This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62015TJ0159
Judgment of the General Court (Seventh Chamber) of 9 September 2016.#Puma SE v European Union Intellectual Property Office.#EU trade mark — Opposition proceedings — Application for an EU figurative mark representing a bounding feline — Earlier international figurative marks representing a bounding feline — Relative ground for refusal — Sound administration — Proof of the reputation of the earlier marks — Article 8(5) of Regulation (EC) No 207/2009.#Case T-159/15.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2016.
Puma SE κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεικονίζοντος αιλουροειδές σε άλμα – Προγενέστερα εικονιστικά διεθνή σήματα απεικονίζοντα αιλουροειδές σε άλμα – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Χρηστή διοίκηση – Απόδειξη περί της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα – Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009.
Υπόθεση T-159/15.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2016.
Puma SE κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεικονίζοντος αιλουροειδές σε άλμα – Προγενέστερα εικονιστικά διεθνή σήματα απεικονίζοντα αιλουροειδές σε άλμα – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Χρηστή διοίκηση – Απόδειξη περί της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα – Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009.
Υπόθεση T-159/15.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:457
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έβδομο τμήμα)
της 9ης Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )
«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεικονίζοντος αιλουροειδές σε άλμα — Προγενέστερα εικονιστικά διεθνή σήματα απεικονίζοντα αιλουροειδές σε άλμα — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Χρηστή διοίκηση — Απόδειξη περί της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα — Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»
Στην υπόθεση T‑159/15,
Puma SE, με έδρα το Herzogenaurach (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον P. González-Bueno Catalán de Ocón, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
κατά
Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον P. Bullock, εν συνεχεία από τον D. Hanf,
καθού,
αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO ήταν η
Gemma Group Srl, με έδρα την Cerasolo Ausa (Ιταλία),
με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 19ης Δεκεμβρίου 2014 (υπόθεση R 1207/2014-5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Puma και της Gemma Group,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. van der Woude (εισηγητή), πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και I. Ulloa Rubio, δικαστές,
γραμματέας: A. Lamote, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 2015,
έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2015,
κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Απριλίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
1 |
Στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η Gemma Group Srl υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1). |
2 |
Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο κατωτέρω εικονιστικό σημείο κυανού χρώματος: |
3 |
Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 7 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Μηχανές κατεργασίας ξύλου· μηχανήματα για την κατεργασία αλουμινίου· μηχανήματα για την κατεργασία πολυβινυλοχλωριδίου (PVC)». |
4 |
Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 66/2013, της 8ης Απριλίου 2013. |
5 |
Στις 8 Ιουλίου 2013, η νυν προσφεύγουσα Puma SE άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως σήματος η οποία είχε ζητηθεί για όλα τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σκέψη 3 προϊόντα. Λόγος της ανακοπής ήταν ο διαλαμβανόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. |
6 |
Η ανακοπή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα (στο εξής: προγενέστερα σήματα):
|
7 |
Προς στήριξη της ανακοπής της, η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η νυν προσφεύγουσα προέβαλε τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα στο σύνολο των κρατών μελών, τούτο δε όσον αφορά όλα τα προϊόντα που παρατίθενται στη σκέψη 6 ανωτέρω. |
8 |
Στις 10 Μαρτίου 2014, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Όσον αφορά τη φήμη της οποίας χαίρει το υπ’ αριθ. 593987 προγενέστερο σήμα, έκρινε ότι, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, παρέλκει η εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η νυν προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει την εκτεταμένη χρήση του και τη φήμη του και ότι η εξέταση θα διενεργούταν βάσει της υποθέσεως ότι το εν λόγω προγενέστερο σήμα είχε «αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα». |
9 |
Στις 7 Μαΐου 2014, η νυν προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. |
10 |
Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Πρώτον, έκρινε ότι τα προγενέστερα σήματα και το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση εμφάνιζαν σε ορισμένο βαθμό οπτική ομοιότητα και εμπεριείχαν την ίδια έννοια «αιλουροειδούς σε άλμα που παραπέμπει σε πούμα». Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα ανακοπών επιβεβαίωσε την ύπαρξη της φήμης των προγενέστερων σημάτων, για τον λόγο ότι, στην πράξη, το τμήμα ανακοπών απλώς έκρινε ότι, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, δεν ήταν αναγκαίο εν προκειμένω να προβεί σε εκτίμηση των σχετικών με τη φήμη αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα και ότι θα προέβαινε στην εξέταση υποθέτοντας ότι το υπ’ αριθ. 593987 προγενέστερο σήμα διέθετε «αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα». Εν συνεχεία το τμήμα προσφυγών εξέτασε και απέρριψε τα αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης της οποίας έχαιραν τα προγενέστερα σήματα όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 6 ανωτέρω προϊόντα. Τρίτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι αποδείχθηκε η φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα, η ανακοπή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 έπρεπε να απορριφθεί, διότι δεν πληρούνταν ούτε οι λοιπές προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη οφέλους που αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων ή η ύπαρξη προσβολής τους. |
Αιτήματα των διαδίκων
11 |
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
12 |
Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
Σκεπτικό
Επί του παραδεκτού των στοιχείων τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
13 |
Καταρχάς, το EUIPO υποστηρίζει ότι οι εικόνες που αναπαράγονται στο σημείο 56 του δικογράφου της προσφυγής και οι οποίες προέρχονται από τον ιστότοπο τρίτου αποτελούν «νέα στοιχεία» που είναι απαράδεκτα. |
14 |
Οι εικόνες αυτές, οι οποίες προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Πράγματι, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO, κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάζει εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά με γνώμονα τα στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του. Επομένως, οι προμνημονευθείσες εικόνες δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η αποδεικτική αξία τους [βλ., σχετικώς, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. |
Επί της ουσίας
15 |
Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, οι οποίοι αντλούνται, ο μεν πρώτος από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, καθόσον το τμήμα προσφυγών απέρριψε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα και αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η φήμη τους αυτή, ο δεύτερος από παράβαση των άρθρων 75 και 76 του κανονισμού 207/2009, καθόσον το τμήμα προσφυγών εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα μολονότι το τμήμα ανακοπών δεν είχε προβεί σε τέτοια εξέταση, και ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού. |
16 |
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών, απορρίπτοντας τα αποδεικτικά στοιχεία της προσφεύγουσας σχετικά με τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα και αποκλίνοντας από την πρακτική του σχετικά με την έκδοση αποφάσεων όσον αφορά τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως. Προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, επομένως, δύο επιχειρήματα, το πρώτο σχετικά με την άρνηση του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχαν μεταφρασθεί στη γλώσσα διαδικασίας και το δεύτερο όσον αφορά το ότι το τμήμα προσφυγών απέκλινε από την πρακτική του ως προς την έκδοση αποφάσεων. |
17 |
Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών μνημόνευσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία: δύο έρευνες αγοράς σχετικές με τη Γαλλία (2008) και τη Σουηδία (2011), δεκαπέντε αποφάσεις εθνικών γραφείων σημάτων, συγκεκριμένα δε τρεις του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej (πολωνικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), τέσσερις του Institut national de la propriété industrielle (INPI, γαλλικού ινστιτούτου βιομηχανικής ιδιοκτησίας), μία του Instituto nacional da propriedade industrial (INPI, πορτογαλικού ινστιτούτου βιομηχανικής ιδιοκτησίας) και επτά του Oficina Española de Patentes y Marcas (ισπανικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων), καθώς και την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Budziewska κατά ΓΕΕΑ – Puma (Αιλουροειδές σε άλμα) (T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584). Διαπίστωσε ότι η σχετική με τη Σουηδία έρευνα αγοράς στερείται εν προκειμένω σημασίας, καθόσον η ανακοπή δεν στηριζόταν σε προγενέστερα δικαιώματα στη Σουηδία, και ότι η σχετική με τη Γαλλία έρευνα αγοράς δεν είχε προσκομισθεί μεταφρασμένη στη γλώσσα διαδικασίας, η οποία ήταν η αγγλική, κατά παράβαση του κανόνα 19, παράγραφοι 1, 3 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1). Επισήμανε ότι, επιπροσθέτως, η δεύτερη αυτή έρευνα αγοράς είχε διενεργηθεί πέντε έτη πριν κατατεθεί η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, ότι ήταν δυσχερές να προσδιορισθεί η βάση επί της οποίας διενεργήθηκε η έρευνα αυτή και να προσδιορισθούν τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η προβαλλόμενη φήμη. Παρομοίως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι δύο εκ των τριών αποφάσεων του πολωνικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και οι αποφάσεις του ισπανικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων δεν είχαν μεταφρασθεί στη γλώσσα διαδικασίας και έπρεπε, επομένως, να απορριφθούν. Όσον αφορά την από του 2008 απόφαση του πολωνικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τις αποφάσεις του γαλλικού INPI, οι οποίες είχαν μεταφρασθεί, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι ήταν δυσχερές να προσδιορισθούν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν αυτά τα εθνικά γραφεία προκειμένου να αποφανθούν ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης. Διευκρίνισε, χάριν παραδείγματος, ότι η από 13 Νοεμβρίου 2012 απόφαση του γαλλικού INPI απλώς μνημόνευε τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη του ότι το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος –το οποίο συνίσταται στην απεικόνιση πούμα– ήταν παγκοίνως γνωστό στο κοινό όσον αφορά τον τομέα της ενδύσεως, πλην όμως ήταν αδύνατο να διακριβωθεί η ορθότητα της κρίσεως αυτής χωρίς τα αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης τα οποία προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας αυτής. Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε συναφώς ότι οφείλει να εκτιμήσει τη φήμη βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ανακόπτουσα, σύμφωνα με τον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 2868/95 και επισήμανε ότι τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον εφόσον παρατίθενται ρητώς και προσδιορίζονται από εκείνον που τα επικαλείται. Τέλος, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, εν πάση περιπτώσει, η νομιμότητα των αποφάσεων του EUIPO πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού 207/2009, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι βάσει της προγενέστερης πρακτικής του EUIPO ή των εθνικών γραφείων ως προς την έκδοση αποφάσεων. Εν κατακλείδι, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στο σύνολό τους, τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή για να αποδειχθεί η φήμη των προγενέστερων σημάτων όσον αφορά τα οικεία προϊόντα εντός οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη. |
18 |
Πριν εξετασθούν τα δύο επιχειρήματα της προσφεύγουσας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως συνεπάγεται ιδίως την υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. |
19 |
Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων του EUIPO έχει διττό σκοπό, δηλαδή, αφενός, παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως [αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2004, KWS Saat κατά ΓΕΕΑ, C‑447/02 P, EU:C:2004:649, σκέψεις 64 και 65, και της 28ης Νοεμβρίου 2013, Herbacin cosmetic κατά ΓΕΕΑ – Laboratoire Garnier (HERBA SHINE), T‑34/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:618, σκέψη 42]. |
20 |
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το EUIPO πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο. Έχει προσθέσει, πάντως, ότι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, ο αιτών την καταχώριση σημείου ως σήματος δεν μπορεί να επικαλεσθεί προς όφελός του τυχόν παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση όμοιας αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, συγκεκριμένα, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο μη προσήκουσας καταχωρίσεως σήματος. Η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να διακριβωθεί το ενδεχόμενο το οικείο σήμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 74 έως 77). |
21 |
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, σχετικά με την άρνηση του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν μεταφρασθεί, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η σχετική με τη Γαλλία έρευνα αγοράς είχε βεβαίως συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα, πλην όμως δεν ήταν απαραίτητο να μεταφρασθεί, καθόσον η έρευνα αυτή ήταν «απολύτως σαφής» ως προς τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα. Επιπλέον, η ίδια έρευνα είχε προσκομισθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών ανακοπής χωρίς τα τμήματα του EUIPO να προβάλουν την παραμικρή αντίρρηση. |
22 |
Το EUIPO αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό παραπέμποντας κατ’ ουσίαν στον κανόνα 19 του κανονισμού 2868/95. |
23 |
Ο κανόνας 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι «[ο]ι πληροφορίες και αποδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 [του ιδίου άρθρου] παρέχονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση», η οποία «υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την υποβολή του αρχικού εγγράφου». Ο κανόνας 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι «το [EUIPO] δεν λαμβάνει υπόψη γραπτές υποβολές ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει καθορισθεί από το [EUIPO]». |
24 |
Ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95 είναι σαφής και ακριβής, παρέχει δε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωρίζει από της ενάρξεως της διαδικασίας ανακοπής τι πρέπει να πράξει όσον αφορά τα υφιστάμενα σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. |
25 |
Διαπιστώνεται, επομένως, ότι ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι τα στοιχεία που δεν είχαν μεταφρασθεί στη γλώσσα διαδικασίας δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Το ότι η σχετική με τη Γαλλία έρευνα αγοράς ήταν εν πάση περιπτώσει «απολύτως σαφής» ή το ότι είχε γίνει δεκτή άνευ μεταφράσεως σε προγενέστερες διαδικασίες δεν αναιρεί την κρίση αυτή. Πράγματι, ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95 δικαιολογείται από την υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ διαδίκων στις διαδικασίες inter partes [βλ., σχετικώς, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2007, SAEME κατά ΓΕΕΑ – Racke (REVIAN’s), T‑407/05, EU:T:2007:329, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. |
26 |
Επιπλέον, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω προκύπτει ότι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Ενδεχόμενη παράβαση του κανόνα 19 του κανονισμού 2868/95 στερείται, επομένως, σημασίας όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση. |
27 |
Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου της λόγου ακυρώσεως. |
28 |
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημά της, η προσφεύγουσα προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών αφιστάμενο της πρακτικής του EUIPO ως προς την έκδοση αποφάσεων, μολονότι η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε την πρακτική αυτή, καθώς και πλειόνων αποφάσεων εθνικών γραφείων και της αποφάσεως της 7ης Νοεμβρίου 2013, Αιλουροειδές σε άλμα (T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584). Σε όλες αυτές τις αποφάσεις γίνεται δεκτή η ύπαρξη φήμης των προγενέστερων σημάτων. Κατά την προσφεύγουσα, πρόκειται για ιδιαίτερο πραγματικό στοιχείο των σημάτων των οποίων έχει αναγνωρισθεί η φήμη, το οποίο δεν μπορεί να εξαρτάται από τα σήματα κατά των οποίων ασκείται ανακοπή. Το τμήμα προσφυγών, όμως, δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ήταν δικαιολογημένη αυτή η απόκλιση από τις προβληθείσες αποφάσεις. |
29 |
Το EUIPO αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό. Πρώτον, φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης, επικαλούμενη την προγενέστερη πρακτική ως προς την έκδοση αποφάσεων. Παραπέμπει, κατ’ ουσίαν, στο σκεπτικό, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νομιμότητα των αποφάσεων του EUIPO πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του κανονισμού 207/2009, όπως έχει ερμηνευθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, και όχι βάσει της προγενέστερης πρακτικής του EUIPO ή των εθνικών γραφείων ως προς την έκδοση αποφάσεων, καθόσον η πρακτική του ως προς την έκδοση αποφάσεων δεν κατισχύει άνευ άλλου τινός, δεδομένου ότι κάθε υπόθεση χαρακτηρίζεται από ειδικές πραγματικές και νομικές περιστάσεις δυνάμενες να συνεπάγονται διαφορετικές κρίσεις. |
30 |
Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα προέβαλε στα υπομνήματά της ενώπιον του τμήματος ανακοπών πρόσφατη πρακτική του EUIPO ως προς την έκδοση αποφάσεων, κατά την οποία γίνεται δεκτή η φήμη των προγενέστερων σημάτων και η ευρεία γνώση των σημάτων αυτών από το κοινό. Συγκεκριμένα, από την απόφαση του EUIPO της 30ής Μαΐου 2011 (ανακοπή B1291618) προκύπτει ότι έγινε δεκτό, βάσει μεγάλου αριθμού αποδεικτικών στοιχείων, ότι το υπ’ αριθ. 480105 προγενέστερο σήμα χαίρει ιδιαίτερης φήμης, τουλάχιστον στη Γαλλία, λαμβανομένης υπόψη της χρήσεώς του στην αγορά, όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 25 (ενδύματα, μπότες, κάλτσες και παντοφλάκια). Στην απόφαση αυτή μνημονεύθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία: ιστορικό της επιχειρήσεως και αποκομμάτων Τύπου, στοιχεία αναρτηθέντα στον ιστότοπό της, εικόνες παγκοσμίως γνωστής τεννίστριας η οποία φορά τα προϊόντα της προσφεύγουσας, αποκόμματα Τύπου όπου εμφανίζονται διάσημες ποδοσφαιρικές ομάδες που φέρουν τα προϊόντα της προσφεύγουσας, κατάλογοι υποδημάτων και ενδυμάτων αναγόμενοι στα έτη 1996 έως 1998 με εικόνες προϊόντων της προσφεύγουσας, έγγραφα καταδεικνύοντα τις δραστηριότητες χορηγίας της προσφεύγουσας στον τομέα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, αντίτυπα του περιοδικού Sporting Goods intelligence από το 2002 έως το 2007 περιέχοντα στοιχεία σχετικά με τον χώρο του αθλητισμού και μνημονεύοντα το σήμα της προσφεύγουσας ή την επωνυμία της επιχειρήσεως Puma, αντίτυπα άρθρων και διαφημίσεων από πολλά περιοδικά στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Μπενελούξ, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, η ετήσια έκθεση του έτους 2007 από την οποία προκύπτει ότι οι δαπάνες εμπορικής προωθήσεως αυξήθηκαν από τα 29 εκατομμύρια ευρώ, το 1997, στα 424,9 εκατομμύρια ευρώ, το 2007. Το EUIPO εξήγησε ότι από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι το εν λόγω προγενέστερο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί «επί μακρόν και εντατικά» και ότι ήταν εν γένει γνωστό στις οικείες αγορές, εντός των οποίων είχε «εδραιώσει τη θέση του» μεταξύ των «κυρίαρχων σημάτων», όπως προέκυπτε από «διάφορες ανεξάρτητες πηγές». Επιπλέον, το EUIPO μνημόνευσε διάφορα έντυπα (επί παραδείγματι τα Votre Beauté, Maximal, Femme Actuelle, Le Point, Tetu, Paris Match, Biba, Vogue, Glamour, κ.λπ.) τα οποία, μεταξύ άλλων στοιχείων, καταδείκνυαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αναγνώριζε ιδιαιτέρως ευχερώς το σήμα. Στην απόφαση του EUIPO της 30ής Αυγούστου 2010, επί της ανακοπής B1287178, έγινε επίσης δεκτό, βάσει πολυάριθμων αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν, ότι το υπ’ αριθ. 593987 προγενέστερο σήμα είχε αποκτήσει διά της χρήσεως ιδιαίτερη φήμη εντός της Ένωσης, όσον αφορά τα ενδύματα, τα υποδήματα, τα είδη πιλοποιίας και τα αθλητικά είδη που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες κλάσεις. Στην απόφασή του της 20ής Αυγούστου 2010, επί της ανακοπής B1459017, το EUIPO αποφάνθηκε επίσης ότι το υπ’ αριθ. 593987 προγενέστερο σήμα είχε ιδιαιτέρως διακριτικό χαρακτήρα ως εκ της «επί μακρόν εντατικής» χρήσεώς του και της «ιδιαίτερης αναγνωρισιμότητάς» του. |
31 |
Οι προγενέστερες αυτές αποφάσεις του EUIPO, μολονότι η προσφεύγουσα τις επικαλέσθηκε προσηκόντως, δεν εξετάσθηκαν και ούτε καν μνημονεύθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το τμήμα προσφυγών αρκέσθηκε στην υπόμνηση ότι το EUIPO δεν δεσμεύεται από την προγενέστερη πρακτική του ως προς την έκδοση αποφάσεων. |
32 |
Επιπλέον, οι κρίσεις που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις αυτές όσον αφορά τη φήμη της οποίας έχαιραν τα προγενέστερα σήματα ενισχύονταν από τις προσκομισθείσες αποφάσεις των εθνικών γραφείων. Έτσι, αντιθέτως προς ό,τι διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, η απόφαση του πολωνικού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ήταν καθαυτή ιδιαιτέρως αναλυτική ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στήριξε το εν λόγω γραφείο την εκτίμησή του περί της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα (μεταξύ των οποίων το υπ’ αριθ. 593987 προγενέστερο σήμα). Κατά τον τρόπο αυτό, το πολωνικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εξέθεσε αναλυτικώς, μεταξύ άλλων, τις εκστρατείες εμπορικής προωθήσεως και τις διαφημιστικές εκστρατείες της προσφεύγουσας σε παγκόσμιο επίπεδο και τις δράσεις της όσον αφορά τη χορηγία προσωπικοτήτων του αθλητισμού. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στην αγορά από το 1948, δηλαδή από εξηκονταετίας από της εκδόσεως της αποφάσεως του γραφείου αυτού, και ότι το σήμα που απεικονίζει αιλουροειδές σε άλμα ήταν γνωστό στην Πολωνία από πολλών ετών. Βάσει αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έκρινε «αξιόπιστα, εύλογα και συνεπή», καταδεικνύοντα με αξιόπιστο τρόπο τις προσπάθειες της προσφεύγουσας στον τομέα της προωθήσεως του σήματός της, αποφάνθηκε ότι τα σήματα της προσφεύγουσας που απεικονίζουν αιλουροειδές σε άλμα είχαν χρησιμοποιηθεί εντατικά στο εμπόριο και είχαν αποκτήσει φήμη εξ αυτού του λόγου. Εξάλλου, οι αποφάσεις του γαλλικού INPI, ιδίως δε εκείνες της 10ης Απριλίου 2013, της 25ης Οκτωβρίου και της 13ης Νοεμβρίου 2012, και η απόφαση του πορτογαλικού INPI της 10ης Μαρτίου 2009, μολονότι δεν παραθέτουν λεπτομερώς τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίσθηκαν οι κρίσεις που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις αυτές, συγκλίνουν ως προς το ότι το ενδιαφερόμενο κοινό γνωρίζει ευρέως τα προγενέστερα σήματα της προσφεύγουσας (ιδίως στον τομέα της ενδύσεως) και ως προς το ότι τα σήματα αυτά χαίρουν φήμης. Τέλος, από την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Αιλουροειδές σε άλμα (T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584, σκέψη 36), την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, προκύπτει ότι το «σχέδιο ή πρότυπο [που αντιστοιχεί στα προγενέστερα σήματα χαίρει] φήμης». Επρόκειτο, βεβαίως, για διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας σχεδίου ή προτύπου, πλην όμως η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας βασιζόταν σε προγενέστερα σχέδια ή πρότυπα τα οποία είχαν «δημοσιοποιηθεί» μέσω των διεθνών καταχωρίσεων σημάτων της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένων των προγενέστερων σημάτων. |
33 |
Πρέπει, επομένως, να επισημανθεί ότι, αφενός, το EUIPO είχε διαπιστώσει τη φήμη της οποίας έχαιραν τα προγενέστερα σήματα σε τρεις πρόσφατες αποφάσεις, οι οποίες ενισχύονταν από πλείονες εθνικές αποφάσεις, και ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν τα ίδια προγενέστερα σήματα, πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα των οικείων στην υπό κρίση υπόθεση και ορισμένα από τα οικεία στην υπό κρίση υπόθεση κράτη μέλη. Αφετέρου, η διαπίστωση περί της φήμης των προγενέστερων σημάτων αποτελεί διαπίστωση περί των πραγματικών περιστατικών που δεν εξαρτάται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα. |
34 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της προμνημονευθείσας στη σκέψη 20 νομολογίας, κατά την οποία το EUIPO πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, και δεδομένης της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να αποκλίνει της πρακτικής του EUIPO ως προς την έκδοση αποφάσεων χωρίς να παραθέσει την παραμικρή εξήγηση όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι διαπιστώσεις περί πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, στις οποίες είχε προβεί στις αποφάσεις αυτές, δεν ασκούσαν ή δεν ασκούσαν πλέον επιρροή στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών ουδόλως μνημονεύει ενδεχόμενη ελάττωση της φήμης αυτής από του χρόνου εκδόσεως των προμνημονευθεισών προσφάτων αποφάσεων ούτε κάνει λόγο για ενδεχομένως παράνομο χαρακτήρα της πρακτικής αυτής ως προς την έκδοση αποφάσεων. |
35 |
Δεύτερον, το EUIPO διατείνεται ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον λόγο ότι καμία από αυτές δεν συνοδευόταν από προσκομισθέντα στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης των προγενέστερων σημάτων. Επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσκομίσει εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης, τα οποία είχε ήδη προσκομίσει στο πλαίσιο των προγενέστερων διαδικασιών, ή να παραπέμψει σε αυτά με ακριβή τρόπο. |
36 |
Ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι, οσάκις η προσφυγή στρέφεται κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών εξετάζει την προσφυγή μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομισθεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα προσφυγών εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη νέα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Επομένως ο κανονισμός 2868/95 προβλέπει ρητώς ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει, στο πλαίσιο της εξετάσεως προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, εξουσία εκτιμήσεως βάσει τόσο του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 όσο και του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ως προς το ζήτημα αν πρέπει ή όχι να λάβει υπόψη νέα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομισθεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψεις 31 και 32). |
37 |
Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης προγενέστερης πρακτικής του ως προς την έκδοση αποφάσεων, η οποία ενισχύεται από σχετικώς υψηλό αριθμό εθνικών αποφάσεων και από μία απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, το τμήμα προσφυγών όφειλε, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή εξετέθη αναλυτικώς στις σκέψεις 18 έως 20 ανωτέρω, είτε να ζητήσει από την προσφεύγουσα να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα –έστω και για να τα απορρίψει τελικώς κατόπιν εξετάσεως– όπως του παρέχει τη δυνατότητα ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 είτε να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη στις προγενέστερες αυτές αποφάσεις ως προς τη φήμη των προγενέστερων σημάτων έπρεπε να απορριφθούν εν προκειμένω. Τούτο καθίστατο κατά μείζονα λόγο αναγκαίο δεδομένου ότι ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές μνημόνευαν κατά τρόπο ιδιαιτέρως λεπτομερή τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία είχαν στηριχθεί οι εκτιμήσεις τους περί της φήμης των προγενέστερων σημάτων, στοιχείο το οποίο έπρεπε να επιστήσει την προσοχή του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την ύπαρξή τους. |
38 |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ιδίως δε της υποχρεώσεως του EUIPO να αιτιολογεί τις αποφάσεις του. |
39 |
Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός. |
40 |
Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν αρκεί αφεαυτής για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε, επαλλήλως, επί του ζητήματος αν πληρούται η άλλη αναγκαία προϋπόθεση κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, συγκεκριμένα δε η ύπαρξη προσβολής του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης των προγενέστερων σημάτων ή η ύπαρξη οφέλους που αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα αυτόν ή από τη φήμη αυτή. |
41 |
Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών δύναται να ασκήσει καθοριστική επιρροή στο αποτέλεσμα της ανακοπής. Βεβαίως, το τμήμα προσφυγών στήριξε την εκτίμησή του περί της υπάρξεως προσβολής, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, στην υπόθεση ότι η φήμη των προγενέστερων σημάτων είχε αποδειχθεί. Εντούτοις, η ισχύς της φήμης των προγενέστερων σημάτων λαμβάνεται υπόψη κατά τη σφαιρική εκτίμηση περί της υπάρξεως προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, τόσο όσον αφορά την εκτίμηση περί συσχετισμού μεταξύ των σημάτων όσο και ως προς την εκτίμηση περί προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, οι οποίες αποτελούν χωριστές και αναγκαίες προϋποθέσεις. |
42 |
Πράγματι, η ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ των σημάτων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, η ισχύς της φήμης και ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα, εγγενούς ή αποκτηθέντος διά της χρήσεως, του προγενέστερου σήματος (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, Intel Corporation, C‑252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 41, 42 και 53, και της 12ης Μαρτίου 2009, Antartica κατά ΓΕΕΑ, C‑320/07 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:146, σκέψη 45). Όπως και η ύπαρξη δυνατότητας συσχετισμού μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, η ύπαρξη κάποιας εκ των προσβολών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 ή η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου επελεύσεώς της στο μέλλον πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, η ισχύς της φήμης του προγενέστερου σήματος και ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα, εγγενούς ή αποκτηθέντος διά της χρήσεως, του προγενέστερου σήματος (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, Intel Corporation, C‑252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 42 και 68). Εξάλλου, όσο εντονότερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας και όσο μεγαλύτερη η φήμη του σήματος αυτού τόσο ευχερέστερα μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται προσβολή (βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, Intel Corporation, C‑252/07, EU:C:2008:655, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
43 |
Δεδομένου, όμως, ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε πλήρη εξέταση της φήμης των προγενέστερων σημάτων, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 [βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψεις 72 και 73, της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Völkl κατά ΓΕΕΑ – Marker Völkl (VÖLKL), T‑504/09, EU:T:2011:739, σκέψη 63, και της 29ης Μαρτίου 2012, You-Q κατά ΓΕΕΑ – Apple Corps (BEATLE), T‑369/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:177, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. |
44 |
Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον απέρριψε την ανακοπή της προσφεύγουσας, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα. |
Επί των δικαστικών εξόδων
45 |
Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
46 |
Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
Van der Woude Wiszniewska-Białecka Ulloa Rubio Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2016. (υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.