Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TO0590

    Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2016.
    Onix Asigurări SA κατά Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ).
    Προσφυγή κατά παραλείψεως, προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα διεξαγωγής έρευνας για προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Απόφαση του προέδρου της ΕΑΑΕΣ περί μη διεξαγωγής έρευνας – Απόφαση του συμβουλίου προσφυγών περί απορρίψεως της προσφυγής ως απαράδεκτης – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Μη τήρηση του απαιτούμενου τύπου – Προσφυγή-αγωγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.
    Υπόθεση T-590/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:374

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 24ης Ιουνίου 2016 ( *1 )

    «Προσφυγή κατά παραλείψεως, προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα διεξαγωγής έρευνας για προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης — Απόφαση του προέδρου της ΕΑΑΕΣ περί μη διεξαγωγής έρευνας — Απόφαση του συμβουλίου προσφυγών περί απορρίψεως της προσφυγής ως απαράδεκτης — Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Μη τήρηση του απαιτούμενου τύπου — Προσφυγή-αγωγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

    Στην υπόθεση T-590/15,

    Onix Asigurări SA, με έδρα το Βουκουρέστι (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Vladu,

    προσφεύγουσα-ενάγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), εκπροσωπούμενης από την C. Coucke και τον S. Dispiter, επικουρούμενους από τον H.-G. Kamman, δικηγόρο,

    καθής-εναγομένης,

    με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή βασιζόμενη στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι παρανόμως η ΕΑΑΕΣ παρέλειψε να εκδώσει απόφαση περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφος 6, της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ 1992, L 228, σ. 1), από το Istituto per la Vigilanza sulle Assicurazioni (IVASS, ιταλική αρχή εποπτείας του τομέα των ασφαλειών), και, επικουρικώς, προσφυγή βασιζόμενη στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται να ακυρωθεί η απόφαση EIOPA-14-267 του προέδρου της ΕΑΑΕΣ, της 6ης Ιουνίου 2014, σχετικά με τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (ΕΑΑΕΣ), την τροποποίηση της αποφάσεως 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της αποφάσεως 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 48), και η απόφαση BOA 2015 001 του συμβουλίου προσφυγών, της 3ης Αυγούστου 2015, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη προσφυγή ασκηθείσα από την Onix Asigurări δυνάμει του άρθρου 60 του κανονισμού 1094/2010, και, αφετέρου, αγωγή βασιζόμενη στο άρθρο 268 ΣΛΕΕ, προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα διατείνεται ότι υπέστη εξαιτίας της προαναφερθείσας παραλείψεως και των ως άνω αποφάσεων,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Νομικό πλαίσιο

    1

    Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, ο οποίος τροποποίησε την απόφαση 716/2009/ΕΚ και κατάργησε την απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 48).

    2

    Η ΕΑΑΕΣ, κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ 2010, L 331, σ. 1), αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), σκοπός του οποίου είναι η διασφάλιση της εποπτείας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3

    Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει επίσης δύο άλλες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12), και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, […] για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 84). Το ΕΣΧΕ αποτελείται επίσης από τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών καθώς και από τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών.

    4

    Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1094/2010 ορίζει ότι η ΕΑΑΕΣ ενεργεί βάσει των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον κανονισμό αυτόν και εντός του πεδίου εφαρμογής των πράξεων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, και ιδίως της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ 1992, L 228, σ. 1). Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, σκοπός της ΕΑΑΕΣ είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης

    5

    Το άρθρο 17 του κανονισμού 1094/2010 προβλέπει μηχανισμό ο οποίος παρέχει στην ΕΑΑΕΣ τη δυνατότητα να διαχειρίζεται περιπτώσεις παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους. Το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1094/2010 θεσπίζει, προς τον σκοπό αυτό, ένα μηχανισμό τριών σταδίων. Κατά το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού:

    «1.   Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η [ΕΑΑΕΣ] ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

    2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή των σχετικών ομάδων συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η [ΕΑΑΕΣ] μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην [ΕΑΑΕΣ] όλες τις πληροφορίες που η [ΕΑΑΕΣ] θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της.»

    6

    Το άρθρο 60 του κανονισμού 1094/2010 ρυθμίζει το πλαίσιο για τις προσφυγές που δύναται να υποβληθούν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (στο εξής: συμβούλιο προσφυγών). Η διάταξη αυτή ορίζει τα εξής:

    «1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της [ΕΑΑΕΣ] που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την [ΕΑΑΕΣ] σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

    […]

    4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

    […]»

    7

    Κατά το άρθρο 61, παράγραφοι 1 ως 3, του κανονισμού 1094/2010:

    «1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της [ΕΑΑΕΣ].

    2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της [ΕΑΑΕΣ], σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

    3.   Σε περίπτωση που η [ΕΑΑΕΣ] έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.»

    Ιστορικό της διαφοράς

    8

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα], Onix Asigurări SA, είναι ασφαλιστική εταιρία ρουμανικού δικαίου, η οποία εδρεύει στη Ρουμανία. Ασκεί τις δραστηριότητές της σε πλείονα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ άλλων, στην Ιταλία.

    9

    Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2013, το Istituto per la Vigilanza sulle Assicurazioni (IVASS, ιταλικός φορέας εποπτείας του τομέα των ασφαλειών) απαγόρευσε επ’ αόριστον στην προσφεύγουσα να συνάπτει νέα ασφαλιστικά συμβόλαια στην Ιταλία (στο εξής: απόφαση του IVASS). Η απόφαση αυτή, ληφθείσα κατά το άρθρο 193, παράγραφος 4, του Codice delle assicurazioni private (κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων), το οποίο αποτελεί μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 40 της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, είχε ως αιτιολογία τις σοβαρές ανησυχίες του IVASS σχετικά με τη φήμη του μοναδικού μετόχου της προσφεύγουσας.

    10

    Στις 5 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα απηύθυνε επιστολή στην ΕΑΑΕΣ. Με την επιστολή αυτή, ενημέρωσε συγκεκριμένα την εν λόγω αρχή για την απόφαση του IVASS και παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους, κατ’ αυτήν, η απόφαση δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Κατ’ ουσίαν, προέβαλε ότι το IVASS δεν ήταν αρμόδιο να αξιολογήσει τη φήμη του μετόχου της και ότι δεν έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 40, παράγραφος 6, της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής. Την επιστολή αυτή εξέτασε η ΕΑΑΕΣ ως καταγγελία υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010.

    11

    Κατόπιν ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά την περίοδο Μαρτίου-Μαΐου 2012 μεταξύ της προσφεύγουσας και της ΕΑΑΕΣ, ο πρόεδρος της ΕΑΑΕΣ εξέδωσε, στις 6 Ιουνίου 2014, δύο αποφάσεις.

    12

    Αφενός με την απόφαση EIOPA-14-266, σχετικά με το παραδεκτό αιτήσεως υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010, η καταγγελία της ενάγουσας κρίθηκε παραδεκτή.

    13

    Αφετέρου με την απόφαση EIOPA-14-267, σχετικά με τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010, ο πρόεδρος της ΕΑΑΕΣ αποφάσισε να μη διεξαγάγει έρευνα όσον αφορά το ζήτημα ενδεχόμενης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από το IVASS (στο εξής: απορριπτική απόφαση). Από το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, μολονότι, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 6, της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να λάβουν έκτακτα μέτρα για την πρόληψη των παρατυπιών που διαπράττονται στην επικράτειά τους, η έκταση και τα όρια της εξουσίας τους αυτής προσδιορίζονται βάσει του εθνικού δικαίου, υπό τον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση ότι δεν υφίστατο κανένας λόγος για την επίκληση από το IVASS παραβιάσεως των διατάξεων της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής.

    14

    Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 12 Ιουνίου 2014.

    15

    Στις 18 Ιουνίου 2014 η προσφεύγουσα απηύθυνε επιστολή στον πρόεδρο της ΕΑΑΕΣ, προς απάντηση της απορριπτικής αποφάσεως, ζητώντας του να ακυρώσει την απόφαση αυτή και να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010 λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από το IVASS. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα επανέλαβε τη θέση της, σύμφωνα με την οποία το IVASS δεν ήταν αρμόδιο να αξιολογήσει τη φήμη του μετόχου της, καθότι η αξιολόγηση αυτή ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ρουμανικών αρχών.

    16

    Κατά την περίοδο μεταξύ των μηνών Ιουνίου και Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα και η ΕΑΑΕΣ αντήλλαξαν σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Συγκεκριμένα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Οκτωβρίου 2014, η ΕΑΑΕΣ απάντησε στα επί της ουσίας επιχειρήματα της προσφεύγουσας και διευκρίνισε τη θέση που έλαβε στην απορριπτική απόφαση. Η προσφεύγουσα απάντησε με την από 8 Οκτωβρίου 2014 επιστολή της.

    17

    Με το από 3 Νοεμβρίου 2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η προσφεύγουσα ανάφερε στην ΕΑΑΕΣ ότι, σε περίπτωση που δεν λάμβανε απάντηση προ της 15ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 17 του κανονισμού 1094/2010, θα προσέφευγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του άρθρου 61 του εν λόγω κανονισμού.

    18

    Με την από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της, η ΕΑΑΕΣ, αναφερόμενη στην από 8 Οκτωβρίου 2014 επιστολή της προσφεύγουσας, «επιβεβαίωσε εκ νέου ότι η θέση [της] [...] όσον αφορά το ζήτημα της [απορριπτικής αποφάσεως] παρέμενε αμετάβλητη».

    19

    Στις 22 Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δυνάμει του άρθρου 60 του κανονισμού 1094/2010. Η προσφυγή αυτή είχε ως αντικείμενο την «από 24 Νοεμβρίου 2014 [επιστολή] της ΕΑΑΣ, η οποία επιβεβαίωνε την [απορριπτική] απόφαση». Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν ότι η ΕΑΑΕΣ έπρεπε να διεξαγάγει έρευνα, αφ’ ης στιγμής το IVASS, τοποθετηθέν επί της φήμης του μοναδικού της μετόχου, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την προσφεύγουσα, το ΕΑΑΕΣ σφετερίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αρμοδιότητες των ρουμανικών αρχών. Επιπλέον, η απόφαση του IVASS δεν μπορούσε να στηριχθεί νόμιμα στο άρθρο 40, παράγραφος 6, της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής. Στο παράρτημα του υπομνήματος που κατέθεσε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, η από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της προσφεύγουσας.

    20

    Με την από 3 Αυγούστου 2015 απόφασή της (στο εξής: απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, και ομού μετά της απορριπτικής αποφάσεως: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της προσφεύγουσας, επειδή δεν απευθυνόταν κατά πράξεως που ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του. Κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι η από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της ΕΑΑΕΣ ήταν πράξη απλώς επιβεβαιωτική της απορριπτικής αποφάσεως και δεν αποτελούσε, ως εκ τούτου, απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιόν του. Επισήμανε μάλιστα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως και ότι, σε κάθε περίπτωση, καθότι η προσφυγή είχε ασκηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 2014, είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας η προσφεύγουσα μπορούσε να προσβάλει την απόφαση αυτή.

    21

    Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα αυθημερόν. Κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, η απόφαση αυτή διορθώθηκε για σφάλμα που περιείχε, γεγονός για το οποίο η προσφεύγουσα ενημερώθηκε στις 13 Αυγούστου 2015.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    22

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Οκτωβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

    23

    Η ΕΑΑΕΣ κατέθεσε υπόμνημά αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 2016.

    24

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να διαπιστώσει ότι η ΕΑΑΕΣ παρέλειψε να εκδώσει απόφαση περί εσφαλμένης εφαρμογής από το IVASS των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφος 6, της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής·

    επικουρικώς, να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

    να διαπιστώσει ότι η ΕΑΑΕΣ ευθύνεται για τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα, αφενός λόγω της παραλείψεώς της να εκδώσει απόφαση και αφετέρου λόγω της εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων·

    να καταδικάσει την ΕΑΑΕΣ στα δικαστικά έξοδα.

    25

    Η ΕΑΑΕΣ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    ως κύριο αίτημα, να απορρίψει την προσφυγή κατά παραλείψεως, την προσφυγή ακυρώσεως και την αγωγή αποζημιώσεως ως απαράδεκτες·

    επικουρικώς, να απορρίψει τις προσφυγές και την αγωγή αυτή ως αβάσιμες στο σύνολό τους·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    26

    Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

    27

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

    Επί της προσφυγής κατά παραλείψεως

    28

    Η προσφεύγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η ΕΑΑΕΣ παρανόμως παρέλειψε να εκδώσει απόφαση σχετικά με το αίτημά της για τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010. Όσον αφορά το παραδεκτό, στο δικόγραφο της προσφυγής της, υποστηρίζει ότι η προθεσμία προσφυγής, η οποία ορίζεται από το άρθρο 265, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, άρχισε στις 3 Αυγούστου 2015, ημερομηνία κατά την οποία της κοινοποιήθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Μόνο με την απόφαση αυτή μπόρεσε όντως να αρθεί η αβεβαιότητα περί της απαντήσεως της ΕΑΑΕΣ στην από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της, με την οποία είχε υποβάλει στην ΕΑΑΕΣ αίτημα για έκδοση αποφάσεως και διεξαγωγή έρευνας σχετικά με παράβαση του δικαίου της Ένωσης από το IVASS.

    29

    Η ΕΑΑΕΣ αντιτείνει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

    30

    Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 61, παράγραφος 3, του κανονισμού 1094/2010, εάν η ΕΑΑΕΣ υποχρεούται να αποφανθεί και απέχει από τη λήψη αποφάσεως, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει κατά το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

    31

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ένδικο βοήθημα της προσφυγής το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 265 ΣΛΕΕ θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια ενός οργάνου παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προκειμένου αυτός να αποφανθεί ότι η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΛΕΕ. Το άρθρο αυτό αφορά την παράλειψη οργάνου να εκδώσει απόφαση ή να λάβει θέση και όχι την έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη της οποίας την έκδοση επιδίωκε ή θεωρούσε αναγκαία ο προσφεύγων (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-196/12, EU:C:2013:753, σκέψη 22· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής,C-15/91 και C‑108/91, EU:C:1992:454, σκέψη 17, και της 16ης Φεβρουαρίου 1993, ENU κατά Επιτροπής, C-107/91, EU:C:1993:56, σκέψη 10).

    32

    Βάσει του άρθρου 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι παραδεκτή μόνον αν το εν λόγω όργανο έχει προηγουμένως κληθεί να ενεργήσει. Αυτή η όχληση του οργάνου αποτελεί ουσιώδη τύπο και έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, την έναρξη της δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας το όργανο οφείλει να λάβει θέση και, αφετέρου, την οριοθέτηση του πλαισίου εντός του οποίου δύναται να ασκηθεί προσφυγή σε περίπτωση που το όργανο δεν λάβει θέση. Μολονότι δεν υποβάλλεται σε ιδιαίτερο τύπο, είναι, τουλάχιστον, απαραίτητο η όχληση να είναι επαρκώς σαφής και συγκεκριμένη ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο καθού όργανο να γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενο της αποφάσεως που του ζητείται να εκδώσει και να προκύπτει ότι με την αίτηση επιδιώκεται εξαναγκασμός του οργάνου να λάβει θέση (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 1999, TF1 κατά Επιτροπής, T-17/96, EU:T:1999:119, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2012, H‑Holding κατά Κοινοβουλίου, T-672/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:628, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· διάταξη της 10ης Ιουλίου 2014, Καφετζάκης κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T‑38/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:685, σκέψη 26).

    33

    Κατά το άρθρο 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ εάν έως τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας, η οποία αρχίζει αφ’ ης στιγμής το όργανό καλείται να ενεργήσει, αυτό δεν λάβει θέση, η προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

    34

    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επισημαίνει κατ’ ουσίαν ότι, με την από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της, κάλεσε την ΕΑΑΕΣ να ενεργήσει (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Ωστόσο, στο δικόγραφό της δεν υποδεικνύει καμία άλλη, πιο πρόσφατη ενδεχομένως, πράξη με την οποία είχε καλέσει την ΕΑΑΕΣ να ενεργήσει, ούτε ισχυρίζεται ότι έπραξε αναλόγως.

    35

    Υπενθυμίζεται ότι με την από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον πρόεδρο της ΕΑΑΕΣ να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010.

    36

    Αφενός, όμως, εάν η από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της προσφεύγουσας χαρακτηριστεί κλήση προς ενέργεια, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 32 ανωτέρω νομολογίας, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε και από τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι η ΕΑΑΕΣ έλαβε θέση εντός της δίμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ. Ακριβώς με τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ήτοι στις 18 Αυγούστου 2014, άρχισε η προθεσμία προσφυγής των δύο μηνών και δέκα ημερών, εντός της οποίας η προσφεύγουσα έπρεπε να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά παραλείψεως. Με δεδομένο ότι η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε μόλις στις 12 Οκτωβρίου 2015, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι προδήλως εκπρόθεσμη.

    37

    Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 2 Οκτωβρίου 2014, η ΕΑΑΕΣ απάντησε κατ’ ουσίαν στα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, ιδίως με την από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της. Επιβεβαίωσε επίσης τη θέση της με την από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της. Υπό την έννοια αυτή, η προσφεύγουσα σημειώνει στο δικόγραφο της προσφυγής της, στην έκθεση του ιστορικού της διαφοράς, ότι η ΕΑΑΕΣ «διευκρίνισε» τη θέση της με την από 2 Οκτωβρίου 2014 επιστολή της και «εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους της [απορριπτικής] αποφάσεως» στην από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της. Φαίνεται συνεπώς ότι, έστω και μετά την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας η ΕΑΑΕΣ όφειλε να λάβει θέση, η προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα παράλειψη έλαβε σε κάθε περίπτωση τέλος. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξαρτήτως του ότι η ΕΑΑΕΣ επανέλαβε στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στην εν λόγω επιστολή την άρνησή της να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1094/2010.

    38

    Συνεπώς, η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

    39

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής κατά παραλείψεως άρχισε να τρέχει στις 3 Αυγούστου 2015, ημερομηνία κατά την οποία της κοινοποιήθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση αυτή ήρε την αβεβαιότητα σχετικά με την απάντηση της ΕΑΑΕΣ στην από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω).

    40

    Συναφώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι ήδη πριν από τη λήψη της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, η ΕΑΑΕΣ απάντησε στην από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της, κατά τρόπο ωστόσο που, κατά την προσφεύγουσα, προκάλεσε αβεβαιότητα. Κατά τη νομολογία, όμως, η άρνηση ανάληψης δράσεως μετά από πρόσκληση προς ενέργεια που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ αποτελεί λήψη θέσεως η οποία θέτει τέλος στην παράλειψη και συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 4ης Μαΐου 2005, Holcim (France) κατά Επιτροπής, T‑86/03, EU:T:2005:157, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

    41

    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι δικονομικές προθεσμίες είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί προς εξασφάλιση της σαφήνειας και της βεβαιότητας των εννόμων καταστάσεων και προς αποφυγή κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, αν έχουν τηρηθεί (διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Smanor και Ségaud κατά Επιτροπής, T-150/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:402, σκέψη 14· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2000, Sodima κατά Επιτροπής, C-44/00 P, EU:C:2000:686, σκέψη 51).

    42

    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται, αφ’ ης στιγμής άφησε να παρέλθει η προθεσμία προσφυγής κατά παραλείψεως (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), να επικαλεστεί νέα προθεσμία, υπολογιζόμενη με αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την ίδια, ήρθη η αβεβαιότητα όσον αφορά τη θέση της ΕΑΑΕΣ σε απάντηση της από 18 Ιουνίου 2014 επιστολής της. Κατά μείζονα λόγο, δεν δύναται να παρακάμψει το απαράδεκτο της προσφυγής της κατά παραλείψεως, το οποίο ανάγεται στην εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής αυτής και στο ότι η ΕΑΑΕΣ είχε λάβει θέση, διά της αποστολής στην ΕΑΑΕΣ πλειόνων επιστολών και αμφισβητήσεων της θέσεως που αυτή εξέφρασε.

    43

    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή κατά παραλείψεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη.

    Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

    44

    Πρέπει να εξεταστούν, διαδοχικά, τα αιτήματα ακυρώσεως, αφενός της απορριπτικής αποφάσεως και αφετέρου της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

    Επί του αιτήματος ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως

    45

    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν μόνο λόγο περί πλημμελούς αιτιολογίας. Όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματος αυτού, σημειώνει, στο δικόγραφό της, ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχισε στις 13 Αυγούστου 2015, ημερομηνία κατά την οποία οριστικοποιήθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, κατόπιν διορθώσεως σφαλμάτων εκ παραδρομής. Συγκεκριμένα, αφενός η διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών έλαβε χώρα χωρίς να ληφθεί υπόψη η από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της. Αφετέρου, η προθεσμία της προσφυγής ακυρώσεως είχε ανασταλεί κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

    46

    Η ΕΑΑΕΣ επισημαίνει ότι το αίτημα ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως είναι απαράδεκτο. Αφενός, το αίτημα αυτό υποβλήθηκε εκπρόθεσμα. Αφετέρου, η απορριπτική απόφαση δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, ο μόνος λόγος προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως είναι αβάσιμος.

    47

    Ανεξαρτήτως, αφενός, του ζητήματος αν, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όπως συνοψίζονται στη σκέψη 45 ανωτέρω, η προσφυγή ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως ασκήθηκε εκπρόθεσμα και, αφετέρου, των ενδεχόμενων επιπτώσεων της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ως προς δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει κατ’ αρχάς να διαπιστωθεί εάν η απόφαση αυτή συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    48

    Συναφώς υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά τη νομολογία, θεωρούνται ως πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων (απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 22/70, EU:C:1971:32, σκέψη 42· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    49

    Όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η προσφυγή είναι δυνατή μόνον αν η πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε στο πλαίσιο προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των οποίων ήταν οι αποδέκτες. Όταν η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο προσφεύγοντα κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η απαίτηση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 38).

    50

    Εν τέλει, επισημαίνεται, κατ’ αναλογίαν, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απόφαση να μην κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 106, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν αποτελούσε πράξη δεκτική προσφυγής, καθόσον, όπως προέκυπτε από το γράμμα της εν λόγω παραγράφου 3 και της οικονομίας του συνόλου των διατάξεων του άρθρου αυτού, η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει κάποια διαδικασία. Οι ιδιώτες, συνεπώς, δεν μπορούν να απαιτήσουν από την Επιτροπή να λάβει συγκεκριμένη θέση. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή πληροφορούσε άτομο το οποίο υπέβαλε καταγγελία σχετικά με την πρόθεσή της να μη δώσει συνέχεια σε αυτήν δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, οπότε δεν αποτελούσε πράξη δεκτική προσφυγής, χωρίς η λύση αυτή να επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο ιδιώτης, ενδεχομένως, δικαιούτο να υποβάλει προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως που απηύθυνε η Επιτροπή προς κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προϋποθέσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά max.mobil, C-141/02 P, EU:C:2005:98, σκέψεις 68 ως 70).

    51

    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον της ΕΑΑΕΣ αίτημα δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010. Η διάταξη αυτή προβλέπει μηχανισμό ο οποίος παρέχει στην ΕΑΑΕΣ τη δυνατότητα να διαχειρίζεται περιπτώσεις παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές κατά την άσκηση της εποπτείας τους. Συνεπώς, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, «[α]ν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η [ΕΑΑΕΣ] ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου».

    52

    Το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3 και 6, του κανονισμού 1094/2010 θεσπίζει τα τρία στάδια του μηχανισμού αυτού. Συγκεκριμένα, το άρθρο 17, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, «[κ]ατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή των σχετικών ομάδων συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η [ΕΑΑΕΣ] μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης».

    53

    Προκύπτει επομένως από αυτήν τη διάταξη, και συγκεκριμένα από τη χρήση του ρήματος «μπορεί», ότι η ΕΑΑΕΣ διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεξαγωγή ερευνών, τόσο όταν είναι αποδέκτρια αιτήματος ενός εκ των φορέων που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1094/2010 όσο και όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, SV Capital κατά ΕΑΤ, T-660/14, υπό αναίρεση, EU:T:2015:608, σκέψη 47).

    54

    Ως εκ τούτου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της προσφυγής κατά παραλείψεως, η ΕΑΑΕΣ δεν υποχρεούται να ενεργήσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010.

    55

    Η ερμηνεία αυτή εξάλλου συνάδει με τους σκοπούς και την αποστολή της ΕΑΑΕΣ, καθώς και με την οικονομία του μηχανισμού που θεσπίζεται από το άρθρο 17 του κανονισμού 1094/2010. Όντως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης Προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 26 του εν λόγω κανονισμού ότι ο μηχανισμός που έχει συσταθεί με το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού αποσκοπεί στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και στη διασφάλιση ουδέτερων συνθηκών ανταγωνισμού των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση. Η εγγύηση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση αυτών. Αυτό σημαίνει, όπως επισημαίνει εξάλλου και η ΕΑΑΕΣ, ότι ο εν λόγω μηχανισμός δεν αποσκοπεί στην παροχή προστασίας ή αποκατάστασης της ζημίας μεμονωμένα σε διαφορές μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων και της αρμόδιας εθνικής αρχής.

    56

    Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, επισημαίνεται ότι η υποβολή αιτήσεως, όπως η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα εν προκειμένω, δεν δημιουργεί καμία ιδιαίτερη έννομη σχέση μεταξύ αυτής και της ΕΑΑΕΣ και δεν μπορεί να υποχρεώσει την ΕΑΑΕΣ να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1094/2010.

    57

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ αναλογίαν με την παρατιθέμενη στη σκέψη 50 ανωτέρω νομολογία, ότι η απορριπτική απόφαση δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να απαιτήσει από την ΕΑΑΕΣ να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1094/2010, η άρνηση της ΕΑΑΕΣ να κινήσει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια διαδικασία δεν θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

    58

    Συνεπώς, η απορριπτική απόφαση δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως πράξη δεκτική προσφυγής.

    59

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφυγή ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με την τήρηση της προθεσμίας προσφυγής.

    Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών

    60

    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, το παραδεκτό του οποίου θεμελιώνεται, κατά την προσφεύγουσα, στην ενεργητική νομιμοποίηση και στην τήρηση της προθεσμίας προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν μόνο λόγο περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου, επειδή το εν λόγω συμβούλιο παρέλειψε να αποφανθεί επί του συνολικού αντικειμένου της διαφοράς. Αναγνωρίζοντας ότι η προσφυγή της ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου στρεφόταν, βεβαίως, μόνο κατά της από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολής της ΕΑΑΕΣ, η προσφεύγουσα θεωρεί, ωστόσο, ότι το εν λόγω συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που εξέθεσε στην από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής αποφάσεως και η οποία είχε επισυναφθεί στην προσφυγή αυτή.

    61

    Η ΕΑΑΕΣ αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών είναι απαράδεκτο, καθόσον η απόφαση αυτή δεν είναι πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και ότι, σε κάθε περίπτωση, ο μοναδικός λόγος που προβάλλεται από την προσφεύγουσα είναι αλυσιτελής.

    62

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, δικαιολογείται η επί της ουσίας απόρριψη των ισχυρισμών της προσφεύγουσας σχετικά με το βάσιμο της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού του παρόντος αιτήματος ακυρώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψη 52).

    63

    Εν προκειμένω, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, κρίνεται σκόπιμη η χρήση της δυνατότητας αυτής, καθότι ο μοναδικός λόγος τον οποίο επικαλέστηκε η προσφεύγουσα προδήλως δεν επαρκεί, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, προς θεμελίωση του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

    64

    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 4, του κανονισμού 1094/2010, «[ε]φόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη». Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το συμβούλιο προσφυγών αξιολογεί το παραδεκτό της προσφυγής πριν να εξετάσει το βάσιμο, όταν ο καθού διάδικος ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

    65

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, η ΕΑΑΕΣ κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, με ημερομηνία 25 Ιουνίου 2015, το οποίο περιοριζόταν σε ζητήματα παραδεκτού. Στο υπόμνημα αυτό, ζητούσε την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης.

    66

    Με την απόφασή του, το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε από την προσφεύγουσα ως απαράδεκτη, επειδή, κατ’ ουσίαν, δεν στρεφόταν κατά πράξεως η οποία ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του. Κατά το συμβούλιο, η από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της ΕΑΑΕΣ αποτελούσε πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική της απορριπτικής αποφάσεως. Επεσήμανε μάλιστα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως και ότι, σε κάθε περίπτωση, καθότι η προσφυγή είχε ασκηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 2014, είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας η προσφεύγουσα μπορούσε να προσβάλει την απόφαση αυτή.

    67

    Καθόσον το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, δεν απεφάνθη επί της βασιμότητας της ασκηθείσας από την προσφεύγουσα προσφυγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμμορφώθηκε με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί, κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα

    68

    Αφενός, πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανέναν λόγο ή επιχείρημα για να αμφισβητήσει το βάσιμο της κρίσεως, από το συμβούλιο προσφυγών, του παραδεκτού τής ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής.

    69

    Πράγματι, με τον μοναδικό λόγο που προβάλλει η προσφεύγουσα, προσάπτει κατ’ ουσίαν στο συμβούλιο προσφυγών ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από αυτήν στην από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της. Από την επιστολή αυτή προκύπτει, πάντως, ότι τα επιχειρήματα αυτά κατέτειναν στη θεμελίωση παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης από το IVASS, προκειμένου να δικαιολογηθεί, κατά την προσφεύγουσα, διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού1094/2010.

    70

    Ως εκ τούτου, ο μόνος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της παρούσας προσφυγής αφορά αποκλειστικά την εκτίμηση της βασιμότητας της αρνήσεως διεξαγωγής έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1094/2010, στην οποία δεν προχώρησε, εντούτοις, το συμβούλιο προσφυγών.

    71

    Επομένως, ο μοναδικός λόγος που προβάλλεται είναι προδήλως αλυσιτελής.

    72

    Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα παραδέχεται, στο δικόγραφό της, «ότι στην από 22 Δεκεμβρίου 2014 ασκηθείσα προσφυγή της, ανέφερε μόνο την από 24 Νοεμβρίου 2014 [επιστολή της ΕΑΑΕΣ], ως προσβαλλόμενη απόφαση». Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συμφωνεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η προσφυγή που υποβλήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο την από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της ΕΑΑΕΣ. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται επίσης και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, και συγκεκριμένα από την ανάγνωση της προσφυγής που ασκήθηκε από την προσφεύγουσα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, η οποία προσδιόριζε σαφώς ως αντικείμενο «την από 24 Νοεμβρίου 2014 [επιστολή] της ΕΑΑΕΣ, η οποία επιβεβαίωνε την [απορριπτική] απόφαση», καθώς και από το υπόμνημα που κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, με το οποίο η προσφεύγουσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω επιβεβαιωτική της απορριπτικής αποφάσεως επιστολή ήταν αντίθετη στο δίκαιο της Ένωσης.

    73

    Δεν αμφισβητείται ότι το συμβούλιο προσφυγών απεφάνθη επί της προσφυγής που υποβλήθηκε κατά της από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολής της ΕΑΑΕΣ, απορρίπτοντάς την ως απαράδεκτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξάντλησε το αντικείμενο της διαφοράς, που συνίστατο, όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, στη νομιμότητα της εν λόγω μόνο επιστολής.

    74

    Επομένως, η προσφεύγουσα σφάλλει προδήλως ισχυριζόμενη ότι το συμβούλιο προσφυγών απεφάνθη μόνο εν μέρει επί του αντικειμένου της διαφοράς, παραλείποντας να αποφανθεί επί της από 18 Ιουνίου 2014 επιστολής της.

    75

    Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται παρότι η από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της προσφεύγουσας περιλαμβανόταν στο παράρτημα του υπομνήματος που κατέθεσε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και παρότι, στο υπόμνημα αυτό, η προσφεύγουσα διευκρίνιζε ότι τα παραρτήματα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματολογίας της. Όντως, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν, κατά την εκτίμηση της βασιμότητας μιας προσφυγής, το συμβούλιο προσφυγών υποχρεούται να αποφανθεί όχι μόνο επί των επιχειρημάτων που περιέχονται στα κατατεθέντα υπομνήματα, αλλά και επί των επιχειρημάτων που περιέχονται αποκλειστικά στα παραρτήματα των εν λόγω υπομνημάτων, διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι η εν λόγω επιστολή είχε περιληφθεί στο παράρτημα του υπομνήματος της προσφεύγουσας δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο σαφώς περιοριζόταν στην από 24 Νοεμβρίου 2014 επιστολή της ΕΑΑΕΣ.

    76

    Άλλωστε, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην ΕΑΑΕΣ ότι δεν εξέτασε την από 18 Ιουνίου 2014 επιστολή της ως προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 60 του κανονισμού 1094/2010 ή ότι δεν απεφάνθη επί της ασκηθείσας με την επιστολή αυτή προσφυγής, σημειώνεται επίσης ότι δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο από την εν λόγω επιστολή ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να ασκήσει ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών τέτοια προσφυγή. Πολλώ δε μάλλον, η επιστολή αυτή, που απευθυνόταν στον πρόεδρο της ΕΑΑΕΣ και παρέθετε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προς αμφισβήτηση της απορριπτικής αποφάσεως, περιείχε αίτημα προκειμένου ο πρόεδρος της ΕΑΑΕΣ να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση και να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού.

    77

    Προκύπτει ότι ο μόνος λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αλυσιτελής και, σε κάθε περίπτωση, ως προδήλως αβάσιμος.

    78

    Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η εν λόγω προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη.

    Επί της αγωγής αποζημιώσεως

    79

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο «να διαπιστώσει την ευθύνη της [ΕΑΑΕΣ]» για τη ζημία που της προκάλεσε με την παράλειψή της να εκδώσει απόφαση και με την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Αναφερόμενη ιδίως στα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο των προσφυγών κατά παραλείψεως και ακυρώσεως, επισημαίνει ότι η ΕΑΑΕΣ παρέβη σαφώς τα άρθρα 17 και 60 του κανονισμού 1094/2010 και τις διατάξεις της τρίτης οδηγίας για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, οι οποίες της απονέμουν δικαιώματα. Οι παράνομες αυτές πράξεις τής προκάλεσαν τόσο υλική ζημία, λόγω της μειώσεως, μεταξύ των ετών 2013 και 2014, κατά 59 % του κύκλου εργασιών της από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια στην Ιταλία, απώλειας κερδών και εξόδων σχετικά με τον αποκλεισμό ιδρύσεως υποκαταστήματος στην Ιταλία, όσο και βλάβη στη φήμη και την εικόνα της. Σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, ακόμη κι αν η αιτιώδης συνάφεια ανάγεται στην απόφαση του IVASS, συνέβαλε ωστόσο σημαντικά και η ΕΑΑΕΣ στη διατήρηση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής.

    80

    Η ΕΑΑΕΣ αντιτείνει ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη και, επικουρικώς, προδήλως αβάσιμη.

    81

    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, συγκεκριμένα, να μνημονεύει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Για να πληροί αυτές τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση των ζημιών που προβάλλεται ότι προκάλεσε όργανο της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας (αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-387/94, EU:T:1996:120, σκέψεις 106 και 107, και της 6ης Μαΐου 1997, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, T-195/95, EU:T:1997:66, σκέψεις 20 και 21). Αντιθέτως, το αίτημα με το οποίο ζητείται η επιδίκαση απροσδιόριστης αποζημιώσεως στερείται της αναγκαίας σαφήνειας και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί απαράδεκτο (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, 5/71, EU:C:1971:116, σκέψη 9).

    82

    Ο ενάγων μπορεί, βεβαίως, να μην προβεί στον αριθμητικό υπολογισμό του ύψους της ζημίας την οποία εκτιμά ότι έχει υποστεί, εφόσον παρέχει με σαφήνεια τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της φύσεως και της εκτάσεώς της, ώστε να είναι ο εναγόμενος σε θέση να αμυνθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έλλειψη αριθμητικών στοιχείων από το δικόγραφο δεν θίγει τα δικαιώματα άμυνας του αντιδίκου (διάταξη της 22ας Ιουλίου 2005, Polyelectrolyte Producers Group κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-376/04, EU:T:2005:297, σκέψη 55).

    83

    Ωστόσο, εν προκειμένω, η ενάγουσα απλώς αναφέρεται ασαφώς σε ζημία την οποία προβάλλει ότι υπέστη, τόσο υλική, συνιστάμενη στη μείωση κατά 59 % του κύκλου εργασιών της από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια στην Ιταλία, σε απώλεια κερδών και σε έξοδα σχετικά με τον αποκλεισμό ιδρύσεως υποκαταστήματος στην Ιταλία, όσο και βλάβη στη φήμη και την εικόνα της, χωρίς ουδόλως να θεμελιώνει τα επιχειρήματά της. Με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα παρέλειψε να παράσχει επαρκή στοιχεία προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο και η ΕΑΑΕΣ να μπορέσουν να εκτιμήσουν τον χαρακτήρα και την έκταση της ζημίας που υπέστη.

    84

    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στην ΕΑΑΕΣ και της ζημίας την οποία προβάλλει ότι υπέστη. Πράγματι, περιορίστηκε να σημειώσει ότι «[ήταν] αληθές ότι η αιτιώδης συνάφεια που είχε ως αποτέλεσμα τη ζημία που υπέστη ανάγεται στην απόφαση του IVASS, αλλά η ΕΑΑΕΣ, παραλείποντας να εκδώσει απόφαση ή λαμβάνοντας αποφάσεις που πάσχουν από ουσιαστικά ελαττώματα, συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση των αποτελεσμάτων της [εν λόγω] αποφάσεως […] και στην παράλειψη λήψεως μέτρου που θα θεράπευε τον περιορισμό αυτόν». Ισχυρισμοί τόσο ασαφείς και ατεκμηρίωτοι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 81 ανωτέρω.

    85

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

    86

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, και ειδικότερα των συμπερασμάτων που συνάγονται στις σκέψεις 43, 59, 78 και 85 ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    87

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΑΑΕΣ.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    διατάσσει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

     

    2)

    Η Onix Asigurări SA φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ).

    Λουξεμβούργο, 24 Ιουνίου 2016.

     

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Η Πρόεδρος

    M. E. Martins Ribeiro


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.

    Top