EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CO0589

Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 7ης Ιουνίου 2018.
Mario Alexander Filippi κ.λπ. κατά Landespolizeidirektion Oberösterreich κ.λπ.
Αίτηση του Landesverwaltungsgericht Oberösterreich για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 53, παράγραφος 2, και άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Έλλειψη επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και με τους λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα – Προδήλως απαράδεκτο.
Υπόθεση C-589/16.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:417

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 53, παράγραφος 2, και άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Έλλειψη επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και με τους λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑589/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Άνω Αυστρίας, Αυστρία) με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο των δικών

Mario Alexander Filippi,

Christian Guzy,

Martin Klein,

Game Zone Entertainment AG,

Shopping Center Wels Einkaufszentrum GmbH,

Martin Manigatterer,

Play For Me GmbH,

ATG GmbH,

Fortuna Advisory Kft.,

Christian Vöcklinger,

Gmalieva s. r. o.,

PBW GmbH,

Felicitas GmbH,

Celik KG,

Finanzamt Linz,

Klara Matyiko

παρισταμένων των:

Landespolizeidirektion Oberösterreich,

Bezirkshauptmann von Eferding,

Bezirkshauptmann von Ried im Innkreis,

Bezirkshauptmann von Linz-Land,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Malenovský (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο M. A. Filippi και οι Manigatterer, Play For Me GmbH, ATG GmbH, M. Vöcklinger, Gmalieva s. r. o., PBW GmbH, Felicitas GmbH, καθώς και η Celik KG, εκπροσωπούμενοι από τον F. Maschke, Rechtsanwalt,

η Game Zone Entertainment AG, εκπροσωπούμενη από τους M. Paar και H. Zwanzger, Rechtsanwälte,

η Fortuna Advisory Kft., εκπροσωπούμενη από τους G. Schmid και R. Hochstöger, Rechtsanwälte,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun και την Ε. Τσερέπα-Lacombe,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 επ. ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενων με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ενδίκων διαδικασιών που κίνησαν υπεύθυνοι ζυθοπωλείων, καφενείων ή σταθμών βενζίνης, σχετικά με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα που τους επιβλήθηκαν λόγω της εκμεταλλεύσεως παιγνιομηχανών χωρίς άδεια.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 38a του Verwaltungsgerichtshofgesetz (νόμου περί του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) του 1985 (BGBl. 10/1985), ως ίσχυε στις διαφορές της κύριας δίκης (στο εξής: VwGG), έχει ως ακολούθως:

«(1)   Όταν [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία)] έχει επιληφθεί μεγάλου αριθμού αιτήσεων αναιρέσεως (“Revision”) στις οποίες ανακύπτουν παρεμφερή νομικά ζητήματα ή όταν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναιρέσεως της ίδιας φύσεως θα αχθούν ενώπιόν του, [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] μπορεί να αποφανθεί με διάταξη. Η διάταξη αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:

1.

τις εφαρμοστέες στις διαδικασίες αυτές νομικές διατάξεις·

2.

τα νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν βάσει των εν λόγω διατάξεων·

3.

μνεία της αιτήσεως αναιρέσεως (“Revision”) που θα εκδικάσει [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)].

Οι διατάξεις εκδίδονται από το αρμόδιο τμήμα βάσει της προβλεπόμενης κατανομής αρμοδιοτήτων.

(2)   Αν περιλαμβάνονται επίσης μεταξύ των νομικών διατάξεων που μνημονεύονται στις διατάξεις κατά την έννοια της παραγράφου 1 τουλάχιστον νόμοι, διεθνείς συμβάσεις πολιτικής φύσεως ή που τροποποιούν ή συμπληρώνουν νόμους, ή διεθνείς συμβάσεις που τροποποιούν τις συμβατικές βάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος ή ο αρμόδιος πρωθυπουργός, ή, διαφορετικά, η αρμόδια κεντρική αρχή του ομοσπονδιακού κράτους ή του οικείου ομόσπονδου κράτους (Land), υποχρεούνται να δημοσιεύουν αμελλητί τις εν λόγω διατάξεις.

(3)   Τα ακόλουθα αποτελέσματα αρχίζουν από την ημέρα της δημοσιεύσεως της διατάξεως κατά την έννοια της παραγράφου 1:

1.

Στις υποθέσεις στις οποίες διοικητικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει τις νομικές διατάξεις που μνημονεύονται στη διάταξη και να εκτιμήσει νομικό ζήτημα που περιλαμβάνεται σε αυτή:

a)

είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων, η επιβολή διαταγών και η έκδοση αποφάσεων μόνον εφόσον αυτές δεν μπορούν να επηρεαστούν από την απόφαση [του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου)] ή με αυτές δεν κρίνεται οριστικώς το ζήτημα και δεν χορηγείται αναστολή·

b)

η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως (“Revision”) δεν αρχίζει να τρέχει· αν έχει ήδη αρχίσει μια τέτοια προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως (“Revision”), αυτή διακόπτεται·

c)

η προθεσμία υποβολής αιτήματος περί καθορισμού προθεσμίας, καθώς και οι προθεσμίες για την έκδοση αποφάσεως που προβλέπονται από την ομοσπονδιακή νομοθεσία ή εκείνη των ομοσπόνδων κρατών αναστέλλονται.

2.

Σε όλες τις διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1 που είναι εκκρεμείς ενώπιον [του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου)] οι οποίες δεν μνημονεύονται στην κατά την έννοια της παραγράφου 1 διάταξη:

είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων, η επιβολή διαταγών και η έκδοση αποφάσεων μόνον εφόσον αυτές δεν μπορούν να επηρεαστούν από την απόφαση [του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου)] ή με αυτές δεν κρίνεται οριστικώς το ζήτημα και δεν χορηγείται αναστολή.

(4)   Στην απόφασή του, [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] διατυπώνει τη νομική του ανάλυση θέτοντας έναν ή περισσότερους νομικούς κανόνες, που πρέπει να δημοσιευθούν αμελλητί σύμφωνα με την παράγραφο 2. Την ημέρα της δημοσιεύσεως αρχίζει εκ νέου να τρέχει κάθε διακοπείσα προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως (“Revision“), παύουν δε τα λοιπά αποτελέσματα της παραγράφου 3.»

4

Το άρθρο 42, παράγραφος 4, του VwGG ορίζει τα ακόλουθα:

«[Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως αν αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση και αν η απόφαση επί της ουσίας συμβάλλει στη διευκόλυνση, την αποτελεσματικότητα και την οικονομία της διευθετήσεως της υποθέσεως. Ενδεχομένως, σε αυτό εναπόκειται να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή, έχοντας τη δυνατότητα να ζητήσει προς τούτο από το διοικητικό πρωτοδικείο να συμπληρώσει την αποδεικτική διαδικασία στην υπόθεση.»

5

Κατά το άρθρο 63 του VwGG:

«(1)   Όταν [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] κάνει δεκτή αίτηση αναιρέσεως (“Revision”), τα διοικητικά δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να διαμορφώνουν αμελλητί, στην οικεία υπόθεση, τη νομική κατάσταση που αντιστοιχεί στη νομική εκτίμηση [του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου)] με κάθε νομικό μέσο που διαθέτουν.

(2)   Με απόφαση με την οποία [το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] αποφαίνεται το ίδιο επί της ουσίας της υποθέσεως πρέπει επίσης να προσδιορίζεται το διοικητικό δικαστήριο ή η διοικητική αρχή που είναι αρμόδιο ή αρμόδια για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Η διαδικασία εκτελέσεως διέπεται από τους κανόνες που έχουν συνήθως εφαρμογή στο δικαστήριο αυτό ή στην ως άνω διοικητική αρχή.»

6

Το άρθρο 86a, παράγραφος 1, του Verfassungsgerichtshofgesetz (νόμου περί του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου) του 1953 (BGBl. 85/1953), όπως ίσχυε στις διαφορές της κύριας δίκης (στο εξής: VfGG), έχει ως ακολούθως:

«(1)   Όταν [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Αυστρία)] έχει επιληφθεί μεγάλου αριθμού προσφυγών στις οποίες ανακύπτουν παρεμφερή νομικά ζητήματα ή όταν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι μεγάλος αριθμός προσφυγών της ίδιας φύσεως θα αχθούν ενώπιόν του, [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο)] μπορεί να αποφανθεί με διάταξη. Η διάταξη αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:

1.

τις εφαρμοστέες στις διαδικασίες αυτές νομικές διατάξεις·

2.

τα νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν βάσει των εν λόγω διατάξεων·

3.

τη μνεία της προσφυγής που θα εκδικάσει [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο)].

(2)   Αν περιλαμβάνονται επίσης μεταξύ των νομικών διατάξεων που μνημονεύονται στις διατάξεις κατά την έννοια της παραγράφου 1 τουλάχιστον νόμοι, διεθνείς συμβάσεις πολιτικής φύσεως ή που τροποποιούν ή συμπληρώνουν νόμους, ή διεθνείς συμβάσεις που τροποποιούν τις συμβατικές βάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος ή ο αρμόδιος πρωθυπουργός, ή, διαφορετικά, η αρμόδια κεντρική αρχή του ομοσπονδιακού κράτους ή του οικείου ομόσπονδου κράτους (Land), υποχρεούνται να δημοσιεύουν αμελλητί τις εν λόγω διατάξεις.

(3)   Τα ακόλουθα αποτελέσματα αρχίζουν από την ημέρα της δημοσιεύσεως της διατάξεως κατά την έννοια της παραγράφου 1:

1.

στις υποθέσεις στις οποίες ένα διοικητικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει τις νομικές διατάξεις που μνημονεύονται στη διάταξη και να εκτιμήσει νομικό ζήτημα που περιλαμβάνεται σε αυτή:

a)

είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων, η επιβολή διαταγών και η έκδοση αποφάσεων μόνον εφόσον αυτές δεν μπορούν να επηρεαστούν από την απόφαση [του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] ή με αυτές δεν κρίνεται οριστικώς το ζήτημα και δεν χορηγείται αναστολή·

b)

η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δεν αρχίζει να τρέχει· αν έχει ήδη αρχίσει μια προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, αυτή διακόπτεται.

2.

Σε όλες τις διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1 που είναι εκκρεμείς ενώπιον [του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] οι οποίες δεν μνημονεύονται στην κατά την έννοια της παραγράφου 1 διάταξη:

είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων, η επιβολή διαταγών και η έκδοση αποφάσεων μόνον εφόσον αυτές δεν μπορούν να επηρεαστούν από την απόφαση [του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] ή με αυτές δεν κρίνεται οριστικώς το ζήτημα και δεν χορηγείται αναστολή.

(4)   Στην απόφασή του, [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο)] διατυπώνει τη νομική του ανάλυση θέτοντας έναν ή περισσότερους νομικούς κανόνες, που πρέπει να δημοσιευθούν αμελλητί σύμφωνα με την παράγραφο 2. Την ημέρα της δημοσιεύσεως αρχίζει εκ νέου να τρέχει κάθε διακοπείσα προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, παύουν δε τα λοιπά αποτελέσματα της παραγράφου 3.»

7

Το άρθρο 87 du VfGG ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)   Η απόφαση πρέπει να εκθέτει αν εθίγη συνταγματικό δικαίωμα του προσφεύγοντος εξαιτίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή εθίγησαν δικαιώματά του εξαιτίας της εφαρμογής παράνομης πράξεως, της παράνομης δημοσιεύσεως αφορώσας επαναδημοσίευση νόμου (διεθνούς συμβάσεως), αντισυνταγματικού νόμου ή μη σύννομης διεθνούς συμβάσεως, οφείλει δε, ενδεχομένως, να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

(2)   Όταν [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο)] κάνει δεκτή προσφυγή, τα διοικητικά δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να διαμορφώνουν αμελλητί, στην οικεία υπόθεση, τη νομική κατάσταση που αντιστοιχεί στη νομική εκτίμηση [του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] με κάθε νομικό μέσο που διαθέτουν.

(3)   Αν [το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο)] αρνηθεί να εξετάσει προσφυγή ή αν απορρίψει προσφυγή, πρέπει να δεχθεί, εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, και εφόσον το αίτημα αυτό υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από της επιδόσεως της αποφάσεως [του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου)], ότι η προσφυγή μεταφέρεται [στο Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] δυνάμει του άρθρου 144, παράγραφος 3, του Συντάγματος.»

Οι διαφορές των κυρίων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

8

Υπάλληλοι της οικονομικής και της ομοσπονδιακής αστυνομίας διενήργησαν ελέγχους σε ζυθοπωλεία, καφενεία ή πρατήρια βενζίνης, σε βάρος των υπευθύνων λειτουργίας των οποίων υπήρχαν υποψίες ότι είχαν εγκαταστήσει στους χώρους τους μία ή περισσότερες παιγνιομηχανές χωρίς να διαθέτουν τη διοικητική άδεια που απαιτείται από τον Glücksspielgesetz (νόμο περί τυχερών παιγνίων) (BGBl. 620/1989), όπως ίσχυε στις διαφορές των κυρίων δικών (στο εξής: GSpG)· κατόπιν των ελέγχων αυτών, οι παιγνιομηχανές που λειτουργούσαν χωρίς την ως άνω άδεια κατασχέθηκαν προσωρινώς.

9

Οι εν λόγω προσωρινές κατασχέσεις επιβεβαιώθηκαν και επιβλήθηκαν πρόστιμα στους εμπλεκόμενους υπευθύνους, οι δε παιγνιομηχανές κατασχέθηκαν.

10

Οι διάδικοι των κυρίων δικών αμφισβήτησαν τα μέτρα αυτά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Άνω Αυστρίας, Αυστρία).

11

Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι τόσο το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) όσο και το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) διαπίστωσαν, αντιστοίχως με αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου και της 16ης Μαρτίου 2016, ότι το μονοπώλιο τυχερών παιγνίων που προβλέπει ο GSpG δεν είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.

12

Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, αντιθέτως, κατόπιν προσφυγών εκ μέρους δικαιούχων του μονοπωλίου, βάσει του Bundesgesetz gegen den unlauteren Wettbewerb 1984 (ομοσπονδιακού νόμου για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού του 1984, BGBl. 448/1984), όπως ίσχυε στις διαφορές των κυρίων δικών, σε βάρος επιχειρήσεων που προέβαιναν χωρίς διοικητική άδεια σε παίγνια εμπίπτοντα στον GSpG, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Ακυρωτικό, Αυστρία) αποφάνθηκε, με την απόφασή του της 30ής Μαρτίου 2016, ότι ο GSpG αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης.

13

Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει επίσης ότι, στο υφιστάμενο σύστημα δικαστικής προστασίας, όπως αυτό προβλέπεται από το αυστριακό Σύνταγμα, κάθε διάδικος σε διαδικασία ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να υποβάλει ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού, ή να προσφύγει ενώπιον του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Εντούτοις, αναφέρεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει διαπιστώσει ότι το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) και το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν είναι δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, επειδή, όσον αφορά το τελευταίο δικαστήριο, η προσφυγή ενώπιόν του είναι δυνατή σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις και, καθόσον αφορά το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αυτό δεσμεύεται από τη διαπίστωση σε πρώτο βαθμό των πραγματικών περιστατικών ή από την εκτίμηση των αποδείξεων που εξετάστηκαν σε πρώτο βαθμό ή, ακόμη, επειδή δεν ικανοποιεί in concreto τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

14

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εξάλλου, ότι εναπόκειται στο κρίνον κατ’ έφεση δικαστήριο να κρίνει την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί διαφορετικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον αφορά τόσο τη συλλογή των αποδείξεων και την εκτίμησή τους όσο και τη διενέργεια κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, ειδικότερα με τη μορφή δημόσιας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ειδάλλως, δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αποτέλεσμα καθ’ όλα σύμφωνο προς την αρχή της δίκαιης δίκης, η οποία τίθεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ή στο άρθρο 47 του Χάρτη.

15

Το αιτούν δικαστήριο κρίνει, ωστόσο, ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Verwaltungsgerichtshof (διοικητικού εφετείου), της 16ης Μαρτίου 2016, και εκείνη του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου), εκδοθείσα στις 15 Οκτωβρίου 2016, δεν τηρήθηκε η αρχή της δίκαιης δίκης. Το Verwaltungsgerichtshof (διοικητικό εφετείο) δέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά όπως τα είχε διαπιστώσει το Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Άνω Αυστρίας) και κατέληξε βάσει αυτών σε αντίθετη εκτίμηση χωρίς να διατάξει το ίδιο αποδείξεις, ενώ είχε σχετική δυνατότητα δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 4, του VwGG. Το δε Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) στηρίχθηκε αποκλειστικά στις πραγματικές διαπιστώσεις του Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Άνω Αυστρίας) χωρίς να συλλέξει το ίδιο αποδείξεις ή χωρίς να υπάρξει τουλάχιστον συζήτηση επί της ουσίας σχετικά με τα αντίθετα επιχειρήματα. Περαιτέρω, δεν διεξήχθη καμία επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις δύο αυτές υποθέσεις.

16

Σε αυτό το πλαίσιο το Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Άνω Αυστρίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 47 του [Χάρτη] σε συνδυασμό με τα άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ την έννοια ότι, σε περιπτώσεις που επιβάλλεται έλεγχος συνέπειας των νομοθετικών ρυθμίσεων, οι διατάξεις αυτές του δικαίου της Ένωσης αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις [όπως το άρθρο 86a, παράγραφος 4, του Verfassungsgerichtshofgesetz (νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου), το άρθρο 38a, παράγραφος 4, του Verwaltungsgerichtshofgesetz (νόμου περί του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), το άρθρο 87, παράγραφος 2, του (νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου) ή το άρθρο 63, παράγραφος 1, του (νόμου περί του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου)] οι οποίες –ως μέρος ενός γενικού συστήματος που έχει ως αποτέλεσμα, στην πράξη, τα ανώτατα δικαστήρια να μην εξετάζουν αυτοτελώς τα πραγματικά περιστατικά και να μην προβαίνουν σε εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και να εκδίδουν, σε περιπτώσεις πολυάριθμων παρόμοιων υποθέσεων που αφορούν συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, μόνο μία απόφαση και βάσει αυτής να απορρίπτουν εξαρχής ως απαράδεκτες τις λοιπές προσφυγές ή αιτήσεις αναιρέσεως– επιτρέπουν ή δεν αποκλείουν απολύτως την εξαφάνιση δικαστικών αποφάσεων (κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη) –ιδίως όταν αυτές αφορούν βασικούς τομείς του δικαίου της Ένωσης, όπως, παραδείγματος χάρη, την πρόσβαση στην αγορά ή το άνοιγμα της αγοράς– δυνάμει αποφάσεων δικαιοδοτικών οργάνων ανώτερου βαθμού δικαιοδοσίας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ή του άρθρου 47 του Χάρτη, χωρίς να προηγηθεί υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

17

Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν αίτηση προδικαστική αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

18

Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

19

Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (βλ., ιδίως, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov, C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20

Η ανάγκη χρήσιμης για το εθνικό δικαστήριο ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει τον εκ μέρους του προσδιορισμό του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, τη διευκρίνιση των περιπτώσεων με τις οποίες συναρτώνται τα ερωτήματα αυτά (βλ., ιδίως, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov, C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνει:

«α)

συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα·

[…]

γ)

έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.»

22

Επιπλέον, από το σημείο 22 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1), προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να «είναι πλήρης και να περιλαμβάνει όλα τα συναφή στοιχεία ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο, καθώς και στους ενδιαφερόμενους που έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, τη δυνατότητα κατανοήσεως των πραγματικών περιστατικών και του κανονιστικού πλαισίου της υποθέσεως της κύριας δίκης».

23

Εν προκειμένω, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές.

24

Πράγματι, όσον αφορά, πρώτον, τις προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, διαπιστώνεται ότι, έστω και αν με βάση την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι δυνατός ο προσδιορισμός του αντικειμένου των διαφορών των κυρίων δικών, δεν εκτίθεται σχεδόν καθόλου το πραγματικό πλαίσιο των εν λόγω διαφορών.

25

Όσον αφορά, δεύτερον, τις προϋποθέσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας και, καταρχάς, εκείνη κατά την οποία η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνει έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ως άνω δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη σε συνδυασμό με τα άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ.

26

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπως και το άρθρο 51, παράγραφος 2, του Χάρτη, διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του Χάρτη αυτού ουδόλως επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όπως αυτές καθορίζονται στις Συνθήκες (διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2016, Pardue, C‑321/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:871, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27

Επομένως, το υποβαλλόμενο από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα πρέπει νοηθεί ως αφορών την ερμηνεία των άρθρων 56 επ. ΣΛΕΕ σε συνάρτηση με το άρθρο 47 του Χάρτη.

28

Εν προκειμένω, όμως, από κανένα στοιχείο στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτουν επακριβώς και με σαφήνεια οι λόγοι που δημιούργησαν στο αιτούν δικαστήριο αμφιβολίες περί της ερμηνείας των άρθρων 56 επ. ΣΛΕΕ στο πλαίσιο των διαφορών των κυρίων δικών. Επιπροσθέτως, δεν εξηγείται η σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της εφαρμοστέας στις διαφορές των κυρίων δικών εθνικής νομοθεσίας.

29

Aσφαλώς, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν αν μια εθνική νομοθεσία, όπως αυτή των κυρίων δικών, εξυπηρετεί με συνέπεια και σύστημα τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ., C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 49).

30

Συναφώς, εκθέτει ότι, στον τομέα των τυχερών παιγνίων, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί την ως άνω απαίτηση συνέπειας, καθόσον, ιδίως, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) και το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) δέχονται τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και την εκτίμησή τους, όπως έχουν κριθεί από τα κατώτερα δικαστήρια και, επομένως, δεν προβαίνουν σε πραγματικό έλεγχο συνέπειας, ενώ οι αποφάσεις που εκδίδουν τα κατώτερα δικαστήρια καθορίζονται από τη νομολογία του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) και του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

31

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία, η οποία κατανέμει τις εξουσίες, κατά τρόπο συμπληρωματικό, μεταξύ, αφενός, των κατώτερων δικαστηρίων, χορηγώντας τους αρμοδιότητες που καλύπτουν και τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, και, αφετέρου, των ανώτερων δικαστηρίων, περιορίζοντας την αρμοδιότητά τους στον έλεγχο των νομικών μόνο ζητημάτων ή εκείνων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεν εξυπηρετεί, ως εκ τούτου, με συνέπεια τους επιδιωκόμενους στον τομέα των τυχερών παιγνίων σκοπούς.

32

Όσον αφορά, επιπλέον, την απαίτηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, σχετικά με την παράθεση της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εκθέτει το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων του νόμου περί του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και εκείνου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν αναφέρει με επαρκή σαφήνεια πώς οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις διαφορές των οποίων έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής.

33

Κατά συνέπεια, δεν ικανοποιείται ούτε η απαίτηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά την οποία πρέπει να διαπιστώνεται μια σχέση μεταξύ των οικείων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

34

Κατά πάγια όμως νομολογία του Δικαστηρίου, ο λόγος για τον οποίο ζητείται η έκδοση μιας προδικαστικής αποφάσεως δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αδήριτη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς που αφορά το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár, C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 123).

35

Για κάθε περίπτωση, πρέπει να προστεθεί ότι, αν προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις εθνικού δικαστηρίου δεν είναι σύμφωνες προς το δίκαιο της Ένωσης, το δίκαιο αυτό ορίζει ότι ένα διαφορετικό εθνικό δικαστήριο, το οποίο, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, δεσμεύεται απολύτως από την εκ μέρους του πρώτου ως άνω δικαστηρίου ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, οφείλει αυτεπαγγέλτως να μην εφαρμόσει τον κανόνα εσωτερικού δικαίου που του επιβάλλει να συμμορφωθεί προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία δέχθηκε το πρώτο ως άνω δικαστήριο (διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2015, Naderhirn, C‑581/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:707, σκέψη 35).

36

Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν εθνικό δικαστήριο, λόγω ενός τέτοιου κανόνα εσωτερικού δικαίου που το δεσμεύει, εμποδίζεται να λάβει δεόντως υπόψη, κατά την εκδίκαση εκκρεμών ενώπιόν του υποθέσεων, το γεγονός ότι από απόφαση του Δικαστηρίου απορρέει ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να λογίζεται ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και να εξασφαλίσει δεόντως την υπεροχή του δικαίου αυτού, λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο προς τούτο μέτρο (διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2015, Naderhirn, C‑581/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:707, σκέψη 36).

37

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

38

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

 

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landesverwaltungsgericht Oberösterreich (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Άνω Αυστρίας, Αυστρία), με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, είναι προδήλως απαράδεκτη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top