Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0180

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2017.
    Toshiba Corporation κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των έργων που αφορούν εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου – Απόφαση εκδοθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν της μερικής ακυρώσεως της αρχικής αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τροποποίηση των προστίμων – Δικαιώματα άμυνας – Μη έκδοση νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων – Ίση μεταχείριση – Κοινή επιχείρηση – Υπολογισμός του αρχικού ποσού – Βαθμός συμμετοχής στην παράβαση – Δεδικασμένο.
    Υπόθεση C-180/16 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:520

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 6ης Ιουλίου 2017 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των έργων που αφορούν εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου — Απόφαση εκδοθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν της μερικής ακυρώσεως της αρχικής αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Τροποποίηση των προστίμων — Δικαιώματα άμυνας — Μη έκδοση νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων — Ίση μεταχείριση — Κοινή επιχείρηση — Υπολογισμός του αρχικού ποσού — Βαθμός συμμετοχής στην παράβαση — Δεδικασμένο»

    Στην υπόθεση C-180/16 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 29 Μαρτίου 2016,

    Toshiba Corp., με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από την J. F. MacLennan, solicitor, τη Σ. Σακελλαρίου, δικηγόρο, τον A. Schulz, Rechtsanwalt, και τον J. Jourdan, avocat,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Khan,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και C. Toader, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως η Toshiba Corp. ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιανουαρίου 2016, Toshiba κατά Επιτροπής (T-404/12, EU:T:2016:18, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2012) 4381 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης C(2006) 6762 τελικό, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ)] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, στον βαθμό κατά τον οποίο αποδέκτες της αποφάσεως αυτής ήταν η Mitsubishi Electric Corporation και η Toshiba Corporation (Υπόθεση COMP/39.966 – Εξοπλισμοί μεταγωγής με μόνωση αερίου – Πρόστιμα) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    2

    Με τις σκέψεις 1 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίθεται το ιστορικό της διαφοράς ως ακολούθως:

    «1

    Η [Toshiba] είναι ιαπωνική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται σε διαφόρους τομείς, μεταξύ των οποίων ο τομέας των εξοπλισμών μεταγωγής με μόνωση αερίου (στο εξής: ΕΜΜΑ). Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Απριλίου 2005 η δραστηριότητά της στον τομέα των ΕΜΜΑ ασκούνταν από την TM T&D Corp., εταιρία που ανήκε κατά το ήμισυ στην Toshiba Corp. και κατά το άλλο ήμισυ στη Mitsubishi Electric Corp. (στο εξής: [Mitsubishi]) και η οποία λύθηκε το 2005.

    2

    Στις 24 Ιανουαρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την απόφαση C(2006) 6762 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.899 – Εξοπλισμοί μεταγωγής με μόνωση αερίου) (στο εξής: απόφαση του 2007).

    3

    Με την απόφαση του 2007, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Απριλίου 1988 και 11ης Μαΐου 2004 είχε τελεστεί μια ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο στην αγορά των ΕΜΜΑ εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και επέβαλε στους αποδέκτες της απόφασης αυτής, δηλαδή σε ορισμένους Ευρωπαίους και Ιάπωνες κατασκευαστές ΕΜΜΑ, πρόστιμα [...]

    4

    Η παράβαση την οποία αφορούσε η απόφαση του 2007 περιελάμβανε τρία βασικά στοιχεία:

    μια συμφωνία που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 15 Απριλίου 1988 (στο εξής: συμφωνία GQ) και η οποία αποσκοπούσε στη συνομολόγηση κανόνων που να διέπουν την ανάθεση των έργων σχετικά με τους ΕΜΜΑ σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε να διατηρηθούν οι ποσοστώσεις που αποτύπωναν σε μεγάλο βαθμό τα “εκτιμώμενα μερίδια που παραδοσιακώς κατείχαν στην αγορά” οι ενδιαφερόμενοι κατασκευαστές, συμφωνία που θα εφαρμοζόταν σε ολόκληρο τον πλανήτη, πλην Ηνωμένων Πολιτειών, Καναδά, Ιαπωνίας και 17 χωρών της Δυτικής Ευρώπης, και βασιζόταν στην παραχώρηση μιας “κοινής ιαπωνικής ποσόστωσης” στους Ιάπωνες κατασκευαστές και μιας “κοινής ευρωπαϊκής ποσόστωσης” στους Ευρωπαίους κατασκευαστές,

    μια παράλληλη συμφωνία (στο εξής: κοινό σύμφωνο), δυνάμει της οποίας αφενός τα έργα ΕΜΜΑ στην Ιαπωνία και στις χώρες των ευρωπαϊκών μελών της σύμπραξης προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για τις ιαπωνικές και τις ευρωπαϊκές αντίστοιχα εταιρίες που ήταν μέλη της σύμπραξης και αφετέρου τα έργα ΕΜΜΑ στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες επίσης προορίζονταν αποκλειστικά για την ομάδα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων του καρτέλ, καθόσον οι Ιάπωνες κατασκευαστές ανέλαβαν τη δέσμευση να μη μετέχουν σε διαγωνισμούς για έργα στην Ευρώπη, αλλά σε αντάλλαγμα της δέσμευσης αυτής προβλεπόταν η κοινοποίηση των έργων αυτών στην ιαπωνική ομάδα επιχειρήσεων και η υπαγωγή τους στην “κοινή ευρωπαϊκή ποσόστωση” που πρόβλεπε η συμφωνία GQ,

    μια συμφωνία που υπογράφηκε από τα μέλη της ευρωπαϊκής ομάδας κατασκευαστών στη Βιέννη στις 15 Απριλίου 1988 και επιγραφόταν “E Group Operation Agreement for GQ-Agreement” (στο εξής: συμφωνία EQ) και η οποία αποσκοπούσε στην κατανομή των έργων ΕΜΜΑ που προορίζονταν για την ομάδα αυτή δυνάμει της συμφωνίας GQ.

    5

    Με το άρθρο 1 της απόφασης του 2007 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η [Toshiba] είχε λάβει μέρος στην παράβαση κατά το διάστημα μεταξύ 15ης Απριλίου 1988 και 11ης Μαΐου 2004.

    6

    Για τη διαπιστωθείσα με το άρθρο 1 της απόφασης του 2007 παράβαση επιβλήθηκε στην [Toshiba], με το άρθρο 2 της ίδιας απόφασης, πρόστιμο ύψους 90900000 ευρώ, για την καταβολή δε των 4650000 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούσαν στη διαπραχθείσα από την TM T&D παράβαση, η [Toshiba] ευθυνόταν σε ολόκληρο με τη [Mitsubishi].

    7

    Στις 18 Απριλίου 2007 η [Toshiba] άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του 2007.

    8

    Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343), το Γενικό Δικαστήριο αφενός απέρριψε την προσφυγή ως προς το αίτημα ακύρωσης του άρθρου 1 της απόφασης του 2007. Αφετέρου ακύρωσε το άρθρο 2, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της απόφασης του 2007, καθόσον αφορούσε την [Toshiba], διότι η Επιτροπή, επιλέγοντας, κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, άλλο έτος αναφοράς για την [Toshiba] από ό,τι για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, είχε παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

    9

    Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 η [Toshiba] υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναίρεσης κατά της […] απόφασης [της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (Τ-113/07, EU:T:2011:343)].

    10

    Στις 15 Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στην [Toshiba] έκθεση πραγματικών περιστατικών, με την οποία της γνωστοποιούσε ότι είχε την πρόθεση να εκδώσει νέα απόφαση επιβολής προστίμου (στο εξής: έκθεση πραγματικών περιστατικών). Η Επιτροπή εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που θεωρούσε, κατόπιν της […] απόφασης [της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (Τ-113/07, EU:T:2011:343)], κρίσιμα για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου αυτού.

    11

    Στις 7 και στις 23 Μαρτίου 2012 η [Toshiba] υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της έκθεσης αυτής.

    12

    Στις 12 Ιουνίου 2012 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των εκπροσώπων της [Toshiba] και της ομάδας της Επιτροπής στην οποία είχε ανατεθεί η υπόθεση.

    13

    Με την [επίδικη] απόφαση […], το άρθρο 2 της απόφασης του 2007 τροποποιήθηκε με την προσθήκη δύο νέων στοιχείων ηʹ και θʹ. Με το στοιχείο ηʹ επιβλήθηκε στην [Toshiba] πρόστιμο ύψους 4650000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα ευθυνόταν σε ολόκληρο με τη [Mitsubishi]. Με το στοιχείο θʹ επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 56793000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθυνόταν αποκλειστικώς η [Toshiba].

    14

    Η Επιτροπή, για να αρθεί η άνιση μεταχείριση την οποία επέκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την […] απόφαση [της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (Τ-113/07, EU:T:2011:343)], στηρίχθηκε, στην [επίδικη] απόφαση, στους συνολικούς κύκλους εργασιών σχετικά με τους ΕΜΜΑ του 2003. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών της TM T&D για το 2003, καθόσον οι δραστηριότητες της [Toshiba] και της [Mitsubishi] σχετικά με τους ΕΜΜΑ ασκούνταν κατά το έτος εκείνο από την εν λόγω εταιρία (αιτιολογικές σκέψεις 59 και 60 της [επίδικης] απόφασης).

    15

    Έτσι, πρώτον, στο πλαίσιο της διαφοροποιημένης μεταχείρισης που αποσκοπούσε στην αποτύπωση της διαφορετικής συμβολής καθενός από τα μέλη της σύμπραξης, η Επιτροπή υπολόγισε το μερίδιο αγοράς της TM T&D το 2003 στον τομέα των ΕΜΜΑ (15 % έως 20 %) και την κατέταξε στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τη μέθοδο κατηγοριοποίησης που προβλέπεται στις αιτιολογικές σκέψεις 482 έως 488 της απόφασης του 2007. Κατά συνέπεια, για την TM T&D υπολογίστηκε ένα υποθετικό αρχικό ποσό 31000000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 61 της [επίδικης] απόφασης).

    16

    Δεύτερον, για να αποτυπωθεί κατάλληλα η διαφορετική συμβολή της [Toshiba] και της [Mitsubishi] στην παράβαση κατά το διάστημα που προηγήθηκε της σύστασης της TM T&D, το αρχικό ποσό της τελευταίας αυτής εταιρίας διαιρέθηκε μεταξύ των μετόχων της ανάλογα με τις πωλήσεις ΕΜΜΑ που είχαν πραγματοποιήσει το 2001, δηλαδή το τελευταίο έτος πριν από τη σύσταση της TM T&D. Κατά συνέπεια, για την [Toshiba] υπολογίστηκε ένα αρχικό ποσό 10863199 ευρώ και για τη [Mitsubishi] ένα αρχικό ποσό 20136801 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63 της [επίδικης] απόφασης).

    17

    Τρίτον, για να διασφαλιστεί η αποτρεπτική λειτουργία του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε στην [Toshiba], με βάση τον κύκλο εργασιών της του 2005, έναν συντελεστή αποτροπής ίσο με 2 (αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 71 της [επίδικης] απόφασης).

    18

    Τέταρτον, για να αποτυπωθεί η διάρκεια της παράβασης κατά το διάστημα που προηγήθηκε της σύστασης της TM T&D, το αρχικό ποσό της [Toshiba] αυξήθηκε κατά 140 % (αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 76 της [επίδικης] απόφασης).

    19

    Πέμπτον, για να αποτυπωθεί η διάρκεια της παράβασης κατά το διάστημα λειτουργίας της TM T&D, επιβλήθηκε στην [Toshiba] και στη [Mitsubishi], ως ευθυνόμενες σε ολόκληρο, ποσό ίσο με το 15 % του υποθετικού αρχικού ποσού της TM T&D (αιτιολογική σκέψη 77 της [επίδικης] απόφασης).

    20

    Τέλος, έκτον, το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί αλληλεγγύως και σε ολόκληρο πολλαπλασιάστηκε με τον συντελεστή αποτροπής της [Toshiba] και το γινόμενο, κατά το μέρος κατά το οποίο υπερέβαινε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε ολόκληρο, επιβλήθηκε ως πρόστιμο ατομικά στην [Toshiba] (αιτιολογική σκέψη 78 της [επίδικης] απόφασης).»

    3

    Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C-489/11 P και C-498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866), το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει η Toshiba κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343).

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

    4

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, η Toshiba άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και, επικουρικώς, τη μείωση του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου.

    5

    Προς στήριξη της προσφυγής της η Toshiba προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείτο από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας, ο δεύτερος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά το αρχικό ποσό του προστίμου, ο τέταρτος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ ο πέμπτος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά τον καθορισμό του βαθμού ευθύνης της Toshiba σε σχέση με εκείνον των Ευρωπαίων μετεχόντων στην παράβαση.

    6

    Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτήν.

    Αιτήματα των διαδίκων

    7

    Με την αίτησή της αναιρέσεως η Toshiba ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ή

    να μειώσει το επιβληθέν σε αυτήν πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, ή

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί σύμφωνα με την απόφαση που το Δικαστήριο θα εκδώσει επί των νομικών ζητημάτων που θα τάμει και, εν πάση περιπτώσει,

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης καθώς και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    8

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την Toshiba στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    9

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η Toshiba προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον προ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως δεν είχε αποσταλεί νέα ανακοίνωση αιτιάσεων, ο δεύτερος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά το αρχικό ποσό του προστίμου και ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά τον καθορισμό του βαθμού ευθύνης της Toshiba σε σχέση με εκείνον των Ευρωπαίων μετεχόντων στην παράβαση.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθόσον προ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως δεν είχε αποσταλεί νέα ανακοίνωση αιτιάσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    10

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Toshiba προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 34 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με το οποίο αυτή υποστήριζε ότι, κατόπιν της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), η Επιτροπή όφειλε, προ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, να της αποστείλει νέα ανακοίνωση αιτιάσεων και ότι, αρκούμενη στην αποστολή της εκθέσεως πραγματικών περιστατικών, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας και, ειδικότερα, το δικαίωμά της ακροάσεως.

    11

    Η Toshiba εκτιμά ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων της 20ής Απριλίου 2006 (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006) αφορά αποκλειστικώς την απόφαση του 2007. Επομένως, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η έκθεση πραγματικών περιστατικών συνιστά απόφαση τροποποιητική της αποφάσεως του 2007 σημαίνει ότι η διαδικασία εκδόσεώς της «αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση του 2007».

    12

    Κατά την Toshiba, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε σχέση με την επιβολή του πρόσθετου ποσού του προστίμου, η Επιτροπή όφειλε, ειδικότερα, να παράσχει στην Toshiba πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους ενυλώσεως της προθέσεώς της να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου, ούτως ώστε η προσφεύγουσα να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της επ’ αυτών. Εντούτοις, η θέση αυτή είναι ασυμβίβαστη με το συμπέρασμα που το Γενικό Δικαστήριο διατυπώνει με την ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποστείλει στην Toshiba νέα ανακοίνωση αιτιάσεων στην οποία θα περιλαμβάνονταν τα εν λόγω στοιχεία.

    13

    Η Toshiba υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η έκθεση πραγματικών περιστατικών δεν διέπεται από ιδιαίτερο καθεστώς και ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων ήταν ο μόνος διαδικαστικός μηχανισμός που προβλέπεται από το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης για την κοινοποίηση στην ίδια των αναγκαίων πληροφοριών προκειμένου αυτή να έχει τη δυνατότητα να τύχει ακροάσεως από την Επιτροπή, ο σεβασμός του δικαιώματός της ακροάσεως σε σχέση με τη μέθοδο υπολογισμού του προστίμου που η Επιτροπή σκόπευε να της επιβάλει επέτασσε εν προκειμένω την αποστολή νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    14

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, εφόσον το νόημα του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι ότι η επιβολή προστίμου ήταν δυνατή μόνο μετά το πέρας νέας διαδικασίας, εμπερικλείουσας την αποστολή ανακοινώσεως αιτιάσεων στην οποία θα εξετίθετο το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούσαν την παράβαση, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθώς δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    15

    Κατά την Επιτροπή, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμος.

    16

    Κατ’ αρχάς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση του 2007. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση καθίσταται παράνομη μόνον από του χρονικού σημείου κατά το οποίο χώρησε η παρανομία.

    17

    Εν συνεχεία, μολονότι εν προκειμένω η Επιτροπή απέστειλε έκθεση πραγματικών περιστατικών προ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, δεν ήταν υποχρεωμένη να το πράξει, καθώς ήδη, με την ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006, είχε ανταποκριθεί στην απορρέουσα από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επιταγή κατά την οποία οι επιχειρήσεις πρέπει να ενημερώνονται για την πρόθεση της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο προ της εκδόσεως σχετικής αποφάσεως.

    18

    Τέλος, κατά την Επιτροπή, η σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, η νομολογία στην οποία στηρίζεται το Γενικό Δικαστήριο αφορά μόνον την επιταγή κατά την οποία σε επιχείρηση εις βάρος της οποίας έχει κινηθεί διαδικασίας έρευνας θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και επί του κρίσιμου χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και επί των εγγράφων που έχει λάβει υπόψη η Επιτροπή προς θεμελίωση της εκτιμήσεώς της ότι διεπράχθη παράβαση των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η νομολογία αυτή δεν αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται κατόπιν της διαπιστώσεως τέτοιας παραβάσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    19

    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

    20

    Συγκεκριμένα, καθόσον με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Toshiba προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει την επίδικη απόφαση πριν απευθύνει στην ίδια νέα ανακοίνωση αιτιάσεων, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως δεν αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση του 2007, ο λόγος αυτός δεν συνιστά νέο λόγο.

    21

    Επί της ουσίας, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, με τις σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην αρχή, η οποία απορρέει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ότι, προκειμένου να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος των επιχειρήσεων προς ακρόαση, η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει ρητώς στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι πρόκειται να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής προστίμων επί των οικείων επιχειρήσεων και να μνημονεύει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η βαρύτητα και η διάρκεια της εικαζόμενης παραβάσεως και η εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διάπραξή της. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι, αντιθέτως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, εφόσον έχει αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων θα θεμελιώσει τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, να προσδιορίσει τον τρόπο κατά τον οποίο θα χρησιμοποιήσει ένα έκαστο των στοιχείων αυτών για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C‑202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 428 και 437).

    22

    Ομοίως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον προ της εκδόσεως της αποφάσεως του 2007 είχε αποσταλεί η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 και η επίδικη απόφαση ορίζει ρητώς ότι συνιστά απόφαση τροποποιητική της αποφάσεως του 2007, η διαδικασία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως αποτελεί συνέχεια της διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση του 2007.

    23

    Εξ αυτού, με την ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, χωρίς να υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αιτιάσεων του 2006 μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας της Toshiba στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό κατά τον οποίο το περιεχόμενο αυτό δεν είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343).

    24

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η ακύρωση πράξεως της Ένωσης δεν θίγει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές πράξεις, η δε διαδικασία που σκοπεί στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως δύναται κατ’ αρχήν να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο χώρησε η παρανομία. Η ακύρωση της πράξεως δεν θίγει, κατ’ αρχήν, το κύρος των προπαρασκευαστικών μέτρων αυτής, τα οποία είναι προγενέστερα του σταδίου κατά το οποίο διαπιστώθηκε η συγκεκριμένη πλημμέλεια. Εφόσον διαπιστώνεται ότι η ακύρωση δεν θίγει το κύρος των προγενέστερων διαδικαστικών πράξεων, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, εξ αυτής και μόνον της ακυρώσεως, να απευθύνει νέα ανακοίνωση αιτιάσεων στις οικείες επιχειρήσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-238/99 P, C-244/99 P, C‑245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 73 έως 75 καθώς και 80 και 81).

    25

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, με τις σκέψεις 43 και 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2006 περιείχε τα σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται από τη μνημονευόμενη με τη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως νομολογία και αφού δέχθηκε, με τις σκέψεις 45 και 46 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), δεν είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια, τη λυσιτέλεια ή το βάσιμο των στοιχείων αυτών, πραγματικών διαπιστώσεων οι οποίες εξάλλου δεν αμφισβητούνταν από την Toshiba, ορθώς συνήγαγε, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011 δεν απέκλειε τη συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών κατά τον έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της Toshiba στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

    26

    Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η πλημμέλεια που διαπιστώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343), είχε χωρήσει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του 2007, η ακύρωση της αποφάσεως αυτής δεν έθιξε, σύμφωνα με τη προμνησθείσα με τη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, το κύρος των προπαρασκευαστικών της μέτρων τα οποία είναι προγενέστερα του σταδίου κατά το οποίο χώρησε η συγκεκριμένη πλημμέλεια.

    27

    Επισημαίνεται επίσης, ότι το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας το επιχείρημα της Toshiba ότι η διαπιστωθείσα πλημμέλεια αφορούσε σφάλμα ουσιαστικού δικαίου το οποίο επηρέασε αναπόφευκτα το κύρος των προπαρασκευαστικών της αποφάσεως του 2007 μέτρων, έκρινε, με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Toshiba δεν είχε εξηγήσει τον τρόπο κατά τον οποίο η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343) είχε καταστήσει παράνομα τα μέτρα αυτά, ενώ, με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρόσθεσε ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επικρίσεις που το Γενικό Δικαστήριο είχε διατυπώσει με την εν λόγω απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011 δεν αφορούσαν τον προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών και τη νομική αξιολόγηση της παραβάσεως της προσφεύγουσας ούτε τον προσδιορισμό των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, αλλά αποκλειστικώς την επιλογή των δεδομένων αναφοράς που θα λαμβάνονταν υπόψη για τον λεπτομερή υπολογισμό και, συνεπώς, αφορούσαν στοιχείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    28

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κατ’ αρχήν κυριαρχικής εξουσίας του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, έκρινε, χωρίς η Toshiba να έχει προβάλει οιονδήποτε ισχυρισμό περί παραμορφώσεως των εν λόγω στοιχείων, ότι αυτή δεν είχε αποδείξει ότι η ακύρωση, με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), της αποφάσεως του 2007 είχε επιπτώσεις επί του κύρους της ανακοινώσεως αιτιάσεων του 2006, καθώς και ότι τούτο, εξάλλου, δεν συνέβαινε αφού η διαπιστωθείσα πλημμέλεια δεν αφορούσε τις διατυπωθείσες κατά της Toshiba αιτιάσεις ούτε τους παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου της.

    29

    Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Toshiba, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί υπό το πρίσμα της αρχής που απορρέει από την παρατιθέμενη με τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία, εκ της οποίας το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, με τη σκέψη 74 της ιδίας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε, κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων, να παράσχει στην οικεία επιχείρηση πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους ενυλώσεως της προθέσεώς της να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου, ούτως ώστε αυτή να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή της.

    30

    Επισημαίνεται ότι η αρχή αυτή δεν απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου στην οποία το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει με τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι από τη νομολογιακή θέση που προκύπτει από τη σκέψη 66 της αποφάσεως της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κατά Επιτροπής (C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6), ούτε εξάλλου από άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου, καθώς, με τη νομολογία αυτήν, το Δικαστήριο υπενθυμίζει απλώς την αρχή ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και επί του κρίσιμου χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και επί των εγγράφων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη προς θεμελίωση της εκτιμήσεώς της ότι διεπράχθη παράβαση διατάξεων της Συνθήκης.

    31

    Μολονότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς το διατακτικό αυτής στηρίζεται επαρκώς σε άλλους νομικούς λόγους (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).

    32

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, ολοκληρώνοντας τη συλλογιστική που ανέπτυξε με τις σκέψεις 40 έως 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς έκρινε ότι η μη αποστολή, εκ μέρους της Επιτροπής, νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων στην Toshiba δεν στοιχειοθετούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Toshiba.

    33

    Κρίνεται σκόπιμη επίσης η υπόμνηση ότι, μολονότι, σε ορισμένες περιστάσεις, ιδίως οσάκις η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει νέες κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων και στον βαθμό κατά τον οποίο τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή προεξοφλεί κατά τρόπον ανάρμοστο το περιεχόμενο της αποφάσεώς της επί των αιτιάσεων, ενδέχεται να θεωρηθεί ενδεδειγμένο να παράσχει η Επιτροπή στις επιχειρήσεις διευκρινίσεις επί του τρόπου κατά τον οποίο αυτή προτίθεται να εφαρμόσει αυτά τα επιτακτικού χαρακτήρα κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, εντούτοις το δικαίωμα ακροάσεως δεν καταλαμβάνει τέτοια στοιχεία τα οποία συνδέονται με τη μέθοδο καθορισμού του ύψους των προστίμων (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 438 και 439).

    34

    Τέλος, μολονότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε την πρόθεση, μέσω της αποστολής της εκθέσεως πραγματικών περιστατικών, να παράσχει στην Toshiba διευκρινίσεις επί των νέων στοιχείων της μεθόδου υπολογισμού του ύψους του προστίμου της τα οποία η Επιτροπή εκτιμούσε ότι ήταν απαραίτητα κατόπιν της μερικής ακυρώσεως, με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), της αποφάσεως του 2007 και μολονότι δεν αμφισβητείται ότι παρασχέθηκε στην Toshiba η δυνατότητα να τοποθετηθεί επ’ αυτών τόσο εγγράφως όσο και, όπως επιβεβαιώνεται με την επίδικη απόφαση, στο πλαίσιο συναντήσεως σχετικής με τα στοιχεία αυτά, εντούτοις, εκ φύσεως, τα εν λόγω στοιχεία δεν ήταν αναγκαίο να αποτελέσουν αντικείμενο νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων, σύμφωνα με την προμνησθείσα με τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

    35

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    36

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον τρίτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο η ίδια υποστήριζε ότι, προς εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), η Επιτροπή όφειλε να υπολογίσει το επιβληθέν σε αυτήν πρόστιμο επί τη βάσει του κύκλου εργασιών της TM T&D για το έτος 2003 και όχι επί τη βάσει του αρχικού ποσού του προστίμου που καθορίσθηκε για την εν λόγω επιχείρηση, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    37

    Η Toshiba υπενθυμίζει ότι, ενώπιον της Επιτροπής και του Γενικού Δικαστηρίου, υποστήριξε, αφενός, ότι η μέθοδος υπολογισμού του προστίμου που της επιβλήθηκε παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς δεν ελάμβανε υπόψη το ατομικό βάρος της Toshiba στην παράβαση προ της συστάσεως της TM T&D, στοιχείο που το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί με τη σκέψη 290 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), και το οποίο συνάδει με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αφετέρου, η Toshiba υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να υπολογίσει το αρχικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε επί τη βάσει του κύκλου εργασιών της για το έτος 2003, ήτοι προσδιορίζοντας το μερίδιό της στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η TM T&D το 2003 σε 35 %.

    38

    Η Toshiba υποστηρίζει ότι η σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλημμελή αιτιολογία καθώς το γεγονός ότι το επιβληθέν σε αυτήν πρόστιμο δεν μπορούσε να υπολογισθεί «με τον ίδιο ακριβώς τρόπο» όπως το πρόστιμο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, γεγονός αυτό καθ’ εαυτό αδιαμφισβήτητο, δεν δύναται να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο η προταθείσα από την Toshiba μέθοδος ήταν λιγότερο πρόσφορη από εκείνην της Επιτροπής για την εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ της Toshiba και των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

    39

    Επιπροσθέτως, το γεγονός επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, με τις σκέψεις 116, 117 και 123 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να απορρίψει την προταθείσα από την Toshiba μέθοδο υπολογισμού του προστίμου, ήτοι ότι η TM T&D αποτελούσε κοινή επιχείρηση η οποία είχε την πλήρη ευθύνη της παραγωγής και της πώλησης των ΕΜΜΑ το 2003 και η οποία αποτελούσε διακριτή οντότητα έναντι των μετόχων της, καίτοι αδιαμφισβήτητο, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό.

    40

    Κατά την Toshiba, η χρησιμοποίηση του αρχικού ποσού του προστίμου της TM T&D αποτυπώνει μόνον το βάρος της TM T&D στην παράβαση, όπως διαπιστώθηκε με το σημείο 66 της εκθέσεως πραγματικών περιστατικών και με το σημείο 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί δε μέθοδο η οποία ορθώς χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για τον υπολογισμό του οφειλόμενου από την κοινή επιχείρηση προστίμου. Εντούτοις, το ποσό αυτό δεν αποτυπώνει το ατομικό βάρος της Toshiba για την προ της συστάσεως της κοινής αυτής επιχειρήσεως περίοδο.

    41

    Αντιθέτως, κατά την Toshiba, ο καθορισμός του αρχικού ποσού του προστίμου της επί τη βάσει του υποθετικού κύκλου εργασιών για το έτος 2003, ο οποίος ισοδυναμούσε με το 35 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η TM T&D το 2003, θα είχε αποτελέσει αντικειμενικό κριτήριο ικανό να αποτυπώσει ορθώς τον βαθμό βλαπτικότητας της περιορίζουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής της Toshiba προ της συστάσεως της TM T&D.

    42

    Κατά την αναιρεσείουσα, η μεθοδολογία αυτή θα είχε καταστήσει δυνατή την όμοια μεταχείριση της Toshiba και των Ευρωπαίων κατασκευαστών κατά τον υπολογισμό των προστίμων. Κατ’ αρχάς, θα είχε υπολογισθεί κύκλος εργασιών ειδικώς για την Toshiba. Εν συνεχεία, σε συνάρτηση με το μερίδιο της Toshiba στην αγορά, υπολογιζόμενο βάσει του εν λόγω κύκλου εργασιών, η Toshiba θα μπορούσε να καταταγεί σε μία εκ των κατηγοριών αρχικών ποσών που προβλέπονται από την απόφαση του 2007, εν προκειμένω την κατηγορία που συνεπαγόταν καθορισμό αρχικού ποσού ύψους 9 εκατομμυρίων ευρώ.

    43

    Αντιθέτως, κατά την Toshiba, η προκριθείσα από την Επιτροπή μέθοδος είχε ως αποτέλεσμα να μην εφαρμόσει η τελευταία τη συγκεκριμένη μεθοδολογία υπολογισμού του προστίμου. Λόγω του καταλογισμού μέρους του αρχικού ποσού του προστίμου της TM T&D, καταλογίσθηκε στην Toshiba πλασματικό ποσό ύψους 10863199 ευρώ, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε καμία εκ των κατηγοριών αρχικών ποσών που προβλέπονται από την απόφαση του 2007.

    44

    Η προταθείσα από την Toshiba μέθοδος υπολογισμού δεν είναι πιο τεχνητή εκείνης που εφάρμοσε η Επιτροπή. Πράγματι, ο υπολογισμός του ποσού του προστίμου της Toshiba απαιτούσε εν πάση περιπτώσει ιδιαίτερη μεθοδολογία. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε, ιδίως στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο για τον οποίο η μέθοδος της Επιτροπής, η οποία συνεπαγόταν την κατάτμηση του αρχικού ποσού του προστίμου της TM T&D, ήταν λιγότερη τεχνητή από την προταθείσα από την Toshiba, η οποία συνίστατο στην κατάτμηση του κύκλου εργασιών της TM T&D.

    45

    Μολονότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ακολούθησε τη μέθοδο στην οποία αναφέρθηκε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), ως πρόσφορο παράδειγμα εναλλακτικής μεθόδου, σύμφωνης με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι η συγκεκριμένη μέθοδος ήταν καταλληλότερη της προταθείσας από την Toshiba και ότι δεν παραβίαζε την εν λόγω αρχή. Ομοίως, το γεγονός ότι, αρχικώς, η Toshiba είχε προτείνει άλλη μέθοδο υπολογισμού, βασισμένη στο αρχικό ποσό της κοινής επιχειρήσεως, δεν καθιστά μια τέτοια μέθοδο σύννομη.

    46

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεθοδολογία που προτείνει η Toshiba με την αίτησή της αναιρέσεως είναι πιο τεχνητή από την προκριθείσα με την επίδικη απόφαση καθώς συνεπάγεται πλασματικό καταλογισμό σε αυτήν κύκλου εργασιών για έτος κατά το οποίο δεν πραγματοποίησε κανέναν κύκλο εργασιών.

    47

    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η κοινή επιχείρηση ανήκε εξ ημισείας στην Toshiba και στη Mitsubishi, οιοσδήποτε «κύκλος εργασιών» της Toshiba για το έτος 2003 στον τομέα των ΕΜΜΑ μπορούσε να υπολογισθεί μόνον με καταλογισμό σε αυτήν του 50 % του κύκλου εργασιών της κοινής επιχειρήσεως, ήτοι ποσοστού αντίστοιχου με 176,61 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε μερίδιο αγοράς ελαφρώς υψηλότερο του 8 %, και όχι κύκλου εργασιών 123,6 εκατομμυρίων ευρώ, ο οποίος αντιστοιχεί στο 35 % του κύκλου εργασιών της κοινής επιχειρήσεως και σε μερίδιο αγοράς 5,6 %, όπως υποστηρίζει η Toshiba.

    48

    Ακόμη και εάν το Δικαστήριο δεχόταν ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει υπολογίσει το πρόστιμο κατά τον τρόπο που προτείνει τώρα η Toshiba, δεν θα ήταν δυνατή η κατάφαση, εις βάρος της Επιτροπής, πλάνης περί το δίκαιο.

    49

    Κατά την Επιτροπή, η αμφιλογία δεν αφορά το ζήτημα της ανακηρύξεως της καλύτερης δυνατής μεθόδου, αλλά τη νομιμότητα της μεθόδου που εφαρμόσθηκε με την επίδικη απόφαση. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι η μέθοδος που εισηγείται τώρα η Toshiba διαφέρει εκείνης που πρότεινε αρχικώς, η οποία συνίστατο στον εξ ημισείας καταμερισμό στην Toshiba και στην Mitsubishi του αρχικού ποσού του προστίμου της κοινής επιχειρήσεως υπολογιζόμενου επί του κύκλου εργασιών της για το έτος 2003, ενώ διαφέρει και της μεθόδου την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343). Δεν μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι η μέθοδος αυτή είναι η μόνη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του προστίμου της Toshiba με αναφορά στον κύκλο εργασιών του 2003.

    50

    Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι το Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε καμία νομική πλάνη, καθώς αυτό δεν απέστη από την αρχή του παρεμφερούς χαρακτήρα των κύκλων εργασιών των «διαφόρων επιχειρήσεων», καθώς η επιχείρηση που πραγματοποίησε κύκλο εργασιών το 2003 δεν μπορούσε να είναι άλλη από την κοινή επιχείρηση.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    51

    Το Γενικό Δικαστήριο, βασιζόμενο ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 66 της επίδικης αποφάσεως, ορθώς έκρινε, κυρίως για τους λόγους που εκτίθενται με τις σκέψεις 114 έως 117 και 123 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι εκ του γεγονότος ότι η Toshiba δεν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις ΕΜΜΑ για το έτος αναφοράς 2003 η Επιτροπή δικαιολογημένως συνήγαγε ότι δεν ήταν ενδεδειγμένο να υπολογισθεί για την επιχείρηση αυτή εικονικός κύκλος εργασιών για το συγκεκριμένο έτος μέσω τεχνητής διχοτομήσεως του κύκλου εργασιών της TM T&D για το έτος 2003, παρά το γεγονός ότι η κοινή αυτή επιχείρηση δραστηριοποιείτο στην αγορά κατά το έτος αναφοράς ως οικονομικός φορέας διακριτός έναντι των μετόχων της.

    52

    Το γεγονός ότι το 2003 η Toshiba δεν πραγματοποίησε χωριστό κύκλο εργασιών στον τομέα των ΕΜΜΑ συνιστά στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί αντικειμενικώς την κατάστασή της έναντι εκείνης των λοιπών επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη σύμπραξη, ιδίως δε των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, και εκ του οποίου συνάγεται ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε έπρεπε να υπολογισθεί βάσει του πραγματικού κύκλου εργασιών που η TM T&D πραγματοποίησε το 2003 και όχι βάσει εικονικού κύκλου εργασιών προκύπτοντος από κατάτμηση του κύκλου εργασιών της TM T&D.

    53

    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προσέγγιση που προτείνει η Toshiba θα είχε τω όντι ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της προθέσεως της Επιτροπής να βασισθεί, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, επί των κύκλων εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί το έτος 2003.

    54

    Η προτεινόμενη από την Toshiba μέθοδος υπολογισμού, στον βαθμό κατά τον οποίο θα οδηγούσε σε σύγκριση μεταξύ εικονικού κύκλου εργασιών για την Toshiba και πραγματικών κύκλων εργασιών για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, δεν θα καθιστούσε, εξάλλου, δυνατό τον καθορισμό για την Toshiba και τη Mitsubishi αρχικού ποσού του προστίμου αποτυπώνοντος προσηκόντως το βάρος τους στην παράβαση το 2003, ειδικότερα δε το βάρος που αναλογούσε στις επιχειρήσεις αυτές εκ της συμμετοχής τους στην TM T&D, όπως ανέφερε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 66 της επίδικης αποφάσεως.

    55

    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 102 των προτάσεών του, είναι επίσης αμφίβολο αν η εναλλακτική αυτή μέθοδος καθιστά δυνατή μια αμεσότερη χρησιμοποίηση του κύκλου εργασιών της TM T&D για το έτος 2003 και μια πιστότερη αποτύπωση της θέσεως της Toshiba στην αγορά για το ίδιο έτος, εφόσον απαιτεί δύο πρόσθετα στάδια, ήτοι τον υπολογισμό του υποθετικού κύκλου εργασιών της Toshiba για το έτος 2003 και, επί τη βάσει αυτού, τον προσδιορισμό του υποθετικού μεριδίου της στην αγορά κατά το ίδιο έτος.

    56

    Τέλος, το γεγονός ότι με την επίδικη απόφαση καθορίσθηκε για την Toshiba αρχικό ποσό του προστίμου το οποίο δεν αντιστοιχεί σε κανένα εκ των αρχικών ποσών που καθορίσθηκαν για τις ομάδες που προσδιορίζονται στην απόφαση του 2007 αποτελεί απλή συνέπεια του γεγονότος ότι, με την απόφαση αυτή, το αρχικό ποσό της Toshiba υπολογίσθηκε με χρησιμοποίηση μέρους του αρχικού ποσού της TM T&D. Εφόσον η Toshiba δεν υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, κατατάσσοντας την TM T&D στη δεύτερη εκ των οριζόμενων στην επίδικη απόφαση ομάδων, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν δύναται να υποστηρίζει ότι καθορίσθηκε για την ίδια αρχικό ποσό του προστίμου υψηλότερο εκείνου επιχειρήσεων ανάλογου μεγέθους.

    57

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αφορά τον προσδιορισμό του βαθμού ευθύνης της αναιρεσείουσας εν συγκρίσει προς εκείνον των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    58

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η Toshiba προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απορρίπτοντας, με την επίδικη απόφαση, την αίτηση της Toshiba για επιβολή χαμηλότερου προστίμου εφόσον ο βαθμός ευθύνης της για την παράβαση υπολείπεται εκείνου των Ευρωπαίων μετεχόντων στη σύμπραξη.

    59

    Η Toshiba εκτιμά ότι από τη νομολογία συνάγεται ότι, εφόσον έχει διαπιστώσει την ύπαρξη συμπράξεως και έχει προσδιορίσει τους μετέχοντες σε αυτήν, η Επιτροπή οφείλει, οσάκις επιβάλλει πρόστιμα, να εξετάζει τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης των επιχειρήσεων και να προσαρμόζει την κύρωση στην ατομική συμπεριφορά και στα ειδικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής της οικείας επιχειρήσεως στην ενιαία και διαρκή παράβαση.

    60

    Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε, με τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η συμβολή της [Toshiba] στην παράβαση είναι παρόμοια με τη συμβολή των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων», όπερ σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, για τον λόγο, ο οποίος εκτίθεται με τη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εφαρμογή του κοινού συμφώνου αποτελούσε «αναγκαία συμβολή» στους σκοπούς της παραβάσεως στο σύνολό της ή «αναγκαία προϋπόθεση» για την κατανομή των έργων μεταξύ των Ευρωπαίων κατασκευαστών.

    61

    Κατά την αναιρεσείουσα, εν προκειμένω είναι πράγματι πρόδηλο ότι οι ιαπωνικές επιχειρήσεις δεν προκάλεσαν στην αγορά του EEE την ίδια ζημία και ότι συνέβαλαν στη συνολική παράβαση σε βαθμό μικρότερο εκείνου των Ευρωπαίων κατασκευαστών, αφού οι τελευταίοι προχώρησαν έως τη διαμοίραση των ευρωπαϊκών έργων μέσω θετικών συμπαιγνιακών πράξεων.

    62

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι δεν εδράζεται στα επιχειρήματα που η Toshiba προέβαλε πρωτοδίκως.

    63

    Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, με τον λόγο αυτόν η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την επικύρωση, με την επίδικη απόφαση, των διαπιστώσεων που αφορούν τη σχετική σοβαρότητα της διαπραχθείσας από την Toshiba παραβάσεως και οι οποίες περιλαμβάνονται στην απόφαση του 2007. Πλην όμως, οι διαπιστώσεις αυτές, καίτοι αμφισβητήθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν αποτελούν μέρος της επιχειρηματολογίας της Toshiba, όπως η ίδια παραδέχθηκε πρωτοδίκως με το υπόμνημά της απαντήσεως. Κατά την Επιτροπή, πράγματι, με το εν λόγω υπόμνημα, η Toshiba παραιτήθηκε των επιχειρημάτων της που αφορούσαν το ζήτημα της σχετικής σοβαρότητας της παραβάσεώς της.

    64

    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθώς αφορά ζήτημα κριθέν με απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

    65

    Κατά την Επιτροπή, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), το Γενικό Δικαστήριο συνέδεσε την αξιολόγηση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας από την Toshiba παραβάσεως με το ζήτημα ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι η κρίση επί του ζητήματός αυτού έχει αποκτήσει πλέον ισχύ δεδικασμένου, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να εγερθεί εκ νέου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    66

    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει τον τρίτο λόγο αναιρέσεως παραδεκτό, ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς την απορρέουσα από τη νομολογία αρχή κατά την οποία το γεγονός ότι επιχείρηση δεν μετέσχε άμεσα σε όλα τα συστατικά στοιχεία συνολικής συμπράξεως δεν δύναται να την απαλλάξει από την ευθύνη της για την παράβαση, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή όφειλε κατ’ ανάγκην να γνωρίζει, αφενός, ότι η σύμπραξη στην οποία μετείχε εντασσόταν σε ένα συνολικό σχέδιο και, αφετέρου, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε το σύνολο των συστατικών στοιχείων της συμπράξεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    – Επί του παραδεκτού

    67

    Επιβάλλεται η απόρριψη των δύο ενστάσεων απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

    68

    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα ότι το ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν είχε εγερθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι το ζήτημα αυτό είχε πράγματι εγερθεί πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Toshiba είχε υποστηρίξει ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη τον βαθμό συμβολής της στη σύμπραξη κατά τον καθορισμό του προστίμου, ειδικότερα δε κατά τον καθορισμό του αρχικού του ποσού, παράλειψη η οποία συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εξάλλου, με το υπόμνημά της απαντήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Toshiba δεν παραιτήθηκε του πέμπτου αυτού λόγου ακυρώσεως.

    69

    Δεύτερον, όσον αφορά τη σχετική με την αρχή του δεδικασμένου ένσταση της Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι αυτή βασίζεται στην προκείμενη ότι, με την αίτησή της αναιρέσεως, η Toshiba αμφισβητεί την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

    70

    Τούτο, ωστόσο, δεν συμβαίνει, διότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά μόνον το χωριστό ζήτημα του καθορισμού του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην Toshiba υπό το πρίσμα της σοβαρότητας της προσαπτόμενης σε αυτήν παραβάσεως.

    71

    Το τελευταίο αυτό ζήτημα, το οποίο δεν αφορά την ύπαρξη της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως που αποδίδεται στην Toshiba, αλλά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου υπό το πρίσμα της σοβαρότητας της προσαπτόμενης σε αυτήν παραβάσεως, εξετάσθηκε ειδικώς από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343).

    72

    Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 258 έως 261 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που είχε προβάλει η Toshiba, με τον οποίο αυτή υποστήριζε ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής της στη σύμπραξη υπελείπετο της προσαπτόμενης στους Ευρωπαίους κατασκευαστές, καθόσον η Toshiba είχε μετάσχει μόνο στο κοινό σύμφωνο με το οποίο είχε αναλάβει τη δέσμευση να μη μετέχει σε διαγωνισμούς για έργα ΕΜΜΑ στην Ευρώπη, ενώ οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές είχαν επιπλέον μετάσχει στη συμφωνία EQ η οποία είχε ως αντικείμενο τη διαμοίραση των εν λόγω έργων.

    73

    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343), ασκήθηκε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    74

    Κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C-489/11 P και C-498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866), η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), ειδικότερα δε το διατακτικό της καθώς και το σκεπτικό που αποτελεί το αναγκαίο έρεισμα αυτού, κατέστη απρόσβλητη (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, C-308/07 P, EU:C:2009:103, σκέψη 57).

    75

    Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑113/07, EU:T:2011:343), η Toshiba δεν αμφισβήτησε τις σκέψεις 258 έως 262 της αποφάσεως αυτής.

    76

    Εντούτοις, κατά το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως η απόφαση ή η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο αντίστοιχο διατακτικό.

    77

    Επομένως, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), η Toshiba δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις σκέψεις 258 έως 262 της αποφάσεως αυτής χωρίς να αμφισβητήσει το διατακτικό της, καθόσον με αυτό το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει το επιβληθέν σε αυτήν πρόστιμο.

    78

    Πλην όμως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Toshiba το γεγονός ότι με την αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτή δεν έβαλε κατά των συγκεκριμένων σκέψεων και ότι, αντ’ αυτού, περιορίσθηκε σε αμφισβήτηση του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), το οποίο αφορούσε την προσαπτόμενη σε αυτήν παράβαση.

    79

    Πράγματι, ουδείς δύναται να υποχρεωθεί να ενεργήσει εις βάρος ίδιων συμφερόντων προκειμένου να διαφυλάξει τα δικονομικά δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

    80

    Συνεπώς, εξετάζοντας, με τις σκέψεις 139 έως 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα κατά πόσον ο καθορισμός του ύψους του επιβληθέντος στην Toshiba προστίμου υπό το πρίσμα της σοβαρότητας της προσαπτόμενης σε αυτήν παραβάσεως εν συγκρίσει προς εκείνην των Ευρωπαίων κατασκευαστών ήταν σύμφωνος με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343).

    – Επί της ουσίας

    81

    Με τις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι, εφόσον η συμμετοχή των ιαπωνικών επιχειρήσεων στην κοινή συμφωνία αποτελούσε «αναγκαία προϋπόθεση» για την πραγματική υλοποίηση της συμφωνίας EQ στην οποία έλαβαν μέρος μόνον οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και εφόσον, επομένως, η εκ μέρους των ιαπωνικών επιχειρήσεων τήρηση των δεσμεύσεων που αυτές είχαν αναλάβει με το κοινό σύμφωνο αποτελούσε «αναγκαία συμβολή» στη λειτουργία της παραβάσεως, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η συμβολή της Toshiba στην παράβαση είναι παρόμοια με αυτήν των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

    82

    Εξάλλου, με τη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σκέψη 261 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2011, Toshiba κατά Επιτροπής (T-113/07, EU:T:2011:343), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι, εφόσον η Toshiba είχε αναλάβει βάσει του κοινού συμφώνου τη δέσμευση να μην δραστηριοποιείται εντός της αγοράς του ΕΟΧ, η συμμετοχή της ομοίως στη συμφωνία EQ, η οποία είχε ως αντικείμενο τη διαμοίραση των έργων ΕΜΜΑ εντός της αγοράς του ΕΟΧ, ήταν περιττή. Το γεγονός ότι η Toshiba δεν μετείχε στη συμφωνία EQ στερείτο σημασίας και δεν ήταν το αποτέλεσμα επιλογής της.

    83

    Εν ολίγοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 134 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το γεγονός ότι η Toshiba δεν μετέσχε στη συμφωνία EQ αποτελεί απλό επακόλουθο της συμμετοχής της στο κοινό σύμφωνο και δεν σημαίνει, επομένως, ότι η παραβατική συμπεριφορά της υπελείπετο σε σοβαρότητα εκείνης των Ευρωπαίων κατασκευαστών.

    84

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Toshiba αδικαιολογήτως προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε μείωση του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου λόγω της μη συμμετοχής της στη συμφωνία EQ.

    85

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί αβάσιμος και να απορριφθεί.

    86

    Συνεπώς, εφόσον κανένας εκ των προβληθέντων από την Toshiba λόγων αναιρέσεων δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    87

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184 του ιδίου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    88

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Toshiba στα δικαστικά έξοδα και η Toshiba ηττήθηκε, πρέπει η τελευταία να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει την Toshiba Corp. στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top