Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0390

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 6ης Φεβρουαρίου 2018.
    Ποινική δίκη κατά Dániel Bertold Lada.
    Αίτηση του Szombathelyi Törvényszék για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Συνεκτίμηση, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, πρότερης καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος – Ειδική διαδικασία αναγνώρισης καταδικαστικής ποινικής απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος – Νέα εξέταση και νομικός επαναχαρακτηρισμός της πρότερης απόφασης – Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης – Άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
    Υπόθεση C-390/16.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:65

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    YVES BOT

    της 6ης Φεβρουαρίου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C-390/16

    Ποινική διαδικασία

    κατά

    Dániel Bertold Lada

    [αίτηση του Szombathelyi Törvényszék
    (γενικού δικαστηρίου του Szombathely, Ουγγαρία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ και απόφαση 2009/316/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Συνεκτίμηση, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, πρότερης καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος – Εθνική διαδικασία προηγούμενης αναγνωρίσεως της αποφάσεως αυτής, από την οποία εξαρτάται η εν λόγω συνεκτίμηση – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας – Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης – Υποχρέωση μη εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως αντίθετης προς απόφαση-πλαίσιο»

    1.

    Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να επανεξετασθεί στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως της αποφάσεως αυτής διεξαγόμενης από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους και αν, στο πλαίσιο αυτό, η επανεξέταση δύναται να οδηγήσει σε προσαρμογή της αποφάσεως –ήτοι σε νέο νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως και σε τροποποίηση της επιβληθείσας ποινής–, προκειμένου η απόφαση να καταστεί συμβατή με την ποινική νομοθεσία του δεύτερου κράτους μέλους.

    2.

    Με την αίτηση αυτή, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει την απόφασή του της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 2 ). Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διεξαγωγής, στην Ουγγαρία, διαδικασίας με αντικείμενο την αναγνώριση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από αυστριακό δικαστήριο σε βάρος του Dániel Bertold Lada.

    3.

    Πρόκειται για μία ακόμη εκδήλωση της πρακτικής που ακολουθείται από τις ουγγρικές αρχές όσον αφορά τις αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις. Κατά την πρακτική αυτή, το Igazságügyi Minisztérium (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Ουγγαρία) ζητεί από το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους το οποίο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση σε βάρος Ούγγρου υπηκόου τη διαβίβαση της αποφάσεως αυτής. Η αίτηση υποβάλλεται ενόψει της διεξαγωγής διαδικασίας με αντικείμενο την αναγνώριση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως στην Ουγγαρία. Η οικεία δικαστική απόφαση, εφόσον αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία, εξομοιώνεται με εθνική καταδικαστική απόφαση η οποία εγγράφεται στο ποινικό μητρώο.

    4.

    Στην απόφασή του της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 3 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών ( 4 ), και η απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ ( 5 ), έχουν την έννοια ότι αντίκεινται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως θεσπίζουσας ειδική εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως από δικαστήριο κράτους μέλους αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως την οποία εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κατά προσώπου για την τέλεση αξιόποινης πράξεως.

    5.

    Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο καλείται να συμπληρώσει όσα έκρινε με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 6 ), η οποία αφορούσε την ίδια εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως, ερμηνεύοντας, αυτή τη φορά, την απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας ( 7 ). Είναι η δεύτερη φορά που η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θα αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας, κατόπιν της πρώτης ερμηνείας που δόθηκε με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov ( 8 ), στην οποία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.

    6.

    Οι αποφάσεις-πλαίσια 2009/315 και 2008/675 συνδέονται στενά, καθόσον η πρώτη σκοπεί να διευκολύνει τη μεταξύ των κρατών μελών ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με το ποινικό μητρώο ατόμου καταδικασθέντος εντός κράτους μέλους και η δεύτερη παρέχει, στη συνέχεια, τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως των καταδικαστικών αποφάσεων των οποίων η ύπαρξη αποκαλύπτεται με τον τρόπο αυτόν. Η βελτίωση της ανταλλαγής των πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών έχει περιορισμένη χρησιμότητα εάν τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να συνεκτιμούν τις διαβιβαζόμενες πληροφορίες. Επιπλέον, για να είναι δυνατή η συνεκτίμηση αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο νέων ποινικών διαδικασιών, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να βελτιωθεί.

    7.

    Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν σε ισχύ εθνικές διαδικασίες αναγνωρίσεως των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, στο πλαίσιο των οποίων οι αποφάσεις αυτές επανεξετάζονται και, ενδεχομένως, τροποποιούνται επί της ουσίας προκειμένου να προσαρμοσθούν στην εθνική ποινική νομοθεσία. Μεταξύ άλλων, θα αναλύσω τους λόγους για τους οποίους η συνεκτίμηση των αποφάσεων αυτών στο πλαίσιο νέων ποινικών διαδικασιών, την οποία επιβάλλει η απόφαση‑πλαίσιο 2008/675, δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την προηγούμενη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων αυτών.

    8.

    Απαντώντας στις αμφιβολίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο αναφορικά με τη δυνατότητα επικλήσεως των αποφάσεων-πλαισίων στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή αντίθετης εθνικής ρυθμίσεως, και σε συνέχεια των προτάσεων που ανέπτυξα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski ( 9 ), θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, με βάση την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η επίκληση των αποφάσεων-πλαισίων με σκοπό την μη εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η απόφαση-πλαίσιο 2009/315

    9.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 5 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315 έχουν ως εξής:

    «(2)

    Στις 29 Νοεμβρίου 2000, […] το Συμβούλιο θέσπισε πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικά θέματα […]. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που προβλέπονται από το μέτρο 3 του προγράμματος […].

    (3)

    Βάσει της τελικής έκθεσης για τον πρώτο γύρο των αξιολογήσεων σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις […], τα κράτη μέλη καλούνται να απλοποιήσουν τις διαδικασίες διαβίβασης εγγράφων μεταξύ τους, προσφεύγοντας, ενδεχομένως, στη χρήση τυποποιημένων εντύπων για τη διευκόλυνση της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

    […]

    (5)

    Ενόψει της βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με το ποινικό μητρώο, είναι ευπρόσδεκτα προγράμματα που αναπτύσσονται με σκοπό να επιτύχουν αυτόν το στόχο […]. Η εμπειρία που αποκτήθηκε […] έδειξε πόσο σημαντικό είναι να συνεχ[ιστεί ο εξορθολογισμός] της αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες μεταξύ των κρατών μελών.

    […]

    (17)

    […] Η βελτίωση της αμοιβαίας κατανόησης μπορεί να επιτευχθεί με τη δημιουργία “τυποποιημένου ευρωπαϊκού μορφότυπου”, που θα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τρόπο ομοιόμορφο, ηλεκτρονικό και μηχανικώς ευμετάφραστο. […]»

    10.

    Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο ορίζει τον σκοπό της:

    «Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο έχει σκοπό:

    α)

    τον καθορισμό των κανόνων βάσει των οποίων ένα κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται καταδίκη εις βάρος υπηκόου άλλου κράτους μέλους (εφεξής “κράτος μέλος καταδίκης”) διαβιβάζει στοιχεία αυτής της καταδίκης στο κράτος μέλος ιθαγένειας του καταδικασθέντος (εφεξής “κράτος μέλος ιθαγένειας”)·

    β)

    τον καθορισμό των υποχρεώσεων διατήρησης των πληροφοριών αυτών που υπέχει το κράτος μέλος ιθαγένειας και τη διευκρίνιση των μεθόδων που αυτό το κράτος μέλος πρέπει να ακολουθεί όταν απαντά σε αίτηση για πληροφορίες που προέρχονται από το ποινικό μητρώο·

    γ)

    την κατάρτιση του πλαισίου που θα επιτρέψει την οικοδόμηση και την ανάπτυξη ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγών, μεταξύ κρατών μελών, πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου και της επακόλουθης απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4.»

    11.

    Το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Υποχρεώσεις του κράτους μέλους καταδίκης», ορίζει:

    «[…]

    2.   Η κεντρική αρχή του κράτους μέλους καταδίκης ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τις κεντρικές αρχές των άλλων κρατών μελών για τις καταδίκες που αφορούν τους υπηκόους αυτών των άλλων κρατών μελών και εκδόθηκαν στο έδαφός της, όπως αυτές καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο.

    […]

    3.   Πληροφορίες σχετικές με μεταγενέστερη τροποποίηση ή κατάργηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο ποινικό μητρώο διαβιβάζονται πάραυτα από την κεντρική αρχή του κράτους μέλους καταδίκης στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους της ιθαγένειας του προσώπου.

    4.   Οποιοδήποτε κράτος μέλος το οποίο έχει παράσχει τις πληροφορίες δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ανακοινώνει στην κεντρική αρχή κράτους μέλους της ιθαγένειας του προσώπου, κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας και κατά περίπτωση, αντίγραφο των εν λόγω καταδικών και επακόλουθων μέτρων καθώς και κάθε άλλη σχετική πληροφορία προκειμένου να μπορέσει η αρχή αυτή να εξετάσει αν απαιτείται η λήψη μέτρου σε εθνικό επίπεδο.»

    12.

    Το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, το οποίο τιτλοφορείται «Υποχρεώσεις που βαρύνουν το κράτος μέλος ιθαγένειας του προσώπου», ορίζει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

    «Η κεντρική αρχή του κράτους μέλους ιθαγένειας του προσώπου αποθηκεύει, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 1 [και] 2, όλες τις πληροφορίες που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, προκειμένου να είναι σε θέση να τις διαβιβάσει εκ νέου σύμφωνα με το άρθρο 7.»

    13.

    Το άρθρο 11 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Μορφότυπος και άλλοι τρόποι διοργάνωσης και διευκόλυνσης των ανταλλαγών πληροφοριών για καταδίκες», προβλέπει:

    «1.   Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, η κεντρική αρχή του κράτους μέλους καταδίκης διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    πληροφορίες οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται πάντα […] (υποχρεωτικές πληροφορίες):

    i)

    πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση (πλήρες ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, τόπος γέννησης, […] φύλο, ιθαγένεια και, ενδεχομένως, προηγούμενο όνομα ή ονόματα)·

    ii)

    πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία της καταδίκης (ημερομηνία της καταδίκης, όνομα του δικαστηρίου, ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη αμετάκλητη)·

    iii)

    πληροφορίες σχετικά με το αδίκημα που οδήγησε στην καταδίκη (ημερομηνία τέλεσης της αξιόποινης πράξης, όνομα ή νομικός χαρακτηρισμός της, καθώς και μνεία των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων)· και

    iv)

    πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της καταδίκης, και κυρίως την ποινή καθώς και συμπληρωματικές κυρώσεις, μέτρα ασφαλείας και επακόλουθες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής·

    β)

    πληροφορίες οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται εφόσον καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο (προαιρετικές πληροφορίες):

    i)

    πληροφορίες σχετικά με τα ονόματα των γονέων του καταδικασθέντος προσώπου·

    ii)

    πληροφορίες σχετικά με τον αύξοντα αριθμό της καταδίκης·

    iii)

    πληροφορίες σχετικά με τον τόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης· και

    iv)

    πληροφορίες σχετικά με την έκπτωση από δικαιώματα συνεπεία της καταδίκης·

    γ)

    πληροφορίες οι οποίες πρέπει να διαβιβάζονται εφόσον η κεντρική αρχή τις έχει στη διάθεσή της (συμπληρωματικές πληροφορίες):

    i)

    πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό […] ταυτότητας […] του προσώπου·

    ii)

    δακτυλικά αποτυπώματα του συγκεκριμένου προσώπου και

    iii)

    εφόσον συντρέχει περίπτωση, τυχόν ψευδώνυμα του καταδίκου, ή άλλα ονόματα με τα οποία είναι γνωστός.

    Επιπλέον, η κεντρική αρχή, δύναται να διαβιβάζει κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με καταδίκες εφόσον έχει καταχωρισθεί στο ποινικό μητρώο.

    2.   Η κεντρική αρχή του κράτους μέλους της ιθαγένειας του προσώπου αποθηκεύει όλες τις πληροφορίες των κατηγοριών που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, τις οποίες έχει λάβει σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, για το σκοπό της εκ νέου διαβίβασης σύμφωνα με το άρθρο 7. Για τον αυτό σκοπό, δύναται να αποθηκεύει τις πληροφορίες των κατηγοριών που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, και στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο.

    3.   […]

    Μετά την εκπνοή της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, οι κεντρικές αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν ηλεκτρονικά μεταξύ τους τις πληροφορίες αυτές βάσει ενός τυποποιημένου μορφότυπου.

    4.   Αυτός ο αναφερόμενος στην παράγραφο 3 μορφότυπος, καθώς και οι τυχόν άλλοι τρόποι διοργάνωσης και διευκόλυνσης των ανταλλαγών πληροφοριών για καταδίκες μεταξύ κεντρικών αρχών των κρατών μελών, καθορίζονται από το Συμβούλιο […].

    Οι άλλοι τρόποι περιλαμβάνουν:

    α)

    τον καθορισμό κάθε τρόπου που διευκολύνει την κατανόηση των διαβιβαζόμενων πληροφοριών και την αυτόματη μετάφρασή τους·

    […]».

    2. Η απόφαση 2009/316

    14.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 12 της αποφάσεως 2009/316 έχουν ως ακολούθως:

    «(2)

    Οι πληροφορίες για τις καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος υπηκόων άλλων κρατών μελών δεν διακινούνται αποτελεσματικά με τους τρέχοντες μηχανισμούς που προβλέπει η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων της 20ής Απριλίου 1959. Ως εκ τούτου, υπάρχει ανάγκη για πιο αποτελεσματικές και προσιτές διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών αυτού του είδους σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης […].

    […]

    (6)

    Η παρούσα απόφαση αποσκοπεί στην εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου [2009/315] με στόχο τη συγκρότηση και ανάπτυξη ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για τις καταδίκες μεταξύ των κρατών μελών. […] [Ε]ίναι σκόπιμη η καθιέρωση τυποποιημένου μορφότυπου που να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τρόπο ομοιόμορφο, ηλεκτρονικό και επιδεκτικό ευχερούς μετάφρασης από ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για κάθε άλλο τρόπο οργάνωσης και διευκόλυνσης των ηλεκτρονικών ανταλλαγών πληροφοριών για καταδίκες μεταξύ κεντρικών αρχών των κρατών μελών.

    […]

    (12)

    Οι πίνακες αναφοράς με τις κατηγορίες αξιόποινων πράξεων και τις κατηγορίες ποινών και μέτρων οι οποίοι προβλέπονται στην παρούσα απόφαση αναμένεται να διευκολύνουν την αυτόματη μετάφραση και να καθιστούν δυνατή την αμοιβαία κατανόηση των διαβιβαζόμενων πληροφοριών με την εφαρμογή συστήματος κωδικών. […]»

    15.

    Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο καθορίζει το αντικείμενο αυτής:

    «Με την παρούσα απόφαση δημιουργείται το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS).

    Η παρούσα απόφαση καθορίζει επίσης ορισμένες παραμέτρους του τυποποιημένου μορφότυπου που θα διέπει τις ηλεκτρονικές ανταλλαγές πληροφοριών προερχόμενων από ποινικά μητρώα μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως σε σχέση με τις πληροφορίες για την αξιόποινη πράξη που οδήγησε στην καταδίκη και τις πληροφορίες για το περιεχόμενο της καταδίκης […]».

    16.

    Το άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Ευρωπαϊκό σύστημα πληροφοριών ποινικού μητρώου (ECRIS)», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

    «Το ECRIS είναι αποκεντρωμένο σύστημα πληροφορικής για την ανταλλαγή πληροφοριών, το οποίο στηρίζεται στις βάσεις δεδομένων ποινικού μητρώου που υπάρχουν σε κάθε κράτος μέλος. Αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    λογισμικό διασύνδεσης […] το οποίο επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των βάσεων δεδομένων ποινικού μητρώου των κρατών μελών·

    […]».

    17.

    Το άρθρο 4 της αποφάσεως 2009/316, το οποίο τιτλοφορείται «Μορφότυπος διαβίβασης πληροφοριών», ορίζει τα εξής:

    «1.   Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 7 της απόφασης-πλαισίου [2009/315], σχετικά με το όνομα ή τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης και την εφαρμοστέα διάταξη νόμου, τα κράτη μέλη αναφέρονται στον αντίστοιχο κωδικό για καθεμία από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στη διαβίβαση, σύμφωνα με τον πίνακα με τις αξιόποινες πράξεις του παραρτήματος Α. […]

    Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να παρέχουν τις διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν τον βαθμό τέλεσης και τη μορφή συμμετοχής στην αξιόποινη πράξη καθώς και, αναλόγως της περιπτώσεως, την ύπαρξη ολικής ή μερικής απαλλαγής από ποινική ευθύνη ή την υποτροπή.

    2.   Κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 7 της απόφασης-πλαισίου [2009/315], σχετικά με το περιεχόμενο της καταδίκης, κυρίως την ποινή και τυχόν συμπληρωματικές ποινές, μέτρα ασφάλειας και μεταγενέστερες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής, τα κράτη μέλη αναφέρονται στον κωδικό που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις ποινές και μέτρα που αναφέρονται στη διαβίβαση, σύμφωνα με τον πίνακα με τις ποινές και τα μέτρα του παραρτήματος B. […]

    Τα κράτη μέλη παρέχουν επίσης, κατά περίπτωση, διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά τη φύση και/ή τους όρους εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής ή μέτρου όπως προβλέπεται στις παραμέτρους του παραρτήματος Β. […]»

    3. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/675

    18.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 5 έως 8 και 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 έχουν ως εξής:

    «(2)

    […] [Τ]ο Συμβούλιο θέσπισε, στις 29 Νοεμβρίου 2000, πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων […], το οποίο προβλέπει: “την έκδοση μιας ή περισσότερων πράξεων που να καθιερώνουν την αρχή ότι ο δικαστής ενός κράτους μέλους πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις [αμετάκλητες] ποινικές αποφάσεις που εκδίδονται στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να εκτιμήσει τον πρότερο βίο του παραβάτη, να κρίνει εάν είναι υπότροπος και να καθορίσει τη φύση της ποινής και τις τυχόν ειδικές ρυθμίσεις περί της έκτισής της”.

    […]

    (5)

    Θα πρέπει να επισημοποιηθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία σε μια καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να αποδίδονται από άλλα κράτη μέλη αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα που έχουν οι καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικά τους δικαστήρια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είτε αυτά αντιμετωπίζονται από το εθνικό δίκαιο ως πραγματικά περιστατικά είτε ως θέματα δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει τις συνέπειες που προβλέπουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την ύπαρξη προτέρων καταδικαστικών αποφάσεων, και η υποχρέωση να συνεκτιμώνται πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη ισχύει μόνο στο μέτρο που οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    (6)

    Σε αντίθεση με άλλα μέσα, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί στην εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, αλλά μάλλον να καταστήσει δυνατή την απόδοση συνεπειών σε πρότερη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδώσει ένα κράτος μέλος επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος στο μέτρο που τέτοιες συνέπειες αποδίδονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους. Για το λόγο αυτό, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιβάλλει την υποχρέωση να συνεκτιμώνται τέτοιες πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση που οι αποκτηθείσες βάσει των ισχυόντων μέσων πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη καταδίκη ή σε περίπτωση που η πρότερη επιβληθείσα ποινή δεν υφίσταται στο εθνικό νομικό σύστημα.

    (7)

    Τα αποτελέσματα των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδώσει άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα αποτελέσματα των εθνικών αποφάσεων, είτε πρόκειται για την προδικασία είτε για την ίδια την ποινική δίκη είτε για τον χρόνο εκτέλεσης της κύρωσης.

    (8)

    Οσάκις, κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος, διατίθενται πληροφορίες για πρότερη καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, το ενδεχόμενο να τύχει το οικείο πρόσωπο λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης απ’ ό,τι εάν η πρότερη καταδικαστική απόφαση ήταν εθνική καταδικαστική απόφαση.

    […]

    (13)

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται την ποικιλία των εθνικών λύσεων και διαδικασιών που ισχύουν για τη συνεκτίμηση πρότερης καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεξέτασης πρότερης καταδικαστικής απόφασης δεν θα πρέπει να εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση, ώστε να αποδώσει ισοδύναμα νομικά αποτελέσματα σε μια τέτοια προηγούμενη καταδικαστική απόφαση. Ωστόσο, οι διαδικασίες που συνεπάγεται η έκδοση απόφασης δεν θα πρέπει, ενόψει του χρόνου και των διαδικασιών ή διατυπώσεων που απαιτούνται, να καθιστούν αδύνατη την απόδοση ισοδύναμων αποτελεσμάτων σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος.»

    19.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

    «Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι ο καθορισμός των όρων υπό τους οποίους, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος κατά ενός προσώπου, συνεκτιμώνται προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.»

    20.

    Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Συνεκτίμηση επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, να συνεκτιμώνται στον βαθμό που συνεκτιμώνται οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις και να έχουν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τις πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στην προδικασία, στην ίδια την ποινική δίκη και στον χρόνο εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, ιδίως όσον αφορά τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την προσωρινή κράτηση, τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης, το είδος και το επίπεδο της επαπειλούμενης ποινής καθώς και τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση της απόφασης.

    3.   Η συνεκτίμηση των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν συνεπάγεται παρέμβαση στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, ανάκληση ή αναθεώρηση αυτών των αποφάσεων ή οποιασδήποτε απόφασης σχετικής με την εκτέλεσή τους από το κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η νέα διαδικασία.

    4.   Σύμφωνα με την παράγραφο 3 η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στον βαθμό κατά τον οποίο, αν η πρότερη καταδικαστική απόφαση ήταν εθνική απόφαση του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η νέα διαδικασία, η συνεκτίμηση της πρότερης καταδικαστικής απόφασης θα συνεπαγόταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, παρέμβαση στην προηγούμενη καταδικαστική απόφαση, ανάκληση ή αναθεώρηση αυτής της απόφασης ή οποιασδήποτε απόφασης σχετικής με την εκτέλεσή της.

    […]»

    Β.   Το ουγγρικό δίκαιο

    1. Ο νόμος περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις

    21.

    Το άρθρο 46 του a nemzetközi bűnügyi jogsegélyről szóló 1996. évi XXXVIII. Törvény (νόμου XXXVIII του 1996 περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, στο εξής: νόμος περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις) έχει ως εξής:

    «1.   Ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραλαμβάνει τις κοινοποιήσεις που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, καθώς και τις αιτήσεις που προέρχονται από την αλλοδαπή με αντικείμενο τη μεταβίβαση της εκτέλεσης ποινών στερητικών της ελευθερίας ή μέτρων επαγομένων στέρηση της ελευθερίας, […] και […] τις διαβιβάζει στο αρμόδιο δικαστήριο […]

    2.   Η διαδικασία αναγνωρίσεως των αποφάσεων που διαβιβάζει η οριζόμενη για τους σκοπούς αυτούς κεντρική αρχή άλλου κράτους μέλους της […] Ένωσης πρέπει να κινείται πριν από την ημερομηνία διαγραφής της σχετικής καταδίκης από το ποινικό μητρώο, ημερομηνία η οποία μνημονεύεται στις πληροφορίες που συνοδεύουν τη δικαστική απόφαση του κράτους μέλους.

    3.   Εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο, η ένδικη διαδικασία διέπεται από τους γενικούς κανόνες του τίτλου XXIX του a büntetőeljárásról szóló 1998 évi XIX. törvény [νόμου XIX του 1998 περί θεσπίσεως Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο εξής: νόμος του 1998 περί ποινικής δικονομίας], σχετικά με τις ειδικές διαδικασίες […]».

    22.

    Κατά το άρθρο 47 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IV, κεφάλαιο 1, του εν λόγω νόμου, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων»:

    «1.   Οι έχουσες ισχύ δεδικασμένου αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων εξομοιώνονται με τις αποφάσεις ουγγρικών δικαστηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η ακολουθηθείσα κατά του δράστη διαδικασία στην αλλοδαπή όσο και η επιβληθείσα ποινή ή το εφαρμοσθέν μέτρο δεν αντίκεινται στην ουγγρική έννομη τάξη.

    […]

    3.   Σε περίπτωση αναγνωρίσεως από ουγγρικό δικαστήριο αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, οι πράξεις θεωρείται ότι έχουν κριθεί από το ουγγρικό δικαστήριο με δικαστική απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου.

    […]»

    23.

    Τέλος, το άρθρο 48 του ίδιου νόμου ορίζει:

    «1.   Κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, το ουγγρικό δικαστήριο δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το αλλοδαπό δικαστήριο.

    2.   Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το ουγγρικό δικαστήριο διαπιστώνει τις κατά το ουγγρικό δίκαιο έννομες συνέπειες της καταδίκης. Εάν η ποινή ή το επιβληθέν με την απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου μέτρο δεν συνάδουν πλήρως με το ουγγρικό δίκαιο, το ουγγρικό δικαστήριο διαπιστώνει, στην απόφασή του, ποια είναι η ποινή ή το μέτρο που πρέπει να επιβληθούν κατά το ουγγρικό δίκαιο, ούτως ώστε αυτά να αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο στην ποινή ή το μέτρο που επέβαλε το αλλοδαπό δικαστήριο και –σε περίπτωση αιτήσεως περί εκτελέσεως– αποφαίνεται συνακόλουθα για την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου.

    3.   Ο καθορισμός της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου γίνεται σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως νόμο. Εάν από τον ισχύοντα κατά τον χρόνο καθορισμού της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου ουγγρικό νόμο προκύπτει ότι η πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη ή ότι τιμωρείται λιγότερο αυστηρά, τυγχάνει εφαρμογής ο νέος νόμος.

    4.   Εάν το αλλοδαπό δικαστήριο έχει επιβάλει με την απόφασή του συνολική ποινή λόγω συρροής αξιοποίνων πράξεων, κάποια δε από τις κριθείσες, με την αλλοδαπή απόφαση, πράξεις δεν είναι αξιόποινη σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο ή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια για άλλους λόγους, το ουγγρικό δικαστήριο παραλείπει την πράξη αυτή από την απόφασή του και καθορίζει την ποινή λαμβάνοντας υπόψη τα λοιπά πραγματικά περιστατικά στα οποία έχει στηριχθεί η αλλοδαπή απόφαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον büntető törvénykönyv [Ποινικό Κώδικα ( 10 )] για την επιμέτρηση της ποινής.

    5.   Εάν η επιβληθείσα από το αλλοδαπό δικαστήριο στερητική της ελευθερίας ποινή δεν είναι συμβατή με την ουγγρική νομοθεσία όσον αφορά τον τρόπο εκτίσεώς της ή τη διάρκειά της, το ουγγρικό δικαστήριο καθορίζει την ποινή και τη διάρκειά της σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία, εντός των προβλεπομένων από τον [ουγγρικό] Ποινικό Κώδικα ορίων καθορισμού της ποινής για την αξιόποινη πράξη που στοιχειοθετείται από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία έχει στηριχθεί η αλλοδαπή απόφαση και σύμφωνα με τα οριζόμενα για την επιμέτρηση της ποινής, λαμβανομένων επίσης υπόψη των κανόνων σχετικά με τον τρόπο εκτίσεως της ποινής και την υφ’ όρον απόλυση. Εάν η διάρκεια της επιβληθείσας από το αλλοδαπό δικαστήριο στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι μικρότερη από αυτήν που θα έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία –λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τη μείωση της ποινής–, η διάρκεια της καθοριζομένης από το ουγγρικό δικαστήριο στερητικής της ελευθερίας ποινής συμπίπτει με τη διάρκεια της επιβληθείσας από το αλλοδαπό δικαστήριο ποινής. Η καθοριζόμενη από το ουγγρικό δικαστήριο ποινή δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την ποινή που επέβαλε το αλλοδαπό δικαστήριο.

    6.   Εάν το αλλοδαπό δικαστήριο έχει επιβάλει στερητική της ελευθερίας ποινή και έχει διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής, αναστέλλοντας την έκτισή της για την υπολειπόμενη διάρκεια, το ουγγρικό δικαστήριο αναγνωρίζει την εν λόγω στερητική της ελευθερίας ποινή ως εάν μετά την υποχρεωτική έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής είχε χορηγηθεί στον καταδικασθέντα υφ’ όρον απόλυση. Στην περίπτωση αυτή, κατά τον καθορισμό του χρόνου χορηγήσεως της υφ’ όρον απολύσεως, το ουγγρικό δικαστήριο μπορεί να απόσχει από τα οριζόμενα στο άρθρο 38, παράγραφος 2, του Ποινικού Κώδικα και –εφόσον η διάρκεια της υφ’ όρον απολύσεως, όπως προβλέπεται από το άρθρο 39, παράγραφος 1, του Ποινικού Κώδικα, είναι ανώτερη από τη διάρκεια της αποφασισθείσας με την απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου αναστολής– από τα οριζόμενα στο άρθρο 39, παράγραφος 1, του Ποινικού Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή, η διάρκεια της υφ’ όρον απολύσεως συμπίπτει με τη διάρκεια της αποφασισθείσας με την απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου αναστολής, και η ποινή πρέπει να θεωρηθεί εκτιθείσα μετά την πάροδο της τελευταίας ημέρας της ούτω καθορισθείσας υφ’ όρον απολύσεως.

    7.   Το ουγγρικό δικαστήριο ενημερώνει την αρμόδια για την τήρηση του ποινικού μητρώου υπηρεσία για την αναγνώριση της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης.

    […]»

    2. Ο νόμος του 1998 περί ποινικής δικονομίας

    24.

    Στο ουγγρικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, οι λεγόμενες «ειδικές» διαδικασίες εφαρμόζονται οσάκις, κατόπιν αμετάκλητης αποφάσεως με την οποία έχουν ήδη κριθεί τα κύρια ζητήματα ποινικού δικαίου, πρόκειται να κριθούν δευτερεύοντα ζητήματα ποινικού δικαίου που συνδέονται στενά με το κύριο ζήτημα, πρόκειται δηλαδή για απλοποιημένες διαδικασίες.

    3. Ο a bűnügyi nyilvántartási rendszerről, az Európai Unió tagállamainak bíróságai által magyar állampolgárokkal szemben hozott ítéletek nyilvántartásáról, valamint a bűnügyi és rendészeti biometrikus adatok nyilvántartásáról szóló 2009. évi XLVII. törvén

    25.

    Ο τίτλος ΙΙΙ του a bűnügyi nyilvántartási rendszerről, az Európai Unió tagállamainak bíróságai által magyar állampolgárokkal szemben hozott ítéletek nyilvántartásáról, valamint a bűnügyi és rendészeti biometrikus adatok nyilvántartásáról szóló 2009. évi XLVII. törvény (νόμου XLVII του 2009 σχετικά με το ποινικό μητρώο, το μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ποινικό και αστυνομικό μητρώο βιομετρικών στοιχείων) επιγράφεται «Μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

    26.

    Το άρθρο 31 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

    «Η διαχείριση των πληροφοριών οι οποίες περιλαμβάνονται στο μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης […] (στο εξής: μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη) έχει ως σκοπό, όσον αφορά τις πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στις αμετάκλητες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης […] και διαπιστώνουν την ενοχή Ούγγρων υπηκόων (στο εξής: αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη):

    a)

    τη διευκόλυνση της ανταλλαγής των εν λόγω πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, στο πλαίσιο της συνεργασίας των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις,

    b)

    τη συνεκτίμηση των εν λόγω πληροφοριών σε βάρος των καταδικασθέντων, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία κινείται οσάκις υφίσταται βάσιμη υποψία για την τέλεση άλλης αξιόποινης πράξεως.»

    27.

    Κατά το άρθρο 32 του εν λόγω νόμου:

    «Στο μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη καταχωρίζονται οι πληροφορίες σχετικά με τους Ούγγρους υπηκόους η ενοχή των οποίων διαπιστώθηκε με αμετάκλητες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης […].»

    28.

    Κατά το άρθρο 33 του ίδιου νόμου:

    «1.   Στο μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα κράτη μέλη περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία περιέχονται στις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη και τα οποία διαβιβάζονται από τις εκάστοτε ορισθείσες κεντρικές αρχές:

    a)

    τα στοιχεία ταυτοποιήσεως του ενδιαφερομένου,

    b)

    η ημερομηνία της αποφάσεως, η ημερομηνία κατά την οποία αυτή κατέστη αμετάκλητη και η ονομασία του εκδόντος δικαστηρίου,

    c)

    η ονομασία της αξιόποινης πράξεως την οποία αφορά η απόφαση, ο νομικός χαρακτηρισμός της και η ημερομηνία τελέσεώς της,

    d)

    οι πληροφορίες σχετικά με τις τυχόν ποινές και μέτρα καθώς και σχετικά με την εκτέλεση αυτών.

    […]»

    II. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    29.

    O D. B. Lada, Ούγγρος υπήκοος, καταδικάστηκε στις 8 Ιανουαρίου 2016 από το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt, Αυστρία) σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεκατεσσάρων μηνών για απόπειρα κλοπής αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με διάρρηξη. Το εν λόγω δικαστήριο διέταξε την έκτιση ένδεκα μηνών από την ποινή αυτή, ενώ ανέστειλε την εκτέλεση των υπόλοιπων τριών μηνών φυλακίσεως.

    30.

    Το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση, στην οποία παρέστη αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος, ο οποίος τελούσε υπό προσωρινή κράτηση. Ο κατηγορούμενος παρέστη μετά συνηγόρου και είχε τη δυνατότητα να εκφρασθεί στη μητρική του γλώσσα με τη βοήθεια διερμηνέα.

    31.

    Κατόπιν αιτήσεως του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt) του διαβίβασε την απόφασή του επί της ανωτέρω υποθέσεως καθώς και σύνοψη των κρίσιμων δεδομένων.

    32.

    Το εν λόγω Υπουργείο διαβίβασε τα έγγραφα, τα οποία είχαν συνταχθεί στη γερμανική γλώσσα, στο Szombathelyi Törvényszék (γενικό δικαστήριο του Szombathely, Ουγγαρία), ήτοι στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να διεξαγάγει, με βάση το άρθρο 46 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, την προβλεπόμενη από τον νόμο αυτόν διαδικασία «αναγνωρίσεως αλλοδαπών αποφάσεων».

    33.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας αυτής, πρέπει να εξετασθεί μεταξύ άλλων αν στο πλαίσιο της αλλοδαπής διαδικασίας τηρήθηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι βασικές διατάξεις του νόμου του 1998 περί ποινικής δικονομίας.

    34.

    Συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο εξέτασε τα έγγραφα που του είχαν διαβιβασθεί και διέταξε τη μετάφρασή τους στην ουγγρική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο για τον D. B. Lada και διαπίστωσε ότι η καταδικαστική σε βάρος του τελευταίου απόφαση του Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακού δικαστηρίου του Wiener Neustadt) δεν είχε καταχωρισθεί στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, πλην όμως είχε καταχωρισθεί στο ECRIS. Επίσης, διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε την ποινή φυλακίσεως.

    35.

    Το εν λόγω δικαστήριο εξηγεί ότι, προκειμένου να αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt) σε βάρος του D. B. Lada, πρέπει να διεξαχθεί ειδική διαδικασία, η οποία συνιστά νέα ποινική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, η τελεσθείσα από τον καταδικασθέντα αξιόποινη πράξη πρέπει να κριθεί με βάση τον ισχύοντα κατά τον χρόνο τελέσεως ή εκδικάσεώς της Ποινικό Κώδικα, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη στην αλλοδαπή δικαστική απόφαση.

    36.

    Όσον αφορά την υπό κρίση διαδικασία αναγνωρίσεως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι τόσο κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως όσο και κατά τον χρόνο εκδικάσεώς της, ήτοι κατά τον χρόνο της αναγνωρίσεως της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, έχει εφαρμογή ο Ποινικός Κώδικας που θεσπίσθηκε με τον 2012. évi C. törvény (νόμο C του 2012) και ότι, με βάση τον εν λόγω κώδικα, οι τελεσθείσες και κριθείσες στην αλλοδαπή πράξεις πρέπει, κατά τη διαδικασία αναγνωρίσεως, να χαρακτηρισθούν εκ νέου σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο.

    37.

    Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, όσον αφορά τις στοιχειοθετούμενες κατ’ αυτόν τον τρόπο αξιόποινες πράξεις, το διατακτικό της αλλοδαπής αποφάσεως πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναδιατυπωθεί σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, ακόμη και αν τούτο επάγεται διαφορετικού είδους ή εύρους ποινική κύρωση.

    38.

    Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην πράξη, η διαδικασία αναγνωρίσεως στην Ουγγαρία των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων με βάση τα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις συνεπάγεται νέα εκτίμηση και χαρακτηρισμό των ήδη κριθεισών με την απόφαση του αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου πράξεων και την επιβολή (ή τον καθορισμό) ποινικών κυρώσεων του ουγγρικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το οικείο δικαστήριο προβαίνει, ούτως ειπείν, σε τροποποίηση ή νέο νομικό χαρακτηρισμό της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο και επιβάλλει νέα κύρωση ή, κατά περίπτωση, νέο μέτρο. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, το ουγγρικό δικαστήριο ενδέχεται, εκκινώντας από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, να κηρύξει τον καταδικασθέντα ένοχο για αξιόποινες πράξεις άλλες από αυτές που διαπιστώθηκαν κατόπιν της αλλοδαπής διαδικασίας και να του επιβάλει διαφορετική ποινή ή μέτρο σε σχέση με τα όσα αποφασίσθηκαν με τη διαδικασία αυτή.

    39.

    Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η εν λόγω ειδική διαδικασία δημιουργεί αμφιβολίες για παραβίαση, από το ουγγρικό δίκαιο, της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία κατοχυρώνεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Τούτο αποδεικνύεται από το άρθρο 47, παράγραφος 3, του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, το οποίο, υπενθυμίζω, ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση αναγνωρίσεως από ουγγρικό δικαστήριο αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, οι πράξεις θεωρείται ότι έχουν κριθεί από το ουγγρικό δικαστήριο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση». Ειδικότερα, με βάση το ουγγρικό δίκαιο, η απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους δύναται να εξομοιωθεί με καταδίκη και να επαχθεί, σε βάρος του ενδιαφερομένου, τις λοιπές συνέπειές της στην Ουγγαρία μόνον εάν το ουγγρικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την εν λόγω απόφαση στην ουγγρική επικράτεια μέσω της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως. Με άλλα λόγια, από το ουγγρικό δίκαιο προκύπτει ότι η αλλοδαπή δικαστική απόφαση μπορεί να ληφθεί υπόψη στην Ουγγαρία μόνο μετά την αναγνώρισή της από ουγγρικό δικαστήριο στο πλαίσιο της εν λόγω ειδικής διαδικασίας.

    40.

    Επίσης, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως δεν συνίσταται απλώς σε αυτόματη αναπαραγωγή της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο μπορεί να επιβάλει άλλου είδους ή εύρους ποινή σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στην αλλοδαπή, ή και να αναγνωρίσει τη δικαστική απόφαση εκτιμώντας ότι η πράξη στοιχειοθετεί αδίκημα που επισύρει αυστηρότερη ποινή. Συνεπώς, η αλλοδαπή δικαστική απόφαση αναγνωρίζεται με νέα δικαστική απόφαση. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο συνιστά μη ακριβή αναπαραγωγή στην Ουγγαρία της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως ή νέα απόφαση εκδιδόμενη σε άλλο κράτος μέλος κατά του ίδιου προσώπου και σχετικά με τις ίδιες πράξεις, καθώς, στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος μπορεί να κριθεί ένοχος για την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο, ενώ η σχετική καταδίκη πρέπει να καταχωριστεί στο ουγγρικό ποινικό μητρώο. Τούτο θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως με την αρχή ne bis in idem, ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί διά της ερμηνείας του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα ( 11 ) και του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 12 ).

    41.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι σκοπός των διατάξεων του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες προβλέπουν τη διαδικασία αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, είναι να καταστήσουν δυνατή την καταχώριση των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, μετά την αναγνώρισή τους από ουγγρικό δικαστήριο. Οι κατά τα ανωτέρω αναγνωρισθείσες αποφάσεις μπορούν ενδεχομένως, μεταγενέστερα, να αποτελέσουν το θεμέλιο για τον χαρακτηρισμό των καταδικασθέντων ως υποτρόπων ή και ως κατ’ εξακολούθηση υποτρόπων.

    42.

    Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εφαρμογή του ουγγρικού δικαίου δημιουργεί μια κατάσταση κατά την οποία, μετά τη διεξαγωγή της διαδικασίας αναγνωρίσεως, στο ουγγρικό ποινικό μητρώο εμφανίζονται σχετικά με τον κατηγορούμενο οι αξιόποινες πράξεις και ποινές που έχουν αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία, ενώ στο ECRIS εξακολουθούν να εμφανίζονται τα στοιχεία της αλλοδαπής αποφάσεως.

    43.

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για την έκτιση στην Ουγγαρία ποινής επιβληθείσας με απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακολουθητέα διαδικασία θα είχε άλλη νομική βάση, ήτοι τον az Európai Unió tagállamaival folytatott bűnügyi együttműködésről szóló 2012. évi CLXXX. Törvény (νόμο CLXXX του 2012, περί της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποινικές υποθέσεις) ( 13 ).

    44.

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω διαδικασία αναγνωρίσεως συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem, οι οποίες κατοχυρώνονται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

    45.

    Λαμβανομένων υπόψη των ερωτημάτων που έθςσε το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, στις 13 Σεπτεμβρίου 2016 αποφασίσθηκε να κοινοποιηθεί σε αυτό η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 14 ), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316 έχουν την έννοια ότι αντίκεινται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που θεσπίζει ειδική εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως από δικαστήριο κράτους μέλους αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως την οποία εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κατά προσώπου για την τέλεση αξιόποινης πράξεως.

    46.

    Με επιστολή που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 2016, το Szombathelyi Törvényszék (γενικό δικαστήριο του Szombathely) αποφάσισε να εμμείνει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, διευκρινίζοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 15 ), αφορούσαν μόνο τα έξοδα μεταφράσεως και διερμηνείας ούτως ώστε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα κατά την ουγγρική διαδικασία αναγνωρίσεως.

    47.

    Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο σημειώνει ότι η έκδοση της ως άνω αποφάσεως δεν κατέστησε ομοιόμορφη την πρακτική που ακολουθούν τα ουγγρικά δικαστήρια. Ειδικότερα, ορισμένα δικαστήρια εξακολούθησαν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αποφάσεως-πλαισίου στο δίκαιο της Ένωσης, να εφαρμόζουν τις ειδικές διαδικασίες εν αναμονή ενδεχόμενης τροποποιήσεως της ουγγρικής νομοθεσίας. Άλλα δικαστήρια έθεσαν τις υποθέσεις στο αρχείο χωρίς να εκδώσουν απόφαση ή αναμένουν να διαμορφωθεί ενιαία δικαιοδοτική πρακτική. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, αν διαπιστωθεί ασυμβατότητα της ουγγρικής νομοθεσίας με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, τα επιληφθέντα ουγγρικά δικαστήρια θα μπορούν αυτομάτως να αφήσουν ανεφάρμοστη την εν λόγω νομοθεσία, η δε αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις θα μπορεί να υπερισχύσει απολύτως.

    48.

    Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εξέταση της συμβατότητας της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως επιτάσσει τον έλεγχο πολύ ευρύτερων ζητημάτων από αυτά που εξετάζει η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 16 ). Συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση, επιβάλλεται να εξεταστεί επίσης αν το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει μέτρα τα οποία, σε σχέση προς αυτά των οποίων τη λήψη αποφάσισε το δικαστήριο που εξέδωσε την αλλοδαπή απόφαση, έχουν ως συνέπεια την τροποποίηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο της αποφάσεως αυτής.

    49.

    Επίσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η προβλεπόμενη από την ουγγρική νομοθεσία ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως δεν έχει εξετασθεί μέχρι στιγμής υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem. Πάντως, η διαδικασία αυτή πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της αρχής αυτής όπως και υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, δεδομένου ότι το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της εν λόγω ειδικής διαδικασίας, χαρακτηρίζει τα ήδη κριθέντα στην αλλοδαπή αδικήματα βάσει του ισχύοντος ουγγρικού δικαίου και δύναται να επιβάλει ποινές και άλλα μέτρα διαφορετικά από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν με την αλλοδαπή απόφαση. Κατά συνέπεια, με την αλλοδαπή απόφαση και με την ουγγρική απόφαση είναι δυνατόν να διαπιστωθούν, σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τελείως διαφορετικά αδικήματα. Το ίδιο ισχύει για τις ποινές, μολονότι αυτές που καταγνώσθηκαν στον Ουγγαρία δεν μπορούν να είναι αυστηρότερες από αυτές της αλλοδαπής.

    50.

    Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 είναι κρίσιμη για την επίμαχη διαδικασία, καθώς η καταδίκη του D. B. Lada στην αλλοδαπή δύναται να συνεκτιμηθεί επ’ ευκαιρία μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας μόνον εάν εφαρμοσθεί προηγουμένως η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως.

    51.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Szombathelyi Törvényszék (γενικό δικαστήριο του Szombathely) αποφάσισε να εμμείνει στα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1.

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 67 και 82 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη διεξαγωγή ποινικής ή άλλης διαδικασίας, οι οποίες διέπονται από την εθνική νομοθεσία και έχουν ως αντικείμενο την “αναγνώριση” ή τροποποίηση σε ορισμένο κράτος μέλος αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως –με αποτέλεσμα η αλλοδαπή απόφαση να εξομοιώνεται με απόφαση εκδοθείσα από εθνικό δικαστήριο– σε σχέση με κατηγορούμενο που έχει καταδικαστεί αμετακλήτως με έχουσα ισχύ δεδικασμένου απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

    2.

    Συνάδει με την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 50 του [Χάρτη] και το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν –υπό το πρίσμα της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675– διαδικασία διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 46 έως 48 του [νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις] “για την αναγνώριση” στην Ουγγαρία αλλοδαπών αποφάσεων που εκδίδονται κατόπιν ποινικής διαδικασίας διεξαχθείσας σε άλλο κράτος μέλος και αμετακλήτως περατωθείσας (όσον αφορά το ίδιο πρόσωπο και την αυτή αξιόποινη πράξη), η οποία διαδικασία δεν σκοπεί, στην πραγματικότητα, στην εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, αλλά στη δημιουργία της βάσεως ώστε οι τελευταίες να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο μελλοντικών ποινικών διαδικασιών;»

    III. Ανάλυση

    52.

    Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκινισθεί αν η προβλεπόμενη από την ουγγρική νομοθεσία ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 67 και 82 ΣΛΕΕ, με την απόφαση-πλαίσιο 2008/675 και με την αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν.

    53.

    Τα ερωτήματα αυτά τίθενται από το εθνικό δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο, στην ουγγρική έννομη τάξη, να διεξαγάγει την ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως της καταδικαστικής αποφάσεως που εξέδωσε το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt) σε βάρος του D. B. Lada, διαδικασία η οποία ρυθμίζεται στα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις.

    54.

    Επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, εν προκειμένω, η εν λόγω διαδικασία αναγνωρίσεως της αλλοδαπής αποφάσεως δεν διεξάγεται ούτε ενόψει της εκτελέσεως στην Ουγγαρία της επιβληθείσας με την απόφαση αυτή ποινής ούτε ενόψει της συνεκτιμήσεως της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος του D. B. Lada στην Ουγγαρία.

    55.

    Τα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις καθιερώνουν ειδική διαδικασία προηγούμενης αναγνωρίσεως, από τα αρμόδια ουγγρικά δικαστήρια, των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπά δικαστήρια, με σκοπό την εξομοίωση της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζονται οι εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις με καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα από ουγγρικό δικαστήριο.

    56.

    Κατά την περιγραφή του αιτούντος δικαστηρίου, η διαδικασία αυτή συνεπάγεται επανεξέταση της οικείας αλλοδαπής καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε νέο νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως επί της οποίας εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση καθώς και σε τροποποίηση της επιβληθείσας ποινής αν τα χαρακτηριστικά της δεν συνάδουν με την ουγγρική ποινική νομοθεσία.

    57.

    Στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική απόφαση δεν καθίσταται αντικείμενο νέας ποινικής διώξεως δυνάμενης να οδηγήσει σε δεύτερη καταδίκη για την ίδια αξιόποινη πράξη. Η διαδικασία αυτή, στο πλαίσιο της οποίας το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή του βαθμού ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου, ομοιάζει με διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας και σκοπός της είναι μάλλον η προσαρμογή της έννομης συνέπειας που καθορίστηκε με την αλλοδαπή δικαστική απόφαση, προκειμένου αυτή να καταστεί σύμφωνη με την ουγγρική ποινική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι κρίσιμη η αρχή ne bis in idem, η οποία αποσκοπεί στην αποτροπή, εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, του ενδεχομένου ένα άτομο που έχει δικαστεί αμετάκλητα να διώκεται, λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, για τα ίδια περιστατικά στο έδαφος περισσότερων του ενός κρατών μελών ( 17 ).

    58.

    Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο, στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 18 ), έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη διεξαγωγή της ουγγρικής ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως. Ειδικότερα, έκρινε ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, η εγγραφή στο ποινικό μητρώο, από την κεντρική αρχή του κράτους μέλους της ιθαγένειας, των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια του κράτους μέλους καταδίκης πρέπει να επέρχεται άμεσα με διαβίβαση από την κεντρική αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, μέσω του ECRIS, των πληροφοριών σχετικά με τις εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, υπό μορφή κωδικών ( 19 ). Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ως άνω εγγραφή δεν εξαρτάται από την προηγούμενη διεξαγωγή διαδικασίας δικαστικής αναγνωρίσεως των εν λόγω καταδικαστικών αποφάσεων, όπως η ουγγρική ειδική διαδικασία, ούτε κατά μείζονα λόγο από την κοινοποίηση στο κράτος μέλος της ιθαγένειας της καταδικαστικής αποφάσεως για την αναγνώριση αυτή ( 20 ).

    59.

    Το Δικαστήριο, στην απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov ( 21 ), αποφάνθηκε επίσης επί της βουλγαρικής ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως. Ειδικότερα, έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα να εξαρτηθεί η συνεκτίμηση, σε ορισμένο κράτος μέλος, προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους από την προηγούμενη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας για την αναγνώριση της αποφάσεως αυτής από τα αρμόδια δικαστήρια του πρώτου κράτους μέλους.

    60.

    Σε αυτές τις δύο αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους εθνικές διαδικασίες αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων προσκρούουν στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που αντικατέστησε το άρθρο 31 ΕΕ επί του οποίου βασίζονται η απόφαση-πλαίσιο 2009/315, η απόφαση 2009/316 και η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 ( 22 ). Ειδικότερα, η αρχή αυτή δεν επιτρέπει οι εκδοθείσες σε άλλο κράτος μέλος καταδικαστικές αποφάσεις να υπόκεινται, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως, σε επανεξέταση ( 23 ).

    61.

    Λαμβανομένης υπόψη της κρίσεως του Δικαστηρίου στις δύο ανωτέρω αποφάσεις, τίθεται ευλόγως το ερώτημα για ποιους λόγους πρέπει το Δικαστήριο να αποφανθεί εκ νέου επί της συμβατότητας τέτοιου είδους εθνικών διαδικασιών αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων με το ποινικό δίκαιο της Ένωσης, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ζήτημα αυτό επιλύθηκε οριστικά και εξ ολοκλήρου με τις ως άνω αποφάσεις. Κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι αυτοί είναι τρεις.

    62.

    Πρώτον, οι διευκρινίσεις που η Ουγγρική Κυβέρνηση παρέσχε με τις γραπτές παρατηρήσεις της φαίνεται να θέτουν εν αμφιβόλω την προκείμενη επί της οποίας στηρίχθηκε η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 24 ), και κατά την οποία η ουγγρική ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως συνιστά προηγούμενη διατύπωση απαραίτητη για την εγγραφή στο ουγγρικό ποινικό μητρώο των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από δικαστήρια άλλων κρατών μελών. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στην προκείμενη αυτή, ερμήνευσε την απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και την απόφαση 2009/316, ήτοι δύο κανονιστικά κείμενα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ταχείας ανταλλαγής μεταξύ των κρατών μελών των πληροφοριών σχετικά με τις ποινικές καταδίκες και που, συνεπώς, αντιτίθενται σε εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως της οποίας η προηγούμενη διεξαγωγή αποτελεί προϋπόθεση για την εγγραφή των εν λόγω πληροφοριών στο ουγγρικό ποινικό μητρώο.

    63.

    Ειδικότερα, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ουγγρική Κυβέρνηση εξηγεί, κατ’ ουσίαν, ότι, με βάση τον νόμο XLVII του 2009 σχετικά με το ποινικό μητρώο, το μητρώο αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ποινικό και αστυνομικό μητρώο βιομετρικών στοιχείων, δικαστική απόφαση εκδοθείσα σε κράτος μέλος, αν κοινοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους με τον κατάλληλο μορφότυπο και με επαρκές περιεχόμενο ενόψει της εγγραφής της, εγγράφεται στο μητρώο των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων από τα δικαστήρια των κρατών μελών, μητρώο το οποίο διαχειρίζεται η υπηρεσία ποινικού μητρώου, χωρίς τη διεξαγωγή ειδικής διαδικασίας. Με βάση την περιγραφή αυτή, η Ουγγρική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η ουγγρική ρύθμιση συνάδει, κατ’ ουσίαν, με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315. Από τις εν λόγω διευκρινίσεις συνάγεται ότι η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως διεξάγεται ανεξάρτητα από την εγγραφή στο μητρώο των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια άλλων κρατών μελών.

    64.

    Τούτου λεχθέντος, τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής μάλλον επιβεβαιώνουν την προκείμενη ότι η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως διεξάγεται προηγουμένως και ενόψει της εγγραφής στο ουγγρικό ποινικό μητρώο των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε βάρος Ούγγρων υπηκόων.

    65.

    Συναφώς, αναφέρομαι στο άρθρο 48, παράγραφος 7, του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, το οποίο μνημονεύεται από το αιτούν δικαστήριο και προβλέπει ότι «[τ]ο ουγγρικό δικαστήριο κοινοποιεί στην αρμόδια για την τήρηση του ποινικού μητρώου υπηρεσία την αλλοδαπή δικαστική απόφαση μετά την αναγνώρισή της». Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι νέες αξιόποινες πράξεις που προκύπτουν σύμφωνα με το ουγγρικό δίκαιο –δηλαδή κατόπιν νέου νομικού χαρακτηρισμού στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως– πρέπει να καταχωρίζονται στο εθνικό ποινικό μητρώο ( 25 ). Περαιτέρω, το ίδιο δικαστήριο διαπίστωσε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι η καταδικαστική απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt) σε βάρος του D. B. Lada δεν ήταν καταχωρισμένη στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, ενώ εμφανιζόταν στο ECRIS. Τέλος, το ίδιο δικαστήριο διευκρινίζει ότι σκοπός των διατάξεων του τίτλου IV, κεφάλαιο 1, του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις είναι να καταστήσουν δυνατή την καταχώριση των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, μετά την αναγνώρισή τους από ουγγρικό δικαστήριο ( 26 ). Από τα στοιχεία αυτά συνάγω ότι η εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στο ουγγρικό ποινικό μητρώο χωρεί μετά την αναγνώριση της αποφάσεως αυτής κατά την ειδική διαδικασία.

    66.

    Εξάλλου, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως, το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο, εκκινώντας από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, μπορεί, κατ’ εφαρμογήν του ουγγρικού δικαίου, να κηρύξει το πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκε αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση ένοχο για αξιόποινες πράξεις άλλες από αυτές που διαπιστώθηκαν κατόπιν της αλλοδαπής διαδικασίας και να του επιβάλει διαφορετική ποινή ή μέτρο σε σχέση με όσα αποφασίσθηκαν με τη διαδικασία αυτή ( 27 ). Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η διεξαγωγή της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως δημιουργεί μια κατάσταση κατά την οποία, μετά τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής, στο ουγγρικό ποινικό μητρώο εμφανίζονται σχετικά με τον κατηγορούμενο οι αξιόποινες πράξεις και ποινές που έχουν αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία, ενώ στο ECRIS εξακολουθούν να εμφανίζονται τα στοιχεία της αλλοδαπής αποφάσεως ( 28 ).

    67.

    Αυτή η απόκλιση μεταξύ των πληροφοριών που εμφανίζονται στο ECRIS και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο ουγγρικό ποινικό μητρώο αντιβαίνει στο σύστημα ανταλλαγής και διατηρήσεως των πληροφοριών σχετικά με τις ποινικές καταδίκες το οποίο καθιέρωσαν η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316.

    68.

    Το ζήτημα αν η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους διεξάγεται πράγματι ενόψει της εγγραφής των αποφάσεων αυτών στο ουγγρικό ποινικό μητρώο συνιστά, εν πάση περιπτώσει, ζήτημα ερμηνείας του εθνικού δικαίου, το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ( 29 ).

    69.

    Επιπλέον, όσον αφορά την πρακτική την οποία φαίνεται να ακολουθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατά την οποία το τελευταίο ζητεί τη διαβίβαση της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως πριν από την εγγραφή της σχετικής καταδίκης στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρακτική αυτή αντιβαίνει στο σύστημα που καθιερώνουν η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316. Πράγματι, οι εν λόγω αποφάσεις καθιερώνουν σύστημα ταχείας και αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης ( 30 ). Ειδικότερα, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται μεταξύ των κεντρικών αρχών των κρατών μελών μέσω του ECRIS, υπό μορφή κωδικών αντιστοιχούντων σε κάθε μία από τις αξιόποινες πράξεις και ποινές που αποτελούν το αντικείμενο της διαβιβάσεως ( 31 ). Επομένως, η διαβίβαση της καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους της ιθαγένειας λαμβάνει χώρα μόνον όταν επιβάλλεται από ιδιαίτερες περιστάσεις και δεν μπορεί να απαιτείται συστηματικώς για την εγγραφή της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως στο ποινικό μητρώο του δεύτερου κράτους μέλους ( 32 ). Συναφώς, επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Ουγγρική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε καμία ιδιαίτερη περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει τη διαβίβαση της αποφάσεως του Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακού δικαστηρίου του Wiener Neustadt) στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

    70.

    Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει τη συλλογιστική που ακολούθησε στις σκέψεις 28 έως 35 καθώς και στις σκέψεις 41 έως 55 της αποφάσεως της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 33 ). Από την πλευρά μου, εμμένω στην άποψη την οποία υποστήριξα στα σημεία 36 έως 67 των προτάσεων που ανέπτυξα στην υπόθεση εκείνη, στα οποία και παραπέμπω ( 34 ).

    71.

    Δεύτερον, τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Ουγγρική Κυβέρνηση αντιπαραβάλλουν την ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Συναφώς, από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής από τα αρμόδια ουγγρικά δικαστήρια συνιστά προηγούμενη διατύπωση απαραίτητη για τη συνεκτίμηση, στο πλαίσιο νέα ποινικής διαδικασίας, πρότερης καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Συναφώς, η Ουγγρική Κυβέρνηση τονίζει την ανάγκη προσαρμογής της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως στην ουγγρική ποινική νομοθεσία στο πλαίσιο της εν λόγω ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως. Χωρίς την προηγούμενη αυτή προσαρμογή, η εν λόγω καταδικαστική απόφαση δεν δύναται να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο μεταγενέστερων ποινικών διαδικασιών που θα κινηθούν, ενδεχομένως, σε βάρος του προσώπου που καταδικάσθηκε με αλλοδαπή δικαστική απόφαση.

    72.

    Όπως επισήμανα ανωτέρω, δεδομένου ότι επί του παρόντος ο D. B. Lada δεν υπόκειται σε νέα ποινική διαδικασία στην Ουγγαρία, είναι αμφίβολη εν προκειμένω η κρισιμότητα της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, σκοπός της οποίας είναι, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, «ο καθορισμός των όρων υπό τους οποίους, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος κατά ενός προσώπου, συνεκτιμώνται προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά» ( 35 ). Από την άποψη αυτή, πρόκειται για διαφορετική περίπτωση σε σχέση με εκείνη του Τ. Beshkov, σε βάρος του οποίου διεξαγόταν στη Βουλγαρία νέα ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας ετίθετο το ζήτημα της συνεκτιμήσεως πρότερης καταδικαστικής αποφάσεως που είχε εκδοθεί από αυστριακό δικαστήριο ( 36 ).

    73.

    Τούτου λεχθέντος, είναι σαφές ότι η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως, ανεξαρτήτως των περιστάσεων υπό τις οποίες διεξάγεται, παραμένει αντίθετη προς το σύστημα που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2008/675, στο μέτρο που συνιστά προηγούμενη διατύπωση η οποία δεν προβλέπεται από την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, αλλά από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή της τελευταίας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία αυτή καθιερώθηκε από τον Ούγγρο νομοθέτη με σκοπό να προετοιμάσει τη συνεκτίμηση των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο ενδεχόμενων μεταγενέστερων ποινικών διαδικασιών. Είναι επομένως, κατά την αντίληψη των ουγγρικών αρχών, άρρηκτα συνδεδεμένη με την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Κατά συνέπεια, προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να λύσει τη διαφορά της κύριας δίκης και, ειδικότερα, προκειμένου να κριθεί αν το δικαστήριο αυτό πρέπει ή όχι να διεξαγάγει την εν λόγω εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως, είναι χρήσιμο να υπομνησθούν, κατ’ ουσίαν, όσα έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 35 έως 38 και στη σκέψη 40 της αποφάσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov ( 37 ), δηλαδή ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα να εξαρτηθεί η συνεκτίμηση, σε ορισμένο κράτος μέλος, προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους από την προηγούμενη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας για την αναγνώριση της αποφάσεως αυτής από τα αρμόδια δικαστήρια του πρώτου κράτους μέλους. Από την πλευρά μου, παραπέμπω στα σημεία 27 έως 31 των προτάσεων που ανέπτυξα στην υπόθεση εκείνη ( 38 ).

    74.

    Αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν η Τσεχική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, η αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 δεν έχει την έννοια ότι κράτος μέλος δύναται να υποβάλει την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως προκειμένου να μπορέσει να την συνεκτιμήσει στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας.

    75.

    Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της [αποφάσεως-πλαισίου 2008/675], η τελευταία συμβάλλει στην «προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στις ποινικές νομοθεσίες και τις δικαστικές αποφάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, καθώς ενθαρρύνει την ύπαρξη μιας δικαστικής κουλτούρας σε περιπτώσεις όπου συνεκτιμώνται κατ’ αρχήν προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα άλλο κράτος μέλος» ( 39 ). Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας που κινείται κατά ενός προσώπου σε ορισμένο κράτος μέλος, οι καταδικαστικές αποφάσεις που προηγουμένως έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, αφενός, να συνεκτιμώνται στο μέτρο που συνεκτιμώνται οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, να έχουν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τις πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το ίδιο δίκαιο.

    76.

    Πράγματι, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 διέπεται από την αρχή της ισοδυναμίας ( 40 ). Κατά την αρχή αυτή, η συνεκτίμηση των προγενέστερων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους δεν είναι υποχρεωτική για το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικής υποθέσεως στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας παρά μόνον όταν η συνεκτίμηση αυτή θα ήταν δυνατή και σε μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση.

    77.

    Η ως άνω απαίτηση συνδέεται σαφώς με την υλοποίηση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, με την αμοιβαία αναγνώριση που επιβάλλει όχι μόνο τη συνεκτίμηση της αλλοδαπής αποφάσεως, αλλά και τον σεβασμό της.

    78.

    Επομένως, συνεκτιμώντας την ως άνω προγενέστερη αλλοδαπή απόφαση, το δικαστήριο που αποφαίνεται στη συνέχεια δεν μπορεί να την τροποποιήσει. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 καθιερώνει την αρχή αυτήν. Αυτό που απαιτείται είναι απλώς το τελευταίο επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να προσδώσει, με βάση το εθνικό του δίκαιο, στην ως άνω απόφαση τα αποτελέσματα προγενέστερης αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου.

    79.

    Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov ( 41 ), το άρθρο 3, παράγραφος 3, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ρητώς απαγορεύουν την επανεξέταση των προγενέστερων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στα άλλα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις αυτές να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν ( 42 ).

    80.

    Συνεπώς, σε αντίθεση προς αυτό που ισχυρίζονται η Τσεχική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, μολονότι η αιτιολογική σκέψη 13 διευκρινίζει επίσης ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο σέβεται την ποικιλία των εθνικών λύσεων και διαδικασιών που ισχύουν για τη συνεκτίμηση προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος και δεν εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση, ώστε να προσδώσει ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα στην εν λόγω καταδικαστική απόφαση, εντούτοις, η τυχόν έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως δεν πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συνεπάγεται τη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας προηγούμενης αναγνωρίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία ( 43 ).

    81.

    Εν ολίγοις, μολονότι η αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 αναφέρει ότι ορισμένο κράτος μέλος μπορεί, εν ανάγκη, να εκδώσει απόφαση ώστε να προσδώσει σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα, η δυνατότητα αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόφαση τηρεί τον κανόνα του άρθρου 3, παράγραφος 3, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, δηλαδή ότι δεν επιτρέπεται επανεξέταση της καταδικαστικής αποφάσεως.

    82.

    Από την άποψη αυτή, υφίσταται σημαντική διαφορά μεταξύ, αφενός, της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία επανεξετάζεται πρότερη αλλοδαπή δικαστική απόφαση και η οποία ενδέχεται, συνεπώς, να οδηγήσει σε νέο νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως και σε τροποποίηση της επιβληθείσας με την εν λόγω δικαστική απόφαση ποινής και, αφετέρου, της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία καθορίζονται οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τη συνεκτίμηση της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της νέας ποινικής διαδικασίας ή με την οποία διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια συνεκτίμηση δεν είναι δυνατή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    83.

    Η πρώτη λύση προσκρούει ευθέως στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, ενώ η δεύτερη εντάσσεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εφαρμογής της αρχής αυτής.

    84.

    Κατά τη γνώμη μου, τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 αποσκοπούν απλώς και μόνο να παράσχουν στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό των συγκεκριμένων λεπτομερειών όσον αφορά τη συνεκτίμηση, από τα δικαστήριά τους, των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη. Ειδικότερα, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 δεν εναρμονίζει τα έννομα αποτελέσματα που πρέπει να προσδίδονται στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις ( 44 ). H εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως συνεπάγεται ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος έχουν την ίδια ισχύ και τις ίδιες συνέπειες με προηγούμενη εθνική καταδικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει μια «αρχή εξομοίωσης» της αποφάσεως άλλου κράτους μέλους με την εθνική καταδικαστική απόφαση ( 45 ). Αντίθετα, με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, η μέριμνα συναγωγής των συνεπειών από αυτή την αρχή επαφίεται στις εθνικές νομοθεσίες, όπερ σημαίνει ότι η απόφαση-πλαίσιο ουδόλως έχει ως σκοπό να εναρμονίσει τα αποτελέσματα που έχουν σε κάθε κράτος μέλος οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο ( 46 ). Κατά συνέπεια, ελλείψει εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη καθορίζουν στο εθνικό τους δίκαιο διαφορετικά έννομα αποτελέσματα, τα οποία, επιπλέον, ενδέχεται να επέρχονται με διάφορους τρόπους και σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

    85.

    Συναφώς, στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως-πλαισίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι συνέπειες των προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τα εθνικά συστήματα. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η ύπαρξη προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεως αποτελεί απλά ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, που θα το λάβουν υπόψη τους κατά την έκδοση της αποφάσεώς τους. Σε άλλα κράτη μέλη, υπάρχει σύστημα νομικής υποτροπής με ευρεία έννοια, το οποίο προβλέπει ορισμένες νομικές συνέπειες για την ύπαρξη προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεως· αυτές οι συνέπειες δεν εμπίπτουν στην διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, όταν υφίσταται νομική ρύθμιση της υποτροπής, τα κράτη μέλη πρέπει να διευκρινίσουν τους όρους υπό τους οποίους προβλέπουν ισοδύναμες συνέπειες για την ύπαρξη εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος. Πράγματι, οι εθνικοί μηχανισμοί νομικής υποτροπής συχνά συνδέονται αμεσότατα με τη δομή των αξιόποινων πράξεων και των ποινών που υπάρχει σε εθνικό επίπεδο, ιδίως σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν συστήματα ειδικής υποτροπής ( 47 ).

    86.

    Συνεπώς, με βάση τις ανωτέρω διευκρινίσεις, η αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των ποινικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία. Μια τέτοια διασταλτική ερμηνεία προσκρούει στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων αυτών. Εξάλλου, από τις άκρως περιοριστικές προϋποθέσεις της αιτιολογικής σκέψεως 13 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προκύπτει ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να εκδώσουν απόφαση ώστε να προσδώσουν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα σε πρότερη αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση, δυνατότητα η οποία υπόκειται στην απαγόρευση επανεξετάσεως της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να γίνει δεκτή μόνο κατά περίπτωση, όλως εξαιρετικώς, σε τόσο προφανείς περιπτώσεις ώστε η διαδικασία να μπορεί να διεκπεραιωθεί εντός του σύντομου χρονικού διαστήματος που επιβάλλεται από την ίδια αιτιολογική σκέψη.

    87.

    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι το σύστημα που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 αντιτίθεται στη δυνατότητα κράτους μέλους να υποβάλλει τις καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλων κρατών μελών σε εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως, στο πλαίσιο της οποίας οι αποφάσεις αυτές επανεξετάζονται και ενδέχεται να τροποποιηθούν ενόψει της προσαρμογής τους στην ποινική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η προβλεπόμενη από το ουγγρικό δίκαιο ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως ενδέχεται να οδηγήσει σε νέο νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως για την οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους καθώς και στην προσαρμογή της επιβληθείσας ποινής με την ουγγρική ποινική νομοθεσία.

    88.

    Βεβαίως, η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρίνισε στο Δικαστήριο ότι, μετά την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 48 ), αποφασίσθηκε να μη διεξάγεται πλέον συστηματικά η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων ( 49 ). Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η συστηματικότητα της διεξαγωγής της εν λόγω διαδικασίας, μολονότι αποτελεί τρόπον τινά επιβαρυντική περίσταση, δεν δικαιολογεί, από μόνη της, τη διαπίστωση της ασυμβατότητας της εν λόγω διαδικασίας με την απόφαση-πλαίσιο 2008/675. Η ασυμβατότητα αυτή θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η εν λόγω διαδικασία, ακόμη και αν διεξάγεται αποκλειστικά και μόνον επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας που κινείται πράγματι κατά προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί πρότερη καταδικαστική απόφαση από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, και όχι κατά τρόπο συστηματικό και ανεξάρτητα από τυχόν νέα ποινική διαδικασία, αφενός, συνιστά προηγούμενη διατύπωση από την οποία εξαρτάται η συνεκτίμηση της πρότερης καταδικαστικής αποφάσεως και, αφετέρου, συνεπάγεται επανεξέταση της καταδικαστικής αυτής αποφάσεως δυνάμενη να οδηγήσει στην τροποποίησή της ενόψει της προσαρμογής της στην ουγγρική ποινική νομοθεσία.

    89.

    Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο σημείο αυτό, το σύστημα που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 διαφέρει ουσιωδώς από το σύστημα που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτελέσεώς τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 50 ). Ειδικότερα, ενώ η πρώτη απόφαση-πλαίσιο δεν επιτρέπει καμία προσαρμογή των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων ενόψει της συνεκτιμήσεώς τους στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας, η δεύτερη, στο άρθρο της 8, θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτελέσεως προσαρμογή της ποινής που επιβλήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως, οι οποίες συνιστούν με τον τρόπο αυτόν τις μόνες εξαιρέσεις από την κατ’ αρχήν επιβαλλόμενη στην αρμόδια αρχή υποχρέωση να αναγνωρίσει την απόφαση που της διαβιβάστηκε και να εκτελέσει την ποινή, της οποίας η διάρκεια και η φύση αντιστοιχούν προς εκείνες που προβλέπονται στην απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος εκδόσεως ( 51 ). Ωστόσο, η Ουγγρική Κυβέρνηση δεν δύναται να επικαλεστεί μια τέτοια δυνατότητα προσαρμογής της αλλοδαπής καταδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, καθώς δεν αμφισβητείται ότι η υπόθεση αυτή δεν αφορά τη διεξαγωγή της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως ενόψει της εκτελέσεως στην Ουγγαρία της καταδικαστικής αποφάσεως που το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt) εξέδωσε σε βάρος του D. B. Lada.

    90.

    Τέλος, τονίζω ότι η ύπαρξη διαδικασίας όπως αυτή που διεξάγεται, είτε συστηματικά είτε όχι, από τις ουγγρικές αρχές πριν από την εγγραφή αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στο εθνικό ποινικό μητρώο δεν έχει κατ’ εμέ καμία χρησιμότητα στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνουν η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316, είναι δε, κατ’ επέκταση, αντίθετη προς τις εν λόγω αποφάσεις. Αυτά τα δύο κανονιστικά κείμενα οργανώνουν, κατ’ ουσίαν, την κοινή ενημέρωση των ποινικών μητρώων των κρατών μελών. Αν ληφθεί υπόψη η βασική χρησιμότητα του ποινικού μητρώου, το πρόβλημα αυτομάτως απλοποιείται.

    91.

    Η ύπαρξη ποινικού μητρώου παρέχει στις δικαστικές αρχές τη δυνατότητα να γνωρίζουν αν ορισμένο πρόσωπο έχει καταδικασθεί καθώς και ποια είναι η ποινή του και ποιες οι τελεσθείσες πράξεις, με συνέπεια να καθίσταται δυνατόν, κατά περίπτωση, να διαπιστωθεί ή να αποκλεισθεί ενδεχόμενη υποτροπή και να εξακριβωθεί αν η επιβληθείσα ποινή εκτελέσθηκε.

    92.

    Η εγγραφή στο ποινικό μητρώο, αυτή καθ’ εαυτή, δεν συνιστά ούτε συνεκτίμηση ούτε εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως. Όταν η δικαστική αρχή συμβουλευθεί το ποινικό μητρώο στο πλαίσιο μεταγενέστερης διώξεως, τότε θα διαπιστώσει αν εμφανίζεται σε αυτό καταδικαστική απόφαση την οποία οφείλει να συνεκτιμήσει ή να εκτελέσει. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση, και αναλόγως των περιστάσεων, το επιλαμβανόμενο στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας δικαστήριο θα διερωτηθεί σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, ενόψει της συνεκτιμήσεως καταδικαστικής αποφάσεως, ή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, ενόψει της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής.

    93.

    Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, υπογραμμίζοντας ότι τότε τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να αφήσουν ανεφάρμοστη την ουγγρική νομοθεσία που αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό, πράγμα που δεν θα μπορούν να πράξουν αν το Δικαστήριο περιοριστεί στην ερμηνεία των αποφάσεων-πλαισίων και στη διαπίστωση της ασυμβατότητας της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας προς αυτές ( 52 ). Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως των αποφάσεων-πλαισίων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή αντίθετης εθνικής ρυθμίσεως.

    94.

    Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι η ουγγρική ειδική διαδικασία προσκρούει ευθέως στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η διαδικασία αυτή εμποδίζει την αυτόματη αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι δεν προβλέπει την αναγνώριση των δικαστικών αυτών αποφάσεων, αλλά την αντικατάστασή τους από εθνική απόφαση, μόνη ικανή να παραγάγει έννομες συνέπειες στην ουγγρική έννομη τάξη. Συναφώς, η διατύπωση του άρθρου 47, παράγραφος 3, του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις είναι απολύτως σαφής, καθόσον ορίζει ότι, «[σ]ε περίπτωση αναγνωρίσεως από ουγγρικό δικαστήριο αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, οι πράξεις θεωρείται ότι έχουν κριθεί από το ουγγρικό δικαστήριο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση». Επιπροσθέτως, η απόφαση που εκδίδει το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο κατά το πέρας της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως μπορεί, ενδεχομένως, να προσαρμόσει την αλλοδαπή δικαστική απόφαση προκειμένου να την καταστήσει συμβατή με το ουγγρικό δίκαιο. Αυτό καταδεικνύεται από το άρθρο 48, παράγραφοι 2 έως 6, του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις.

    95.

    Επομένως, το Δικαστήριο θα μπορούσε να επιλέξει να εστιάσει την απάντησή του προς το αιτούν δικαστήριο στο άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό κατοχυρώνει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις και αντικατέστησε το άρθρο 31 ΕΕ, στο οποίο θεμελιώνονται τόσο η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 όσο και η απόφαση 2009/316 και η απόφαση-πλαίσιο 2008/675.

    96.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη λύση αυτή στις αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh ( 53 ), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov ( 54 ), –αρκούμαι σε αυτές–, στις οποίες, μολονότι μνημόνευσε στο σκεπτικό την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, προέβη στην ερμηνεία των κανόνων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης που θέτουν σε εφαρμογή την εν λόγω αρχή.

    97.

    Κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή εξακολουθεί να είναι επιβεβλημένη, διότι οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί υπό τους οποίους εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων πτυχών της ποινικής διαδικασίας, εξειδικεύονται από αυτούς ακριβώς τους κανόνες του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι, συνεπώς, ενδέχεται να χρήζουν αποσαφηνίσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου.

    98.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο πρέπει, περαιτέρω, να διευκρινίσει τις συνέπειες που τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να συνάγουν από την ενδεχόμενη διαπίστωση ασυμβατότητας μεταξύ εθνικής ρυθμίσεως και αποφάσεως-πλαισίου και, ειδικότερα, να αποσαφηνίσει ότι τα δικαστήρια αυτά, όταν αδυνατούν να ερμηνεύσουν την εθνική ρύθμιση σύμφωνα με έναν τέτοιο κανόνα του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, οφείλουν, με βάση την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να αφήνουν ανεφάρμοστη την εν λόγω αντίθετη εθνική ρύθμιση.

    99.

    Ανέλυσα ήδη το ζήτημα αυτό στις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski ( 55 ). Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ζήτησε εκ νέου από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με το εν λόγω ζήτημα, στην εκκρεμή υπόθεση Popławski (C-573/17). Επομένως, παρέχονται στο Δικαστήριο πλείονες ευκαιρίες να διευκρινίσει αν ένα εθνικό δικαστήριο, όταν εκτιμά ότι είναι αδύνατη η σύμφωνη με ορισμένη απόφαση-πλαίσιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου του, οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστο το δίκαιο αυτό.

    100.

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις‑πλαίσια δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΕΕ ( 56 ), δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καταλείποντας στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων ( 57 ). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από απόφαση-πλαίσιο ( 58 ).

    101.

    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο δεσμευτικός χαρακτήρας αποφάσεως-πλαισίου συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, έχουν υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, τα δικαστήρια αυτά οφείλουν, συνεπώς, όταν καλούνται να το ερμηνεύσουν, να το πράττουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με αυτήν. Η εν λόγω υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον, βάσει αυτής, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης οσάκις αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί ( 59 ).

    102.

    Βεβαίως, η αρχή της σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου έχει ορισμένα όρια. Ειδικότερα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ανατρέχει στο περιεχόμενο μιας αποφάσεως-πλαισίου όποτε ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κρίσιμους κανόνες του εθνικού του δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου, και ειδικότερα από εκείνες της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να οδηγεί, βάσει της αποφάσεως‑πλαισίου και ανεξάρτητα από νόμο που έχει ενδεχομένως εκδοθεί προς εφαρμογή της, στη θεμελίωση ή την επίταση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της ( 60 ). Επιπλέον, η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου ( 61 ).

    103.

    Εντούτοις, η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας αποφάσεως-πλαισίου και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει ( 62 ). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μεταβάλουν, εφόσον είναι αναγκαίο, μια πάγια νομολογία αν αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου ασύμβατη με τους σκοπούς αποφάσεως-πλαισίου ( 63 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο εκτιμήσει ότι βρίσκεται σε αδυναμία να ερμηνεύσει διάταξη του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο με απόφαση-πλαίσιο, λόγω του ότι δεσμεύεται από την ερμηνεία της εθνικής αυτής διατάξεως στην οποία προέβη το εθνικό ανώτατο δικαστήριο με ερμηνευτική απόφαση, εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως, εφόσον είναι αναγκαίο, να μην ακολουθήσει την εκ μέρους του εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου ερμηνεία, εφόσον η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης ( 64 ).

    104.

    Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων σχετικά με την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας την οποία έχουν τα εθνικά δικαστήρια, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν το εθνικό του δίκαιο, και ειδικότερα τα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνη με τις αποφάσεις-πλαίσια 2009/315 και 2008/675.

    105.

    Στο μέτρο που δεν είναι βέβαιο ότι το αιτούν δικαστήριο θα μπορέσει να καταλήξει σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού του δικαίου, φρονώ ότι είναι απαραίτητο, για την περίπτωση που η σύμφωνη αυτή ερμηνεία αποβεί αδύνατη, να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες συνέπειες τις οποίες το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να συναγάγει από την ασυμβατότητα των άρθρων 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις με τις αποφάσεις-πλαίσια 2009/315 και 2008/675.

    106.

    Κατ’ αρχήν, στην περίπτωση που οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν επιδέχονται σύμφωνη ερμηνεία, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην τις εφαρμόσει, προκειμένου να εφαρμόσει εξ ολοκλήρου το δίκαιο της Ένωσης.

    107.

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο, μολονότι είχε κληθεί να αποφανθεί σχετικά με τη νομική εμβέλεια των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, ο οποίος αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ωστόσο, με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino ( 65 ), περιορίστηκε να επεκτείνει στις εν λόγω πράξεις την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας, αναγνωρίζοντας ότι η απόφαση-πλαίσιο δύναται, από την άποψη αυτή, να συγκριθεί με την οδηγία.

    108.

    Αντιθέτως, μέχρι στιγμής το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αν η αντίθεση εθνικού κανόνα με απόφαση-πλαίσιο συνεπάγεται για το εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστο τον εν λόγω εθνικό κανόνα όταν αυτός δεν επιδέχεται σύμφωνη ερμηνεία.

    109.

    Όπως υποστήριξα στη γνώμη που ανέπτυξα στις 28 Απριλίου 2008 στην υπόθεση Kozłowski ( 66 ), οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, Costa ( 67 ), ότι τα κράτη μέλη, εφόσον επέλεξαν ελεύθερα να μεταβιβάσουν τις αρμοδιότητές τους στην Κοινότητα, δεν μπορούν να αρνούνται την εφαρμογή δεσμευτικής κοινοτικής πράξεως επικαλούμενα οποιαδήποτε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, ισχύουν και ως προς την απόφαση-πλαίσιο. Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση-πλαίσιο, όπως κάθε δεσμευτική πράξη του δικαίου της Ένωσης, υπερέχει κάθε διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας, ακόμη και αν πρόκειται για συνταγματικές διατάξεις ή διατάξεις θεμελιώδους νόμου. Συνεπώς, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, «αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να μην εφαρμόσει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας» ( 68 ).

    110.

    Πολλά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της αναγνωρίσεως της αρχής της υπεροχής όσον αφορά τις αποφάσεις-πλαίσια που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα ( 69 ).

    111.

    Το πρώτο στοιχείο προκύπτει από το γράμμα των νομοθετικών κειμένων. Διαπιστώνεται συναφώς ότι, με εξαίρεση την επιφύλαξη που αφορά την έλλειψη άμεσου αποτελέσματος των αποφάσεων-πλαισίων, ο νομοθέτης της Ένωσης διαμόρφωσε το καθεστώς των αποφάσεων-πλαισίων κατά το πρότυπο του καθεστώτος των οδηγιών, προβλέποντας ότι οι αποφάσεις-πλαίσια «δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων» ( 70 ). Δεδομένου ότι βασική ιδιαιτερότητα των αποφάσεων-πλαισίων είναι αποκλειστικά και μόνον η έλλειψη αμέσου αποτελέσματος ( 71 ), δεν υπάρχει λόγος, κατά τα λοιπά, να αποκλεισθεί η υπεροχή των πράξεων αυτών για τον λόγο ότι εμπίπτουν στον τομέα της διακυβερνητικής συνεργασίας.

    112.

    Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με την αναγνώριση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, της υποχρεώσεως των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν την τεχνική της σύμφωνης ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των αποφάσεων-πλαισίων και να καταλήγουν σε λύσεις σύμφωνες με τον σκοπό τους.

    113.

    Βεβαίως, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, το Δικαστήριο δεν βασίστηκε στην αρχή της υπεροχής αλλά στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Ειδικότερα, επισήμανε ότι η τελευταία αρχή, κατά την οποία τα κράτη μέλη λαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουν κατά το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να ισχύει επίσης στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, η οποία άλλωστε στηρίζεται πλήρως στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των οργάνων της Ένωσης ( 72 ). Η λογική αυτή ανιχνεύεται ήδη στη συλλογιστική της αποφάσεως της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann ( 73 ), δεδομένου ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο συνήγαγε την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας, μεταξύ άλλων, από το καθήκον των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, διευκρινίζοντας ότι το δίκαιο αυτό επιβάλλεται σε όλες τις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ( 74 ).

    114.

    Παρά ταύτα, η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί, κατά πάγια νομολογία, ως «συμφυ[ή] προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί» ( 75 ), απορρέει από την απαίτηση αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και από την ανάγκη διασφαλίσεως της υπεροχής του έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών ( 76 ). Εξάλλου, η αναγνώριση της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας μέσω της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την αποδοχή, έστω και εμμέσως, της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, πώς θα μπορούσε η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, η οποία απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, να δικαιολογήσει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να τροποποιεί την έννοια του εθνικού του δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αν η υποχρέωση αυτή δεν θεωρούνταν ότι πρέπει να υπερισχύει έναντι της υποχρεώσεως του εθνικού δικαστηρίου να επιλύει τη διαφορά σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού του δικαίου;

    115.

    Το τρίτο στοιχείο συνδέεται με την εξέλιξη του νομικού πλαισίου μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες. Βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αυτού, το μεταβατικό μέτρο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 έπαυσε να παράγει αποτελέσματα πέντε έτη μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δηλαδή στις 30 Νοεμβρίου 2014. Η οριστική απορρόφηση του τρίτου πυλώνα από τον τομέα του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, τίτλος V, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει την «κοινοτική ερμηνεία» ( 77 ). Συναφώς, πρέπει ιδίως να επισημανθεί ότι, ενώ με βάση το πρώην άρθρο 35 ΕΕ η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αντανακλούσε τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της συνεργασίας στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, από την ως άνω ημερομηνία και εξής η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων είναι αυτόματη και υποχρεωτική, καθώς δεν εξαρτάται πλέον από δήλωση με την οποία κάθε κράτος μέλος αναγνώριζε την αρμοδιότητα αυτή και καθόριζε τα εθνικά δικαστήρια που μπορούσαν να υποβάλουν σχετική αίτηση στο Δικαστήριο. Συναφώς, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino ( 78 ), στηρίχθηκε στη «σπουδαιότητα της κατά το άρθρο 35 ΕΕ αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις» προκειμένου να δικαιολογήσει την αναγνώριση υπέρ των ιδιωτών του δικαιώματος να επικαλούνται τις αποφάσεις-πλαίσια ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών για να επιτύχουν τη σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου ( 79 ). Η αναγνώριση αρμοδιότητας όμοιας με αυτήν που διέθετε το Δικαστήριο στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα αποδεικνύει μια έντονη τάση συγκλίσεως μεταξύ των δύο αυτών πυλώνων, η οποία δικαιολογεί τη διαμόρφωση των εννόμων αποτελεσμάτων των αποφάσεων-πλαισίων κατά το πρότυπο των εννόμων αποτελεσμάτων των οδηγιών, εξαιρουμένου, βεβαίως, του άμεσου αποτελέσματος, το οποίο ρητώς αποκλείεται.

    116.

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, με βάση την αρχή της υπεροχής, η απόφαση-πλαίσιο υπερέχει έναντι κάθε αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου.

    117.

    Είναι επίσης σημαντικό να υπομνησθεί αυτό που τονίστηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni ( 80 ), η οποία αφορούσε την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών ( 81 ), δηλαδή ότι, «κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της έννομης τάξης της Ένωσης, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επικαλείται διατάξεις του εθνικού δικαίου, έστω και συνταγματικής φύσεως, δεν μπορεί να θίγει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης στην επικράτεια του εν λόγω κράτους» ( 82 ).

    118.

    Με βάση τη λογική που διέπει την αποσύνδεση μεταξύ του αποτελέσματος της «υποκαταστάσεως» και της «δυνατότητας επικλήσεως με σκοπό τη μη εφαρμογή εθνικού κανόνα» ( 83 ), το γεγονός ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα ουδόλως σημαίνει κατ’ εμέ ότι το εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να αφήνει ανεφάρμοστες τις ασύμβατες με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεις του εθνικού του δικαίου. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή απορρέει ευθέως από την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των εθνικών διατάξεων που εμποδίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητά του.

    119.

    Φρονώ ότι οι προηγηθείσες εκτιμήσεις ισχύουν, a fortiori, για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, όπως η απόφαση 2009/316.

    120.

    Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό δίκαιο στο σύνολό του και εφαρμόζοντας τις ερμηνευτικές μεθόδους που αυτό αναγνωρίζει, να ερμηνεύσει τις επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, της αποφάσεως 2009/316 και της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή αποβεί αδύνατη, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστες τις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις.

    IV. Πρόταση

    121.

    Με βάση τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Törvényszék Szombathelyi (γενικού δικαστηρίου του Szombathely, Ουγγαρία) ως εξής:

    1)

    Η απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών, και η απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της απόφασης‑πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ, έχουν την έννοια ότι αντίκεινται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που θεσπίζει εθνική διαδικασία αναγνωρίσεως από δικαστήριο κράτους μέλους αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως την οποία εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κατά προσώπου για την τέλεση αξιόποινης πράξεως.

    2)

    Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση-πλαίσιο και την ως άνω απόφαση, η εγγραφή στο ποινικό μητρώο, από την κεντρική αρχή του κράτους μέλους της ιθαγένειας, των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια του κράτους μέλους καταδίκης πρέπει να επέρχεται άμεσα με διαβίβαση από την κεντρική αρχή του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, μέσω του ECRIS, των πληροφοριών σχετικά με τις εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, υπό μορφή κωδικών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ως άνω εγγραφή δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη διεξαγωγή διαδικασίας δικαστικής αναγνωρίσεως των εν λόγω καταδικαστικών αποφάσεων, όπως η ουγγρική ειδική διαδικασία, ούτε κατά μείζονα λόγο από την κοινοποίηση στο κράτος μέλος της ιθαγένειας της καταδικαστικής αποφάσεως για την αναγνώριση αυτή.

    3)

    Η απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα να εξαρτηθεί η συνεκτίμηση, σε ορισμένο κράτος μέλος, προγενέστερης καταδικαστικής αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους από την προηγούμενη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας για την αναγνώριση της αποφάσεως αυτής από τα αρμόδια δικαστήρια του πρώτου κράτους μέλους.

    4)

    Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό δίκαιο στο σύνολό του και εφαρμόζοντας τις ερμηνευτικές μεθόδους που αυτό αναγνωρίζει, να ερμηνεύσει τις επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, της αποφάσεως 2009/316 και της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675. Σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή αποβεί αδύνατη, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστες τις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 3 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 4 ) ΕΕ 2009, L 93, σ. 23.

    ( 5 ) ΕΕ 2009, L 93, σ. 33.

    ( 6 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 7 ) ΕΕ 2008, L 220, σ. 32.

    ( 8 ) C-171/16, EU:C:2017:710.

    ( 9 ) C-579/15, EU:C:2017:503. Προτάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2017 (Popławski, C-579/15, EU:C:2017:116).

    ( 10 ) Στο εξής: Ποινικός Κώδικας.

    ( 11 ) ΕΕ 2000, L 239, σ. 19.

    ( 12 ) Στο εξής: Χάρτης.

    ( 13 ) Ωστόσο, η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρινίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι, σε περίπτωση αιτήσεως περί εκτελέσεως στην Ουγγαρία καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, θα είχε εφαρμογή η ίδια ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως.

    ( 14 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 15 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 16 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 17 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski (C-486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 18 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 19 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 48).

    ( 20 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 49).

    ( 21 ) C-171/16, EU:C:2017:710.

    ( 22 ) Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 54), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 36).

    ( 23 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 36).

    ( 24 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 25 ) Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημείο 28.

    ( 26 ) Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημείο 30.

    ( 27 ) Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημείο 32.

    ( 28 ) Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σημείο 33.

    ( 29 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 30 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 52).

    ( 31 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 44).

    ( 32 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C-25/15, EU:C:2016:423, σκέψη 46).

    ( 33 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 34 ) C-25/15, EU:C:2016:29.

    ( 35 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 36 ) Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710).

    ( 37 ) C-171/16, EU:C:2017:710.

    ( 38 ) C-171/16, EU:C:2017:386.

    ( 39 ) COM(2014) 312 τελικό, σ. 12.

    ( 40 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

    ( 41 ) C-171/16, EU:C:2017:710.

    ( 42 ) Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 37).

    ( 43 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 38).

    ( 44 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675.

    ( 45 ) Βλ. πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου για τον συνυπολογισμό των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας [COM(2005) 91 τελικό, αιτιολογική έκθεση, σ. 3, στο εξής: πρόταση αποφάσεως-πλαισίου].

    ( 46 ) Βλ. πρόταση αποφάσεως-πλαισίου (αιτιολογική έκθεση, σ. 5).

    ( 47 ) Βλ. πρόταση αποφάσεως-πλαισίου (σ. 5 και 6).

    ( 48 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 49 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ουγγρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η εξέλιξη αυτή θα κατοχυρωθεί επισήμως με νέο νόμο που πρόκειται να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018.

    ( 50 ) ΕΕ 2008, L 327, σ. 27.

    ( 51 ) Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov (C-554/14, EU:C:2016:835, σκέψη 36).

    ( 52 ) Βλ. απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου επί του αιτήματος πληροφοριών του Δικαστηρίου, σημεία 1 και 5. Βλ., επίσης, σημείο 47 των παρουσών προτάσεων.

    ( 53 ) C-25/15, EU:C:2016:423.

    ( 54 ) C-171/16, EU:C:2017:710.

    ( 55 ) C-579/15, EU:C:2017:503. Προτάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:116).

    ( 56 ) Όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.

    ( 57 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 58 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 59 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 60 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 61 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 62 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 63 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 64 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 65 ) C-105/03, EU:C:2005:386.

    ( 66 ) C-66/08, EU:C:2008:253.

    ( 67 ) 6/64, EU:C:1964:66.

    ( 68 ) Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov (C-614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 34).

    ( 69 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Lenaerts, K., και Corthaut, T., «Of birds and hedges: the role of primacy in invoking norms of EU law», European Law Review, Sweet and Maxwell, Λονδίνο, 2006, σ. 287-315. Βλ., υπό την αντίθετη έννοια, Peers, S., «Salvation outside the church: judicial protection in the third pillar after the Pupino and Segi judgments», Common Market Law Review, no 44, Issue 4, Wolters Kluwer Law and Business, Alphen επί του Ρήνου, 2007, σ. 883-929, ειδικότερα σ. 920, ο οποίος θεωρεί ότι, αν οι αρχές της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματος εφαρμόζονταν στον τρίτο πυλώνα, θα παραβλέπονταν οι προθέσεις των συντακτών των Συνθηκών. Ωστόσο, ο ίδιος συγγραφέας δέχεται ότι η αναγνώριση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα θα ενίσχυε την αρχή της αποτελεσματικότητας και δεν θα συνιστούσε ρητή παραβίαση του γράμματος των Συνθηκών (σ. 917).

    ( 70 ) Άρθρο 34, παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.

    ( 71 ) Οι Prechal, S., και Marguery, T., χαρακτηρίζουν την έλλειψη αμέσου αποτελέσματος των αποφάσεων-πλαισίων ως «μικρή ιδιαιτερότητα», σε «La mise en œuvre des décisions-cadres, une leçon pour les futures directives pénales?», L’exécution du droit de l’Union, entre mécanismes communautaires et droits nationaux, Bruylant, Βρυξέλλες, 2009, σ. 225-251, ιδίως σ. 250.

    ( 72 ) Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino (C-105/03, EU:C:2005:386, σκέψη 42).

    ( 73 ) 14/83, EU:C:1984:153.

    ( 74 ) Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 26).

    ( 75 ) Βλ., εσχάτως, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, BP Europa (C-64/15, EU:C:2016:62, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 76 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Simon, D., «La panacée de l’interprétation conforme: injection homéopathique ou thérapie palliative?», De Rome à Lisbonne: les juridictions de l’Union européenne à la croisée des chemins, Mélanges en l’honneur de Paolo Mengozzi, Bruylant, Βρυξέλλες, 2013, σ. 279-298. Ο συγγραφέας αυτός θεωρεί ότι «η αναγωγή της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας σε “αρχή συμφυή προς το σύστημα των Συνθηκών” απορρέει ευθέως […] από την υπεροχή [του δικαίου της Ένωσης] έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών» (σ. 282). Προσθέτει ότι «o σύνδεσμος με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης εν γένει, και όχι μόνον ειδικά με την εφαρμογή των οδηγιών, αποδεικνύεται από την υποχρέωση διασφαλίσεως “συμβατής προς το ευρωπαϊκό δίκαιο” ερμηνείας όχι μόνον της πράξεως μεταφοράς, αλλά και συνολικά του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερου είτε μεταγενέστερου της οδηγίας» (σ. 283).

    ( 77 ) Prechal, S., και Marguery, T., «La mise en œuvre des décisions-cadres, une leçon pour les futures directives pénales?», L’exécution du droit de l’Union, entre mécanismes communautaires et droits nationaux, Bruylant, Βρυξέλλες, 2009, σ. 225-251, ιδίως σ. 232.

    ( 78 ) C-105/03, EU:C:2005:386.

    ( 79 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino (C-105/03, EU:C:2005:386, σκέψεις 37 και 38).

    ( 80 ) C-399/11, EU:C:2013:107.

    ( 81 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.

    ( 82 ) Βλ. σκέψη 59 της αποφάσεως αυτής καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    ( 83 ) Σχετικά με τη διάκριση αυτή, βλ., μεταξύ άλλων, Simon, D., «L’invocabilité des directives dans les litiges horizontaux: confirmation ou infléchissement?», Revue Europe, no 3, LexisNexis, Παρίσι, 2010. Βλ., επίσης, Dougan, M., «When worlds collide! Competing visions of the relationship between direct effect and supremacy», Common Market Law Review, no 44, Issue 4, Wolters Kluwer Law and Business, Alphen επί του Ρήνου, 2007, σ. 931-963.

    Top