Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0585

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 17ης Μαΐου 2018.
    Serin Alheto κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite.
    Αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 12 – Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα – Πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στην Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA) – Ύπαρξη “πρώτης χώρας ασύλου”, για Παλαιστίνιο πρόσφυγα, στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Πλήρης και ex nunc εξέταση – Έκταση των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου – Εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας από τον δικαστή – Εξέταση λόγων απαραδέκτου.
    Υπόθεση C-585/16.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:327

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PAOLO MENGOZZI

    της 17ης Μαΐου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C‑585/16

    Serin Alheto

    κατά

    Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite

    [αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Κανόνες περί αναγνωρίσεως καθεστώτος πρόσφυγα – Οδηγίες 2004/83 και 2011/95 – Πρόσωπο που τυγχάνει της προστασίας και της συνδρομής της UNRWA – Διαδικασία εξετάσεως των αιτήσεων διεθνούς προστασίας – Οδηγίες 2005/85 και 2013/32 – Παραδεκτό της αιτήσεως – Πρώτη χώρα ασύλου – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής»

    1. 

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως η οποία αποτελεί αντικείμενο των παρουσών προτάσεων αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 ( 2 ) καθώς και του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 34, του άρθρου 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ( 3 ). Την αίτηση υποβάλλει το Administrativen sad Sofia-Grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) στο πλαίσιο διαδικασίας ακυρώσεως κινηθείσας από την S. Alheto, ανιθαγενή παλαιστινιακής καταγωγής, κατά της διοικητικής αποφάσεως με την οποία οι βουλγαρικές αρχές απέρριψαν την αίτηση διεθνούς προστασίας που αυτή κατέθεσε.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το διεθνές δίκαιο

    1. Η σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων

    2.

    Το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία συνήφθη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης) ( 4 ), ορίζει τα εξής:

    «Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον της προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπάτου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών [για τους Πρόσφυγες, United Nations High Commissioner for Refugees· στο εξής: UNHCR].

    Όταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι’ οιανδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων.»

    2. Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή

    3.

    Η Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near Est· στο εξής: UNRWA) συστάθηκε, μετά την αραβοϊσραηλινή σύρραξη του 1948, με την απόφαση 302(IV) της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών της 8ης Δεκεμβρίου 1949. Αποστολή της είναι να παρέχει, στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, αρωγή, υγειονομική περίθαλψη, κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες μικροχρηματοδοτήσεως, εκπαίδευση, και συνδρομή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, καθώς και σε περιόδους ένοπλης συρράξεως, καθώς και να βελτιώνει τις συνθήκες στους καταυλισμούς υποδοχής των εν λόγω προσφύγων ( 5 ). Επί του παρόντος, στη UNRWA είναι εγγεγραμμένοι σχεδόν 5 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Η Υπηρεσία δραστηριοποιείται στη Συρία, στη Λωρίδα της Γάζας, στον Λίβανο, στην Ιορδανία και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη (περιλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ). Ελλείψει λύσεως του προβλήματος των Παλαιστινίων προσφύγων, η αποστολή της UNRWA ανανεώνεται τακτικά και ανανεώθηκε τελευταίως έως τις 30 Ιουνίου 2020 ( 6 ).

    4.

    Η UNRWA είναι ένας εκ των οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR, που προβλέπονται στο άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 ( 7 ).

    Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η οδηγία 2011/95

    5.

    Με τίτλο «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα», το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον «εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου [1, σημείο Δ,] της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR». Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας».

    2. Η οδηγία 2013/32

    6.

    Βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2011/95 όταν η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη δυνάμει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου. Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν αίτηση για διεθνή προστασία απαράδεκτη ιδίως αν «μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 35» της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 35, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι «[μ]ια χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη χώρα ασύλου για ένα συγκεκριμένο αιτούντα εάν: α) έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή και απολαύει ακόμη της σχετικής προστασίας· ή β) απολαύει άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης».

    7.

    Βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2013/32, «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά […] απόφαση[ς] επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων […] με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας». Το άρθρο 46, παράγραφος 3, προβλέπει ότι «[π]ροκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου».

    Γ.   Το εθνικό δίκαιο

    8.

    Στη Βουλγαρία, η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ρυθμίζεται από τον Zakon za ubezhishteto i bezhantsite (νόμο περί ασύλου και προσφύγων· στο εξής: ZUB). Οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 μεταφέρθηκαν στο βουλγαρικό δίκαιο μέσω τροποποιήσεων του ZUB με δύο νόμους, οι οποίοι τέθηκαν, αντίστοιχα, σε ισχύ στις 16 Οκτωβρίου και στις 28 Δεκεμβρίου 2015 ( 8 ). Ο ZUB προβλέπει δύο μορφές διεθνούς προστασίας, εκ των οποίων η πρώτη συνδέεται με την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 8 του ZUB) και η δεύτερη προκύπτει από τη χορήγηση του καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας (άρθρο 9 του ZUB), το οποίο αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη στην οδηγία 2011/95 επικουρική προστασία.

    9.

    Δυνάμει του άρθρου 6 του ZUB, ως ισχύει επί του παρόντος, οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στον νόμο αυτό ασκούνται από τη Darzhavna agentsia za bezhantsite (κρατική υπηρεσία για τους πρόσφυγες, Βουλγαρία· στο εξής: DAB). Αυτή ελέγχει το σύνολο των σχετικών πραγματικών στοιχείων και περιστάσεων στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

    10.

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ZUB, ως ισχύει επί του παρόντος, ορίζει τα εξής:

    «Το καθεστώς πρόσφυγα δεν αναγνωρίζεται σε αλλοδαπό:

    […]

    4.

    όταν απολαύει της προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της [UNHCR]· εάν η εν λόγω προστασία ή συνδρομή δεν έχει παύσει ( 9 ), και η κατάσταση του προσώπου αυτού δεν έχει διευθετηθεί οριστικά σύμφωνα με τo οικείo ψήφισμα της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να απολαύει πλήρως του καθεστώτος της Συμβάσεως [της Γενεύης]».

    11.

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ZUB, ως ίσχυε πριν από τον νόμο περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2011/95, το οποίο προστέθηκε στον ZUB το 2007 με τον νόμο περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2004/83 ( 10 ), όριζε τα εξής:

    «Το καθεστώς πρόσφυγα δεν αναγνωρίζεται σε αλλοδαπό:

    […]

    4.

    όταν απολαύει της προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της [UNHCR], και η εν λόγω προστασία ή συνδρομή δεν έχει παύσει και η κατάσταση του προσώπου αυτού δεν έχει διευθετηθεί οριστικά σύμφωνα με ένα οικείο ψήφισμα της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών».

    12.

    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, σημεία 2 και 3, του ZUB, ως ισχύει επί του παρόντος, προβλέπει ότι η διαδικασία χορηγήσεως της διεθνούς προστασίας δεν κινείται ούτε περατώνεται εάν ο αλλοδαπός «διαθέτει καθεστώς πρόσφυγα χορηγηθέν από τρίτο κράτος, ή άλλη αποτελεσματική προστασία η οποία περιλαμβάνει τον σεβασμό της αρχής της μη επαναπροωθήσεως, και του οποίου απολαύει ακόμη, υπό την προϋπόθεση ότι θα τύχει επανεισδοχής στο εν λόγω κράτος» ή εάν ο αλλοδαπός «προέρχεται από ασφαλές τρίτο κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι θα τύχει επανεισδοχής στο εν λόγω κράτος».

    13.

    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, σημείο 2, ως ίσχυε πριν από τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/32, όριζε τα εξής:

    «(2)   Η διαδικασία αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας δεν κινείται ούτε αναστέλλεται όταν [ο αιτών] διαθέτει:

    […]

    2.

    καθεστώς πρόσφυγα χορηγηθέν από ασφαλή τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα τύχει επανεισδοχής στην εν λόγω χώρα».

    14.

    Στο κείμενο που ίσχυε πριν από τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/32, το άρθρο 13, σημείο 13, του ZUB προέβλεπε ότι η αίτηση αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας απορριπτόταν ως προδήλως αβάσιμη εάν δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 9, ή στο άρθρο 9, παράγραφοι 1, 6 και 8, του ZUB προϋποθέσεις και εάν ο αλλοδαπός προερχόταν «από ασφαλή χώρα καταγωγής ή από ασφαλή τρίτη χώρα η οποία περιλαμβάνεται στον ελάχιστο κοινό κατάλογο που έχει εγκρίνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στους εθνικούς καταλόγους που έχει εγκρίνει το Συμβούλιο Υπουργών». Στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του ZUB διευκρινιζόταν ότι το γεγονός και μόνο ότι ο αιτών προερχόταν από ασφαλή χώρα καταγωγής ή ασφαλή τρίτη χώρα δεν συνιστούσε, αφ’ εαυτού, λόγο για να κριθεί η αίτησή του προδήλως αβάσιμη.

    15.

    Βάσει του άρθρου 75, παράγραφος 2, του ZUB, ως ισχύει επί του παρόντος, «κατά την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αξιολογούνται όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, οι δηλώσεις ή τα έγγραφα που σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση του αιτούντος […]» ( 11 ).

    16.

    Δυνάμει του άρθρου του 2, παράγραφος 1, ο adminidtrativnoprotsesualen Kodeks (κώδικας διοικητικής διαδικασίας, στο εξής: APK) εφαρμόζεται, εκτός αντίθετης διατάξεως νόμου, στις διοικητικές διαδικασίες ενώπιον κάθε βουλγαρικής αρχής. Το άρθρο 168, παράγραφος 1, του APK ορίζει το αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου σε περίπτωση προσφυγής κατά διοικητικής πράξεως ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως εξής: «το δικαστήριο δεν περιορίζεται στην εξέταση των λόγων που προβάλλει ο προσφεύγων, αλλά οφείλει να ελέγχει, βάσει των αποδείξεων που προσκομίζουν οι διάδικοι, τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως ως προς όλους τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 146» του ίδιου κώδικα.

    17.

    Βάσει του άρθρου 172, παράγραφος 2, του APK, «το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την ακυρότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει, να την τροποποιήσει ή να απορρίψει την προσφυγή». Στο άρθρο 173, παράγραφος 1, του APK διευκρινίζεται ότι, «εάν το ζήτημα δεν υποβληθεί στην κρίση της διοικητικής αρχής, αφού κηρύξει την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξεως ή αφού την ακυρώσει, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ουσίας». Το άρθρο 173, παράγραφος 2, ορίζει ότι, «εκτός των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 περιπτώσεων, εάν η πράξη είναι άκυρη λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας ή εάν η φύση της δεν καθιστά εφικτή την εξέτασή της επί της ουσίας, το δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια διοικητική αρχή, συνοδευόμενη από δεσμευτικές υποδείξεις όσον αφορά την εφαρμογή και την ερμηνεία του νόμου».

    II. Τα πραγματικά περιστατικά, η υπόθεση της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18.

    Η Serin Auad Alheto, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, είναι ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής, γεννηθείσα στις 29 Νοεμβρίου 1972 στην πόλη της Γάζας, στην Παλαιστίνη. Είναι κάτοχος διαβατηρίου εκδοθέντος από την Παλαιστινιακή Αρχή την 1η Απριλίου 2014, με ισχύ έως την 31η Μαρτίου 2019.

    19.

    Η S. Alheto εισήλθε στη Βουλγαρία στις 10 Αυγούστου 2014 με θεώρηση για οργανωμένο τουρισμό, εκδοθείσα στις 7 Αυγούστου 2014 από το προξενείο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στο Αμμάν (Ιορδανία), σε ισχύ έως την 1η Σεπτεμβρίου 2014. Στις 24 Αυγούστου 2014, οι βουλγαρικές αρχές παρέτειναν τη διάρκεια της εν λόγω θεωρήσεως έως τις 17 Νοεμβρίου 2014. Στις 25 Νοεμβρίου 2014, η S. Alheto κατέθεσε αίτηση διεθνούς προστασίας στην DAB. Επ’ ευκαιρία της προσωπικής συνεντεύξεως που διεξήχθη στις 2 Δεκεμβρίου 2014, η S. Alheto δήλωσε ότι αναχώρησε παράνομα από τη Λωρίδα της Γάζας μέσω υπόγειων σηράγγων, στις 15 Ιουλίου 2014, φθάνοντας πρώτα στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε δύο ημέρες, και ακολούθως στην Ιορδανία, όπου παρέμεινε 23 ημέρες προτού αναχωρήσει, αεροπορικώς, για τη Βουλγαρία. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνεντεύξεως, η S. Alheto δήλωσε ότι είναι χριστιανή ως προς το θρήσκευμα. Η S. Alheto κλήθηκε σε δύο ακόμη προσωπικές συνεντεύξεις στις 24 Φεβρουαρίου και στις 5 Μαρτίου 2015. Κατά τις δηλώσεις της, η S. Alheto αναγκάστηκε να αναχωρήσει από τη Λωρίδα της Γάζας λόγω της επιδεινώσεως της καταστάσεως στο έδαφος αυτό και των αντιπαραθέσεών της με τη Hamas, την οργάνωση που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας, εξαιτίας της κοινωνικής δράσεώς της περί ενημερώσεως για τα δικαιώματα των γυναικών. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τη συνέντευξη της 5ης Μαρτίου 2015, η S. Alheto δήλωσε ότι κατέχει έγγραφο εκδοθέν από τη UNWRA. Το εν λόγω έγγραφο προσκομίστηκε στο αιτούν δικαστήριο και βεβαιώνει την εγγραφή της S. Alheto στον οργανισμό αυτό με την ιδιότητα του Παλαιστίνιου πρόσφυγα ( 12 ).

    20.

    Στις 12 Μαΐου 2015, ο αναπληρωτής διευθυντής της DAB απέρριψε, κατόπιν εξετάσεως επί της ουσίας, την αίτηση της S. Alheto, περί αναγνωρίσεως τόσο του καθεστώτος πρόσφυγα, κατά το άρθρο 8 του ZUB, όσο και του καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας, κατά το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου (στο εξής: απόφαση της DAB). Κατά τον αναπληρωτή διευθυντή της DAB, οι δηλώσεις της S. Alheto δεν καθιστούν εφικτή τη διαπίστωση κινδύνου διώξεως, περιέχουν ανακολουθίες, ιδίως όσον αφορά το θρήσκευμά της, και είναι εν μέρει μη ευλογοφανείς. Εν αντιθέσει προς ό,τι προκύπτει από τις δηλώσεις αυτές, η S. Alheto δεν αναγκάστηκε να αναχωρήσει από τη Λωρίδα της Γάζας, όπου η κατάσταση είναι σταθερή, αλλά είχε σχεδιάσει την αναχώρησή της πριν από τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 2014, δεδομένου ότι το διαβατήριό της εκδόθηκε την 1η Απριλίου 2014.

    21.

    Η S. Alheto άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της DAB ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας). Με την προσφυγή, η S. Alheto υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή συνιστά παράβαση των άρθρων 8 και 9 του ZUB και του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/83, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94). Το συμπέρασμα του αναπληρωτή διευθυντή της DAB ότι η κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας είναι σταθερή βασίζεται μόνο σε έκθεση της 9ης Απριλίου 2015 της Διευθύνσεως «Ευρωπαϊκές υποθέσεις, διεθνείς υποθέσεις και Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες» της DAB, η οποία δεν καθιστά εφικτή την ορθή αξιολόγηση της καταστάσεως στο εν λόγω έδαφος για τον σκοπό της εφαρμογής της αρχής της μη επαναπροωθήσεως.

    22.

    Κατά το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας), δεδομένου ότι η S. Alheto είναι ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής εγγεγραμμένη στη UNWRA, η DAB όφειλε να εξετάσει την αίτησή της για διεθνή προστασία όχι βάσει του άρθρου 1, σημείο A, της Συμβάσεως της Γενεύης, αλλά ως αίτηση εμπίπτουσα στο άρθρο 1, σημείο Δ, και επομένως, να την εξετάσει υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του ZUB και όχι βάσει των άρθρων 8 και 9 του νόμου αυτού. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει να μην εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας που καταθέτει ανιθαγενής ευρισκόμενος στην κατάσταση της S. Alheto υπό το πρίσμα της ρυθμίσεως περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν απόκειται σε αυτό, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, να προβεί στην εξέταση αυτή ή αν πρέπει να περιοριστεί να ακυρώσει την απόφαση της DAB και να αναπέμψει την υπόθεση στην DAB προκειμένου να προβεί αυτή στην εν λόγω εξέταση. Το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) ζητεί επίσης να διευκρινιστεί το περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί της αποφάσεως απορρίψεως της διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου να εξετάσει το παραδεκτό αιτήσεως διεθνούς προστασίας βάσει του άρθρου 33 της εν λόγω οδηγίας, έστω και αν η εξέταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή, ήτοι αξιολογείται για πρώτη φορά αν η αιτούσα μπορεί να επαναπροωθηθεί στη χώρα στην οποία είχε τη συνήθη διαμονή της προ της καταθέσεως της εν λόγω αιτήσεως.

    23.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Συνάγεται από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι:

    Α)

    επιτρέπεται η αίτηση διεθνούς προστασίας ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ως πρόσφυγας στη [UNRWA] και διαμένει πριν από την υποβολή της αιτήσεως εντός της ζώνης επιχειρήσεων της εν λόγω υπηρεσίας (Λωρίδα της Γάζας), να εξεταστεί ως αίτηση κατ’ άρθρο 1, σημείο A, της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων και όχι ως αίτηση διεθνούς προστασίας κατ’ άρθρο 1, σημείο Δ, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω Συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάληψη της αρμοδιότητας εξετάσεως της αιτήσεως έγινε για άλλους λόγους πλην οικογενειακών ή ανθρωπιστικών λόγων και ότι η εξέταση της αιτήσεως ρυθμίζεται από την οδηγία 2011/95;

    Β)

    επιτρέπεται η εν λόγω αίτηση να μην εξεταστεί ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και επομένως να μην τύχει εφαρμογής η ερμηνεία του εν λόγω κανόνα από το Δικαστήριο […];

    2)

    Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, την έννοια ότι αποκλείει εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του [ZUB], ο οποίος στην εκάστοτε ισχύουσα διατύπωσή του δεν προβλέπει ρητώς ρήτρα για την αυτοδίκαιη προστασία Παλαιστινίων προσφύγων, ούτε προβλέπει την προϋπόθεση ότι η συνδρομή έχει παύσει για οποιονδήποτε λόγο, και πρέπει το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 να θεωρηθεί διάταξη αρκούντως ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων, έχουσα ως εκ τούτου άμεση εφαρμογή, δυνάμενη επομένως να εφαρμοστεί χωρίς προηγούμενη ρητή επίκλησή της από πρόσωπο που αιτείται διεθνή προστασία, στην περίπτωση κατά την οποία η αίτησή του προβλέπεται να εξεταστεί ως εμπίπτουσα στο άρθρο 1, σημείο Δ, δεύτερη περίοδος, της Συμβάσεως της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων;

    3)

    Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά εκδοθείσας σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 απορριπτικής αποφάσεως επί αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας και λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, επιτρέπει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να αντιμετωπίσει την αίτηση διεθνούς προστασίας ως εμπίπτουσα στο άρθρο 1, σημείο Δ, δεύτερη περίοδος, της Συμβάσεως της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων και να την αξιολογήσει σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, όταν η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει υποβληθεί από ανιθαγενή παλαιστινιακής καταγωγής, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ως πρόσφυγας στη UNRWA και διαμένει πριν από την υποβολή της αιτήσεως εντός της ζώνης επιχειρήσεων της εν λόγω υπηρεσίας (Λωρίδα της Γάζας), και με την απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας η εν λόγω αίτηση δεν εξετάστηκε ως προς τις αναφερθείσες διατάξεις;

    4)

    Συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, το οποίο αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, σε συνάρτηση με την απαίτηση για “πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων”, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 33, 34 και 35, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 και με τα άρθρα 18, 19 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά εκδοθείσας σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 απορριπτικής αποφάσεως επί αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας:

    Α)

    επιτρέπεται το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να αποφανθεί το πρώτον επί του παραδεκτού της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και επί της επαναπροωθήσεως του ανιθαγενούς στη χώρα στην οποία διέμενε πριν την υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αφού πρώτα υποχρεώσει την αποφαινόμενη αρχή να προσκομίσει τις απαραίτητες αποδείξεις και να επιτρέψει στο πρόσωπο να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως ή

    Β)

    επιτρέπεται το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση λόγω ουσιωδών διαδικαστικών παρατυπιών και να υποχρεώσει την αποφαινόμενη αρχή να αποφανθεί, ακολουθώντας τις υποδείξεις του όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, εκ νέου επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, διεξάγοντας επίσης την προβλεπόμενη στο άρθρο 34 της οδηγίας 2013/32 συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως και κρίνοντας εάν είναι δυνατή η αναγκαστική επιστροφή του ανιθαγενούς στη χώρα στην οποία διέμενε πριν την υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας;

    Γ)

    επιτρέπεται το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να αξιολογήσει τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούσαν στη χώρα στην οποία το πρόσωπο διέμενε κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προφορικής διαδικασίας, άλλως κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, στην περίπτωση που έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες βάσει των οποίων είχε ληφθεί η ευνοϊκή για το πρόσωπο απόφαση;

    5)

    Νοείται η παρεχόμενη από τη [UNRWA] συνδρομή ως άλλη επαρκής προστασία κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32, στη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA στο εκάστοτε κράτος, όταν το εν λόγω κράτος εφαρμόζει ως προς τα βοηθούμενα από τη UNRWA άτομα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στη Σύμβαση της Γενεύης […];

    6)

    Συνάγεται από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε συνάρτηση με τη διάταξη για “ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ” υποχρεώνει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία εξετάστηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας, να εκδώσει απόφαση,

    Α)

    η οποία αποκτά ισχύ δεδικασμένου όχι μόνο ως προς το ζήτημα της νομιμότητας της απορρίψεως αλλά και ως προς την ανάγκη του αιτούντος για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2011/95 και δη ακόμη και όταν το εθνικό δίκαιο του εμπλεκόμενου κράτους μέλους προβλέπει την παροχή διεθνούς προστασίας μόνο δι’ αποφάσεως διοικητικής αρχής·

    Β)

    επί της αναγκαιότητας παροχής διεθνούς προστασίας μέσω της δέουσας εξετάσεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ανεξαρτήτως των διαδικαστικών παρατυπιών στις οποίες υπέπεσε η αποφαινόμενη αρχή κατά την εξέταση της αιτήσεως;»

    III. Ανάλυση

    Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    24.

    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 23 και 24 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων και ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως καθεστώτος πρόσφυγα, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού, θεσπίσθηκαν ούτως ώστε οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς των κρατών μελών να καθοδηγούνται κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως αυτής, βασιζόμενοι σε κοινές έννοιες και κοινά κριτήρια ( 13 ). Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2011/95 απορρέει ότι, εμπνεόμενος από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε στο να νομοθετήσει ούτως ώστε το ευρωπαϊκό καθεστώς ασύλου, στον καθορισμό του οποίου συμβάλλει η εν λόγω οδηγία, να στηρίζεται στην πλήρη και σφαιρική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης ( 14 ).

    25.

    Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της, και κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές συναφείς συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η ερμηνεία αυτή πρέπει επίσης να γίνεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95, τηρουμένων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 15 ). Τα ερωτήματα που υποβάλλονται στην προδικαστική παραπομπή που αποτελεί αντικείμενο των παρουσών προτάσεων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ερμηνευτικών αυτών κριτηρίων.

    26.

    Τα ερωτήματα αυτά θα εξεταστούν με την ακόλουθη σειρά. Καταρχάς, θα εξετάσω το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, εκ των οποίων τα δύο πρώτα αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και το τρίτο αφορά την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, την αίτηση διεθνούς προστασίας βάσει της εν λόγω διατάξεως. Εν συνεχεία, θα εξετάσω το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 33 και 35 της οδηγίας 2013/32. Τέλος, θα εξετάσω από κοινού το τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32.

    Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    27.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής εγγεγραμμένη στη UNRWA εκτός του νομικού πλαισίου που καθορίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο προβλέπει ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα για τους υπηκόους τρίτης χώρας ή τους ανιθαγενείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης.

    28.

    Το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης εφαρμόζεται σε ειδική ομάδα προσώπων, τα οποία, καίτοι διαθέτουν τα χαρακτηριστικά για να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες κατά το άρθρο 1, στοιχείο Α, της Συμβάσεως, αποκλείονται, δυνάμει του άρθρου 1, σημείο Δ, παράγραφος 1, από τα ευεργετήματα αυτής, καθόσον τυγχάνουν προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR.

    29.

    Οι Παλαιστίνιοι που θεωρούνται πρόσφυγες κατόπιν των αραβοϊσραηλινών συρράξεων του 1948 και του 1967, οι οποίοι τυγχάνουν της προστασίας και της συνδρομής της UNRWA, και οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, σημεία Γ, Ε και ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της εν λόγω Συμβάσεως ( 16 ) και, επομένως, σε εκείνο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 ( 17 ). Επί του παρόντος, πρόκειται για τη μόνη ομάδα προσφύγων που εμπίπτει στις εν λόγω διατάξεις.

    30.

    Καίτοι το άρθρο 1, σημείο Δ, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Γενεύης προβλέπει ρήτρα αποκλεισμού από τα ευεργετήματα αυτής, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού περιέχει ρήτρα υπαγωγής, η οποία εφαρμόζεται στους πρόσφυγες στους οποίους παύει, για οποιονδήποτε λόγο, να παρέχεται η προστασία ή η συνδρομή του οργάνου ή του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο και η κατάστασή τους δεν έχει ρυθμιστεί οριστικώς συμφώνως προς τις αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ( 18 ). Τα εν λόγω πρόσωπα δικαιούνται να απολαύουν πλήρως του προβλεπόμενου στη Σύμβαση της Γενεύης καθεστώτος.

    31.

    Παράλληλα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ρήτρα υπαγωγής διατυπωμένη με όρους σχεδόν ταυτόσημους με εκείνους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης. Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 «θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα [της εν λόγω οδηγίας]», εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη ρήτρα υπαγωγής στη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής ( 19 ).

    32.

    Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί σχετικά με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού και υπαγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83, οι οποίες είχαν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο της αντίστοιχης διατάξεως της οδηγίας 2011/95.

    33.

    Όσον αφορά την πρώτη από τις ρήτρες αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι μόνο πρόσωπο που «έτυχε πραγματικά προστασίας ή συνδρομής» από όργανο ή οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNCHR, αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2004/83 ( 20 ) (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol, C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψη 51) και, αφετέρου, ότι ο εν λόγω αποκλεισμός δεν αίρεται λόγω της απλής απουσίας ή της εκούσιας αναχωρήσεως του αιτούντος τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα από τη ζώνη επιχειρήσεων του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ., C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψεις 49 έως 52).

    34.

    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας υπαγωγής, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι την παύση «για οποιοδήποτε λόγο» της παρεχόμενης από το όργανο ή τον οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR, προστασίας ή συνδρομής, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2004/83, δεν συνεπάγεται μόνο η κατάργηση του οργάνου ή του οργανισμού που παρέχει την προστασία ή τη συνδρομή, αλλά και η αδυναμία του οργάνου ή οργανισμού αυτού να εκπληρώσει την αποστολή του ( 21 ). Κατά το Δικαστήριο, στην παύση της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής περιλαμβάνεται επίσης η περίπτωση προσώπου ως προς το οποίο η ως άνω προστασία ή συνδρομή, της οποίας αυτό έχει όντως κάνει χρήση, παύει για λόγο που εκφεύγει του ελέγχου του και είναι ανεξάρτητος της βουλήσεώς του ( 22 ).

    35.

    Τέλος, όσον αφορά τις συνέπειες της ρήτρας υπαγωγής, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, εφόσον οι αρμόδιες αρχές του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου κράτους μέλους διαπιστώνουν ότι πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την παύση της προστασίας ή συνδρομής του οργάνου ή του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2004/83 ως προς τον αιτούντα, το γεγονός ότι δικαιούται «τα ευεργετήματα της [ως άνω] οδηγίας» αυτοδικαίως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, συνεπάγεται την αναγνώριση εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού της ιδιότητας του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/83 και την αυτόματη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον ως άνω αιτούντα, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτός δεν εμπίπτει στις παραγράφους 1, στοιχείο βʹ, ή 2 και 3 του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας ( 23 ).

    36.

    Γενικότερα, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83 αφορά ειδική κατηγορία προσώπων, για τα οποία, λόγω της ιδιαίτερης καταστάσεώς τους, τα συμβαλλόμενα κράτη στη σύμβαση της Γενεύης αποφάσισαν σκοπίμως, το 1951, να προβλέψουν ιδιαίτερη ρύθμιση ( 24 ). Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή αναγνωρίζονται ήδη ως πρόσφυγες από τη διεθνή κοινότητα και υπάγονται, ως τέτοιοι, σε διαφορετικό πρόγραμμα προστασίας το οποίο διαχειρίζονται οργανισμοί του ΟΗΕ.

    37.

    Όπως επίσης επισήμανε το Δικαστήριο, το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης, εκτός από την επιβεβαίωση του ιδιαίτερου καθεστώτος που αναγνωρίζεται στα πρόσωπα αυτά, επιδιώκει τον σκοπό της διασφαλίσεως της συνέχειας της προστασίας αυτών, στην περίπτωση παύσεως της προστασίας της οποίας τυγχάνουν από τους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών ( 25 ). Ταυτόχρονα, σκοπός του άρθρου είναι η αποφυγή της αλληλεπικαλύψεως των αρμοδιοτήτων των εν λόγω οργανισμών και της UNHCR ( 26 ).

    38.

    Πάντως, είναι πρόδηλο ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης και να γίνει σεβαστό το καθεστώς που αναγνώρισε η διεθνής κοινότητα στην κατηγορία προσώπων που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, παρέχοντας στα εν λόγω πρόσωπα την ειδική μεταχείριση που τους επιφυλάσσει η Σύμβαση, η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 σε αιτούντα άσυλο που εμπίπτει στην κατηγορία αυτή δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών που εξετάζουν την αίτησή του.

    39.

    Η κατάσταση των Παλαιστινίων που τυγχάνουν της συνδρομής της UNRWA, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση ασύλου σε κράτος μέλος, δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη οποιουδήποτε αιτούντος άσυλο, ο οποίος πρέπει να προσκομίσει απόδειξη βάσιμου φόβου διώξεως προκειμένου να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του «πρόσφυγα» κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 ( 27 ). Επομένως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί, τουλάχιστον αρχικά, βάσει της διατάξεως αυτής, η οποία αναπαράγει το άρθρο 1, σημείο Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, αλλά υπό το πρίσμα των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

    40.

    Εντούτοις, οι ρήτρες αποκλεισμού και υπαγωγής που προβλέπονται στο άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα και η εφαρμογή τους σε αιτούντα άσυλο πρέπει να αξιολογείται στο πλαίσιο ενιαίας εξετάσεως, η οποία διενεργείται κατά διαδοχικά στάδια ( 28 ). Αφού διαπιστωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει στην κατηγορία των Παλαιστινίων προσφύγων στους οποίους δεν εφαρμόζεται το καθεστώς της Συμβάσεως της Γενεύης, και επομένως η οδηγία 2011/95, βάσει του άρθρου 1, σημείο Δ, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω Συμβάσεως, πρέπει να ελεγχθεί, λαμβανομένων υπόψη των δηλώσεων του ενδιαφερομένου, μήπως αυτός εμπίπτει παρ’ όλα αυτά στο εν λόγω καθεστώς δυνάμει του δεύτερου εδαφίου του προμνησθέντος άρθρου 1, σημείο Δ, και, επομένως, σε εκείνο της οδηγίας 2011/95, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, αυτής, διότι, εν τω μεταξύ, έπαυσε ως προς αυτόν η παρεχόμενη από τη UNRWA προστασία ή συνδρομή.

    41.

    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351), η αρμόδια εθνική αρχή για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που καταθέτει Παλαιστίνιος πρόσφυγας θα πρέπει, καταρχάς, να ελέγξει αν ο αιτών έτυχε της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αιτών αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/95 δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, αυτής, και η αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 2, στοιχείο γʹ ( 29 ), και ενδεχομένως του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας ( 30 ).

    42.

    Εάν, αντιθέτως, διαπιστωθεί ότι ο αιτών έτυχε της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA, θα απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να προβούν σε χωριστή εκτίμηση όλων των κρίσιμων στοιχείων, με σκοπό να επαληθεύσουν αν η αναχώρηση του ενδιαφερομένου από τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA δικαιολογείται από λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου του και είναι ανεξάρτητοι της βουλήσεώς του, οι οποίοι τον εξαναγκάζουν να εγκαταλείψει τη ζώνη αυτή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τύχει της προστασίας ή της συνδρομής που παρέχει η εν λόγω υπηρεσία ( 31 ). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε προσωπική κατάσταση σοβαρής ανασφάλειας και η UNRWA αδυνατεί να του διασφαλίσει, εντός της ζώνης επιχειρήσεών της, συνθήκες διαβιώσεως οι οποίες συνάδουν προς την αποστολή της ( 32 ).

    43.

    Καίτοι η εξέταση αυτή είναι, από ορισμένες απόψεις, παρόμοια εκείνης που πρέπει να διενεργηθεί όταν η αίτηση διεθνούς προστασίας αξιολογείται υπό το πρίσμα του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, καθόσον βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε ανάλυση των ίδιων γεγονότων και περιστάσεων (ιδίως, την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, την κατάσταση στη χώρα καταγωγής ή στον τόπο συνήθους διαμονής αυτού, τις δηλώσεις του αιτούντος και τα σχετικά έγγραφα που αυτός προσκομίζει) ( 33 ), ο σκοπός είναι, όμως, διαφορετικός.

    44.

    Σκοπός της εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 είναι να διαπιστωθεί αν η συνδρομή ή η προστασία που παρέσχε η UNRWA στον αιτούντα άσυλο έχει όντως παύσει, κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί, όπως προεκτέθηκε, εάν η εν λόγω υπηρεσία δεν είναι πλέον σε θέση, για αντικειμενικούς λόγους ή λόγους που σχετίζονται με την ατομική κατάσταση του αιτούντος, να διασφαλίσει σε αυτόν συνθήκες διαβιώσεως σύμφωνες προς την αποστολή που της έχει ανατεθεί ή αν, λόγω πρακτικών, νομικών εμποδίων ή εμποδίων εγγενών στις συνθήκες ασφάλειας στην οικεία ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA, ο αιτών δεν είναι σε θέση να επιστρέψει εκεί ( 34 ).

    45.

    Στο πλαίσιο αυτό, για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα, ο αιτών άσυλο δεν θα χρειαστεί να αποδείξει φόβο διώξεως κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 –καίτοι η απόδειξη τέτοιου φόβου θα τον ενέτασσε πλήρως στη ρήτρα υπαγωγής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας–, αλλά αρκεί, για παράδειγμα, να αποδείξει απλώς την παύση της παρεχόμενης από τη UNWRA προστασίας ή συνδρομής, ή ακόμη την ύπαρξη καταστάσεων ένοπλης συρράξεως ή, γενικότερα, βίας και ανασφάλειας τέτοιων ώστε να καθίσταται αναποτελεσματική ή ανύπαρκτη η εν λόγω προστασία ή συνδρομή, καίτοι τέτοιες καταστάσεις, εάν τις επικαλούνταν αιτών ο οποίος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, θα ήταν ικανές να δικαιολογήσουν μάλλον την αναγνώριση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας παρά του καθεστώτος πρόσφυγα.

    46.

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, η αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε η S. Alheto, αιτούσα άσυλο παλαιστινιακής καταγωγής, θα πρέπει να εξεταστεί από την DAB βάσει των εθνικών διατάξεων μεταφοράς του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη και δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95. Δεδομένου ότι η εγγραφή Παλαιστίνιου πρόσφυγα στο σύστημα καταχωρήσεως της UNRWA συνιστά αξιόπιστη απόδειξη του γεγονότος ότι ο συγκεκριμένος πρόσφυγας τυγχάνει ή έτυχε της προστασίας και της συνδρομής της UNRWA ( 35 ), η S. Alheto, η οποία προσκόμισε απόδειξη τέτοιας εγγραφής, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης και, επομένως, σε εκείνο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Ως εκ τούτου, η DAB όφειλε, βάσει χωριστής εκτιμήσεως και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων, να αξιολογήσει αν η S. Alheto ενέπιπτε στη ρήτρα υπαγωγής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95. Για τον σκοπό αυτό, έπρεπε να διαπιστώσει αν η αναχώρηση της S. Alheto από τη Λωρίδα της Γάζας δικαιολογούνταν από λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς της, οι οποίοι την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το εν λόγω έδαφος εμποδίζοντάς την να συνεχίσει να τυγχάνει της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA ( 36 ). Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατόπιν εξετάσεως της απουσίας άλλων λόγων αποκλεισμού, η DAB όφειλε να αναγνωρίσει στην S. Alheto καθεστώς πρόσφυγα.

    47.

    Πριν από τη διατύπωση συμπεράσματος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά τον έλεγχο της παύσεως της παρεχόμενης από τη UNRWA προστασίας ή συνδρομής κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95, η αρμόδια για την εξέταση αιτήσεως Παλαιστίνιου αιτούντος εθνική αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη μόνο την επικρατούσα κατάσταση στο έδαφος εντός της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA στην οποία ο αιτών είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την κατάθεση αιτήσεως ασύλου –στην περίπτωση της S. Alheto, τη Λωρίδα της Γάζας– έστω και αν, προτού φθάσει στο έδαφος κράτους μέλους, ο αιτών είχε διέλθει από άλλες ζώνες της εν λόγω περιοχής ( 37 ).

    48.

    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που προεκτέθηκαν, φρονώ ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2011/95 έχει την έννοια ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που καταθέτει ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής εγγεγραμμένος στη UNRWA, του οποίου η συνήθης διαμονή, προτού εισέλθει στην Ένωση, βρισκόταν στη ζώνη επιχειρήσεων του εν λόγω οργανισμού, πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    Γ.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    49.

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει άμεση εφαρμογή και αν μπορεί να εφαρμοστεί στη δίκη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η S. Alheto δεν το επικαλέστηκε.

    50.

    Το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) επισημαίνει ότι η εκδοχή του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του ZUB, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2011/95 ( 38 ), δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην περίπτωση της S. Alheto ( 39 ), ενώ η προηγούμενη της τροποποιήσεως αυτής εκδοχή μεταφέρει πλημμελώς στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη τη ρήτρα υπαγωγής που προβλέπεται στη δεύτερη περίοδο της εν λόγω διατάξεως ( 40 ).

    51.

    Δεδομένης της αδυναμίας εφαρμογής ratione temporis, στην υπόθεση της κύριας δίκης, του νόμου περί μεταφοράς στη βουλγαρική έννομη τάξη της οδηγίας 2011/95, δεν θα εξετάσω περαιτέρω τις τροποποιήσεις που επέφερε ο εν λόγω νόμος στο άρθρο 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του ZUB ούτε θα εκφέρω άποψη σχετικά με τη συμβατότητα του εν λόγω άρθρου, ως ισχύει επί του παρόντος, με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, καίτοι ορισμένα αποσπάσματα της διατάξεως περί παραπομπής και το πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος καλούν το Δικαστήριο να λάβει θέσει επί των ζητημάτων αυτών.

    52.

    Όσον αφορά την προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2011/95 εκδοχή του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του ZUB, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ερμηνεία από το αιτούν δικαστήριο του εθνικού δικαίου του, δεν αποκρύπτω την αμηχανία μου όσον αφορά την αδυναμία, την οποία προβάλλει το Administrativen sad Sofia-Grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας), εξευρέσεως ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως σύμφωνης προς το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83. Συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από τη μη ρητή αναπαραγωγή της ρήτρας υπαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2004/83, η εν λόγω διάταξη προέβλεπε, παρ’ όλα αυτά, σαφώς ότι η ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα θα ίσχυε μόνο για όσο διάστημα ίσχυε η παρεχόμενη από το όργανο ή τον οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών προστασία ή συνδρομή. Επομένως, η διαπίστωση της παύσεως της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού με τα αποτελέσματα που αποσαφήνισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω δίκαιο ( 41 ).

    53.

    Τούτου λεχθέντος, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, δεν χωρεί, κατά την άποψή μου, αμφιβολία ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95, στο μέτρο που προβλέπει, σαφώς, το δικαίωμα προσβάσεως στα ευεργετήματα της οδηγίας των Παλαιστινίων προσφύγων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης περιόδου της εν λόγω διατάξεως και οι οποίοι δεν τυγχάνουν πλέον της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA, είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως ακριβές ώστε να χωρεί επίκλησή του από τους ενδιαφερομένους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ( 42 ).

    54.

    Όσον αφορά το ερώτημα αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 μπορεί να εφαρμοστεί από το αιτούν δικαστήριο παρά τη μη επίκλησή του από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι «το αναγνωριζόμενο στον διάδικο δικαίωμα να επικαλείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και υπό ορισμένες προϋποθέσεις οδηγία, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έληξε, δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω οδηγία, έστω και αν ο διάδικος δεν την επικαλέστηκε», και να εφαρμόσει άμεσα ειδικές και απαλλαγμένες αιρέσεων διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, μη εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο που αντιβαίνει σε αυτήν.

    55.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-Grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 περιέχει διάταξη αρκούντως ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να χωρεί επίκλησή της από τους ενδιαφερομένους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επικαλέστηκε στη δίκη διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία τυγχάνει άμεσης εφαρμογής δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να την εφαρμόσει άμεσα, εάν το κρίνει αναγκαίο.

    Δ.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    56.

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής κατά διοικητικής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας κατατεθείσα από ανιθαγενή παλαιστινιακής καταγωγής εγγεγραμμένη στη UNRWA, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την εν λόγω αίτηση βάσει των αρχών που καθιερώνονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, έστω και η αν η αρμόδια διοικητική αρχή δεν προέβη προηγουμένως σε τέτοια εξέταση.

    57.

    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας 2013/32 στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    58.

    Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η προθεσμία που χορηγήθηκε στα κράτη μέλη για να θεσπίσουν τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των άρθρων της εν λόγω οδηγίας που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, περιλαμβανομένου του άρθρου 46, έληγε στις 20 Ιουλίου 2015. Δυνάμει του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2013/32, «[τ]α κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, [της εν λόγω οδηγίας] στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται […] μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία». Βάσει του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, «[α]ιτήσεις που υποβάλλονται πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 […] διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας [2005/85]».

    59.

    Έστω και αν η σύνδεση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης περιόδου του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 δεν είναι πρόδηλη ( 43 ), η φράση «ή σε προηγούμενη ημερομηνία» στην πρώτη περίοδο, της οποίας την προσθήκη στο κείμενο της οδηγίας ζήτησε το Συμβούλιο ( 44 ), φαίνεται ότι έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν, στην πράξη μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, ότι οι εθνικές διατάξεις με σκοπό τη συμμόρφωση προς τα άρθρα αυτής που απαριθμούνται στο άρθρο της 51, παράγραφος 1, θα εφαρμόζονταν και στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατέθηκαν πριν από την καθορισμένη στο τελευταίο αυτό άρθρο ημερομηνία. Σε περίπτωση μη χρήσεως της δυνατότητας αυτής, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προέβλεπε ότι θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85.

    60.

    Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ειδικό μεταβατικό καθεστώς, με σκοπό τον χρονικό συντονισμό της εφαρμογής των διατάξεων της νέας οδηγίας (οδηγία 2013/32) και των διατάξεων της καταργηθείσας οδηγίας (οδηγία 2005/85). Βάσει του καθεστώτος αυτού, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από τον εθνικό νομοθέτη, οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατέθηκαν πριν από τις 20 Ιουλίου 2015 εξετάζονται βάσει των διατάξεων περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85.

    61.

    Απαντώντας σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων βάσει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 37 του νόμου περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2013/32, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28 Δεκεμβρίου 2015, προβλέπει ότι οι διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή ολοκληρώνονται βάσει των προϊσχυσασών διατάξεων. Εξ αυτού συνάγεται, έστω εμμέσως, ότι ο Βούλγαρος νομοθέτης αποφάσισε να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχεται στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2013/32 περί προβλέψεως της εφαρμογής των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας και στις προγενέστερες της 20ής Ιουλίου 2015 αιτήσεις διεθνούς προστασίας.

    62.

    Δεδομένου ότι η S. Alheto κατέθεσε την αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25 Νοεμβρίου 2014, η εν λόγω αίτηση, προγενέστερη τόσο της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του νόμου περί μεταφοράς στο βουλγαρικό δίκαιο της οδηγίας 2013/32 όσο και της προβλεπόμενης στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας ημερομηνίας, έπρεπε, δυνάμει τόσο του εθνικού δικαίου (άρθρο 37 του νόμου περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2013/32) όσο και του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2013/32), να εξεταστεί βάσει των διατάξεων περί μεταφοράς στο βουλγαρικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85 ( 45 ).

    63.

    Επομένως, η οδηγία 2013/32 δεν εφαρμόζεται ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης. Φρονώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία επικαλέστηκε το αιτούν δικαστήριο, κατά την οποία, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού ( 46 ), δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα προδικαστική παραπομπή. Συγκεκριμένα, παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας), ο Βούλγαρος νομοθέτης δεν είχε προβλέψει ειδικές διατάξεις με σκοπό τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, με αποτέλεσμα οι διατάξεις που ίσχυαν πριν από τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας να πρέπει να θεωρείται ότι «εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής» ( 47 ) αυτής· η εν λόγω οδηγία, καίτοι τέθηκε σε ισχύ πριν από την κατάθεση της αιτήσεως ασύλου της S. Alheto, ορίζει ρητώς ότι, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στο εθνικό δίκαιο, η αίτηση αυτή, δεδομένου ότι είναι προγενέστερη της 20ής Ιουλίου 2015, πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85.

    64.

    Για τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο ( 48 ). Επομένως, οι σκέψεις που ακολουθούν εκτίθενται μόνο επικουρικώς.

    65.

    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, καθώς και ο ορισμός του περιεχομένου του δικαστικού ελέγχου επί διοικητικών αποφάσεων σε θέματα ασύλου που αυτό καθιερώνει έχουν κινήσει το ενδιαφέρον των εθνικών δικαστηρίων, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως έχουν υποβληθεί σε άλλες πέντε προδικαστικές παραπομπές οι οποίες εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου ( 49 ). Συγκεκριμένα, σε σχέση με το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85, το οποίο καθιέρωνε απλώς υποχρέωση διασφαλίσεως δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, αφήνοντας τα κράτη μέλη να ορίσουν το περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος ( 50 ), το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 υποδηλώνει διαφορετική θεώρηση, η οποία αντικατοπτρίζει, εξάλλου, το διαφορετικό επίπεδο εναρμονίσεως των δύο πράξεων.

    66.

    Από τη διατύπωση του άρθρου αυτού είναι πρόδηλο ότι, κατά τον καθορισμό του κανόνα προς τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται βάσει της παραγράφου 3, προκειμένου να τηρούν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 υποχρέωση παροχής, στον αιτούντα διεθνή προστασία, δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, ο νομοθέτης της Ένωσης εφάρμοσε, ως κριτήριο αναφοράς, τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο πλαίσιο της από κοινού εφαρμογής του άρθρου 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και του άρθρου 3 της Συμβάσεως αυτής ( 51 ).

    67.

    Βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, η προσφυγή είναι πραγματική εάν περιλαμβάνει «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» και, «κατά περίπτωση», «εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95».

    68.

    Η απαίτηση «πλήρους εξετάσεως», η οποία δεν περιορίζεται στον σεβασμό των ισχυόντων κανόνων δικαίου αλλά εκτείνεται στην εξακρίβωση και στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, έχει παγιωθεί από μακρού στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Κατά το ΕΔΔΑ, η σημασία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και η ανήκεστος βλάβη που μπορεί να προκληθεί σε περίπτωση παραβάσεως αυτού απαιτούν, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί η προσφυγή πραγματική, «προσεκτικό έλεγχο» ( 52 ) και «εξέταση ανεξάρτητη», «αυστηρή» ( 53 ) και πλήρη ( 54 ) των λόγων που σχετίζονται με τον κίνδυνο χειρισμών που απαγορεύονται από το εν λόγω άρθρο. Μια τέτοια εξέταση «πρέπει να καθιστά εφικτό να διασκεδαστεί κάθε αμφιβολία, όσο θεμιτή και αν είναι, σχετικά με τον αβάσιμο χαρακτήρα της αιτήσεως προστασίας, όποια και αν είναι η έκταση των αρμοδιοτήτων της επιφορτισμένης με τον έλεγχο αρχής» ( 55 ). Η απαίτηση πλήρους ελέγχου σημαίνει ότι ο έλεγχος του δικαστηρίου βαίνει πέραν του απλού ελέγχου της παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων και της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

    69.

    Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει επίσης ότι η πλήρης εξέταση των πραγματικών και των νομικών ζητημάτων πρέπει να πραγματοποιείται «ex nunc», ήτοι όχι βάσει των περιστάσεων τις οποίες η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως αλλά εκείνων που υφίστανται κατά την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου ( 56 ). Αυτό προϋποθέτει, αφενός, τη δυνατότητα του αιτούντος να επικαλεστεί νέα στοιχεία τα οποία δεν προβλήθηκαν ενώπιον της αρχής που εξέτασε την αίτηση διεθνούς προστασίας ( 57 ) και, αφετέρου, την εξουσία του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής να προβεί αυτεπαγγέλτως σε συγκέντρωση των στοιχείων που είναι λυσιτελή για την αξιολόγηση της καταστάσεως του αιτούντος.

    70.

    Όσον αφορά την εξέταση των «αναγκών διεθνούς προστασίας» του αιτούντος, και στον κανόνα που τίθεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, αυτή σημαίνει τη δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφανθεί, εάν εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό στοιχεία («κατά περίπτωση»), επί του ζητήματος που βρίσκεται στη βάση καθεμίας από τις αποφάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, ήτοι το ζήτημα του κατά πόσον ο αιτών δικαιούται να του αναγνωριστεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας.

    71.

    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι πράξη «αναγνωριστικού χαρακτήρα» ( 58 ) και όχι συστατικού χαρακτήρα και ότι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 63) ( 59 ), αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη –και, επομένως, οι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου εθνικές αρχές– υποχρεούνται να αναγνωρίζουν το εν λόγω καθεστώς σε πρόσωπο που πληροί τις ελάχιστες προβλεπόμενες στο δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις και «δεν διαθέτουν συναφώς καμία διακριτική ευχέρεια». Επομένως, κατά την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, οι εν λόγω αρχές προβαίνουν σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, ο οποίος δεν συνεπάγεται την άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής διακριτικής ευχέρειας. Εάν εκτιμά ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός είναι εσφαλμένος, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το ίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, εφόσον τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του καθιστούν κάτι τέτοιο εφικτό, τις ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος, χωρίς να υποχρεούται να αναπέμψει την υπόθεση στη διοικητική αρχή. Εάν, βάσει της εξετάσεως αυτής, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αιτών πληροί τα κριτήρια ώστε να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή να τύχει επικουρικής προστασίας, το εν λόγω δικαστήριο, εάν δεν έχει αρμοδιότητα, βάσει του εθνικού δικαίου, να εκδώσει την απόφαση περί αναγνωρίσεως της διεθνούς προστασίας και, επομένως, δεν δύναται να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να διαθέτει την εξουσία να διατυπώσει δεσμευτικές οδηγίες σχετικά με τις απαιτήσεις διεθνούς προστασίας του αιτούντος, τις οποίες οφείλει να τηρήσει η αρμόδια για τη λήψη της αποφάσεως αυτής αρχή.

    72.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, εάν το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 εφαρμοστεί στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο θα οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύσει τους κανόνες του APK υπό την έννοια ότι, σε κατάσταση όπως αυτή της S. Alheto, είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 και, εάν τέτοια ερμηνεία δεν είναι εφικτή, να μην εφαρμόσει από τους εν λόγω κανόνες εκείνους που το εμποδίζουν να προβεί στην εν λόγω εξέταση.

    73.

    Αντιθέτως, για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 65 ανωτέρω, δεν είμαι της γνώμης ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορεί να επιτευχθεί βάσει του άρθρου 39 της οδηγίας 2005/85.

    Ε.   Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

    74.

    Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η συνδρομή που παρέχει η UNRWA στη ζώνη επιχειρήσεών της μπορεί να θεωρηθεί μορφή «επαρκούς προστασίας» κατά την έννοια του άρθρου 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό υποβάλλεται με σκοπό να αξιολογηθεί αν, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Ιορδανία μπορεί να θεωρηθεί «πρώτη χώρα ασύλου» για την S. Alheto. Κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε η S. Alheto θα μπορούσε να κριθεί απαράδεκτη βάσει του άρθρου 33 της οδηγίας 2013/32.

    75.

    Προτού απαντηθεί το ερώτημα αυτό, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 αναπαράγει το γράμμα του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, η οποία προηγήθηκε της οδηγίας 2013/32. Δεδομένου ότι, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που εκτίθενται στα σημεία 58 έως 63 των παρουσών προτάσεων, μόνο οι διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου που εκδόθηκαν βάσει της οδηγίας 2005/85 τυγχάνουν εφαρμογής στην αίτηση διεθνούς προστασίας της S. Alheto, το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, κατόπιν αναδιατυπώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την ερμηνεία του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    76.

    Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 –όπως και το ισχύον άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32– προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εξετάσουν αίτηση ασύλου επί της ουσίας εάν η εν λόγω αίτηση κριθεί απαράδεκτη για έναν εκ των λόγων που απαριθμούνται στην παράγραφο 2. Στους λόγους αυτούς καταλέγεται, υπό το στοιχείο βʹ της εν λόγω παραγράφου, η περίσταση τρίτη χώρα να θεωρηθεί «πρώτη χώρα ασύλου» για τον αιτούντα βάσει του άρθρου 26 της οδηγίας 2005/85. Το εν λόγω άρθρο προέβλεπε, στο πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, δύο διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες τρίτη χώρα μπορούσε να θεωρηθεί «πρώτη χώρα ασύλου» για τον αιτούντα. Η πρώτη αφορούσε το ενδεχόμενο να έχει «αναγνωρισθεί ο αιτών ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή» και να απολαύει ακόμη της σχετικής προστασίας. Η δεύτερη αφορούσε το ενδεχόμενο να απολαύει ο αιτών «άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης».

    77.

    Εντούτοις, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ( 60 ) ότι η εκδοχή του άρθρου 13, παράγραφος 2, σημείο 2, του ZUB που εφαρμόστηκε στην αίτηση της S. Alheto δεν προέβλεπε τη δεύτερη περίπτωση, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85. Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην πράξη μεταφοράς στην έννομη τάξη της οδηγίας αυτής, ο Βούλγαρος νομοθέτης αποφάσισε να περιορίσει τη δυνατότητα απορρίψεως αιτήσεως ασύλου ως απαράδεκτης κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας μόνο στην περίπτωση στην οποία ο αιτών απολαύει καθεστώτος πρόσφυγα σε ασφαλή τρίτη χώρα. Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, μόλις κατά τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2013/32 πρόσθεσε ο Βούλγαρος νομοθέτης στο άρθρο 13, παράγραφος 2, σημείο 2, του ZUB επίσης τον λόγο απαραδέκτου της αιτήσεως που αφορά την περίπτωση στην οποία ο αιτών απολαύει, σε τρίτη χώρα, «αποτελεσματικής προστασίας η οποία περιλαμβάνει την αρχή της μη επαναπροωθήσεως». Εντούτοις, η εκδοχή αυτή του άρθρου 13, παράγραφος 2, σημείο 2, του ZUB δεν εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

    78.

    Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/85, τα κράτη μέλη μπορούσαν «να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές προδιαγραφές για τις διαδικασίες διά των οποίων χορηγείται και ανακαλείται το καθεστώς του πρόσφυγα, εφόσον οι προδιαγραφές αυτές συνάδουν με την [εν λόγω] οδηγία». Κατά τα λοιπά, από το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα, όχι την υποχρέωση, να προβλέπουν, στις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου, τους λόγους απαραδέκτου που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, ενώ από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας αυτής συνάγεται ότι το άρθρο της 25 συνιστούσε εξαίρεση στον κανόνα κατά τον οποίο όλες οι αιτήσεις ασύλου πρέπει να εξετάζονται επί της ουσίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ( 61 ).

    79.

    Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2005/85 στην εθνική έννομη τάξη, ο Βούλγαρος νομοθέτης μπορούσε θεμιτά να αποφασίσει, όπως και έπραξε, να μη μεταφέρει όλους τους λόγους απαραδέκτου της αιτήσεως ασύλου, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/85, και, ιδίως, εκείνον που προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής ( 62 ).

    80.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι, βάσει του εφαρμοστέου κατά την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας της S. Alheto βουλγαρικού δικαίου, η εν λόγω αίτηση δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να κριθεί απαράδεκτη για τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον αφορά, ως αναδιατυπώθηκε, την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, έχει υποθετικό χαρακτήρα και είναι, επομένως, απαράδεκτο ( 63 ).

    81.

    Επομένως, το προδικαστικό αυτό ερώτημα εξετάζεται εν συντομία κατωτέρω όλως επικουρικώς.

    82.

    Το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85 ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της προμνησθείσας αιτιολογικής σκέψεως 22 της οδηγίας αυτής, βάσει της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσονται από την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας επί της ουσίας στην περίπτωση που μπορεί «να υποτεθεί εύλογα ότι άλλη χώρα […] θα παράσχει επαρκή προστασία», ιδίως «όταν μια πρώτη χώρα έχει χορηγήσει στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα ή άλλη επαρκή προστασία και ο αιτών θα τύχει επανεισδοχής στη χώρα αυτή».

    83.

    Επομένως, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει σαφώς ότι μόνο προστασία παρεχόμενη από τη χώρα που πρόκειται να χαρακτηριστεί πρώτη χώρα ασύλου του αιτούντος μπορεί να ασκεί επιρροή για τον σκοπό της εφαρμογής του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι η προστασία κατά της επαναπροωθήσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο της προστασίας που μνημονεύεται στο άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, μπορεί να διασφαλίζεται από τη χώρα στην οποία θα επιστρέψει ο αιτών μόνο εάν θα τύχει επανεισδοχής σε αυτήν, εάν η αίτησή του κριθεί απαράδεκτη βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας λόγου. Καίτοι οργανισμός όπως η UNRWA μπορεί να παρέχει συνδρομή και βασικές υπηρεσίες οι οποίες μπορεί να εξομοιώνονται εν μέρει με εκείνες που παρέχονται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο καθεστώτος διεθνούς ή ανθρωπιστικής προστασίας, δεν μπορεί εντούτοις να παράσχει στα πρόσωπα που εμπίπτουν στη σφαίρα δράσεώς της την εγγύηση ότι, εάν αναχωρήσουν για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς τους από το έδαφος στο οποίο έχουν τη συνήθη διαμονή τους για να μεταβούν σε άλλη χώρα εντός της ζώνης επιχειρήσεων του εν λόγω οργανισμού, δεν θα επαναπροωθηθούν από τις χώρες αυτές προς το έδαφος από το οποίο αναχώρησαν.

    84.

    Επιπλέον, η σύνδεση μεταξύ του στοιχείου αʹ και του στοιχείου βʹ του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2005/85 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο προστασία η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση για τον αιτούντα, από τη χώρα που θεωρείται πρώτη χώρα ασύλου, ειδικού καθεστώτος το οποίο, καίτοι δεν έχει το περιεχόμενο του καθεστώτος πρόσφυγα όπως ορίζεται στις σχετικές διεθνείς πράξεις, του παρέχει αποτελεσματική προστασία ( 64 ), ιδίως κατά της επαναπροωθήσεως ( 65 ), μπορεί να συνιστά «επαρκή προστασία» κατά την έννοια του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας. Με άλλα λόγια, ακριβώς όπως μόνο η δυνατότητα για τον αιτούντα να ζητήσει και να επιτύχει την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα δεν επαρκεί προκειμένου η οικεία χώρα να μπορεί να χαρακτηριστεί πρώτη χώρα ασύλου κατά το στοιχείο αʹ της εν λόγω διατάξεως, η απλή πρόβλεψη καθεστώτος προστασίας στο οποίο ο αιτών θα μπορεί να έχει πρόσβαση εάν τύχει επανεισδοχής στη χώρα αυτή δεν αρκεί για να εφαρμοστεί το στοιχείο βʹ της εν λόγω διατάξεως και για να μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη η αίτησή του για διεθνή προστασία βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85.

    85.

    Πάντως, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η S. Alheto, η οποία διήλθε από την Ιορδανία προτού μεταβεί στη Βουλγαρία, παραμένοντας εκεί επί 23 ημέρες, επωφελείται στη χώρα αυτή ειδικού καθεστώτος το οποίο της παρέχει, ιδίως, προστασία κατά ενδεχόμενης επαναπροωθήσεως προς τη Λωρίδα της Γάζας ( 66 ). Το γεγονός και μόνο ότι η S. Alheto ανήκει σε ομάδα προσώπων (Παλαιστίνιοι πρόσφυγες εγγεγραμμένοι στη UNRWA) που απολαύουν ιδιαίτερου διεθνούς καθεστώτος, αναγνωρισμένου από την Ιορδανία ( 67 ), δεν επαρκεί για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, καθόσον οι προϋποθέσεις από τις οποίες η εν λόγω διάταξη εξαρτά τη δυνατότητα των κρατών μελών να κρίνουν απαράδεκτη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγχονται διά παραπομπής στην ατομική κατάσταση του αιτούντος.

    86.

    Ομοίως, στη διάταξη περί παραπομπής δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία καθιστούν εφικτό να διαπιστωθεί ότι, εάν επιστρέψει στην Ιορδανία, η S. Alheto θα έχει πρόσβαση στην προστασία ή στη συνδρομή της UNRWA στη χώρα αυτή.

    87.

    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στις κατευθυντήριες γραμμές του Δεκεμβρίου του 2017 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες ( 68 ), η UNHCR διευκρίνισε ότι «κανένα κράτος δεν μπορεί να υποθέσει, ασφαλώς, ότι Παλαιστίνιος πρόσφυγας θα είναι σε θέση να τύχει της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA σε περιοχή επιχειρήσεων [αυτής] στην οποία δεν διέμεινε ποτέ ή η οποία είναι διαφορετική εκείνης στην οποία διέμενε προηγουμένως» ( 69 ). Κατά τη UNHCR, μια τέτοια υπόθεση θα επέβαλλε «παράλογα και ανυπέρβλητα εμπόδια στον αιτούντα» και θα παρέβλεπε την πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων, η οποία βασίζεται στην αρχή της κυριαρχίας των κρατών. Με άλλα λόγια, η περίσταση ότι αιτών άσυλο εγγεγραμμένος στη UNRWA έτυχε της προστασίας και της συνδρομής της υπηρεσίας αυτής στο έδαφος στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του προτού εισέλθει στην Ένωση ουδόλως συνιστά εγγύηση ότι θα μπορέσει να συνεχίσει να τυγχάνει της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής σε διαφορετική χώρα εντός της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA, με την οποία δεν έχει κανέναν προϋφιστάμενο δεσμό. Στην περίπτωση της S. Alheto, στη διάταξη περί παραπομπής δεν γίνεται μνεία σε κανέναν, οικογενειακό ή άλλο δεσμό, με την Ιορδανία.

    88.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν υφίστανται επαρκείς εγγυήσεις ότι η S. Alheto θα έχει πρόσβαση στη συνδρομή της UNRWA στην Ιορδανία, εάν τύχει επανεισδοχής στο κράτος αυτό, ούτε ότι θα τύχει, στο εν λόγω κράτος, «επαρκούς προστασίας» κατά την έννοια του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85.

    89.

    Εν κατακλείδι, επισημαίνεται ότι, καίτοι η Σύμβαση της Γενεύης δεν προβλέπει ούτε αποκλείει ρητώς τη χρήση μέτρων με σκοπό την αναγνώριση της «προστασίας αλλού» (μέσω της εφαρμογής εννοιών όπως «πρώτη χώρα ασύλου» ή «τρίτη ασφαλής χώρα»), τα εν λόγω μέτρα μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με τη Σύμβαση της Γενεύης μόνο εντός των ορίων που εγγυώνται την εφαρμογή, στα πρόσωπα που εμπίπτουν στον ορισμό του πρόσφυγα που προβλέπεται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως αυτής, των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε αυτήν. Επομένως, εάν προτίθενται να κάνουν χρήση της έννοιας «πρώτη χώρα ασύλου», κατά το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, και πλέον το άρθρο 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32, οι αρχές του αρμόδιου για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας κράτους μέλους πρέπει να επιβεβαιώνουν τον αποτελεσματικό χαρακτήρα της προστασίας που παρέχει στον αιτούντα η εν λόγω χώρα, ιδίως όταν, όπως στην περίπτωση της Ιορδανίας, η χώρα φιλοξενεί ήδη σημαντικό πληθυσμό προσφύγων ( 70 ).

    ΣΤ.   Επί του τέταρτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

    90.

    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής κατά αποφάσεως που απέρριψε επί της ουσίας αίτηση διεθνούς προστασίας να αποφανθεί για πρώτη φορά: i) επί του παραδεκτού τέτοιας αιτήσεως βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2013/32 λόγων, έστω και αν δεν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32· ii) επί της επαναπροωθήσεως της αιτούσας στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής της.

    91.

    Κατά την άποψή μου, το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο στο σύνολό του για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 57 έως 63 των παρουσών προτάσεων. Το σκέλος υπό i του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος είναι επιπλέον απαράδεκτο για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 76 έως 80 των παρουσών προτάσεων ( 71 ).

    92.

    Όσον αφορά το σκέλος υπό ii, επισημαίνεται μόνο, επικουρικώς, ότι η εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας συνεπάγεται τη συνεκτίμηση των κινδύνων στους οποίους θα εκτεθεί ο αιτών εάν επαναπροωθηθεί στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα συνήθους διαμονής του προ της καταθέσεως της αιτήσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται τα κριτήρια για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και αν γίνεται σεβαστή η αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Επομένως, εάν προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή αξιολόγησε ορθώς τους εν λόγω κινδύνους στο πλαίσιο εξετάσεως διενεργηθείσας με σεβασμό των βασικών αρχών και των εγγυήσεων που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας 2013/32, το γεγονός και μόνο ότι η εν λόγω αρχή δεν έλαβε θέση, στην απόφαση με την οποία απέρριψε τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σχετικά με το αν η αιτούσα μπορεί να απομακρυνθεί αμέσως από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους για να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής της δεν συνιστά παράλειψη ικανή να οδηγήσει σε ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Στο πλαίσιο των εξουσιών που διαθέτει βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως μπορεί, εάν το κρίνει σκόπιμο, να αποφανθεί για πρώτη φορά επί του ζητήματος αυτού. Είναι σαφές ότι, εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής της μη επαναπροωθήσεως, η κατάσταση του αιτούντος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την αρμόδια διοικητική αρχή κατά τον χρόνο που αποφασίζεται η απομάκρυνσή του και πριν από την εκτέλεση αυτής.

    93.

    Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις εξουσίες τις οποίες διαθέτει βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας, ιδίως δε αν το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως ή μπορεί να αποφανθεί επί των αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος έστω και αν, βάσει του εθνικού δικαίου του, τέτοια προστασία μπορεί να παρασχεθεί μόνο με απόφαση της διοικητικής αρχής.

    94.

    Το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα είναι επίσης απαράδεκτο για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 57 έως 63 των παρουσών προτάσεων. Επί της ουσίας, παραπέμπω στις παρατηρήσεις που εκτίθενται, επικουρικώς, στα σημεία 74 και 75 των παρουσών προτάσεων.

    IV. Πρόταση

    95.

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτα το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) και να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

    «Η οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχει την έννοια ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που καταθέτει ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής εγγεγραμμένος στη UNRWA, του οποίου η συνήθης διαμονή, προτού εισέλθει στην Ένωση, βρισκόταν στη ζώνη επιχειρήσεων του εν λόγω οργανισμού, πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 περιέχει διάταξη αρκούντως ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να χωρεί επίκλησή της από τους ενδιαφερομένους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επικαλέστηκε στη δίκη διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία τυγχάνει άμεσης εφαρμογής δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να την εφαρμόσει άμεσα, εάν το κρίνει αναγκαίο».


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

    ( 2 ) Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

    ( 3 ) Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

    ( 4 ) Τη Σύμβαση της Γενεύης συμπληρώνει το πρωτόκολλο για τη νομική κατάσταση των προσφύγων, το οποίο εγκρίθηκε την 31η Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.

    ( 5 ) Βλ. διαδικτυακό τόπο της UNRWA στη διεύθυνση https://www.unrwa.org/who-we-are. Εντούτοις, η UNRWA δεν διαθέτει ούτε διαχειρίζεται καταυλισμούς προσφύγων και, επομένως, αυτοί υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αρχών υποδοχής, https://www.unrwa.org/palestine-refugees.

    ( 6 ) Βλ. https://www.unrwa.org/who-we-are/frequently-asked-questions. Σχετικά με τον ρόλο της UNRWA, βλ. τελευταίως την απόφαση 72/82 της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών της 7ης Δεκεμβρίου 2017.

    ( 7 ) Βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψη 44).

    ( 8 ) Πρόκειται, αντίστοιχα, για τις συμπληρωματικές διατάξεις περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ZUB, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην DV αριθ. 80 του 2015, και για τις συμπληρωματικές διατάξεις περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ZUB, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην DV αριθ. 101 του 2015.

    ( 9 ) Το ισχύον επί του παρόντος άρθρο 12, παράγραφος 1, του ZUB, το οποίο αναπαράγει σχεδόν κατά λέξη το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, αποκλίνει από αυτό στο μέτρο που χρησιμοποιεί την αρνητική διατύπωση «δεν έχει παύσει» αντί της θετικής διατυπώσεως «έχει παύσει».

    ( 10 ) Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12). Ο νόμος με τον οποίο μεταφέρθηκε στο βουλγαρικό δίκαιο η οδηγία αυτή έχει δημοσιευθεί στην DV αριθ. 52 του 2007.

    ( 11 ) Το άρθρο 75, παράγραφος 2, του ZUB, ως ίσχυε πριν από τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών 2011/95 και 2013/32, περιείχε διατάξεις κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με τις προπαρατεθείσες.

    ( 12 ) Σε άλλο σημείο της διατάξεως περί παραπομπής επισημαίνεται ότι η S. Alheto υποστηρίζει ότι προσκόμισε το έγγραφο της UNRWA κατά τη συνέντευξη με τη DAB, αλλά η αρχή αυτή αρνήθηκε να το περιλάβει στον φάκελο.

    ( 13 ) Βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, Alo και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψη 28). Βλ. επίσης, όσον αφορά την οδηγία 2004/83, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 42).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, Alo και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψη 30).

    ( 15 ) Βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, Alo και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψη 29). Βλ. επίσης, όσον αφορά την οδηγία 2004/83, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 43).

    ( 16 ) Βλ. Note on UNHCR’s Interpretation of Article 1D of the 1951 Convention relating to the Status of Refugees and Article 12(1)(a) of the EU Qualification Directive in the context of Palestinian refugees seeking international protection [Σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) για την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως του 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων και του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας της ΕΕ για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στις υποθέσεις των Παλαιστινίων προσφύγων που αιτούνται διεθνή προστασία], Μάιος 2013, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.refworld.org/docid/518cb8c84.html. Στο έγγραφο αυτό (σ. 2 και 3), διευκρινίζεται ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης δύο ομάδες Παλαιστινίων προσφύγων και οι κατιόντες αυτών: 1) οι Παλαιστίνιοι που είναι «Παλαιστίνιοι πρόσφυγες» κατά την έννοια της από 11.12.1948 υπ’ αριθ. 194 (ΙΙΙ) αποφάσεως και των μεταγενέστερων αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και λόγω της αραβοϊσραηλινής συρράξεως του 1948 εκτοπίστηκαν από τα εδάφη της Παλαιστίνης υπό Βρετανική Εντολή, που κατέστη στη συνέχεια κράτος του Ισραήλ, και έκτοτε αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτά, και 2) οι Παλαιστίνιοι που δεν εμπίπτουν στην προαναφερόμενη παράγραφο και χαρακτηρίζονται «εκτοπισμένοι» κατά την έννοια της από 4.7.1967 υπ’ αριθ. 2252 (ES-V) αποφάσεως και των μεταγενέστερων αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και λόγω της αραβοϊσραηλινής συρράξεως του 1967 εκτοπίστηκαν από τα εδάφη της Παλαιστίνης που κατέχει από το 1967 το Ισραήλ και έκτοτε αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτά. Βλ. επίσης UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees [Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διεθνή προστασία αριθ. 13, Εφαρμογή στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως του 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων], Δεκέμβριος 2017, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.refworld.org/publisher,UNHCR,THEMGUIDE,,5a1836804,0.html, σημείο 8.

    ( 17 ) Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψεις 47 και 48).

    ( 18 ) Πρόκειται για την απόφαση 194 (III) της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, της 11ης Δεκεμβρίου 1948, και τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ελέγχει περιοδικά την κατάσταση εφαρμογής των μέτρων που λαμβάνονται σε σχέση με τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προσαρμόζει στις εξελίξεις της καταστάσεως στα οικεία εδάφη. Η πιο πρόσφατη απόφαση είναι η απόφαση 72/80, της 7ης Δεκεμβρίου 2017, περί συνδρομής στους Παλαιστινίους πρόσφυγες, στην παράγραφο 1 της οποίας η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών «[δ]ιαπιστώνει μετά λύπης ότι δεν έχουν ακόμη λάβει χώρα ούτε ο επαναπατρισμός ούτε η αποζημίωση, που προβλέπονται στην παράγραφο 11 της αποφάσεώς της 194 (III), και ότι, ως εκ τούτου, η κατάσταση των Παλαιστινίων προσφύγων παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητικό ζήτημα».

    ( 19 ) Επισημαίνεται ότι, καίτοι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 κάνει τελικώς μνεία, γενικώς, στα «ευεργετήματα» της εν λόγω οδηγίας, η ρήτρα υπαγωγής, όπως και η ρήτρα αποκλεισμού, η οποία προβλέπεται στην πρώτη περίοδο της ίδιας διατάξεως, αφορά μόνο το «καθεστώς πρόσφυγα», βλ. υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 67).

    ( 20 ) Η UNCHR δεν συμμερίζεται την ερμηνεία αυτή, εκτιμώντας ότι ερείδεται σε υπερβολικά τυπολατρική και περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης. Κατά τη UNCHR, στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου εμπίπτει όχι μόνο το πρόσωπο το οποίο έτυχε όντως της προστασίας ή της συνδρομής της UNRWA, αλλά και κάθε πρόσωπο το οποίο, καίτοι δεν επωφελήθηκε ποτέ αυτής δικαιούται τέτοια προστασία ή συνδρομή διότι υπάγεται στην εντολή της UNRWA· βλ. υπ’ αυτή την έννοια, UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημεία 12 και 13 και υποσημείωση 27.

    ( 21 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 56).

    ( 22 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 65 και σημείο 1 του διατακτικού).

    ( 23 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 81 και σημείο 2 του διατακτικού).

    ( 24 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 80).

    ( 25 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 62).

    ( 26 ) Βλ. UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημεία 6 και 7.

    ( 27 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 79).

    ( 28 ) Βλ., όσον αφορά το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης, UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημείο 11.

    ( 29 ) Βλ. υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψη 54).

    ( 30 ) Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

    ( 31 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψεις 61 και 64).

    ( 32 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 63, βλ. επίσης σκέψη 65 και σημείο 1 του διατακτικού).

    ( 33 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψη 64), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/83 (νυν άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95) εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη χωριστή εκτίμηση που πρέπει να διενεργηθεί κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας.

    ( 34 ) Βλ., όσον αφορά το άρθρο 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης, UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημείο 22.

    ( 35 ) Βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψη 52). Βλ. επίσης UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημείο 42, καθώς και την ενοποιημένη έκδοση των οδηγιών για την επιλεξιμότητα και την εγγραφή (Consolidated Eligibility and Registration Instructions) της UNWRA, 1η Ιανουαρίου 2009, ενότητα III.A.1, σ. 3, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.refworld.org/docid/520cc3634.html CERI 2009. Εντούτοις, η εγγραφή στη UNRWA δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης και σε εκείνο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95· υπ’ αυτή την έννοια, βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψεις 46 και 52).

    ( 36 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η S. Alheto αναχώρησε από τη Λωρίδα της Γάζας στις 15 Ιουλίου 2014, ήτοι μερικές ημέρες μετά την έναρξη της ισραηλινής επιχειρήσεως «Προστατευτική Αιχμή» (8 Ιουλίου 2014), την οποία ακολούθησαν 51 ημέρες πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου, βάσει των στοιχείων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες άμαχοι, βλ. απόφαση που εξέδωσε, κατά τη διάρκεια της συρράξεως, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 23 Ιουλίου 2014.

    ( 37 ) Υπ’ αυτή την έννοια, βλ., a contrario, σκέψη 77 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826). Βλ. UNHCR, Guidelines on International protection n. 13, Applicability of article 1D of the 1951 Convention relating to the status of refugees to Palestinian refugees, όπ.π., σημείο 22, στοιχείο k. Συναφώς, παραπέμπω στις παρατηρήσεις που εκτίθενται στο σημείο 87 των παρουσών προτάσεων.

    ( 38 ) Το άρθρο 12 της οδηγίας 2011/95 δεν απαιτούσε, στην πραγματικότητα, τη λήψη μέτρων μεταφοράς καθόσον είναι, κατ’ ουσίαν, ταυτόσημο με το άρθρο 12 της οδηγίας 2004/83 (συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνεται σε εκείνα που απαριθμούνται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, για τα οποία τα κράτη μέλη πρέπει να εκδώσουν πράξη μεταφοράς), αλλά είναι πρόδηλο ότι ο Βούλγαρος νομοθέτης θέλησε να αξιοποιήσει τη μεταφορά της οδηγίας 2011/95 στην εθνική έννομη τάξη για να διορθώσει το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο 4, του ZUB, το οποίο είχε μεταφέρει πλημμελώς στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 12 της οδηγίας 2004/83.

    ( 39 ) Η απόφαση της DAB με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που κατέθεσε η S. Alheto εκδόθηκε στις 12 Μαΐου 2015, ενώ ο νόμος περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2011/95 τέθηκε σε ισχύ στις 16 Οκτωβρίου 2015 και, βάσει του βουλγαρικού δικαίου, δεν έχει αναδρομική ισχύ.

    ( 40 ) Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83 είχε το ίδιο περιεχόμενο με τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

    ( 41 ) Βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 34). Βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 42 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, H. (C‑174/16, EU:C:2017:637, σκέψη 69).

    ( 43 ) Συγκεκριμένα, οι δύο διατάξεις φαίνονται αντιφατικές στο μέτρο που η πρώτη επιτρέπει εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας 2013/32 στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατέθηκαν πριν από τις 20 Ιουλίου 2015, ενώ η δεύτερη ορίζει ότι οι εν λόγω αιτήσεις εξετάζονται βάσει των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/85.

    ( 44 ) Βλ. θέση (ΕΕ) 7/2013 του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2013 (ΕΕ 2013, C 179 E, σ. 27).

    ( 45 ) Εξάλλου, με το συμπέρασμα αυτό συντάσσεται, όσον αφορά το βουλγαρικό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επισήμανε ότι αναδρομική εφαρμογή του νόμου περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2013/32 στην S. Alheto θα αντέβαινε στο βουλγαρικό Σύνταγμα.

    ( 46 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψεις 122 και 123), και της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 37). Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει επίσης στη γνώμη του γενικού εισαγγελέα J. Mazák στην υπόθεση Kadzoev (C‑357/09 PPU, EU:C:2009:691, σημεία 32 έως 35).

    ( 47 ) Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 37).

    ( 48 ) Βλ., εντούτοις, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C‑348/16, EU:C:2017:591), με την οποία το Δικαστήριο έδωσε απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία), χωρίς να εξετάσει προηγουμένως το ζήτημα της εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας 2013/32 επί της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του M. Sacko (αιτήσεως που είχε υποβληθεί πριν από τις 20 Ιουλίου 2015, αλλά η οποία είχε απορριφθεί μετά την ημερομηνία αυτή).

    ( 49 ) Πρόκειται για δύο ακόμη προδικαστικές παραπομπές προερχόμενες από το Adlministrativen Sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) (υποθέσεις C‑652/16 και C‑56/17), μία προδικαστική παραπομπή από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας, σε υπόθεση η οποία χαρακτηρίζεται από διαδοχικές αποφάσεις απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, οι οποίες ακυρώνονταν κάθε φορά κατόπιν προσφυγής του αιτούντος, σε σχέση με την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν γίνεται σεβαστό το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής (C‑113/17), μία ουγγρική προδικαστική παραπομπή (C‑556/17) και μία προδικαστική παραπομπή από το Συμβούλιο της Επικρατείας των Κάτω Χωρών (νέοι λόγοι ασύλου) (C‑586/17).

    ( 50 ) Κατά τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 27 της οδηγίας 2005/85, «[τ]ο κατά πόσον η προσφυγή είναι αποτελεσματική, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εξέταση των σχετικών γεγονότων, εξαρτάται από το διοικητικό και δικαστικό μηχανισμό κάθε κράτους μέλους ως σύνολο».

    ( 51 ) Ως γνωστόν, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ προβλέπει την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχειρίσεων, ενώ το άρθρο 13 καθιερώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται στην ΕΣΔΑ.

    ( 52 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Απριλίου 2005, Chamaiev κ.λπ. κατά Γεωργίας και Ρωσίας (CE:ECHR:2005:0412JUD003637802, § 448).

    ( 53 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης Ιουλίου 2000, Jabari κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2000:0711JUD004003598, § 50), και της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S κατά Βελγίου (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609, §§ 293 και 388).

    ( 54 ) Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2012, Singh κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2012:1002JUD003321011, § 103). Βλ. επίσης αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 56), και της 31ης Ιανουαρίου 2013, D. και A. (C‑175/11, EU:C:2013:45, σκέψη 75).

    ( 55 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2012, Singh κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2012:1002JUD003321011, § 103). Στο ίδιο πνεύμα, στην απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 56), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι λόγοι που οδήγησαν την αρμόδια αρχή να απορρίψει ως αβάσιμη την αίτηση παροχής ασύλου, [πρέπει να] μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς εξετάσεως από τον εθνικό δικαστή».

    ( 56 ) Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2012, Singh κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2012:1002JUD003321011, § 91).

    ( 57 ) Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S κατά Βελγίου (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609, § 389).

    ( 58 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2011/95. Λογικά και η αναγνώριση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας θα πρέπει να έχει τέτοιο χαρακτήρα.

    ( 59 ) Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2004/83, η οποία, με παρόμοια διατύπωση, επισήμαινε ότι «[η] αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι πράξη με αναγνωριστικό χαρακτήρα».

    ( 60 ) Σημείο 49 της εν λόγω διατάξεως.

    ( 61 ) Επί του παρόντος, το ίδιο ισχύει όσον αφορά το άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 (βλ. αιτιολογική σκέψη 43 της οδηγίας αυτής, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο με την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2005/85). Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι, στην πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (COM/2016/0467 τελικό), καθιερώνεται, στο άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η υποχρέωση των κρατών μελών να εξετάζουν το παραδεκτό της αιτήσεως διεθνούς προστασίας βάσει του λόγου που θεμελιώνεται στην έννοια της «πρώτης χώρας ασύλου», η οποία ορίζεται στο άρθρο 44 της εν λόγω προτάσεως κανονισμού.

    ( 62 ) Εξάλλου, από συγκριτική μελέτη που εκπόνησε η UNCHR προκύπτει ότι όχι μόνο η Βουλγαρία δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, αλλά ότι, στην πράξη, τουλάχιστον έως το 2010, η χώρα αυτή δεν εφάρμοζε την έννοια της «πρώτης χώρας ασύλου», και ότι η περίσταση ότι ο αιτών είχε αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, σε τρίτη χώρα, θεωρούνταν μάλλον λόγος απορρίψεως της αιτήσεως ασύλου επί της ουσίας παρά λόγος απορρίψεώς της ως απαράδεκτης, βλ. UNHCR, Improving asylum procedures: comparative analysis and recommendations for law and practice, detailed research on key asylum procedures, Μάρτιος 2010, σ. 285, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.unhcr.org/4c7b71039.pdf.

    ( 63 ) Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 22ας Ιουνίου 2017, Fondul Proprietatea (C‑556/15 και C‑22/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:494, σκέψεις 20 και 21).

    ( 64 ) Η UNHCR συνιστά στα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την έννοια της «πρώτης χώρας ασύλου» να ερμηνεύουν την έννοια της «επαρκούς προστασίας» βάσει του άρθρου 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/85, και πλέον του άρθρου 35, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32, ως προστασία «αποτελεσματική και πραγματικά διαθέσιμη», βλ. UNHCR, Improving asylum procedures: comparative analysis and recommendations for law and practice, detailed research on key asylum procedures, Μάρτιος 2010, σ. 282 και 291, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.unhcr.org/4c7b71039.pdf· βλ. επίσης UNHCR, Summary Conclusions on the Concept of “Effective Protection” in the Context of Secondary Movements of Refugees and Asylum-Seekers Directive, (Lisbon Expert Roundtable, 9 και 10 Δεκεμβρίου 2002), Φεβρουάριος 2003, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο http://www.unhcr.org/protection/globalconsult/3e5f323d7/lisbon-expert-roundtable-summary-conclusions-concept-effective-protection.html.

    ( 65 ) Υπενθυμίζεται ότι η μεταφορά αιτούντος άσυλο σε κράτος στο οποίο διατρέχει κίνδυνο επαναπροωθήσεως στο κράτος καταγωγής του συνιστά περίπτωση έμμεσης επαναπροωθήσεως κατά παράβαση του άρθρου 33 της Συμβάσεως της Γενεύης. Επομένως, η πρώτη χώρα ασύλου πρέπει να παρέχει πραγματικές εγγυήσεις σχετικά με τον αποτελεσματικό σεβασμό της αρχής αυτής ως προς τον αιτούντα. Συναφώς επισημαίνεται ότι η Ιορδανία, καίτοι φιλοξενεί σημαντικό αριθμό Παλαιστινίων προσφύγων, δεν συγκαταλέγεται στις συμβαλλόμενες χώρες της Συμβάσεως της Γενεύης.

    ( 66 ) Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Human Rights Watch έχει καταγράψει στην Ιορδανία διάφορες περιπτώσεις επαναπροωθήσεως Παλαιστινίων προσφύγων, ιδίως προερχομένων από τη Συρία, βλ. συναφώς Global Detention Project (GDP), Immigration Detention in Jordan, Μάρτιος 2015, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο: http://www.refworld.org/docid/556738404.html, σ. 11. Σχετικά με τον σεβασμό της αρχής της μη επαναπροωθήσεως από την Ιορδανία, βλ. επίσης Human Rights Watch, World Report, 2018, σ. 307.

    ( 67 ) Η Ιορδανία χορήγησε στους Παλαιστινίους που εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας το 1967 προσωρινό διαβατήριο, ένα είδος ταξιδιωτικού εγγράφου, στο οποίο βεβαιώνεται η διαμονή στο ιορδανικό έδαφος. Σχετικά με τη λειτουργία του προσωρινού διαβατηρίου, βλ. μελέτη των A. Tiltnes και H.Zhang, Progress, challenges, diversity, Insights into the socio-economic conditions of Palestinian refugees in Jordan, διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο https://www.unrwa.org/sites/default/files/insights_into_the_socio-economic_conditions_of_palestinian_refugees_in_jordan.pdf, σ. 32. Στην εν λόγω μελέτη εκτίθενται η κατάσταση ιδιαίτερης ένδειας και οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και υγειονομικές υπηρεσίες για τους Παλαιστινίους που προέρχονται από τη Λωρίδα της Γάζας, οι οποίοι δεν διαθέτουν ιορδανική ιθαγένεια, έστω και αν είναι κάτοχοι του εν λόγω διαβατηρίου, βλ., ιδίως σ. 258 επ. Η εγγραφή στη UNRWA δεν φαίνεται να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην πρόσβαση των προσώπων αυτών σε συγκεκριμένες βασικές υπηρεσίες· βλ. όσον αφορά την υγειονομική κάλυψη, ιδίως σ. 99 επ.

    ( 68 ) Βλ. υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων.

    ( 69 ) Βλ. σημείο 22, IV, στοιχείο k, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών.

    ( 70 ) Η Ιορδανία φιλοξενεί σχεδόν δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες και εκτοπισθέντες. Σχετικά με την κατάσταση των προσώπων αυτών, βλ. μελέτη των A. Tiltnes και H.Zhang, Progress, challenges, diversity, Insights into the socio-economic conditions of Palestinian refugees in Jordan, όπ.π.

    ( 71 ) Παρά την έμμεση μνεία στη διάταξη περί παραπομπής στην έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, κατά την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32, από τη διατύπωση του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προκύπτει ότι το Administrativen sad Sofia-Grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) είχε επίσης την πρόθεση να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32 λόγο απαραδέκτου.

    Top