Vælg de eksperimentelle funktioner, som du ønsker at prøve

Dette dokument er et uddrag fra EUR-Lex

Dokument 62016CJ0591

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Μαρτίου 2021.
    H. Lundbeck A/S και Lundbeck Ltd κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Φαρμακευτικά προϊόντα – Αγορά των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (κιταλοπράμη) – Συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο συναφθείσες μεταξύ παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων που είναι κάτοχος των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Χαρακτηρισμός – Υπολογισμός του ποσού του προστίμου – Πωλήσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση.
    Υπόθεση C-591/16 P.

    Samling af Afgørelser – Retten – afsnittet "Oplysninger om ikke-offentliggjorte afgørelser"

    ECLI-indikator: ECLI:EU:C:2021:243

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 25ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

    [Κείμενο όπως διορθώθηκε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2021]

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Φαρμακευτικά προϊόντα – Αγορά των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (κιταλοπράμη) – Συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο συναφθείσες μεταξύ παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων που είναι κάτοχος των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Χαρακτηρισμός – Υπολογισμός του ποσού του προστίμου – Πωλήσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση»

    Στην υπόθεση C‑591/16 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2016,

    H. Lundbeck A/S, με έδρα τη Valby (Δανία),

    Lundbeck Ltd, με έδρα το Milton Keynes (Ηνωμένο Βασίλειο),

    εκπροσωπούμενες, αρχικώς, από τον R. Subiotto, QC, και τον T. Kuhn, Rechtsanwalt, και στη συνέχεια από τον R. Subiotto, QC,

    αναιρεσείουσες,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2021] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Castilla Contreras και T. Vecchi και τους B. Mongin και C. Vollrath,

    καθής πρωτοδίκως,

    υποστηριζόμενη από:

    το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από τις D. Guðmundsdóttir και Z. Lavery και τον D. Robertson, επικουρούμενους από τους J. Turner, QC, και J. Holmes, QC, την M. Demetriou, QC, και τον T. Sebastian, barrister, και στη συνέχεια από την D. Guðmundsdóttir, επικουρούμενη από τους J. Turner, QC, και J. Holmes, QC, τη M. Δημητρίου, QC, και τον T. Sebastian, barrister,

    παρεμβαίνον στη διαδικασία αναιρέσεως,

    η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την F. Carlin, barrister, και την N. Niejahr, Rechtsanwältin,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, D. Šváby (εισηγητή), S. Rodin, K. Jürimäe και P. G. Xuereb, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματείς: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας, και C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιανουαρίου 2019,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η H. Lundbeck A/S και η Lundbeck Ltd ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα, αφενός, τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2013) 3803 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2013, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT/39226 – Lundbeck) (στο εξής: επίμαχη απόφαση), και, αφετέρου, τη μείωση του ποσού των προστίμων που τους επιβλήθηκαν με την ανωτέρω απόφαση.

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

    2

    Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α)

    διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101 ή 102 ΣΛΕΕ] […]».

    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων

    3

    Τα σημεία 6, 13 και 22 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, [στοιχείο αʹ], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων), αναφέρουν τα εξής:

    «6.   Ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση και της διάρκειας της παράβασης θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν. Η αναφορά στους παράγοντες αυτούς είναι ενδεικτική της τάξης μεγέθους του προστίμου και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως η βάση μιας αυτόματης και αριθμητικής μεθόδου υπολογισμού.

    […]

    13.   Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)]. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση (στο εξής “η αξία των πωλήσεων”).

    […]

    22.   Για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.»

    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας

    4

    Το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] σε συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ 2014, C 89, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας) έχει ως εξής:

    «Καταρχήν, τα μέρη μιας συμφωνίας δεν θεωρούνται ανταγωνιστές όταν βρίσκονται σε κατάσταση μονομερούς ή αμοιβαίας εμπλοκής. Μονομερής κατάσταση εμπλοκής υφίσταται όταν δεν είναι δυνατή η εκμετάλλευση ενός δικαιώματος τεχνολογίας χωρίς να θιγεί ένα άλλο ισχύον δικαίωμα τεχνολογίας ή αν ένα μέρος δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί κατά εμπορικώς βιώσιμο τρόπο στη σχετική αγορά χωρίς να παραβιάσει το έγκυρο δικαίωμα τεχνολογίας του άλλου μέρους. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που ένα δικαίωμα εκμετάλλευσης τεχνολογίας καλύπτει βελτίωση άλλου δικαιώματος εκμετάλλευσης τεχνολογίας και η βελτίωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα χωρίς άδεια εκμετάλλευσης του βασικού δικαιώματος τεχνολογίας. Αμοιβαία κατάσταση εμπλοκής υφίσταται όταν δεν είναι δυνατή η εκμετάλλευση κανενός δικαιώματος τεχνολογίας χωρίς να θιγεί το άλλο έγκυρο δικαίωμα τεχνολογίας, ή εάν κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί κατά εμπορικώς βιώσιμο τρόπο στη σχετική αγορά χωρίς να παραβιάσει το έγκυρο δικαίωμα τεχνολογίας του άλλου μέρους και [όταν, ως εκ τούτου, τα μέρη] πρέπει να αποκτήσουν το ένα από το άλλο άδεια εκμετάλλευσης ή [να παραιτηθούν το ένα υπέρ του άλλου] εκ των δικαιωμάτων. Ωστόσο, στην πράξη θα υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες είναι ασαφές κατά πόσον ένα συγκεκριμένο δικαίωμα εκμετάλλευσης τεχνολογίας είναι έγκυρο και παραβιάζεται.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίμαχη απόφαση

    5

    Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εντάσσεται στο πλαίσιο έξι συναφών αιτήσεων αναιρέσεως με τις οποίες αναιρεσιβάλλονται έξι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσες κατόπιν προσφυγών ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά της επίμαχης αποφάσεως, ήτοι, πέραν της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκείνης που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑586/16 P [Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής] κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (T‑460/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:453), εκείνης που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑588/16 P [Generics (UK) κατά Επιτροπής] κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Generics (UK) κατά Επιτροπής (T‑469/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:454), εκείνης που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑601/16 P (Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής) κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (T‑467/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:450), εκείνης που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑611/16 P (Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής) κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (T‑471/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:460), και εκείνης που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑614/16 P (Merck κατά Επιτροπής) κατά της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Merck κατά Επιτροπής (T‑470/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:452).

    6

    Το ιστορικό της διαφοράς εξετέθη στις σκέψεις 1 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «Ι – Εταιρίες που εμπλέκονται στην υπό κρίση υπόθεση

    1

    Η H. Lundbeck A/S […] είναι εταιρεία δανικού δικαίου που ελέγχει έναν όμιλο εταιρειών, μεταξύ των οποίων την εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο Lundbeck Ltd, και ειδικεύεται στην έρευνα, την ανάπτυξη, την παρασκευή, την εμπορική προώθηση, την πώληση και τη διανομή φαρμακευτικών προϊόντων για την αντιμετώπιση παθήσεων που προσβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, μεταξύ άλλων της κατάθλιψης.

    2

    [Η Η. Lundbeck] είναι εργαστήριο παραγωγής αρχέτυπων φαρμάκων, δηλαδή επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα επικεντρώνεται στην έρευνα νέων φαρμάκων και στην εμπορία αυτών.

    3

    H Merck KGaA είναι εταιρεία γερμανικού δικαίου ειδικευμένη στον φαρμακευτικό τομέα η οποία, κατά τον χρόνο συνάψεως των οικείων συμφωνιών, κατείχε εμμέσως κατά 100 %, μέσω του ομίλου Merck Generics Holding GmbH, τη θυγατρική της Generics UK Limited (στο εξής: GUK), που ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη και την εμπορία γενόσημων φαρμακευτικών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    4

    Η Merck και η GUK συνιστούσαν, κατά την άποψη της […] Επιτροπής, μια και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών [στο εξής: Merck (GUK)].

    5

    Η Arrow Group A/S, που μετονομάστηκε σε Arrow Group ApS τον Αύγουστο του 2003 (στο εξής, απλώς: Arrow Group), είναι εταιρεία δανικού δικαίου, επικεφαλής ομίλου εταιρειών, με παρουσία σε πολλά κράτη μέλη και δραστηριοποιούμενη από το [έτος] 2001 στην ανάπτυξη και την πώληση γενόσημων φαρμάκων.

    6

    Η Arrow Generics Ltd είναι εταιρεία αγγλικού δικαίου, θυγατρική αρχικώς κατά 100 %, ακολούθως, από τον Φεβρουάριο του 2002, κατά 76 %, της Arrow Group.

    7

    H Resolution Chemicals Ltd είναι εταιρεία αγγλικού δικαίου, ειδικευμένη στην παραγωγή δραστικών φαρμακευτικών ουσιών (στο εξής: ΔΦΟ) για γενόσημα φάρμακα. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009 τελούσε υπό τον έλεγχο της Arrow Group.

    8

    Η Arrow Group, η Arrow Generics και η Resolution Chemicals συνιστούσαν, κατά την άποψη της Επιτροπής, μία και μόνη επιχείρηση (στο εξής: Arrow) κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

    9

    Η Alpharma Inc. ήταν εταιρεία αμερικανικού δικαίου δραστηριοποιούμενη παγκοσμίως στον φαρμακευτικό τομέα, κυρίως όσον αφορά τα γενόσημα φάρμακα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, τελούσε υπό τον έλεγχο της εταιρείας νορβηγικού δικαίου A.L. Industrier AS. Εν συνεχεία, εξαγοράστηκε από φαρμακευτική επιχείρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία, με τη σειρά της, εξαγοράστηκε από φαρμακευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων αυτών, η Alpharma Inc. μετονομάστηκε, αρχικώς, τον Απρίλιο του 2010, σε Alpharma, LLC, ακολούθως, στις 15 Απριλίου 2013, σε Zoetis Products LLC.

    10

    Η Alpharma ApS ήταν εταιρεία δανικού δικαίου εμμέσως ελεγχόμενη κατά 100 % από την Alpharma Inc. Διέθετε διάφορες θυγατρικές στον [EΟΧ]. Κατόπιν πολλών αναδιαρθρώσεων, στις 31 Μαρτίου 2008, η Alpharma ApS μετονομάστηκε σε Axellia Pharmaceuticals ApS, το δε 2010 μετονομάστηκε εκ νέου σε Xellia Pharmaceuticals ApS […].

    11

    Η Alpharma Inc., η A.L. Industrier AS και η Alpharma ApS συνιστούσαν, κατά την άποψη της Επιτροπής, μία και μόνη επιχείρηση (στο εξής: Alpharma) κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

    12

    Η Ranbaxy Laboratories Ltd είναι εταιρεία ινδικού δικαίου ειδικευμένη στην ανάπτυξη και την παραγωγή ΔΦΟ, καθώς και γενόσημων φαρμάκων.

    13

    Η Ranbaxy (UK) Ltd είναι εταιρεία αγγλικού δικαίου, θυγατρική της Ranbaxy Laboratories, υπεύθυνη για την πώληση των προϊόντων της τελευταίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    14

    Η Ranbaxy Laboratories και η Ranbaxy (UK) συνιστούσαν, κατά την άποψη της Επιτροπής, μία και μόνη επιχείρηση (στο εξής: Ranbaxy) κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

    ΙΙ – Το κρίσιμο προϊόν και τα σχετικά με αυτό διπλώματα ευρεσιτεχνίας

    15

    Το κρίσιμο στην υπό κρίση υπόθεση προϊόν είναι το αντικαταθλιπτικό φάρμακο το οποίο περιέχει τη ΔΦΟ που ονομάζεται κιταλοπράμη.

    16

    Το 1977, η [H. Lundbeck] κατέθεσε στη Δανία αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ κιταλοπράμη, καθώς και για δύο μεθόδους αλκυλίωσης και κυανοποίησης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της εν λόγω ΔΦΟ. Μεταξύ [των ετών] 1977 και 1985 χορηγήθηκαν στη Δανία και σε διάφορα κράτη της δυτικής Ευρώπης διπλώματα ευρεσιτεχνίας που καλύπταν την ανωτέρω ΔΦΟ και τις δύο ως άνω μεθόδους (στο εξής: [αρχικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck]).

    17

    Όσον αφορά τον ΕΟΧ, η προστασία που απορρέει από τα αρχικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας [της Lundbeck] καθώς και, ενδεχομένως, από τα συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας […] που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΕΕ [1992,] L 182, σ. 1), έληξε μεταξύ [των ετών] 1994 (για τη Γερμανία) και 2003 (για την Αυστρία). Ειδικότερα, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, τα αρχικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας [της Lundbeck] έληξαν τον Ιανουάριο του 2002.

    18

    Με την πάροδο του χρόνου, η [Η. Lundbeck] ανέπτυξε άλλες αποτελεσματικότερες μεθόδους για την παρασκευή κιταλοπράμης, για τις οποίες ζήτησε να της χορηγηθούν, και συχνά της χορηγήθηκαν, διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε διάφορες χώρες του ΕΟΧ, καθώς και εκ μέρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) και του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) [(στο εξής: νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο)].

    19

    Ειδικότερα, πρώτον, το 1998 και το 1999, η [Η. Lundbeck] κατέθεσε ενώπιον του ΕΓΔΕ δύο αιτήσεις για χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αναφορικά με την παρασκευή κιταλοπράμης με μεθόδους που χρησιμοποιούσαν αντιστοίχως ιώδιο και αμίδιο. Το ΕΓΔΕ χορήγησε στη[ν Η. Lundbeck] δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που προστάτευε τη μέθοδο με αμίδιο […] στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που προστάτευε τη μέθοδο με ιώδιο […] στις 26 Μαρτίου 2003.

    20

    Δεύτερον, στις 13 Μαρτίου 2000, η [Η. Lundbeck] κατέθεσε ενώπιον των δανικών αρχών αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναφορικά με μέθοδο για την παραγωγή κιταλοπράμης που προέβλεπε μια μέθοδο καθαρισμού των αλάτων που χρησιμοποιούνταν μέσω κρυσταλλώσεως. Ανάλογες αιτήσεις κατατέθηκαν και σε άλλα κράτη του ΕΟΧ, καθώς και ενώπιον του ΠΟΔΙ και του ΕΓΔΕ. Η [Η. Lundbeck] απέκτησε διπλώματα ευρεσιτεχνίας που προστάτευαν τη μέθοδο με κρυστάλλωση σε διάφορα κράτη μέλη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 και, ειδικότερα, στις 30 Ιανουαρίου 2002 όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση). Το ΕΓΔΕ χορήγησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση στις 4 Σεπτεμβρίου 2002. Περαιτέρω, στις Κάτω Χώρες, η [Η. Lundbeck] είχε ήδη αποκτήσει, στις 6 Νοεμβρίου 2000, υπόδειγμα χρησιμότητας όσον αφορά την ανωτέρω μέθοδο […], δηλαδή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με εξαετή ισχύ που χορηγήθηκε χωρίς πραγματική προηγούμενη εξέταση.

    21

    Τρίτον, στις 12 Μαρτίου 2001, η [Η. Lundbeck] κατέθεσε αίτηση για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενώπιον των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου [της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας] όσον αφορά μια μέθοδο παραγωγής κιταλοπράμης που προέβλεπε μια μέθοδο καθαρισμού των αλάτων που χρησιμοποιούνταν μέσω αποστάξεως με μεμβράνη. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου χορήγησαν στη[ν Η. Lundbeck] δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την προμνησθείσα μέθοδο αποστάξεως με μεμβράνη στις 3 Οκτωβρίου 2001 (στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την απόσταξη με μεμβράνη). Ωστόσο, το δίπλωμα αυτό ευρεσιτεχνίας ανακλήθηκε λόγω ελλείψεως καινοτόμου χαρακτήρα σε σχέση με ένα άλλο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της [Η. Lundbeck] στις 23 Ιουνίου 2004. Η [Η. Lundbeck] απέκτησε ανάλογο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στη Δανία στις 29 Ιουνίου 2002.

    22

    Τέλος, η [Η. Lundbeck] σκόπευε να θέσει σε κυκλοφορία ένα νέο αντικαταθλιπτικό φάρμακο, το Cipralex, με βάση τη ΔΦΟ που ονομάζεται εσιταλοπράμη, στα τέλη του 2002 ή στις αρχές του 2003. Το νέο αυτό φάρμακο αφορούσε τους ίδιους ασθενείς που μπορούσαν να λάβουν αγωγή με το φάρμακο Cipramil, με βάση τη ΔΦΟ κιταλοπράμη, για το οποίο είχε χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στη[ν Η. Lundbeck]. Η ΔΦΟ εσιταλοπράμη προστατευόταν με διπλώματα ευρεσιτεχνίας που θα ίσχυαν τουλάχιστον έως το 2012.

    III – Επίμαχες συμφωνίες

    23

    Κατά το 2002, η [Η. Lundbeck] συνήψε έξι συμφωνίες σε σχέση με την κιταλοπράμη (στο εξής: επίμαχες συμφωνίες) με τέσσερις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην παρασκευή και/ή την πώληση γενόσημων φαρμάκων, ήτοι τη Merck (GUK), την Alpharma, την Arrow και τη Ranbaxy (στο εξής: [παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων]).

    Α – Συμφωνίες με τη Merck (GUK)

    24

    Η [Η. Lundbeck] συνήψε δύο συμφωνίες με τη Merck (GUK).

    25

    Η πρώτη συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιανουαρίου 2002, αρχικώς για διάρκεια ενός έτους, και κάλυπτε αποκλειστικώς το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: συμφωνία GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο). Υπεγράφη από τη θυγατρική της [Η. Lundbeck] στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή την εταιρεία αγγλικού δικαίου Lundbeck Ltd. Ακολούθως, η συμφωνία αυτή παρατάθηκε για περίοδο έξι μηνών που έληγε στις 31 Ιουλίου 2003. [Μ]ετά από μια σύντομη είσοδο της Merck (GUK) στην αγορά μεταξύ 1ης και 4ης Αυγούστου, υπεγράφη από τα μέρη, στις 6 Αυγούστου 2003, δεύτερη παράταση της συμφωνίας για μέγιστη περίοδο έξι μηνών, που μπορούσε όμως να συντμηθεί σε περίπτωση που η [Η. Lundbeck] δεν προσέφευγε δικαστικώς κατά άλλων [παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων] που θα επιχειρούσαν να εισέλθουν στην αγορά ή κατά το πέρας της διαφοράς μεταξύ της [Η. Lundbeck] και της Lagap Pharmaceuticals Ltd, [ενός άλλου παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων] (στο εξής: διαφορά Lagap).

    26

    Κατά το γράμμα της συμφωνίας αυτής, τα μέρη εκτιμούν μεταξύ άλλων ότι:

    ελλοχεύει ο κίνδυνος ορισμένες ενέργειες που σχεδιάζει η GUK αναφορικά με την εμπορία, τη διανομή και την πώληση των “προϊόντων” να προσβάλουν ενδεχομένως τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της [H. Lundbeck] και να έχουν ενδεχομένως ως αποτέλεσμα αξιώσεις εκ μέρους αυτής ([σημείο] 2.1 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο), τα δε “προϊόντα” αυτά καθορίζονται στο σημείο 1.1 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο ως εκείνα τα “προϊόντα κιταλοπράμης που αναπτύσσονται από την GUK υπό τη μορφή πρώτης ύλης, χύδην ή υπό τη μορφή δισκίων όπως περιγράφονται στο Παράρτημα και παρασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές των προϊόντων όπως παρέχονται από την GUK κατά την ημερομηνία υπογραφής, συνημμένα στο Παράρτημα 2”·

    λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας μεταξύ των μερών, η [H. Lundbeck] θα καταβάλει στην GUK ποσό 2 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών (GBP), ως αντάλλαγμα στην παράδοση των “προϊόντων”, στις ποσότητες που προβλέπει η συμφωνία, στις 31 Ιανουαρίου 2002 (σημείο 2.2 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο)·

    η GUK δεσμεύεται επιπλέον, σε αντάλλαγμα συμπληρωματικής καταβολής 1 εκατομμυρίου GBP, να παραδώσει τα “προϊόντα”, όπως αυτά περιγράφονται στο [Παράρτημα] στις 2 Απριλίου 2002 (σημείο 2.3 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο)·

    οι καταβολές που θα πραγματοποιηθούν και η παράδοση των “προϊόντων” από την GUK κατ’ εφαρμογήν των σημείων 2.2 και 2.3 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνιστούν πλήρη και οριστική απόσβεση κάθε αξιώσεως που θα μπορούσε να εγείρει η [H. Lundbeck] κατά της GUK για προσβολή των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας όσον αφορά τα έως την ημερομηνία αυτή παραδοθέντα από την GUK “προϊόντα” (σημείο 2.4 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο)·

    η [H. Lundbeck] δεσμεύεται να πωλήσει τα «τελικά προϊόντα» της στην GUK και η GUK δεσμεύεται να αγοράσει τα εν λόγω “τελικά προϊόντα” από τη[ν H. Lundbeck] ενόψει της επαναπωλήσεώς τους από την GUK και τις θυγατρικές της στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια και σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας (σημείο 3.2 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο), τα δε “τελικά προϊόντα” καθορίζονται στο σημείο 1.1 της συμφωνίας ως “τα προϊόντα που περιέχουν κιταλοπράμη υπό τη μορφή τελικών προϊόντων που θα παρέχει η [H. Lundbeck] στην GUK σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία”·

    η [H. Lundbeck] δεσμεύεται να καταβάλει ποσό 5 εκατομμυρίων GBP από τα εγγυημένα καθαρά κέρδη στην GUK, υπό την προϋπόθεση ότι η GUK θα παραγγείλει από αυτήν την ποσότητα “τελικών προϊόντων” που συμφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της συμφωνίας (ή ένα μικρότερο ποσό που θα υπολογισθεί κατ’ αναλογίαν των παραγγελιών [που] θα πραγματοποιηθούν) (σημείο 6.2 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο).

    27

    Η πρώτη παράταση της συμφωνίας προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την πληρωμή ποσού 400000 GBP μηνιαίως για την εκτέλεση από την GUK του σημείου 6.2 της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο και τροποποιούσε τον ορισμό των “καθαρών κερδών”.

    28

    Η δεύτερη παράταση της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την καταβολή ποσού 750000 GBP μηνιαίως για την εκτέλεση από την GUK του σημείου 6.2 της εν λόγω συμφωνίας.

    29

    Η συμφωνία GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο έληξε την 1η Νοεμβρίου 2003, κατόπιν του φιλικού διακανονισμού για τη διαφορά Lagap. Συνολικά, καθόλη τη διάρκεια της συμφωνίας, η [H. Lundbeck] μεταβίβασε στην GUK ποσό ύψους 19,4 εκατομμυρίων ευρώ.

    30

    Στις 22 Οκτωβρίου 2002, συνήφθη δεύτερη συμφωνία μεταξύ της [H. Lundbeck] και της GUK, που κάλυπτε τον ΕΟΧ με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: συμφωνία GUK για τον ΕΟΧ). Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την καταβολή ποσού 12 εκατομμυρίων ευρώ, σε αντάλλαγμα για το οποίο η GUK δεσμευόταν να μην πωλεί ούτε να παρέχει σε ολόκληρο τον ΕΟΧ φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν κιταλοπράμη (με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο) και να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου η Natco Pharma Ltd […] –ο παραγωγός της ΔΦΟ κιταλοπράμη που χρησιμοποιείτο από τη Merck (GUK) για την εμπορία της δικής της εκδοχής γενόσημου κιταλοπράμης […]– να παύσει να προμηθεύει εντός του ΕΟΧ κιταλοπράμη ή προϊόντα που περιέχουν κιταλοπράμη κατά τη διάρκεια της συμφωνίας (σημεία 1.1 και 1.2 της συμφωνίας GUK για τον ΕΟΧ). Η [H. Lundbeck] δεσμευόταν να μην κινηθεί δικαστικώς κατά της GUK, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία θα τηρούσε τις υποχρεώσεις που υπείχε βάσει του σημείου 1.1 της συμφωνίας GUK για τον ΕΟΧ (σημείο 1.3 της συμφωνίας GUK για τον ΕΟΧ).

    31

    Η συμφωνία GUK για τον ΕΟΧ έληξε στις 22 Οκτωβρίου 2003. Συνολικά, η [H. Lundbeck] μεταβίβασε στην GUK, δυνάμει της συμφωνίας αυτής, ποσό ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ.

    B – Συμφωνίες με την Arrow

    32

    Η [H. Lundbeck] υπέγραψε δύο συμφωνίες με την Arrow.

    33

    Η πρώτη εξ αυτών, που αφορούσε το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, συνήφθη στις 24 Ιανουαρίου 2002 μεταξύ της [H. Lundbeck], αφενός, και των Arrow Generics και Resolution Chemicals (στο εξής, από κοινού: Arrow UK), αφετέρου (στο εξής: συμφωνία Arrow UK).

    34

    Η συμφωνία Arrow UK είχε αρχικώς διάρκεια έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 ή έως την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία θα υπήρχε αμετάκλητη δικαστική απόφαση επί της αγωγής που προτίθετο να ασκήσει η [H. Lundbeck] κατά της Arrow UK ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με την προβαλλόμενη προσβολή από την τελευταία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της (στο εξής: αγωγή Arrow λόγω προσβολής) (σημείο 4.1 της συμφωνίας Arrow UK). Ακολούθως, η συμφωνία αυτή παρατάθηκε δύο φορές με την υπογραφή προσθηκών. Η πρώτη παράταση κάλυπτε την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 1ης Μαρτίου 2003 (σημείο 3.1 της πρώτης προσθήκης στη συμφωνία Arrow UK), ενώ η δεύτερη προέβλεπε ότι η συμφωνία αυτή λήγει είτε στις 31 Ιανουαρίου 2004 είτε επτά ημέρες μετά την υπογραφή της δικαστικής αποφάσεως με την οποία θα περατωνόταν η διαφορά Lagap (σημείο 4.1 της δεύτερης προσθήκης στη συμφωνία Arrow UK). Δεδομένου ότι η εν λόγω διαφορά ρυθμίσθηκε με φιλικό διακανονισμό στις 13 Οκτωβρίου 2003, η συμφωνία Arrow UK έληξε στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Επομένως, η συνολική διάρκεια της συμφωνίας αυτής εκτείνεται από τις 24 Ιανουαρίου 2002 έως τις 20 Οκτωβρίου 2003 (στο εξής: διάρκεια της συμφωνίας Arrow UK).

    35

    Όσον αφορά το περιεχόμενο της συμφωνίας Arrow UK, πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

    η πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της συμφωνίας αυτής (στο εξής: προοίμιο Arrow UK) μνημονεύει, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η [H. Lundbeck] είναι κάτοχος [του διπλώματος ευρεσιτεχνίας] για την κρυστάλλωση και [του διπλώματος ευρεσιτεχνίας] για την απόσταξη με μεμβράνη·

    η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Arrow UK διευκρινίζει ότι η “Arrow [UK] έλαβε άδεια από τρίτον προκειμένου να εισάγει στο Ηνωμένο Βασίλειο κιταλοπράμη που δεν είχε παρασκευασθεί από τη[ν H. Lundbeck] ή με την έγκριση της [H. Lundbeck] (“η εν λόγω Κιταλοπράμη”, ορισμός ο οποίος, προς αποφυγή κάθε αμφισβητήσεως, περιλαμβάνει μόνον την Κιταλοπράμη που προορίζεται για εμπορική προώθηση και πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποκλείει εκείνη που προορίζεται για εμπορική προώθηση και πώληση σε άλλα κράτη)”·

    η έκτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Arrow UK αναφέρει ότι η [H. Lundbeck] υπέβαλε “την εν λόγω Κιταλοπράμη” σε εργαστηριακούς ελέγχους, συνεπεία των οποίων θεωρούσε βασίμως ότι αυτή προσέβαλλε, ιδίως, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που μνημονεύθηκαν στην πρώτη περίπτωση ανωτέρω·

    η έβδομη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Arrow UK εκθέτει ότι η Arrow UK δεν παραδέχεται ότι προσέβαλε τα διπλώματα αυτά ευρεσιτεχνίας ούτε ότι αυτά είναι έγκυρα, αλλά παραδέχεται ότι η [H. Lundbeck] έχει αυτήν την πεποίθηση, την οποία η Arrow UK δεν μπορεί να διαψεύσει με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις·

    η όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Arrow UK υπενθυμίζει ότι η [H. Lundbeck] απείλησε να ζητήσει την έκδοση προσωρινής διαταγής και ότι προτίθεται να ασκήσει την αγωγή Arrow λόγω προσβολής·

    το σημείο 1.1 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι “η Arrow [UK], εξ ιδίου ονόματος και εξ ονόματος όλων των συνδεόμενων και σχετιζόμενων με αυτήν οντοτήτων, δεσμεύεται, κατά τη [διάρκεια της συμφωνίας Arrow UK] και στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, να μην παρασκευάζει, να μη διαθέτει, να μην προτείνει προς διάθεση, να μη χρησιμοποιεί ή, μετά τη δεύτερη ημερομηνία παραδόσεως, να μην εισάγει ή διατηρεί προς διάθεση ή προς άλλον σκοπό, (1) [“]την εν λόγω Κιταλοπράμη[”] ή (2) κάθε άλλη κιταλοπράμη η οποία, κατά τη[ν H. Lundbeck], προσβάλλει τα δικαιώματά της [διανοητικής] ιδιοκτησίας, και, προκειμένου να έχει η [H. Lundbeck] τη δυνατότητα να προσδιορίζει την ύπαρξη ή μη προσβολής, δεσμεύεται να παρέχει στην τελευταία κατά τη [διάρκεια της συμφωνίας Arrow UK] επαρκή δείγματα προς ανάλυση, τουλάχιστον έναν μήνα πριν από κάθε παρασκευή, εισαγωγή, πώληση ή προσφορά πώλησης στην οποία απειλεί να προβεί η Arrow [UK] εν αναμονή οριστικής και αμετάκλητης αποφάσεως στο [πλαίσιο της αγωγής Arrow λόγω προσβολής] […]”·

    το σημείο 1.2 της συμφωνίας αυτής αναφέρεται στη συγκατάθεση της Arrow UK να περιληφθούν οι μνημονευθείσες στο σημείο 1.1 της συμφωνίας Arrow UK δεσμεύσεις της σε μια διάταξη της οποίας την έκδοση θα ζητήσει η [H. Lundbeck] από το αρμόδιο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου·

    το σημείο 2.1 της συμφωνίας αυτής υπενθυμίζει ότι η [H. Lundbeck] θα ασκήσει την αγωγή Arrow λόγω προσβολής το συντομότερο δυνατόν και, εν πάση περιπτώσει, όχι αργότερα από τις 31 Μαρτίου 2002·

    το σημείο 2.2 της συμφωνίας αυτής ορίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που μνημονεύονται στο σημείο 1.1 της συμφωνίας Arrow UK και του γεγονότος ότι η Arrow UK δεν θα ζητήσει “cross-undertaking in damages” λόγω παραποίησης (ποσό το οποίο, κατά το αγγλικό δίκαιο, θα έπρεπε να καταθέσει η [H. Lundbeck] ενώπιον του δικαστηρίου εάν ζητούσε την έκδοση διαταγής στο πλαίσιο της αγωγής Arrow λόγω προσβολής), η [H. Lundbeck] καταβάλλει στην Arrow UK ποσό ύψους 5 εκατομμυρίων GBP, σε τέσσερις δόσεις, ποσό το οποίο εν συνεχεία αυξήθηκε κατά 450000 GBP, δυνάμει του σημείου 2.1 της πρώτης προσθήκης στη συμφωνία Arrow UK, και κατά 1,350 εκατομμύρια GBP, κατ’ εφαρμογήν των σημείων 2.1 και 3 της δεύτερης προσθήκης στη συμφωνία αυτή·

    το σημείο 2.3 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι, σε περίπτωση που με οριστική απόφαση στο πλαίσιο της αγωγής Arrow λόγω προσβολής διαπιστωνόταν ότι η Arrow UK δεν είχε προσβάλει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της [H. Lundbeck], το προβλεπόμενο στο σημείο 2.2 της συμφωνίας αυτής ποσό θα συνιστούσε την πλήρη αποζημίωση που θα μπορούσε να λάβει η Arrow UK από τη[ν H. Lundbeck] για τις ζημίες που υπέστη λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σημείο 1.1 της συμφωνίας Arrow UK·

    το σημείο 3.4 της συμφωνίας προβλέπει ότι η Arrow UK παραδίδει στη[ν H. Lundbeck] το απόθεμά της από “την εν λόγω κιταλοπράμη” σε δύο στάδια, εκ των οποίων το πρώτο, που αφορά περίπου 3,975 εκατομμύρια συσκευασμένα δισκία, πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο στις 6 Φεβρουαρίου 2002 και το δεύτερο, που αφορά περίπου 1,1 εκατομμύρια δισκία χύδην, το αργότερο στις 15 Φεβρουαρίου 2002.

    36

    Περαιτέρω, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, στις 6 Φεβρουαρίου 2002, η [H. Lundbeck] επέτυχε την έκδοση της διατάξεως που μνημονευόταν στο σημείο 1.2 της συμφωνίας Arrow UK […].

    37

    Η δεύτερη συμφωνία, που αφορούσε το έδαφος της Δανίας, συνήφθη στις 3 Ιουνίου 2002 μεταξύ της [H. Lundbeck] και της Arrow Group (στο εξής: Δανική συμφωνία Arrow).

    38

    Η Δανική συμφωνία Arrow σχεδιάστηκε με διάρκεια από την ημερομηνία υπογραφής της, στις 3 Ιουνίου 2002, έως την 1η Απριλίου 2003 ή έως την προγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία θα υπήρχε αμετάκλητη δικαστική απόφαση επί της αγωγής Arrow λόγω προσβολής. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε τέτοια απόφαση, η εν λόγω συμφωνία ίσχυσε από τις 3 Ιουνίου 2002 έως την 1η Απριλίου 2003 […].

    39

    Όσον αφορά το περιεχόμενο της Δανικής συμφωνίας Arrow, πρέπει να επισημανθεί ότι:

    η πρώτη, η τρίτη και η πέμπτη έως και η ένατη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιό της αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στην πρώτη, την τέταρτη και την έκτη έως και την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Arrow UK, διευκρινιζόμενου ότι η ένατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Δανικής συμφωνίας Arrow αναφέρεται στη Διάταξη [η οποία μνημονεύεται στο σημείο 1.2 της συμφωνίας Arrow UK]·

    το σημείο 1.1 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι η “Arrow [Group] δέχεται να ακυρώσει και να παύσει κάθε εισαγωγή, παρασκευή, παραγωγή, πώληση ή άλλη εμπορία προϊόντων που περιέχουν κιταλοπράμη και προσβάλλουν, κατά τ[ην H. Lundbeck], τα δικαιώματά της διανοητικής ιδιοκτησίας στο [δανικό] έδαφος κατά τη [διάρκεια της Δανικής συμφωνίας Arrow]”·

    το σημείο 2.1 της συμφωνίας αυτής ορίζει ότι, ως αντάλλαγμα για τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Arrow Group, η [H. Lundbeck] καταβάλλει στην τελευταία το ποσό των 500000 δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (USD)·

    το σημείο 2.2 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι, σε περίπτωση που με οριστική απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο της αγωγής Arrow λόγω προσβολής, διαπιστωθεί ότι η Arrow Group δεν είχε προσβάλει τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της [H. Lundbeck], το προβλεπόμενο στο σημείο 2.1 της συμφωνίας αυτής ποσό θα συνιστά την πλήρη αποζημίωση που θα μπορούσε να λάβει η Arrow Group από τη[ν H. Lundbeck] για τις ζημίες που υπέστη λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από το σημείο 1.1 της Δανικής συμφωνίας Arrow·

    το σημείο 3.1 της συμφωνίας αυτής προσθέτει ότι η [H. Lundbeck] αγοράζει έναντι τιμήματος 147000 USD το απόθεμα κιταλοπράμης της Arrow Group, που συνίσταται σε περίπου 1 εκατομμύρι[ο] δισκία.

    Γ – Συμφωνία με την Alpharma

    40

    Η [H. Lundbeck] υπέγραψε συμφωνία με την Alpharma στις 22 Φεβρουαρίου 2002 (στο εξής: συμφωνία Alpharma), με διάρκεια από την ανωτέρω ημερομηνία έως τις 30 Ιουνίου 2003 […].

    41

    Πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, τον Ιανουάριο του 2002, η Alpharma είχε αγοράσει από την Alfred E. Tiefenbacher GmbH & Co. […] απόθεμα δισκίων γενόσημου κιταλοπράμης που είχε αναπτυχθεί βάσει της ΔΦΟ κιταλοπράμης, τα οποία είχαν παρασκευασθεί από την ινδική εταιρεία Cipla μέσω των μεθόδων της […], και είχε παραγγείλει και άλλα δισκία.

    42

    Ως προς το προοίμιο της συμφωνίας Alpharma, πρέπει να επισημανθεί, μεταξύ άλλων, ότι:

    η πρώτη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζει ότι “η [H. Lundbeck] είναι κάτοχος δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στα οποία περιλαμβάνονται, ειδικότερα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας που αφορούν την παρασκευή […] της ΔΦΟ της ‘Κιταλοπράμης’ (που γράφεται με κεφαλαίο ‘κ’ στο συνολικό κείμενο της συμφωνίας), στα οποία περιλαμβάνονται τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του παραρτήματος A” της συμφωνίας αυτής […]·

    η δεύτερη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι η [H. Lundbeck] παρασκευάζει και πωλεί φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν “Κιταλοπράμη” σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και στη Νορβηγία και την Ελβετία, οι δε χώρες αυτές ορίζονται συλλήβδην ως “Έδαφος”·

    η τρίτη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη μνημονεύουν το γεγονός ότι η Alpharma παρασκεύασε ή αγόρασε φαρμακευτικά προϊόντα που περιείχαν “Κιταλοπράμη” εντός του “Εδάφους”, τούτο δε χωρίς τη συγκατάθεση της [H. Lundbeck]·

    η πέμπτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη αναφέρονται στο γεγονός ότι τα προϊόντα της Alpharma υποβλήθηκαν από τη[ν H. Lundbeck] σε εργαστηριακούς ελέγχους, βάσει των αποτελεσμάτων των οποίων η τελευταία είχε ουσιαστικούς λόγους να πιστεύει ότι οι μέθοδοι που εφαρμόσθηκαν για την παρασκευή των προϊόντων αυτών προσέβαλλαν τα δικαιώματά της διανοητικής ιδιοκτησίας·

    η έβδομη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζει ότι, στις 31 Ιανουαρίου 2002, η [H. Lundbeck] άσκησε αγωγή ενώπιον δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: αγωγή λόγω προσβολής κατά της Alpharma) προκειμένου να επιτύχει την έκδοση διαταγής “κατά των πωλήσεων εκ μέρους της Alpharma προϊόντων που περιέχουν Κιταλοπράμη λόγω προσβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας της [H. Lundbeck]”·

    η όγδοη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι η Alpharma αναγνωρίζει ότι οι διαπιστώσεις της [H. Lundbeck] είναι ορθές και δεσμεύεται να μην κυκλοφορήσει στην αγορά “τέτοια προϊόντα”·

    η ένατη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζουν ότι η [H. Lundbeck]:

    “συμφωνεί να καταβάλει στην Alpharma ένα αντάλλαγμα προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν διαφορά για διπλώματα ευρεσιτεχνίας” η έκβαση της οποίας δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί με απόλυτη βεβαιότητα και η οποία θα ήταν δαπανηρή και χρονοβόρος·

    “συμφωνεί, προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά, να αγοράσει από την Alpharma το συνολικό της απόθεμα προϊόντων που περιέχουν Κιταλοπράμη και να της καταβάλει αντάλλαγμα για τα προϊόντα αυτά”.

    43

    Όσον αφορά το κείμενο της συμφωνίας Alpharma, πρέπει να σημειωθεί, μεταξύ άλλων, ότι:

    το σημείο 1.1 ορίζει ότι η Alpharma και οι θυγατρικές της “ακυρώνουν, παύουν και απέχουν από κάθε εισαγωγή, […] παρασκευή […] ή πώληση φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν Κιταλοπράμη εντός του Εδάφους […] κατά τη διάρκεια της [σχετικής περιόδου]” και ότι η [H. Lundbeck] αποσύρει την αγωγή λόγω προσβολής κατά της Alpharma·

    το ίδιο αυτό σημείο ορίζει ότι δεν έχει εφαρμογή στην εσιταλοπράμη·

    το σημείο 1.2 προβλέπει ότι, “[σ]ε περίπτωση οιασδήποτε αθετήσεως της υποχρεώσεως που τίθεται στο [σημείο 1.1] ή κατόπιν αιτήματος της [H. Lundbeck], η Alpharma […] θα υποβληθεί εκουσίως σε προσωρινή διαταγή εκ μέρους οιουδήποτε αρμοδίου δικαστηρίου σε οιαδήποτε χώρα του Εδάφους” και ότι η [H. Lundbeck] θα μπορεί να επιτύχει την έκδοση τέτοιας διαταγής χωρίς να προβεί σε κατάθεση εγγυήσεως·

    το σημείο 1.3 ορίζει ότι, ως αντιστάθμισμα για τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στη συμφωνία αυτή και προκειμένου να αποφευχθούν τα έξοδα και η διάρκεια της ένδικης διαφοράς, η [H. Lundbeck] θα καταβάλει στην Alpharma το ποσό των 12 εκατομμυρίων USD, εκ των οποίων 11 εκατομμύρια για τα προϊόντα της Alpharma που περιέχουν “Κιταλοπράμη”, σε τρεις δόσεις 4 εκατομμυρίων έκαστη, καταβλητέες αντιστοίχως στις 31 Μαρτίου 2002, στις 31 Δεκεμβρίου 2002 και στις 30 Ιουνίου 2003·

    το σημείο 2.2 ορίζει ότι, το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2002, η Alpharma θα παραδώσει στη[ν H. Lundbeck] το συνολικό απόθεμα προϊόντων που περιέχουν “Κιταλοπράμη” το οποίο θα έχει στη διάθεσή της την ημερομηνία αυτή, ήτοι τα 9,4 εκατομμύρια δισκία που είχε ήδη στη διάθεσή της κατά τη σύναψη της συμφωνίας Alpharma και τα 16 εκατομμύρια δισκία που είχε παραγγείλει.

    44

    Το παράρτημα A [της συμφωνίας Alpharma] περιέχει κατάλογο 28 αιτήσεων για αναγνώριση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που κατέθεσε η [H. Lundbeck] πριν από την υπογραφή της [συμφωνίας αυτής], εκ των οποίων εννέα είχαν ήδη τελεσφορήσει κατά την ημερομηνία αυτή. Τα δικαιώματα αυτά διανοητικής ιδιοκτησίας αφορούσαν τις μεθόδους παραγωγής της ΔΦΟ κιταλοπράμη που καλύπτονταν από [το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας] για την κρυστάλλωση και [το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας] για την απόσταξη με μεμβράνη.

    45

    Περαιτέρω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στις 2 Μαΐου 2002, δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε διάταξη με συγκατάθεση που προέβλεπε ότι η διαδικασία στην αγωγή λόγω προσβολής κατά της Alpharma αναστελλόταν λόγω συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της [Η. Lundbeck] και, μεταξύ άλλων, της Alpharma, κατά την οποία η τελευταία και οι θυγατρικές της “[ακύρωναν, έπαυαν και απείχαν] από κάθε εισαγωγή, […] παρασκευή […] ή πώληση, εντός των [κρατών μελών], στη Νορβηγία και στην Ελβετία (‘Σχετικά Εδάφη’), φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν κιταλοπράμη [η] οποία παρασκευάζ[ε]ται με την εφαρμογή των μεθόδων που διεκδικούν [τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση και για την απόσταξη με μεμβράνη που χορηγήθηκαν από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου] ή κάθε άλλο ισοδύναμο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε ή ζητήθηκε εντός των Σχετικών Εδαφών μέχρι τις 30 Ιουνίου 2002” […].

    Δ – Συμφωνία με τη Ranbaxy

    46

    Η [H. Lundbeck] υπέγραψε συμφωνία με τη Ranbaxy Laboratories στις 16 Ιουνίου 2002 (στο εξής: συμφωνία Ranbaxy), για διάρκεια 360 ημερών. Βάσει προσθήκης υπογραφείσας στις 19 Φεβρουαρίου 2003 (στο εξής: προσθήκη Ranbaxy), η συμφωνία αυτή παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Η συνολική διάρκεια αυτής εκτείνεται επομένως από τις 16 Ιουνίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003 […].

    47

    Κατά το προοίμιο της συμφωνίας Ranbaxy (στο εξής: προοίμιο Ranbaxy):

    η Ranbaxy Laboratories ζήτησε στην Ινδία να της χορηγηθούν δύο διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο όσον αφορά την κιταλοπράμη και παρασκεύασε φάρμακα που περιείχαν κιταλοπράμη με την πρόθεση να τα θέσει σε κυκλοφορία, μεταξύ άλλων, εντός του ΕΟΧ (δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Ranbaxy, καθώς και παράρτημα A της συμφωνίας Ranbaxy)·

    η [H. Lundbeck] υπέβαλε σε εργαστηριακούς ελέγχους την κιταλοπράμη αυτή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι προσέβαλλαν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το αμίδιο και το –ακόμα μη χορηγηθέν (βλ. σκέψη 19 [της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως])– δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το ιώδιο [τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως], ενώ η Ranbaxy Laboratories αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιων προσβολών (πέμπτη έως όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου Ranbaxy)·

    η [Η. Lundbeck] και η Ranbaxy Laboratories κατέληξαν σε συμφωνία προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν διαφορά αφορώσα διπλώματα ευρεσιτεχνίας η οποία θα ήταν δαπανηρή και χρονοβόρος και της οποίας η έκβαση δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί με απόλυτη βεβαιότητα (ένατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου).

    48

    Κατά το γράμμα της συμφωνίας Ranbaxy, μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα ακόλουθα:

    “[υ]πό την επιφύλαξη των όρων και των πληρωμών εκ μέρους της [H. Lundbeck] που προβλέπονται στη [συμφωνία αυτή], η Ranbaxy Laboratories δεν διεκδικεί κανένα δικαίωμα επί της [α]ιτήσεως για χορήγηση [δ]ιπλώματος ευρεσιτεχνίας [που μνημονεύεται στο προοίμιο αυτής] ή επί οιασδήποτε μεθόδου παρασκευής που χρησιμοποιείται από τη Ranbaxy Laboratories και ακυρώνει, παύει και απέχει από την παρασκευή ή την πώληση φαρμακευτικών προϊόντων που βασίζονται σε αυτές [ιδίως εντός του ΕΟΧ] κατά τη διάρκεια της συμφωνίας αυτής” (σημείο 1.1 της συμφωνίας Ranbaxy και σημείο 1.0 της προσθήκης Ranbaxy)·

    “σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο σημείο 1.1 ή κατόπιν αιτήματος της [H. Lundbeck]”, η Ranbaxy Laboratories και η Ranbaxy (UK) δέχονται να υποβληθούν σε προσωρινές διαταγές που θα εκδοθούν από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια χωρίς να πρέπει η [H. Lundbeck] να προβεί σε καμία κατάθεση εγγυήσεως ή δέσμευση πέραν εκείνων που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή (σημείο 1.2 της συμφωνίας Ranbaxy)·

    λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας που επετεύχθη μεταξύ των μερών, η [H. Lundbeck] θα καταβάλει στη Ranbaxy Laboratories το ποσό των 9,5 εκατομμυρίων USD, σε τμηματικές δόσεις, κατά τη σχετική περίοδο (σημείο 1.3 της συμφωνίας Ranbaxy και σημείο 2.0 της προσθήκης Ranbaxy)·

    η [H. Lundbeck] πωλεί στη Ranbaxy Laboratories ή στη Ranbaxy (UK) δισκία κιταλοπράμης, με έκπτωση 40 % επί των τιμών εκτός εργοστασίου, προκειμένου να τα πωλήσουν αυτές στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου (σημείο 1.3 και παράρτημα B της συμφωνίας Ranbaxy)·

    η [H. Lundbeck] και η Ranbaxy Laboratories δεσμεύονται να μην ασκήσουν αγωγές η μια κατά της άλλης βάσει οιουδήποτε διπλώματος ευρεσιτεχνίας που μνημονεύεται ανωτέρω στην ίδια τη συμφωνία (σημείο 1.4 της συμφωνίας Ranbaxy).

    IV – Ενέργειες της Επιτροπής στον φαρμακευτικό τομέα και διοικητική διαδικασία

    49

    Τον Οκτώβριο του 2003, η Επιτροπή ενημερώθηκε από την Konkurrence- og Forbrugerstyrelsen (KFST, δανική αρχή ανταγωνισμού και προστασίας των καταναλωτών) σχετικά με την ύπαρξη των επίμαχων συμφωνιών.

    50

    Δεδομένου ότι η πλειονότητα εξ αυτών αφορούσε το σύνολο του ΕΟΧ ή, εν πάση περιπτώσει, άλλα κράτη μέλη πέραν του Βασιλείου της Δανίας, συμφωνήθηκε ότι η Επιτροπή θα εξέταζε τη συμβατότητά τους προς το δίκαιο του ανταγωνισμού, ενώ η KFST δεν θα εξέταζε το ζήτημα αυτό.

    51

    Μεταξύ [του έτους] 2003 και [του έτους] 2006, η Επιτροπή πραγματοποίησε ελέγχους, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού [1/2003], στη[ν H. Lundbeck] και σε άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον φαρμακευτικό τομέα. Επίσης, απέστειλε στη[ν H. Lundbeck] και σε μια ακόμα εταιρεία αιτήσεις για παροχή πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

    52

    Στις 15 Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την έναρξη έρευνας στον φαρμακευτικό τομέα βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 1/2003 (υπόθεση COMP/D2/39514). Το μοναδικό άρθρο της αποφάσεως αυτής διευκρίνιζε ότι η προς διεξαγωγή έρευνα αφορούσε την εισαγωγή στην αγορά καινοτόμων ή γενόσημων φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση.

    53

    Στις 8 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με αντικείμενο τη σύνοψη της εκθέσεως έρευνας για τον φαρμακευτικό τομέα. Η εν λόγω ανακοίνωση περιλάμβανε, σε τεχνικό παράρτημα, το πλήρες κείμενο της προμνησθείσας εκθέσεως έρευνας, υπό τη μορφή εγγράφου εργασίας της Επιτροπής, διαθέσιμο μόνον [στην αγγλική γλώσσα].

    54

    Στις 7 Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία κατά της [Η. Lundbeck].

    55

    Κατά τη διάρκεια του 2010 και του πρώτου εξαμήνου του 2011, η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις για παροχή πληροφοριών στη[ν Η. Lundbeck] και στις λοιπές εταιρείες που μετείχαν στις επίμαχες συμφωνίες.

    56

    Στις 24 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά των εταιρειών που συμμετείχαν στις επίμαχες συμφωνίες και τους απέστειλε, όπως και στη[ν Η. Lundbeck], κοινοποίηση αιτιάσεων.

    […]

    60

    Στις 19 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη] απόφαση […].

    V – [Επίμαχη] απόφαση

    61

    Με την [επίμαχη] απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούσαν ως εκ του αντικειμένου περιορισμούς του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας [για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)] (άρθρο 1, παράγραφος 1, της [επίμαχης] αποφάσεως).

    62

    Οι δύο συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Merck (GUK) και της [H. Lundbeck] κρίθηκαν ως συνιστώσες ενιαία και συνεχή παράβαση με διάρκεια από την 24η Ιανουαρίου 2002 έως την 1η Νοεμβρίου 2003.

    63

    Όπως προκύπτει από τη σύνοψη που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 824 και 874 της [επίμαχης] αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα στοιχεία:

    κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, η [Η. Lundbeck] και η Merck (GUK) ήταν τουλάχιστον δυνητικοί ανταγωνιστές στο Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του ΕΟΧ, και πραγματικοί ανταγωνιστές στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τη δεύτερη παράταση της συμφωνίας GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο·

    [η Η. Lundbeck] προέβη σε μεταβίβαση σημαντικής αξίας υπέρ της Merck (GUK) βάσει των συμφωνιών αυτών·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας συνδεόταν με την εκ μέρους της Merck (GUK) αποδοχή περιορισμών στην είσοδο στην αγορά που περιέχονταν στις προμνησθείσες συμφωνίες, και, ιδίως, με τη δέσμευσή της να μην πωλεί [την ΔΦΠ κιταλοπράμη που παρασκεύαζε η Natco Pharma] ή κάθε άλλη γενόσημο κιταλοπράμη στο Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του ΕΟΧ κατά την κρίσιμη διάρκεια των συμφωνιών αυτών·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας αντιστοιχούσε περίπου στα έσοδα τα οποία η Merck (GUK) προσδοκούσε να πραγματοποιήσει εάν εισερχόταν επιτυχώς στην αγορά·

    η [Η. Lundbeck] δεν θα μπορούσε να έχει επιτύχει τέτοιους περιορισμούς επικαλούμενη τα διπλώματά της ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που βάρυναν τη Merck (GUK) βάσει των συμφωνιών αυτών έβαιναν πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται υπέρ του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο·

    οι συμφωνίες αυτές δεν προέβλεπαν καμία δέσμευση της [Η. Lundbeck] να απέχει από την άσκηση αγωγών λόγω προσβολής κατά της Merck (GUK) σε περίπτωση που η τελευταία εισερχόταν στην αγορά με γενόσημο κιταλοπράμη μετά την εκπνοή αυτών.

    64

    Οι δύο συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Arrow και της [Η. Lundbeck] κρίθηκαν ως συνιστώσες ενιαία και συνεχή παράβαση με διάρκεια από την 24η Ιανουαρίου 2002 έως την 20ή Οκτωβρίου 2003.

    65

    Όπως προκύπτει από τις συνόψεις που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 962 και 1013 της [επίμαχης] αποφάσεως, σχετικά αντιστοίχως με τη συμφωνία Arrow UK και με τη Δανική συμφωνία Arrow, η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα στοιχεία:

    κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών αυτών, η [Η. Lundbeck] και η Arrow ήταν ανταγωνιστές, τουλάχιστον δυνητικοί, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία·

    η [Η. Lundbeck] προέβη σε μεταβίβαση σημαντικής αξίας υπέρ της Arrow δυνάμει των συμφωνιών αυτών·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας συνδεόταν με την εκ μέρους της Arrow αποδοχή των περιορισμών στην είσοδό της στην αγορά κιταλοπράμης στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία που περιέχονταν στις εν λόγω συμφωνίες, ειδικότερα με τη δέσμευση της Arrow να μην πωλεί γενόσημο κιταλοπράμη ως προς την οποία η [Η. Lundbeck] θεωρούσε ότι προσέβαλλε τα διπλώματά της ευρεσιτεχνίας, τούτο δε κατά την αντίστοιχη διάρκεια των συμφωνιών αυτών·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Arrow εάν εισερχόταν στην αγορά με επιτυχία·

    η [Η. Lundbeck] δεν θα μπορούσε να επιτύχει τέτοιους περιορισμούς μέσω των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που βάρυναν την Arrow δυνάμει των συμφωνιών αυτών έβαιναν πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται υπέρ του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο·

    οι συμφωνίες αυτές δεν προέβλεπαν καμία δέσμευση εκ μέρους της [Η. Lundbeck] να απέχει από την άσκηση αγωγών λόγω προσβολής κατά της Arrow, σε περίπτωση που η τελευταία, μετά την εκπνοή κάποιας εκ των συμφωνιών αυτών, εισερχόταν στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Δανίας με γενόσημο κιταλοπράμη.

    66

    Όσον αφορά τη συμφωνία Alpharma, όπως προκύπτει από τη σύνοψη που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1087 της [επίμαχης] αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα στοιχεία:

    κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αυτής, η [Η. Lundbeck] και η Alpharma ήταν ανταγωνιστές, τουλάχιστον δυνητικοί, σε πολλές χώρες του ΕΟΧ·

    η [Η. Lundbeck] προέβη σε μεταβίβαση σημαντικής αξίας υπέρ της Alpharma δυνάμει της συμφωνίας αυτής·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας συνδεόταν με την εκ μέρους της Alpharma αποδοχή των περιορισμών στην είσοδό της στην αγορά που περιέχονταν στην εν λόγω συμφωνία, ειδικότερα με τη δέσμευση της Alpharma να μην πωλεί γενόσημο κιταλοπράμη εντός του ΕΟΧ κατά την κρίσιμη περίοδο·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Alpharma εάν εισερχόταν στην αγορά με επιτυχία·

    η [Η. Lundbeck] δεν θα μπορούσε να επιτύχει τέτοιους περιορισμούς μέσω [του διπλώματός] της ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση και [του διπλώματός της ευρεσιτεχνίας] για την απόσταξη με μεμβράνη, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που βάρυναν την Alpharma βάσει της συμφωνίας αυτής έβαιναν πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται υπέρ του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο·

    η συμφωνία δεν προέβλεπε καμία δέσμευση εκ μέρους της [Η. Lundbeck] να απέχει από την άσκηση αγωγών λόγω προσβολής κατά της Alpharma, σε περίπτωση που η τελευταία εισερχόταν στην αγορά με γενόσημο κιταλοπράμη μετά την εκπνοή της συμφωνίας αυτής.

    67

    Όσον αφορά τη συμφωνία Ranbaxy, όπως προκύπτει από τη σύνοψη που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1174 της [επίμαχης] αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα στοιχεία:

    κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αυτής, η [Η. Lundbeck] και η Ranbaxy ήταν ανταγωνιστές, τουλάχιστον δυνητικοί, εντός του ΕΟΧ·

    η [Η. Lundbeck] προέβη σε μεταβίβαση σημαντικής αξίας υπέρ της Ranbaxy βάσει της συμφωνίας αυτής·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας συνδεόταν με την εκ μέρους της Ranbaxy αποδοχή των περιορισμών στην είσοδό της στην αγορά που περιέχονταν στην εν λόγω συμφωνία, ειδικότερα με τη δέσμευση της Ranbaxy να μην παράγει και να μην πωλεί τη δική της κιταλοπράμη εντός του ΕΟΧ κατά την κρίσιμη περίοδο, ούτε μέσω των δικών της θυγατρικών ούτε μέσω τρίτων·

    η εν λόγω μεταβίβαση αξίας υπερέβαινε σημαντικά τα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ranbaxy από την πώληση της γενόσημου κιταλοπράμης που είχε παραγάγει μέχρι τότε·

    η [Η. Lundbeck] δεν θα μπορούσε να επιτύχει τέτοιους περιορισμούς επικαλούμενη τα διπλώματά της ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που βάρυναν τη Ranbaxy βάσει της συμφωνίας αυτής έβαιναν πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται υπέρ του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο·

    η συμφωνία δεν προέβλεπε καμία δέσμευση εκ μέρους της [Η. Lundbeck] να απέχει από την άσκηση αγωγών λόγω προσβολής κατά της Ranbaxy, σε περίπτωση που η τελευταία εισερχόταν στην αγορά με τη γενόσημο κιταλοπράμη της μετά την εκπνοή της [εν λόγω] συμφωνίας.

    68

    Η Επιτροπή επέβαλε επίσης πρόστιμα σε όλα τα μέρη που μετείχαν στις επίμαχες συμφωνίες. Για τον σκοπό αυτό, εφάρμοσε τις [κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων]. Ως προς τη[ν Η. Lundbeck], η Επιτροπή ακολούθησε τη γενική μεθοδολογία που περιγράφεται στις [κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων], που βασίζεται στην αξία των πωλήσεων του οικείου προϊόντος τις οποίες πραγματοποίησε κάθε μετέχων σε σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 1316 έως 1358 της [επίμαχης] αποφάσεως). Αντιθέτως, όσον αφορά τα λοιπά μέρη που μετείχαν στις επίμαχες συμφωνίες, δηλαδή [τους κατασκευαστές] γενοσήμων [φαρμάκων], έκανε χρήση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 37 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δυνατότητας να αποκλίνει από την ως άνω μεθοδολογία, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η υπόθεση ως προς τα μέρη αυτά (αιτιολογική σκέψη 1359 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    69

    Επομένως, όσον αφορά τα μέρη που μετείχαν στις επίμαχες συμφωνίες πέραν της [Η. Lundbeck], η Επιτροπή έκρινε ότι, προκειμένου να προσδιορίσει το βασικό ποσό του προστίμου και να εξασφαλισθεί ο επαρκώς αποτρεπτικός χαρακτήρας του, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αξία των ποσών που τους είχε μεταβιβάσει η [Η. Lundbeck] βάσει των επίμαχων συμφωνιών, τούτο δε χωρίς διάκριση των παραβάσεων αναλόγως της φύσεως ή της γεωγραφικής τους εμβέλειας, ή σε συνάρτηση με τα τμήματα της αγοράς των οικείων επιχειρήσεων, παράγοντες που συνυπολογίσθηκαν στην [επίμαχη] απόφαση μόνον χάριν πληρότητας (αιτιολογική σκέψη 1361 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    70

    Ως προς τη[ν Η. Lundbeck], αντιθέτως, η Επιτροπή εφάρμοσε τη γενική μέθοδο που περιγράφεται στις [κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων], βασιζόμενη στην αξία των πωλήσεων στην οικεία αγορά. Δεδομένου ότι οι πωλήσεις κιταλοπράμης της [Η. Lundbeck] είχαν μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των επίμαχων συμφωνιών και δεν κάλυπταν ένα πλήρες λογιστικό έτος, η Επιτροπή υπολόγισε μια μέση ετήσια αξία των πωλήσεων. Για τον σκοπό αυτό, υπολόγισε κατ’ αρχάς τη μέση μηνιαία αξία των εκ μέρους της [Η. Lundbeck] πωλήσεων κιταλοπράμης κατά τη διάρκεια κάθε επίμαχης συμφωνίας και, ακολούθως, πολλαπλασίασε επί δώδεκα την αξία αυτή (αιτιολογική σκέψη 1326 και υποσημείωση 2215 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    71

    Η Επιτροπή επέβαλε εξάλλου τέσσερα επιμέρους πρόστιμα στη[ν Η. Lundbeck], καθότι έκρινε ότι οι έξι επίμαχες συμφωνίες συνεπάγονταν τέσσερις επιμέρους παραβάσεις, στο μέτρο που οι δύο συμφωνίες μεταξύ της [Η. Lundbeck] και της Merck (GUK) συνεπάγονταν μια ενιαία και διαρκή παράβαση, όπως και οι δύο συμφωνίες μεταξύ της [Η. Lundbeck] και της Arrow. Προκειμένου να μην καταλήξει σε δυσανάλογο πρόστιμο, η Επιτροπή εφάρμοσε, εντούτοις, διορθωτικό συντελεστή προς τα κάτω λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων, βασιζόμενη σε μια μέθοδο που αντανακλούσε τις γεωγραφικές και χρονικές αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων παραβάσεων (αιτιολογική σκέψη 1329 της [επίμαχης] αποφάσεως). Η μέθοδος αυτή είχε ως αποτέλεσμα μείωση κατά 15 % για κάθε παράβαση όπου διαπιστώθηκαν αλληλεπικαλύψεις (υποσημείωση 2218 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    72

    Λόγω της βαρύτητας των διαπιστωθεισών παραβάσεων, τις οποίες η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «σοβαρές» καθότι [οι επίμαχες συμφωνίες] συνεπάγονταν αποκλεισμό [από την] αγορ[ά], λόγω του υψηλού μεριδίου αγοράς της [Η. Lundbeck] όσον αφορά τα προϊόντα που αφορούσαν οι παραβάσεις αυτές, λόγω της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειας των επίμαχων συμφωνιών και λόγω του γεγονότος ότι είχε υλοποιηθεί το σύνολο των συμφωνιών αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι το εφαρμοστέο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων έπρεπε να ορισθεί στο 11 % για τις παραβάσεις εκείνες με γεωγραφική εμβέλεια το σύνολο του ΕΟΧ και στο 10 % για τις υπόλοιπες (αιτιολογικές σκέψεις 1331 και 1332 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    73

    Η Επιτροπή εφάρμοσε πολλαπλασιαστικό συντελεστή στο ποσό αυτό προκειμένου να λάβει υπόψη τη διάρκεια των παραβάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 1334 έως 1337 της [επίμαχης] αποφάσεως) και συμπληρωματικό ποσό 10 % για την πρώτη διαπραχθείσα παράβαση, ήτοι εκείνη σε σχέση με τις συμφωνίες που συνήφθησαν με την Arrow, κατ’ εφαρμογήν [του σημείου] 25 των [κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων], προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις [H. Lundbeck και Lundbeck Ltd] θα είχαν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα (αιτιολογική σκέψη 1340 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    74

    Λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρκειας της έρευνας, η Επιτροπή χορήγησε, ωστόσο, μείωση κατά 10 % επί του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν σε όλους τους αποδέκτες της [επίμαχης] αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 1349 και 1380 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    75

    Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η συμφωνία GUK για το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υπογραφεί από τη Lundbeck Ltd, η Επιτροπή επέβαλε συνολικό πρόστιμο 93766000 ευρώ στη[ν Η. Lundbeck], εκ των οποίων 5306000 ευρώ από κοινού και εις ολόκληρον με τη Lundbeck Ltd, το οποίο αναλύεται ως εξής (αιτιολογικές σκέψεις 1238, 1358 και άρθρο 2 της [επίμαχης] αποφάσεως):

    19893000 ευρώ για τις συμφωνίες που συνήφθησαν με τη Merck (GUK), εκ των οποίων 5306000 ευρώ από κοινού και εις ολόκληρον με τη Lundbeck Ltd·

    12951000 ευρώ για τις συμφωνίες που συνήφθησαν με την Arrow·

    31968000 ευρώ για τη συμφωνία που συνήφθη με την Alpharma·

    28954000 ευρώ για τη συμφωνία που συνήφθη με τη Ranbaxy.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    7

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 2013, η H. Lundbeck και η Lundbeck Ltd (στο εξής, από κοινού: Lundbeck) άσκησαν προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως και τη μείωση των προστίμων που τους επέβαλε η Επιτροπή.

    8

    Προς στήριξη της προσφυγής η Lundbeck προέβαλε δέκα λόγους ακυρώσεως, η δε υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της απορρίψεως μόνον του πρώτου, του δευτέρου, του τρίτου, του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου, του ενάτου και του δεκάτου εξ αυτών. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Lundbeck έβαλλε κατά της περιεχόμενης στην επίμαχη απόφαση διαπιστώσεως ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και η Lundbeck ήταν τουλάχιστον δυνητικοί ανταγωνιστές κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών. Με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο προβαλλόταν, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξαιτίας του εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμού των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου». Με τον ένατο και τον δέκατο λόγο, η Lundbeck έβαλλε, επικουρικώς, κατά της επιβολής προστίμων εις βάρος της και, όλως επικουρικώς, κατά του υπολογισμού του ποσού των εν λόγω προστίμων.

    9

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    10

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2016, η Lundbeck άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

    11

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2016, η Lundbeck ζήτησε από το Δικαστήριο να επιφυλάξει, έναντι της Εuropean Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA), παρεμβαίνουσας πρωτοδίκως, εμπιστευτική μεταχείριση στo εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως, όμοια με εκείνη που επιφύλαξε στην ίδια απόφαση το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑472/13 (Lundbeck κατά Επιτροπής). Με διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 Ρ, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:967), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ανωτέρω αίτημα. Επομένως, στην EFPIA επιδόθηκε μόνον ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως.

    12

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Μαρτίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 5ης Ιουλίου 2017, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 Ρ, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:532), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ανωτέρω αίτημα. Εντούτοις, κατόπιν αιτήματος της Lundbeck, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επιφύλαξε, έναντι του κράτους μέλους αυτού, εμπιστευτική μεταχείριση στο εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως, οπότε του επιδόθηκε μόνον ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της εν λόγω αποφάσεως.

    13

    Κατόπιν της από 17 Μαρτίου 2017 αιτήσεως της Lundbeck, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου της επέτρεψε να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως.

    14

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Μαΐου 2017, η Επιτροπή ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος ανταπαντήσεως. Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ανωτέρω αίτημα.

    15

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιουλίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος παρεμβάσεως. Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το ανωτέρω αίτημα.

    16

    Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει επίσης υπέρ της Επιτροπής και στις υποθέσεις C‑586/16 P [Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής], C‑588/16 P [Generics (UK) κατά Επιτροπής], C‑601/16 P (Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής), C‑611/16 P (Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής) και C‑614/16 P (Merck κατά Επιτροπής), οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως. Με διατάξεις της 25ης Οκτωβρίου 2017, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (C‑586/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:831), της 25ης Οκτωβρίου 2017, Generics (UK) κατά Επιτροπής (C‑588/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:829), της 25ης Οκτωβρίου 2017, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (C‑601/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:826), της 25ης Οκτωβρίου 2017, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:825), και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Merck κατά Επιτροπής (C‑614/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:828), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτά τα ανωτέρω αιτήματα. Εντούτοις, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2017, Lundbeck κατά Επιτροπής (C‑591/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:532), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επιφύλαξε σε όλες τις ως άνω υποθέσεις, έναντι του εν λόγω κράτους μέλους, εμπιστευτική μεταχείριση, μεταξύ άλλων, στο εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως, οπότε στο Ηνωμένο Βασίλειο επιδόθηκε μόνον ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως αυτής.

    17

    Μετά την κατάθεση των υπομνημάτων ανταπαντήσεως της EFPIA και της Επιτροπής καθώς και την κατάθεση εκ μέρους της Lundbeck, της EFPIA και της Επιτροπής του υπομνήματος αντικρούσεως επί του υπομνήματος παρεμβάσεως που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, η έγγραφη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση περατώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017.

    18

    Στις 27 Νοεμβρίου 2018, το Δικαστήριο αποφάσισε να ανατεθεί η υπό κρίση υπόθεση στο τέταρτο τμήμα, το οποίο θα αποφαινόταν κατόπιν επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κοινής για την υπό κρίση υπόθεση και για τις υποθέσεις C‑586/16 P [Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής], C‑588/16 P [Generics (UK) κατά Επιτροπής], C‑601/16 P (Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής), C‑611/16 P (Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής) και C‑614/16 P (Merck κατά Επιτροπής), και έχοντας ακούσει τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα.

    19

    Βάσει του άρθρου 61, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, στις 29 Νοεμβρίου 2018, διαβίβασε στους διαδίκους της παρούσας υποθέσεως σειρά γραπτών ερωτήσεων επί των οποίων καλούνταν να απαντήσουν προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και ένα προσωρινό χρονοδιάγραμμα για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπου εκτίθετο λεπτομερώς η διεξαγωγή της. Κατόπιν υποβολής των παρατηρήσεων των διαδίκων, στις 22 Ιανουαρίου 2019 τους διαβιβάσθηκε οριστικό χρονοδιάγραμμα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    20

    Η κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση για την υπό κρίση υπόθεση και για τις προμνησθείσες στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως υποθέσεις διεξήχθη στις 24 Ιανουαρίου 2019.

    21

    Στις 6 Φεβρουαρίου 2020, η γενική εισαγγελέας απηύθυνε, βάσει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας, στους διαδίκους της παρούσας υποθέσεως ερώτηση προς γραπτή απάντηση (στο εξής: ερώτηση προς γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020), με την οποία τους κάλεσε να λάβουν θέση επί της ενδεχόμενης επιρροής της αποφάσεως της 30ης Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52) επί των λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση σε σχέση με την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, καθώς και σε σχέση με τον χαρακτηρισμό των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Lundbeck και των τελευταίων ως «περιορισμών ως εκ του αποτελέσματος». Οι απαντήσεις στην ανωτέρω ερώτηση περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 6 Μαρτίου 2020.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    22

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Lundbeck ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση κατά το μέρος που την αφορά ή, επικουρικώς, να ακυρώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν βάσει της επίμαχης αποφάσεως ή, όλως επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το ποσό των εν λόγω προστίμων·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και στα λοιπά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Lundbeck στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

    να αναπέμψει, εφόσον παραστεί ανάγκη, την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την απόφαση του Δικαστηρίου, και

    να λάβει οιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει πρόσφορο.

    23

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και

    να καταδικάσει τη Lundbeck στα δικαστικά έξοδα.

    24

    Η EFPIA ζητεί από το Δικαστήριο:

    να δεχθεί, εν όλω ή εν μέρει, την αίτηση αναιρέσεως·

    να αναπέμψει, εφόσον παραστεί ανάγκη, την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την απόφαση του Δικαστηρίου, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία η ίδια υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    25

    Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    26

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Lundbeck προβάλλει έξι λόγους.

    27

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επικύρωσε τον εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου», μολονότι αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο.

    28

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν εφάρμοσε το κατάλληλο νομικό κριτήριο για να καθορίσει εάν πέντε από τις έξι επίμαχες συμφωνίες –ήτοι η συμφωνία GUK για τον ΕΟΧ, η συμφωνία Arrow UK, η δανική συμφωνία Arrow, η συμφωνία Alpharma και η συμφωνία Ranbaxy– συνεπάγονταν περιορισμούς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων στις εν λόγω συμφωνίες.

    29

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck υποστηρίζει ότι, ακόμη και εάν το Γενικό Δικαστήριο βασίμως έκρινε κατά νόμον ότι τουλάχιστον πέντε από τις έξι επίμαχες συμφωνίες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, εντούτοις εσφαλμένως συνήγαγε ότι οι συμφωνίες αυτές περιόριζαν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου.

    30

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και σε αντιφάσεις, καθόσον επιβεβαίωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ήταν πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές της Lundbeck κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών, ανεξαρτήτως του εάν τα προϊόντα των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων προσέβαλλαν τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο.

    31

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς επικύρωσε τα πρόστιμα που της επέβαλε η Επιτροπή.

    32

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως η Lundbeck υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου επικύρωση του τρόπου υπολογισμού των προστίμων που της επέβαλε η Επιτροπή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    33

    Πρέπει να εξετασθούν, κατ’ αρχάς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, στη συνέχεια, από κοινού, ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος και, τέλος, διαδοχικά, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    Επί των κρίσιμων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    34

    Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής ακυρώσεως, η Lundbeck υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε πολλαπλώς υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων που είχαν συνάψει τις επίμαχες συμφωνίες ήταν τουλάχιστον δυνητικοί ανταγωνιστές της Lundbeck κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών.

    35

    Ο ανωτέρω λόγος περιελάμβανε εννέα σκέλη, τα οποία απορρίφθηκαν, όλα, από το Γενικό Δικαστήριο ως αβάσιμα.

    36

    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στις σκέψεις 117 έως 133 καθώς και στις σκέψεις 157 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της Lundbeck κατά την οποία, αντιστοίχως, αφενός, η θέση σε κυκλοφορία γενόσημων φαρμάκων που προσβάλλουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τρίτων δεν αποτελεί έκφανση δυνητικού ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, η αμφισβήτηση έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν συνιστά πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα εισόδου στην αγορά.

    37

    Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η διαπίστωση περί δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων είχε τεκμηριωθεί εφόσον οι τελευταίοι διέθεταν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά καθώς και την ικανότητα να εισέλθουν σε αυτή, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων στοιχείων που συνεκτίμησε η Επιτροπή και της αποφάσεως της Lundbeck να καταβάλει σημαντικά ποσά στους παρασκευαστές αυτούς ώστε να παραμείνουν εκτός αγοράς κατά τη διάρκεια των επίμαχων συμφωνιών.

    38

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 124 και 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αντιστοίχως, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη καθόσον εκτίμησε ότι τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο δεν συνιστούσαν κατ’ ανάγκην ανυπέρβλητα εμπόδια για τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και ότι καθένας εξ αυτών διέθετε, ή μπορούσε να έχει στη διάθεσή του εντός αρκετά σύντομου χρονικού διαστήματος, γενόσημη εκδοχή κιταλοπράμης βασιζόμενη σε μεθόδους για τις οποίες δεν είχε αποδειχθεί ότι προσέβαλλαν οιοδήποτε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, επίσης, στη σκέψη 171 της αποφάσεως αυτής, ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ενέργειες των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων που σκοπούν στη χορήγηση των αδειών κυκλοφορίας στην αγορά (ΑΚΑ) που είναι αναγκαίες για την προετοιμασία της εισόδου τους στην αγορά.

    39

    Στο πλαίσιο εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη, στις σκέψεις 126 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Lundbeck γνώριζε ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση αποδεικνυόταν, κατ’ ουσίαν, όχι πολύ ισχυρό και μπορούσε να ακυρωθεί, ενώ συγχρόνως απέκλεισε, στις σκέψεις 142 και 147 της αποφάσεως αυτής, ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων και της Lundbeck στηριζόταν κατά κύριο λόγο σε υποκειμενικές εκτιμήσεις.

    40

    Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης, στις σκέψεις 134 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα των επίμαχων συμφωνιών και, στη σκέψη 254 της ίδιας αποφάσεως, έλαβε υπόψη στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ορισμένοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και η ίδια η Lundbeck διατηρούσαν αμφιβολίες ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών. Αντιθέτως, στη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν θεώρησε καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών, το γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι το ΕΓΔΕ επιβεβαίωσε το δίπλωμα αυτό το 2009 ως προς όλα τα κρίσιμα στοιχεία του.

    41

    Ακολούθως, προκειμένου να αποφανθεί επί του έκτου, το εβδόμου, του ογδόου και του ενάτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε για καθεμιά από τις επίμαχες συμφωνίες, εάν από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή μπορούσε πράγματι να αποδειχθεί σχέση δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ καθενός από τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και της Lundbeck, διαπιστώνοντας, ειδικότερα, στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή στηριζόταν σε ένα σύνολο παραγόντων, λαμβανομένων υπόψη της ειδικής κατάστασης καθενός από τους παρασκευαστές αυτούς κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών, καθώς και των ιδιαιτεροτήτων του φαρμακευτικού τομέα.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    42

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει επτά σκέλη, η Lundbeck διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και σε αντιφάσεις, καθόσον επιβεβαίωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η Lundbeck και οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ήταν τουλάχιστον δυνητικοί ανταγωνιστές.

    43

    Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Lundbeck υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, περιοριζόμενο να εξακριβώσει εάν οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων θα μπορούσαν να έχουν εισέλθει πραγματικά στην αγορά, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον παρέβλεψε την ύπαρξη νομικών εμποδίων, ήτοι των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο τα οποία αυτή κατέχει και τα οποία παρακωλύουν τη νόμιμη διείσδυση των εν λόγω παρασκευαστών στην αγορά, πράγμα που επιβεβαιώνεται στο σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας. Κατά τη Lundbeck, υποστηριζόμενη από την EFPIA, οσάκις υφίστανται αποκλειστικά δικαιώματα όπως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, η διαπίστωση περί υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού σε μια αγορά επιβάλλει στην Επιτροπή να εξακριβώσει εάν, ελλείψει της συμφωνίας την οποία εξετάζει, μια επιχείρηση θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να διεισδύσει νομίμως στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να προβεί σε εσφαλμένη κατανομή του βάρους αποδείξεως και, συνεπώς, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να κρίνει, στη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι οι μέθοδοι των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων δεν προσέβαλλαν τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να προσβάλει το τεκμήριο κύρους που ισχύει για τα νέα αυτά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και, ως εκ τούτου, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να κρίνει, στις σκέψεις 115 έως 132 και 149 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και εάν οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων διέθεταν μόνο κιταλοπράμη προστατευόμενη από τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, εντούτοις ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές της λόγω της δυνατότητάς τους να αμφισβητήσουν τα διπλώματα αυτά.

    44

    Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Lundbeck διατείνεται ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η ίδια είχε αμφιβολίες ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση, στηρίζεται σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων», δεδομένου ότι βασίζεται σε δύο μόνον έγγραφα της 22ας Νοεμβρίου 2002 και της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, τα οποία είναι μεταγενέστερα των επίμαχων συμφωνιών, πράγμα που είναι αντίθετο προς την παρατιθέμενη στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση, κατά την οποία αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα της συνάψεως των συμφωνιών αυτών δεν είναι δυνατόν να είναι καθοριστικά προκειμένου να εξετασθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού. Εξάλλου, στη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως εις βάρος της Lundbeck, απαιτώντας από αυτή να προσκομίσει στοιχεία ικανά να διευκρινίσουν ως προς τι θα διέφερε, πριν από τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, η εκ μέρους της εκτίμηση της πιθανότητας να ακυρωθεί το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση.

    45

    Με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Lundbeck υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στις σκέψεις 134 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι τα μεταγενέστερα των επίμαχων συμφωνιών αποδεικτικά στοιχεία, έστω και εάν είναι αντικειμενικά, δεν μπορούσαν να είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να εξετασθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και εκάστου των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων.

    46

    Με το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Lundbeck διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 225, 230, 255, 270, 286 και 330 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Merck (GUK) ήταν τουλάχιστον δυνητικός ανταγωνιστής της Lundbeck στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις λοιπές χώρες του ΕΟΧ, ότι η Arrow ήταν δυνητικός ανταγωνιστής της Lundbeck στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία και, τέλος, ότι η Alpharma και η Ranbaxy ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές της Lundbeck εντός του ΕΟΧ, επειδή, μεταξύ άλλων, οι εν λόγω παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν διέθεταν, κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών, ΑΚΑ ή ισοδύναμη άδεια για τη θέση σε κυκλοφορία του γενόσημου φαρμάκου τους στο έδαφος των οικείων κρατών. Επιπλέον, όσον αφορά την Arrow και την Alpharma, στην εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο προστίθεται πρόδηλη μη λήψη υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων.

    47

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    48

    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

    49

    Πλην όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Lundbeck στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον διαπίστωσε ότι η ίδια αμφέβαλλε ως προς το κύρος των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, καθώς και με την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου και του εβδόμου σκέλους του ίδιου λόγου αναιρέσεως, κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Merck (GUK) ήταν τουλάχιστον δυνητικός ανταγωνιστής της Lundbeck και ότι η Arrow, η Alpharma και η Ranbaxy ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές της Lundbeck στις κρίσιμες περιοχές παραλείποντας να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία, τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση ή αξιολόγηση των πραγματικών ή αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς η Lundbeck να ισχυρίζεται, ούτε κατά μείζονα λόγο να αποδεικνύει, οιαδήποτε παραμόρφωση των εν λόγω στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο.

    50

    Ως εκ τούτου, τα προπαρατεθέντα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του δευτέρου, του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου και του εβδόμου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτα.

    51

    Τουναντίον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, τα λοιπά σκέλη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, καθώς και τα όσα επιπλέον προβάλλονται στο πλαίσιο του δευτέρου, του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου και του εβδόμου σκέλους αποτελούν νομικά ζητήματα που υπόκεινται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

    52

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να εμπίπτει μια συμπεριφορά επιχειρήσεων στην προβλεπόμενη στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κατ’ αρχήν απαγόρευση, πρέπει όχι μόνο να προκύπτει από τη συμπεριφορά αυτή η ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ τους –ήτοι η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεως ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής– αλλά πρέπει επίσης η συμπαιγνία αυτή να επηρεάζει δυσμενώς και σημαντικά τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 31].

    53

    Η τελευταία ως άνω απαίτηση προϋποθέτει, όσον αφορά συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, ότι η εν λόγω συμπαιγνία χωρεί μεταξύ επιχειρήσεων που τελούν σε κατάσταση ανταγωνισμού, εάν όχι πραγματικού, τουλάχιστον δυνητικού [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 32].

    54

    Προκειμένου να εκτιμηθεί εάν μια μη δραστηριοποιούμενη σε αγορά επιχείρηση τελεί σε σχέση δυνητικού ανταγωνισμού με μία η περισσότερες άλλες επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά, πρέπει να καθορισθεί εάν υπάρχουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες για την πρώτη να εισέλθει στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στην αγορά [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    55

    Όταν πρόκειται για συμφωνίες, όπως οι επίμαχες, οι οποίες έχουν ως συνέπεια τον προσωρινό αποκλεισμό περισσοτέρων επιχειρήσεων από την αγορά, πρέπει να καθορισθεί, με γνώμονα τη δομή της αγοράς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της, εάν, ελλείψει των εν λόγω συμφωνιών, θα υπήρχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν οι επιχειρήσεις αυτές στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθούν τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σ’ αυτή [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 37 και 39].

    56

    Όσον αφορά ειδικότερα τέτοιες συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο του ανοίγματος στους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων της αγοράς ενός φαρμάκου, το οποίο περιέχει δραστική ουσία που έχει περιέλθει πρόσφατα σε δημόσια χρήση, πρέπει να αποδειχθεί, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των κανονιστικών περιορισμών που προσιδιάζουν στον τομέα του φαρμάκου, καθώς και των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, ιδίως, των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατέχουν οι παρασκευαστές πρωτότυπων φαρμάκων για μία ή περισσότερες μεθόδους παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 40 και 41], εάν ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων έχει πράγματι τη σταθερή βούληση καθώς και την ικανότητα να εισέλθει στην αγορά και δεν προσκρούει σε ανυπέρβλητους φραγμούς εισόδου στην αγορά [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 58].

    57

    Προς τούτο, πρέπει να εκτιμηθεί, πρώτον, εάν, κατά την ημερομηνία συνάψεως τέτοιων συμφωνιών, ο εν λόγω παρασκευαστής είχε προβεί σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα καθιστούσαν δυνατή την πρόσβασή του στη σχετική αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων. Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί ότι η είσοδος στην αγορά ενός τέτοιου παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων δεν προσκρούει σε ανυπέρβλητους φραγμούς εισόδου [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 43 και 45]. Εξάλλου, η διαπίστωση περί δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων και παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων μπορεί να επιβεβαιωθεί από πρόσθετα στοιχεία, όπως η σύναψη συμφωνίας μεταξύ τους μολονότι ο πρώτος δεν δραστηριοποιούνταν στη σχετική αγορά [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 54 έως 56].

    58

    Όσον αφορά ειδικότερα την εκτίμηση της ύπαρξης στη σχετική αγορά ανυπέρβλητων εμποδίων στην είσοδο, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η ύπαρξη διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο προστατεύει τη μέθοδο παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση δεν είναι δυνατόν, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ανυπέρβλητος φραγμός, παρά το τεκμήριο εγκυρότητας του διπλώματος αυτού, δεδομένου ότι αυτό ουδόλως προδικάζει, για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, την έκβαση ενδεχόμενης ένδικης διαφοράς αφορώσας το κύρος του εν λόγω διπλώματος [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 46 έως 51].

    59

    Συνεπώς, η ύπαρξη τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν είναι δυνατόν, αυτή καθεαυτήν, να εμποδίζει να χαρακτηρισθεί ως «δυνητικός ανταγωνιστής» του παρασκευαστή του οικείου πρωτότυπου φαρμάκου ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων ο οποίος έχει πράγματι σταθερή βούληση καθώς και ικανότητα εισόδου στην αγορά και ο οποίος, με τις ενέργειές του, δείχνει πρόθυμος να αμφισβητήσει το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας και να αναλάβει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει, κατά την είσοδό του στην αγορά, αγωγή λόγω προσβολής που θα ασκήσει ο δικαιούχος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ.,C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 50].

    60

    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι δεν απόκειται στην οικεία αρχή ανταγωνισμού να εξετάσει την ισχύ του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή την πιθανότητα να καταλήξει η διαφορά μεταξύ του κατόχου του και ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων στη διαπίστωση ότι το δίπλωμα αυτό είναι έγκυρο και υπέστη προσβολή [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 50].

    61

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Lundbeck, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και, ιδίως, δεν παραβίασε το τεκμήριο εγκυρότητας που ισχύει, μεταξύ άλλων, για τα νέα της διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, ούτε παρέβη τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, καθόσον απεφάνθη, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τις σκέψεις 117 έως 132, 157 έως 167 και 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν απέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει θετικά ότι η κιταλοπράμη την οποία σκόπευαν να εμπορευθούν οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν προσέβαλλε τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο και ότι η κατοχή τέτοιων διπλωμάτων από την τελευταία δεν εμπόδιζε τη διαπίστωση περί υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ αυτής και των εν λόγω παρασκευαστών.

    62

    Πράγματι, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, στις σκέψεις 117, 119 και 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τόσο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όσο και των σχέσεων ανταγωνισμού στη σχετική αγορά καθώς και τη συγκεκριμένη, εν προκειμένω, περίπτωση στην οποία, αφενός, είχαν λήξει τα αρχικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck, τα οποία αφορούσαν τόσο τη ΔΦΟ κιταλοπράμη όσο και τις μεθόδους παραγωγής μέσω αλκυλίωσης και μέσω κυανοποίησης και, αφετέρου, υπήρχαν άλλες μέθοδοι για την παραγωγή γενόσημου κιταλοπράμης, ως προς τις οποίες δεν είχε αποδειχθεί ότι προσέβαλλαν άλλα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 124 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη καθόσον εκτίμησε ότι τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο δεν συνιστούσαν οπωσδήποτε ανυπέρβλητα εμπόδια για τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων, οι οποίοι επιθυμούσαν και ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στην αγορά κιταλοπράμης, και οι οποίοι είχαν ήδη προβεί σε σημαντικές επενδύσεις για τον σκοπό αυτό κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών.

    63

    Επιπλέον, στη σκέψη 159 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι, εκτός αν γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ανταγωνισμού, η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού δεν απαιτεί να αποδειχθεί ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων θα είχαν μετά βεβαιότητος εισέλθει στην αγορά και ότι η είσοδος αυτή θα είχε οπωσδήποτε στεφθεί με επιτυχία, αλλά αποκλειστικώς ότι οι εν λόγω παρασκευαστές είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες επί τούτω.

    64

    Εξάλλου, το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων τελούσαν σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με τη Lundbeck δεν κλονίζεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας, και ειδικότερα από το σημείο 29 αυτών. Πράγματι, αφενός, το σημείο αυτό εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας προς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι προσομοιάζουν οι επίμαχες συμφωνίες. Αφετέρου, από το εν λόγω σημείο προκύπτει ότι η διαπίστωση της Επιτροπής περί μη ύπαρξης ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ επιχειρήσεων που τελούν σε κατάσταση εμπλοκής προκληθείσας από αποκλειστικό δικαίωμα που καλύπτει τεχνολογία ισχύει μόνον «καταρχήν» και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε εξαιρέσεις, όπως εξάλλου αναφέρεται στο ίδιο σημείο, όπου γίνεται λόγος για «περιπτώσεις στις οποίες είναι ασαφές κατά πόσον ένα συγκεκριμένο δικαίωμα εκμετάλλευσης τεχνολογίας είναι έγκυρο και παραβιάζεται».

    65

    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    66

    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για να αποδειχθεί η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού, τουλάχιστον δυνητικού, μεταξύ της Lundbeck και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, υπομνήσθηκε ήδη στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως ότι, όσον αφορά συμφωνίες όπως οι επίμαχες, η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων πρέπει να εκτιμάται κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμφωνίας για τον φιλικό διακανονισμό της μεταξύ τους ένδικης διαφοράς που αφορά διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 43], λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εν λόγω συμφωνία συνάπτεται σε χρόνο κατά τον οποίο κάθε μέρος στη συμφωνία βρίσκεται σε αβεβαιότητα ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μέθοδο του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, καθώς και ως προς το εάν το γενόσημο φάρμακο που πρόκειται να διατεθεί στην αγορά από τον παρασκευαστή του συνεπάγεται προσβολή [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 52].

    67

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, σύμφωνα με την κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑469/15 P, EU:C:2017:308, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), κάθε αποδεικτικό στοιχείο, είτε προγενέστερο, είτε σύγχρονο, είτε ακόμη και μεταγενέστερο της συνάψεως της επίμαχης συμφωνίας, μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον αποδεικνύεται ικανό να αποσαφηνίσει την ύπαρξη ή μη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αυτής, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    68

    Αντιθέτως, και όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 90 και 91 των προτάσεών της, τέτοια αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με περιστατικά μεταγενέστερα της συνάψεως της εν λόγω συμφωνίας, και ιδίως εκείνα που αφορούν την επακόλουθη έκβαση της ένδικης διαφοράς, η οποία είχε δικαιολογήσει τη σύναψη της ίδιας συμφωνίας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί, και εν ανάγκη να αναιρεθεί εκ των υστέρων, η ύπαρξη σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών της εν λόγω συμφωνίας κατά τον χρόνο συνάψεώς της.

    69

    Συγκεκριμένα, τέτοια στοιχεία, άγνωστα στα μέρη κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμφωνίας, δεν είναι δυνατόν να είχαν επηρεάσει τη συμπεριφορά τους στην αγορά και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να είναι διαφωτιστικά για την ύπαρξη ή μη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αυτής.

    70

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 141 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα των επίμαχων συμφωνιών, εν προκειμένω έγγραφα τα οποία αντανακλούσαν την αντίληψη που είχαν οι μετέχοντες στις συμφωνίες αυτές σε σχέση με την ισχύ των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, δεδομένου ότι από τα στοιχεία αυτά δύναται να αποδειχθεί ποια ήταν η θέση των μετεχόντων στις εν λόγω συμφωνίες κατά τον χρόνο συνάψεώς τους.

    71

    To Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε εξάλλου σε αντιφάσεις καθόσον έλαβε συγχρόνως υπόψη, στις σκέψεις 141 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ίδια μεταγενέστερα των επίμαχων συμφωνιών αποδεικτικά στοιχεία και καθόσον αρνήθηκε, στις σκέψεις 136 και 143 έως 146 της αποφάσεως αυτής, να λάβει υπόψη άλλα στοιχεία τα οποία είχε προσκομίσει η Lundbeck, επίσης μεταγενέστερα των συμφωνιών αυτών, ήτοι κυρίως την επιβεβαίωση, τόσο από το τμήμα προσφυγών του ΕΓΔΕ όσο και από την υπηρεσία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας των Κάτω Χωρών, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την κρυστάλλωση ως προς όλα τα κρίσιμα στοιχεία του το 2009, ή ακόμη το γεγονός ότι η Lundbeck επέτυχε την «έκδοση προσωρινών διαταγών ή τη λήψη άλλου είδους προσωρινών μέτρων» στο 50 % και πλέον των διαδικασιών που είχε κινήσει κατά τα έτη 2002 και 2003.

    72

    Συγκεκριμένα, ενώ τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να συμβάλουν στο να αποδειχθεί ποια ήταν η θέση των μετεχόντων στις επίμαχες συμφωνίες κατά τον χρόνο συνάψεώς τους, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, τα δεύτερα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της συνάψεως των συμφωνιών αυτών και, κατά συνέπεια, άγνωστα στους μετέχοντες σε αυτές, δεν είναι δυνατόν, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 145 και 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να είχαν επηρεάσει τη συμπεριφορά τους στην αγορά και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να είναι διαφωτιστικά για την ύπαρξη ή μη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών.

    73

    Επιπροσθέτως, η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι συνήγαγε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ αυτής και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων βάσει υποκειμενικών αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στις σκέψεις 126 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    74

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής πρέπει να εκτιμάται βάσει των αντικειμενικών στοιχείων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, εντούτοις η ύπαρξη τέτοιου ανταγωνισμού μπορεί να επιβεβαιωθεί από πρόσθετα στοιχεία [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 54], συμπεριλαμβανομένων των υποκειμενικής φύσεως στοιχείων [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 42], εφόσον αυτά δεν αποδεικνύονται καθοριστικής σημασίας για τους σκοπούς της πραγματοποιούμενης εκτιμήσεως.

    75

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η συνεκτίμηση υποκειμενικών στοιχείων προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, εφόσον η εν λόγω σχέση δεν αποδεικνύεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο μέσω τέτοιων στοιχείων.

    76

    Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά την αντίληψη του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων για τον κίνδυνο που συνιστά για τα εμπορικά συμφέροντά του ο οικείος παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων, αντίληψη η οποία είναι κρίσιμη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, εφόσον υπαγορεύει τη συμπεριφορά στην αγορά του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 42 και 57].

    77

    Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 142 και 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως προς τις οποίες ουδόλως υποστηρίχθηκε, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδείχθηκε ότι απορρέουν από παραμόρφωση των πραγματικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε οριστικώς ότι εσφαλμένως η Lundbeck διατείνεται ότι στην επίμαχη απόφαση η Επιτροπή στηρίχθηκε «σχεδόν αποκλειστικώς» σε τέτοιες υποκειμενικές εκτιμήσεις προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της ίδιας και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων.

    78

    Συναφώς, στην προμνησθείσα σκέψη 142 επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έλεγχο των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων κάθε επιμέρους παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να εισέλθει στην αγορά, στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία όπως οι ήδη πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, οι ενέργειες που είχαν γίνει προκειμένου να ληφθούν ΑΚΑ και οι συμβάσεις προμήθειας που είχαν συναφθεί με τους προμηθευτές τους σε ΔΦΟ, μεταξύ άλλων. Επιπλέον, στη σκέψη 144 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το ισχυρότερο αποδεικτικό στοιχείο έγκειται στο ίδιο το γεγονός ότι η Lundbeck συνήψε συμφωνίες με τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων προκειμένου να καθυστερήσει την είσοδό τους στην αγορά, πράγμα το οποίο είχε ήδη επισημανθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    79

    Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Lundbeck στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντέστρεψε, στη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάρος αποδείξεως εις βάρος της Lundbeck. Στην προμνησθείσα σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στη διαπίστωση ότι η Lundbeck δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα που απορρέουν από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά την ευθύνη για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 80, και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά ΕπιτροπήςC‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 52).

    80

    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος, κατά το μέρος που είναι παραδεκτό, και το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    81

    Όσον αφορά, τέλος, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, στο πλαίσιο των οποίων η Lundbeck υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η ίδια τελούσε τουλάχιστον σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με τη Merck (GUK) στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις λοιπές χώρες του ΕΟΧ, σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με την Arrow στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία, καθώς και σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με την Alpharma και την Ranbaxy εντός του ΕΟΧ, επισημαίνεται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι εν μέρει απαράδεκτοι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον αποσκοπούν στην εκ μέρους του Δικαστηρίου επανεξέταση όλων ή μέρους των αποδεικτικών στοιχείων που εκτιμήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

    82

    Στο μέτρο που δεν επιδιώκουν τον ανωτέρω σκοπό, οι εν λόγω ισχυρισμοί της Lundbeck, αφενός, επαναλαμβάνουν τις μεθοδολογικές επικρίσεις, ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε, σε απάντηση επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, ότι ήταν αβάσιμες και, αφετέρου, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι διαπίστωσε την ύπαρξη δυνητικού ή τουλάχιστον δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, τούτο δε παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν διέθεταν ΑΚΑ για τα αντίστοιχα γενόσημα φάρμακά τους κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών.

    83

    Συναφώς, καίτοι η εκ μέρους παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων κατοχή ισχύουσας ΑΚΑ είναι ασφαλώς αναγκαία για την είσοδό του στην αγορά και, ως εκ τούτου, για να διαπιστωθεί πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ αυτού και ενός παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων που αντιστοιχούν στα προμνησθέντα γενόσημα φάρμακα, εντούτοις η μη κατοχή τέτοιας ΑΚΑ από παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων κατά τον χρόνο συνάψεως συμφωνίας με παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων δεν μπορεί, όπως υποστηρίζει η Lundbeck, να αποκλείσει, αυτή καθεαυτήν, κάθε δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο αυτών παρασκευαστών φαρμάκων.

    84

    Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε κατ’ ουσίαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, ελλείψει ανυπέρβλητου φραγμού στην είσοδο στην αγορά, η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων και παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προϋποθέτει αποκλειστικώς και μόνον ότι ο παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων προέβη σε επαρκείς προπαρασκευαστικές ενέργειες που καθιστούν δυνατή την πρόσβασή του στη σχετική αγορά εντός χρονικού διαστήματος ικανού να ασκήσει ανταγωνιστική πίεση στον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, χωρίς να είναι κρίσιμο το ζήτημα εάν οι εν λόγω ενέργειες ολοκληρωθούν όντως εγκαίρως ή αν τελεσφορήσουν, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 313 και 314 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    85

    Το Δικαστήριο είχε άλλωστε την ευκαιρία να επισημάνει επ’ αυτού ότι, στον φαρμακευτικό τομέα, μπορεί να υπάρξει δυνητικός ανταγωνισμός πολύ πριν από τη λήξη ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προστατεύει τη δραστική ουσία πρωτότυπου φαρμάκου, δεδομένου ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων επιδιώκουν να είναι έτοιμοι να εισέλθουν στην αγορά κατά τον χρόνο της λήξεως ισχύος [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 51].

    86

    Στις προπαρασκευαστικές αυτές ενέργειες, από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί η σταθερή βούληση καθώς και η ικανότητα ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά φαρμάκου περιέχοντος δραστική ουσία που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ενέργειες με τις οποίες επιδιώκεται να είναι ο εν λόγω παρασκευαστής σε θέση να αποκτήσει τις ΑΚΑ ή τις ισοδύναμες άδειες που απαιτούνται για την κυκλοφορία του γενόσημου φαρμάκου του στην αγορά, ενέργειες ως προς τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, εν προκειμένω, στις σκέψεις 171 έως 179, 230, 231, 246, 249, 269, 290 και 312 έως 326 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πραγματοποιήθηκαν από κάθε εμπλεκόμενο παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων και ότι επαρκούσαν ώστε να ασκηθεί ανταγωνιστική πίεση στη Lundbeck [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 134].

    87

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε στη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι ενέργειες καθενός από τους εμπλεκόμενους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων προς τον σκοπό να τους χορηγηθεί ΑΚΑ για τα οικεία φάρμακα συνιστούσαν κρίσιμες ενδείξεις ώστε να αποδειχθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ αυτών και της Lundbeck.

    88

    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι διαπιστώσεις περί δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της Lundbeck και εκάστου των παρασκευαστών των επίμαχων γενόσημων φαρμάκων στηρίζονται σε δέσμες συγκλινουσών ενδείξεων [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 44] καταδεικνύοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη όχι μόνον τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες καθενός από τους εν λόγω παρασκευαστές να λάβει ΑΚΑ ή τις ισοδύναμες άδειες, αλλά επίσης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ένα σύνολο παραγόντων σε σχέση με την ειδική κατάσταση κάθε παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών, καθώς και το γεγονός ότι η Lundbeck δεσμεύθηκε σε συμφωνίες με παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων που δεν δραστηριοποιούνταν ακόμη στην αγορά [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 55 έως 57].

    89

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε καθόσον κατέληξε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο συμπέρασμα ότι η Lundbeck τελούσε τουλάχιστον σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με τη Merck (GUK) στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις λοιπές χώρες του ΕΟΧ, όπως προκύπτει επίσης από τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν σήμερα στην υπόθεση C‑588/16 P, Generics (UK) κατά Επιτροπής (σκέψη 36), και στην υπόθεση C‑614/16 P, Merck κατά Επιτροπής (σκέψη 45), σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με την Arrow στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δανία, όπως προκύπτει επίσης από τη σκέψη 48 της αποφάσεως που δημοσιεύθηκε σήμερα στην υπόθεση C‑601/16 P, Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής, καθώς και σε κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού με την Alpharma και την Ranbaxy εντός του ΕΟΧ, όπως προκύπτει επίσης από τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν σήμερα στην υπόθεση C‑611/16 P, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (σκέψη 59), και στην υπόθεση C‑586/16 P, Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (σκέψη 43).

    90

    Κατά συνέπεια, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, κατά το μέρος που είναι παραδεκτά, να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    91

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    92

    Με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Lundbeck αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Ως εκ τούτου, οι λόγοι αυτοί πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

    Επί των κρίσιμων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    93

    Με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνταν, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ως προς τους οποίους βάλλεται, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, μόνον η απόρριψη του δεύτερου, του τρίτου, του τετάρτου και του έκτου λόγου, η Lundbeck υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι οι επίμαχες συμφωνίες έπρεπε να χαρακτηρισθούν, στην επίμαχη απόφαση, ως «περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου».

    94

    Αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 338 έως 344 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις αρχές και τη νομολογία σε σχέση με τον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε άπαντες τους προμνησθέντες λόγους ακυρώσεως.

    95

    Προς απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά καθώς και έλλειψη αιτιολογίας κατά την αξιολόγηση του ρόλου των μεταβιβάσεων αξίας στις επίμαχες συμφωνίες, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 361 έως 363 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μετέχοντα στις συμφωνίες αυτές μέρη διαφωνούσαν ως προς το κατά πόσον τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να αποκλείσουν τυχόν είσοδο της γενόσημου κιταλοπράμης στην αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να διαδραμάτισαν τα εν λόγω διπλώματα καθοριστικό ρόλο στη δέσμευση των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων να μην εισέλθουν στην αγορά.

    96

    Στη σκέψη 366 της αποφάσεως αυτής το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην επίμαχη απόφαση, σε ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να αποδείξει ότι το ύψος των αντίστροφων πληρωμών της Lundbeck υπέρ των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων ήταν εκείνο που κυρίως τις παρότρυνε να αποδεχθούν περιορισμούς στη συμπεριφορά τους, και όχι η ύπαρξη των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο ή ακόμη η πρόθεση να αποφύγουν τα έξοδα που τυχόν συνεπάγεται μια ένδικη διαφορά.

    97

    Επιπλέον, αφού αναφέρθηκε στα επιχειρήματα της Lundbeck όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι αποζημιώσεις τις οποίες ενδέχεται να υποχρεωθούν να καταβάλουν οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είναι συχνά πολύ χαμηλότερες από τις ζημίες που υπέστη ο παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων σε περίπτωση παράνομης εισόδου στην αγορά, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 387 της εν λόγω αποφάσεως, ότι δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να μετριάζουν τα αποτελέσματα κανόνων δικαίου τους οποίους θεωρούν υπερβολικά δυσμενείς, προβαίνοντας σε συμπράξεις που έχουν ως σκοπό την εξάλειψη των εν λόγω δυσμενών αποτελεσμάτων με το πρόσχημα ότι η νομοθεσία αυτή ανατρέπει την ισορροπία σε βάρος τους.

    98

    Τέλος, στις σκέψεις 398 και 399 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Lundbeck ότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν περιείχαν καμία ρήτρα που να παρεμποδίζει τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων να αμφισβητήσουν το κύρος των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, με αποτέλεσμα οι εν λόγω συμφωνίες να μην έχουν εξαλείψει κάθε κίνητρό τους να εισέλθουν στην αγορά. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι η επίμαχη απόφαση διαπίστωνε μόνον ότι οι προβλεπόμενες από τις επίμαχες συμφωνίες αντίστροφες πληρωμές ενθάρρυναν ή παρακίνησαν τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων να αποδεχθούν περιορισμούς στην εμπορική τους αυτονομία, τους οποίους δεν θα είχαν αποδεχθεί ελλείψει αυτών, και όχι ότι εξάλειψαν κάθε σχετικό κίνητρο και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, μολονότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν περιείχαν καμία ρήτρα περί μη αμφισβητήσεως, οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν είχαν κανένα συμφέρον να αμφισβητήσουν τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο αφότου συνήψαν τις επίμαχες συμφωνίες, εφόσον οι αντίστροφες πληρωμές αντιστοιχούσαν περίπου στα κέρδη που υπολόγιζαν να πραγματοποιήσουν σε περίπτωση εισόδου στην αγορά ή στις αποζημιώσεις που ενδεχομένως θα ελάμβαναν εάν δικαιώνονταν στις ένδικες διαφορές κατά της Lundbeck.

    99

    Προς απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των αρχών σχετικά με το περιοριστικό του ανταγωνισμού αντικείμενο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 435 και 438 αντιστοίχως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επίμαχες συμφωνίες ήταν συγκρίσιμες με συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού, και ότι δεν απαιτείται να έχει ήδη κατακριθεί από την Επιτροπή το ίδιο είδος συμφωνιών προκειμένου οι συμφωνίες να μπορούν να θεωρηθούν ως εκ του αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η επίμαχη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν δέχεται ότι, εν προκειμένω, το «αντίστροφο σενάριο» αποκλείει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 472 και 473 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όσον αφορά τους περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, η Επιτροπή όφειλε αποκλειστικώς να αποδείξει ότι οι επίμαχες συμφωνίες ήταν αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών τους, τους σκοπούς που επιδίωκαν, καθώς και το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονταν, χωρίς να οφείλει, ωστόσο, να εξετάσει τα αποτελέσματά τους, δεδομένου ότι η εξέταση του υποθετικού «αντίστροφου σεναρίου» θα ισοδυναμούσε περισσότερο με εξέταση των αποτελεσμάτων των επίμαχων συμφωνιών στην αγορά, παρά με αντικειμενική εξέταση του επαρκώς επιζήμιου χαρακτήρα τους έναντι του ανταγωνισμού.

    100

    Προς απόρριψη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν πλάνη περί το δίκαιο και έλλειψη αιτιολογίας κατά την απόρριψη του κριτηρίου του πεδίου εφαρμογής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως βασικού γνώμονα για την εκτίμηση των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού για διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 491 και 495 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επιχείρημα της Lundbeck, κατά το οποίο οι συμβατικοί περιορισμοί που εμπίπτουν στο χρονικό, τοπικό και υλικό πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν παραβιάζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού, διότι οι περιορισμοί αυτοί τελούν σε αναλογία προς εκείνους που είναι εγγενείς του σχετικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ενέχει διάφορα προβλήματα, αφενός, καθότι οδηγεί στη διαπίστωση ότι ένα γενόσημο φάρμακο προσβάλλει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και καθιστά κατ’ αυτόν τον τρόπο δυνατό τον αποκλεισμό του γενόσημου αυτού φαρμάκου με βάση τον ανωτέρω λόγο, ενώ δεν έχει επιλυθεί το ζήτημα εάν το γενόσημο φάρμακο συνεπάγεται προσβολή ή όχι και, αφετέρου, καθότι στηρίζεται στο τεκμήριο ότι κάθε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που προβάλλεται στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού θεωρείται έγκυρο σε περίπτωση αμφισβητήσεως του κύρους του, ενώ κάτι τέτοιο στερείται βάσεως νομικά ή στην πράξη, προσθέτοντας εξάλλου ότι το γεγονός ότι ορισμένοι περιορισμοί που περιέχονταν στις επίμαχες συμφωνίες εξελήφθησαν από την Επιτροπή ως εμπίπτοντες πιθανώς στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck υποδηλώνει αποκλειστικώς ότι η τελευταία θα μπορούσε να έχει επιτύχει ανάλογους περιορισμούς μέσω δικαστικών αποφάσεων που θα εκδίδονταν για την εφαρμογή των διπλωμάτων της ευρεσιτεχνίας, εφόσον δικαιώνονταν ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων. Στη σκέψη 515 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι το ζήτημα κατά πόσον οι περιεχόμενοι στις επίμαχες συμφωνίες περιορισμοί δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο θεωρήθηκε κρίσιμος, αλλά όχι καθοριστικός παράγοντας προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη περιορισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    101

    Προς απόρριψη του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθόσον στην επίμαχη απόφαση διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες συμφωνίες περιελάμβαναν περιορισμούς που υπερέβαιναν εκείνους που είναι εγγενείς στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχουν τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 539 και 572 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και εάν δεν υπερέβαιναν το πεδίο εφαρμογής των νέων αυτών διπλωμάτων, οι εν λόγω συμφωνίες αποτέλεσαν εντούτοις περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι επρόκειτο για συμπράξεις αποσκοπούσες στο να καθυστερήσουν την είσοδο των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων στην αγορά, με αντάλλαγμα σημαντικές αντίστροφες πληρωμές, οι οποίες μετέτρεψαν την αβεβαιότητα σχετικά με μια τέτοια είσοδο σε βεβαιότητα ότι αυτή δεν θα συνέβαινε κατά τη διάρκεια των επίμαχων συμφωνιών.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    102

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη και βάλλει κατά των σκέψεων 335, 491, 495, 515, 536, 539, 572 και 801 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Lundbeck, υποστηριζόμενη από την EFPIA, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επικύρωσε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η επίμαχη απόφαση ότι οι επίμαχες συμφωνίες περιόριζαν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου, έστω και εάν οι περιορισμοί που προβλέπουν οι συμφωνίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο τα οποία αυτή κατέχει.

    103

    Κατ’ ουσίαν, η Lundbeck διατείνεται, πρώτον, ότι, λόγω της απαιτήσεως περί στενής ερμηνείας της έννοιας του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», οι επίμαχες συμφωνίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, λόγω της ίδιας τους της φύσεως, δεδομένου ότι συνεπάγονται περιορισμούς συγκρίσιμους με εκείνους τους οποίους ο κάτοχος των οικείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας θα μπορούσε να επιτύχει μέσω δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας τον σεβασμό των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του. Ομοίως, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη αντίστροφων πληρωμών και ο δυσανάλογος χαρακτήρας τους είχαν αποφασιστική σημασία για τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου».

    104

    Δεύτερον, η Lundbeck υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς το οικονομικό και νομικό πλαίσιο των επίμαχων συμφωνιών, από το οποίο εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η ίδια κατέβαλε τις σχετικές πληρωμές στους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων. Συναφώς, η Lundbeck αναφέρει κυρίως ότι ο φιλικός διακανονισμός σε περίπτωση ένδικης διαφοράς αφορώσας διπλώματα ευρεσιτεχνίας συνιστά θεμιτό και συχνό τρόπο αποφυγής των ενδίκων διαφορών που δεν θίγει αφ’ εαυτού τον ανταγωνισμό και ότι η ασυμμετρία των κινδύνων μεταξύ του κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων, με αποτέλεσμα να μην είναι ο πρώτος σε θέση να επιτύχει την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται με την παράνομη είσοδο γενόσημων φαρμάκων στην αγορά, δικαιολογεί τους φιλικούς διακανονισμούς ακόμη και εάν τα σχετικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι αντικειμενικώς ισχυρά και υφίστανται προσβολή.

    105

    Τρίτον, η Lundbeck φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στις σκέψεις 466 έως 477 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρνήθηκε να υποχρεώσει την Επιτροπή να εξετάσει το επίμαχο «αντίστροφο σενάριο», με την αιτιολογία ότι η εξέταση αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο κάθε αναλύσεως του ανταγωνισμού, ακόμη και όταν η οικεία συμφωνία θεωρείται ότι συνεπάγεται περιορισμό ως εκ του αντικειμένου, προκειμένου να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οικείας πρακτικής και του προβαλλόμενου περιορισμού καθώς και προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να έχει προκληθεί ο περιορισμός αυτός από άλλους παράγοντες, όπως εν προκειμένω την ύπαρξη διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Στην απάντησή της επί της ερωτήσεως προς γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η Lundbeck ανέφερε ότι η ως άνω πλάνη περί το δίκαιο επιβεβαιώνεται από τη σημασία που προσέδωσε το Δικαστήριο στην εξέταση του εν λόγω σεναρίου στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52).

    106

    Τέταρτον, η Lundbeck φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στις σκέψεις 435 και 470 έως 476 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξομοίωσε τις επίμαχες συμφωνίες με απροκάλυπτες συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά για τον λόγο ότι είχαν συναφθεί μεταξύ πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες αυτές επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς. Επιπλέον, κατά τον χρόνο ισχύος των επίμαχων συμφωνιών, δεν υπήρχε εμπειρία ούτε ομόφωνη συμφωνία ως προς τον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», υπό το πρίσμα τόσο της νομολογίας όσο και της πρακτικής που ακολουθούσαν με τις αποφάσεις τους οι ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές ανταγωνισμού. Επιπλέον, από τις ανακοινώσεις της KFST προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, συμφωνίες όπως οι επίμαχες εντάσσονταν σε γκρίζα ζώνη και, επομένως, δεν ήταν αρκούντως επιζήμιες για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορούν να χαρακτηρισθούν «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου».

    107

    Τέλος, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην ερώτηση για γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η Lundbeck υποστήριξε ότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», εφόσον, αντιθέτως προς τις επίμαχες συμφωνίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), δεν περιείχαν ρήτρες περί μη αμφισβητήσεως των οικείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

    108

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Lundbeck εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον δεν εφάρμοσε το κατάλληλο νομικό κριτήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πέντε από τις έξι επίμαχες συμφωνίες –ήτοι η συμφωνία GUK για τον ΕΟΧ, η συμφωνία Arrow UK, η Δανική συμφωνία Arrow, η συμφωνία Alpharma και η συμφωνία Ranbaxy– εξέφευγαν του πεδίου εφαρμογής των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο. Συγκεκριμένα, από τις συμφωνίες αυτές, ερμηνευόμενες ιδίως υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, δεν προκύπτει καμία σύμπτωση βουλήσεως να εξαιρεθούν οι εν λόγω συμφωνίες από το πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο και, ως εκ τούτου, να εφαρμοσθούν οι ίδιες αυτές συμφωνίες στην κιταλοπράμη που δεν συνιστούσε προσβολή.

    109

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς για την περίπτωση που το Δικαστήριο απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και επιβεβαιώσει, επομένως, ότι πέντε ή λιγότερες από τις έξι επίμαχες συμφωνίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, η τελευταία διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε τις συμφωνίες αυτές ως «περιορισμό ως εκ του αντικειμένου» για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    110

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι επικρίσεις της Lundbeck είναι δύο ειδών, δεδομένου ότι το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως βάλλουν κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», ενώ το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου βάλλει κατά της μεθοδολογίας που οδήγησε στον εν λόγω χαρακτηρισμό και, ειδικότερα, κατά της μη εξετάσεως από το Γενικό Δικαστήριο του «αντίστροφου σεναρίου».

    111

    Επομένως, πρέπει να εξετασθούν, κατ’ αρχάς, από κοινού το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ακολούθως, το τρίτο σκέλος του.

    112

    Κατά πρώτον, όσον αφορά το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 343 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η έννοια του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες είναι, αφ’ εαυτών και λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου των όρων τους, των σκοπών τους καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους, δεδομένου ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    113

    Όσον αφορά παρόμοιες συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό ενδίκων διαφορών σχετικών με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μέθοδο παρασκευής δραστικής ουσίας που έχει περιέλθει σε δημόσια χρήση οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων και διαφόρων παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της εισόδου γενόσημων φαρμάκων στην αγορά με αντάλλαγμα μεταβιβάσεις αξίας χρηματικού ή μη χαρακτήρα από τον πρώτο στους δεύτερους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοιες συμφωνίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, «περιορισμοί ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 84 και 85].

    114

    Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» πρέπει να γίνεται δεκτός οσάκις από την ανάλυση της σχετικής συμφωνίας φιλικού διακανονισμού προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από αυτή μεταβιβάσεις αξίας εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον τόσο του κατόχου του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα επιχειρηματία να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό, κατά το μέτρο που συμφωνίες με τις οποίες ανταγωνιστές αντικαθιστούν σκοπίμως τους κινδύνους του ανταγωνισμού με μια μεταξύ τους συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο εμπίπτουν προδήλως στον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 83 και 87].

    115

    Για τους σκοπούς της αναλύσεως αυτής, πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να καθορισθεί εάν το καθαρό όφελος των μεταβιβάσεων αξίας από τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων προς τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων ήταν αρκούντως σημαντικό ώστε να παρακινήσει πράγματι τον παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων να μην εισέλθει στη σχετική αγορά και, ως εκ τούτου, να μην ανταγωνισθεί με θεμιτό τρόπο τον παρασκευαστή πρωτότυπων φαρμάκων, χωρίς να απαιτείται τα καθαρό αυτό όφελος να είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο από τα κέρδη που θα είχε αποκομίσει ο εν λόγω παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων εάν είχε δικαιωθεί στη σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 93 και 94].

    116

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι επίμαχες συμφωνίες είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνουν εκτός των σχετικών αγορών οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων και για έναν εξ αυτών –ήτοι τη Merck (GUK)– να παύσει να προμηθεύει μεταπωλητή δραστηριοποιούμενο στη σουηδική αγορά των οικείων γενόσημων φαρμάκων και να εξέλθει από τη βρετανική αγορά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    117

    Επιπλέον, οι σκέψεις 361 έως 363, καθώς και η σκέψη 366 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων δεν βάλλει η Lundbeck στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, καταδεικνύουν, πρώτον, το γεγονός ότι τα μετέχοντα στις επίμαχες συμφωνίες μέρη διαφωνούσαν, πριν από τη σύναψή τους, ως προς το κατά πόσον τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να αποκλείσουν τυχόν είσοδο της γενόσημου κιταλοπράμης στην αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να διαδραμάτισαν τα διπλώματα αυτά καθοριστικό ρόλο στη δέσμευση των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων να μην εισέλθουν στην αγορά. Δεύτερον, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει επίσης ότι η Lundbeck δεν αμφισβητεί ότι τα ποσά που κατέβαλε στους εν λόγω παρασκευαστές υπολογίσθηκαν με βάση τα κέρδη ή τον κύκλο εργασιών που οι τελευταίοι προσδοκούσαν να πραγματοποιήσουν κατά τη διάρκεια των επίμαχων συμφωνιών εάν είχαν εισέλθει στην αγορά. Τρίτον, στις προμνησθείσες σκέψεις διαπιστώνεται ακόμη ότι τα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την περίοδο πριν από τη σύναψη των επίμαχων συμφωνιών καταδεικνύουν ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είχαν καταβάλει αξιοσημείωτες προσπάθειες προκειμένου να προετοιμάσουν την είσοδό τους στην αγορά και ότι δεν είχαν την πρόθεση να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες αυτές εξαιτίας των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, και ότι, ως εκ τούτου, το ύψος των αντίστροφων πληρωμών προς τους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ήταν κυρίως εκείνο που τους παρότρυνε να αποδεχθούν περιορισμούς στη συμπεριφορά τους.

    118

    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διαπιστώσεων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί εάν ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εξομοίωσε, στις σκέψεις 435 και 476 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις επίμαχες συμφωνίες με συμφωνίες αποκλεισμού ή ακόμη και με συμφωνίες κατανομής της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες συμφωνίες ενέπιπταν στον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τούτο δε κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η Lundbeck ουδόλως υποστήριξε, ιδίως στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην ερώτηση προς γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, ότι οι μεταβιβάσεις αξίας που συνόδευαν τις επίμαχες συμφωνίες θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν από την ύπαρξη ενδεχομένων αποδεδειγμένων και θεμιτών ανταλλαγμάτων ή παραιτήσεων εκ μέρους κάποιου παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων.

    119

    Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν είναι δυνατόν να κλονισθεί από τα επιχειρήματα της Lundbeck.

    120

    Πρώτον, η Lundbeck δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται, προκειμένου να μην χαρακτηρισθούν οι επίμαχες συμφωνίες ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», το γεγονός ότι αυτές περιορίζονταν μόνο στο πεδίο εφαρμογής των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο των οποίων τη μη προσβολή δικαιούνταν η ίδια να διασφαλίζει.

    121

    Πράγματι, καίτοι η μεταξύ ενός κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ενός φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα αυτό επιχειρηματία σύναψη συμφωνίας φιλικού διακανονισμού, μη υπερβαίνουσας την εμβέλεια και την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του εν λόγω διπλώματος, συνιστά ασφαλώς έκφραση του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας του κατόχου του διπλώματος που του επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να εναντιώνεται σε κάθε προσβολή, εντούτοις, το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν παρέχει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 97].

    122

    Όπως δε ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 495 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, μολονότι οι επίμαχες συμφωνίες περιείχαν επίσης περιορισμούς που ενέπιπταν ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, «οι εν λόγω συμφωνίες υπερέβαιναν το ειδικό αντικείμενο των δικαιωμάτων [της] διανοητικής ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ασφαλώς το δικαίωμα να αντιτάσσ[ε]ται σε παραποιήσεις, αλλά όχι το δικαίωμα να συνάπτ[ει] συμφωνίες με τις οποίες οι πραγματικοί ή οι δυνητικοί ανταγωνιστές της αγοράς πληρώνονταν προκειμένου να μην εισέλθουν στην αγορά», κάτι που επιβεβαιώνεται κατ’ ουσίαν στις σκέψεις 117 και 118 της παρούσας αποφάσεως.

    123

    Ως εκ τούτου, η Lundbeck αβασίμως επιχειρεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούν τη νόμιμη έκφραση του δικαιώματός της διανοητικής ιδιοκτησίας. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στη διπλή παραδοχή, η οποία δεν τεκμηριώνεται κατά τον χρόνο συνάψεως των εν λόγω συμφωνιών, ότι το κύρος των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και ότι οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων τα προσβάλλουν [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 88].

    124

    Δεύτερον, η Lundbeck δεν είναι εξάλλου δυνατόν να υποστηρίζει, προκειμένου να μη χαρακτηρισθούν οι επίμαχες συμφωνίες ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», ότι οι τελευταίες επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς, υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της προστασίας των νέων της διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο διά της προσφυγής σε έναν θεμιτό και συχνό τρόπο επιλύσεως των διαφορών ή ότι ανταποκρίνονταν στην ασυμμετρία των κινδύνων που υφίσταντο μεταξύ των παρασκευαστών πρωτότυπων φαρμάκων και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων.

    125

    Όσον αφορά, αφενός, το επιχείρημα ότι οι εν λόγω συμφωνίες αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της προστασίας των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο διά της προσφυγής σε έναν θεμιτό και συχνό τρόπο επιλύσεως των διαφορών, αρκεί να υπομνησθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε στη σκέψη 121 της παρούσας αποφάσεως και ορθώς επισημάνθηκε κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 495 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν επιτρέπει στον κάτοχό του να συνάπτει συμβάσεις κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

    126

    Όσον αφορά, αφετέρου, το επιχείρημα ότι με τις επίμαχες συμφωνίες επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί το γεγονός, το οποίο εξάλλου διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 378 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αποζημιώσεις τις οποίες μπορούν να αξιώσουν οι παρασκευαστές πρωτότυπων φαρμάκων σε περίπτωση παράνομης εισόδου γενόσημων φαρμάκων στην αγορά θα είναι συχνά πολύ χαμηλότερες από τις ζημίες που αυτοί υπέστησαν, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στις δημόσιες αρχές και όχι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να διασφαλίζουν την τήρηση των νομικών επιταγών [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 88].

    127

    Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να μετριάζουν τα αποτελέσματα κανόνων δικαίου τους οποίους θεωρούν υπερβολικά δυσμενείς, προβαίνοντας σε συμπράξεις που έχουν ως σκοπό την εξάλειψη των εν λόγω δυσμενών αποτελεσμάτων με το πρόσχημα ότι η νομοθεσία αυτή ανατρέπει την ισορροπία σε βάρος τους.

    128

    Κατά συνέπεια, οι περιστάσεις που επικαλείται η Lundbeck δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πολλώ δε μάλλον συμπαιγνιακή πρακτική ως προς την οποία διαπιστώθηκε ότι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό ώστε να χαρακτηρισθεί «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου».

    129

    Τρίτον, η Lundbeck δεν μπορεί ούτε να επικαλείται, προκειμένου να μη χαρακτηρισθούν οι επίμαχες συμφωνίες ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο συνάψεώς τους, υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα να γίνει δεκτός ένας τέτοιος χαρακτηρισμός όσον αφορά συμφωνίες όπως οι επίμαχες, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της απουσίας πρακτικής ως προς τη λήψη αποφάσεων για τέτοιες συμφωνίες και των αμφιβολιών που ήγειραν, κατά τη Lundbeck, ορισμένες δηλώσεις της KFST καθώς και της Επιτροπής.

    130

    Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 438 και 774 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως απαιτείται να έχει ήδη κατακριθεί από την Επιτροπή το ίδιο είδος συμφωνιών, ώστε να μπορούν αυτές να θεωρηθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου, τούτο δε μολονότι οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται εντός ειδικού πλαισίου όπως αυτό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

    131

    Για να χαρακτηρισθεί συγκεκριμένη συμφωνία ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου» σημασία έχουν μόνο τα χαρακτηριστικά της [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 84 και 85], από τα οποία πρέπει να συνάγεται ότι ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, εν ανάγκη κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως της συμφωνίας αυτής, των σκοπών της και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

    132

    Ομοίως, η υποστήριξη αντιφατικών θέσεων –ορισμένες εκ των οποίων απλώς καταγράφονται– από την Επιτροπή και από εθνική αρχή ανταγωνισμού σε σχέση με συμφωνία, όπως οι θέσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 747 έως 751 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί να οδηγήσει στο να αποκλεισθεί κάθε δυνατότητα χαρακτηρισμού της συμφωνίας αυτής ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», εφόσον ουδόλως αποδεικνύεται ότι οι θέσεις αυτές αποτελούν προϊόν αναλύσεως όπως αυτή περί της οποίας έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

    133

    Τέταρτον, η Lundbeck δεν είναι δυνατόν να επικαλείται, τέλος, προκειμένου να μη χαρακτηρισθούν οι επίμαχες συμφωνίες ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές δεν περιείχαν ρήτρες περί μη αμφισβητήσεως, αντιθέτως προς τις κρίσιμες συμφωνίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), ή ακόμη ότι η απόφαση αυτή κατέδειξε ότι είναι σημαντικό να συνεκτιμώνται τα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών στο πλαίσιο ενδεχόμενου χαρακτηρισμού τους ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου».

    134

    Συναφώς, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά συμφωνίες όπως οι επίμαχες, πρέπει να καθορίζεται εάν, με τις συμφωνίες αυτές, ανταγωνιστές αντικαθιστούν σκοπίμως τους κινδύνους του ανταγωνισμού με μια μεταξύ τους συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο, εκτιμωμένου, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον το καθαρό όφελος των προβλεπόμενων από αυτές μεταβιβάσεων αξίας εξηγείται αποκλειστικά από το εμπορικό συμφέρον τόσο του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό.

    135

    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε οριστικώς, στη σκέψη 399 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι, μολονότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν περιείχαν καμία ρήτρα περί μη αμφισβητήσεως, οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν είχαν κανένα συμφέρον να αμφισβητήσουν τα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο αφότου συνήψαν τις επίμαχες συμφωνίες, εφόσον οι αντίστροφες πληρωμές αντιστοιχούσαν περίπου στα κέρδη που υπολόγιζαν να πραγματοποιήσουν σε περίπτωση εισόδου στην αγορά ή στις αποζημιώσεις που ενδεχομένως θα τους καταβάλλονταν εάν δικαιώνονταν κατά την έκβαση ένδικης διαφοράς κατά της Lundbeck, και, αφετέρου, ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι οι πληρωμές αυτές υπολείπονταν των προσδοκώμενων κερδών, επρόκειτο μολαταύτα περί βέβαιου και άμεσου οφέλους, χωρίς μάλιστα τους κινδύνους που θα συνεπαγόταν για τους εν λόγω παρασκευαστές ενδεχόμενη είσοδος στην αγορά.

    136

    Η ως άνω διαπίστωση αρκεί, εν προκειμένω, ώστε να αποδειχθεί ότι οι επίμαχες συμφωνίες περιορίζουν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η Lundbeck δεν αναφέρει στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως κανένα θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα που επιφέρουν οι συμφωνίες αυτές, μη ανταποκρινόμενη, ως εκ τούτου, στα απαιτούμενα βάσει της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52), και ιδίως της σκέψεως 107 αυτής κριτήρια για την απόδειξη που μπορούν να επιβάλουν την άρση του χαρακτηρισμού των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» εξαιτίας των ευλόγων αμφιβολιών ως προς τον αρκούντως επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα τους.

    137

    Πράγματι, ο απλός και μη τεκμηριωμένος ισχυρισμός περί θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων των επίμαχων συμφωνιών δεν είναι δυνατόν να επαρκεί για την άρση του χαρακτηρισμού τους ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 110].

    138

    Μολονότι, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως και, ειδικότερα, του εβδόμου λόγου που προβλήθηκε προς στήριξή της, η Lundbeck υποστήριξε, βεβαίως, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν αξιολόγησε ορθώς τη συμβολή των επίμαχων συμφωνιών ως προς την αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εντούτοις η υπό κρίση αναίρεση δεν βάλλει κατά των σκέψεων 708 έως 720 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, και δεν έγινε επίκληση της παρατεθείσας στις προμνησθείσες σκέψεις αιτιολογίας προκειμένου να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο χαρακτηρισμός των εν λόγω συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», ιδίως επ’ ευκαιρία της απαντήσεως της Lundbeck στην ερώτηση για γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020.

    139

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που βάλλει κατά των σκέψεων 472 και 473 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν απαραίτητο να προβεί στην εξέταση του «αντίστροφου σεναρίου» προκειμένου να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως «περιορισμό ως εκ του αντικειμένου», επισημαίνεται ότι η εξέταση αυτή καθιστά δυνατή την εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμπαιγνιακής πρακτικής υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ οσάκις από την ανάλυση της εν λόγω πρακτικής δεν προκύπτει ότι αυτή είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου» [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 115 και 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    140

    Κατά συνέπεια, η εξέταση του «αντίστροφου σεναρίου», σκοπός της οποίας είναι να καταστούν σαφή τα αποτελέσματα συγκεκριμένης συμπαιγνιακής πρακτικής, δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια συμπαιγνιακή πρακτική ως «περιορισμός ως εκ του αντικειμένου», διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με άρνηση της απορρέουσας από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σαφούς διακρίσεως μεταξύ των εννοιών του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» και του «περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος» [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 63].

    141

    Επομένως, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 472 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για τον χαρακτηρισμό τέτοιας πρακτικής ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» σημασία έχει μόνο να αποδειχθεί ότι αυτή είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου των διατάξεών της, των σκοπών που επιδιώκει, καθώς και του οικονομικού και του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, χωρίς ωστόσο να οφείλει η Επιτροπή να εξετάσει τα αποτελέσματά της.

    142

    Εξάλλου και αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Lundbeck στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην ερώτηση για γραπτή απάντηση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η εξέταση του «αντίστροφου σεναρίου» δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται κατ’ εφαρμογήν της σκέψεως 37 της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52).

    143

    Συγκεκριμένα, μολονότι στην εν λόγω σκέψη το Δικαστήριο διευκρίνισε μεν ότι, όταν πρόκειται για συμφωνία που έχει ως συνέπεια τον προσωρινό αποκλεισμό επιχειρήσεως από την αγορά, πρέπει να καθορίζεται εάν, χωρίς την εν λόγω συμφωνία, η επιχείρηση αυτή θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στην εν λόγω αγορά, διαπιστώνεται ότι η ανωτέρω διευκρίνιση αφορούσε την εκτίμηση της υπάρξεως σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των μερών μιας συμφωνίας όπως οι επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή και όχι τον χαρακτηρισμό των εν λόγω συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου».

    144

    Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    145

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αμφισβητούμενου από την Επιτροπή παραδεκτού του, πρέπει να υπομνησθεί ότι στη σκέψη 539 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 121 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι επίμαχες συμφωνίες, ακόμη και αν δεν είχαν υπερβεί το πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, θα συνιστούσαν εντούτοις περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 541 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εξέταση των επιχειρημάτων της Lundbeck, κατά της οποίας βάλλει ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πραγματοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο μόνον ως εκ περισσού. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι βάλλει κατά επαλλήλως παρατιθέμενου μέρους του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, SV Capital/ABE, C‑577/15 P, EU:C:2016:947, σκέψη 65).

    146

    Τέλος, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Lundbeck παραπέμπει στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Πλην όμως, η λύση που προκρίθηκε όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου» καθόσον αυτές εμπίπτουν αποκλειστικώς στο πεδίο εφαρμογής των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για μέθοδο, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως σχετικά με τον χαρακτηρισμό ορισμένων εκ των επίμαχων συμφωνιών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», καθόσον αυτές υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

    147

    Κατά συνέπεια, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

    Επί των κρίσιμων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    148

    Με το πρώτο σκέλος του ενάτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως, η Lundbeck διατεινόταν ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ουδείς βάσιμος λόγος συνέτρεχε για να της επιβάλει η Επιτροπή πρόστιμα εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα ανακύψαντα νομικά και πραγματικά ζητήματα ήταν πρωτοφανή και πολύπλοκα, ειδάλλως θα παραβιάζονταν η αρχή της ασφαλείας δικαίου και η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.

    149

    Προς απόρριψη του ανωτέρου λόγου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 777 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, πέραν του ότι ουδόλως ήταν μη προβλέψιμοι τότε, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που προβλέπονταν από συμφωνίες με τις οποίες παρασκευαστής πρωτότυπων φαρμάκων κατόρθωσε να απομακρύνει τους δυνητικούς ανταγωνιστές από την αγορά για ορισμένο χρονικό διάστημα μέσω σημαντικών αντίστροφων πληρωμών, μπορούσαν ευλόγως να γίνουν αντιληπτοί από τα μέρη των συμφωνιών αυτών ως αντίθετοι προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οπότε η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να επιβάλει στα μέρη κυρώσεις χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege.

    150

    Συναφώς, στη σκέψη 776 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είχαν όντως αντιληφθεί ότι συμφωνίες ανάλογες προς τις επίμαχες συμφωνίες στοιχειοθετούσαν παράβαση, και είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τέτοιες συμφωνίες ακριβώς για αυτόν τον λόγο.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    151

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη, η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς επικύρωσε τα πρόστιμα που της επέβαλε η Επιτροπή.

    152

    Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Lundbeck υποστηρίζει, πρώτον, ότι, στη σκέψη 777 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του βαθμού υπαιτιότητας που απαιτείται για την επιβολή προστίμου σε παραβάτη των κανόνων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τέτοιο πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί μόνον εφόσον είναι βέβαιο –και όχι μόνον πιθανόν– ότι ο παραβάτης τελούσε εν γνώσει του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της παραβάσεως.

    153

    Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του πολύπλοκου χαρακτήρα των επίμαχων συμφωνιών, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επικύρωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Lundbeck δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η Lundbeck αναφέρει ότι το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί, τουλάχιστον για το σύνολο των επίμαχων συμφωνιών, από τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 776 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί των οποίων στηρίχθηκε προς τούτο το Γενικό Δικαστήριο, ειδάλλως θα συνέτρεχε παραμόρφωση των εν λόγω εγγράφων.

    154

    Τρίτον, η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας της νέας ερμηνείας διατάξεως ορίζουσας παράβαση, καθόσον επικύρωσε την επιβολή κυρώσεων που βαίνουν πέραν των συμβολικών προστίμων. Θα έπρεπε να έχει επιβληθεί συμβολικό ποσό λόγω, πρώτον, του πολύπλοκου και καινοφανούς χαρακτήρα των ζητημάτων που εγείρουν οι επίμαχες συμφωνίες, δεύτερον, της αβεβαιότητας που υφίστατο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ως προς την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ συνεπεία, μεταξύ άλλων, των δηλώσεων της KFST, καθώς και, τρίτον, λόγω της απουσίας προηγούμενων περιπτώσεων σχετικών με τέτοιες συμφωνίες.

    155

    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    156

    Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 762 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να επιβληθεί κύρωση σε επιχείρηση για συμπεριφορά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον αυτή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι οι ενέργειές της είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του εάν είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Schenker & Co. κ.λπ., C‑681/11, EU:C:2013:404, σκέψη 37).

    157

    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η επιχείρηση προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της, επί της οποίας στηρίχθηκε η διαπίστωση της παραβάσεως, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την απαλλαγή της από την επιβολή προστίμου, εάν δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Schenker & Co. κ.λπ., C‑681/11, EU:C:2013:404, σκέψη 38).

    158

    Επομένως, σημασία έχει μόνον το εάν η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση να προσδιορίσει ότι η συμπεριφορά της ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και όχι, όπως υποστηρίζει η Lundbeck, το εάν η ίδια επιχείρηση είχε πράγματι προβεί στη σχετική διαπίστωση.

    159

    Συναφώς, στις σκέψεις 764 και 777 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προβλεπόμενοι από τις επίμαχες συμφωνίες περιορισμοί του ανταγωνισμού, πέραν του ότι ουδόλως ήταν μη προβλέψιμοι κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, μπορούσαν ευλόγως να γίνουν αντιληπτοί από τα μετέχοντα στις συμφωνίες μέρη ως αντίθετοι στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    160

    Προς στήριξη της ανωτέρω εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 765 έως 776 της αποφάσεως αυτής, πρώτον, ότι τόσο το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσο και η αφορώσα τη διάταξη αυτή νομολογία σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ως προς την οποία η Lundbeck δεν υποστηρίζει ότι ερμηνεύθηκε εσφαλμένως από το Γενικό Δικαστήριο, δεν κατέλειπαν αμφιβολίες ως προς το ότι οι επίμαχες συμφωνίες αντέβαιναν στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεύτερον, ότι η θέση που έλαβε η KFST έναντι των συμφωνιών αυτών, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ενέχει αμφισημία, δεν μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την μη επιβολή κυρώσεων για τις εν λόγω συμφωνίες, τρίτον, ότι ο καινοφανής χαρακτήρας της κυρώσεως για τις επίμαχες συμφωνίες δεν μπορούσε να δικαιολογήσει πρόστιμα περιοριζόμενα σε συμβολικό ποσό και, τέταρτον, ότι ορισμένοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είχαν όντως αντιληφθεί ότι συμφωνίες ανάλογες προς τις επίμαχες συμφωνίες στοιχειοθετούσαν παράβαση, και είχαν αρνηθεί να τις υπογράψουν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.

    161

    Η ως άνω αιτιολογία αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο τον τουλάχιστον προβλέψιμο χαρακτήρα της κυρώσεως που επιβλήθηκε για τις επίμαχες συμφωνίες.

    162

    Επιπλέον, η Lundbeck δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζει βασίμως ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά ή αποδεικτικά στοιχεία καθόσον έκρινε ότι ορισμένοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων είχαν όντως αντιληφθεί τον παραβατικό χαρακτήρα συμφωνιών ανάλογων προς τις επίμαχες συμφωνίες και είχαν αρνηθεί, για τον λόγο αυτόν, να τις υπογράψουν. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι ο ως άνω ισχυρισμός βάλλει κατά ενός μόνον εκ των στοιχείων της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή εκτέθηκε στη σκέψη 160 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρετικής φύσεως ενός αντλούμενου από παραμόρφωση των πραγματικών και των αποδεικτικών στοιχείων λόγου αναιρέσεως, το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας επιβάλλουν, ειδικότερα, στον αναιρεσείοντα την υποχρέωση να αναφέρει επακριβώς τα στοιχεία των οποίων το περιεχόμενο παραμόρφωσε, κατά την άποψή του, το Γενικό Δικαστήριο και να αποδείξει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν σ’ αυτή την παραμόρφωση (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic,C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    163

    Πλην όμως, μολονότι η Lundbeck προέβαλε παραμόρφωση των εγγράφων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 776 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως εξέθεσε ποια είναι τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο τα οποία το οδήγησαν να παραμορφώσει τα έγγραφα αυτά. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, στο μέτρο που με αυτόν προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

    164

    Επιπλέον, το γεγονός ότι ορισμένοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ή μέλη του προσωπικού της Lundbeck μπόρεσαν να εκφράσουν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα των επίμαχων συμφωνιών ή συμφωνιών παρεμφερών προς αυτές συνιστά στοιχείο απολύτως ικανό να τεκμηριώσει τη διαπίστωση ότι η Lundbeck ήταν σε θέση να κρίνει ότι η συμπεριφορά της αντέβαινε ή, τουλάχιστον, ενδέχετο να αντιβαίνει στους κανόνες του ανταγωνισμού.

    165

    Τέλος, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την επιβολή εις βάρος της Lundbeck προστίμων που υπερβαίνουν ένα συμβολικό επίπεδο ουδόλως συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, παρά τον καινοφανή και πολύπλοκο χαρακτήρα των ζητημάτων που εγείρουν οι επίμαχες συμφωνίες, την απουσία προηγουμένου ή την ύπαρξη εγγράφων σχετικών με τις συμφωνίες αυτές τα οποία δημοσίευσε η KFST και των οποίων το περιεχόμενο παρατίθεται στις σκέψεις 749 έως 752 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    166

    Όσον αφορά, πρώτον, τον καινοφανή χαρακτήρα της κυρώσεως για τις επίμαχες συμφωνίες, όπως υπενθύμισε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 763 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης μέσω νομολογιακής ερμηνείας, υπό την προϋπόθεση το αποτέλεσμα της ερμηνείας αυτής να είναι ευλόγως προβλέψιμο (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    167

    Όπως δε προκύπτει από τη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως, ο χαρακτηρισμός του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου», και κατά μείζονα λόγο του «περιορισμού του ανταγωνισμού», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται δεκτός οσάκις από την ανάλυση της σχετικής συμφωνίας φιλικού διακανονισμού προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από αυτή μεταβιβάσεις αξίας εξηγούνται αποκλειστικώς από το εμπορικό συμφέρον τόσο του κατόχου του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας όσο και του φερόμενου ως προσβάλλοντος το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας να μη διεξάγουν υγιή ανταγωνισμό, κατά το μέτρο που συμφωνίες με τις οποίες ανταγωνιστές αντικαθιστούν σκοπίμως τους κινδύνους του ανταγωνισμού με μια μεταξύ τους συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο εμπίπτουν προδήλως στον χαρακτηρισμό του «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου».

    168

    Επιπροσθέτως, στις σκέψεις 764 και 777 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Lundbeck μπορούσε να προβλέψει τη βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ επιβολή κυρώσεων για τις επίμαχες συμφωνίες.

    169

    Όσον αφορά, δεύτερον, τις απορρέουσες από τα έγγραφα της KFST ενδείξεις, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 749 και 750 καθώς και στις σκέψεις 834 και 835 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ανελέγκτως, κατ’ ουσίαν, είτε ότι τα στοιχεία αυτά κατεδείκνυαν ότι η εν λόγω αρχή θεωρούσε ότι οι επίμαχες συμφωνίες μπορούσαν να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό εάν προέκυπτε ότι η Lundbeck είχε πληρώσει ανταγωνιστές προκειμένου αυτοί να παραμείνουν εκτός αγοράς και, ως εκ τούτου, συνιστούσαν πολύ σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, είτε ότι εξέθεταν απλώς μια πρώτη γνώμη της Επιτροπής.

    170

    Επιπλέον, όπως το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε στις σκέψη 748 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν μπορούν να δημιουργήσουν στις επιχειρήσεις δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η συμπεριφορά τους δεν αντιβαίνει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα να λαμβάνουν αρνητικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται παράβαση της εν λόγω διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Schenker & Co. κ.λπ., C‑681/11, EU:C:2013:404, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    171

    Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Lundbeck ότι η επιβολή των σχετικών προστίμων συνιστούσε παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, αρκεί να επισημανθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση, συνιστά νέο ισχυρισμό και είναι, επομένως, απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 127 σε συνδυασμό με το άρθρο 190 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    172

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 757 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Lundbeck, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του ενάτου λόγου ακυρώσεως, προέβαλε απλώς και μόνον παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege.

    173

    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

    Επί των κρίσιμων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    174

    Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της απορρίψεως του πρώτου και του δεύτερου μόνον σκέλους του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο η Lundbeck υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, καθόσον όρισε ως βασικό ποσό των προστίμων που της επιβλήθηκαν ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό ύψους 10 και 11 % επί της αξίας των πωλήσεων του σχετικού προϊόντος, ανάλογα με τη γεωγραφική εμβέλεια των επίμαχων συμφωνιών, και καθόσον δεν περιόρισε τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων στην περίοδο και μόνον κατά την οποία οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων ήταν πράγματι έτοιμοι να διεισδύσουν στην αγορά, πράγμα που προϋπέθετε ότι διέθεταν τουλάχιστον μια ΑΚΑ στα σχετικά κράτη, κάτι που δεν ίσχυε στην περίπτωση, παραδείγματος χάριν, της Αυστρίας.

    175

    Προς απόρριψη του πρώτου σκέλους του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 806 και 812 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ούτε να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας, είχε ορίσει το βασικό ποσό των σχετικών προστίμων σύμφωνα με το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων.

    176

    Στη σκέψη 804 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ειδικότερα, ότι, «[α]ντιθέτως προς ό,τι [υποστήριξε η Lundbeck] συναφώς, η Επιτροπή δεν όφειλε να μειώσει το βασικό ποσό [των προστίμων] λαμβάνοντας υπόψη μόνον την αξία των πωλήσεων στα κράτη εκείνα όπου οι προετοιμασίες των [παρασκευαστών] γενόσημων [φαρμάκων] για να εισέλθουν στην αγορά βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο» και ότι «[π]ράγματι, όσον αφορά παραβάσεις ως εκ του αντικειμένου, στο μέτρο που οι παραβάσεις τις οποίες συνιστούσαν οι επίμαχες συμφωνίες (με εξαίρεση τις συμφωνίες που συνήφθησαν με την Arrow) είχαν γεωγραφική εμβέλεια που εκτεινόταν στο σύνολο του ΕΟΧ, η Επιτροπή δικαίως στηρίχθηκε στη γεωγραφική αυτή έκταση, χωρίς να προβεί σε ενδελεχή εξέταση των επιμέρους προοπτικών εισόδου των [παρασκευαστών] γενόσημων [φαρμάκων] σε κάθε κράτος [μέλος] του ΕΟΧ». Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι «τα μετέχοντα στις επίμαχες συμφωνίες μέρη ήταν αυτά που καθόρισαν τη γεωγραφική εμβέλεια των συμφωνιών αυτών και, επομένως, και των επίμαχων εν προκειμένω παραβάσεων, καθόσον αποφάσισαν ότι αυτές θα κάλυπταν το σύνολο του ΕΟΧ (με εξαίρεση την παράβαση με την Arrow)».

    177

    Προς απόρριψη του δευτέρου σκέλους του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 815 και 816 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον στην επίμαχη απόφαση ότι ο ανταγωνισμός είχε περιορισθεί εξαιτίας των επίμαχων συμφωνιών καθ’ όλη τη διάρκειά τους και ότι η Lundbeck δεν είχε αποδείξει ότι, ελλείψει των επίμαχων συμφωνιών, ο –έστω δυνητικός– ανταγωνισμός μεταξύ αυτής και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων θα ήταν αδύνατος ή ανύπαρκτος, ούτε ότι οι συμφωνίες αυτές ουδόλως είχαν περιορίσει τον ανταγωνισμό, αντιθέτως προς την κατάσταση που επικρατούσε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332). Επισήμανε επίσης ότι η αντίθετη λύση θα απαξίωνε κάθε διάκριση μεταξύ «πραγματικού ανταγωνισμού» και «δυνητικού ανταγωνισμού».

    178

    Τέλος, στη σκέψη 842 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις εν προκειμένω και ότι το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Lundbeck με την επίμαχη απόφαση έπρεπε να επικυρωθεί.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    179

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και περιλαμβάνει τρία σκέλη, η Lundbeck υποστηρίζει ότι η επικύρωση από το Γενικό Δικαστήριο του υπολογισμού των προστίμων που της επέβαλε η Επιτροπή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    180

    Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Lundbeck υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στη σκέψη 804 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν έκρινε αναγκαίο να αποκλείσει, για τον υπολογισμό των προστίμων που της επιβλήθηκαν, τις πωλήσεις που δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσθηκαν από τις επίμαχες συμφωνίες, ήτοι τις πωλήσεις που η Lundbeck πραγματοποίησε σε ορισμένα κράτη μέλη του ΕΟΧ, των οποίων η αγορά ήταν στην πραγματικότητα κλειστή στους παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων, για τον λόγο ότι δεν τους χορηγήθηκε καμία ΑΚΑ πριν από τη λήξη των εν λόγω συμφωνιών ή, όσον αφορά την Αυστρία, για τον λόγο ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για τη ΔΦΟ κιταλοπράμη ίσχυε στο κράτος αυτό για μεγάλο διάστημα της διάρκειας ισχύος των εν λόγω συμφωνιών. Σύμφωνα δε με τα σημεία 6 και 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη μόνον τις πωλήσεις που πράγματι σχετίζονταν με την επίμαχη παράβαση.

    181

    Επιπλέον, επίσης στη σκέψη 804 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας, αφενός, καθόσον έκρινε ότι η φύση της «παραβάσεως ως εκ του αντικειμένου» των επίμαχων συμφωνιών απήλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωση να προβεί σε ενδελεχή εξέταση, ενώ μια τέτοια εξέταση θα μπορούσε να έχει ορισμένη σημασία για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, όπως ανέφερε το Δικαστήριο στη σκέψη 31 της αποφάσεως της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343). Αφετέρου, παραλείποντας να αποκλείσει –όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332)– από τον υπολογισμό των προστίμων τις πωλήσεις που αφορούσαν δραστηριότητες μη δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια ισχύος των επίμαχων συμφωνιών, το Γενικό Δικαστήριο, δεν προέβη στην απαιτούμενη από την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2016, Telefónica κατά Επιτροπής (T‑216/13, EU:T:2016:369, σκέψη 309), πραγματική και νομική ανάλυση που ήταν αναγκαία για τον καθορισμό των πωλήσεων που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τις επίμαχες παραβάσεις.

    182

    Δεύτερον, η Lundbeck προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς, στη σκέψη 816 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι δεν εφάρμοσε τη μέθοδο που υιοθετήθηκε στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε με ποιον τρόπο οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων δεν εμποδίστηκαν de facto να εισέλθουν στην αγορά των οικείων κρατών μελών του ΕΟΧ λόγω της απουσίας ΑΚΑ και της ύπαρξης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για τη ΔΦΟ κιταλοπράμη.

    183

    Τρίτον, η Lundbeck διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως καθόσον στη σκέψη 806 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού των εις βάρος της επιβληθέντων προστίμων, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, ποσοστό ύψους 10 και 11 % επί της αξίας των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων, αναλόγως της γεωγραφικής εμβέλειας των επίμαχων συμφωνιών. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη του περιορισμένου γεωγραφικού αντικτύπου των συμφωνιών αυτών και της πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή με τις αποφάσεις της σε παρόμοιες υποθέσεις, καθώς και του γεγονότος ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν συνιστούσαν συμπράξεις, τα ποσοστά αυτά έπρεπε να είναι χαμηλότερα και να έχουν ορισθεί στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    184

    Όσον αφορά, πρώτον, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, η Lundbeck φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι στις σκέψεις 804 και 816 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, χωρίς να απαντήσει στα επιχειρήματά της, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να μειώσει το βασικό ποσό των προστίμων λαμβάνοντας υπόψη μόνον την αξία των πωλήσεων στις χώρες όπου οι προετοιμασίες των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων για να εισέλθουν στην αγορά βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο.

    185

    Όσον αφορά την επιβολή προστίμου από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να αξιολογεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και υπό το πρίσμα του πλαισίου καθώς και των στόχων του καθεστώτος κυρώσεων που έχει θεσπίσει ο εν λόγω κανονισμός, τον σκοπούμενο αντίκτυπο για την οικεία επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, έναν κύκλο εργασιών που να αντικατοπτρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως κατά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    186

    Στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι ενδεικτικό της εκτάσεώς της (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    187

    Στο μέτρο που τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με την επίμαχη απόφαση ορίσθηκαν από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι η έννοια της «αξίας των πωλήσεων» περί της οποίας γίνεται λόγος στο σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών δεν μπορεί, ασφαλώς, να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύψει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει η διάταξη αυτή θα διακυβευόταν, εάν η ως άνω έννοια έπρεπε να νοηθεί ως αφορώσα μόνον τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιείται αποκλειστικά με τις πωλήσεις οι οποίες αποδεικνύεται ότι όντως επηρεάστηκαν από την εν λόγω σύμπραξη (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 19).

    188

    Από την ως άνω εκτίμηση προκύπτει μεν ότι πρέπει να αποκλείονται από την αξία των πωλήσεων που αποτελούν αντικείμενο παραβάσεως οι πωλήσεις του παραβάτη, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε αγορά μη ανοιχτή στον ανταγωνισμό, όπως η κρίσιμη στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332, σκέψεις 105 και 155), την οποία επικαλείται η Lundbeck, στο μέτρο που μια τέτοια αγορά δεν είναι δυνατόν να επηρεασθεί από μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρακτική του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ή να αποκλείονται ακόμη οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από έναν εκ των μετεχόντων σε σύμπραξη στις αγορές στις οποίες οι λοιποί μετέχοντες στην ίδια σύμπραξη δεν δραστηριοποιούνται και δεν μπορούν να θεωρηθούν δυνητικοί ανταγωνιστές.

    189

    Εντούτοις, εν προκειμένω, καμιά από τις πωλήσεις που η Επιτροπή ενσωμάτωσε στην αξία των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη, το συνολικό ποσό της οποίας επιβεβαιώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, δεν εμπίπτει σε κάποια από τις αποκλειόμενες κατηγορίες πωλήσεων περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

    190

    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 222 και 223 των προτάσεών της, είτε πρόκειται για πωλήσεις πραγματοποιηθείσες στην Αυστρία, όπου το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck για τη ΔΦΟ κιταλοπράμη έληξε, κατά την άποψή της, μόλις τον Απρίλιο του 2003, ήτοι διαρκούσης της περιόδου εκτελέσεως των επίμαχων συμφωνιών, είτε πρόκειται για πωλήσεις πραγματοποιηθείσες εντός των κρατών στα οποία οι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων έλαβαν ΑΚΑ το πρώτον κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτελέσεως των εν λόγω συμφωνιών, ή ακόμη και μεταγενέστερα, όλες αυτές οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν σε αγορές στις οποίες οι οικείοι παρασκευαστές φαρμάκων τελούσαν τουλάχιστον σε δυνητικό ανταγωνισμό καθόλη τη διάρκεια των εν λόγω συμφωνιών, γεγονός που ορθώς επισημάνθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 815 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και επιβεβαιώνεται από την απόρριψή του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

    191

    Επομένως, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί βασίμως ότι οι πωλήσεις περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη δεν συνδέονταν τουλάχιστον εμμέσως με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και, ως εκ τούτου, ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Lundbeck.

    192

    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 804 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ίδια τα μετέχοντα στις επίμαχες συμφωνίες μέρη ήταν εκείνα που καθόρισαν τη γεωγραφική εμβέλεια των συμφωνιών αυτών, εξαιρουμένων εκείνων που συνήφθησαν μεταξύ της Lundbeck και της Arrow, ως εκτεινόμενων στο σύνολο του ΕΟΧ, πράγμα που καταδεικνύει ότι θεωρούσαν ότι τελούσαν, σε καθεμιά από τις αγορές του ΕΟΧ, σε ανταγωνισμό, εάν όχι πραγματικό τουλάχιστον δυνητικό, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η Lundbeck σε καθεμιά από τις εν λόγω αγορές να πρέπει να θεωρηθούν, κατά το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, ως πωλήσεις «με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα».

    193

    Ως εκ τούτου, η Lundbeck δεν είναι δυνατόν να προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στη σκέψη 804 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δέχθηκε να ληφθούν υπόψη, όσον αφορά τις επίμαχες συμφωνίες εξαιρούμενων των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της Lundbeck και της Arrow, πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ χωρίς να έχει διενεργηθεί ενδελεχής εξέταση των συγκεκριμένων προοπτικών εισόδου των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων στο έδαφος κάθε κράτους μέλους του ΕΟΧ.

    194

    Τέλος, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί βασίμως στο Γενικό Δικαστήριο ούτε ότι στη σκέψη 816 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολόγησε ανεπαρκώς τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, της λύσεως που υιοθετήθηκε στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332).

    195

    Επισημαίνοντας, στην εν λόγω σκέψη, ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση δεν παρείχε κανένα στήριγμα στη Lundbeck, καθότι, στην εν λόγω υπόθεση, ήταν αδύνατος οιοσδήποτε ανταγωνισμός –ακόμα και εάν δεν υφίστατο η επίμαχη στην υπόθεση αυτή αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνία– κατά τη διάρκεια τμήματος του χρονικού διαστήματος της παραβάσεως, δεδομένου ότι η αγορά εξαιρούνταν νομίμως από κάθε ανταγωνισμό βάσει της εφαρμοστέας κατά την περίοδο εκείνη εθνικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στην πράξη μια μονοπωλιακή κατάσταση, το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους δεν δέχτηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    196

    Επομένως, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    197

    Δεύτερον, όσον αφορά το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με τη δική του εκτίμηση, αποφαινόμενο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως από αυτές των κανόνων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής, C‑98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    198

    Μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστώσει πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής, C‑98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    199

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο μέτρο που με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως η Lundbeck βάλλει κατά της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως στη σκέψη 842 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το ύψος των επιβληθέντων προστίμων υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει ούτε καν να υποστηρίζει ότι το ποσό αυτό είναι όχι μόνο μη ενδεδειγμένο, αλλά και υπερβολικό, σε σημείο που να είναι δυσανάλογο, επιδιώκει στην πραγματικότητα να επανεκτιμηθεί ο ενδεδειγμένος χαρακτήρας του ποσού των προστίμων που της επιβλήθηκαν. Συνεπώς, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    200

    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    201

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    202

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο οποίος εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    203

    Δεδομένου ότι η Lundbeck ηττήθηκε, πρέπει, αφενός, να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και, αφετέρου, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

    204

    Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικασθεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον εάν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    205

    Δεδομένου ότι η EFPIA μετέσχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κρίνεται ότι πρέπει, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

    206

    Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    207

    Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η H. Lundbeck A/S και η Lundbeck Ltd φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και καταδικάζονται στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

     

    3)

    Η European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA) φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    4)

    Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Op