Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CO0385

    Διαταξη του Αντιπροεδρου του Δικαστηριου της 6ης Οκτωβρίου 2015.
    Anonymos Elliniki Metalleftiki kai Metallourgiki Etairia Larymnis Larko κατά Larko Geniki Metalleftiki kai Metallourgiki AE και Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
    Υπόθεση C-385/15 P(I).

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:681

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 6ης Οκτωβρίου 2015 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως — Παρέμβαση — Δανειστής κύριου διαδίκου — Συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς — Δεν υφίσταται»

    Στην υπόθεση C‑385/15 P(I),

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 17 Ιουλίου 2015,

    Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο, με έδρα την Καλλιθέα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Κουλούρη, δικηγόρο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και É. Gippini Fournier, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

    αφού άκουσε τον πρώτο γενικό εισαγγελέα M. Wathelet,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο (στο εξής: παλαιά Λάρκο) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 11ης Ιουνίου 2015, Λάρκο κατά Επιτροπής (T‑423/14, EU:T:2015:439, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της παρεμβάσεως προς στήριξη των αιτημάτων της εταιρίας Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: νέα Λάρκο), προσφεύγουσας πρωτοδίκως στην υπόθεση T‑423/14.

    2        Το 1989 η νέα Λάρκο ανέλαβε την άσκηση της δραστηριότητας εξορύξεως, επεξεργασίας και εμπορίας σιδηρονικελίου, την οποία ασκούσε προηγουμένως η παλαιά Λάρκο. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η νέα Λάρκο οφείλει στην παλαιά σημαντικά χρηματικά ποσά. Με την προσφυγή της στην υπόθεση T‑423/14, η νέα Λάρκο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στη [νέα Λάρκο] (EE L 254, σ. 24, στο εξής: επίμαχη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε ότι ορισμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη νέα Λάρκο δεν ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά και διέταξε την ανάκτησή τους.

    3        Επιπλέον, η πρώην Λάρκο ζητεί από το Δικαστήριο να δεχθεί την αίτησή της παρεμβάσεως.

    4        Η Επιτροπή υπέβαλε τις σχετικές με την αίτηση αναιρέσεως παρατηρήσεις της στις 29 Ιουλίου 2015.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    5        Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαίωμα παρεμβάσεως ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κάθε πρόσωπο που αποδεικνύει την ύπαρξη συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς η οποία έχει υποβληθεί σε ένα εκ των δικαιοδοτικών οργάνων αυτών.

    6        Κατά πάγια νομολογία, η έννοια του «συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς», κατά το εν λόγω άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, πρέπει να ορίζεται λαμβανομένου υπόψη του ίδιου του αντικειμένου της διαφοράς και να εκλαμβάνεται ως άμεσο και ενεστώς συμφέρον για την τύχη που επιφυλάσσεται σε αυτά καθεαυτά τα αιτήματα και όχι ως συμφέρον σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα. Συγκεκριμένα, με τον όρο «επίλυση της διαφοράς» νοείται η ζητούμενη τελική κρίση, όπως θα διατυπωθεί στο διατακτικό της αποφάσεως που θα εκδοθεί (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2013:83, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    7        Συναφώς, πρέπει, ιδίως, να εξετάζεται αν ο αιτών την παρέμβαση θίγεται άμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη και αν το συμφέρον του στην επίλυση της διαφοράς είναι συγκεκριμένο (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:135, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Καταρχήν, το συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως άμεσο μόνον καθόσον η επίλυση αυτή δύναται να μεταβάλει τη νομική θέση του αιτούντος την παρέμβαση [βλ., σχετικώς, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου, National Power και PowerGen κατά Επιτροπής, C‑151/97 P(I) και C‑157/97 P(I), EU:C:1997:307, σκέψη 61, Schenker κατά Air France και Επιτροπής, C‑589/11 P(I), EU:C:2012:332, σκέψεις 14 και 15, και Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:135, σκέψεις 4 και 11].

    8        Οι προβαλλόμενοι από την παλαιά Λάρκο λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξετασθούν με γνώμονα τα προεκτεθέντα.

    9        Η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει τρεις λόγους, οι οποίοι αντλούνται αντιστοίχως από:

    –        έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως προς την ύπαρξη άμεσου συμφέροντος·

    –        παράβαση του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη άμεσου συμφέροντος, ο δε λόγος αυτός αναιρέσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, τα οποία αντλούνται, πρώτον, από πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως αυτής και, δεύτερον, από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας, καθώς και

    –        παράβαση του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη βεβαίου συμφέροντος.

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    10      Η παλαιά Λάρκο επισημαίνει ότι, εκτός της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέδωσε την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 27 Μαρτίου 2014, και την απόφαση C(2014) 1805, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37954 (2013/N) που χορήγησε η Ελλάδα στη νέα Λάρκο, σχετικά με τη μεταβίβαση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας αυτής (ΕΕ C 156, σ. 1, στο εξής: απόφαση περί της πωλήσεως). Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε, αφενός, ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο μεταβιβάσεως δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ότι, λαμβανομένου υπόψη του σχεδίου αυτού, δεν υφίστατο οικονομική συνέχεια μεταξύ της νέας Λάρκο και των αγοραστών των στοιχείων του ενεργητικού της όσον αφορά την, ενδεχόμενη, επιστροφή προγενέστερων κρατικών ενισχύσεων.

    11      Κατά την παλαιά Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι διαπίστωσε, στη σκέψη 13 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η νυν αναιρεσείουσα στηρίζεται, ως μοναδική ουσιώδης δανείστρια της νέας Λάρκο, στο αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως προκειμένου να αποδείξει ότι οι αποφάσεις αυτές παρακωλύουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών της έναντι της νέας Λάρκο, παρέλειψε, εν συνεχεία, να εξετάσει αυτήν την προβληματική. Στις σκέψεις 15 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, σχετικά με το άμεσο συμφέρον της παλαιάς Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε στην απόρριψη ορισμένων αποσπασματικών επιχειρημάτων, χωρίς όμως να τα εντάξει στο πλαίσιό τους, και ουδόλως προέβη σε σφαιρική εκτίμηση των επιχειρημάτων αυτών.

    12      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν επιβάλλει σε αυτό τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία εξετάζουσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προέβαλαν οι διάδικοι, οπότε η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό τον όρο να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου (απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    13      Στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 15 της διατάξεως αυτής, ότι η επίμαχη απόφαση και η απόφαση περί της πωλήσεως ουδόλως είχαν άμεση σχέση με τις απαιτήσεις που προέβαλε η παλαιά Λάρκο, επισήμανε, στη σκέψη 16 της διατάξεως αυτής, ότι το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως δεν επέσυρε αναγκαίως αδυναμία ικανοποιήσεως των αξιώσεων της παλαιάς Λάρκο έναντι της νέας Λάρκο. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο θα θίγονταν από την επίλυση της διαφοράς μόνο μέσω των οικονομικών συνεπειών που θα είχε η λύση αυτή για τη νέα Λάρκο. Επομένως, τα συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο εμμέσως μόνο συνδέονταν με την επίλυση της διαφοράς.

    14      Πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας διατάξεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επαρκώς, στις σκέψεις 15 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τους ιδιαίτερους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα επιχειρήματα της παλαιάς Λάρκο σχετικά με το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως έπρεπε να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, οι λόγοι αυτοί παρέχουν στη μεν παλαιά Λάρκο τη δυνατότητα να λάβει γνώση, ανεξαρτήτως του βασίμου χαρακτήρα τους, των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν είχε άμεσο συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας διατάξεως.

    15      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    16      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως, η παλαιά Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθόσον εφήρμοσε τη διάταξη αυτή in abstracto και χωρίς να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε ιδίως το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με την απόφαση περί της πωλήσεως και την ιδιαίτερη θέση της παλαιάς Λάρκο ως μοναδικής ουσιώδους δανείστριας της νέας Λάρκο. Η παλαιά Λάρκο βρισκόταν άλλωστε σε ιδιαίτερη θέση οφειλόμενη στα μέτρα που είχαν λάβει οι ελληνικές αρχές και τα οποία, κατά την αναιρεσείουσα, καθιστούσαν δυσχερέστερη την ικανοποίηση των απαιτήσεών της έναντι της νέας Λάρκο. Κατά την αναιρεσείουσα, αυτό το πλέγμα σχέσεων και καταστάσεων δημιουργεί εν τοις πράγμασι συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την εν λόγω διάταξη κρίνοντας το συμφέρον αυτό ανεπαρκές.

    17      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το γεγονός ότι οφειλέτης, όπως η νέα Λάρκο, καθίσταται αποκλειστικός υπόχρεος για την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων, συνέπεια που απορρέει εν προκειμένω από το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως, με την οποία ορισμένες ενισχύσεις κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως, με την οποία αποκλείεται το ενδεχόμενο να καταστούν οι αγοραστές των στοιχείων του ενεργητικού της νέας Λάρκο αλληλεγγύως υπόχρεοι για την επιστροφή των ιδίων αυτών ενισχύσεων, εάν υποτεθεί ότι οι δύο αυτές αποφάσεις είναι έγκυρες, μπορεί, βεβαίως, να έχει οικονομικές συνέπειες όσον αφορά τους δανειστές της, καθόσον ελαττώνει τις πιθανότητες ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεών τους έναντι της εταιρίας αυτής, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    18      Το γεγονός ότι η παλαιά Λάρκο αποτελεί τη μοναδική ουσιώδη δανείστρια της νέας Λάρκο και το επιχείρημά της ότι αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσχέρειες όσον αφορά την ικανοποίηση των απαιτήσεών της λόγω ορισμένων μέτρων που είχαν λάβει οι ελληνικές αρχές συνεπάγονται ότι μια τέτοια υποχρέωση την οποία υπέχει η νέα Λάρκο δύναται να θίγει, στην πράξη, τα οικονομικά συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο σε σημαντικότερο βαθμό απ’ ό,τι τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών.

    19      Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι θίγονται, ενδεχομένως και σε σημαντικό βαθμό, τα οικονομικά συμφέροντα του δανειστή κυρίου διαδίκου σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θίγει άμεσα τα συμφέροντα του δανειστή αυτού, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας διατάξεως, δεδομένου ότι δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του εν λόγω δανειστή. Συγκεκριμένα, αυτά τα οικονομικά συμφέροντα δανειστή ταυτίζονται με εκείνα του οφειλέτη του ο οποίος είναι κύριος διάδικος στην οικεία υπόθεση και, όπως και στην περίπτωση των συμφερόντων των μετόχων κυρίου διαδίκου, θίγονται από την επίλυση της διαφοράς μόνον εμμέσως, μέσω των συνεπειών που θα έχει η επίλυση αυτή για τον εν λόγω κύριο διάδικο (βλ., όσον αφορά την περίπτωση μετόχου κυρίου διαδίκου, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου AITEC κατά Επιτροπής, C‑97/92, C‑105/92 και C‑106/92, EU:C:1993:954, σκέψη 15).

    20      Τα δεδομένα διαφοροποιούνται οσάκις η επίλυση της διαφοράς δύναται να μεταβάλει τη νομική κατάσταση δανειστή ο οποίος ζητεί να παρέμβει σε διαφορά προς στήριξη του οφειλέτη του. Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η επίλυση αυτή ασκεί επιρροή στον κατά το εθνικό δίκαιο νομικό χαρακτηρισμό απαιτήσεως δυνάμενης να εγγραφεί στο παθητικό του οφειλέτη ως προνομιούχος ή εγχειρόγραφη απαίτηση αναλόγως της εκβάσεως της δίκης ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑197/99 P, EE:C:2000:720, σκέψεις 29 έως 31). Εν προκειμένω, μολονότι η παλαιά Λάρκο υποστηρίζει ότι η επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική αξία των απαιτήσεών της έναντι της νέας Λάρκο, δεν προβάλλει, εντούτοις, κανένα επιχείρημα δυνάμενο να καταδείξει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των απαιτήσεων αυτών ενδέχεται να επηρεασθεί ως τέτοιος από την επίλυση της εν λόγω διαφοράς.

    21      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου διαπιστώνοντας ότι τα συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο δεν θίγονται άμεσα από την έκβαση της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς.

    22      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως η παλαιά Λάρκο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον αυτό έκρινε, στην πρώτη περίοδο της σκέψεως 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με εκείνο της αποφάσεως περί της πωλήσεως δεν επισύρει αναγκαίως αδυναμία ικανοποιήσεως των αξιώσεων της παλαιάς Λάρκο έναντι της νέας Λάρκο. Αυτή η πεπλανημένη, κατά την αναιρεσείουσα, εκτίμηση, η οποία αποτελεί τον πυρήνα του νομικού συλλογισμού του Γενικού Δικαστηρίου, έρχεται σε αντίθεση προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ενώπιόν του η παλαιά Λάρκο, στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι το συνδυαστικό αποτέλεσμα των δύο αποφάσεων θα έχει ως συνέπεια την πλήρη απογύμνωση της νέας Λάρκο από τα περιουσιακά στοιχεία της και ότι η παλαιά Λάρκο είναι η μόνη ουσιώδης δανείστρια της νέας Λάρκο. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε τουλάχιστον να αιτιολογήσει το ότι δεν έλαβε υπόψη τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία.

    23      Επισημαίνεται συναφώς ότι τα επιχειρήματα της παλαιάς Λάρκο στηρίζονται σε πεπλανημένη ερμηνεία της πρώτης περιόδου της σκέψεως 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    24      Συγκεκριμένα, η εν λόγω περίοδος απαιτείται να ερμηνευθεί με γνώμονα το σκεπτικό που προηγείται και έπεται αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας επισημάνει, στη σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η επίμαχη απόφαση και η απόφαση περί της πωλήσεως ουδόλως έχουν άμεση σχέση με τις απαιτήσεις που προβάλλει η παλαιά Λάρκο έναντι της νέας Λάρκο, έκρινε, στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο θα θιγούν από την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μόνο μέσω των οικονομικών συνεπειών που θα έχει η λύση αυτή για τη νέα Λάρκο.

    25      Η πρώτη περίοδος της σκέψεως 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως εντάσσεται στο σκεπτικό αυτό και, επομένως, δεν αποτελεί, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η παλαιά Λάρκο, τον πυρήνα του νομικού συλλογισμού του Γενικού Δικαστηρίου. Επισημαίνοντας ότι το αποτέλεσμα της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με εκείνο της αποφάσεως περί της πωλήσεως δεν επισύρει αναγκαίως αδυναμία ικανοποιήσεως των αξιώσεων της παλαιάς Λάρκο έναντι της νέας Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο απλώς αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι ενδεχόμενη αδυναμία ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της παλαιάς Λάρκο δεν θα οφείλεται άμεσα στο ως άνω συνδυαστικό αποτέλεσμα αφεαυτού, αλλά, ενδεχομένως, στην έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων της νέας Λάρκο, στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί, από νομικής απόψεως, σε έναν μόνο παράγοντα.

    26      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η πρώτη περίοδος της σκέψεως 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ενέχει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, τούτο δεν μπορεί να θεμελιώσει την αναίρεση της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 19 της παρούσας διατάξεως, η προβαλλόμενη από την παλαιά Λάρκο προσβολή των οικονομικών συμφερόντων της νέας Λάρκο, λόγω του αποτελέσματος της επίμαχης αποφάσεως σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της αποφάσεως περί της πωλήσεως, δύναται να αποδείξει την ύπαρξη έμμεσου μόνο συμφέροντος της πρώτης στην επίλυση της διαφοράς, το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    27      Όσον αφορά το επιχείρημα περί ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στη σκέψη 14 της παρούσας διατάξεως, κρίθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την κρίση του ότι η επίλυση της διαφοράς δεν πρόκειται να θίξει άμεσα τα συμφέροντα της παλαιάς Λάρκο.

    28      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    29      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η παλαιά Λάρκο διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 18 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν έχει βέβαιο συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, καθόσον ενδέχεται και άλλοι δανειστές να χαρακτηρίζονται ως προνομιούχοι, σε σχέση με τις απαιτήσεις της παλαιάς Λάρκο, οι δε οικονομικοί πόροι της νέας Λάρκο ενδέχεται να αποδειχθούν, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκείς για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της παλαιάς Λάρκο. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα θέτει εν αμφιβόλω την απαίτηση περί βεβαίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    30      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, τα επιχειρήματα που στρέφονται κατά επαλλήλως παρατιθεμένου μέρους του σκεπτικού αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν επισύρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελή (απόφαση Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    31      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ελλείψει αμέσου συμφέροντος της παλαιάς Λάρκο στην επίλυση της διαφοράς, στοιχείο που δεν μπορεί να τεθεί πλέον εν αμφιβόλω, κατόπιν της απορρίψεως του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η ύπαρξη της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν θα μπορούσε ούτε αυτή να στηρίξει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    32      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας διατάξεως.

    33      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η παλαιά Λάρκο προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    34      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός από τα έξοδά της, και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης.

    Για τους λόγους αυτούς, ο αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Η Ανώνυμος Ελληνική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρία Λαρύμνης Λάρκο φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top