Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TJ0101

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2017.
Red Bull GmbH κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενο σε συνδυασμό κυανού και ασημί χρώματος – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Επαρκώς σαφής και ακριβής γραφική παράσταση – Ανάγκη συστηματικής διευθετήσεως που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001].
Υπόθεση T-101/15.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:852

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2017 ( *1 )

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστάμενο σε συνδυασμό κυανού και ασημί χρώματος – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Επαρκώς σαφής και ακριβής γραφική παράσταση – Ανάγκη συστηματικής διευθετήσεως που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑101/15 και T‑102/15,

Red Bull GmbH, με έδρα το Fuschl am See (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον A. Renck, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Marques, με έδρα το Leicester (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον R. Mallinson και την F. Delord, στη συνέχεια, από τον R. Mallinson, solicitors,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Optimum Mark sp. z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους R. Skubisz, M. Mazurek, J. Dudzik και E. Jaroszyńska-Kozłowska, δικηγόρους,

με αντικείμενο δύο προσφυγές ασκηθείσες κατά δύο αποφάσεων του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Δεκεμβρίου 2014 (αντιστοίχως υπόθεση R 2037/2013-1 και υπόθεση R 2036/2013-1), σχετικά με δύο διαδικασίες κηρύξεως της ακυρότητας μεταξύ των Optimum Mark και Red Bull,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, E. Buttigieg και B. Berke (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2015,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως του EUIPO, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουνίου 2015,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2015,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα απαντήσεως, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση T‑101/15,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα ανταπαντήσεως της παρεμβαίνουσας, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2015 με την οποία επετράπη στη Marques να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα παρεμβάσεως της Marques, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου και 22 Μαρτίου 2016,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2016,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του EUIPO, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 2016,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2016,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2016 με την οποία αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑101/15 και T‑102/15 προς τον σκοπό της διευκολύνσεως της προφορικής διαδικασίας και της εκδόσεως κοινής αποφάσεως,

έχοντας υπόψη τη μεταβολή της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαρτίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

Στην υπόθεση T‑101/15

1

Στις 15 Ιανουαρίου 2002, η προσφεύγουσα, Red Bull GmbH, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, p. 1), όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: πρώτο αμφισβητούμενο σήμα) αποτελεί τον συνδυασμό δύο χρωμάτων αυτών καθαυτά και έχει ως κάτωθι:

Image

3

Στις 30 Ιουνίου 2003, η προσφεύγουσα προσκόμισε συμπληρωματικά έγγραφα προς απόδειξη του διακριτικού χαρακτήρα ο οποίος αποκτήθηκε λόγω της χρήσεως του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος. Στις 11 Οκτωβρίου 2004, η προσφεύγουσα προσκόμισε περιγραφή του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος, η οποία έχει ως εξής: «Η ζητούμενη προστασία περιλαμβάνει τα χρώματα κυανό (RAL 5002) και ασημί (RAL 9006). Η αναλογία των χρωμάτων είναι περίπου 50 %-50 %».

4

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ποτά για τόνωση της ενέργειας».

5

Η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων αριθ. 10/2005 της 7ης Μαρτίου 2005. Το πρώτο αμφισβητούμενο σήμα καταχωρίστηκε στις 25 Ιουλίου 2005, υπό τον αριθμό 002534774, με την ένδειξη περί διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος λόγω της χρήσεως και με τη μνημονευόμενη ανωτέρω στη σκέψη 3 περιγραφή.

6

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 η παρεμβαίνουσα, Optimum Mark sp. z o.o., υπέβαλε αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, του κανονισμού 2017/1001), και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001), για το σύνολο των προϊόντων που αναφέρονται ανωτέρω στη σκέψη 4.

7

Η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόταν στους ακόλουθους λόγους:

το πρώτο αμφισβητούμενο σήμα δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον η γραφική του παράσταση δεν πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει η νομολογία, κατά την οποία η γραφική παράσταση πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, αντιληπτή, διαρκής και αντικειμενική και πρέπει να περιλαμβάνει συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό·

η διατύπωση της περιγραφής η οποία συνοδεύει την αίτηση καταχωρίσεως του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος επιτρέπει πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς με αναλογίες «περίπου» 50 %-50 % των δύο χρωμάτων, και επομένως πολυάριθμες διευθετήσεις, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα στον καταναλωτή να επαναλάβει, με βεβαιότητα, κάποια αγορά.

Στην υπόθεση T‑102/15

8

Την 1η Οκτωβρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε δεύτερη αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο EUIPO, δυνάμει του κανονισμού 207/2009. Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα) αποτελεί συνδυασμό δύο χρωμάτων αυτών καθαυτά, και έχει ως κάτωθι:

Image

9

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ποτά για τόνωση της ενέργειας».

10

Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων αριθ. 48/2011 της 29ης Νοεμβρίου 2010.

11

Στις 22 Δεκεμβρίου 2010, ο εξεταστής προέβη σε ενημέρωση σχετικά με τη μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων, σύμφωνα με τον κανόνα 9, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1), αναφέροντας ότι, στο πεδίο για την περιγραφή του σήματος, οι αναλογίες υπό τις οποίες επρόκειτο να εφαρμοστεί κάθε χρώμα επί των προϊόντων δεν είχαν προσδιοριστεί και ότι δεν διευκρινιζόταν ο τρόπος με τον οποίο τα χρώματα αυτά θα εμφανίζονταν. Ο εξεταστής ζήτησε από την προσφεύγουσα να ορίσει με ακρίβεια «τις αναλογίες υπό τις οποίες θα εφαρμόζονται τα δύο χρώματα (για παράδειγμα, υπό ίσες αναλογίες) και τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανίζονται».

12

Στις 10 Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα ανέφερε στον εξεταστή ότι, «[σ]ε συμμόρφωση προς το από 22 Δεκεμβρίου 2010 έγγραφό [του], γνωρίζει στο EUIPO […] ότι τα δύο χρώματα θα εφαρμόζονται σε ίσες αναλογίες και σε παράθεση».

13

Στις 8 Μαρτίου 2011, το δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα καταχωρίστηκε βάσει του διακριτικού χαρακτήρα ο οποίος αποκτήθηκε λόγω της χρήσεως, με την ένδειξη των χρωμάτων «κυανό (Pantone 2747 C), ασημί (Pantone 877 C)» και με την ακόλουθη περιγραφή: «Τα δύο χρώματα θα εφαρμόζονται σε ίσες αναλογίες και σε παράθεση».

14

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2011 η παρεμβαίνουσα κατέθεσε αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του δεύτερου αμφισβητούμενου σήματος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, του εν λόγω κανονισμού, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ιδίου κανονισμού, για το σύνολο των προϊόντων που καλύπτει το σήμα.

15

Η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόταν στους ακόλουθους λόγους:

το δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον η γραφική παράστασή του δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία, σύμφωνα με την οποία η γραφική παράσταση πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, κατανοητή, διαρκής και αντικειμενική και πρέπει να περιλαμβάνει συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό·

καθόσον η φράση «σε παράθεση» δύναται να νοηθεί ως «με κοινό άκρο» ή ως «τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο» ή ως «τοποθετημένα μαζί για τη δημιουργία αντιθέσεως», η περιγραφή του δεύτερου αμφισβητούμενου σήματος δεν προσδιορίζει τη μορφή της διευθετήσεως βάσει της οποίας τα δύο χρώματα θα εφαρμόζονται επί των προϊόντων, οπότε δεν είναι πλήρης, σαφής και ακριβής αφ’ εαυτής.

Στις υποθέσεις T‑101/15 και T‑102/15

16

Με δύο αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων κήρυξε την ακυρότητα του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος και του δεύτερου αμφισβητούμενου σήματος (στο εξής, από κοινού: αμφισβητούμενα σήματα), εκτιμώντας ότι η γραφική παράστασή τους συνιστούσε «απλή παράθεση δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων που παρουσιάζονται αφηρημένα και χωρίς περίγραμμα», υπό την έννοια της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψη 34), χωρίς να χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια και τη σταθερότητα που απαιτεί το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 4 του κανονισμού 2017/1001), διότι επιτρέπει πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς οι οποίοι δεν παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αναγνωρίσει και να απομνημονεύσει ένα συγκεκριμένο συνδυασμό τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επαναλάβει με βεβαιότητα κάποια αγορά. Επιπλέον, δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στους επιχειρηματίες να γνωρίζουν την έκταση των προστατευομένων δικαιωμάτων του δικαιούχου των αμφισβητούμενων σημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων, συνοδευόμενη από την περιγραφή (υπό τις δύο εκδοχές οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 3 και 13 ανωτέρω), δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης διευθετήσεως των χρωμάτων η οποία μπορεί να προσδιορίσει έναν συγκεκριμένο συνδυασμό χρωμάτων που παρουσιάζονται σε ίσες αναλογίες, και επομένως και το αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχουν τα αμφισβητούμενα σήματα, οπότε δεν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009. Συγκεκριμένα, καίτοι μια τέτοια περιγραφή δεν απαιτείται να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί ή θα εφαρμοστεί το σήμα επί των διαφόρων προϊόντων, εντούτοις σκοπός της είναι να προσδιορίσει το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που χορηγείται με την καταχώριση του σήματος υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, το τμήμα ακυρώσεων διευκρίνισε ότι, μολονότι ο κανόνας 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 όντως δεν απαιτεί την υποβολή περιγραφής της γραφικής παραστάσεως, εντούτοις δεν αποκλείει το ενδεχόμενο απορρίψεως της καταχωρίσεως σήματος ή κηρύξεως της ακυρότητάς του όταν η υποβολή περιγραφής είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της καταχωρίσεως σήματος προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009. Τέλος, το τμήμα ακυρώσεων υπενθύμισε ότι το EUIPO δεν δεσμευόταν από τις προηγούμενες αποφάσεις του, αλλά μόνον από την αρχή της νομιμότητας, και ανέφερε εν κατακλείδι ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας είχε γίνει δεκτή στο σύνολό της σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν επρόκειτο να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων κηρύξεως της ακυρότητας τους οποίους επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα.

17

Στις 17 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε δύο προσφυγές κατά των δύο αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων και κατέθεσε τα υπομνήματά της εκθέτοντας τους λόγους ακυρώσεως στις 10 Φεβρουαρίου 2014.

18

Με δύο αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε τις δύο προσφυγές ως αβάσιμες, δεδομένου ότι τα αμφισβητούμενα σήματα είχαν καταχωριστεί κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού. Το τμήμα προσφυγών αιτιολόγησε τις δύο αυτές αποφάσεις βάσει πανομοιότυπης συλλογιστικής.

19

Το τμήμα προσφυγών, αφενός, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί λυσιτελώς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η οποία κατά την προσφεύγουσα παραβιάσθηκε από το τμήμα ακυρώσεων, καθώς το γεγονός ότι ο εξεταστής είχε ζητήσει την προσκόμιση περιγραφής του εν λόγω σήματος τη διατύπωση της οποίας δέχθηκε, ή και υπέδειξε, δεν ισοδυναμούσε με πληροφορίες ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες επί των οποίων θα μπορούσε να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της. Επιπλέον, κατά τον χρόνο καταχωρίσεως των αμφισβητούμενων σημάτων, δεν υπήρχε πάγια πρακτική του EUIPO σχετικά με την καταχώριση αμιγώς χρωματικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη πρακτική, όσο τρέχουσα κι αν ήταν, δεν ισοδυναμούσε με πληροφορίες ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες και δεν προσφερόταν ώστε να ελεγχθεί αν η γραφική παράσταση σήματος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009.

20

Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, αφετέρου, ότι το τμήμα ακυρώσεων είχε ορθώς κρίνει ότι τα αμφισβητούμενα σήματα είχαν καταχωριστεί κατά παράβαση του άρθρου 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

21

Πρώτον, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι το γεγονός ότι ένα σημείο έχει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του δεν ματαιώνει τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009. Κατά την άποψή του, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο προσδιορισμός του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας την οποία παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαιούχο του, ώστε να αποτρέπεται η κακή χρήση του δικαίου των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποκτηθεί αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να παρέχεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τη φύση των σημείων που έχουν καταχωριστεί και στις επιχειρήσεις να έχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των τρίτων, έχοντας πρόσβαση στο δημόσιο μητρώο που τηρούν οι εν λόγω αρχές.

22

Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε τη δυνατότητα καταχωρίσεως των αμιγώς χρωματικών σημάτων και υπενθύμισε τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η περιγραφή ενδέχεται να είναι αναγκαία για την πλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009. Όταν μια τέτοια περιγραφή συνοδεύει τη γραφική παράσταση, η περιγραφή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παραστάσεως αυτής.

23

Τρίτον, όσον αφορά τους συνδυασμούς δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων αυτών καθαυτά, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 45 των προσβαλλομένων αποφάσεων, εκτίμησε ότι η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), καθιέρωσε μια γενική αρχή όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, σύμφωνα με την οποία, για την πλήρωση των απαιτήσεων της ακρίβειας και της σταθερότητας που τάσσει η νομολογία, οι συνδυασμοί χρωμάτων πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συστηματικής διευθετήσεως που συνδέει τα οικεία χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό. Σκοπός αυτής της γενικής αρχής είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο γραφική παράσταση, η οποία επιτρέπει πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς, να μην παρέχει τη δυνατότητα στον μέσο καταναλωτή να επαναλάβει με βεβαιότητα κάποια αγορά. Ως εκ τούτου, εκτιμά, στο σημείο 48 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι, αφενός, η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων και, αφετέρου, η περιγραφή που τα συνοδεύει (υπό τις δύο εκτιθέμενες στις σκέψεις 3 και 13 ανωτέρω εκδοχές), οι οποίες πρέπει να συνεξεταστούν, υποδεικνύοντας μια απλή παράθεση δύο χρωμάτων, τα οποία ορίζονται με κωδικούς, και τις αναλογίες υπό τις οποίες τα χρώματα θα εμφανίζονται, επιτρέπουν τη διευθέτηση αυτών των δύο χρωμάτων υπό πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς, δημιουργώντας μια πολύ διαφορετική συνολική εντύπωση. Επομένως, τα αμφισβητούμενα σήματα δεν ήταν επαρκώς ακριβή και σταθερά.

24

Τέταρτον, στην προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑101/15, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο κατά προσέγγιση προσδιορισμός των χρωματικών αναλογιών, με τον όρο «περίπου», ήταν επαρκής για την εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, καθόσον η περιγραφή ήταν ανακριβής ακόμη και ελλείψει του όρου αυτού.

25

Πέμπτον, στον βαθμό που η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι η γραφική παράσταση του σήματος του οποίου ζητείτο η καταχώριση ήταν αρκούντως συγκεκριμένη, καθόσον απεικόνιζε το κυανό χρώμα αριστερά και το ασημί χρώμα δεξιά σε παράθεση, ήτοι χωρίζονταν από μία κάθετη κεντρική γραμμή σε ίσες αναλογίες, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στο σημείο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, ότι μία υπ’ αυτήν την έννοια ρητή περιγραφή έπρεπε να συνοδεύει την εν λόγω παράσταση. Ελλείψει τέτοιας ρητής περιγραφής, η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων επέτρεπε διαφορετικές διευθετήσεις.

26

Έκτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο το EUIPO έπρεπε να της είχε επιτρέψει να τροποποιήσει τις επίμαχες αιτήσεις καταχωρίσεως σημάτων ώστε να θεραπεύσει τις διαπιστωθείσες παρατυπίες, καθόσον ο κανόνας 9 του κανονισμού 2868/95 δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση προς τον σκοπό αυτό.

Αιτήματα των διαδίκων

27

Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την ένωση Marques (στο εξής: παρεμβαίνουσα ένωση), ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

να αναπέμψει τις υπό κρίση υποθέσεις ενώπιον του EUIPO προς εξέταση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001)·

να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

28

Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει τις προσφυγές·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

29

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει τις προσφυγές·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικών της δικαστικών εξόδων.

Σκεπτικό

30

Προς στήριξη των προσφυγών της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως και, ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

31

Πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, εκτιμά ότι τα αμφισβητούμενα σήματα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 και ότι το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε κατά τρόπο υπερβολικά στενό την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), με αποτέλεσμα τη δυσανάλογη και εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις μεταχείριση μόνον των αμιγώς χρωματικών σημάτων σε σχέση με τα άλλα είδη σημάτων. Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής κατά την καταχώριση σημάτων όπως τα αμφισβητούμενα. Πρώτον, εφαρμόζεται αποκλειστικώς στις αιτήσεις καταχωρίσεως των συνδυασμών χρωμάτων αυτών καθαυτά οι οποίες περιλαμβάνουν περιγραφή της οποίας η προστασία ζητείται ρητώς «υπό όλες τις δυνατές μορφές», αντιθέτως προς την περιγραφή των αμφισβητούμενων σημάτων. Δεύτερον, η απόδοση στη γλώσσα διαδικασίας, ήτοι στη γερμανική, της σκέψεως 34 της αποφάσεως αυτής, όπου χρησιμοποιείται ο όρος «Zusammenstellung», επικρίνει αποκλειστικώς τον «αυθαίρετο συνδυασμό» δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων και όχι την «παράθεση», όρο χρησιμοποιούμενο στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, ο οποίος παραπέμπει, αντιθέτως, σε «συγκεκριμένο συνδυασμό». Η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων αφορούσε τέτοιου είδους συγκεκριμένο συνδυασμό και όχι κάποιον αυθαίρετο συνδυασμό.

32

Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών απαίτησε λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα χρώματα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν επί των προϊόντων, συνεπώς και της χρήσεως των αμφισβητούμενων σημάτων στην οποία πρόκειται να προβεί, ζήτημα κρίσιμο για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 ή του άρθρου 15 του κανονισμού αυτού (νυν άρθρου 18 του κανονισμού 2017/1001), ενώ το ζήτημα της συμμορφώσεως της καταχωρίσεως σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το άρθρο 4 του ιδίου κανονισμού προϋποθέτει την εξέταση της ακρίβειας της γραφικής παραστάσεως in abstracto. Περαιτέρω, μια τέτοια περιγραφή, πρώτον, δεν συνιστά νομική απαίτηση και, δεύτερον, απονέμει στο επίμαχο σημείο την ιδιότητα του εικονιστικού σήματος.

33

Τρίτον, όσον αφορά την εν λόγω περιγραφή, η αναγνώριση της αναγκαιότητας μιας «ρητής» περιγραφής της πραγματικής χρήσεως αμιγώς χρωματικού σήματος ισοδυναμεί με επιβολή πρόσθετης προϋποθέσεως για την καταχώριση αυτού του είδους σημάτων, όπερ δεν συνιστά νομική απαίτηση για την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή νομολογίας, ούτε περαιτέρω απαιτείται για άλλα είδη «μη παραδοσιακών σημάτων» όπως για τα τρισδιάστατα σήματα ή για τα ηχητικά σήματα ή για τα παραδοσιακά εικονιστικά ή λεκτικά σήματα, ενώ ούτε έχει ποτέ απαιτηθεί με τις προηγούμενες αποφάσεις του EUIPO ή με τη νομολογία. Υπ’ αυτήν την έννοια, το τμήμα προσφυγών παραβίασε επίσης τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαφόρων ειδών σημάτων.

34

Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, αρκεί, για την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο συνίσταται σε συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, να ζητηθεί η καταχώριση τέτοιου σήματος ως σήματος αυτού του είδους, να γίνει η γραφική του παράσταση και να προσδιοριστούν τα χρώματα με αναφορά σε διεθνώς αναγνωρισμένους κωδικούς προσδιορισμού χρωμάτων που αναγνωρίζονται διεθνώς. Ο κανόνας «παίρνεις ό,τι βλέπεις» αποδίδει οπτικώς τις υπόλοιπες παραμέτρους οι οποίες είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό του επίμαχου σήματος.

35

Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τις αιτιάσεις αυτές.

36

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι διάφορες προβληθείσες αιτιάσεις στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως μπορούν να συμπτυχθούν κατ’ ουσίαν σε τρία σκέλη του λόγου ακυρώσεως, τα οποία αφορούν αντιστοίχως, το πρώτο, παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το δεύτερο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, το τρίτο, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009

37

Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά, από τη φύση τους, να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

38

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση ως σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4 του κανονισμού.

39

Από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να συνιστούν σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, τα χρώματα ή οι συνδυασμοί χρωμάτων πρέπει να πληρούν τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να αποτελούν σημείο. Δεύτερον, το σημείο αυτό πρέπει να είναι επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως. Τρίτον, το σημείο αυτό πρέπει να μπορεί να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, τα χρώματα είναι συνήθως απλή ιδιότητα των πραγμάτων. Ακόμη και στον ιδιαίτερο τομέα του εμπορίου, τα χρώματα και οι συνδυασμοί χρωμάτων χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για τη δυνατότητά τους να έλκουν ή να κοσμούν χωρίς να μεταφέρουν κάποια σημασία. Δεν αποκλείεται πάντως τα χρώματα ή οι συνδυασμοί χρωμάτων να μπορούν, σε σχέση με ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, να αποτελέσουν σημείο (βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, πρέπει να αποδεικνύεται ότι στον τομέα στον οποίο χρησιμοποιούνται, τα χρώματα ή οι συνδυασμοί χρωμάτων των οποίων ζητείται η καταχώριση εμφανίζονται πράγματι ως σημείο. Ο σκοπός της απαιτήσεως αυτής είναι ιδίως να αποφεύγεται η κακή χρήση του δικαίου των σημάτων προκειμένου να επιτευχθεί κάποιο παράνομο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψη 24).

42

Περαιτέρω, όσον αφορά την απαίτηση το σημείο να είναι επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, από τη νομολογία προκύπτει ότι με τη γραφική παράσταση πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα αποδόσεως του σημείου κατά τρόπον ώστε αυτό να μπορεί να γίνεται αντιληπτό διά της οράσεως, ειδικότερα με σχήματα, γραμμές ή χαρακτήρες, και επομένως να μπορεί να προσδιορίζεται με ακρίβεια (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψη 46).

43

Επιπλέον, για να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό της, η γραφική παράσταση, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, αντιληπτή, διαρκής και αντικειμενική (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 47 έως 55).

44

Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την ορθή λειτουργία του συστήματος καταχωρίσεως των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απαίτηση της γραφικής παραστάσεως έχει ιδίως ως λειτουργία να προσδιορίζει το ίδιο το σήμα, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο του. Πράγματι, η καταχώριση του σήματος σε δημόσιο μητρώο έχει ως αντικείμενο να το καθιστά προσιτό στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό, και ειδικότερα στους επιχειρηματίες. Αφενός, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τη φύση των σημείων που αποτελούν σήμα ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την προηγούμενη εξέταση των αιτήσεων καταχωρίσεως και με τη δημοσίευση, καθώς και με την τήρηση πρόσφορου και ακριβούς μητρώου σημάτων. Αφετέρου, οι επιχειρηματίες πρέπει να μπορούν να ενημερώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια για τις καταχωρίσεις που πραγματοποιούν ή τις αιτήσεις καταχωρίσεως που υποβάλλουν οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές τους, καθώς και να ενημερώνονται καταλλήλως σχετικά με τα δικαιώματα τρίτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψεις 26 έως 30).

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, για να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό του ως καταχωρισμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα σημείο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ακριβούς, βεβαίας και διαρκούς αντιλήψεως που να εγγυάται την πρωταρχική λειτουργία του εν λόγω σήματος (βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψεις 31 και 32).

46

Όσον αφορά τα αμιγώς χρωματικά σήματα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτό καθαυτό ένα δείγμα χρώματος δεν αποτελούσε γραφική παράσταση υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009. Αντιθέτως, η λεκτική περιγραφή ενός χρώματος, εφόσον αποτελείται από λέξεις που οι ίδιες συντίθενται από χαρακτήρες, αποτελούσε γραφική παράσταση του χρώματος αυτού, υπό τον όρο ότι πληροί τις προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, Libertel, C‑104/01, EU:C:2003:244, σκέψεις 33 έως 35).

47

Όσον αφορά τα σήματα τα οποία συνίστανται σε συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων αυτών καθαυτά, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, για την πλήρωση των αναφερόμενων στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω προϋποθέσεων, μια γραφική παράσταση δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων που παρουσιάζονται αφηρημένα και χωρίς περίγραμμα έπρεπε να περιλαμβάνει μια συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα συγκεκριμένα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό. Η απλή παράθεση δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων χωρίς σχήμα ούτε περίγραμμα ή η μνεία δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων «υπό όλες τις δυνατές μορφές» δεν εμφανίζει τα στοιχεία της ακρίβειας και της σταθερότητας που απαιτεί το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, οι παρουσιάσεις αυτού του είδους θα επέτρεπαν πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς που δεν θα έδιναν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να αναγνωρίσει και να απομνημονεύσει έναν συγκεκριμένο συνδυασμό τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επαναλάβει με βεβαιότητα κάποια αγορά ούτε θα επέτρεπαν στις αρμόδιες αρχές και στους επιχειρηματίες να γνωρίζουν την έκταση των προστατευομένων δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie, C‑49/02, EU:C:2004:384, σκέψεις 33 έως 35).

48

Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ενέχουν σφάλματα εκτιμήσεως.

49

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στο σημείο 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, επιβεβαίωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων με τις οποίες κηρύχθηκαν άκυρα τα αμφισβητούμενα σήματα βάσει του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αρκούντως ακριβή. Το τμήμα προσφυγών στήριξε την κρίση του στην από κοινού ανάλυση της γραφικής παραστάσεως και της περιγραφής που συνόδευε έκαστο των αμφισβητουμένων σημάτων. Καθόσον, πέραν της μνείας των δύο χρωμάτων, η περιγραφή απλώς ανέφερε ορισμένη αναλογία μεταξύ των χρωμάτων αυτών, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η απλή μνεία της αναλογίας αυτής επέτρεπε τη διευθέτηση των δύο χρωμάτων σε πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς και, επομένως, δεν συνέδεε τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384).

50

Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η ερμηνεία της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384) την οποία προκρίνει το τμήμα προσφυγών και ο τρόπος με τον οποίο την εφαρμόζει εν προκειμένω ενέχουν σφάλματα.

51

Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), έχει εφαρμογή αποκλειστικώς σε γραφική παράσταση συνιστάμενη σε απλό «συνδυασμό» χρωμάτων ο οποίος είναι αυθαίρετος και ακαθόριστος και δεν αφορά την περίπτωση χρωμάτων σε παράθεση, η οποία δεν αποτελεί απλό «συνδυασμό» υπό την έννοια της εν λόγω αποφάσεως. Επιπλέον, η απόφαση αυτή αφορά ουσιαστικά το ζήτημα της διεκδικήσεως της προστασίας δύο χρωμάτων «υπό όλες τις δυνατές μορφές». Έτσι, ο όρος «ή», ο οποίος χρησιμοποιείται στη σκέψη 34 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της εκφράσεως «υπό όλες τις δυνατές μορφές». Εξ αυτού απορρέει ότι η παράθεση δύο χρωμάτων, το ένα δίπλα στο άλλο, συνοδευόμενη από την ενδεδειγμένη μνεία της μεταξύ τους αναλογίας, εκπεφρασμένης σε ποσοστό επί τοις εκατό, δεν σημαίνει ότι μια γραφική παράσταση δεν είναι ακριβής ή σαφής, εκτός αν οι παράμετροι αυτές είναι σαφώς αντίθετες με την ταυτοχρόνως υποβληθείσα περιγραφή. Πρέπει, επομένως, τα δύο στοιχεία να συνεξεταστούν. Τα αμφισβητούμενα σήματα δεν συνιστούν απλό συνδυασμό χρωμάτων και η αίτηση καταχωρίσεώς τους δεν διεκδικεί προστασία «υπό όλες τις δυνατές μορφές». Η εν λόγω απόφαση δεν πρέπει, επομένως, να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

52

Κατά την παρεμβαίνουσα ένωση, η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), έχει εφαρμογή σε δύο είδη γραφικών παραστάσεων: αφενός, στα σημεία που αποτελούνται από την απλή παράθεση (η οποία πρέπει να ερμηνευθεί ως «απλός συνδυασμός») δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων χωρίς σχήμα ή περίγραμμα και, αφετέρου, στα σημεία που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα χρώματα τα οποία, σύμφωνα με την περιγραφή τους, απεικονίζονται «υπό όλες τις δυνατές μορφές». Επομένως, η σκέψη 34 της εν λόγω αποφάσεως αφορά δύο εναλλακτικές καταστάσεις στις οποίες δεν εμπίπτουν τα αμφισβητούμενα σήματα.

53

Η συλλογιστική της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας ενώσεως όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), πρέπει να απορριφθεί, καθόσον εκκινεί από εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως.

54

Πράγματι, οι σκέψεις 33 έως 35 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 47 ανωτέρω, πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού και υπό το πρίσμα των εκτιθέμενων στις σκέψεις 24 και 26 έως 30 της αποφάσεως αυτής αρχών, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 41 και 44 ανωτέρω.

55

Από την ερμηνεία αυτή προκύπτει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί με ακριβή τρόπο το αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχει σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο συνίσταται σε συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά, τα χρώματα πρέπει να απεικονίζονται σύμφωνα με συγκεκριμένη διευθέτηση ή συγκεκριμένο σχέδιο, που να συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό, και τούτο προκειμένου να αποφευχθούν πολυάριθμοι διαφορετικοί συνδυασμοί οι οποίοι δεν θα παρείχαν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να αναγνωρίσει και να απομνημονεύσει έναν συγκεκριμένο συνδυασμό, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στη σκέψη 35 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384).

56

Αυτή η προϋπόθεση είναι σύμφωνη, πρώτον, με την ανάγκη να μπορεί να επιτελέσει το σήμα τη δηλωτική της προελεύσεως λειτουργία του γενόμενο αντιληπτό και αναγνωρίσιμο από τους καταναλωτές όταν τίθεται επί των προϊόντων, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα χρώματα είναι συνήθως απλή ιδιότητα των πραγμάτων και χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για τη δυνατότητά τους να έλκουν ή να κοσμούν χωρίς να μεταφέρουν κάποια σημασία, δεύτερον, με την απαίτηση της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια ότι παρέχει στις αρμόδιες αρχές και στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τη φύση των σημείων που αποτελούν το σήμα και τα δικαιώματα των τρίτων και, τρίτον, με την απαίτηση της αποτροπής του αδικαιολόγητου περιορισμού της δυνατότητας της ελεύθερης χρήσεως των χρωμάτων στις εμπορικές πρακτικές, δημιουργώντας μονοπώλια υπέρ μίας μόνον επιχειρήσεως.

57

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν τα αμφισβητούμενα σήματα επιτρέπουν πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς των δύο επίμαχων χρωμάτων, υπό την έννοια της σκέψεως 35 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384).

58

Η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων αποτελείται από την κάθετη παράθεση δύο χρωμάτων, του κυανού και του ασημί, σε αναλογία 50 %-50 %. Αυτή η γραφική παράσταση συνοδεύεται από διαφορετική περιγραφή σε εκάστη των δύο περιπτώσεων. Η περιγραφή η οποία συνοδεύει το πρώτο αμφισβητούμενο σήμα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως T‑101/15, προσδιορίζει τα δύο χρώματα μέσω του διεθνώς αναγνωρισμένου κώδικα προσδιορισμού χρωμάτων «RAL» και διευκρινίζει ότι οι αναλογίες τους είναι «περίπου 50 %-50 %». Η περιγραφή η οποία αφορά το δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως T‑102/15, προσδιορίζει τα δύο χρώματα μέσω του διεθνώς αναγνωρισμένου κώδικα προσδιορισμού χρωμάτων «Pantone» και διευκρινίζει ότι τα χρώματα «θα εφαρμοστούν σε ίσες αναλογίες και σε παράθεση».

59

Αφενός, πρέπει να θεωρηθεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων αποτελούσε απλή παράθεση δύο χρωμάτων χωρίς σχήμα ή περίγραμμα, η οποία επιτρέπει πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς των δύο χρωμάτων.

60

Αφετέρου, πρέπει να θεωρηθεί ότι επίσης ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι περιγραφές οι οποίες συνοδεύουν τη γραφική παράσταση εκάστου των αμφισβητουμένων σημάτων δεν περιείχαν συμπληρωματικές διευκρινίσεις όσον αφορά τη συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό, αποκλείοντας πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς των χρωμάτων αυτών, όπως απαιτεί η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384).

61

Τα συμπεράσματα αυτά δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση.

62

Πρώτον, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας ενώσεως σχετικά με την ερμηνεία του όρου «Zusammenstellung» στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της σκέψεως 34 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), καθόσον ο όρος «παράθεση» δεν παραπέμπει μεν σε τυχαίο και αυθαίρετο συνδυασμό, όπως υποστηρίζουν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ένωση, πλην όμως ούτε συνιστά κατ’ ανάγκη συστηματική διευθέτηση υπό την έννοια της σκέψεως 33 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384). Συγκεκριμένα, καίτοι, βεβαίως, η παράθεση σημαίνει απευθείας συνένωση δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων, τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο, η συνένωση αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό πολυάριθμες διαφορετικές διευθετήσεις. Η εν λόγω παράθεση μπορεί, επομένως, να λάβει διαφορετικές μορφές δημιουργώντας διαφορετικές εικόνες ή διαφορετικά σχήματα, τηρώντας παράλληλα «αναλογίες περίπου 50 %‑50 %» ή «ίσες αναλογίες».

63

Η μνεία των αναλογιών στην περιγραφή των αμφισβητούμενων σημάτων προσθέτει απλώς την πληροφορία ότι ο τρόπος με τον οποίο τα δύο χρώματα καταλαμβάνουν τον χώρο, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρουσιάζεται η παράθεση, θα είναι τέτοιος ώστε κάθε χρώμα να καταλαμβάνει το ήμισυ του χώρου αυτού. Για τον λόγο αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί η ερμηνεία της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384) την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση και σύμφωνα με την οποία η διευκρίνιση ως προς τις αναλογίες ή ως προς τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών χρωμάτων ικανοποιεί αρκούντως την απαίτηση για συστηματική διευθέτηση όπως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση.

64

Πράγματι, η διευθέτηση των δύο χρωμάτων ενδέχεται να μην είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένη και σταθερή, όχι μόνον λόγω των διαφορετικών αναλογιών αυτών των χρωμάτων, αλλά και λόγω της διαφορετικής θέσεως στον χώρο των χρωμάτων αυτών υπό τις ίδιες αναλογίες.

65

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ενώσεως σύμφωνα με το οποίο η κάθετη παράθεση δύο χρωματικών λωρίδων, κυανής αριστερά και ασημί δεξιά, σε κατά προσέγγιση όμοιες αναλογίες συνιστά τη μόνη συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 54 έως 60 ανωτέρω εκτέθηκε ότι, εν προκειμένω, η γραφική παράσταση δύο χρωμάτων σε παράθεση συνοδευόμενη από μνεία των αντίστοιχων αναλογιών τους δεν επαρκεί για τον προσδιορισμό της συστηματικής διευθετήσεώς τους. Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα συνόδευσε τις αιτήσεις καταχωρίσεως, τις οποίες υπέβαλε με βάση τον διακριτικό χαρακτήρα που αποκτήθηκε λόγω της χρήσεως των αμφισβητούμενων σημάτων, με αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τα παρουσιάζουν με πολύ διαφορετικούς τρόπους σε σχέση με την κάθετη παράθεση των δύο χρωμάτων που εμφανίζεται στην περιλαμβανόμενη στις εν λόγω αιτήσεις γραφική παράσταση.

66

Η προσφεύγουσα εκτιμά, επομένως, ότι τα αμφισβητούμενα σήματα, χρωματικά σήματα per se, τα οποία περιγράφονται κατά τρόπο αφηρημένο, παρέχουν προστασία η οποία καλύπτει διαφορετικές διευθετήσεις του κυανού και του ασημί χρώματος και όχι μόνον τη διευθέτηση που αποτελείται από δύο ίσες κάθετες λωρίδες, η μία κυανού χρώματος αριστερά και η άλλη ασημί χρώματος δεξιά, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα ένωση. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει επομένως ότι η γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων, όπως καταχωρίστηκε, επιτρέπει πλήθος αναπαραστάσεων, οι οποίες δεν είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένες ούτε σταθερές.

67

Αυτό ακριβώς είναι το αποτέλεσμα το οποίο η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), σκοπεί να αποτρέψει, στον βαθμό που δεν συμμορφώνεται με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 41 και 44 ανωτέρω και συνίστανται στην εγγύηση της λειτουργίας του σήματος και στη δυνατότητα των καταναλωτών να αντιληφθούν, να αναγνωρίσουν και να απομνημονεύσουν ένα σήμα, όπερ προϋποθέτει ότι το σήμα εμφανίζεται οπτικώς όπως έχει καταχωριστεί.

68

Τρίτον, εάν, όπως υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα ένωση, επαρκούσε, για τη διασφάλιση της ακρίβειας και της σταθερότητας που απαιτεί το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, η εφαρμογή του κανόνα «παίρνεις ό,τι βλέπεις», θα έπρεπε η κάθετη παράθεση δύο ίσων λωρίδων, η μία κυανού χρώματος αριστερά και η άλλη ασημί χρώματος δεξιά, να συνιστά τη μόνη προστατευόμενη από την καταχώριση των αμφισβητούμενων σημάτων διευθέτηση. Παρά ταύτα, τούτο δεν ισχύει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 65 ανωτέρω.

69

Τουναντίον, ακριβώς η εφαρμογή του ως άνω κανόνα είναι εκείνη που επιτάσσει η γραφική παράσταση, όπως κατατέθηκε και όπως είναι ορατή («ό,τι βλέπεις»), να είναι η μόνη που αποτελεί αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχουν τα αμφισβητούμενα σήματα («παίρνεις»). Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), συμβάλλει στην αποσαφήνιση των πρακτικών συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από τον εν λόγω κανόνα όσον αφορά τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως των αμιγώς χρωματικών σημάτων.

70

Τέταρτον, η εφαρμογή εν προκειμένω από το τμήμα προσφυγών της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα ένωση, δεν καταλήγει σε άρνηση της υπάρξεως αυτού του είδους των σημάτων ή της δυνατότητας καταχωρίσεώς τους, κατά παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), κατά το οποίο το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συνίσταται από σημεία, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων ονομάτων προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμούς, χρώματα, το σχήμα των προϊόντων ή της συσκευασίας τους, ή ήχους, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά, αφενός, να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων και, αφετέρου, να μπορούν να απεικονίζονται στο μητρώο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τρόπο που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται στον δικαιούχο του σήματος. Άλλωστε, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 2017.

71

Πράγματι, αρκεί, για τον σκοπό αυτό, ο δικαιούχος του σήματος να προσκομίσει γραφική παράσταση του σήματος αντίστοιχη ακριβώς προς το αντικείμενο της προστασίας που επιθυμεί να λάβει. Δεν του επιτρέπεται, αντιθέτως, να προσκομίσει γραφική παράσταση ενώ παράλληλα επιδιώκει να λάβει προστασία ευρύτερη από εκείνη την οποία παρέχει η εν λόγω παράσταση ή η οποία δεν αντιστοιχεί με αυτήν, σε ευθεία αντίθεση με τον κανόνα «παίρνεις ό,τι βλέπεις».

72

Πέμπτον, στηριζόμενη στην άποψη ενός συμβούλου, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι ο θεμιτός σκοπός της περιγραφής ενός σημείου είναι η διασφάλιση, στην πράξη, της ομοιόμορφης απεικονίσεως του σήματος, επιτρέποντας ενδεχόμενες, πλην όμως αναπόφευκτες, «ελάσσονες διαφορές» κατά την εμπορική αναπαραγωγή του σημείου. Ωστόσο, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διαφορές ανάμεσα στα αμφισβητούμενα σήματα όπως απεικονίζονται και περιγράφονται και ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονται δεν είναι ελάσσονες, καθώς η παράθεση δύο ίσων κάθετων λωρίδων, μίας κυανού χρώματος αριστερά και μίας ασημί χρώματος δεξιά, ουδόλως απεικονίζεται επί των προϊόντων της προσφεύγουσας.

73

Έκτον, η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ένωση θεωρούν ότι η απαίτηση για περιγραφή μιας συστηματικής διευθετήσεως των χρωμάτων που αποτελούν το αντικείμενο σήματος συνιστάμενου σε συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με ακύρωση της διακρίσεως ανάμεσα στα αμιγώς χρωματικά σήματα και στα εικονιστικά σήματα.

74

Οι αιτιάσεις αυτές δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συγκεκριμένα, έστω και αν η απεικόνιση ή η περιγραφή της συγκεκριμένης διευθετήσεως των χρωμάτων συμβάλλουν στην προσομοίωση του αμιγώς χρωματικού σήματος με το εικονιστικό σήμα, το αντικείμενο της παρεχόμενης από αυτές τις δύο κατηγορίες σημάτων προστασίας παραμένει διαφορετικό.

75

Επιπλέον, όπως ορθώς τονίζει η παρεμβαίνουσα, το αμιγώς χρωματικό σήμα μπορεί να τεθεί, χωρίς περίγραμμα, σε ολόκληρη την επιφάνεια των προϊόντων τα οποία αφορά, ανεξαρτήτως του σχήματός τους ή της διευθετήσεώς τους, όπερ δεν ισχύει για τα εικονιστικά σήματα [βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Enercon κατά ΓΕΕΑ (Σειρά διαδοχικών αποχρώσεων πράσινου χρώματος), T‑655/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:49, σκέψη 16]. Επομένως, θα είναι πάντοτε προς το συμφέρον της επιχειρήσεως η καταχώριση χρωματικού σήματος, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτερης προστασίας την οποία παρέχει αυτό το είδος σημάτων σε σχέση με την παρεχόμενη από τα εικονιστικά σήματα.

76

Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η υποχρέωση προσκομίσεως ρητής περιγραφής, όπως αποτυπώθηκε από το τμήμα προσφυγών στο σημείο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στο σημείο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, δεν απορρέει ούτε από την εφαρμοστέα νομοθεσία ούτε από τη νομολογία, δεύτερον, ότι η νομολογία ουδέποτε έκρινε ότι η περιγραφή αυτή έπρεπε να έχει ως αντικείμενο την πραγματική χρήση του επίμαχου σήματος στο μέλλον και, τρίτον, ότι μια τέτοια απαίτηση, η οποία ισχύει αποκλειστικώς ως προς τα αμιγώς χρωματικά σήματα, συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών δημιούργησε μια πρόσθετη προϋπόθεση μόνον για την καταχώριση των αμιγώς χρωματικών σημάτων, η οποία δεν προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009.

77

Πρέπει, εκ προοιμίου, να διευκρινιστεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ότι υφίσταται υποχρέωση προσκομίσεως ρητής περιγραφής του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Επισήμανε μόνον ότι η ρητή περιγραφή ήταν αναγκαία «στη συγκεκριμένη περίπτωση».

78

Όσον αφορά το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι η ρητή περιγραφή των αμφισβητούμενων σημάτων ήταν αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι η αίτηση καταχωρίσεως «[μπορεί να] περιλαμβάνει περιγραφή του σήματος».

79

Όπως ορθώς παρατήρησε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 48 των προσβαλλομένων αποφάσεων, αφ’ ης στιγμής περιλαμβάνεται περιγραφή στην αίτηση καταχωρίσεως, η περιγραφή πρέπει να εξετάζεται μαζί με τη γραφική παράσταση.

80

Επιπλέον, όπως ορθώς υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 43 των προσβαλλομένων αποφάσεων, από την απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, Libertel (C‑104/01, EU:C:2003:244) προκύπτει ότι η περιγραφή ενός σημείου μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009.

81

Το ίδιο ισχύει, μεταξύ άλλων, και όταν η συστηματική διευθέτηση η οποία συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό δεν προκύπτει από τη γραφική παράσταση, οπότε η γραφική παράσταση δεν επιτρέπει τον σαφή προσδιορισμό του αντικειμένου της προστασίας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω.

82

Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, στο σημείο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στο σημείο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, ότι ήταν αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσκόμιση ρητής περιγραφής της συστηματικής διευθετήσεως που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο σταθερό και εκ των προτέρων προσδιορισμένο.

83

Δεύτερον, οι επικρίσεις της προσφεύγουσας σύμφωνα με τις οποίες το τμήμα προσφυγών απαίτησε να είναι αντικείμενο της περιγραφής η πραγματική χρήση του επίμαχου σήματος στο μέλλον πρέπει επίσης να απορριφθούν.

84

Συναφώς, καίτοι το σημείο 48 των προσβαλλομένων αποφάσεων αναφέρεται μεν στην «έκταση» της προστασίας την οποία παρέχει ένα σημείο, έννοια η οποία εξετάστηκε σε γενικές γραμμές στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της χρήσεώς του για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 3, ή του άρθρου 15 του κανονισμού 207/2009, εν προκειμένω, όμως ο όρος αυτός, όπως χρησιμοποιήθηκε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει να νοηθεί ως αναφορά στο «αντικείμενο» της προστασίας την οποία παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επιβεβαίωσε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

85

Πράγματι, η απαίτηση να παρουσιάζει το σήμα το οποίο συνίσταται σε συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό δεν ισοδυναμεί με απαίτηση προσδιορισμού της πραγματικής χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Ωστόσο, η αφηρημένη φύση ενός τέτοιου σήματος καθώς και η περιορισμένη εγγενής ικανότητα των χρωμάτων να μεταφέρουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη σημασία και, επομένως, να προσδιορίσουν την εμπορική προέλευση ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας επιτάσσουν τον προσδιορισμό του αντικειμένου της προστασίας την οποία παρέχει το επίμαχο σήμα με τον δέοντα βαθμό ακρίβειας. Τα αμιγώς χρωματικά σήματα διαφέρουν, επομένως, από τα άλλα είδη σημάτων τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, είναι περισσότερο ακριβή και ως εκ τούτου ικανά να μεταφέρουν κάποια σημασία. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και των εγγενών χαρακτηριστικών των αμιγώς χρωματικών σημάτων, η απαίτηση προσδιορισμού του αντικειμένου της προστασίας την οποία παρέχουν τέτοια σήματα με τον δέοντα βαθμό ακρίβειας δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

86

Τρίτον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλεται να προστεθεί ότι τα αμιγώς χρωματικά σήματα δεν υφίστανται περιορισμούς ούτε από απόψεως χώρου ούτε από απόψεως σχήματος, σε αντίθεση με τα τρισδιάστατα σήματα, ούτε από απόψεως περιγράμματος, σε αντίθεση με τα εικονιστικά σήματα, και εξωτερικεύονται κατά τρόπο οπτικό και όχι ηχητικό ή με χαρακτήρες, όπως τα ηχητικά ή τα λεκτικά σήματα.

87

Στην περίπτωση του συνδυασμού χρωμάτων, η μόνη δυνατή τοποθέτηση στον χώρο χωρίς περίγραμμα είναι η παράθεση υπό διαφορετικές διευθετήσεις. Επομένως, μπορούν να διευκρινιστούν μόνον οι συγκεκριμένες αποχρώσεις των οικείων χρωμάτων και οι αναλογίες υπό τις οποίες αυτές απεικονίζονται. Μια τέτοια απεικόνιση συνεπάγεται εξαιρετικά ευρύ αντικείμενο προστασίας παρεχόμενο από το σήμα, το οποίο δεν συνάδει με την απαίτηση για ελεύθερη χρήση των χρωμάτων, οπότε πρέπει, ήδη από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως, να διευκρινίζεται η συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό.

88

Επιπλέον, όπως ορθώς αναφέρει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στο σημείο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748), προκύπτει ότι η απαίτηση να είναι ένα σημείο σαφές, ακριβές, αφ’ εαυτού πλήρες, ευχερώς προσιτό, αντιληπτό, διαρκές και αντικειμενικό πρέπει να αξιολογείται ατομικώς για κάθε κατηγορία σημάτων, αναλόγως της φύσεώς του και των εγγενών χαρακτηριστικών του.

89

Από τα ανωτέρω απορρέει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλματα κρίνοντας, στα σημεία 48, 49 και 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15 και στα σημεία 48 και 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑102/15, ότι ο προσδιορισμός μόνον των αναλογιών των δύο χρωμάτων, του κυανού και του ασημί, επέτρεπε τη διευθέτηση των χρωμάτων αυτών υπό πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς και δεν αποτελούσε, επομένως, συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα αυτά κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό, δημιουργώντας συνολική εντύπωση πολύ διαφορετική και εμποδίζοντας τους καταναλωτές να επαναλάβουν με βεβαιότητα κάποια αγορά. Συνεπώς, κατέληξε ορθώς στο συμπέρασμα ότι η προσκομισθείσα στη συγκεκριμένη περίπτωση γραφική παράσταση, η οποία συνοδευόταν από περιγραφή η οποία ανέφερε αποκλειστικώς τις αναλογίες των δύο χρωμάτων, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αρκούντως ακριβής και ότι το αμφισβητούμενο σήμα είχε καταχωριστεί κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009.

90

Εξάλλου, όπως ορθώς ανέφερε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑101/15, το συμπέρασμα αυτό ισχύει για αμφότερα τα αμφισβητούμενα σήματα. Πράγματι, η παρουσία του όρου «περίπου» στην περιγραφή του πρώτου αμφισβητούμενου σήματος απλώς ενισχύει τον ανακριβή χαρακτήρα της γραφικής παραστάσεως η οποία είναι πανομοιότυπη για αμφότερα τα αμφισβητούμενα σήματα και επιτρέπει διαφορετικές διευθετήσεις των δύο επίμαχων χρωμάτων καθόσον συνοδεύεται από περιγραφή η οποία δεν παρέχει ικανές διευκρινίσεις ώστε να θεωρηθεί ότι υπάρχει μόνον μία διευθέτηση που συνδέει τα χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό.

91

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

92

Προκαταρκτικώς, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ρητώς την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με το δικόγραφο της προσφυγής, αλλά μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως, παραπέμποντας στα επιχειρήματα τα οποία αναπτύχθηκαν στη γνώμη του συμβούλου, καθώς και στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της παρεμβαίνουσας ενώσεως, στα σημεία τα οποία αφορούν την αρχή της αναλογικότητας.

93

Πάντως, η ρητή αναφορά στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως αποτελεί κατ’ ουσίαν απλώς τυποποίηση της αιτιάσεως η οποία ήδη είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής.

94

Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ανάγκη περιγραφής, κατά τον χρόνο της αιτήσεως καταχωρίσεως, του τρόπου με τον οποίο το αντικείμενο του σήματος εφαρμόζεται πράγματι στα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, αφενός, δεν ισχύει για τις άλλες κατηγορίες σημάτων, όπως τα τρισδιάστατα σήματα, τα ηχητικά ή τα λεκτικά σήματα. Αφετέρου, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση των αμφισβητούμενων σημάτων από πλευράς της προηγούμενης πρακτικής του EUIPO και της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου στον τομέα των αμιγώς χρωματικών σημάτων.

95

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης, προβλέπει ότι σε παρεμφερείς καταστάσεις επιφυλάσσεται η ίδια μεταχείριση. Από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι δυσμενής διάκριση υφίσταται μόνον όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες σε παρεμφερείς καταστάσεις ή όταν ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται σε διαφορετικές καταστάσεις (βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑39/10, EU:C:2012:282, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96

Πρώτον, όσον αφορά τη σύγκριση με άλλα είδη σημάτων, όπως αναλύθηκε στις σκέψεις 85 έως 88 ανωτέρω, από τη φύση του σήματος που συνίσταται σε συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά, χωρίς περίγραμμα ή σχήμα, απορρέει ότι, προκειμένου το ακριβές αντικείμενο της προστασίας του να είναι σαφές και αντιληπτό από τους καταναλωτές και τους επιχειρηματίες και να επιτελεί, επομένως, τη βασική δηλωτική της προελεύσεως λειτουργία του μην παρέχοντας δυσανάλογα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η γραφική παράστασή του ή η περιγραφή που τη συνοδεύει πρέπει να προσδιορίζουν τις ακριβείς αποχρώσεις των επίμαχων χρωμάτων, τις αναλογίες τους καθώς και τη διευθέτησή τους στον χώρο. Ο συγκεκριμένος βαθμός ακρίβειας απαιτείται λόγω της εγγενώς λιγότερο ακριβούς φύσεως των αμιγώς χρωματικών σημάτων η οποία τα διαφοροποιεί από τα άλλα είδη σημάτων. Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της νομολογίας η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω.

97

Δεύτερον, όσον αφορά τη σύγκριση με την προηγούμενη πρακτική του EUIPO σχετικά με τα αμιγώς χρωματικά σήματα, αρκεί η υπόμνηση ότι οι αποφάσεις τις οποίες καλούνται να λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών δυνάμει του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την καταχώριση σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό αυτό, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή, και όχι με βάση την προηγούμενη πρακτική ως προς τη λήψη των αποφάσεων (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, BioID κατά ΓΕΕΑ, C‑37/03 P, EU:C:2005:547, σκέψη 47).

98

Βεβαίως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, έχει κριθεί ότι το EUIPO όφειλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να λάβει υπόψη τις αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτηθεί με ιδιαίτερη προσοχή για το αν έπρεπε ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 74).

99

Ωστόσο, οι αρχές αυτές πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, το πρόσωπο το οποίο ζητεί την καταχώριση σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτού ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 75 και 76).

100

Εν προκειμένω, πρώτον, η προσφεύγουσα στηρίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO, κατά τις οποίες: «[ε]άν ζητείται η καταχώριση ενός συνδυασμού χρωμάτων καθ’ εαυτού, η γραφική παράσταση που κατατίθεται πρέπει να οριοθετεί τα συγκεκριμένα χρώματα στον χώρο ώστε να καθοριστεί το εύρος του δικαιώματος του οποίου ζητείται η καταχώριση (what you see is what you get – παίρνεις ό,τι βλέπεις). Η γραφική παράσταση πρέπει να υποδεικνύει σαφώς την αναλογία και τη θέση των διαφόρων χρωμάτων, ώστε να περιλαμβάνει μια συστηματική διευθέτηση που συνδέει τα οικεία χρώματα κατά τρόπο εκ των προτέρων προσδιορισμένο και σταθερό». Εξ αυτών, η προσφεύγουσα συνάγει ότι η πρακτική του EUIPO προέβλεπε μια ανάλυση των αιτήσεων καταχωρίσεως αμιγώς χρωματικών σημάτων με βάση τον κανόνα «παίρνεις ό,τι βλέπεις».

101

Συναφώς, δεν μπορεί να προβληθεί εν προκειμένω οποιαδήποτε παραβίαση του κανόνα αυτού. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 69 ανωτέρω προκύπτει ότι η απαίτηση για συστηματική διευθέτηση, όπως χαρακτηρίζεται από την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), ουδόλως αντιβαίνει στον εν λόγω κανόνα. Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή η απαίτηση απορρέει ευθέως από το γράμμα του σημείου των κατευθυντηρίων γραμμών του EUIPO το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα.

102

Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται την προ της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), πρακτική του EUIPO, από την οποία, κατά την άποψή της, προκύπτει ότι το EUIPO δέχεται, με βάση τον κανόνα «παίρνεις ό,τι βλέπεις», αιτήσεις καταχωρίσεως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία συνίστανται σε συνδυασμούς χρωμάτων αυτών καθαυτά, παρόμοιων με τα αμφισβητούμενα σήματα, και την επικύρωση των αιτήσεων αυτών με ορισμένες αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών.

103

Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτής ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου [βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017, Intercontinental Exchange Holdings κατά EUIPO (BRENT INDEX), T‑430/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:198, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

104

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε ότι είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην αίτηση καταχωρίσεως η ακριβής διευθέτηση αυτών καθαυτά των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται επί των προϊόντων. Στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2009, BCS κατά ΓΕΕΑ – Deere (Συνδυασμός πράσινου και κίτρινου χρώματος) (T‑137/08, EU:T:2009:417), της 12ης Νοεμβρίου 2010, Deutsche Bahn κατά ΓΕΕΑ (Οριζόντιος συνδυασμός των χρωμάτων γκρι και κόκκινου) (T‑404/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:466), της 12ης Νοεμβρίου 2010, Deutsche Bahn κατά ΓΕΕΑ (Κάθετος συνδυασμός των χρωμάτων γκρι και κόκκινου) (T‑405/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:467), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Enercon κατά ΓΕΕΑ (Σειρά πέντε διαδοχικών αποχρώσεων πράσινου χρώματος) (T‑655/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:49).

105

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι αποφάσεις των οποίων γίνεται επίκληση δεν αφορούσαν παράβαση του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί επί του ζητήματος των απαιτήσεων σαφήνειας και ακρίβειας των επίμαχων σημείων.

106

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

107

Όσον αφορά το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται ρητώς ούτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας με το δικόγραφο της προσφυγής, αλλά αναφέρεται σε αυτή για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως. Συναφώς, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από το EUIPO, αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό. Πράγματι, προκειμένου για αιτίαση προβαλλόμενη το πρώτον με το υπόμνημα απαντήσεως, υπενθυμίζεται ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών, καθώς και ότι η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ισχυρισμός ή λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Ανάλογη λύση επιβάλλεται για αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, Joynson κατά Επιτροπής, T‑231/99, EU:T:2002:84, σκέψη 156).

108

Εν προκειμένω, η αιτίαση σχετικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα των αποτελεσμάτων στα οποία κατάληξε η εκ μέρους του EUIPO εφαρμογή της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), όσον αφορά τη συμμόρφωση της γραφικής παραστάσεως αμιγώς χρωματικού σήματος προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009, προκύπτει εμμέσως, αφενός, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τον μη αναγκαίο χαρακτήρα ρητής περιγραφής συνοδεύουσας τη γραφική παράσταση των αμφισβητούμενων σημάτων και, αφετέρου, από την ανυπαρξία σχετικής νομικής απαιτήσεως, που είχαν ήδη προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής.

109

Από τα ανωτέρω απορρέει ότι ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αφορά την αρχή της αναλογικότητας και τον οποίο προέβαλε η παρεμβαίνουσα ένωση με το υπόμνημα παρεμβάσεως πρέπει επίσης να θεωρηθεί παραδεκτός, σύμφωνα με το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

110

Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού, αφενός, διευκρινίζεται ότι, στον βαθμό που τα επιχειρήματα τα οποία εκθέτει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό βάλλουν κατά της διαφορετικής μεταχειρίσεως των αμιγώς χρωματικών σημάτων σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες σημάτων, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν στην πραγματικότητα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν, όπως απορρέει από τις σκέψεις 94 έως 106 ανωτέρω.

111

Αφετέρου, όσον αφορά τη μομφή ότι η ερμηνεία της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών, συνεπάγεται υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή των προϋποθέσεων που ισχύουν για τη γραφική παράσταση των αμιγώς χρωματικών σημάτων από πλευράς των σκοπών τους οποίους επιδιώκουν οι προϋποθέσεις αυτές όπως επίσης και αδικαιολόγητα υψηλές απαιτήσεις, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο, και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81, και της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50).

112

Πρώτον, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 41, 43 και 44 ανωτέρω, οι κύριοι σκοποί τους οποίους επιδιώκει το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 είναι, μεταξύ άλλων, η διασφάλιση της δηλωτικής της προελεύσεως λειτουργίας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπερ προϋποθέτει ότι γίνεται αντιληπτό κατά τρόπο συγκεκριμένο, σταθερό και διαρκή, η εγγύηση της ασφάλειας δικαίου, η οποία προϋποθέτει τον προσδιορισμό του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας την οποία παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον δικαιούχο του καθώς και για τις αρμόδιες αρχές και τους άλλους επιχειρηματίες, και η προάσπιση του γενικού συμφέροντος ώστε να μην περιορίζεται αδικαιολογήτως η ελεύθερη χρήση των χρωμάτων και να μην γίνεται κακή χρήση του δικαίου των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποκτηθεί αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

113

Δεύτερον, τονίζοντας την απαίτηση για σαφήνεια και ακρίβεια που πρέπει να έχει σήμα το οποίο συνίσταται σε συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά ώστε να αποφεύγονται πολυάριθμοι διαφορετικοί συνδυασμοί, το Δικαστήριο στάθμισε τη συμμόρφωση της απαιτήσεως αυτής προς την αρχή της αναλογικότητας έχοντας υπόψη τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω διάταξη.

114

Τρίτον, η συμμόρφωση της απαιτήσεως αυτής για τα σήματα τα οποία συνίστανται σε απλό συνδυασμό χρωμάτων προς την αρχή της αναλογικότητας απορρέει ευθέως από τη φύση των σημάτων αυτών, όπως αναλύθηκε στις σκέψεις 84 έως 86 ανωτέρω. Πράγματι, για τον προσδιορισμό του ακριβούς αντικειμένου της προστασίας την οποία παρέχει ένα τέτοιο σήμα, απαιτείται, ήδη από το στάδιο της αιτήσεως καταχωρίσεως, η απεικόνισή του να είναι αντικειμενική και να περιλαμβάνει μια διευθέτηση υπό μορφή την οποία ο καταναλωτής θα αντιληφθεί και θα απομνημονεύσει.

115

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των προϋποθέσεων τις οποίες τάσσει η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), δεν ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκουν οι εν λόγω προϋποθέσεις.

116

Εξάλλου, σε περίπτωση που το EUIPO αποδεχόταν την προστασία συνδυασμού δύο ή περισσοτέρων χρωμάτων ο οποίος επιτρέπει de facto πολυάριθμους διαφορετικούς συνδυασμούς, η προσέγγιση αυτή θα ισοδυναμούσε με παροχή προστασίας η οποία θα ήταν δυσανάλογη προς τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το δίκαιο των σημάτων και ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δηλωτικής της προελεύσεως λειτουργίας των προϊόντων στις εμπορικές πρακτικές προς το συμφέρον των καταναλωτών.

117

Τέταρτον, η παρεμβαίνουσα ένωση υποστηρίζει ότι η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθίσταται ακόμη περισσότερο κατάφωρη καθόσον ο νέος κανονισμός 2015/2424 εγκαταλείπει την απαίτηση για γραφική παράσταση, εισάγοντας το άρθρο 4, στοιχείο βʹ, στον κανονισμό 207/2009 (νυν άρθρο 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001), το οποίο προβλέπει πλέον απλώς την απαίτηση το σήμα να αναπαρίσταται «κατά τρόπο που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται στον δικαιούχο του σήματος».

118

Συναφώς, καίτοι το άρθρο 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως. Συγκεκριμένα, το νέο κείμενο του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, το οποίο αποβλέπει μάλλον στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, διατυπώνεται περισσότερο περιορισμένα σε σχέση με το προϊσχύσαν, στον βαθμό που ενσωματώνει ρητώς στο σώμα του τους σκοπούς που ορίζονται στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann (C‑273/00, EU:C:2002:748), και της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), οπότε συνάδει απολύτως με τη νομολογία αυτή, καθώς και με την εφαρμογή της από το τμήμα προσφυγών με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

119

Επιπλέον, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και όπως παρατήρησε η παρεμβαίνουσα, δεν είναι ούτε αδύνατη ούτε δυσανάλογη η απαίτηση η αίτηση καταχωρίσεως η οποία αφορά συνδυασμό χρωμάτων αυτών καθαυτά να αναπαρίσταται γραφικά ή να συνοδεύεται από περιγραφή η οποία περιλαμβάνει τη συστηματική διευθέτηση των χρωμάτων στον χώρο, κατά τρόπον ώστε να γίνεται αντιληπτό με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχει το εν λόγω σήμα.

120

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

121

Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση, προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι έκρινε, αφενός, ότι η αποδοχή, ακόμη και η υπόδειξη, από τον εξεταστή της διατυπώσεως της περιγραφής, κατά την κατάθεση των αιτήσεων καταχωρίσεως των αμφισβητούμενων σημάτων, δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και, αφετέρου, ότι είτε δεν υπήρχε πάγια πρακτική του EUIPO είτε δεν ισοδυναμούσε με πληροφοριακά στοιχεία δυνάμενα να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

122

Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το EUIPO, μην καταχωρίζοντας τα αμφισβητούμενα σήματα με βάση τον διακριτικό τους χαρακτήρα λόγω χρήσεως, εμμέσως αποφάνθηκε επί της συμμορφώσεως των εν λόγω σημάτων προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009.

123

Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

124

Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, ένα σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο EUIPO ή μετά από άσκηση ανταγωγής στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, εάν το σήμα δεν έχει καταχωριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού.

125

Κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε υποκείμενο δικαίου στο οποίο ένα όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Τέτοιες διαβεβαιώσεις αποτελούνται, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν, από ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές [βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, Kachakil Amar κατά ΓΕΕΑ (Επίμηκες αδρό μαύρο περίγραμμα που καταλήγει σε τρίγωνο), T‑388/04, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

126

Ωστόσο, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις και τους κανόνες που τυγχάνουν εφαρμογής, καθώς υποσχέσεις οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν στον ενδιαφερόμενο δικαιολογημένη εμπιστοσύνη [βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, Interkobo κατά ΓΕΕΑ – XXXLutz Marken (my baby), T‑523/10, EU:T:2012:326, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

127

Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η διοίκηση ικανές να προκαλέσουν συγγνωστή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη που επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση [βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, dm-drogerie markt κατά ΓΕΕΑ – Distribuciones Mylar (dm), T‑36/09, EU:T:2011:449, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

128

Εν προκειμένω, στο σημείο 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων, πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον οι υποδείξεις του εξεταστή για την περιγραφή κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως δεν αποτελούσαν συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα, ικανά να της δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες όσον αφορά το κύρος της καταχωρίσεως των αμφισβητούμενων σημάτων.

129

Όσον αφορά το πρώτο αμφισβητούμενο σήμα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο εξεταστής ζήτησε από τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας, κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών επαφών μεταξύ της 11ης Αυγούστου και της 3ης Σεπτεμβρίου 2004, να διευκρινίσει περαιτέρω την αίτηση καταχωρίσεως λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων καταχωρίσεως που όρισε η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), και, ειδικότερα, να προσθέσει στοιχεία σχετικά με τις αναλογίες των δύο επίμαχων χρωμάτων και τον τρόπο εμφανίσεως αυτών των χρωμάτων. Κατόπιν αυτού του αιτήματος του εξεταστή, η προσφεύγουσα κατέθεσε, στις 11 Οκτωβρίου 2004, την παρατιθέμενη στη σκέψη 3 ανωτέρω περιγραφή και το πρώτο αμφισβητούμενο σήμα καταχωρίστηκε στις 25 Ιουλίου 2005.

130

Όσον αφορά το δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 11 έως 13 ανωτέρω, κατόπιν της ενημερώσεως περί της μη τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων την οποία εξέδωσε ο εξεταστής και με την οποία ζητούσε να προσδιοριστούν οι αναλογίες υπό τις οποίες θα εφαρμόζεται έκαστο των χρωμάτων επί των προϊόντων και ο τρόπος με τον οποίο τα χρώματα αυτά θα εμφανίζονται, η προσφεύγουσα προσκόμισε περιγραφή όπου αναφερόταν ότι «τα χρώματα θα εφαρμοστούν σε αναλογίες ίσες και σε παράθεση». Στις 8 Μαρτίου 2011 καταχωρίστηκε το δεύτερο αμφισβητούμενο σήμα.

131

Οι ως άνω πραγματικές περιστάσεις δεν αμφισβητούνται από το EUIPO.

132

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως επιβεβαίωσε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο εξεταστής περιορίστηκε να ζητήσει από την προσφεύγουσα να διευκρινίσει περαιτέρω την προσκομισθείσα περιγραφή αναφέροντας τις αναλογίες των δύο χρωμάτων και τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιάζονται. Ακολούθως, οι διευκρινίσεις της προσφεύγουσας έγιναν δεκτές. Πάντως, τούτο δε σημαίνει ότι ο εξεταστής, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, παρέσχε διαβεβαιώσεις ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες, σύμφωνα με τις οποίες οι περιγραφές αυτές ανταποκρίνονταν στις νομικές απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009.

133

Πρώτον, ο εξεταστής δέχθηκε μεν, δύο φορές, δύο περιγραφές οι οποίες δεν συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις που όρισε η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Heidelberger Bauchemie (C‑49/02, EU:C:2004:384), αυτού του είδους οι περιστάσεις δεν μπορούν εντούτοις να αποκλείσουν το ενδεχόμενο κηρύξεως της ακυρότητας των αμφισβητούμενων σημάτων σε περίπτωση καταχωρίσεώς τους κατά παράβαση ενός εκ των απόλυτων λόγων απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009.

134

Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία παρέσχε ο εξεταστής μπορούν να χαρακτηριστούν ως συγκεκριμένες και απαλλαγμένες αιρέσεων διαβεβαιώσεις, από την προμνησθείσα νομολογία στη σκέψη 126 προκύπτει ότι, καθόσον οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν συμμορφώνονταν με τις εφαρμοστέες διατάξεις, δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

135

Τρίτον, η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν προηγήθηκαν συζητήσεις σχετικά με τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να προσκομιστούν ώστε να διασφαλιστεί η ορθότητα και η πληρότητα της αιτήσεως, δεν μπορεί να προφυλάξει τον δικαιούχο του εν λόγω σήματος από τον κίνδυνο να κηρυχθεί άκυρο το σήμα αυτό δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Συγκεκριμένα, από την παρατεθείσα στη σκέψη 126 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου, η οποία συνιστά το γενικό συμφέρον το οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή, κατισχύει κατ’ ανάγκην της τυχόν δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του συμφέροντος ιδιωτικής φύσεως που μπορεί ενδεχομένως να επικαλεστεί ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

136

Επιπλέον, σκοπός του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 είναι ακριβώς να καταστήσει δυνατή τη θεραπεία των τυχόν σφαλμάτων στα οποία ενδεχομένως υπέπεσε ο εξεταστής κατά τον χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως, ανεξαρτήτως του αν προηγήθηκαν του σφάλματος συζητήσεις με τον αιτούντα την καταχώριση του σήματος, καθώς και στις δύο περιπτώσεις θεωρείται ότι έλαβε χώρα ορθή καταχώριση, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι δεν μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας απόλυτου λόγου απαραδέκτου, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου αυτού.

137

Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη επί της προηγούμενης πρακτικής λήψεως αποφάσεων του EUIPO.

138

Συναφώς, όπως τούτο υπομνήσθηκε στις σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω, το EUIPO υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του συμμορφούμενο προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μολονότι, βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το EUIPO πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προηγούμενες αποφάσεις επί παρεμφερών αιτήσεων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, εντούτοις η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, το πρόσωπο το οποίο ζητεί την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να επικαλεστεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος άλλου, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση όμοιας αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, συγκεκριμένα, χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο μη προσήκουσας καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, τέτοια εξέταση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να διακριβωθεί το ενδεχόμενο το οικείο σημείο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου από τους λόγους απαραδέκτου [βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Comptoir d’Épicure κατά ΓΕΕΑ – A-Rosa Akademie (da rosa), T‑405/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1072, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

139

Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε λυσιτελώς να επικαλεστεί, προς στήριξη της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προηγούμενες αποφάσεις του EUIPO (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, da rosa, T‑405/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1072, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140

Περαιτέρω, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε στο σημείο 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων ότι, κατά τη νομολογία, μια απλή πρακτική, όσο τρέχουσα και αν είναι, δεν ισοδυναμεί με ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 125 ανωτέρω [βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Anheuser-Busch κατά ΓΕΕΑ – Budějovický Budvar (BUDWEISER), T‑191/07, EU:T:2009:83, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

141

Εξάλλου, όπως ορθώς παρατηρεί το τμήμα προσφυγών στα σημεία 30 έως 33 των προσβαλλομένων αποφάσεων, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί σε προηγούμενες αποφάσεις του EUIPO ή των τμημάτων προσφυγών ή ακόμη σε αποφάσεις του δικαστή της Ένωσης, σχετικές με σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία συνίστανται σε συνδυασμούς χρωμάτων αυτών καθαυτά παρόμοια με τα αμφισβητούμενα σήματα και στηριζόμενες αποκλειστικώς στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πρακτικής σχετικής με τη δυνατότητα καταχωρίσεως τέτοιων σημάτων υπό την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού.

142

Πράγματι, δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι ο εξεταστής, το τμήμα προσφυγών ή ο δικαστής της Ένωσης αποφάνθηκαν μόνον επί της απουσίας διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων αυτών ότι θεωρήθηκε ότι τα σήματα συμμορφώνονται προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις αυτές συνιστούσαν πρακτική του EUIPO ή του δικαστή της Ένωσης ως προς την αποδοχή αιτήσεων καταχωρίσεως σημάτων αυτού του είδους ως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο το EUIPO, καταχωρίζοντας τα αμφισβητούμενα σήματα με βάση τον διακριτικό χαρακτήρα τους λόγω χρήσεως, αποφάνθηκε εμμέσως επί της συμμορφώσεως των σημάτων αυτών προς το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009.

143

Τρίτον, στον βαθμό που η παρεμβαίνουσα ένωση στηρίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του EUIPO, έχει ήδη κριθεί ότι τίποτε δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι οι γραμμές αυτές κατισχύουν της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό ρυθμίσεως της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, BUDWEISER, T‑191/07, EU:T:2009:83, σκέψη 48).

144

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

145

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Ως εκ τούτου, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

146

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

147

Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα ένωση η οποία παρενέβη υπέρ της προσφεύγουσας θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Red Bull GmbH στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η Optimum Mark sp. z o.o.

 

3)

Η Marques φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Prek

Buttigieg

Berke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Νοεμβρίου 2017.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top