EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0626

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Νοεμβρίου 2018.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ) – Απόφαση που εγκρίνει την υποβολή εγγράφου προβληματισμού σε διεθνές όργανο – Παραδεκτό – Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή – Αποκλειστική αρμοδιότητα, συντρέχουσα αρμοδιότητα ή συμπληρωματική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμοδιότητα της Ένωσης να ενεργεί, στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου, μόνη της ή από κοινού με τα κράτη μέλη – Διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας – Αλιεία – Προστασία του περιβάλλοντος – Έρευνα – Προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες (ΠΘΖ) – Συνθήκη της Ανταρκτικής – Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής – Θάλασσα του Γουέντελ και Θάλασσα του Ρος.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-626/15 και C-659/16.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:925

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 20ής Νοεμβρίου 2018 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ) – Απόφαση που εγκρίνει την υποβολή εγγράφου προβληματισμού σε διεθνές όργανο – Παραδεκτό – Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή – Αποκλειστική αρμοδιότητα, συντρέχουσα αρμοδιότητα ή συμπληρωματική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμοδιότητα της Ένωσης να ενεργεί, στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου, μόνη της ή από κοινού με τα κράτη μέλη – Διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας – Αλιεία – Προστασία του περιβάλλοντος – Έρευνα – Προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες (ΠΘΖ) – Συνθήκη της Ανταρκτικής – Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής – Θάλασσα του Γουέντελ και Θάλασσα του Ρος»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑626/15 και C‑659/16,

με αντικείμενο δύο προσφυγές ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκαν αντιστοίχως στις 23 Νοεμβρίου 2015 (C‑626/15) και στις 20 Δεκεμβρίου 2016 (C‑659/16),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet, E. Paasivirta και C. Hermes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τις A. Westerhof Löfflerová, R. Liudvinaviciute-Cordeiro και M. Simm,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller καθώς και από τις K. Stranz και S. Eisenberg,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Γ. Καριψιάδη και Κ. Μπόσκοβιτς,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Α. Sampol Pucurull,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους F. Fize, D. Colas, G. de Bergues και B. Fodda,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Gijzen, M. Bulterman και M. Noort,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo καθώς και από την M. L. Duarte,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, U. Persson, N. Otte Widgren και L. Zettergren καθώς και από τον L. Swedenborg,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την C. Brodie, επικουρούμενη από τον J. Holmes, QC,

παρεμβαίνοντες (C‑626/15),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Bouquet, E. Paasivirta και C. Hermes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τις A. Westerhof Löfflerová, R. Liudvinaviciute-Cordeiro και M. Simm,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις J. Van Holm, C. Pochet και L. Van den Broeck,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller καθώς και από την S. Eisenberg,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον Μ. A. Sampol Pucurull,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και B. Fodda,

το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από την D. Holderer,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις B. Koopman, M. Bulterman και M. Noort,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo καθώς και από την L. Medeiros,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, H. Shev και L. Zettergren,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις C. Brodie και G. Brown, επικουρούμενες από τους J. Holmes, QC, και J. Gregory, barrister,

παρεμβαίνοντες (C‑659/16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, M. Βηλαρά, T. von Danwitz, F. Biltgen, K. Jürimäe, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič, J. Malenovský (εισηγητή), E. Levits, L. Bay Larsen και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαρτίου 2018,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις προσφυγές της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί αντιστοίχως, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα του προέδρου της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων της 11ης Σεπτεμβρίου 2015 (στο εξής: απόφαση του 2015), καθόσον εγκρίνει την υποβολή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, στην Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής (στο εξής: επιτροπή CAMLR) ενός εγγράφου προβληματισμού σχετικά με μελλοντική πρόταση για τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (στο εξής: έγγραφο προβληματισμού) (υπόθεση C‑626/15), καθώς και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2016 (στο εξής: απόφαση του 2016), καθόσον εγκρίνει την υποβολή, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, στην επιτροπή CAMLR, κατά την 35η ετήσια συνεδρίαση του οργάνου αυτού, τριών προτάσεων για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών, καθώς και μίας προτάσεως για τη δημιουργία ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων (υπόθεση C‑659/16).

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

Η Συνθήκη της Ανταρκτικής

2

Η Συνθήκη της Ανταρκτικής, η οποία υπεγράφη στην Ουάσινγκτον την 1η Δεκεμβρίου 1959, ετέθη σε ισχύ στις 23 Ιουνίου 1961. Το άρθρο VI της Συνθήκης αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα Συνθήκη εφαρμόζεται στην περιοχή νοτίως της εξηκοστής μοίρας νοτίου γεωγραφικού πλάτους, συμπεριλαμβανομένων όλων των παγετώνων· […]»

3

Το άρθρο IX της εν λόγω Συνθήκης προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Οι εκπρόσωποι των Συμβαλλομένων Μερών […] θα συνεδριάσουν στην Καμπέρα [Αυστραλία] εντός διμήνου από της θέσεως της [Συνθήκης] σε ισχύ και, ακολούθως, θα συνεδριάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε κατάλληλους τόπους, προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες, να διαβουλευθούν επί ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος σε σχέση με την Ανταρκτική και να μελετήσουν, να συζητήσουν και να προτείνουν στις Κυβερνήσεις τους μέτρα με σκοπό την προώθηση των αρχών και των στόχων της παρούσας Συνθήκης, όπως μέτρα

[…]

στ)

για τη διατήρηση και προστασία της πανίδας και της χλωρίδας στην Ανταρκτική.

2.   Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο έχει προσχωρήσει στην παρούσα Συνθήκη συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου ΧΙΙΙ έχει το δικαίωμα, ενόσω αποδεικνύει το ενδιαφέρον του για την Ανταρκτική ασκώντας σε αυτή σημαντικές δραστηριότητες επιστημονικής έρευνας όπως η εγκατάσταση σταθμού ή η διοργάνωση επιστημονικής αποστολής, να διορίσει εκπροσώπους που θα συμμετέχουν στις συνεδριάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

4

Μέχρι τούδε είκοσι κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη της Ανταρκτικής. Τρία κράτη μέλη είχαν υπογράψει τη Συνθήκη αυτή από την 1η Δεκεμβρίου 1959 και έχουν, ως εκ τούτου, το καθεστώς των «κυρωσάντων» τη Συνθήκη συμβαλλομένων μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις (το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας). Άλλα εννέα προσχώρησαν εν συνεχεία στη Συνθήκη της Ανταρκτικής και έχουν το καθεστώς των «προσχωρησάντων» στη Συνθήκη συμβαλλόμενων μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις (η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας). Τέλος, οκτώ κράτη μέλη έχουν το καθεστώς συμβαλλομένων μερών που δεν συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις (το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Ρουμανία και η Σλοβακική Δημοκρατία). Μόνον τα μέρη που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις μπορούν να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων κατά τις συνεδριάσεις των συμβαλλομένων μερών.

Η Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής.

5

Η Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής υπογράφηκε στην Καμπέρα στις 20 Μαΐου 1980 και ετέθη σε ισχύ στις 7 Απριλίου 1982 (στο εξής: Σύμβαση της Καμπέρας). Το προοίμιο της Συμβάσεως της Καμπέρας αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη:

«αναγνωρίζο[υν] τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος και της διαφυλάξεως της ακεραιότητας του οικοσυστήματος των θαλασσών που περιβάλλουν την Ανταρκτική·

διαπιστώ[νουν] τη συγκέντρωση της χλωρίδας και της πανίδας εντός των υδάτων της Ανταρκτικής και το αυξανόμενο ενδιαφέρον που εγείρουν οι δυνατότητες χρησιμοποιήσεως των πόρων αυτών σαν πηγή πρωτεϊνών·

έχ[ουν] συνείδηση της επείγουσας ανάγκης εξασφαλίσεως της διατηρήσεως της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής·

εκτιμ[ούν] ότι είναι ουσιώδες να εμβαθύνουν στις γνώσεις περί του θαλάσσιου οικοσυστήματος της Ανταρκτικής και των μερών που το αποτελούν για να καταστεί δυνατή η λήψη αποφάσεως όσον αφορά την αλιεία βάσει καταλλήλων επιστημονικών πληροφοριών·

θεωρ[ούν] ότι για τη διατήρηση της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής απαιτείται διεθνής συνεργασία, η οποία […] συνεπάγεται την ενεργή συμμετοχή όλων των κρατών που πραγματοποιούν ερευνητικές ή αλιευτικές δραστηριότητες εντός των υδάτων της Ανταρκτικής·

αναγνωρίζ[ουν] τις ιδιαίτερες ευθύνες των μερών που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη συνθήκη της Ανταρκτικής ως προς την προστασία και τη διαφύλαξη του ανταρκτικού περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα τις ευθύνες που τους απονέμει η παράγραφος 1 περίπτωση στ του άρθρου ΙΧ της συνθήκης της Ανταρκτικής στο θέμα της προστασίας και της διατηρήσεως της χλωρίδας και της πανίδας στην Ανταρκτική·

υπενθυμίζ[ουν] την ήδη αναληφθείσα δράση από τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη συνθήκη της Ανταρκτικής, ιδίως τα συμφωνηθέντα μέτρα για την προστασία της χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής, και τις διατάξεις της συμβάσεως για την προστασία των φωκών της Ανταρκτικής·

λαμβά[νουν] υπόψη την ανησυχία που εκφράσθηκε από τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις κατά την ένατη σύνοδο διαβουλεύσεων της συνθήκης της Ανταρκτικής επί του θέματος της διατηρήσεως της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής καθώς επίσης και τη σημασία των διατάξεων της συστάσεως ΙΧ-2, η οποία οδήγησε στη σύνταξη της παρούσας συμβάσεως·

[…]

αναγνωρίζ[ουν] ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, είναι επιθυμητή η δημιουργία μηχανισμού του οποίου ο ρόλος θα είναι να συνιστά, να προωθεί, να αποφασίζει και να συντονίζει τα μέτρα και τις επιστημονικές μελέτες που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των ζώντων θαλασσίων οργανισμών της Ανταρκτικής».

6

Το άρθρο Ι, παράγραφοι 1 έως 3, της Συμβάσεως της Καμπέρας ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα σύμβαση εφαρμόζεται επί των ζώντων θαλασσίων πόρων της ζώνης η οποία ευρίσκεται νοτίως της εξηκοστής μοίρας νοτίου γεωγραφικού πλάτους και επί των ζώντων θαλασσίων πόρων της ζώνης η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ αυτού του γεωγραφικού πλάτους και της ανταρκτικής συγκλίσεως που αποτελούν τμήμα του θαλασσίου οικοσυστήματος της Ανταρκτικής.

2.   Η έκφραση “ζώντες θαλάσσιοι πόροι της Ανταρκτικής” υποδηλώνει τους πληθυσμούς ιχθύων, τα μαλάκια, τα καρκινοειδή και όλα τα άλλα είδη ζώντων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των πτηνών, που ευρίσκονται νοτίως της Ανταρκτικής.

3.   Η έκφραση “θαλάσσιο οικοσύστημα της Ανταρκτικής” υποδηλώνει το σύνολο των σχέσεων αυτών των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής μεταξύ τους, καθώς και με το φυσικό τους περιβάλλον.»

7

Το άρθρο ΙΙ της Συμβάσεως της Καμπέρας προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα σύμβαση έχει για στόχο τη διατήρηση των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής.

2.   Για [τους] σκοπούς της συμβάσεως [της Καμπέρας] ο όρος “διατήρηση” περιλαμβάνει την έννοια [της] ορθολογικής χρησιμοποιήσεως.

3.   Στη ζώνη εφαρμογής της συμβάσεως [της Καμπέρας] η αλιεία και οι συναφείς δραστηριότητες γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως [της Καμπέρας] και τις ακόλουθες αρχές διατηρήσεως:

α)

πρόληψη της μειώσεως του όγκου κάθε [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμού κάτω από το επίπεδο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της σταθερότητάς του. Για το σκοπό αυτό δεν θα επιτρέπεται να μειωθεί ο όγκος αυτός κάτω από επίπεδο παραπλήσιο εκείνου που εξασφαλίζει την ανώτατη ετήσια καθαρή αύξηση του πληθυσμού·

β)

διατήρηση των οικολογικών σχέσεων μεταξύ των [υπό εκμετάλλευση], συνδεομένων ή εξαρτωμένων πληθυσμών των ζώντων θαλασσίων πόρων και ανασύσταση των [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμών στα επίπεδα που ορίζονται στην περίπτωση α· και

γ)

πρόληψη των μεταβολών ή ελαχιστοποίηση των κινδύνων μεταβολών του θαλασσίου οικοσυστήματος οι οποίες δεν θα δύνανται, ενδεχόμενα, να ανατραπούν σε δύο ή τρείς δεκαετίες, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό των διαθέσιμων γνώσεων σχετικά με τον άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο της εκμεταλλεύσεως, το αποτέλεσμα από την εισαγωγή εξωγενών ειδών, τα αποτελέσματα των συναφών δραστηριοτήτων επί του θαλασσίου οικοσυστήματος και τα αποτελέσματα από τις μεταβολές του περιβάλλοντος, για να επιτραπεί μία συνεχής διατήρηση των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής.»

8

Το άρθρο V της συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη τα οποία [δεν] συμμετέχουν στη συνθήκη της Ανταρκτικής αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και ευθύνες των μερών που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη συνθήκη της Ανταρκτικής ως προς την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος εντός της ζώνης της συνθήκης αυτής.

2.   Τα συμβαλλόμενα μέρη τα οποία δεν συμμετέχουν στη συνθήκη της Ανταρκτικής συμφωνούν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στη ζώνη που καλύπτει η συνθήκη αυτή, να εφαρμόζουν, όταν πρέπει, τα συμφωνηθέντα μέτρα για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας της Ανταρκτικής και τα άλλα μέτρα τα οποία συνέστησαν τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις, ώστε να εκπληρώσουν το καθήκον τους για την προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος από κάθε επιζήμια μορφή ανθρώπινης επεμβάσεως.

3.   Για τους σκοπούς της παρούσας συμβάσεως, η έκφραση “τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη συνθήκη της Ανταρκτικής” υποδηλώνει τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη της Ανταρκτικής, οι αντιπρόσωποι των οποίων συμμετέχουν στις συνεδριάσεις που διεξάγονται σύμφωνα με το άρθρο ΙΧ της συνθήκης αυτής.»

9

Το άρθρο VII της Συμβάσεως της Καμπέρας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συνιστούν [την επιτροπή CAMLR], της οποίας συμφωνούν να εξασφαλίσουν τη λειτουργία.

2.   Η σύνθεση της επιτροπής [CAMLR] είναι η ακόλουθη:

[…]

(γ)

κάθε οργάνωση περιφερειακής οικονομικής ολοκληρώσεως που θα έχει προσχωρήσει στην παρούσα σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο ΧΧΙΧ δικαιούται να είναι μέλος της επιτροπής [CAMLR] εφ’ όσον τα κράτη μέλη της είναι μέλη της επιτροπής [CAMLR]·

[…].»

10

Το άρθρο IX, παράγραφοι 1 και 2, της συμβάσεως αυτής έχει ως εξής:

«1.   Η επιτροπή [CAMLR] έχει ως καθήκον να εφαρμόζει τους σκοπούς και τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο ΙΙ. Για τον σκοπό αυτό:

α)

διευκολύνει την έρευνα και τις λεπτομερείς μελέτες επί των ζώντων θαλασσίων πόρων και του θαλασσίου οικοσυστήματος της Ανταρκτικής·

β)

συλλέγει στοιχεία επί της καταστάσεως και της εξελίξεως των πληθυσμών των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής και επί των παραγόντων που επηρεάζουν τη διανομή, την αφθονία και την παραγωγικότητα των [υπό εκμετάλλευση] ειδών και των εξαρτωμένων ή συνδεομένων ειδών ή πληθυσμών·

γ)

φροντίζει για τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων επί των αλιευμάτων και των μέσων που χρησιμοποιούνται όσον αφορά τους [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμούς·

[…]

στ)

επεξεργάζεται μέτρα διατηρήσεως, τα εγκρίνει και τα αναθεωρεί βάσει καλυτέρων επιστημονικών πληροφοριών που είναι διαθέσιμες, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου·

[…]

2.   Τα μέτρα διατηρήσεως που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση στ αφορούν:

α)

την ποσότητα επιτρεπομένης αλιεύσεως ενός συγκεκριμένου είδους εντός της ζώνης εφαρμογής της συμβάσεως·

[…]

δ)

τον προσδιορισμό των προστατευομένων ειδών·

ε)

το μέγεθος, την ηλικία και, κατά περίπτωση, το φύλο των ειδών που δύνανται να αλιευθούν·

στ)

την έναρξη και τη λήξη των περιόδων κατά τις οποίες επιτρέπεται η αλιεία·

ζ)

το άνοιγμα και το κλείσιμο των ζωνών, των τομέων ή των υποτομέων, για λόγους επιστημονικής μελέτης ή διατηρήσεως, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών ζωνών που προορίζονται για προστασία και επιστημονική μελέτη·

η)

τη ρύθμιση των μεθόδων αλιείας και των μέσων που χρησιμοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών εργαλείων, για να αποφευχθεί, μεταξύ άλλων, υπερβολική συγκέντρωση των αλιεύσεων εντός ενός τομέα ή υποτομέα·

θ)

τη λήψη άλλων μέτρων τα οποία η [επιτροπή CAMLR] κρίνει αναγκαία για την πραγματοποίηση των στόχων της συμβάσεως [της Καμπέρας], συμπεριλαμβανομένων των μέτρων σχετικά με τα αποτελέσματα των αλιεύσεων και των συναφών δραστηριοτήτων επί των μερών που αποτελούν το θαλάσσιο οικοσύστημα εκτός των [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμών.»

11

Το άρθρο XXIX, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Καμπέρας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα σύμβαση είναι ανοικτή στην προσχώρηση οργανώσεων περιφερειακής οικονομικής ολοκληρώσεως που συγκροτούνται από κυρίαρχα κράτη, εκ των οποίων ένα ή περισσότερα είναι κράτη μέλη της [επιτροπής CAMLR] και στις οποίες τα κράτη μέλη της οργανώσεως έχουν μεταβιβάσει πλήρεις ή μερικές αρμοδιότητες στους τομείς επί των οποίων εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση. Η προσχώρηση των οργανώσεων αυτών περιφερειακής οικονομικής ολοκληρώσεως αποτελεί αντικείμενο διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών της [επιτροπής CAMLR].»

12

Η Ένωση ενέκρινε τη Σύμβαση της Καμπέρας με την απόφαση 81/691/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Σεπτεμβρίου 1981 (ΕΕ 1981, L 252, σ. 26), και κατέστη συμβαλλόμενο μέρος αυτής στις 21 Απριλίου 1982.

13

Μέχρι τούδε, δώδεκα κράτη μέλη έχουν καταστεί συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Καμπέρας, εκ των οποίων έξι (το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Ηνωμένο Βασίλειο) πριν από την προσχώρηση της Ένωσης στην εν λόγω Σύμβαση και έξι (το Βασίλειο της Ισπανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας) μετά την εν λόγω προσχώρηση.

Το γενικό πλαίσιο για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών

14

Κατά τη σύνοδό της η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 24 Οκτωβρίου έως τις 4 Νοεμβρίου 2011, η επιτροπή CAMLR ενέκρινε το μέτρο διατηρήσεως με τίτλο «Γενικό πλαίσιο δημιουργίας προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών», του οποίου οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 6 έχουν ως εξής:

«Η [επιτροπή CAMLR],

Υπενθυμίζοντας την προσχώρησή της στο πρόγραμμα εργασίας της επιστημονικής επιτροπής, της οποίας σκοπός είναι η δημιουργία ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών της Ανταρκτικής (ΠΘΖ), προκειμένου να διατηρηθεί η θαλάσσια βιοποικιλότητα στην περιοχή της Συμβάσεως και να δημιουργηθεί, συμφώνως προς την απόφαση που ελήφθη από την Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη (WSSD) το 2002, ένα αντιπροσωπευτικό δίκτυο ΠΘΖ έως το 2012,

[…]

Αναγνωρίζοντας ότι οι ΠΘΖ της [επιτροπής CAMLR] επιδιώκουν να συμβάλουν στη διατήρηση της δομής και της λειτουργίας του οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που βρίσκονται πέραν των ΠΘΖ, να διατηρήσουν την ικανότητα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και να περιορίσουν τη δυνατότητα εισβολής μη αυτοχθόνων ειδών από ανθρωπογενείς δραστηριότητες».

15

Δυνάμει του σημείου 2 του γενικού πλαισίου για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών:

«Οι ΠΘΖ της [επιτροπής CAMLR] καθορίζονται βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων και συμβάλλουν, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του άρθρου II της [Συμβάσεως της Καμπέρας], στην οποία η διατήρηση περιλαμβάνει την ορθολογική χρήση, στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

i)

της προστασίας αντιπροσωπευτικών δειγμάτων των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και των θαλάσσιων οικοτόπων σε κλίμακα η οποία να καθιστά δυνατή τη διατήρηση της βιωσιμότητάς τους και της ακεραιότητάς τους μακροπρόθεσμα·

ii)

της προστασίας οικοσυστημικών διεργασιών, οικοτόπων και βασικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων των πληθυσμών και των σταδίων του κύκλου ζωής·

iii)

της δημιουργίας ζωνών επιστημονικής αναφοράς για την παρακολούθηση της φυσικής μεταβλητότητας και της μακροπρόθεσμης αλλαγής ή για την παρακολούθηση των επιπτώσεων της εκμεταλλεύσεως και άλλων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων επί των ζώντων θαλάσσιων πόρων της Ανταρκτικής και επί των οικοσυστημάτων τα οποία σχηματίζουν οι πόροι αυτοί·

iv)

της προστασίας ζωνών ευάλωτων στις επιπτώσεις ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των οικοτόπων και των μοναδικών, σπάνιων ή άκρως διαφοροποιημένων από βιολογικής απόψεως χαρακτηριστικών·

v)

της προστασίας χαρακτηριστικών βασικών για τη λειτουργία των τοπικών οικοσυστημάτων·

vi)

της προστασίας ζωνών, προκειμένου να διατηρηθεί η ανθεκτικότητα ή η ικανότητα προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Η θέση με πολυετή προοπτική

16

Το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 13908/1/09 REV 1, της 19ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ένωσης, στην επιτροπή CAMLR για την περίοδο 2009-2014. Η απόφαση αυτή αντικαταστάθηκε, για την περίοδο 2014-2019, από την απόφαση 10840/14, της 11ης Ιουνίου 2014 (στο εξής: θέση με πολυετή προοπτική).

17

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της θέσεως με πολυετή προοπτική, οι κανόνες τους οποίους αυτή ορίζει εφαρμόζονται «όταν η [επιτροπή CAMLR] κληθεί να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα για θέματα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής».

18

Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι ο καθορισμός των συγκεκριμένων στοιχείων της θέσεως που λαμβάνει η Ένωση κατά την ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR πραγματοποιείται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της ίδιας αποφάσεως. Το παράρτημα αυτό θεσπίζει μια απλοποιημένη διαδικασία βάσει της οποίας:

«[…] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαβιβάζει εγκαίρως στο Συμβούλιο ή στα προπαρασκευαστικά του όργανα πριν από κάθε ετήσια συνεδρίαση της [επιτροπής CAMLR] έγγραφο όπου παρουσιάζονται αναλυτικά τα συγκεκριμένα στοιχεία που προτείνονται για τη θέση της Ένωσης, προκειμένου να συζητηθούν και να εγκριθούν οι λεπτομέρειες της θέσης που θα διατυπωθεί εξ ονόματος της Ένωσης.

Εάν, κατά τη διάρκεια επακόλουθων συνεδριάσεων, μεταξύ άλλων και επί τόπου, δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη συμφωνίας ώστε να ληφθούν υπόψη στη θέση της Ένωσης τα νέα στοιχεία, το ζήτημα παραπέμπεται στο Συμβούλιο ή τα προπαρασκευαστικά του όργανα».

Οι κανονισμοί (ΕΚ) 600/2004 και (ΕΚ) 601/2004

19

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) 600/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη της σύμβασης για τη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής (ΕΕ 2004, L 97, σ. 1), διαλαμβάνουν τα εξής:

«(4)

Ορισμένα τεχνικά μέτρα που θεσπίστηκαν από την [επιτροπή CAMLR] ενσωματώθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3943/90 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1990, περί εφαρμογής του συστήματος παρατήρησης και ελέγχου που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο XXIV της σύμβασης [της Καμπέρας] [ΕΕ 1990, L 379, σ. 45], καθώς και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 66/98 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων διατήρησης και ελέγχου που ισχύουν για τις αλιευτικές δραστηριότητες στην Ανταρκτική [ΕΕ 1998, L 6, σ. 41].

(5)

Η θέσπιση νέων μέτρων διατήρησης από την [επιτροπή CAMLR], καθώς και η ενημέρωση εκείνων που ισχύουν ήδη από την έκδοση των προαναφερόμενων κανονισμών καθιστά σκόπιμη τη μεταγενέστερη τροποποίηση των δεύτερων.»

20

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 600/2004 προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός προβλέπει τεχνικά μέτρα σχετικά με τις δραστηριότητες των […] αλιευτικών σκαφών [της Ένωσης] που αλιεύουν και διατηρούν επ’ αυτών θαλάσσιους οργανισμούς που προέρχονται από έμβιους θαλάσσιους πόρους της ζώνης της σύμβασης [της Καμπέρας].»

21

Η αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού (ΕΚ) 601/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για τον καθορισμό ορισμένων μέτρων ελέγχου που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη της σύμβασης για τη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3943/90, (ΕΚ) αριθ. 66/98 και (ΕΚ) αριθ. 1721/1999 (ΕΕ 2004, L 97, σ. 16), έχει ως εξής:

«Ενόψει της θέσης σε εφαρμογή νέων μέτρων διατήρησης που θεσπίστηκαν από την [επιτροπή CAMLR], πρέπει να καταργηθούν [οι κανονισμοί (ΕΚ) 3943/90, (ΕΚ) 66/98 και (ΕΚ) 1721/1999 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1999, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τα σκάφη υπό σημαία μη συμβαλλομένων μερών στη σύμβαση [της Καμπέρας] (ΕΕ 1999, L 203, σ. 14)] και να αντικατασταθούν από έναν ενιαίο κανονισμό ο οποίος θα συγκεντρώνει τις ειδικές διατάξεις όσον αφορά τον έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η [Ένωση] ως συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση.»

22

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 601/2004 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις γενικές αρχές και τους όρους σχετικά με την εφαρμογή εκ μέρους της [Ένωσης]:

α)

μέτρων ελέγχου που εφαρμόζονται στα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία συμβαλλόμενων μερών στη σύμβαση [της Καμπέρας] τα οποία ασκούν δραστηριότητες στη ζώνη της Σύμβασης [αυτής] σε περιοχές που βρίσκονται πέραν των ορίων των εθνικών δικαιοδοσιών·

β)

του συστήματος που σκοπεί να προαγάγει την τήρηση από τα σκάφη υπό σημαία μη συμβαλλόμενων μελών στη σύμβαση [της Καμπέρας] των μέτρων διατήρησης που θεσπίζονται από την [επιτροπή CAMLR].»

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1380/2013

23

Η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22), έχει ως εξής:

«Αναγκαίοι στόχοι είναι η υλοποίηση μιας οικοσυστημικής προσέγγισης της διαχείρισης της αλιείας, ο περιορισμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποφυγή ή μείωση των ανεπιθύμητων αλιευμάτων.»

24

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.   Η [κοινή αλιευτική πολιτική (ΚΑΠ)] διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαθεσιμότητα του επισιτιστικού εφοδιασμού.

2.   Η ΚΑΠ εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση για τη διαχείριση της αλιείας και έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση.

[…]

3.   Η ΚΑΠ υλοποιεί μια οικοσυστημική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα και ότι οι δραστηριότητες υδατοκαλλιέργειας και αλιείας δεν συμβάλλουν στην υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.»

25

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

9)

“οικοσυστημική προσέγγιση της διαχείρισης αλιείας”: μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας εντός ορίων που έχουν νόημα από οικολογική άποψη, η οποία αποσκοπεί στη διαχείριση της χρήσης των φυσικών πόρων, λαμβάνοντας υπόψη τις αλιευτικές και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, με παράλληλη προστασία τόσο του βιολογικού πλούτου όσο και των απαραίτητων βιολογικών διαδικασιών που απαιτούνται για τη διασφάλιση της σύνθεσης, της διάρθρωσης και της λειτουργίας των οικοτόπων του επηρεαζόμενου οικοσυστήματος και κατά την οποία συνυπολογίζονται οι γνώσεις και οι αβεβαιότητες όσον αφορά τα βιοτικά, τα αβιοτικά και τα ανθρώπινα στοιχεία των οικοσυστημάτων».

Το ιστορικό των διαφορών

26

Η επιτροπή CAMLR έθεσε ως στόχο της τη δημιουργία ενός δικτύου ΠΘΖ στην Ανταρκτική, στόχο τον οποίο υποστηρίζει ρητώς η Ένωση.

27

Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να προετοιμάσει τη συμμετοχή της Ένωσης στις μελλοντικές ετήσιες συνεδριάσεις της επιτροπής CAMLR, το Συμβούλιο καθόρισε, το 2014, στηριζόμενο στο άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, τη θέση με πολυετή προοπτική η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, μια απλοποιημένη διαδικασία για τη λήψη αποφάσεως από το Συμβούλιο όσον αφορά τη θέση που θα πρέπει να ληφθεί από την Ένωση στην επιτροπή CAMLR για θέματα της ΚΑΠ. Βάσει της εν λόγω διαδικασίας, πριν από κάθε ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υποβάλλουν τα σχετικά έγγραφα στα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου. Στην πράξη, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβιβάζουν τα έγγραφα αυτά είτε στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου είτε στην Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ).

Η υπόθεση C‑626/15

28

Στις 31 Αυγούστου 2015 οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου, βάσει της απλοποιημένης διαδικασίας που έχει καθιερώσει το Συμβούλιο, ένα ανεπίσημο έγγραφο (non-paper) στο οποίο είχε επισυναφθεί το σχέδιο του εγγράφου προβληματισμού. Στις σελίδες 4 και 5 του εν λόγω εγγράφου προβληματισμού, γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη προστασίας του οικοσυστήματος στη Θάλασσα του Γουέντελ και, ιδίως, των ζώων που ζουν σε αυτήν, όπως τα θαλάσσια θηλαστικά, οι πιγκουίνοι και τα θαλάσσια πτηνά.

29

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν να υποβληθεί το έγγραφο προβληματισμού στην επιστημονική επιτροπή της επιτροπής CAMLR, εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον, διότι το έγγραφο αυτό αφορούσε, κατά την εκτίμησή τους, τον τομέα της ΚΑΠ.

30

Κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, η ομάδα εργασίας του Συμβουλίου ενέκρινε το περιεχόμενο του εγγράφου προβληματισμού, αλλά θεώρησε ότι αυτό εμπίπτει στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής και όχι της ΚΑΠ, και ότι έπρεπε, ως εκ τούτου, να υποβληθεί εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της διαστάσεως απόψεων, αποφασίστηκε να παραπεμφθεί το ζήτημα στην ΕΜΑ.

31

Η ΕΜΑ εξέτασε τον φάκελο αυτόν κατά τη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2015. Μετά από ανταλλαγή απόψεων, ο πρόεδρος της ΕΜΑ διαπίστωσε ότι η ΕΜΑ είχε εγκρίνει την υποβολή του εγγράφου προβληματισμού και αποφάσισε ότι αυτό έπρεπε να υποβληθεί στην επιτροπή CAMLR κατά την 34η ετήσια συνεδρίασή της, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

32

Η Επιτροπή προέβαλε τις αντιρρήσεις της ως προς το τελευταίο αυτό σημείο με δήλωση η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2015. Δήλωσε ότι ήταν έτοιμη να υποβάλει στην επιτροπή CAMLR το έγγραφο προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, όπως είχε αποφασίσει η ΕΜΑ, αλλά επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να κινηθεί δικαστικώς.

33

Με δικόγραφο της 23ης Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2015, καθόσον αυτή εγκρίνει την υποβολή του εγγράφου προβληματισμού στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

Η υπόθεση C‑659/16

34

Στις 30 Αυγούστου 2016 οι υπηρεσίες της Επιτροπής, εφαρμόζοντας εκ νέου την απλοποιημένη διαδικασία, διαβίβασαν ανεπίσημο έγγραφο (non-paper) στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 το έγγραφο αυτό συμπληρώθηκε με τρία σχέδια προτάσεων για τη δημιουργία ή τη στήριξη για τη δημιουργία ΠΘΖ στην Ανταρκτική, ήτοι της ΠΘΖ στη Θάλασσα Γουέντελ, μίας ΠΘΖ στην Θάλασσα Ρος και μίας ΠΘΖ στην ανατολική Ανταρκτική, καθώς και με ένα σχέδιο για τη δημιουργία ενός συνόλου ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων (στο εξής: σχεδιαζόμενα μέτρα).

35

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν τα σχεδιαζόμενα μέτρα να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον, διότι τα μέτρα αυτά ενέπιπταν, κατά την άποψή τους, στο πεδίο της ΚΑΠ. Προκειμένου να τηρηθούν οι προθεσμίες εντός των οποίων είναι δυνατή η υποβολή προτάσεων στην ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR, η Επιτροπή απηύθυνε, εκ παραλλήλου, τα εν λόγω μέτρα στη γραμματεία της επιτροπής CAMLR, εξ ονόματος της Ένωσης.

36

Κατά τις συνεδριάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, η ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου εξέτασε το περιεχόμενο των σχεδιαζομένων μέτρων. Θεώρησε ότι τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής και όχι της ΚΑΠ, οπότε, αφενός, έπρεπε να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και, αφετέρου, δεν μπορούσαν να εγκριθούν στο πλαίσιο της απλοποιημένης διαδικασίας που είχε θεσπίσει το Συμβούλιο, δεδομένου ότι αυτή περιορίζεται μόνο στα ζητήματα που αφορούν την ΚΑΠ. Εν συνεχεία, ο φάκελος διαβιβάσθηκε στην ΕΜΑ και ακολούθως στο Συμβούλιο.

37

Στις 10 Οκτωβρίου 2016, στο Λουξεμβούργο, κατά την 3487η σύνοδό του, το Συμβούλιο ενέκρινε την υποβολή των σχεδιαζομένων μέτρων στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της. Περαιτέρω, αποφάσισε ότι τα μέτρα αυτά καθόριζαν τη θέση την οποία έπρεπε να λάβει η Ένωση κατά την 35η ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR.

38

Με δήλωσή της, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής, η Επιτροπή επέμεινε ότι τα μέτρα αυτά ενέπιπταν στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας, που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ και ότι, επομένως, δεν δικαιολογείτο να υποβληθούν εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

39

Το 2016, κατά την 35η ετήσια συνεδρίασή της, η επιτροπή CAMLR αποφάσισε να δώσει συνέχεια σε δύο από τα μέτρα που είχε υποβάλει και υποστηρίξει η Ένωση, ήτοι τη δημιουργία μίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Ρος, καθώς και τη δημιουργία πολυάριθμων ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων. Επιπλέον, η επιτροπή CAMLR αποφάσισε να συνεχίσει τις συζητήσεις σχετικά με τις δύο άλλες προτάσεις της Ένωσης.

40

Με δικόγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2016, καθόσον αυτή εγκρίνει την υποβολή των σχεδιαζομένων μέτρων στην επιτροπή CAMLR, κατά την 35η ετήσια συνεδρίαση του εν λόγω οργάνου, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

41

Στην υπόθεση C‑626/15, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του 2015, καθόσον εγκρίνει την υποβολή του εγγράφου προβληματισμού στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

42

Από την πλευρά του, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43

Με αποφάσεις της 7ης Απριλίου, της 14ης Απριλίου, της 29ης Απριλίου, της 2ας Μαΐου και της 3ης Μαΐου 2016, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε, αντιστοίχως, πρώτον, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεύτερον, στο Βασίλειο της Ισπανίας και στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τρίτον, στη Γαλλική Δημοκρατία και στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, τέταρτον, στην Πορτογαλική Δημοκρατία και, πέμπτον, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Σουηδίας καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου στην υπόθεση αυτή.

44

Με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο ζήτησε, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να εκδικαστεί η υπόθεση από το τμήμα μείζονος συνθέσεως.

45

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 2017, η διαδικασία στην υπόθεση C‑626/15 ανεστάλη μέχρι την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στην υπόθεση C‑659/16.

46

Στην υπόθεση C‑659/16, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του 2016, καθόσον εγκρίνει την υποβολή των σχεδιαζομένων μέτρων στην επιτροπή CAMLR, κατά την 35η ετήσια συνεδρίαση του εν λόγω οργάνου, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

47

Από την πλευρά του, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

48

Με απόφαση της 25ης Απριλίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου στην υπόθεση αυτή.

49

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑626/15 και C‑659/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

50

Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, το Συμβούλιο ζήτησε, στις 16 Νοεμβρίου 2016, επικαλούμενο το άρθρο 128, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να του επιτραπεί να προσκομίσει, στην υπόθεση C‑626/15, τρία νέα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι ένα σημείωμα σχετικά με τον καθορισμό της θέσεως της Ένωσης για την 35η ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR όσον αφορά τα σχεδιαζόμενα μέτρα, το κείμενο της συνακόλουθα εγκριθείσας θέσεως καθώς και σχετική δήλωση της Επιτροπής.

51

Με απόφασή του της 10ης Ιανουαρίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, έκανε δεκτά, στη διαδικασία σχετικά με την υπόθεση C‑626/15, τα τρία νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίσθηκαν μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

52

Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2018, το Συμβούλιο ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Προς στήριξη του αιτήματός του, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το επιχείρημα που παραθέτει η γενική εισαγγελέας στις προτάσεις της ως προς το ότι η Ένωση φέρεται να άσκησε πλήρως την αρμοδιότητά της στον τομέα του περιβάλλοντος κατά την έκδοση των αποφάσεων του 2015 και του 2016 δεν είχε προβληθεί από την Επιτροπή ούτε με τα δικόγραφά της ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενώ εξάλλου δεν διεξήχθη, για το επιχείρημα αυτό, συζήτηση μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

53

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση που προς επίλυση της διαφοράς χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων [βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst/Toeslagen (ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως), C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 20].

54

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, ότι προς επίλυση της διαφοράς δεν χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση ενώπιόν του.

55

Κατά συνέπεια, το αίτημα του Συμβουλίου περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.

Επί των προσφυγών

Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση C‑626/15

Επιχειρήματα των διαδίκων

56

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο, αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση C‑626/15, για τον λόγο ότι η απόφαση του 2015 δεν συνιστά πράξη υποκείμενη σε προσφυγή.

57

Υποστηρίζει, αφενός, ότι η απόφαση αυτή δεν εκδόθηκε από θεσμικό όργανο, αλλά από την ΕΜΑ, η οποία δεν διαθέτει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων. Αφετέρου, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να «παρ[αγάγει] έννομα αποτελέσματα», κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που αφορά την έγκριση ενός απλού εγγράφου προβληματισμού σκοπούντος να συγκεντρώσει απόψεις σχετικά με τη δημιουργία μίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ. Η ίδια αυτή απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έγκριση θέσεως της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, καθόσον ο χαρακτηρισμός αυτός προϋποθέτει ότι το οικείο διεθνές όργανο πρόκειται να εκδώσει πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα. Εν προκειμένω, όμως, το ακριβές περιεχόμενο της προτάσεως για τη δημιουργία μίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ δεν ήταν ακόμη γνωστό όταν εξεδόθη η απόφαση του 2015 και δεν ήταν βέβαιο αν θα διατυπωνόταν μια τέτοια πρόταση.

58

Η δε Επιτροπή φρονεί ότι η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση C‑626/15 είναι παραδεκτή. Συγκεκριμένα, η απόφαση του 2015 αποδίδεται στο Συμβούλιο, που είναι θεσμικό όργανο. Επιπλέον, αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, καθόσον υποχρεώνει την Επιτροπή να καταθέσει το έγγραφο προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της και όχι εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον. Κατά τα λοιπά, συνιστά καθορισμό θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Κατά πάγια νομολογία, συνιστά πράξη υποκείμενη σε προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε απόφαση εκδοθείσα από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της, η οποία σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑28/12, EU:C:2015:282, σκέψη 14).

60

Κατ’ αρχάς, δυνάμει του άρθρου 240, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ΕΜΑ απαρτίζεται από τους Μόνιμους Αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης και έχει την ευθύνη της προετοιμασίας των εργασιών του Συμβουλίου καθώς και της εκτελέσεως των εντολών που αυτό της αναθέτει. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόθεση των συντακτών των Συνθηκών ήταν να καταστήσουν την ΕΜΑ όργανο που επικουρεί το Συμβούλιο επιτελώντας για αυτό καθήκοντα προετοιμασίας και εκτελέσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑25/94, EU:C:1996:114, σκέψεις 25 και 26).

61

Πάντως, μολονότι η αποστολή της προετοιμασίας των εργασιών και της εκτελέσεως των εντολών του Συμβουλίου δεν παρέχει στην ΕΜΑ την ευχέρεια να ασκεί την εξουσία λήψεως αποφάσεων που ανήκει, κατά τις Συνθήκες, στο Συμβούλιο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 27), εντούτοις, δεδομένου ότι η Ένωση είναι μια ένωση δικαίου, πράξη εκδοθείσα από την ΕΜΑ πρέπει να μπορεί να υπαχθεί σε έλεγχο νομιμότητας οσάκις σκοπεί, καθ’ εαυτή, στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων και εξέρχεται, ως εκ τούτου, του πλαισίου της εν λόγω αποστολής προετοιμασίας και εκτελέσεως.

62

Περαιτέρω, όσον αφορά τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων στην παραγωγή των οποίων σκοπεί η απόφαση της 2015, κατά πάγια νομολογία, σημασία έχει η ουσία της πράξεως, η οποία πρέπει να εκτιμάται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι το πλαίσιο εντός του οποίου εξεδόθη η εν λόγω πράξη, το περιεχόμενό της και η βούληση του συντάκτη της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η τελευταία μπορεί να προσδιορισθεί κατά τρόπο αντικειμενικό (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42).

63

Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η απόφαση του 2015, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή εξεδόθη προκειμένου να πειστεί η επιτροπή CAMLR να δημιουργήσει μία ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ.

64

Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η ΕΜΑ, αποφασίζοντας να υποβάλει το έγγραφο προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, υποχρέωσε την Επιτροπή να μην αποστεί της θέσεως αυτής κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της περί εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Ένωσης κατά τη συμμετοχή της στην 34η ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR.

65

Τρίτον, όσον αφορά τη βούληση του συντάκτη της πράξεως, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ΕΜΑ της 11ης Σεπτεμβρίου 2015, τα οποία αποτελούν στοιχείο παρέχον τη δυνατότητα να προσδιορισθεί κατά τρόπο αντικειμενικό η βούληση αυτή, προκύπτει ότι η απόφαση του 2015 είχε ως σκοπό τον οριστικό καθορισμό της θέσεως του Συμβουλίου και, συνακόλουθα, της Ένωσης, όσον αφορά την υποβολή του εγγράφου προβληματισμού στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και όχι εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον.

66

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απόφαση του 2015 σκοπούσε όντως στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων και συνιστά, ως εκ τούτου, πράξη υποκείμενη σε προσφυγή.

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο στην υπόθεση C‑626/15.

Επί της ουσίας

68

Προς στήριξη εκάστης των προσφυγών της, η Επιτροπή προβάλλει τους ίδιους δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος, που προβάλλεται κυρίως, αντλείται εκ του ότι οι αποφάσεις του 2015 και του 2016 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις) εξεδόθησαν κατά παράβαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας την οποία το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας. Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται εκ του ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατά παράβαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας που διαθέτει συναφώς η Ένωση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

69

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα θα έπρεπε να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον, και όχι εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, διότι εμπίπτουν εξ ολοκλήρου ή, εν πάση περιπτώσει, κυρίως, στην αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει η Ένωση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας.

70

Προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε, η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η αρμοδιότητα αυτή δεν αφορά μόνον τα μέτρα διατηρήσεως που λαμβάνονται για να διαφυλαχθούν οι αλιευτικές δυνατότητες, αλλά όλα τα μέτρα διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας. Συγκεκριμένα, η αναφορά του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, στην ΚΑΠ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σκοπεί να τονίσει ότι η διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας αποτελεί ιδιαίτερη αρμοδιότητα υπαγόμενη στη γενικότερη αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα της αλιείας, και όχι υπό την έννοια ότι περιορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα που απορρέει από τη διάταξη αυτή μόνο στα μέτρα διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εν λόγω πολιτικής.

71

Αφετέρου, μολονότι η δημιουργία ΠΘΖ ανταποκρίνεται εν μέρει σε περιβαλλοντικές ανησυχίες, η περίσταση αυτή δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ένα μέτρο αυτού του είδους εμπίπτει στην περιβαλλοντική πολιτική. Δεδομένου ότι το άρθρο 11 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, το γεγονός και μόνον ότι ένα μέτρο επιδιώκει σκοπό ή περιλαμβάνει στοιχείο που συνδέεται με την περιβαλλοντική προστασία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το μέτρο αυτό εμπίπτει στη συντρέχουσα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών αρμοδιότητα σε θέματα περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, θα πρέπει επιπλέον το κέντρο βάρους του μέτρου αυτού να βρίσκεται προς την πλευρά της περιβαλλοντικής πολιτικής. Εν προκειμένω, όμως, το κέντρο βάρους του εγγράφου προβληματισμού καθώς και των σχεδιαζομένων μέτρων και, επομένως, το κέντρο βάρους των προσβαλλομένων αποφάσεων, κλίνουν προς την αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας.

72

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα περιορίζεται μόνο στα μέτρα προστασίας που εμπίπτουν στην ΚΑΠ, ήτοι στα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση των αλιευτικών δυνατοτήτων, το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα εμπίπτουν, ωστόσο, σε μια τέτοια αρμοδιότητα, δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζεται στον κανονισμό 1380/2013, η εν λόγω ΚΑΠ βασίζεται σε οικοσυστημική προσέγγιση.

73

Το Συμβούλιο καθώς και το σύνολο των παρεμβαινόντων κρατών μελών υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος. Συγκεκριμένα, η έκφραση «στο πλαίσιο της [ΚΑΠ]», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, σκοπεί να περιορίσει την αποκλειστική αρμοδιότητα, την οποία έχει η Ένωση στο πλαίσιο αυτό, μόνο στα μέτρα διατηρήσεως που λαμβάνονται για τη διατήρηση των αλιευομένων ειδών. Εν προκειμένω, μολονότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα είχαν, βεβαίως, ως αντικείμενο τη λήψη μέτρων διατηρήσεως, εντούτοις τα εν λόγω μέτρα δεν ενέπιπταν στον τομέα της αλιείας, αλλά στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ο οποίος, με τη σειρά του, εμπίπτει σε συντρέχουσα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών αρμοδιότητα.

74

Επικουρικώς, ορισμένα από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα την οποία, συμφώνως προς το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δύνανται να ασκούν εκ παραλλήλου η Ένωση και τα κράτη μέλη στον τομέα της έρευνας και ότι, για τον λόγο αυτόν, έπρεπε να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Κατ’ αρχάς, μολονότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απλώς αποσαφηνίζουν ότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα πρέπει να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, εντούτοις στο μέτρο που εγκρίνουν, χωρίς μεταβολές, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού και των μέτρων αυτών, η αρμοδιότητα για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων καθορίζεται από τη φύση και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου και των εν λόγω μέτρων καθώς και από τον σκοπό τους και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.

76

Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας στην οποία πρέπει να υπαχθεί η έκδοση αποφάσεων, πρέπει να καθορίζεται η προσήκουσα νομική βάση τους βάσει αντικειμενικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται το πλαίσιο, το περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων και οι επιδιωκόμενοι με αυτές σκοποί (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 35).

77

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, εάν από την εξέταση πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι η πράξη αυτή επιδιώκει πλείονες σκοπούς ή ότι αποτελείται από πλείονα συστατικά στοιχεία και εάν ένας από τους σκοπούς ή τα στοιχεία αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί κύριος ή πρωτεύων σκοπός ή κύριο ή πρωτεύον στοιχείο, ενώ οι άλλοι σκοποί ή τα άλλα στοιχεία έχουν παρεπόμενο απλώς χαρακτήρα, η εν λόγω πράξη πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να στηρίζεται σε μία και μόνη νομική βάση, δηλαδή σε εκείνη που αντιστοιχεί στον εν λόγω κύριο σκοπό ή στοιχείο [βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζαχστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

78

Μόνο κατ’ εξαίρεση μια πράξη της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται συγχρόνως σε διαφορετικές νομικές βάσεις, ήτοι οσάκις η πράξη αυτή επιδιώκει συγχρόνως πολλούς σκοπούς ή αποτελείται από πολλά συστατικά στοιχεία που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας σκοπός ή το ένα στοιχείο να έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τους λοιπούς σκοπούς ή τα λοιπά στοιχεία (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑211/01, EU:C:2003:452, σκέψη 40).

79

Εν προκειμένω, όλοι οι διάδικοι συμφωνούν ότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα μπορούν να εμπίπτουν σε πλείονες τομείς αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Αντιθέτως, διαφωνούν όσον αφορά το ζήτημα ποια πρέπει να είναι η νομική βάση για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων. Ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμοσθεί στο έγγραφο προβληματισμού και στα σχεδιαζόμενα μέτρα η νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 76 έως 78 της παρούσας αποφάσεως.

80

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κύριος σκοπός και το κύριο στοιχείο του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της ΚΑΠ, συμφώνως προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή καλύπτει την έκδοση κάθε εγγράφου ή τη λήψη κάθε μέτρου που αποσκοπεί στη διατήρηση των πόρων που συνδέονται με τη θάλασσα, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού.

81

Κατά συνέπεια, για να καθοριστεί αν αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να διευκρινισθεί το περιεχόμενο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ και, εν συνεχεία, σε δεύτερο στάδιο, να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο αποκλειστικός ή κύριος σκοπός και το αποκλειστικό ή κύριο στοιχείο του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων εμπίπτουν σε αυτόν τον τομέα αρμοδιότητας.

82

Όσον αφορά, πρώτον, την έκταση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η εν λόγω αρμοδιότητα αφορά τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας «στο πλαίσιο της [ΚΑΠ]».

83

Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της συνήθους έννοιας των όρων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ αφορά μόνον τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας που διασφαλίζεται στο πλαίσιο της ΚΑΠ και, ως εκ τούτου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική αυτήν.

84

Επομένως, μόνον στο μέτρο που η διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας επιδιώκεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η διατήρηση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης και εξαιρείται, κατά συνέπεια, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, από τη συντρέχουσα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της αρμοδιότητα στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας.

85

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ.

86

Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, αρχικώς, οι Συνθήκες προέβλεπαν, μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τη θέσπιση κοινής γεωργικής πολιτικής συμπεριλαμβανομένης της αλιείας χωρίς να μνημονεύουν, αυτοτελώς, τη διατήρηση των πόρων της θάλασσας. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας αυτής, η Ένωση εξέδωσε, στις 20 Οκτωβρίου 1970, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2141/70 του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1970, περί θεσπίσεως κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας (ΕΕ 1970, L 236, σ. 1), το άρθρο 5 του οποίου παρέσχε ειδική εξουσιοδότηση στο Συμβούλιο να θεσπίζει μέτρα διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων. Η εξουσιοδότηση αυτή περιελήφθη εν συνεχεία στην Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (JO 1972, L 73, σ. 14), υπό το πρίσμα της οποίας το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου την οποία προέβλεπε η πράξη αυτή, τα κράτη μέλη θα έπαυαν να είναι αρμόδια για τον τομέα αυτόν (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1976, Kramer κ.λπ., 3/76, 4/76 και 6/76, EU:C:1976:114, σκέψη 40, καθώς και της 5ης Μαΐου 1981, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 804/79, EU:C:1981:93, σκέψεις 17 και 27).

87

Όσον αφορά, δεύτερον, τον καθορισμό του αποκλειστικού ή κύριου σκοπού και στοιχείου του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, ο καθορισμός αυτός πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία να επιδέχονται δικαστικό έλεγχο, ήτοι να στηρίζεται στο πλαίσιο, στο περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων και στους επιδιωκόμενους από αυτές σκοπούς.

88

Όσον αφορά, πρώτον, το πλαίσιο, δεδομένου ότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα πρόκειται να υποβληθούν στην επιτροπή CAMLR, πρέπει να εξετασθούν τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο εν λόγω διεθνές όργανο από τη Σύμβαση της Καμπέρας, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατών που εκπροσωπούνται στην επιτροπή αυτή.

89

Συναφώς, από το άρθρο IX της Συμβάσεως της Καμπέρας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο II αυτής, προκύπτει, βεβαίως, ότι ορισμένα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην επιτροπή CAMLR αφορούν τη διατήρηση των ζώντων θαλάσσιων πόρων της Ανταρκτικής που αποτελούν αντικείμενο αλιευτικής εκμεταλλεύσεως.

90

Εντούτοις, κατ’ αρχάς, η εισαγωγική παράγραφος του προοιμίου της εν λόγω Συμβάσεως ορίζει ότι αυτή συνήφθη λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της προστασίας του περιβάλλοντος και της διαφυλάξεως της ακεραιότητας του οικοσυστήματος των θαλασσών που περιβάλλουν την Ανταρκτική.

91

Περαιτέρω, το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Καμπέρας δεν περιορίζεται μόνο στους πόρους που συνδέονται με την αλιεία, αλλά εκτείνεται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως αυτής, σε όλα τα είδη ζώντων οργανισμών που αποτελούν τμήμα του θαλάσσιου οικοσυστήματος της Ανταρκτικής, συμπεριλαμβανομένων των πτηνών.

92

Εξάλλου, το άρθρο V, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Καμπέρας ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση αυτή μέρη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη της Ανταρκτικής πρέπει να δεσμευθούν να εφαρμόσουν τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της εν λόγω Συνθήκης για την προστασία της πανίδας και της χλωρίδας της Ανταρκτικής, καθώς και τα άλλα μέτρα τα οποία συνέστησαν τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις της εν λόγω Συνθήκης στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων τους για την προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος από κάθε μορφή επιβλαβούς ανθρώπινης επεμβάσεως, πράγμα που υπερβαίνει σαφώς τις αναλαμβανόμενες κατά κανόνα υποχρεώσεις στο πλαίσιο συμφωνίας διαχειρίσεως των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

93

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι το γενικό πλαίσιο για τη θέσπιση προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών δεν θέτει, ως κύριο σκοπό των ζωνών αυτών, την αλιεία ή τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων. Αντιθέτως, αφενός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 6 του πλαισίου αυτού, οι ΠΘΖ που ενδέχεται να δημιουργηθούν από την επιτροπή CAMLR έχουν ως στόχους τη διατήρηση της «θαλάσσια[ς] βιοποικιλότητα[ς]», «της δομής και της λειτουργίας του οικοσυστήματος» και της «ικανότητ[άς] [του] προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή» καθώς και τον περιορισμό «τη[ς] δυνατότητα[ς] εισβολής μη αυτοχθόνων ειδών από ανθρωπογενείς δραστηριότητες». Αφετέρου, το σημείο 2 του εν λόγω πλαισίου, που αποσκοπεί στη συγκεκριμενοποίηση των εν λόγω στόχων, αναφέρει ότι οι ΠΘΖ πρέπει να συμβάλουν στην επίτευξη της «προστασίας αντιπροσωπευτικών δειγμάτων των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και των θαλάσσιων οικοτόπων σε κλίμακα η οποία να καθιστά δυνατή τη διατήρηση της βιωσιμότητάς τους και της ακεραιότητάς τους μακροπρόθεσμα», της «προστασίας οικοσυστημικών διεργασιών οικοτόπων και βασικών ειδών», της «προστασίας ζωνών ευάλωτων στις επιπτώσεις ανθρωπογενών δραστηριοτήτων» ή ακόμη της «προστασίας χαρακτηριστικών βασικών για τη λειτουργία των τοπικών οικοσυστημάτων».

94

Εντεύθεν συνάγεται ότι όχι μόνον η επιτροπή CAMLR έχει την εξουσία να θεσπίζει διάφορα μέτρα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επίσης ότι η εν λόγω προστασία παρίσταται ως ο κύριος σκοπός και το κύριο στοιχείο των μέτρων αυτών.

95

Όσον αφορά, δεύτερον, το περιεχόμενο του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων, αφενός, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 94 των προτάσεών της, το περιεχόμενο αυτό εστιάζει, βεβαίως, στη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα σημεία 5.3 και 5.4 της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ, από τα σημεία 3 και 7 της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Ρος, καθώς και από την εισαγωγική παράγραφο και από το σημείο 10 της προτάσεως περί δημιουργίας ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων, η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στη μερική, πλην σημαντική, απαγόρευση της αλιείας, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεση, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα οικεία οικοσυστήματα ή, όσον αφορά το τελευταίο μέτρο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μελέτη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής επί του θαλάσσιου οικοσυστήματος το οποίο αφορά το μέτρο αυτό. Επομένως, οι άκρως περιορισμένες αλιευτικές δυνατότητες που προβλέπονται στις ζώνες τις οποίες αφορούν τα μέτρα και το έγγραφο προβληματισμού που αναφέρονται ανωτέρω δικαιολογούνται αποκλειστικώς από εκτιμήσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα.

96

Αφετέρου, ορισμένες διατάξεις του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων, όπως το σημείο 5.5 της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ, το σημείο 10 της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Ρος και το σημείο 14 της προτάσεως περί δημιουργίας ειδικών ζωνών για την επιστημονική μελέτη του συγκεκριμένου θαλάσσιου χώρου, της κλιματικής αλλαγής και της τήξεως των παγετώνων, απαγορεύουν επίσης την απόθεση ή την απόρριψη αποβλήτων και δεν αφορούν συνεπώς, αυτή καθεαυτήν, τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών.

97

Κατά συνέπεια, μολονότι το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα έχουν, βεβαίως, εν μέρει ως αντικείμενο τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών και, ως εκ τούτου, βαίνουν, λόγω του περιεχομένου τους, πέραν της προστασίας του περιβάλλοντος και μόνον, εντούτοις η προστασία αυτή δεν παύει να αποτελεί το κύριο στοιχείο τους.

98

Όσον αφορά, τρίτον, τους σκοπούς που επιδιώκουν το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα, όπως προκύπτει τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις τους όσο και από τις διατάξεις τους, το εν λόγω έγγραφο και τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στη διατήρηση, στη μελέτη και στην προστασία των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και των οικοτόπων στην Ανταρκτική, καθώς και στην αντιμετώπιση των επιβλαβών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής επί της εν λόγω, άκρως σημαντικής για το παγκόσμιο κλίμα, περιοχής. Ως εκ τούτου, τα ζωικά είδη, στην προστασία των οποίων αποσκοπούν τα μέτρα αυτά, δεν περιορίζονται στα είδη που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής αλιείας, αλλά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, όπως αναφέρεται στις σελίδες 4 και 5 του εγγράφου προβληματισμού, στο σημείο 3.1, στοιχείο βʹ, της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ και στο σημείο 3, σημείο i, της προτάσεως περί δημιουργίας ΠΘΖ στη Θάλασσα του Ρος, ορισμένα θαλάσσια πτηνά και θηλαστικά.

99

Ως εκ τούτου, οι στόχοι που επιδιώκονται με το έγγραφο προβληματισμού και με τα σχεδιαζόμενα μέτρα, τα οποία συμβάλλουν στην επίτευξη πολλών από τους στόχους της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, οι οποίοι εξαγγέλλονται στο άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβεβαιώνουν τα συναχθέντα στις σκέψεις 94 και 97 της παρούσας αποφάσεως συμπεράσματα.

100

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η αλιεία δεν αποτελεί παρά παρεπόμενο σκοπό του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων. Δεδομένου ότι το έγγραφο και τα μέτρα αυτά έχουν ως κύριο σκοπό και στοιχείο την προστασία του περιβάλλοντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, αλλά στη συντρέχουσα αρμοδιότητα που έχει, κατ’ αρχήν, με τα κράτη μέλη στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ.

101

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, συμφώνως προς το άρθρο 11 ΣΛΕΕ, οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, περιλαμβανομένης της ΚΑΠ. Πράγματι, μολονότι η Ένωση πρέπει να συμμορφώνεται προς τη διάταξη αυτή, οσάκις ασκεί κάποια από τις αρμοδιότητές της, εντούτοις η πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος μνημονεύεται ρητώς στις Συνθήκες ως αποτελούσα τομέα αυτοτελούς αρμοδιότητας και, ως εκ τούτου, οσάκις ο κύριος σκοπός και το κύριο στοιχείο ενός μέτρου αφορούν αυτόν τον τομέα αρμοδιότητας, το μέτρο αυτό πρέπει επίσης να θεωρείται ως εμπίπτον στον εν λόγω τομέα αρμοδιότητας [βλ., στο ίδιο πνεύμα, γνωμοδότηση 2/00 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την πρόληψη των προερχόμενων από τη βιοτεχνολογία κινδύνων), της 6ης Δεκεμβρίου 2001, EU:C:2001:664, σκέψεις 34 και 42 έως 44].

102

Ομοίως, μολονότι η Ένωση έχει, βεβαίως, τη δυνατότητα να εντάξει στην ΚΑΠ στοιχεία για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής στο πλαίσιο οικοσυστημικής προσεγγίσεως με σκοπό την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων επί του θαλάσσιου οικοσυστήματος και την αποτροπή της υποβαθμίσεως, λόγω των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, του θαλάσσιου περιβάλλοντος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1380/2013, καθώς και από το άρθρο 2, παράγραφος 3, και από το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, εντούτοις μια τέτοια προσέγγιση επιδιώκει έναν πολύ πιο περιορισμένο σκοπό από τους επιδιωκόμενους με το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα, οι οποίοι εκτίθενται στη σκέψη 98 της παρούσας αποφάσεως, και δεν μπορεί, συνεπώς, να δικαιολογήσει την ένταξη των μέτρων αυτών στην ΚΑΠ.

103

Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

104

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που η υποβολή του εγγράφου προβληματισμού και των σχεδιαζομένων μέτρων στην επιτροπή CAMLR δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, η Ένωση θα έπρεπε, παρ’ όλα αυτά, να προτείνει το έγγραφο αυτό και τα μέτρα αυτά μόνον εξ ονόματός της, και τούτο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

105

Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, όταν η συμφωνία αυτή ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους. Ωστόσο, η αρμοδιότητα αυτή αφορά όχι μόνον τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, αλλά και, όπως εν προκειμένω, τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων από τα όργανα που ιδρύονται δυνάμει των συμφωνιών αυτών. Περαιτέρω, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι η συμμετοχή στη ψηφοφορία για τη θέσπιση, στο πλαίσιο της επιτροπής CAMLR, των σχεδιαζομένων μέτρων εμπίπτει στο πεδίο συντρέχουσας αρμοδιότητας, αυτή η τελευταία έχει καταστεί αποκλειστική για δύο λόγους. Αφενός, τα εν λόγω μέτρα αντιβαίνουν προς τη θέση με πολυετή προοπτική κατά την οποία οι θέσεις στο πλαίσιο του διεθνούς αυτού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται από την Ένωση η οποία ενεργεί μόνη της. Αφετέρου, η υλοποίηση των ΠΘΖ και των προτεινόμενων ειδικών ζωνών έρευνας μπορεί να επηρεάσει πλείονες κανόνες που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς 600/2004 και 601/2004.

106

Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι κακώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι μια συντρέχουσα αρμοδιότητα συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μια κοινή εξωτερική δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της. Στην πραγματικότητα, κατά την Επιτροπή, το Συμβούλιο αρνείται να σεβαστεί το γεγονός ότι, σε έναν υποτιθέμενο τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας, η Ένωση μπορεί πράγματι να ενεργήσει μόνη της και μπορεί να το πράξει ακολουθώντας τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων που προβλέπεται από τις Συνθήκες.

107

Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το σύνολο των παρεμβαινόντων κρατών μελών, υποστηρίζει, αφενός, ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα, εφόσον θεσπιστούν, δεν μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της θέσεως με πολυετή προοπτική, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 και το σημείο 2 του παραρτήματός της I, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω θέσεως με πολυετή προοπτική έχει σκοπίμως περιορισθεί από το Συμβούλιο στα θέματα της ΚΑΠ. Ωστόσο, τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν εμπίπτουν στην πολιτική αυτή.

108

Το δε επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή σε σχέση με τους δύο κανονισμούς των οποίων γίνεται επίκληση δεν πληροί τις απαιτήσεις περί αποδείξεως που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 75), εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται τον αποκλειστικό χαρακτήρα της εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης να αποδείξει τον εν λόγω χαρακτήρα. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει τον αποκλειστικό χαρακτήρα της εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης τον οποίο επικαλείται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη δυνάμενη να επηρεάσει την εφαρμογή των κανονισμών 600/2004 και 601/2004, διότι αυτοί αφορούν τις αλιευτικές δραστηριότητες, και όχι, όπως εν προκειμένω, τις δραστηριότητες διατηρήσεως των βιολογικών πόρων.

109

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ της συντρέχουσας αρμοδιότητας και της δράσεως μικτού χαρακτήρα, μολονότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε από την Επιτροπή στα δικόγραφά της, το Συμβούλιο επέλεξε να μην απαντήσει.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

110

Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι, συμφώνως προς τη διάταξη αυτή, η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας όταν η σύναψη αυτή ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους.

111

Ως εκ τούτου, απονέμοντας στην Ένωση αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας υπό τις προϋποθέσεις που διευκρινίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει, με τη διάταξη αυτή, να μην έχουν τα κράτη μέλη τη δυνατότητα, μονομερώς ή συλλογικώς, να αναλαμβάνουν έναντι τρίτων κρατών υποχρεώσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλουν την εμβέλειά τους [βλ., στο ίδιο πνεύμα, γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 170].

112

Λαμβανομένου υπόψη ενός τέτοιου σκοπού, το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται, προκειμένου να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά του, υπό την έννοια ότι, μολονότι το γράμμα του αναφέρεται μόνο στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, εντούτοις εφαρμόζεται και σε προγενέστερο της συνάψεως στάδιο, ήτοι κατά τη διαπραγμάτευση μιας τέτοιας συμφωνίας και, μετά τη σύναψη, όταν ένα όργανο που έχει συγκροτηθεί δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας καλείται να θεσπίσει μέτρα εφαρμογής της.

113

Περαιτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι διεθνείς δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη ενδέχεται να επηρεάσουν τους κοινούς κανόνες της Ένωσης ή να μεταβάλουν το περιεχόμενό τους, στοιχείο που δικαιολογεί την ύπαρξη αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης, σε περίπτωση κατά την οποία οι δεσμεύσεις αυτές εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής των εν λόγω κανόνων, εξυπακουομένου ότι η διαπίστωση της υπάρξεως τέτοιου κινδύνου δεν προϋποθέτει πλήρη σύμπτωση του τομέα τον οποίο καλύπτουν οι διεθνείς δεσμεύσεις και εκείνου της νομοθεσίας της Ένωσης. Ειδικότερα, η εμβέλεια των κανόνων της Ένωσης ενδέχεται να επηρεαστεί ή να μεταβληθεί λόγω διεθνών δεσμεύσεων, οσάκις οι δεύτερες αφορούν τομέα που ήδη καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τέτοιους κανόνες [γνωμοδότηση 1/13 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης), της 14ης Οκτωβρίου 2014, EU:C:2014:2303, σκέψεις 71 έως 73].

114

Εξάλλου, η ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου επηρεασμού μπορεί να διαπιστωθεί οσάκις, χωρίς κατ’ ανάγκην να έρχονται σε αντίθεση προς τους κοινούς κανόνες της Ένωσης, οι σχετικές διεθνείς δεσμεύσεις ενδέχεται να επηρεάζουν την έννοια, το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 102, και γνωμοδότηση 1/13 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης), της 14ης Οκτωβρίου 2014, EU:C:2014:2303, σκέψη 85].

115

Εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος σκοπεί να επικαλεστεί τον αποκλειστικό χαρακτήρα της εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης, να προσκομίσει στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι ο χαρακτήρας αυτός παραβιάστηκε (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψη 75).

116

Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε τέτοια στοιχεία.

117

Πράγματι, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, προκειμένου να αποδείξει ότι οι επίμαχες διεθνείς δεσμεύσεις άπτονται τομέα ο οποίος καλύπτεται ήδη από τους κανόνες της Ένωσης, η Επιτροπή περιορίζεται στην επίκληση του περιεχομένου της θέσεως με πολυετή προοπτική, καθώς και των κανονισμών 600/2004 και 601/2004, χωρίς να εξετάσει εάν ο τομέας εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών καλύπτει «σε μεγάλο βαθμό» τους τομείς που αφορούν οι εν λόγω διεθνείς δεσμεύσεις.

118

Συναφώς, από τη γενομένη στις σκέψεις 89 έως 92 της παρούσας αποφάσεως ανάλυση προκύπτει ότι η Σύμβαση της Καμπέρας εξουσιοδοτεί την επιτροπή CAMLR, προς την οποία απευθύνονταν το έγγραφο προβληματισμού και τα σχεδιαζόμενα μέτρα, να λάβει μέτρα έχοντα ως κύριο στοιχείο και σκοπό και επομένως, κατ’ ουσίαν, ως τομέα εφαρμογής την προστασία του περιβάλλοντος.

119

Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι ο τομέας που καλύπτεται από τη θέση με πολυετή προοπτική, καθώς και από τους κανονισμούς 600/2004 και 601/2004, περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στην αλιεία. Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 καθώς και από το σημείο 2 του παραρτήματος I της θέσεως με πολυετή προοπτική, αυτή εκτείνεται στις θέσεις που πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Ένωσης στο πλαίσιο της επιτροπής CAMLR όταν το εν λόγω όργανο κληθεί να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα σε τομείς που σχετίζονται με την ΚΑΠ. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού 600/2004 και από την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 601/2004, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 1 εκάστου των κανονισμών αυτών, οι εν λόγω κανονισμοί σκοπούν κατ’ ουσίαν στη ρύθμιση των αλιευτικών δραστηριοτήτων στη ζώνη εφαρμογής της Συμβάσεως της Καμπέρας.

120

Ως εκ τούτου, ο τομέας εφαρμογής των σχετικών διεθνών δεσμεύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί, εν πάση περιπτώσει, ότι εμπίπτει «σε μεγάλο βαθμό» σε αυτόν που καλύπτεται ήδη από τη θέση με πολυετή προοπτική ή από τους κανονισμούς 600/2004 και 601/2004.

121

Δεύτερον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία σχετικά με τη φύση του προβαλλομένου κινδύνου επηρεασμού.

122

Πράγματι, όσον αφορά τη θέση με πολυετή προοπτική, η Επιτροπή αρκείται στην επισήμανση ότι η θέση αυτή δεν προβλέπει ότι η Ένωση έχει την υποχρέωση να ενεργεί από κοινού με τα κράτη μέλη. Ως προς το σημείο αυτό, πάντως, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 1 της θέσεως με πολυετή προοπτική διευκρινίζει ότι η εν λόγω θέση αφορά αποκλειστικώς τον καθορισμό της θέσεως της Ένωσης κατά την ετήσια συνεδρίαση της επιτροπής CAMLR όταν η επιτροπή αυτή κληθεί να θεσπίσει πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα για θέματα της ΚΑΠ. Εντεύθεν συνάγεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω θέση με πολυετή προοπτική, ουδόλως προδίκαζε το ζήτημα αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, των οποίων το κύριο στοιχείο και ο κύριος σκοπός εμπίπτουν στην πολιτική για το περιβάλλον, έπρεπε να ληφθούν από μόνη την Ένωση ή από την Ένωση ενεργούσα με τη συνδρομή των κρατών μελών.

123

Ομοίως, όσον αφορά τους κανονισμούς 600/2004 και 601/2004, η Επιτροπή μνημονεύει, βεβαίως, πολλούς κοινούς κανόνες τους οποίους ενδεχομένως θα επηρέαζαν, κατά την άποψή της, τα σχεδιαζόμενα μέτρα, σε περίπτωση που θεσπίζονταν, και, ως εκ τούτου, προσκόμισε ορισμένα στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα εμπίπτουν, τουλάχιστον εν μέρει, στον τομέα εφαρμογής των κανονισμών 600/2004 και 601/2004. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, προκειμένου να αποδείξει ότι τα μέτρα αυτά ενδέχεται να επηρεάσουν την έννοια, το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των κανονισμών αυτών, τις διατάξεις των μέτρων αυτών οι οποίες θα προκαλέσουν τον εν λόγω επηρεασμό ούτε διευκρίνισε το περιεχόμενο του επηρεασμού αυτού.

124

Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εξεδόθησαν κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

125

Το δε επιχείρημα της Επιτροπής, με το οποίο αυτή υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε σύγχυση ως προς τις έννοιες της «συντρέχουσας αρμοδιότητας» και του «μικτού χαρακτήρα της εξωτερικής δράσεως» και, λόγω αυτού, αρνήθηκε ότι, σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας, η Ένωση δύναται να ενεργεί μόνη της, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

126

Συναφώς, το Δικαστήριο είχε, βεβαίως, την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το γεγονός και μόνον ότι μια ενέργεια της Ένωσης στη διεθνή σκηνή εμπίπτει σε συντρέχουσα μεταξύ της ίδιας και των κρατών μελών αρμοδιότητα δεν αποκλείει τη δυνατότητα επιτεύξεως στο εσωτερικό του Συμβουλίου της απαιτούμενης πλειοψηφίας προκειμένου η Ένωση να ασκήσει μόνη της αυτήν την εξωτερική αρμοδιότητα [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου, C‑600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 68, η οποία παραπέμπει στη σκέψη 244 της γνωμοδοτήσεως 2/15 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376].

127

Πάντως, κατά πάγια νομολογία, οσάκις η Ένωση αποφασίζει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της, τότε οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται τηρουμένου του διεθνούς δικαίου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 291 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128

Εν προκειμένω, στο ειδικό πλαίσιο του συστήματος των διεθνών συμβάσεων για την Ανταρκτική, η εκ μέρους της Ένωσης άσκηση της επίμαχης στις υπό κρίση υποθέσεις εξωτερικής αρμοδιότητας η οποία θα απέκλειε τα κράτη μέλη δεν θα ήταν σύμφωνη προς το διεθνές δίκαιο.

129

Πράγματι, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου VII, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και του άρθρου XXIX, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Καμπέρας, οργάνωση περιφερειακής οικονομικής ολοκληρώσεως, όπως η Ένωση, μπορεί να προσχωρήσει στην εν λόγω σύμβαση και να καταστεί μέλος της επιτροπής CAMLR μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη της είναι και αυτά μέλη της επιτροπής αυτής. Αντιθέτως, ουδεμία ανάλογη προϋπόθεση προβλέπεται η οποία να εξαρτά την παρουσία των κρατών αυτών στην επιτροπή CAMLR από το γεγονός ότι η οικεία περιφερειακή οργάνωση είναι επίσης μέλος της εν λόγω επιτροπής.

130

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Σύμβαση της Καμπέρας δεν απονέμει στις οργανώσεις περιφερειακής ολοκληρώσεως, όπως η Ένωση, ένα απολύτως αυτόνομο καθεστώς στο πλαίσιο της επιτροπής CAMLR.

131

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθώς το σύνολο των συνθηκών και των διεθνών συμβάσεων που ισχύουν για την Ανταρκτική αποτελεί ένα οργανωμένο και συνεκτικό σύστημα, στην κορυφή του οποίου ίσταται η παλαιότερη και πλέον γενική μεταξύ αυτών συνθήκη, ήτοι η Συνθήκη της Ανταρκτικής, όπως καθιστούν πρόδηλο οι διατάξεις του άρθρου V της Συμβάσεως της Καμπέρας. Εντεύθεν συνάγεται ότι ακόμη και τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως αυτής τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη της Ανταρκτικής αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και ευθύνες των μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις της εν λόγω Συνθήκης και, ως εκ τούτου, εφαρμόζουν τα διάφορα μέτρα που συνέστησαν τα μέρη αυτά. Ως εκ τούτου, εναπόκειται, πρωτίστως, στα μέρη που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις της Συνθήκης της Ανταρκτικής να εξελίξουν το εν λόγω σύνολο των συμβάσεων που αφορούν την Ανταρκτική και να διασφαλίσουν τη συνοχή του.

132

Εν προκειμένω, η Ένωση συγκαταλέγεται μεταξύ των συμβαλλομένων στη Σύμβαση της Καμπέρας μερών στα οποία απευθύνονται οι διατάξεις του άρθρου V, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω Συμβάσεως, στο μέτρο που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη της Ανταρκτικής. Εντεύθεν συνάγεται, ιδίως, ότι είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και ευθύνες των μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις της Συνθήκης της Ανταρκτικής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων μεταξύ των κρατών μελών της που έχουν το καθεστώς αυτό, είτε είναι μέλη της επιτροπής CAMLR είτε όχι.

133

Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν τυχόν επιτραπεί στην Ένωση να κάνει χρήση, στο πλαίσιο της επιτροπής CAMLR, της ευχέρειας που διαθέτει να ενεργεί χωρίς τη σύμπραξη των κρατών μελών της σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας, μολονότι, αντιθέτως προς την ίδια, ορισμένα εξ αυτών έχουν το καθεστώς των συμβαλλομένων μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις της Συνθήκης της Ανταρκτικής, τότε θα δημιουργείτο ο κίνδυνος, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης θέσεως της Συμβάσεως της Καμπέρας στο σύστημα των συμβάσεων για την Ανταρκτική, να υπονομευθούν οι ευθύνες και οι εξουσίες των εν λόγω μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις, γεγονός που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη συνοχή του εν λόγω συστήματος συμβάσεων και, εν τέλει, θα αντέβαινε προς τις διατάξεις του άρθρου V, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως της Καμπέρας.

134

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο δεύτερος επικουρικός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

135

Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους ακυρώσεως δεν έγινε δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

136

Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, εκτός από τα δικά της έξοδα, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο, συμφώνως προς το σχετικό αίτημα του θεσμικού αυτού οργάνου.

137

Εξάλλου, το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις προσφυγές.

 

2)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top