν στην Ιταλία και στην Ισπανία οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί παραγωγοί ήταν διαφορετικές από εκείνες που όριζαν οι ίδιοι παραγωγοί στη Γαλλία, στη Γερμανία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν απέδειξε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη καθόσον περιόρισαν την ανάλυση της ζημίας που υπέστη η παραγωγή της Ένωσης στο ζήτημα της διαφοράς τιμών στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, T‑166/94, EU:T:1995:140, σκέψη 59).

50

Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η κατ’ αυτές μη αντιπροσωπευτικότητα του επίμαχου δείγματος έπληξε την αξιοπιστία πολλών μικροοικονομικών δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή στην εν λόγω έρευνα, με αποτέλεσμα αυτή να υποπέσει σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Έτσι, κατά τις προσφεύγουσες, είναι εσφαλμένοι οι δείκτες σχετικά με τις τιμές πωλήσεως της Ένωσης, την απόδοση ανά μονάδα των πωλήσεων εντός της Ένωσης, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις και την αποδοτικότητα των επενδύσεων των παραγωγών της Ένωσης.

51

Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι έγινε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την επιλογή του δείγματος, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αναλύσει τη ζημία, η Επιτροπή έκανε διαχωρισμό μεταξύ μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεικτών. Οι μακροοικονομικοί δείκτες, όπως ο όγκος πωλήσεων, βασίζονται σε στοιχεία για τον κλάδο της ενωσιακής παραγωγής στο σύνολό του, δηλαδή για όλους τους παραγωγούς της Ένωσης. Επομένως, οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών αναφορικά με τη δειγματοληψία δεν είναι ικανοί να κλονίσουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τη μακροοικονομική ζημία.

52

Όσον αφορά τα μικροοικονομικά στοιχεία, από την προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη 109 προκύπτει ότι εξετάσθηκαν βάσει στοιχείων που προέκυψαν από τις απαντήσεις των παραγωγών της Ένωσης, οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής. Όσον αφορά τα εν λόγω στοιχεία, σημειώνεται ότι, όπως υπογράμμισε και η Επιτροπή, για να καταλήξει σε ένα και μόνο συντελεστή για κάθε μικροοικονομικό δείκτη, προέβη σε υπολογισμό του σταθμισμένου μέσου όρου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το πραγματικό μερίδιο αγοράς, όσον αφορά τον όγκο παραγωγής ή πωλήσεων, ενός εκάστου παραγωγού που επιλέχθηκε για το δείγμα. Όμως, βάσει ενός απλού υπολογισμού του μέσου όρου, ο καθένας από τους τρεις αυτούς παραγωγούς θα βάρυνε το ίδιο, ήτοι κατά 33 %, ανεξαρτήτως του πραγματικού μεριδίου του αγοράς όσον αφορά την παραγωγή ή τον όγκο των πωλήσεων, κάτι που δεν θα αντανακλούσε το πραγματικό σχετικό βάρος των διαφόρων παραγωγών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Δεδομένου ότι, μέσω του υπολογισμού του σταθμισμένου μέσου όρου, αποδόθηκε σχετικό βάρος στα στοιχεία κάθε παραγωγού του δείγματος, συνάγεται ότι η μέθοδος που εφαρμόστηκε στα μικροοικονομικά στοιχεία ήταν η ενδεδειγμένη.

53

Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ένας παραγωγός της Ένωσης οποίος δεν συμπεριλήφθηκε στο προσωρινό δείγμα προέβαλε, όπως ακριβώς και η AssoDistil, ότι το δείγμα δεν αντικατόπτριζε αρκούντως την κατάσταση των μικρών παραγωγών της Ένωσης, καθόσον το βλαπτικό αποτέλεσμα των εισαγωγών της Hangzhou Bioking, επί των οποίων εφαρμόζεται ντάμπινγκ, επηρέασε κατά κύριο λόγο τις μικρές επιχειρήσεις.

54

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την ανάλυση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσθήκη ενός μικρού παραγωγού της Ένωσης στο δείγμα δεν θα επηρέαζε ουσιωδώς τους δείκτες ζημίας που εξετάσθηκαν βάσει των στοιχείων του δείγματος. Ειδικότερα, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι η συμπερίληψη της ICV στο δείγμα, όπως πρότειναν οι καταγγέλλουσες κατά τη διοικητική διαδικασία, θα τροποποιούσε ελαφρώς και μόνον το σταθμισμένο μέσο περιθώριο κέρδους του δείγματος, το οποίο θα προσδιοριζόταν για το 2014 σε ποσοστό ανώτερο του 9,5 % αντί του 10 %. Όσον αφορά τη μεταβολή του εν λόγω περιθωρίου, αυτό θα είχε αυξηθεί, στην περίπτωση που είχε συμπεριληφθεί ο ανωτέρω παραγωγός, από ένα ποσοστό ανώτερο του 5 % το 2011 σε ένα ποσοστό ανώτερο του 9 % το 2014, αντί της αυξήσεώς του από το 2 % στο 10 % κατά τη διάρκεια των ίδιων ετών, κατά το δείγμα που επελέγη από την Επιτροπή.

55

Τρίτον, διαπιστώνεται ότι, όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσθήκη ενός άλλου παραγωγού θα είχε μεταβάλει το συμπέρασμα περί μη υπάρξεως ζημίας στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες απλώς διατείνονται ότι δείγμα που περιλαμβάνει ένα πολύ μεγαλύτερο παραγωγό ο οποίος αποκομίζει υψηλά κέρδη θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ζημία «ενώ δεκάδες, ή και περισσότεροι, μικρότεροι παραγωγοί βρίσκονται όλοι σε οριακό σημείο». Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή δεν απηχεί την πραγματικότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, καθόσον το εν λόγω δείγμα αποτελείται, εν προκειμένω, από εννέα παραγωγούς, επτά εκ των οποίων συνεργάστηκαν. Επιπροσθέτως, το επιχείρημα των προσφευγουσών περί οριακής καταστάσεως των μικρών παραγωγών δεν βασίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και, εν πάση περιπτώσει, δεν διασαφηνίζει εάν η κατάσταση αυτή είχε ήδη προκύψει κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

56

Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο τίποτα δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να συγκροτήσει ευρύτερο δείγμα, όπως έχει πράξει σε άλλες διαδικασίες αντιντάμπινγκ, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες παραδέχθηκαν, μεταξύ άλλων και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είναι σε θέση να προσκομίσουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσθήκη ενός άλλου, μικρότερου παραγωγού της Ένωσης, θα ήταν σε θέση να μεταβάλει το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με τη ζημία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

57

Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα σημαντικά κέρδη που αποκόμισε η Distillerie Mazzari «αντισταθμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ζημίες που υπέστησαν το 2013, καθώς και κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, οι δύο άλλες εταιρίες που επελέγησαν για το δείγμα», καθόσον η κερδοφορία της Caviro Distillerie μειώθηκε από το 3 % το 2011 στο – 1,62 % το 2013 και στο – 1,73 % κατά την περίοδο έρευνας, και καθόσον η κερδοφορία της Comercial Quimica Sarasa παρουσίασε την ίδια τάση μεταξύ του 2011 και του 2013, καθώς και κατά την περίοδο έρευνας, επισημαίνεται ότι, ακόμη κι αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες οι μειώσεις κερδοφορίας κατά τη διάρκεια των ανωτέρω περιόδων, το γεγονός ότι παρέμειναν στο επίμαχο δείγμα εταιρίες οι οποίες παρουσίασαν μείωση κερδών αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή προέβη σε αντικειμενική εξέταση των πραγματικών περιστατικών στην προσβαλλόμενη απόφαση.

58

Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν η Επιτροπή είχε τροποποιήσει τη σύνθεση του επίμαχου δείγματος, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το συμπέρασμα σχετικά με την κερδοφορία και τη ζημία θα ήταν, εν προκειμένω, διαφορετικό.

59

Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η σημαντική μείωση της κερδοφορίας μεταξύ του 2010 και του 2011 επιβεβαιώνει το «βλαπτικό αποτέλεσμα του ντάμπινγκ που εφάρμοζε η Hangzhou Bioking κατά την οικεία περίοδο», διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισήμανε και η Επιτροπή, ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε με άλλες πράξεις της Ένωσης διαπιστώθηκε η εφαρμογή ντάμπινγκ από τη Hangzhou Bioking κατά την ανωτέρω περίοδο. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «η έρευνα αναφορικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2013 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014».

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν επαρκή στοιχεία ώστε να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την επιλογή του δείγματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

61

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αντλείται από πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία

62

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ότι παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, καθόσον έκρινε, μες τις αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής τρυγικού οξέος δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.

63

Με τις προκαταρκτικές τους παρατηρήσεις, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η διαπίστωση περί της υπάρξεως ζημίας προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων που επηρεάζουν την κατάσταση του οικείου ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Όμως, εν προκειμένω, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η αντικειμενική εξέταση των δεικτών ζημίας δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ δεν προξενούν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής τρυγικού οξέος. Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι στα συμπεράσματα περί μη υπάρξεως ζημίας, τα οποία περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 140 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε τους δείκτες που παρουσίασαν θετική τάση, αλλά δεν συνεκτίμησε αρκούντως τους δείκτες που παρουσίασαν αρνητικές τάσεις.

64

Πρώτον, όσον αφορά, καταρχάς, τις τάσεις στις εισαγωγές αναφορικά με τον όγκο και τις τιμές, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όπως διαπιστώθηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Hangzhou Bioking ασκούσε τη δραστηριότητά της εκτός των συνήθων οικονομικών συνθηκών της αγοράς και επωφελήθηκε από τεχνητώς χαμηλές και στρεβλωμένες τιμές πρώτων υλών προκειμένου να μειώσει αθέμιτα τις τελικές τιμές των εξαγωγών της στην Ένωση. Έπειτα, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το εφαρμοζόμενο περιθώριο ντάμπινγκ, το οποίο ανέρχεται στο 42,8 %, όπως επισημάνθηκε με την αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι υψηλό. Κατ’ αυτές, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας. Τέλος, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν σημαντικό το σταθμισμένο μέσο περιθώριο υποτιμολογήσεως για τις εισαγωγές της Hangzhou Bioking επί των οποίων εφαρμόστηκε ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, το οποίο ανέρχεται στο 10,3 %, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

65

Δεύτερον, όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών επί των οποίων εφαρμόστηκε ντάμπινγκ κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Hangzhou Bioking φέρεται να αύξησε κατά 25 % τον όγκο εισαγωγών επί των οποίων εφαρμόστηκε ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, με μέγιστο ποσοστό το 36 % το 2013. Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι αυτή η συνεχής αύξηση του όγκου εισαγωγών στις οποίες εφαρμόστηκε ντάμπινγκ σημειώθηκε εν μέσω γενικής μειώσεως της καταναλώσεως τρυγικού οξέος στην Ένωση, δεδομένου ότι στο τέλος της περιόδου έρευνας η εν λόγω κατανάλωση είχε μειωθεί κατά 11 %.

66

Όσον αφορά την επίπτωση των εισαγωγών στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ στις τιμές εντός της Ένωσης, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, μολονότι ο Κινέζος εξαγωγέας αύξησε πράγματι τις τιμές του κατά 35 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις είναι γεγονός ότι οι εν λόγω αυξήσεις τιμών εφαρμόστηκαν επί πολύ χαμηλού αρχικώς επιπέδου τιμών. Έτσι εξηγείται, κατά τις προσφεύγουσες, η ύπαρξη σταθμισμένου μέσου περιθωρίου υποτιμολογήσεως ύψους 10,3 % για τις εισαγωγές της Hangzhou Bioking στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, όπως άλλωστε επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπροσθέτως, μεταξύ του 2013 και της λήξεως της περιόδου έρευνας, μολονότι οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 56 %, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 124 και 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι τιμές της Hangzhou Bioking μειώθηκαν μόνον κατά 8 %, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 105 της ίδιας αποφάσεως.

67

Απαντώντας στο επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η αύξηση κατά 35 % της μέσης τιμής των εισαγωγών σε σχέση με τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συνιστά θετικό στοιχείο, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι πρέπει να εξετασθούν οι πραγματικές τιμές των εισαγωγών και όχι η τάση των τιμών αυτών. Εάν, όπως υποψιάζονται οι προσφεύγουσες, η τιμή των εισαγωγών ήταν εξαιρετικά χαμηλή το 2011, η σχετική αύξηση που ακολούθησε στερείται σημασίας, υπό το πρίσμα ιδίως της διαπιστώσεως που διατυπώνεται στο τέλος της έρευνας, περί υποτιμολογήσεως κατά 10 %. Περαιτέρω, κατά τις προσφεύγουσες, από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην καταγγελία προκύπτει ότι η υποτιμολόγηση στην οποία προέβαινε η Hangzhou Bioking ήταν πολύ μεγαλύτερη προ της περιόδου έρευνας.

68

Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του κανόνα κατά τον οποίον οι ως άνω παράγοντες δεν έχουν, μεμονωμένα ή από κοινού, κατ’ ανάγκη, αποφασιστική σημασία, δεν απέδωσε, κατά την έρευνα, επαρκή σημασία στους λοιπούς παράγοντες που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ήτοι στον αντίκτυπο των εισαγωγών στον όγκο πωλήσεων και στα μερίδια αγοράς των παραγωγών της Ένωσης. Κατ’ αυτές, η Επιτροπή εστίασε, αντιθέτως, υπέρμετρα την προσοχή της στις τάσεις της αποδόσεως ανά μονάδα, καθώς και στα κριτήρια που συνδέονται με τις ταμειακές ροές και την απόδοση των επενδύσεων. Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε, κατά τις προσφεύγουσες, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

69

Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ή ανάλυση σχετικά με το πώς η μείωση των επιδόσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αντισταθμίστηκε από τη βελτίωση της γενικής κερδοφορίας. Στο έγγραφο γενικής ενημερώσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή εκφράστηκε, κατά τις προσφεύγουσες, με σαφήνεια και με πολύ πιο ευσύνοπτο τρόπο όσον αφορά τα εν λόγω στοιχεία.

70

Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, καταρχάς, στην Επιτροπή ότι δεν απέδωσε, κατά την έρευνα, επαρκή σημασία στον όγκο πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ο οποίος, κατά την υπό εξέταση περίοδο, μειώθηκε κατά 30 %, όπως διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τις προσφεύγουσες, η μείωση αυτή του όγκου πωλήσεων είναι σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από τη μείωση της καταναλώσεως στην Ένωση κατά την υπό εξέταση περίοδο. Όμως, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, εφόσον ο όγκος πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώνεται, η Επιτροπή έχει την ευθύνη να εξακριβώσει και να εξετάσει ενδελεχώς την πραγματική κερδοφορία, δεδομένου ότι αυτός είναι ένας κρίσιμος παράγοντας συνολικής εξετάσεως της καταστάσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση παραλείπει, στην πραγματικότητα, να αναλύσει την αλληλεπίδραση των διαφόρων ουσιωδών στοιχείων.

71

Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η μείωση κατά 21 %, κατά την υπό εξέταση περίοδο, του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η οποία διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν επίσης ανησυχητική, ενώ «οι εισαγωγές από τη Hangzhou Bioking αυξήθηκαν κατά 25 % σε όγκο και το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς αυξήθηκε κατά 41 %» κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, όπως επισημάνθηκε και στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η αύξηση των τιμών πωλήσεων που εφαρμόζονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ακολούθησε την εξέλιξη του κόστους των πρώτων υλών καταρρίπτεται, κατά τις προσφεύγουσες, από το στοιχείο ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υφίστατο από το 2012 ραγδαία μείωση όγκου πωλήσεων και απώλεια μεριδίων αγοράς.

72

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν εξαιρετικά αρνητική, όπως προκύπτει, κατά τις προσφεύγουσες, από την αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ομοίως, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στο σύνολό του, με εξαίρεση την Distillerie Mazzari, υπέστη σοβαρές ζημίες κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

73

Επιπροσθέτως, με την επιχειρηματολογία τους, η οποία βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία για τις εξαγωγές, προερχόμενα από τις κινέζικες τελωνειακές αρχές, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι ο όγκος πωλήσεων της Hangzhou Bioking ανερχόταν περίπου σε 9700 τόνους το 2013 και σε 8925 τόνους κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Έλαβαν, επίσης, χώρα εισαγωγές και από άλλους Κινέζους εξαγωγείς κατά την υπό εξέταση περίοδο. Άρα, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η Hangzhou Bioking αύξησε το δικό της μερίδιο αγοράς από 25 % σε 35 %, το μερίδιο δε αυτό ανήκει σε έναν και μόνο Κινέζο εξαγωγέα.

74

Τέλος, η Επιτροπή φέρεται να μην απέδωσε καμία σημασία στην επικείμενη αύξηση του όγκου παραγωγής της Hangzhou Bioking, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 165 και 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δε όσον αφορά τις επιπτώσεις της στην κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Κατά τις προσφεύγουσες, όμως, είναι πιθανόν η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, καθώς και οι άλλοι θετικοί οικονομικοί δείκτες να επιδεινωθούν βραχυπρόθεσμα και στο εγγύς μέλλον, εξουδετερώνοντας τους τελευταίους θετικούς οικονομικούς δείκτες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στους οποίους βασίστηκε η Επιτροπή για να εκτιμήσει τη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής τρυγικού οξέος. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν σε γνώση του συγκεκριμένου στοιχείου αλλά δεν του απέδωσε καμία σημασία κατά την εξέταση της ζημίας, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

75

Αντιθέτως, η Επιτροπή φέρεται να βασίστηκε αποκλειστικώς σε παράγοντες σχετικούς με την κερδοφορία, τις ταμειακές ροές και την απόδοση των επενδύσεων, οι οποίοι κατ’ αυτήν παρουσιάζουν θετικές τάσεις, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία, μολονότι άλλοι οικονομικοί παράγοντες καθιστούσαν σαφές, κατά τις προσφεύγουσες, ότι επέκειτο η κατάρρευση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής υπό το βάρος των εισαγωγών στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε, κατά τις προσφεύγουσες, σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

76

Ειδικότερα, όσον αφορά την κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι ο παράγοντας αυτός είναι ο μόνος ουσιώδης οικονομικός παράγοντας του οποίου η τάση καταγράφεται ως θετική, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ υπάρχουν πλείστοι όσοι άλλοι παράγοντες οι οποίοι παρουσιάζουν αρνητικές τάσεις. Όμως, το σημείο 4.5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο περιλαμβάνονται τα συμπεράσματα περί ζημίας, δεν περιέχει καμία διευκρίνιση ή ανάλυση ως προς τον τρόπο με τον οποίον η κερδοφορία αντισταθμίζει την επίπτωση των άλλων στοιχείων, μολονότι οι προσφεύγουσες είχαν διατυπώσει επί του ζητήματος αυτού επικρίσεις κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, δεν αναλύθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η αλληλεπίδραση των διαφόρων ουσιωδών στοιχείων και, ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο η βελτίωση των επιπέδων κερδοφορίας θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

77

Τέταρτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αποκλείστηκε από τα λιγότερο κερδοφόρα τμήματα της αγοράς λόγω των τιμών ντάμπινγκ της Hangzhou Bioking και, ως εκ τούτου, υπέστη μείωση του όγκου του πωλήσεων. Οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, δεν υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής πρέπει να βασίζονται σε ένα τμήμα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής της δικής τους επιλογής. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, σφαιρικώς εξεταζόμενοι, όλοι οι οικονομικοί δείκτες καταδεικνύουν ότι οι εισαγωγές στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ από τη Hangzhou Bioking έχουν προκαλέσει ζημία.

78

Πέμπτον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τη σημασία της αμυντικής στρατηγικής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για την καταπολέμηση του ντάμπινγκ. Έτσι, σε άλλες διαδικασίες αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή παρέβλεψε την αύξηση της αποδόσεως ανά μονάδα, δεδομένου ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε χάσει μέρος του όγκου πωλήσεών του και μερίδια αγοράς. Κατά τις προσφεύγουσες, το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, και επομένως η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε αποφασίσει, μεταξύ του 2012 και της λήξεως της περιόδου έρευνας, ότι δεν μπορούσε να επιδοθεί σε επιθετικό ανταγωνισμό τιμών έναντι του όγκου πωλήσεων της Hangzhou Bioking και ότι, αντ’ αυτού, έπρεπε να εστιάσει τις εμπορικές προσπάθειές του σε εκείνους τους πελάτες που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερη τιμή για το δικό του, ποιοτικώς ανώτερο προϊόν.

79

Έκτον, καθόσον διέλαβε, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «αυτό καθ’ εαυτό, το περιθώριο ντάμπινγκ ενός παραγωγού-εξαγωγέα δεν συνιστά καθοριστικό οικονομικό δείκτη ζημίας», η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δυνάμει του οποίου το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη «το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ». Αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Επιτροπή, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι εάν το εν λόγω περιθώριο ντάμπινγκ ήταν καθοριστικό, αλλά εάν του αποδόθηκε επαρκής ή ακόμη και η δέουσα σημασία κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως της ζημίας. Κατά τις προσφεύγουσες, ο βασικός κανονισμός επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το περιθώριο ντάμπινγκ και το περιθώριο αυτό πρέπει πάντα να υπολογίζεται για μικρότερο χρονικό διάστημα. Επομένως, δεν απαιτείται εκτίμηση των «διαχρονικών τάσεων» για την αξιολόγηση της σημασίας του ντάμπινγκ στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

80

Επιπροσθέτως, το ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται, κατά τις προσφεύγουσες, όσον αφορά την υποτιμολόγηση, η οποία πρέπει να αξιολογείται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Όμως, κατά τις προσφεύγουσες, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται καμία αναφορά στο στοιχείο αυτό, παρά μόνο στις αιτιολογικές σκέψεις 141 και 150, όπου το εν λόγω στοιχείο απορρίπτεται χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματική εξέτασή του, τούτο δε παρότι το περιθώριο υποτιμολογήσεως είχε προσδιοριστεί στο 10,3 %.

81

Έβδομον, η Επιτροπή φέρεται να μην εξέτασε την επίπτωση που είχαν επί του όγκου πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής οι εισαγωγές στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ από τη Hangzhou Bioking. Η συμπίεση των τιμών λόγω των εισαγωγών στις οποίες εφαρμόζεται ντάμπινγκ φέρεται να οδήγησε σε πτώση των τιμών κατά 76 % μεταξύ του 2013 και της λήξεως της περιόδου έρευνας, καθώς και σε μαζική μείωση του όγκου πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς. Ομοίως, η μεταβολή του όγκου πωλήσεων των εισαγομένων προϊόντων που επιτεύχθηκε από τη Hangzhou Bioking βαίνει αντιστρόφως από εκείνη της καταναλώσεως στην Ένωση. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, μεταξύ των ετών 2011 και 2014, ενώ η κατανάλωση στην Ένωση μειώθηκε κατά 11 %, οι εισαγωγές της Hangzhou Bioking αυξήθηκαν κατ’ απόλυτη τιμή κατά 25 %, κάτι που αποδεικνύει ότι η εν λόγω εταιρία ήταν σε θέση να αψηφήσει τους νόμους της αγοράς. Επιπροσθέτως, κατά τις προσφεύγουσες, κατά τη λήξη της υπό εξέταση περιόδου, ο όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 30 %, ενώ η κατανάλωση υποχώρησε κατά 11 %. Ως εκ τούτου, το υπόλοιπο 19 % του όγκου πωλήσεων απωλέσθη, κατά τις προσφεύγουσες, προς άμεσο όφελος της Hangzhou Bioking.

82

Όγδοον και τελευταίο, όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής αναφορικά με τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι ο όγκος παραγωγής έχει μειωθεί κατά 14 %, ενώ η ζήτηση υποχώρησε κατά 11 %. Εντούτοις, υποστηρίζεται ότι, δεδομένου ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατόρθωσε να διατηρήσει ή και να βελτιώσει τον όγκο των εξαγωγικών πωλήσεών του, η μείωση των επιπέδων παραγωγής είναι υποδεέστερης σημασίας. Κατά τις προσφεύγουσες, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν οι αναλύσεις της Επιτροπής σχετικά με το επίπεδο παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της καταναλώσεως στην Ένωση, διότι οι δύο αυτοί παράγοντες δεν σχετίζονται, δεδομένου ότι ο πρώτος μειωνόταν συνεχώς κατά το σύνολο της υπό εξέταση περιόδου, ενώ ο δεύτερος αυξήθηκε μεταξύ του 2011 και του 2013, πριν ακολουθήσει εκ νέου πτωτική πορεία κατά την επόμενη περίοδο.

83

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

84

Προκαταρκτικώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο του όγκου των εισαγωγών επί των οποίων εφαρμόζεται ντάμπινγκ και της επιδράσεώς τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης όσο και των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

85

Όσον αφορά τον όγκο των ανωτέρω εισαγωγών και των επιπτώσεών τους στις τιμές των παρόμοιων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση αυτή, διευκρινίζοντας όμως ότι οι ανωτέρω παράγοντες, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού, δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

86

Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία ενωσιακή βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραμέτρων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας. Η διάταξη αυτή απαριθμεί διάφορους παράγοντες που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και διευκρινίζει ότι η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και ότι οι ανωτέρω παράγοντες, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού, δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, C‑13/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:780, σκέψη 56, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational Company Kazchrome και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 20, και της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe, C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 32). Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή παρέχει στα εν λόγω θεσμικά όργανα διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση και την αξιολόγηση των διαφόρων δεικτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 61).

87

Συνεπώς, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι πρέπει να κριθεί αν η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα περί μη προκλήσεως σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

88

Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η Επιτροπή εστίασε υπέρμετρα στα οικονομικά στοιχεία που αφορούν τη γενική οικονομική κατάσταση, όπως η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι ταμειακές ροές και η απόδοση των επενδύσεων, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι οι αποφασιστικοί παράγοντες είναι ο όγκος πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, τα επίπεδα παραγωγής και το ποσοστό αξιοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας της Ένωσης. Επικαλούνται δε και άλλους παράγοντες, όπως το εύρος του ντάμπινγκ, την υποτιμολόγηση από τη Hangzhou Bioking, την αύξηση του όγκου εισαγωγών κατ’ απόλυτη τιμή, τα επίπεδα αποθεμάτων, την παραγωγικότητα, την ανάπτυξη, τους μισθούς και τις επενδύσεις, τους οποίους η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη.

89

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 4.5.2 και 4.5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία. Ειδικότερα, όσον αφορά τους μακροοικονομικούς παράγοντες, από τις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλυσε την παραγωγή, την παραγωγική ικανότητα, την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, τον όγκο πωλήσεων, το μερίδιο αγοράς, την ανάπτυξη, την απασχόληση, την παραγωγικότητα, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και την ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ. Όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες, εξετάσθηκαν οι μέσες μοναδιαίες τιμές, το μοναδιαίο κόστος, το κόστος εργασίας, τα αποθέματα, η κερδοφορία, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις, η απόδοση των επενδύσεων και η ικανότητα αντλήσεως κεφαλαίων.

90

Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι «οι δείκτες ζημίας όπως η παραγωγή, ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο της αγοράς παρουσίασαν αρνητικές τάσεις κατά την υπό εξέταση περίοδο, αλλά ότι οι τάσεις αυτές δεν είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη γενική οικονομική κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης». Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη προστίθεται ότι, «[α]ντιθέτως, η κερδοφορία του κλάδου παραγωγής της Ένωσης παρουσίασε σταθερή θετική τάση κατά την υπό εξέταση περίοδο και μάλιστα υπερέβη το επίπεδο στόχου για το κέρδος κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας». Επιπλέον, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «άλλοι οικονομικοί δείκτες όπως οι ταμειακές ροές και η απόδοση των επενδύσεων επίσης αυξήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο». Εξάλλου, όπως προέβαλε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εν λόγω δείκτες ζημίας εξετάσθηκαν και στο σημείο 4.5.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών και το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής.

91

Επομένως, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως των οικονομικών στοιχείων, κρίνεται ότι η Επιτροπή εξέτασε τη σημασία όλων των παραγόντων και στάθμισε και τις θετικές και τις αρνητικές τάσεις των επίμαχων παραγόντων.

92

Παράλληλα, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τις τάσεις των τιμών και του όγκου των εισαγωγών, σημειώνεται ότι, όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι η εσωτερική κινεζική αγορά μηλεϊνικού ανυδρίτη θεωρείται ως συνολικώς στρεβλή. Επιπροσθέτως, δεν αμφισβητείται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε ανερχόταν σε 42,8 %, ποσοστό που υπερέβαινε το κατώτατο όριο, όπως προκύπτει και από τις αιτιολογικές σκέψεις 88 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, αληθεύει ότι το σταθμισμένο μέσο περιθώριο υποτιμολογήσεως ανερχόταν στο 10,3 %, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

93

Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, τέτοιου είδους διαπιστώσεις δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικής ζημίας υπό την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

94

Ειδικότερα όσον αφορά το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, αυτό δύναται βεβαίως να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως όλων των σχετικών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που επηρεάζουν την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιθώριο ντάμπινγκ ενός παραγωγού δεν συνιστά αυτό καθεαυτό καθοριστικό οικονομικό δείκτη ζημίας. Όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κανένας από τους παράγοντες που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή δεν είναι αυτός καθεαυτόν καθοριστικός κατά τη συνολική εξέταση της ζημίας στην οποία προβαίνει η Επιτροπή.

95

Δεύτερον, όσον αφορά την αξιολόγηση κάθε οικονομικού παράγοντα χωριστά, αναφορικά με την αξιολόγηση των τιμών, από τον πίνακα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η μέση τιμή εισαγωγών του προϊόντος στο οποίο εφαρμοζόταν ντάμπινγκ αυξήθηκε κατά 35 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Στον πίνακα 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι μέσες τιμές πωλήσεως ανά μονάδα προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν κατά 19 %. Ως εκ τούτου, οι τιμές της Hangzhou Bioking αυξήθηκαν περισσότερο από τις τιμές πωλήσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με αποτέλεσμα να μειωθεί η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο τιμών. Ομοίως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 7 και από την αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η αύξηση των μέσων τιμών πωλήσεως ανά μονάδα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ανερχόμενη στο 19 %, ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση του κόστους παραγωγής, η οποία ανερχόταν στο 9 %. Συναφώς, όπως ορθώς υπογράμμισε και η Επιτροπή, τέτοιου είδους διαπίστωση μάλλον επιβεβαιώνει την έλλειψη ασκήσεως πιέσεως στις τιμές από τις εισαγωγές της Hangzhou Bioking.

96

Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η σχετική αύξηση των τιμών στερείται σημασίας, επισημαίνεται ότι η τιμή συνιστά παράγοντα μνημονευόμενο στο άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να προσδιοριστεί η ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το περιθώριο υποτιμολογήσεως μειώθηκε πριν και μετά την περίοδο έρευνας. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι τέτοια μείωση συνιστούσε θετική τάση, η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της ζημίας.

97

Όσον αφορά τη μεταβολή του όγκου των επίμαχων εισαγωγών και τη μεταβολή των μεριδίων αγοράς, αληθεύει, βεβαίως, ότι οι εισαγωγές από τη Hangzhou Bioking αυξήθηκαν κατά 25 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, με αποτέλεσμα, λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως κατά 11 % της συνολικής καταναλώσεως της Ένωσης κατά την ίδια περίοδο (πίνακας 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το μερίδιο αγοράς της Hangzhou Bioking να αυξηθεί κατά 41 % (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εντούτοις, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μερίδιο αγοράς και οι όγκοι εισαγωγών δεν ήταν τα μόνα στοιχεία που αναλύθηκαν προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε υποστεί σημαντική ζημία. Συναφώς, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2 και από την αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο όγκος των εισαγωγών του οικείου προϊόντος στην Ένωση επί των οποίων εφαρμοζόταν ντάμπινγκ από τη Hangzhou Bioking αυξήθηκε κατά 25 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ από τον πίνακα 10 προκύπτει ότι η κερδοφορία των παραγωγών της Ένωσης αυξήθηκε σημαντικά κατά την υπό εξέταση περίοδο, αγγίζοντας το 10 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, παρά την αύξηση του όγκου των εισαγωγών από τη Hangzhou Bioking, η κερδοφορία των παραγωγών της Ένωσης αυξήθηκε.

98

Εξάλλου, όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η μεταβολή του συνιστά αναμφίβολα παράγοντα μεγάλης σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη σημαντικής ζημίας εις βάρος του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, T‑107/04, EU:T:2007:85, σκέψη 65). Εν προκειμένω, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 21 % για την υπό εξέταση περίοδο και διαμορφώθηκε, κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, όπως προκύπτει από τη διεξαγωγή αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), στο 44 %. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να εκτιμήσει, στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω μερίδιο αγοράς παρέμεινε σε σχετικά υψηλό επίπεδο κατά την υπό εξέταση περίοδο.

99

Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η Επιτροπή δεν απέδωσε καμία σημασία στην επίπτωση της επικείμενης αυξήσεως του όγκου παραγωγής της Hangzhou Bioking στην κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, καθώς και στους λοιπούς οικονομικούς δείκτες, οι οποίοι πρόκειται να επιδεινωθούν στο εγγύς μέλλον, υπενθυμίζεται ότι ο προσδιορισμός της ζημίας κατόπιν της ενάρξεως διαδικασίας προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, την απόδειξη υπάρξεως «σημαντικής ζημίας που προκαλείται στη βιομηχανία [της Ένωσης], τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στη βιομηχανία [της Ένωσης] ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας». Δεδομένου ότι η καταγγελία που υπέβαλαν οι παραγωγοί της Ένωσης βασιζόταν στην ύπαρξη ήδη αποδεδειγμένης, κατ’ αυτούς, σημαντικής ζημίας που είχε υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον μπορούσε να αποδειχθεί τέτοια ζημία κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ανάλυση της Επιτροπής αφορούσε μόνον τη σημαντική ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, και όχι τη μελλοντική παραγωγική ικανότητα των Κινέζων εξαγωγέων. Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών βασίζεται στην ενδεχόμενη μελλοντική αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, η οποία είναι κρίσιμη στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με τον «κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την ανάλυση της προοπτικής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είναι, στο πλαίσιο αυτό, αλυσιτελή.

100

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η Επιτροπή βασίστηκε αποκλειστικώς στην κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, τις ταμειακές ροές και την απόδοση των επενδύσεων, λόγω του ότι οι εν λόγω δείκτες ήταν οι μόνοι οι οποίοι παρουσίαζαν θετική τάση, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως κρίθηκε και στη σκέψη 91 ανωτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων κατά την ανάλυσή της. Έπειτα, όπως προβάλλει η Επιτροπή, η κερδοφορία είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την ανάλυση της ζημίας. Τέλος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «η κερδοφορία [του κλάδου παραγωγής της Ένωσης] αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, φτάνοντας στο 10 % κατά την περίοδο της έρευνας, και συνεπώς υπερέβη τον στόχο του 8 % για το κέρδος στον εν λόγω κλάδο». Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι, αφενός, μια τέτοια αύξηση είναι σημαντική και ότι, αφετέρου, δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των λοιπών θετικών οικονομικών δεικτών, όπως είναι οι ταμειακές ροές, η απόδοση των επενδύσεων και το επίπεδο απασχολήσεως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 119 έως 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

101

Καθόσον οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ανάλυση του τρόπου με τον οποίον η μείωση των επιδόσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αντισταθμίστηκε από τη βελτίωση της γενικής κερδοφορίας, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών μάλλον βάλλει, στην πραγματικότητα, κατά της εκτιμήσεως αυτής καθεαυτήν των οικονομικών στοιχείων από την Επιτροπή. Όμως το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, από την εξέταση των αιτιολογικών σκέψεων 119 έως 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την αξιολόγηση των ανωτέρω στοιχείων.

102

Επαλλήλως, υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και απαλλαγμένο αιρέσεων, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εκδίδει, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 75).

103

H απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλομένων λόγων και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 76).

104

Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν τους οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, C‑404/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:6, σκέψη 30).

105

Εν προκειμένω, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε ότι ορισμένοι δείκτες ζημίας δεν είχαν αρνητικές συνέπειες στη γενική οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ενώ άλλοι δείκτες είχαν κινηθεί θετικά, παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 140, 141 και 148 έως 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή εξέθεσε στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις σαφώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί καμία σημαντική ζημία λόγω των εισαγωγών της Hangzhou Bioking. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, συναφώς, αρκούντως αιτιολογημένη.

106

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η Επιτροπή εξέτασε μόνον ένα τμήμα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή ήδη εξετάστηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Ειδικότερα, προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν με ποιον τρόπο το δείγμα που επέλεξε η Επιτροπή την οδήγησε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της υπάρξεως ή μη σημαντικής ζημίας στο ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

107

Πέμπτον, καίτοι αληθεύει ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής εφάρμοσε αμυντική στρατηγική για την καταπολέμηση του ντάμπινγκ, γεγονός παραμένει ότι τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής έχουν οδηγήσει σε αύξηση του επιπέδου κερδοφορίας των οικείων παραγωγών. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη αυτήν τη στρατηγική δεν κλονίζουν το βάσιμο των συμπερασμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως περί μη υπάρξεως σημαντικής ζημίας.

108

Έκτον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την ανεπαρκή συνεκτίμηση από την Επιτροπή του περιθωρίου ντάμπινγκ, όπως επισημάνθηκε ήδη με τη σκέψη 94 ανωτέρω, καίτοι αληθεύει ότι το εν λόγω περιθώριο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν υφίσταται ζημία βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, γεγονός παραμένει ότι το περιθώριο αυτό αποτελεί κυρίως στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί αν υφίσταται ντάμπινγκ, προϋπόθεση διαφορετική από εκείνη που αφορά την απόδειξη υπάρξεως ζημίας στο πλαίσιο της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ.

109

Όσον αφορά τη συνεκτίμηση της υποτιμολογήσεως σε σχέση με τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, σημειώνεται ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η μέση τιμή των εισαγωγών από τη [Hangzhou] Bioking του οικείου προϊόντος είχε αυξηθεί κατά 35 % κατά την υπό εξέταση περίοδο», ότι «είχε αυξηθεί κατά 43 % μεταξύ των ετών 2011 και 2013, και εν συνεχεία μειώθηκε κατά 8 % μεταξύ του 2013 και της περιόδου έρευνας». Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσδιόρισε το μέσο σταθμισμένο περιθώριο υποτιμολογήσεως στο 10,3 % για τις εισαγωγές επί των οποίων εφαρμόζεται ντάμπινγκ από τη Hangzhou Bioking στην αγορά της Ένωσης. Βάσει αυτών των στοιχείων, κάνοντας ρητή αναφορά στην υποτιμολόγηση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υφίστατο σημαντική ζημία. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη αυτόν τον παράγοντα. Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τη σημασία που αποδίδεται στον παράγοντα αυτόν, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, οι εν λόγω παράγοντες, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού, δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία. Κατά συνέπεια, το περιθώριο υποτιμολογήσεως δεν συνιστά αυτό καθεαυτό καθοριστικό οικονομικό δείκτη ζημίας.

110

Έβδομον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο οι τιμές μειώθηκαν «κατά 76 % μεταξύ του 2013 και της περιόδου έρευνας», σημειώνεται ότι και οι ίδιες αναφέρουν ότι οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 56 %. Συναφώς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αληθεύει ότι η μέση μοναδιαία τιμή των παραγωγών της Ένωσης που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα μειώθηκε κατά 56 % μεταξύ του 2013 και της λήξεως της περιόδου έρευνας. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι αυξήθηκε κατά 19 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επιπροσθέτως, όπως διαπιστώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως και επισημάνθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, η αύξηση της μέσης μοναδιαίας τιμής πωλήσεως κατά 19 % κατά την υπό εξέταση περίοδο ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση κατά 9 % του κόστους παραγωγής κατά την ίδια περίοδο, στοιχείο που καταδεικνύει ότι η πίεση η οποία ασκήθηκε στις τιμές από τις εισαγωγές της Hangzhou Bioking δεν εμπόδισε την αύξηση της μοναδιαίας τιμής πωλήσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

111

Όγδοον, όσον αφορά τη μείωση του όγκου παραγωγής, επισημαίνεται ότι ο όγκος αυτός όντως μειώθηκε κατά 16 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, αλλά σταθεροποιήθηκε μεταξύ του 2013 και της λήξεως της περιόδου έρευνας, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το στοιχείο αυτό πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τη μείωση της καταναλώσεως κατά 11 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, όπως αναφέρθηκε και στη σκέψη 97 ανωτέρω. Υπό τις συνθήκες αυτές, δύναται να κριθεί ότι η μείωση του όγκου παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο οφειλόταν ως επί το πλείστον στη μείωση της καταναλώσεως.

112

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το συμπέρασμα της Επιτροπής περί μη υπάρξεως σημαντικής ζημίας προκληθείσας στον ενωσιακό τομέα παραγωγής βάσει του συνόλου των κρισίμων παραγόντων. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι η Επιτροπή, παρά την αξιολόγηση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην οποία προέβη (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω), δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως σημαντικής ζημίας βάσει του συνόλου των παραγόντων των οποίων έγινε επίκληση στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου.

113

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

114

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Οι Caviro Distillerie Srl, Distillerie Bonollo SpA, Distillerie Mazzari SpA και Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Gervasoni

Madise

da Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαρτίου 2018.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top