EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0301

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Φεβρουαρίου 2018.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως – Εμπορική πολιτική – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ – Καθεστώς επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Έννοια της “μείζονος στρεβλώσεως, προερχόμενης από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση – Φορολογικά πλεονεκτήματα.
Υπόθεση C-301/16 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:132

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2018 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Εμπορική πολιτική – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ – Καθεστώς επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Έννοια της “μείζονος στρεβλώσεως, προερχόμενης από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση – Φορολογικά πλεονεκτήματα»

Στην υπόθεση C-301/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Μαΐου 2016,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn και T. Maxian Rusche,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από την:

GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH, με έδρα το Tschernitz (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Bochon, avocat, και τον R. MacLean, solicitor,

παρεμβαίνουσα στην αναιρετική δίκη,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd, με έδρα το Anhui (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους Y. Melin, avocat, και Β. Ακριτίδη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιουνίου 2017,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2016, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής (T-586/14, EU:T:2016:154, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 470/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2014, L 142, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 253, σ. 4, στο εξής: επίδικος κανονισμός), κατά το μέρος που ο κανονισμός αυτός αφορούσε την Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd (στο εξής: Xinyi PV).

Το νομικό πλαίσιο

2

Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών από τα οποία ανέκυψε η υπό κρίση διαφορά, οι διατάξεις περί λήψεως μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού όριζε τα εξής:

«α)

Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία αγοράς [([σ]υμπεριλαμβάνονται η Αλβανία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Λευκορωσία, η Γεωργία, η Βόρεια Κορέα, η Κιργιζία, η Μολδαβία, η Μογγολία, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν)], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Κοινότητα για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

[…]

β)

Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Βιετνάμ και το Καζαχστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του [Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)] κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γʹ, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο αʹ.

γ)

Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο βʹ […] πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα, και

ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

[…]»

Το ιστορικό της διαφοράς

4

Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι συνοπτικώς το ακόλουθο.

5

Η Xinyi PV είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Κίνα, όπου κατασκευάζει και εξάγει ηλιακούς υαλοπίνακες. Μοναδικός μέτοχός της είναι η εταιρία Xinyi Solar (Hong Kong) Ltd, που είναι εγκατεστημένη στο Χονγκ Κονγκ (Κίνα) και εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.

6

Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή κίνησε, στις 28 Φεβρουαρίου 2013, έρευνα αντιντάμπινγκ με αντικείμενο τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας.

7

Στις 21 Μαΐου 2013, η Xinyi PV υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση να της αναγνωριστεί το καθεστώς εταιρίας δραστηριοποιούμενης υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, ώστε η κανονική αξία να προσδιοριστεί, σε ό,τι την αφορά, με βάση το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού αυτού, και όχι με βάση τη γνωστή ως μέθοδο της «ανάλογης χώρας», την οποία προβλέπουν οι κανόνες του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού.

8

Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Xinyi PV ότι εκτιμούσε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί την αίτηση αυτή. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εξέθεσε συναφώς τα εξής:

«Από την έρευνα προκύπτει ότι [η Xinyi PV] έτυχε διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων όσον αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων της, και συγκεκριμένα υπάχθηκε:

στο πρόγραμμα “2 Free 3 Halve”. Το συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς παρέχει σε εταιρίες με αλλοδαπά κεφάλαια τη δυνατότητα πλήρους απαλλαγής από τον φόρο (0 %) για δύο έτη και, κατά τα τρία επόμενα έτη, υπαγωγής σε φορολογικό συντελεστή 12,5 %, αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %·

στο φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος αυτού, η εταιρία υπόκειται σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή 15 %, αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %. Ο εν λόγω προνομιακός φορολογικός συντελεστής αποτελεί επιδότηση με μόνιμη σχεδόν δυνατότητα προσαρμογής, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να έχει ως σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές παρέχουν αισθητά οικονομικά πλεονεκτήματα και ότι, ως εκ τούτου, [η Xinyi PV] δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι το κόστος παραγωγής της και η οικονομική κατάστασή της δεν υπόκεινται σε μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα το οποίο δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς […]

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εισηγείται την απόρριψη της αιτήσεως της [Xinyi PV περί αναγνωρίσεως] ΚΟΑ».

9

Την 1η Σεπτεμβρίου 2013, η Xinyi PV υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου αυτού, στις οποίες η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, με το οποίο επιβεβαίωσε την απόρριψη της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ που είχε υποβάλει η εν λόγω εταιρία.

10

Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Το καθεστώς φορολογήσεως εισοδήματος που [επιφυλάσσει ευνοϊκή μεταχείριση σε] ορισμένες εταιρίες ή ορισμένους τομείς της οικονομίας, τους οποίους η Κυβέρνηση θεωρεί στρατηγικής σημασίας, συνεπάγεται ότι το εν λόγω φορολογικό καθεστώς δεν έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς, αλλά [ότι] είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια συστήματος διευθυνόμενης οικονομίας και, κατά συνέπεια, μπορεί να εμπίπτει στο τρίτο κριτήριο [του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού]. Η εφαρμογή προνομιακού φορολογικού συντελεστή έχει ως συνέπεια τη μεταβολή των κερδών προ του φόρου τα οποία πρέπει να πραγματοποιεί η εταιρία προκειμένου να καθίσταται ελκυστική για τους επενδυτές […]

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η [Xinyi PV] μπορούσε να φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή (14,01 %), διότι στην περίπτωσή της ήταν δυνατή η σωρευτική εφαρμογή του φορολογικού καθεστώτος των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και ενός άλλου καθεστώτος, και συγκεκριμένα του προγράμματος “2 Free 3 Halve”. Ο συνδυασμός των καθεστώτων αυτών είχε ως συνέπεια την εφαρμογή αισθητά μειωμένου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με τον κανονικό φορολογικό συντελεστή (25 %), ο οποίος μπορούσε, μεταξύ άλλων, να επιδιώκει την προσέλκυση κεφαλαίων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση και, επομένως, να έχει αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρίας.

[…]

Τέλος, υποστηρίζετε ότι η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία το φορολογικό καθεστώς μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε μόνιμη σχεδόν βάση, είναι αβάσιμη. Τα επιχειρήματά σας ότι τα δύο φορολογικά καθεστώτα έχουν περιορισμένη χρονική εφαρμογή λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Εντούτοις, ο μη μόνιμος χαρακτήρας των δύο αυτών φορολογικών καθεστώτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι […] είχαν ως σκοπό να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως.»

11

Στις 26 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1205/2013, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΕΕ 2013, L 316, σ. 8, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου της ανάλογης χώρας, η Δημοκρατία της Τουρκίας επελέγη για τους σκοπούς υπολογισμού της κανονικής αξίας όσον αφορά όλους τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, συμπεριλαμβανομένης της Xinyi PV. Επί των εισαγωγών του σχετικού προϊόντος που παρήγε η εταιρία του εν λόγω παραγωγού επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ 39,3 %.

12

Οι αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 47 του προσωρινού κανονισμού αφορούν τις αιτήσεις περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ. Οι αιτιολογικές σκέψεις 40, 41, 43 και 45 έως 47 του κανονισμού αυτού έχουν ως εξής:

«(40)

[Δ]ιερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί περί ΚΟΑ τεσσάρων παραγωγών-εξαγωγέων (ομίλων εταιριών) που αποτελούνται από έντεκα νομικές οντότητες.

(41)

Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι κανένας από τους τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς (ομίλους εταιριών) που ζητούν αναγνώριση ΚΟΑ δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι πληρούσε όλα τα κριτήρια που ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

[…]

(43)

[Κ]αι οι τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς, είτε σε ατομική βάση είτε ως ομάδα, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι δεν ήταν εκτεθειμένοι σε σημαντικές στρεβλώσεις που ήταν απόρροια του καθεστώτος ελεγχόμενης οικονομίας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εταιρείες ή όμιλοι εταιριών δεν πληρούσαν το κριτήριο 3 για το ΚΟΑ. Ειδικότερα, οι τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς ή όμιλοι παραγωγών-εξαγωγέων επωφελήθηκαν από ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα.

[…]

(45)

Η Επιτροπή γνωστοποίησε τα αποτελέσματα της έρευνας σχετικά με το ΚΟΑ στις εμπλεκόμενες εταιρίες, στις [κινεζικές αρχές] και στον καταγγέλλοντα και τους κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(46)

Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν δεν μπορούσαν να μεταβάλουν τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής. Μετά από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, όλοι οι αιτούντες ενημερώθηκαν ατομικά και επισήμως στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 για την οριστική διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ισχυρισμό του καθενός σχετικά με το ΚΟΑ.

(47)

Κατά συνέπεια, κανένας από τους τέσσερις συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ή ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων στη[ν] [Κίνα] που είχαν υποβάλει αίτηση ΚΟΑ δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι πληροί το σύνολο των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, οι αιτήσεις τους για αναγνώριση ΚΟΑ απορρίφθηκαν.»

13

Στις 13 Μαΐου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό με τον οποίο, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωσε, στην αιτιολογική σκέψη 34, τις διαπιστώσεις που εκτίθεντο στις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 47 του προσωρινού κανονισμού και κατά τις οποίες όλες οι αιτήσεις περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ έπρεπε να απορριφθούν. Δυνάμει του επίδικου κανονισμού, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ 36,1 % επί των εισαγωγών προϊόντων ηλιακών υαλοπινάκων κατασκευαζόμενων από την Xinyi PV.

14

Στη συνέχεια, αυτός ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ τροποποιήθηκε και ο συντελεστής του ορίστηκε σε 75,4 %, δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1394 της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 470/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/588, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μετά τη διεξαγωγή εκ νέου έρευνας για την απορρόφηση του δασμού σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1225/2009 (ΕΕ 2015, L 215, σ. 42).

15

Παράλληλα προς την έρευνα αντιντάμπινγκ, κινήθηκε έρευνα κατά των επιδοτήσεων στις 23 Απριλίου 2013, η οποία κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 471/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2014, L 142, σ. 23). Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, επί των εισαγωγών ηλιακών υαλοπινάκων που κατασκευάζονταν από την Xinyi PV επιβλήθηκε αντισταθμιστικός δασμός με συντελεστή 3,2 %.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 2014, η Xinyi PV ζήτησε την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

17

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Xinyi PV προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Μόνον ο πρώτος από τους λόγους αυτούς, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, είναι κρίσιμος για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

18

Με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως, η Xinyi PV υποστήριζε ότι κακώς η Επιτροπή εκτίμησε, με τον επίδικο κανονισμό, ότι το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάστασή της υπέκειντο σε μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

19

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι επιβαλλόταν να γίνει δεκτό ότι, επί του σημείου αυτού, η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν προδήλως πεπλανημένη.

20

Κατά πρώτον, στις σκέψεις 63 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε το ως άνω συμπέρασμα, κατ’ ουσίαν, στο σκεπτικό ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα προέρχονται από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, υπό την έννοια ότι απορρέουν από αυτό ή ότι αποτελούν συνέπειά του, δεδομένου ότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε χώρες με οικονομία της αγοράς, όπως τα κράτη μέλη της Ένωσης, επίσης χορηγούνται στις επιχειρήσεις φορολογικά πλεονεκτήματα υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών επί ορισμένο χρονικό διάστημα ή μειωμένων φορολογικών συντελεστών, όπως προκύπτει σχετικώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

21

Κατά δεύτερον, στις σκέψεις 68 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν προσιδίαζαν σε μέτρα που εφαρμόζονται σε μια οικονομία της αγοράς, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι τελούσαν σε συνάρτηση προς διάφορα προγράμματα υλοποιούμενα στην Κίνα.

22

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού, κατά το μέρος που αφορούσε την Xinyi PV, χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν από αυτήν.

Τα αιτήματα των διαδίκων και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

23

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει ως νόμω αβάσιμο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να εξετάσει εκ νέου το δεύτερο σκέλος του πρώτου αυτού λόγου ακυρώσεως, καθώς και τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την προσφυγή, και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των διαδικασιών.

24

Η Xinyi PV ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

25

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings (C-301/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:796), επιτράπηκε στην GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH (στο εξής: GMB) να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της φράσεως «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, ο δεύτερος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ο τρίτος δικονομικές πλημμέλειες.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της φράσεως «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς»

Επιχειρήματα των διαδίκων

27

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής περιλαμβάνει πέντε σκέλη.

– Επί του πρώτου σκέλους

28

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 63 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αρκεί να αποδειχτεί ότι ορισμένο μέτρο προορίζεται για την υλοποίηση πενταετούς προγράμματος στην Κίνα προκειμένου το μέτρο αυτό να χαρακτηριστεί ως προερχόμενο από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, διότι άλλως η διάταξη αυτή θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

29

Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φορολογικά πλεονεκτήματα προοριζόμενα για την υλοποίηση πενταετούς προγράμματος προέρχονται πάντοτε από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

30

Η Xinyi PV, απαντώντας στο πρώτο αυτό σκέλος, υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία φορολογικά πλεονεκτήματα προοριζόμενα για την υλοποίηση πενταετούς προγράμματος προέρχονται πάντοτε από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς ουδόλως συζητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, πρόκειται περί νέου ισχυρισμού ο οποίος, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος από το Δικαστήριο.

31

Επί της ουσίας, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, κατά την Xinyi PV, ότι η απόρριψη αιτήσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ με την αιτιολογία ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα συναρτώνται εμμέσως προς τα διάφορα προγράμματα που έχουν υλοποιηθεί στη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας καθιστά τη φράση «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς» άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

– Επί του δευτέρου σκέλους

32

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στις σκέψεις 74 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παροχή στηρίξεως σε ορισμένους βιομηχανικούς τομείς τους οποίους ορισμένη χώρα θεωρεί στρατηγικής σημασίας, όπως είναι ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας, αποτελεί θεμιτό σκοπό σε σύστημα με οικονομία της αγοράς.

33

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι η έννοια της οικονομίας της αγοράς δεν αποκλείει ορισμένες κρατικές παρεμβάσεις, εντούτοις οι παρεμβάσεις αυτές έχουν ως σκοπό την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και όχι την επιλογή «πρωταθλητών», ήτοι την προαγωγή ενός τομέα οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «στρατηγικής σημασίας» σε σχέση με κάποιον άλλο, μέσω της εφαρμογής διαφορετικών φορολογικών συντελεστών ή μέσω χορηγήσεως άλλης μορφής πλεονεκτημάτων. Στο πλαίσιο συστήματος με οικονομία της αγοράς, η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων δικαιολογείται μόνον εφόσον αποσκοπεί στη διόρθωση των δυσλειτουργιών της αγοράς ή επιδιώκει την επίτευξη σκοπών ισότητας.

34

Η Xinyi PV υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή, κατά το μέρος που βάλλει κατά των σκέψεων 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφορά την κυριαρχική καταρχήν εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων που έθεσε η ίδια στη διάθεσή του, εκτίμηση η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή ούτε προέβαλε ούτε απέδειξε πρόδηλη παραμόρφωση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.

35

Οι εν λόγω σκέψεις 75 και 76 αποσκοπούν απλώς να καταστήσουν σαφές ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν συνιστούν στρεβλώσεις ανάλογες με εκείνες που απαντούν σε χώρες όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική, για τους σκοπούς εφαρμογής του κριτηρίου που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

– Επί του τρίτου σκέλους

36

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα ασκούν επίδραση όχι αποκλειστικώς και μόνο στο κόστος που συνδέεται ευθέως με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά στο σύνολο των οικονομικών αποτελεσμάτων της Xinyi PV και, επομένως, στη συνολική οικονομική της κατάσταση, μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς μόνο προκειμένου να προσδιοριστεί ο μείζων χαρακτήρας της στρεβλώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, και όχι προκειμένου να εκτιμηθεί αν η εν λόγω στρέβλωση προέρχεται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

37

Όπως απέδειξε η Επιτροπή, τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των καθεστώτων ενισχύσεως που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε μια οικονομία της αγοράς είναι ότι οι ενισχύσεις είναι στοχευμένες και περιορίζονται στη δημόσια χρηματοδότηση που είναι αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Αντιθέτως, τα εξετασθέντα εν προκειμένω μέτρα δεν περιορίζονται, όπως τα προμνησθέντα καθεστώτα, για μια ειδική κατηγορία δαπανών συνδεόμενων με ορισμένη επένδυση ούτε υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς.

38

Η Xinyi PV υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι οι μόνες επιδοτήσεις που είναι δυνατόν να υφίστανται σε μια οικονομία της αγοράς είναι εκείνες οι οποίες είναι στοχευμένες και περιορίζονται στη δημόσια χρηματοδότηση που είναι αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, και δεν παραπέμπει σε κανένα άλλο στοιχείο που υποβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

39

Επιπλέον, η επιχειρηματολογία αυτή στερείται νομικού ερείσματος, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν αφορά το ζήτημα αν η στρέβλωση προκύπτει από είδος μέτρου που είναι αποδεκτό σε μια οικονομία της αγοράς, αλλά το ζήτημα αν η στρέβλωση προκύπτει από είδος μέτρου το οποίο υφίστατο στο παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

– Επί του τετάρτου σκέλους

40

Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που κρίθηκαν παράνομα και ασυμβίβαστα προς την εσωτερική αγορά με τις αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-280/95, EU:C:1998:28), της 21ης Μαρτίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-36/00, EU:C:2002:196), καθώς και της 28ης Ιουλίου 2011, Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-471/09 P έως C-473/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:521), είναι συγκρίσιμα με τα εξετασθέντα εν προκειμένω φορολογικά μέτρα, οπότε αυτή καθαυτήν η ύπαρξη των μέτρων αυτών δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό τους ως προερχόμενων από σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

41

Καταρχάς, κοινό στοιχείο των καθεστώτων ενισχύσεως τα οποία αφορούσαν οι τρεις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου συνιστούσε το ότι ήταν στοχευμένα και περιορίζονταν στο ποσό που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στρατηγικού σκοπού, οπότε ανταποκρίνονταν σε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα συστήματος με οικονομία της αγοράς. Αντιθέτως, τα εξετασθέντα στην υπό κρίση υπόθεση μέτρα δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών και, επιπλέον, ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής υπέρ των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς.

42

Περαιτέρω, τα τρία καθεστώτα ενισχύσεων περί των οποίων έγινε λόγος ανωτέρω επιδίωκαν την επίτευξη στρατηγικού σκοπού που απαντά κατεξοχήν σε μια οικονομία της αγοράς, και συγκεκριμένα την προστασία του περιβάλλοντος, την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων και την περιφερειακή ανάπτυξη. Αντιθέτως, τα εξετασθέντα στην υπό κρίση υπόθεση μέτρα αποσκοπούν στην προαγωγή τομέων στρατηγικής σημασίας και, επομένως, δεν επιδιώκουν την επίτευξη σκοπού που απαντά κατεξοχήν σε μια οικονομία της αγοράς.

43

Τέλος, κατά την Επιτροπή, οι αποδέκτες των κρατικών ενισχύσεων οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά με τις τρεις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είχαν, σε αντίθεση με την Xinyi PV, το δικαίωμα να διατηρήσουν τις ενισχύσεις αυτές, δεδομένου ότι τους επιβλήθηκε η υποχρέωση να τις επιστρέψουν.

44

Η Xinyi PV εκτιμά ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποτελούν πραγματικές εκτιμήσεις οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, δεδομένου ότι η Επιτροπή ούτε προέβαλε ούτε απέδειξε πρόδηλη παραμόρφωση κάποιου αποδεικτικού στοιχείου.

45

Επί της ουσίας, κατά τη Xinyi PV, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει από ποια ακριβώς άποψη τα επίδικα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτά σκοπού. Εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν επιβάλλει να αποδεικνύεται ότι οι εισπραχθείσες επιδοτήσεις περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτές σκοπών. Εξάλλου, τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα επιδίωκαν όντως περιβαλλοντικούς σκοπούς.

46

Η GMB βάλλει, καταρχάς, κατά της σκέψεως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο συγχέει δύο διακριτές έννοιες. Η έννοια της «μείζονος στρεβλώσεως που προέρχεται από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», εν προκειμένω το σύστημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, αφορά ζήτημα απτόμενο της νομοθεσίας και της πολιτικής αντιντάμπινγκ της Ένωσης, και συγκεκριμένα το ζήτημα του αν ένας Κινέζος εξαγωγέας έχει δικαίωμα να τύχει της αναγνωρίσεως ΚΟΑ. Αντιθέτως, η έννοια της «επιδοτήσεως ή της κρατικής ενισχύσεως» αποτελεί τμήμα ενός συνόλου κανόνων που διέπουν ένα διαφορετικό ζήτημα, και συγκεκριμένα το ζήτημα κατά πόσον επιτρέπεται η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων εντός χώρας με οικονομία της αγοράς.

47

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ, αφενός, του συστήματος της κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας και, αφετέρου, των περιορισμένων και στοχευμένων παρεμβάσεων που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε μια οικονομία της αγοράς και έχουν ως σκοπό την προσέλκυση αλλοδαπών επενδύσεων και την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας.

48

Τέλος, η GMB βάλλει κατά της συλλογιστικής που εκτίθεται στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα, δεδομένου ότι επινοήθηκαν ρητώς και συνειδητώς με σκοπό την οργάνωση, κατά συγκεκριμένο τρόπο, της δομής της κινεζικής οικονομίας, δεν μπορούν να εξεταστούν σε μεμονωμένη βάση και να αποσπαστούν από τον συνολικό σχεδιασμό της κινεζικής οικονομίας, ο οποίος έχει ως σκοπό τη χειραγώγηση των δυνάμεων της αγοράς που δραστηριοποιούνται εντός της οικονομίας αυτής.

– Επί του πέμπτου σκέλους

49

Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στις σκέψεις 75 και 76, καθώς και στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχτηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

50

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία χαρακτηριστικό γνώρισμα του συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς είναι ότι πρόκειται για «καθεστώς οργανώσεως της οικονομίας στηριζόμενο στη συλλογική ή στην κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων οι οποίες οφείλουν να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους παραγωγικούς στόχους καθορισμένους στο πλαίσιο κεντρικού προγραμματισμού», αποτελεί εσφαλμένη παραπομπή στον ορισμό της έννοιας της χώρας κρατικού εμπορίου.

51

Ειδικότερα, η έννοια «σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς» είναι ευρύτερος από την έννοια «χώρα κρατικού εμπορίου», καθόσον καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις χώρες που κατονομάζονται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, χώρες ορισμένες εκ των οποίων, αν όχι οι περισσότερες, αποτελούν οικονομίες ευρισκόμενες σε μεταβατικό στάδιο προς την οικονομία της αγοράς.

52

Ομοίως, όσον αφορά τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η χώρα αυτή, ακόμη και κατά τον χρόνο που περιλαμβανόταν στον εν λόγω κατάλογο, πριν μετακινηθεί, συνεπεία της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 905/98 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1998, L 128, σ. 18), στην κατηγορία των χωρών τις οποίες αφορά η διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, αποτελούσε, ήδη από το 1979, οικονομία «σε μεταβατικό στάδιο».

53

Ειδικότερα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, κατά τη διάρκεια του έτους 1986, έλαβε μέτρα με σκοπό την προσέλκυση άμεσων αλλοδαπών επενδύσεων, μεταξύ των οποίων το πρόγραμμα «2 Free 3 Halve», ιδίως για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις του τομέα της υψηλής τεχνολογίας.

54

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός που συνίσταται στην προσέλκυση άμεσων αλλοδαπών επενδύσεων παρίσταται ασυμβίβαστος με την έννοια «σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι στηρίχτηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας αυτής. Ειδικότερα, στη μεγάλη τους πλειονότητα, αν όχι στο σύνολό τους, οι χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς επιχειρούν, μετά την έναρξη οικονομικών μεταρρυθμίσεων, να προσελκύσουν αλλοδαπές επενδύσεις, θεσπίζοντας συχνά φορολογικές απαλλαγές, όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση.

55

Δεύτερον, στις σκέψεις 66, 67, 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχτηκε στην προκείμενη κατά την οποία οτιδήποτε μπορεί να παρατηρηθεί σε μια οικονομία της αγοράς είναι εξ ορισμού αδύνατον να προέρχεται από σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

56

Η προκείμενη αυτή είναι εσφαλμένη, διότι, αφενός, στην πλειονότητά τους, οι χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς αποτελούν οικονομίες σε μεταβατικό στάδιο, οι οποίες τείνουν προς την οικονομία της αγοράς, και, αφετέρου, ακόμη και στις οικονομίες της αγοράς είναι δυνατόν να παρατηρηθούν στρεβλώσεις προκαλούμενες από κρατικές παρεμβάσεις. Το καθοριστικό κριτήριο είναι όχι αν ορισμένα στοιχεία είναι επίσης δυνατόν να παρατηρηθούν σε μια οικονομία της αγοράς, αλλά αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας τέτοιας οικονομίας.

57

Η Xinyi PV υποστηρίζει ότι ο όρος «παλαιό», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς το ότι, προκειμένου να αξιολογήσει τις αιτήσεις περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ που υποβάλλουν Κινέζοι παραγωγοί από 1ης Ιουλίου 1998, ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 905/98, ο οποίος καθιέρωσε τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του καθεστώτος αυτού, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει αν υφίστανται στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, το οποίο υφίστατο πριν από την ημερομηνία αυτή, και συγκεκριμένα επί όσο χρόνο η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν ακόμη χώρα όπου η εμπορική δραστηριότητα ήταν παραδοσιακώς κρατική.

58

Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε τη φράση «σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια της «οικονομίας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική».

59

Η GMB υποστηρίζει ότι οι σκέψεις 65 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βαρύνονται με πλάνη περί το δίκαιο. Η επιχείρηση αυτή υπογραμμίζει ότι μια στρέβλωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προερχόμενη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, επί όσο χρόνο η κινεζική οικονομία δεν έχει πλήρως εγκαταλείψει την κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία προκειμένου να μεταβεί στην οικονομία της αγοράς.

60

Όντως, ως προς πολλές πτυχές της, η κινεζική οικονομία εξακολουθεί να αποτελεί οικονομία η οποία δεν έχει υποστεί μεταρρυθμίσεις και στην οποία οι μηχανισμοί κρατικού ελέγχου συνεχίζουν να διαδραματίζουν ρυθμιστικό ρόλο. Τα διαδοχικά πενταετή προγράμματα συνίστανται σε ένα σύνολο δεσμευτικών εντολών της Κινεζικής Κεντρικής Κυβερνήσεως που τίθενται σε εφαρμογή σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με σκοπό την οργάνωση της κινεζικής οικονομίας σε απόλυτη συμφωνία με το πρότυπο του κεντρικού προγραμματισμού. Το κινεζικό οικονομικό μοντέλο δεν μεταβλήθηκε, μετά το έτος 1998, κατά τόσο σημαντικό τρόπο ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικονομία της αγοράς.

61

Η GMB υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε άκρως φορμαλιστική ερμηνεία της έννοιας «στρέβλωση προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», καθόσον μια τέτοια ερμηνεία συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε στρέβλωση που προκάλεσε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην οικονομία της μετά το έτος 1998 αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να αρνηθεί την αναγνώριση ΚΟΑ.

62

Η εταιρία αυτή φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι, για την προσήκουσα εκτίμηση των στρεβλώσεων, πρέπει να εξετάζεται όχι απλώς η «ύπαρξη» των επίμαχων μέτρων ως οικονομικών κινήτρων, αλλ’ αντιθέτως ο ρόλος που τα μέτρα αυτά διαδραματίζουν ως πρακτικές προεκτάσεις των πολιτικών στόχων της Κινεζικής Κεντρικής Κυβερνήσεως. Από το ιστορικό του καθορισμού δασμού αντιντάμπινγκ με συντελεστή 36,1 % και, στη συνέχεια, με συντελεστή 75,4 %, έναντι της Xinyi PV προκύπτει ότι οι στρεβλώσεις από τις οποίες επωφελήθηκε η εταιρία αυτή στο πλαίσιο της επιδιώξεως των κεντρικά προγραμματισμένων οικονομικών στόχων της Κινεζικής Κυβερνήσεως τη βοήθησαν ουσιωδώς να μειώσει τις τιμές της στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, αφαιρώντας από αυτές το σύνολο του κόστους παραγωγής της. Ελλείψει των στρεβλώσεων αυτών, δεν θα είχε επέλθει πλήρης ανελαστικότητα των τιμών.

63

Η GMB υποστηρίζει, τέλος, ότι η σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βαρύνεται, εν πάση περιπτώσει, με πλάνη, καθόσον το πρόγραμμα «2 Free 3 Halve» θεσπίστηκε από την Κινεζική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του έτους 1986 και, επομένως, ανάγεται σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Κίνα δεν ανταποκρινόταν ακόμη σε κανένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οικονομίας της αγοράς.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

64

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, κατά παρέκκλιση από τους κανόνες του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του ίδιου κανονισμού, η κανονική αξία καθορίζεται, καταρχήν, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ήτοι με βάση τη μέθοδο της ανάλογης χώρας. Επομένως, σκοπός της ως άνω διατάξεως είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη οι τιμές και το κόστος όπως διαμορφώνονται σε χώρες οι οποίες δεν έχουν οικονομία της αγοράς, καθόσον οι παράμετροι αυτές δεν αποτελούν στις εν λόγω χώρες τη φυσιολογική συνισταμένη των δυνάμεων της αγοράς (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65

Εντούτοις, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση ερευνών αντιντάμπινγκ για εισαγωγές, μεταξύ άλλων, από την Κίνα, η κανονική αξία καθορίζεται με βάση το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού αυτού, και, επομένως, όχι με βάση τη μέθοδο της ανάλογης χώρας, εφόσον αποδεικνύεται, βάσει δεόντως αιτιολογημένων ισχυρισμών τους οποίους υποβάλλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, ότι ο παραγωγός αυτός ή οι παραγωγοί αυτοί υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος.

66

Όπως προκύπτει από τους διαφόρους κανονισμούς από τους οποίους προήλθε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, η διάταξη αυτή αποσκοπεί να παράσχει στους δραστηριοποιούμενους υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς παραγωγούς οι οποίοι αναδύθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Κίνα τη δυνατότητα να τύχουν της αναγνωρίσεως καθεστώτος που ανταποκρίνεται στην ατομική τους κατάσταση και όχι στη συνολική κατάσταση της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένοι (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 108).

67

Κατ’ εφαρμογήν των εξουσιών που της παρέχει ο βασικός κανονισμός, έργο της μεν Επιτροπής είναι να εκτιμά αν τα στοιχεία που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος παραγωγός αρκούν για να αποδειχτεί ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ώστε να αναγνωριστεί στον παραγωγό αυτό το πλεονέκτημα του ΚΟΑ κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, των δε δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης είναι να ελέγχουν αν η εκτίμηση αυτή βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 70).

68

Δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η αίτηση της Xinyi PV περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ απορρίφθηκε με μοναδική αιτιολογία ότι η εταιρία αυτή δεν απέδειξε ότι πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

69

Δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός πρέπει να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάστασή του δεν υπόκεινται σε μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως όσον αφορά την απόσβεση στοιχείων του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό.

70

Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω διάταξη ορίζει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων η μεν πρώτη συνίσταται στην ύπαρξη μείζονος στρεβλώσεως του κόστους παραγωγής και της οικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως, η δε δεύτερη στην προέλευση της στρεβλώσεως αυτής από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

71

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον τη δεύτερη εκ των δύο αυτών προϋποθέσεων, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει και, στη συνέχεια, να δεχθεί το σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Xinyi PV, το οποίο αφορούσε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον δέχτηκε ότι τα προβλεπόμενα από την κινεζική νομοθεσία φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων έτυχε η Xinyi PV έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

– Επί του πέμπτου σκέλους

72

Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, αφορά «καθεστώς οργανώσεως της οικονομίας στηριζόμενο στη συλλογική ή στην κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων οι οποίες οφείλουν να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους παραγωγικούς στόχους καθορισμένους στο πλαίσιο κεντρικού προγραμματισμού».

73

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Xinyi PV είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων είχε τύχει δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εντασσόμενα σε σύστημα στο οποίο το εμπόριο διεξάγεται σε εντελώς μονοπωλιακή ή σε σχεδόν μονοπωλιακή βάση και στο οποίο οι εσωτερικές τιμές καθορίζονται από το κράτος, ήτοι σε σύστημα χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική.

74

Εκ των ανωτέρω έπεται, πράγμα που άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε από κανένα διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, στο πλαίσιο του ορισμού της έννοιας «παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο έκανε ειδικώς λόγο, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περί οικονομικού συστήματος χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική.

75

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού 905/98, ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε η ρύθμιση την οποία στη συνέχεια επανέλαβε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού συνίσταται στο ότι οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κίνα μετέβαλαν θεμελιωδώς την οικονομία της χώρας αυτής και οδήγησαν στην ανάδυση επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, με συνέπεια η εν λόγω χώρα να έχει απομακρυνθεί από το οικονομικό σύστημα το οποίο δικαιολογούσε τη συστηματική χρήση της μεθόδου της ανάλογης χώρας (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 68).

76

Εντούτοις, στο μέτρο κατά το οποίο, παρά τις μεταρρυθμίσεις αυτές, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εξακολουθεί να μην είναι χώρα με οικονομία της αγοράς, επί των εξαγωγών της οποίας θα είχαν αυτομάτως εφαρμογή οι κανόνες του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού, εναπόκειται, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, σε κάθε παραγωγό που επιθυμεί να τύχει του πλεονεκτήματος της εφαρμογής των κανόνων αυτών να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίζονται στην τελευταία αυτή διάταξη, από τα οποία να προκύπτει ότι η επιχείρησή του λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς που δικαιολογούν την αναγνώριση ΚΟΑ (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 69).

77

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η φράση «παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, αφορά το προηγούμενο οικονομικό σύστημα το οποίο δικαιολογούσε τη συστηματική χρήση, έναντι των Κινέζων παραγωγών, της μεθόδου της ανάλογης χώρας, αλλά από το οποίο η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας απομακρύνθηκε.

78

Πράγματι, είναι παγκοίνως γνωστό ότι, πολύ πριν από την 1η Ιουλίου 1998, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 905/98, που καθιέρωσε τη σχετική ρύθμιση την οποία στη συνέχεια επανέλαβε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, το κρατούν στην Κίνα οικονομικό σύστημα είχε παύσει να είναι το σύστημα χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική. Αντιθέτως, επρόκειτο για σύστημα χώρας η οποία, καίτοι εξακολουθούσε να μην διαθέτει οικονομία της αγοράς, είχε ήδη πραγματοποιήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις με συνέπεια τον περιορισμό της εκτάσεως του κρατικού ελέγχου, αλλά της οποίας η οικονομία, σε μεγάλο αριθμό τομέων, εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την κεντρική θέση που κατέχουν τα πενταετή προγράμματα.

79

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, ο σκοπός τον οποίο επιδίωκε η θέσπιση της ως άνω ρυθμίσεως συνίστατο στην αναγνώριση των μεταρρυθμίσεων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί σε ορισμένους τομείς της κινεζικής οικονομίας και στην ενθάρρυνση ακόμη πιο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, ώστε, στο σχετικά εγγύς μέλλον, σε όλους τους τομείς της οικονομίας αυτής, το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι παραγωγοί και οι τιμές που προτείνουν να παύσουν να καθορίζονται ή να επηρεάζονται ουσιωδώς από το κράτος, αλλά να αποτελούν, κατ’ ουσίαν, απόρροια της ανεπηρέαστης σχέσεως μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως.

80

Εντούτοις, εν τω μεταξύ, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας εξακολουθεί να εφαρμόζεται εξ ορισμού η μέθοδος της ανάλογης χώρας, δεδομένου ότι, μόνον εφόσον ένας παραγωγός αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι πληροί και τις πέντε προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται η μέθοδος αυτή στην περίπτωσή του και η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίσει την κανονική αξία, όσον αφορά τον συγκεκριμένο παραγωγό, με βάση τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού, για εισαγωγές από χώρες με οικονομία της αγοράς.

81

Το συμπέρασμα ότι η φράση «παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού αφορά όχι κατ’ ανάγκην και ειδικώς το κατεστημένο οικονομικό σύστημα χώρας κρατικού εμπορίου, αλλά, γενικότερα, οικονομικό σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς, το οποίο ενδεχομένως έχει ήδη υποστεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ενισχύεται από το γεγονός ότι, σε πολλές γλωσσικές αποδόσεις της διατάξεως αυτής, περιλαμβάνονται διάφορες εκφράσεις, όπως «προγενέστερο οικονομικό σύστημα στο οποίο η οικονομία δεν υπέκειτο στους νόμους της αγοράς» («sistema anterior de economia no sujeta a las leyes del mercado» στο ισπανικό κείμενο), «παλαιό σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς» («former non-market economy system» στο αγγλικό κείμενο) ή ακόμη «παλαιό σύστημα κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας» («antigo sistema de economia centralizada» στο πορτογαλικό κείμενο).

82

Ομοίως, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 70 έως 73 των προτάσεών του, η λέξη «προερχόμενες» που προηγείται των όρων «από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ratio legis των σχετικών με το ΚΟΑ διατάξεων, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το παλαιό σύστημα αυτό πρέπει να οδήγησε ή να είχε ως αποτέλεσμα τις επίμαχες στρεβλώσεις ή, με άλλα λόγια, υπό την έννοια ότι τα επίμαχα πλεονεκτήματα πρέπει να απορρέουν από το σύστημα αυτό, όπως, εξάλλου, έκρινε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν συγκρίσεως ορισμένων γλωσσικών αποδόσεων του βασικού κανονισμού.

83

Τέλος, το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι η επιχείρηση του παραγωγού λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, ότι το κόστος με το οποίο βαρύνεται και οι τιμές που χρεώνει προκύπτουν από την ελεύθερη δράση των δυνάμεων της αγοράς (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 82).

84

Πράγματι, σε σχέση με τον σκοπό αυτόν, είναι αδιάφορο, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, αν το επίμαχο οικονομικό σύστημα αποτελεί οικονομία κρατικού εμπορίου ή άλλου είδους οικονομικό σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς.

85

Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον παραγωγό να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάστασή του δεν υπόκεινται σε μείζονες στρεβλώσεις απορρέουσες από οικονομικό σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς, το οποίο, ενδεχομένως, αποτελεί σύστημα ευρισκόμενο ήδη σε στάδιο μεταβάσεως, ως προς ορισμένους τομείς, προς σύστημα οικονομίας της αγοράς.

86

Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκανε λόγο περί οικονομικού συστήματος χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική, προκειμένου να καθορίσει την έννοια της φράσεως «παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

87

Συνεπώς, το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

– Επί του πρώτου σκέλους

88

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 63 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αρκεί να αποδειχτεί ότι ορισμένο μέτρο συναρτάται με την υλοποίηση πενταετούς προγράμματος στην Κίνα προκειμένου το μέτρο αυτό να χαρακτηριστεί ως προερχόμενο από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, διότι άλλως η ως άνω διάταξη θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

89

Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου η ένσταση της Xinyi PV ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι απαράδεκτη, διότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό που δεν συζητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

90

Πράγματι, η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς αναίρεση προβάλλοντας, ενώπιον του Δικαστηρίου, λόγους αντλούμενους από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι οποίοι αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της νομικής της ορθότητας (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ., C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 102). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επίμαχο επιχείρημα προβλήθηκε από την Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οπότε το τελευταίο ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει.

91

Επί της ουσίας, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Xinyi PV, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι τα πενταετή προγράμματα που καταρτίζονται από τη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα που εφαρμόζονταν όταν η χώρα αυτή αποτελούσε ακόμη οικονομία κρατικού εμπορίου.

92

Πράγματι, στην εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι «τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα συναρτώνται εμμέσως προς τα διάφορα προγράμματα που έχουν εφαρμοστεί στην Κίνα», με το σκεπτικό ότι το επιχείρημα αυτό «απορρέει από μια άκρως φορμαλιστική προσέγγιση, δεδομένου ότι η διατήρηση των προγραμμάτων αυτών δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι τα εν λόγω καθεστώτα προέρχονταν από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της Κίνας, εκτός και αν γινόταν δεκτό ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται στην Κίνα και συνδέονται με ορισμένο πρόγραμμα προέρχονται από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της χώρας αυτής, ερμηνεία η οποία θα καθιστούσε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας».

93

Εξάλλου, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η εφαρμογή κεντρικά καταρτιζόμενων προγραμμάτων που καθορίζουν παραγωγικούς στόχους αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς.

94

Διαπιστώνεται συναφώς ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στο εξής, τα πενταετή προγράμματα της Κίνας θα παύσουν να προβλέπουν, για όλους τους τομείς της οικονομίας, προκαθορισμένους παραγωγικούς στόχους, όπως συνέβαινε όταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν ακόμη χώρα όπου η εμπορική δραστηριότητα ήταν κρατική, γεγονός πάντως είναι ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 89 και 99 των προτάσεών του, είναι παγκοίνως γνωστό ότι τα προγράμματα αυτά εξακολουθούν, ακόμη και μετά τις μεταρρυθμίσεις στο κινεζικό οικονομικό σύστημα, να διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην οργάνωση της οικονομίας, δεδομένου ότι καθορίζουν, για μεγάλο αριθμό τομέων, συγκεκριμένους στόχους που έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για όλα τα επίπεδα διακυβερνήσεως.

95

Κατά συνέπεια, στο μέτρο κατά το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στον παραγωγό να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάστασή του δεν υπόκεινται σε μείζονες στρεβλώσεις απορρέουσες από οικονομικό σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για οικονομικό σύστημα κρατικού εμπορίου ή για οικονομικό σύστημα ευρισκόμενο σε στάδιο μεταβάσεως προς την οικονομία της αγοράς, το γεγονός ότι ορισμένο μέτρο, όπως είναι το επίμαχο εν προκειμένω μέτρο, το οποίο συνίσταται στην παροχή φορολογικών πλεονεκτημάτων για αλλοδαπές επενδύσεις σε τομείς χαρακτηριζόμενους ως στρατηγικής σημασίας, όπως ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας, συναρτάται προς διάφορα προγράμματα υλοποιούμενα στην Κίνα αρκεί προκειμένου να γίνει κατά τεκμήριο δεκτό ότι το μέτρο αυτό συνιστά στρέβλωση «προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

96

Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το τεκμήριο αυτό δεν καθιστά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

97

Πράγματι, το τεκμήριο αυτό, πέραν του ότι εφαρμόζεται μόνον επί μέτρων που όντως συνδέονται με ορισμένο πενταετές πρόγραμμα, μπορεί να ανατραπεί από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό αν αυτός αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι εγγενώς αντίθετο προς την οικονομία της αγοράς.

98

Εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω παραγωγός διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό, όπως εφαρμόστηκε στη δική του περίπτωση, δεν συνεπάγεται στρέβλωση δυνάμενη να χαρακτηριστεί ως «μείζων», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

99

Επομένως, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βαρύνονται με πλάνη περί το δίκαιο.

100

Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμο.

– Επί του δευτέρου και του τετάρτου σκέλους

101

Με το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν και τρίτα κατά σειρά, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στις σκέψεις 66, 67, 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα προέρχονται από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι, αφενός, είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε χώρες με οικονομία της αγοράς, όπως τα κράτη μέλη της Ένωσης, επίσης χορηγούνται στις επιχειρήσεις φορολογικά πλεονεκτήματα με σκοπό την προσέλκυση αλλοδαπών επενδύσεων σε τομείς που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικής σημασίας, όπως είναι ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας, και, αφετέρου, τέτοιος σκοπός παρίσταται, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, ασυμβίβαστος με καθεστώς οργανώσεως της οικονομίας στηριζόμενο στη συλλογική ή στην κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων οι οποίες οφείλουν να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους παραγωγικούς στόχους καθορισμένους στο πλαίσιο κεντρικού προγραμματισμού, στοιχεία που χαρακτηρίζουν συστήματα που δεν ακολουθούν την οικονομία της αγοράς.

102

Μολονότι, όπως υποστηρίζει η Xinyi PV, το Δικαστήριο ασφαλώς δεν δύναται να ασκήσει αναιρετικό έλεγχο επί της πραγματικής, κατ’ ουσίαν, εκτιμήσεως που περιλαμβάνεται στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία φορολογικά πλεονεκτήματα της ίδιας φύσεως με εκείνα των οποίων έτυχε η εν λόγω εταιρία υφίστανται και σε χώρες με οικονομία της αγοράς, όπως είναι τα κράτη μέλη της Ένωσης, αντιθέτως, η Επιτροπή δύναται παραδεκτώς να βάλει, με την αίτηση αναιρέσεως, κατά του συμπεράσματος που συνήγαγε, υπό μορφή νομικού χαρακτηρισμού των σχετικών πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο από την ανωτέρω εκτίμηση, και συγκεκριμένα κατά του συμπεράσματος ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα πλεονεκτήματα αυτά συνιστούν «στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

103

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

104

Πράγματι, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 95 έως 99 των προτάσεών του, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως συναρτώμενα με διάφορα προγράμματα υλοποιούμενα στην Κίνα και ότι η χώρα αυτή, παρά τις μεταρρυθμίσεις του οικονομικού μοντέλου της, εξακολουθεί, όπως προκύπτει από τη ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, να θεωρείται, καταρχήν, ως χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα διαφέρει ριζικά από το πλαίσιο εντός του οποίου παρόμοια ενδεχομένως μέτρα υλοποιούνται σε χώρες με οικονομία της αγοράς.

105

Συναφώς, όσον αφορά τα κράτη μέλη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι τέτοιου είδους φορολογικά πλεονεκτήματα, αν χαρακτηρισθούν ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διαπίστωση που προϋποθέτει τη συνδρομή και των τεσσάρων προϋποθέσεων που ορίζει η διάταξη αυτή, είναι, καταρχήν, ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά και, ως εκ τούτου, απαγορεύονται (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53).

106

Εξάλλου, όπως επίσης υποστήριξε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού, οι τρεις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν φορολογικές ενισχύσεις που κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με το δίκαιο της Ένωσης και οι οποίες επρόκειτο να ανακτηθούν από τους αποδέκτες τους, τούτο δε μολονότι η χορήγησή τους είχε υποβληθεί σε ορισμένους περιορισμούς σχετικούς με την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών. Αντιθέτως, εν προκειμένω, τα προβλεπόμενα φορολογικά πλεονεκτήματα παρέχονται υπέρ τομέων στρατηγικής σημασίας οι οποίοι έχουν οριστεί ευρέως και δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς, ενώ δεν προκύπτει ότι η χορήγηση των ενισχύσεων αποτελεί αντικείμενο κρατικού ελέγχου ο οποίος συνεπάγεται κίνδυνο ανακτήσεως για τους αποδέκτες τους.

107

Αναφορικά με το κρατούν στην Κίνα ιδιαίτερο οικονομικό σύστημα, το οποίο αφορά η ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, και συγκεκριμένα οικονομικό σύστημα ευρισκόμενο σε στάδιο μεταβάσεως προς την οικονομία της αγοράς, το οποίο όμως εξακολουθεί να θεωρείται εξ ορισμού ως σύστημα χωρίς οικονομία της αγοράς, μολονότι, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα συναρτώνται με διάφορα προγράμματα υλοποιούμενα στην Κίνα, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα δεν συμβιβάζονται με τέτοιο σύστημα.

108

Αντιθέτως, όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών του, δεδομένου ότι τα σχετικά φορολογικά πλεονεκτήματα θέτουν σε εφαρμογή ένα πενταετές πρόγραμμα, στοιχείο χαρακτηριστικό των οικονομιών κεντρικού προγραμματισμού και θεμελιώδους σημασίας για την οργάνωση της κινεζικής οικονομίας, η Επιτροπή μπορούσε να δεχθεί κατά τεκμήριο ότι τα εν λόγω μέτρα είχαν «προέλθει από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

109

Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμα.

110

Από τα ανωτέρω έπεται, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον αρνήθηκε την αναγνώριση ΚΟΑ στην Xinyi PV, με την αιτιολογία ότι οι στρεβλώσεις που απέρρεαν από τα ως άνω μέτρα δεν «προέρχονταν από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

111

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμος ως προς το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του, επιβάλλεται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

112

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

113

Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Xinyi PV χωρίς να εξετάσει το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ούτε τον δεύτερο έως τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

114

Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2016, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής (T-586/14, EU:T:2016:154).

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top