Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0625

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Ιουνίου 2017.
    Schniga GmbH κατά Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών – Αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος – Ποικιλία μήλων “Gala Schnitzer” – Τεχνική εξέταση – Κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) – Κανονισμός (ΕΚ) 1239/95 – Άρθρο 23, παράγραφος 1 – Εξουσίες του προέδρου του ΚΓΦΠ – Προσθήκη διακριτικού χαρακτηριστικού μετά το πέρας της τεχνικής εξετάσεως – Σταθερότητα του χαρακτηριστικού κατά τη διάρκεια δύο καλλιεργητικών περιόδων.
    Υπόθεση C-625/15 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:435

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 8ης Ιουνίου 2017 ( *1 ) ( 1 )

    «Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος — Ποικιλία μήλων “Gala Schnitzer” — Τεχνική εξέταση — Κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) — Κανονισμός (ΕΚ) 1239/95 — Άρθρο 23, παράγραφος 1 — Εξουσίες του προέδρου του ΚΓΦΠ — Προσθήκη διακριτικού χαρακτηριστικού μετά το πέρας της τεχνικής εξέτασης — Σταθερότητα του χαρακτηριστικού κατά τη διάρκεια δύο καλλιεργητικών περιόδων»

    Στην υπόθεση C‑625/15 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναίρεσης δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2015,

    Schniga GmbH, με έδρα το Bolzano (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους R. Kunze και G. Würtenberger, Rechtsanwälte,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), εκπροσωπούμενο από τους M. Ekvad και F. Mattina,

    καθού πρωτοδίκως,

    η Brookfield New Zealand Ltd, με έδρα το Havelbock North (Νέα Ζηλανδία),

    η Elaris SNC, με έδρα το Angers (Γαλλία),

    εκπροσωπούμενες από τον M. Eller, avvocato,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, M. Berger, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή) και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 24ης Νοεμβρίου 2016,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της, η Schniga GmbH ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Schniga κατά ΚΓΦΠ – Brookfield New Zealand και Elaris (Gala Schnitzer) (T‑91/14 και T‑92/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:624), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τις οποίες είχε ασκήσει η εταιρία αυτή ζητώντας την ακύρωση δύο αποφάσεων του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη χορήγηση κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών όσον αφορά την ποικιλία των μήλων Gala Schnitzer (υποθέσεις A 003/2007 και A 004/2007, στο εξής: επίδικες αποφάσεις).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    2

    Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας παρέχεται στις ποικιλίες που είναι διακριτές, ομοιογενείς, σταθερές και νέες.

    3

    Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, μια ποικιλία είναι διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία της αίτησης.

    4

    Τα κριτήρια της ομοιογένειας, της σταθερότητας και του καινοφανούς χαρακτήρα ορίζονται αντιστοίχως στα άρθρα 8, 9 και 10 του κανονισμού.

    5

    Το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι η αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος πρέπει να περιλαμβάνει τεχνική περιγραφή της οικείας ποικιλίας.

    6

    Η τήρηση των κριτηρίων της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (στο εξής: κριτήρια ΔΟΣ) ελέγχεται σε κάθε περίπτωση μέσω τεχνικής εξέτασης, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 του βασικού κανονισμού.

    7

    Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

    «Εάν το [ΚΓΦΠ] δεν διαπιστώσει προσκόμματα για την παραχώρηση κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας βάσει της εξέτασης που γίνεται δυνάμει των άρθρων 53 και 54, τότε λαμβάνει μέτρα ώστε η τεχνική εξέταση του κατά πόσον πληρούνται [τα κριτήρια ΔΟΣ] να διενεργηθεί, σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, από το αρμόδιο γραφείο ή τα αρμόδια γραφεία στα οποία έχει ανατεθεί η τεχνική εξέταση των ποικιλιών του σχετικού είδους από το διοικητικό συμβούλιο [του ΚΓΦΠ], το οποίο εφεξής αναφέρεται ως “γραφείο ή γραφεία εξέτασης”.»

    8

    Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η διεξαγωγή κάθε τεχνικής εξέτασης ακολουθεί κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο του ΚΓΦΠ (στο εξής: διοικητικό συμβούλιο) και κάθε ενδεχόμενη οδηγία του ΚΓΦΠ. Οι κατευθυντήριες αυτές αρχές περιγράφουν, μεταξύ άλλων, το φυτικό υλικό που απαιτείται για την τεχνική εξέταση, τις λεπτομέρειες διενέργειας των δοκιμών, τις εφαρμοστέες μεθόδους, τις παρατηρήσεις που γίνονται, την ομαδοποίηση των ποικιλιών που εντάσσονται στις δοκιμές, καθώς επίσης και τον εξεταζόμενο πίνακα χαρακτηριστικών. Στο πλαίσιο του τεχνικού ελέγχου, τα φυτά της οικείας ποικιλίας καλλιεργούνται πλησίον των φυτών των ποικιλιών τις οποίες το ΚΓΦΠ και το οριζόμενο εξεταστικό κέντρο θεωρούν εγγύτερες προς την υποψήφια ποικιλία, βάσει της τεχνικής περιγραφής της τελευταίας που αποτελεί μέρος της αίτησης χορήγησης κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών.

    9

    Το άρθρο 59, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του ίδιου αυτού κανονισμού διευκρινίζει τα ακόλουθα:

    «Η διαφορά στην οποία στηρίζεται η ένσταση [κατά της χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος] πρέπει να αφορά μόνον τα ακόλουθα σημεία:

    α)

    την περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζουν τα άρθρα 7 έως 11».

    10

    Το άρθρο 72 του βασικού κανονισμού έχει ως εξής:

    «Το τμήμα προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής βάσει της εξέτασης που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 71. Το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκήσει όλες τις εξουσίες που περιέχονται στις αρμοδιότητες του [ΚΓΦΠ], είτε να διαβιβάσει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του [ΚΓΦΠ] για περαιτέρω ενέργειες. Το [τμήμα αυτό], εφόσον τα πραγματικά περιστατικά είναι τα ίδια, δεσμεύεται από τη νομική εκτίμηση του τμήματος προσφυγών.»

    11

    Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1239/95 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 1995, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του γραφείου και τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1995, L 121, σ. 37, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), η αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων πληροφοριακών στοιχείων, την περιγραφή των χαρακτηριστικών της ποικιλίας στην οποία ιδίως θα διευκρινίζεται, κατά τη γνώμη του αιτούντος, κατά τι αυτή διακρίνεται σαφώς από άλλες ποικιλίες, οι οποίες μπορούν να αναφερθούν ως ποικιλίες αναφοράς για τις δοκιμές.

    12

    Το άρθρο 22 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Απόφαση ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση», διευκρινίζει τα κατωτέρω:

    «1.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει, κατόπιν προτάσεως του προέδρου του [ΚΓΦΠ], ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση. Η ημερομηνία και τα προς εξέταση είδη της απόφασης δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα που αναφέρεται στο άρθρο 87.

    2.   Ελλείψει σχετικής αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου, ο πρόεδρος του [ΚΓΦΠ] αποφασίζει προσωρινώς. Η προσωρινή απόφαση παύει να υφίσταται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου. Στην περίπτωση που η προσωρινή απόφαση του προέδρου του [ΚΓΦΠ] διαφέρει από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, τεχνική εξέταση που άρχισε πριν από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου δεν επηρεάζεται. Το διοικητικό συμβούλιο είναι δυνατόν να αποφασίσει διαφορετικά εάν το επιβάλουν οι περιστάσεις.»

    13

    Το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εξουσιοδότηση στον πρόεδρο του [ΚΓΦΠ]», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Στην περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση, εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο του [ΚΓΦΠ] να προσθέσει επί πλέον χαρακτηριστικά της ποικιλίας, και την έκφραση των χαρακτηριστικών αυτών.

    2.   Στην περίπτωση που ο πρόεδρος του [ΚΓΦΠ] κάνει χρήση της εξουσιοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το άρθρο 22 παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.»

    14

    Το πρωτόκολλο TP/14/1 του ΚΓΦΠ, της 27ης Μαρτίου 2003, σχετικά με την εξέταση της διάκρισης, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (μήλο) (στο εξής: πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1), ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για την τεχνική εξέταση των ποικιλιών μήλων του είδους Malus Mill. Πριν από την υιοθέτησή του, δεν υπήρχαν κατευθυντήριες αρχές ούτε γενικές οδηγίες, κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, σχετικές με τις εν λόγω ποικιλίες. Κατά πάγια πρακτική στον τομέα των τεχνικών εξετάσεων, το ΚΓΦΠ προέβαινε σε εκτίμηση των κριτηρίων ΔΟΣ των οικείων ποικιλιών βασιζόμενο στις γενικές κατευθυντήριες αρχές και τις τεχνικές της Διεθνούς Ένωσης για την προστασία νέων φυτικών ποικιλιών (στο εξής: UPOV), μιας διακυβερνητικής οργάνωσης συσταθείσας δυνάμει της διεθνούς σύμβασης για την προστασία νέων φυτικών ποικιλιών, η οποία υπογράφηκε στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 1961 (στο εξής: σύμβαση UPOV).

    15

    Σύμφωνα με το σημείο III 3 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1, «όσον αφορά τις δοκιμές ΔΟΣ και την προετοιμασία των περιγραφών, εφαρμογή έχουν τα αναφερόμενα στο παράρτημα 1 χαρακτηριστικά».

    16

    Σύμφωνα με το σημείο III 5 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1, «η ελάχιστη διάρκεια των δοκιμών (ανεξάρτητες βλαστικές περίοδοι) αντιστοιχεί συνήθως σε δύο, τουλάχιστον, ικανοποιητικές συγκομιδές φρούτων». Το σημείο IV του εν λόγω πρωτοκόλλου προσθέτει ότι «η συμμόρφωση των υποψήφιων ποικιλιών προς τα κριτήρια ΔΟΣ διαπιστώνεται μετά από δύο περιόδους καρποφορίας, σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις ενδέχεται να απαιτηθούν τρεις τέτοιες περίοδοι».

    17

    Το σημείο III 6 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1 ορίζει τα εξής:

    «[…] οι αιτούντες μπορούν να προβάλουν, είτε στο τεχνικό ερωτηματολόγιο είτε κατά τη διάρκεια των δοκιμών, ότι μια υποψήφια ποικιλία διαθέτει κάποιο κρίσιμο, για τους σκοπούς της διάκρισης, χαρακτηριστικό. Εάν προβληθεί τέτοιου είδους ισχυρισμός και προσκομισθούν αξιόπιστα τεχνικά δεδομένα προς επιβεβαίωσή του, μπορεί να διενεργηθεί εξέταση, εφόσον είναι εφικτός ο σχεδιασμός μιας τεχνικά αποδεκτής διαδικασίας δοκιμής. Περαιτέρω, διενεργούνται ειδικές δοκιμές, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του ΚΓΦΠ, όταν η διακριτότητα δεν είναι ιδιαιτέρως πιθανόν να αποδειχθεί βάσει μόνον των απαριθμούμενων στο πρωτόκολλο χαρακτηριστικών».

    Το διεθνές δίκαιο

    18

    Η UPOV, στην οποία η Ευρωπαϊκή Κοινότητα προσχώρησε στις 29 Ιουλίου 2005, έχει θέσει ορισμένες κρίσιμες εν προκειμένω κατευθυντήριες αρχές, οι οποίες περιλαμβάνονται σε διάφορα πρωτόκολλα.

    19

    Πρόκειται, καταρχάς, για τις κατευθυντήριες αρχές TG/14/8, της 20ής Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την εξέταση της διακριτότητας, της ομοιογένειας και της σταθερότητας, τις οποίες καθόρισε η UPOV σε σχέση με τις εν προκειμένω επίμαχες ποικιλίες μήλων του είδους Malus Mill (στο εξής: πρωτόκολλο UPOV TG/14/8).

    20

    Εν συνεχεία, πρόκειται για το έγγραφο UPOV TG/1/3, υπό τον τίτλο «Γενική εισαγωγή στην εξέταση της διακριτότητας, της ομοιογένειας και της σταθερότητας και στην κατάρτιση εναρμονισμένων περιγραφών των φυτικών ποικιλιών», το οποίο συντάχθηκε από την UPOV στις 19 Απριλίου 2002 (στο εξής: πρωτόκολλο UPOV TG/1/3), αποτελεί δε τον βασικό κανόνα για το σύνολο των κατευθυντηρίων αρχών της UPOV σχετικά με την εξέταση των κριτηρίων ΔΟΣ (στο εξής: εξέταση ΔΟΣ).

    21

    Δυνάμει του σημείου 1.3 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3, «τα μέλη της [UPOV] δεσμεύονται μόνον από τις αναφερόμενες στο ίδιο το κείμενο της σύμβασης της UPOV υποχρεώσεις, το δε παρόν έγγραφο δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αντίθετο προς το δίκαιο που έχει εφαρμογή στο ενδιαφερόμενο μέλος της [UPOV]». Το πρωτόκολλο αυτό έχει ως σκοπό «να θέσει τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η εξέταση ΔΟΣ», προβλέπει δε ότι «η εξέταση των νέων φυτικών ποικιλιών μπορεί να εναρμονιστεί στο σύνολο των μελών της [UPOV]».

    22

    Κατά το σημείο 4.2.3 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3, «τα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στις επιμέρους κατευθυντήριες γραμμές εξέτασης δεν είναι κατ’ ανάγκην εξαντλητικά, μπορούν δε, εφόσον κρίνεται πρόσφορο και πληρούνται οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις, να προστεθούν επιπλέον χαρακτηριστικά».

    23

    Το σημείο 5.3.3.1.1 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3 έχει ως εξής:

    «Ένας από τους τρόπους για να εξασφαλιστεί ότι μια διαφορά σε χαρακτηριστικό παρατηρούμενη κατά τη διάρκεια εξεταζόμενης καλλιέργειας δύναται να αναπαραχθεί σε επαρκή βαθμό είναι η εξέταση του χαρακτηριστικού σε τουλάχιστον δύο ανεξάρτητες περιπτώσεις. Τούτο είναι εφικτό για μονοετείς και πολυετείς ποικιλίες χάρη στις παρατηρήσεις που πραγματοποιούνται στις φυτείες κατά τη διάρκεια δύο διαφορετικών καλλιεργητικών περιόδων ή στην περίπτωση άλλων πολυετών ποικιλιών χάρη στις παρατηρήσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια δύο διαφορετικών καλλιεργητικών περιόδων βάσει μίας και μόνο φυτείας. Ενδείξεις σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής σε άλλες λύσεις, για παράδειγμα μέσω δοκιμών σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, περιέχονται στο έγγραφο TGP/9 “Εξέταση της διακριτότητας”.»

    24

    Το σημείο 6.2 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3 έχει ως ακολούθως:

    «[…] Μεταξύ των κρίσιμων χαρακτηριστικών ποικιλίας περιλαμβάνονται, κατ’ ελάχιστον, όσα χρησιμοποιούνται ως βάση για την εξέταση ΔΟΣ ή όσα περιλαμβάνονται στην περιγραφή που καταρτίζεται κατά τον χρόνο της χορήγησης δικαιωμάτων επί της ποικιλίας αυτής. Ως εκ τούτου, κάθε εμφανές χαρακτηριστικό μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμο, ανεξαρτήτως του εάν προβλέπεται από τις κατευθυντήριες αρχές εξέτασης.»

    25

    Το σημείο 7.2 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3 προσθέτει τα εξής:

    «Μεταξύ των κρίσιμων ή ουσιωδών χαρακτηριστικών περιλαμβάνονται, κατ’ ελάχιστον, όλα τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται κατά την εξέταση ΔΟΣ ή όσα περιλαμβάνονται στην περιγραφή της ποικιλίας, όπως αυτή είχε καταρτιστεί κατά τον χρόνο της χορήγησης δικαιωμάτων επί της ποικιλίας αυτής. Ως εκ τούτου, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλα τα εμφανή χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως του εάν προβλέπονται από τις κατευθυντήριες αρχές εξέτασης.»

    26

    Τέλος, με το έγγραφο UPOV TG/14/9 της 6ης Απριλίου 2005 (στο εξής: πρωτόκολλο UPOV TG/14/9), η UPOV έθεσε νέες κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την εξέταση της διακριτότητας, της ομοιογένειας και της σταθερότητας για τις ποικιλίες μήλων. Ο περιεχόμενος στο πρωτόκολλο UPOV TG/14/9 πίνακας περιλαμβάνει το χαρακτηριστικό υπ’ αριθ. 40, υπό τον τίτλο «Φρούτο: πλάτος ραβδώσεων», χαρακτηριστικό το οποίο δεν προβλεπόταν από τον προσαρτημένο στο πρωτόκολλο UPOV TG/14/8 πίνακα χαρακτηριστικών.

    Ιστορικό της διαφοράς

    27

    Με τις σκέψεις 22 έως 43 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

    «22

    Στις 18 Ιανουαρίου 1999, το Konsortium Südtiroler Baumschuler, διάδοχος του οποίου είναι η [Schniga], υπέβαλε στο ΚΓΦΠ αίτηση χορήγησης δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, δυνάμει του [βασικού κανονισμού] […]. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε με αριθ. 1999/0033. Η παροχή κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας ζητήθηκε για την ποικιλία μήλων Malus Mill, επονομαζόμενη Gala Schnitzer (στο εξής: υποψήφια ποικιλία).

    23

    [Τον Φεβρουάριο] του 1999, το ΚΓΦΠ ανέθεσε στο Bundessortenamt (γερμανικό ομοσπονδιακό γραφείο φυτικών ποικιλιών, στο εξής: BSA), με έδρα το Wurzen (Γερμανία) να προβεί σε τεχνική εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας, κατά το άρθρο 55, παράγραφος 1, του [βασικού κανονισμού]. Για τον σκοπό της εξέτασης αυτής, η ποικιλία Baigent (στο εξής: ποικιλία αναφοράς), η οποία θεωρήθηκε ως η εγγύτερη προς την υποψήφια ποικιλία, χρησιμοποιήθηκε ως ποικιλία σύγκρισης.

    24

    [Κατά τη διάρκεια του 2001], προέκυψε ότι το φυτικό υλικό το οποίο υπέβαλε η Schniga προς τεχνική εξέταση ήταν προσβεβλημένο από ιούς. Κατόπιν τούτου, η τεχνική εξέταση ανεστάλη, έπειτα δε συνεχίστηκε, την άνοιξη του 2002, αφότου επετράπη στη Schniga από το ΚΓΦΠ να υποβάλει νέο υλικό της υποψήφιας ποικιλίας, μη προσβεβλημένο από ιούς. Η εξέταση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών 2003 και 2004 […].

    25

    Με έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2005, το BSA επισήμανε στο ΚΓΦΠ τα ακόλουθα:

    “Στις 13 Ιανουαρίου 2005, σας αποστείλαμε την προκαταρκτική έκθεση σχετικά με την εξέταση ΔΟΣ της [υποψήφιας ποικιλίας] στο όνομα του [ΚΓΦΠ]. Θεωρούμε ότι η υποψήφια ποικιλία διακρίνεται από την ποικιλία [αναφοράς] βάσει ενός χαρακτηριστικού το οποίο δεν περιλαμβάνεται επί του παρόντος στο [πρωτόκολλο] ΚΓΦΠ TP/14/1: ‘λουλούδι: χρωματισμός της βάσεως των νημάτων (μετά τη διάρρηξη των ανθήρων)’ […].

    […] Έχουν προσκομισθεί στοιχεία προς απόδειξη του επαρκώς ομοιογενούς και δυνάμενου να αναπαραχθεί χαρακτηριστικού αυτού, το οποίο καταδεικνύει επαρκείς διαφορές μεταξύ των ποικιλιών, καθιστώντας, ως εκ τούτου, δυνατή τη διάκριση […]

    Στο πλαίσιο αυτό, προτάθηκε να συμπεριληφθεί το επίμαχο χαρακτηριστικό κατά την αναθεώρηση του [πρωτοκόλλου UPOV TG/14/9], αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των χαρακτηριστικών σε λογικά επίπεδα.

    Η πρόθεσή μας έτυχε υποστήριξης, μας προτάθηκε δε να αποστείλουμε, μαζί με την προκαταρκτική έκθεση, αίτηση χορήγησης άδειας για τη χρήση του χαρακτηριστικού αυτού ως νέου χαρακτηριστικού, σύμφωνα με το [πρωτόκολλο] ΚΓΦΠ TP/14/1, σημείο [III 3]”.

    26

    Στις 7 Φεβρουαρίου 2005, το ΚΓΦΠ απέστειλε στη Schniga συμπληρωματική προκαταρκτική έκθεση με τη μνεία “χωρίς ιδιαίτερα σχόλια”.

    27

    Το BSA κοινοποίησε την τελική έκθεση της τεχνικής εξέτασης στο ΚΓΦΠ και τη Schniga στις 19 Δεκεμβρίου 2005 (στο εξής: τελική έκθεση της τεχνικής εξέτασης), καταλήγοντας ότι η υποψήφια ποικιλία είναι ομοιογενής, σταθερή και διακριτή από την ποικιλία αναφοράς βάσει του χαρακτηριστικού “Φρούτο: πλάτος ραβδώσεων”.

    28

    Η τελική έκθεση της τεχνικής εξέτασης περιέχει, στο σημείο 9, υπό τον τίτλο “Ημερομηνία και/ή αριθμός εγγράφου των κατευθυντήριων αρχών για την εθνική εξέταση”, τη μνεία “2003-03-27 [ΚΓΦΠ] TP/14/1”.

    29

    Από τα σημεία 16 και 17 της τελικής έκθεσης εξέτασης προκύπτει, όσον αφορά τη σύγκριση της υποψήφιας ποικιλίας με την ποικιλία αναφοράς, ότι η υποψήφια ποικιλία παρουσιάζει ραβδώσεις μεγάλου πλάτους (υποσημείωση 7) ενώ η δεύτερη μικρού ή μεσαίου πλάτους (υποσημείωση 4), η ανωτέρω δε εκτίμηση στηρίζεται στην αξιολόγηση του πρόσθετου χαρακτηριστικού “Φρούτο: πλάτος ραβδώσεων”, το οποίο αντιστοιχεί στο χαρακτηριστικό υπ’ αριθ. 40 του πρωτοκόλλου UPOV TG/14/9 της 6ης Απριλίου 2005 (στο εξής: επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό). Το ΚΓΦΠ επισημαίνει, συναφώς, ότι το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό δεν περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο [ΚΓΦΠ TP/14/1] ούτε στο πρωτόκολλο [UPOV TG/14/8] […]

    30

    Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2006, το ΚΓΦΠ ενημέρωσε το BSA ότι οι κατευθυντήριες αρχές που είχαν παρατεθεί στην τελική έκθεση εξέτασης ήταν εσφαλμένες και ότι ως βάση της έκθεσης εξέτασης δεν έπρεπε να έχει χρησιμοποιηθεί το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1 (εκδοθέν [τον] Μάρτιο του 2003), αλλά το πρωτόκολλο UPOV TG/14/8, (εκδοθέν [κατά τη διάρκεια του] 1995), το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας, [τον Ιανουάριο] του 1999.

    31

    Στις 9 Φεβρουαρίου 2006, το BSA απέστειλε στο ΚΓΦΠ τροποποιημένο κείμενο της τελικής έκθεσης της τεχνικής εξέτασης, το σημείο 17 της οποίας είχε ως εξής:

    “Η ποικιλία εξετάστηκε σύμφωνα με το [πρωτόκολλο UPOV TG/14/8]. Η περιγραφή της ποικιλίας πραγματοποιήθηκε βάσει του πίνακα χαρακτηριστικών του [πρωτοκόλλου] ΚΓΦΠ TP/14/1, της 27ης Μαρτίου 2003, το οποίο τέθηκε σε ισχύ κατά την περίοδο της εξέτασης, γεγονός που καθιστά δυνατή την ένταξη της [υποψήφιας] ποικιλίας στη συλλογή αναφοράς των μεταγενέστερων, από απόψεως προτεραιότητας, ποικιλιών. Η ποικιλία είναι διακριτή, σταθερή και ομοιογενής κατά την έννοια των δύο [πρωτοκόλλων]”.

    32

    Στις 5 Μαΐου 2006, οι παρεμβαίνουσες, Brookfield New Zealand Ltd και Elaris SNC, κάτοχος αδείας σχετικά με το δικαίωμα επί της ποικιλίας αναφοράς η πρώτη και φορέας του δικαιώματος αυτού η δεύτερη, υπέβαλαν στο ΚΓΦΠ ενστάσεις κατά της χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος στην υποψήφια ποικιλία, δυνάμει του άρθρου 59 του [βασικού κανονισμού]. Οι ενστάσεις αυτές στηρίζονταν στο προγενέστερο δικαίωμα επί της ποικιλίας αναφοράς.

    33

    Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη των ενστάσεων αντλούνταν, αφενός, από το άρθρο 61, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του [βασικού] κανονισμού, καθόσον ότι η μη τήρηση εκ μέρους της Schniga των όρων που προβλέπει το ΚΓΦΠ σχετικά με την υποβολή υλικού προοριζόμενου για τεχνική εξέταση έπρεπε να έχει οδηγήσει το τελευταίο να απορρίψει την αίτηση χορήγησης δικαιώματος, και, αφετέρου, από το άρθρο 7 του εν λόγω άρθρου, στο μέτρο που η υποψήφια ποικιλία δεν διακρίνεται από την ποικιλία αναφοράς.

    34

    Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, η οποία τροποποιήθηκε με διορθωτικό της 5ης Φεβρουαρίου 2007, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ ενέκρινε τη χρήση του επίμαχου πρόσθετου χαρακτηριστικού για τους σκοπούς της διάκρισης μεταξύ της υποψήφιας ποικιλίας και της ποικιλίας αναφοράς. Αντιθέτως, η εν λόγω απόφαση δεν αναφέρει το πρόσθετο χαρακτηριστικό “χρωματισμός της ανθοκυάνης στη βάση του νήματος”, χαρακτηριστικό μνημονευόμενο και στην τελική έκθεση της εξέτασης. Η συγκεκριμένη απόφαση στηρίζεται ρητώς στο άρθρο 23 του [κανονισμού εφαρμογής].

    35

    Με αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2007, η αρμόδια επιτροπή του ΚΓΦΠ για τις ενστάσεις κατά της χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας χορήγησε το δικαίωμα που είχε ζητηθεί για την υποψήφια ποικιλία (στο εξής: απόφαση περί χορήγησης δικαιώματος) και απέρριψε τις ως άνω ενστάσεις (στο εξής: αποφάσεις περί απόρριψης των ενστάσεων). Στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι, “για τεχνικούς λόγους”, η συνεκτίμηση του επίμαχου πρόσθετου χαρακτηριστικού ήταν δικαιολογημένη, παρά το ότι το εν λόγω χαρακτηριστικό δεν περιλαμβανόταν στα πρωτόκολλα εν ισχύι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης χορήγησης δικαιώματος.

    36

    Στις 11 Απριλίου 2007, καθεμία από τις παρεμβαίνουσες άσκησε, δυνάμει των άρθρων 67 έως 72 του [βασικού κανονισμού], προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ [(στο εξής: τμήμα προσφυγών)] κατά των αποφάσεων περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων.

    37

    Με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2007 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A 003/2007 και A 004/2007, το τμήμα προσφυγών δέχτηκε τις ως άνω προσφυγές, ακύρωσε τις αποφάσεις περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων και απέρριψε την αίτηση χορήγησης δικαιώματος, αποφαινόμενο μόνον επί των δύο πρώτων λόγων που συνοψίζονται με τη σκέψη 33 ανωτέρω […].

    38

    Κατόπιν προσφυγής ακύρωσης ασκηθείσας από τη Schniga ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η απόφαση του τμήματος προσφυγών της 21ης Νοεμβρίου 2007 ακυρώθηκε με την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Schniga κατά ΚΓΦΠ – Elaris και Brookfield New Zealand (Gala Schnitzer) (T‑135/08, EU:T:2010:397). Η αναίρεση που ασκήθηκε κατά της τελευταίας αυτής απόφασης απορρίφθηκε με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga (C‑534/10 P, EU:C:2012:813).

    39

    Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών εξέτασε εκ νέου τις προσφυγές των παρεμβαινουσών υπό το πρίσμα του δεύτερου λόγου που συνοψίζεται με τη σκέψη 33 ανωτέρω, και με τον οποίο είχε προσαφθεί στο ΚΓΦΠ ότι χορήγησε το ζητούμενο δικαίωμα σε ποικιλία μη διακριτή. Με […] τις [επίδικες] αποφάσεις […], το τμήμα προσφυγών ακύρωσε εκ νέου τις αποφάσεις περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων και απέρριψε την αίτηση χορήγησης δικαιώματος.

    40

    Αφενός, το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο στο άρθρο 56, παράγραφος 2, του [βασικού κανονισμού] και στα άρθρα 22 και 23 του [κανονισμού εφαρμογής], διαπίστωσε κατ’ ουσίαν τα εξής:

    ότι το πρωτόκολλο και οι κατευθυντήριες αρχές εξέτασης που ίσχυαν στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης ήταν ανέκαθεν το πρωτόκολλο UPOV TG/14/8 […] και το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1 […] (σημείο 19 των [επίδικων] αποφάσεων),

    ότι τα εν λόγω πρωτόκολλα δεν μνημόνευαν το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό,

    ότι η Schniga δεν είχε ζητήσει –ούτε στο πλαίσιο του τεχνικού ερωτηματολογίου ούτε κατά την περίοδο της εξέτασης– να ληφθεί υπόψη το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό δυνάμει του σημείου III 6 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1 (σημείο 21 των [επίδικων] αποφάσεων),

    ότι το BSA δεν είχε μνημονεύσει το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό στο έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 2005 που απέστειλε στο ΚΓΦΠ και ότι το BSA ουδέποτε απηύθυνε αίτηση στο ΚΓΦΠ σχετικά με το εν λόγω χαρακτηριστικό, λαμβανομένου υπόψη ότι το χαρακτηριστικό αυτό μνημονεύθηκε για πρώτη φορά στην τελική έκθεση της εξέτασης, και εν συνεχεία στην απόφαση του προέδρου του ΚΓΦΠ της 14ης Δεκεμβρίου 2006 με την οποία εγκρίθηκε η χρήση του (σημείο 22 των [επίδικων] αποφάσεων),

    ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους του BSA συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης, ενός πρόσθετου χαρακτηριστικού μη προβλεπόμενου από το τότε ισχύον πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1, συνιστούσε παράβαση του σημείου III 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου (σημείο 25 των [επίδικων] αποφάσεων),

    ότι η απόφαση του προέδρου του ΚΓΦΠ της 14ης Δεκεμβρίου 2006 περί αναδρομικής έγκρισης της χρήσης του εν λόγω πρόσθετου χαρακτηριστικού στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης ενείχε ουσιώδη πλάνη, δεδομένου ότι η ως άνω απόφαση ήταν μεταγενέστερη της τελικής έκθεσης της εξέτασης κατά 12 περίπου μήνες, και ότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του άρθρου 22, παράγραφος 2, του [κανονισμού εφαρμογής] (σημείο 26 των [επίδικων] αποφάσεων).

    41

    Με το σημείο 27 των [επίδικων] αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών παρέπεμψε συναφώς στην απόφαση που εξέδωσε στις 8 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση A 010/2008 (JEWEL), με την οποία έκρινε ότι για τη χρησιμοποίηση ενός πρόσθετου χαρακτηριστικού απαιτείται προηγούμενη έγκριση του προέδρου του ΚΓΦΠ, ώστε να κατοχυρώνονται η ασφάλεια δικαίου, η αντικειμενικότητα κατά τη διεκπεραίωση των αιτήσεων χορήγησης δικαιώματος και η δυνατότητα πρόβλεψης της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων μερών.

    42

    Αφετέρου, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τα σημεία 28 και 29 των [επίδικων] αποφάσεων, ότι η τεχνική εξέταση του επίμαχου πρόσθετου χαρακτηριστικού πραγματοποιήθηκε ως εκ περισσού και ότι, εν πάση περιπτώσει, ενείχε ελάττωμα λόγω του ότι διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια ενός έτους και μόνον, δηλαδή του [έτους] 2005, όπως παραδέχτηκε και το BSA, ενώ όλα τα άλλα χαρακτηριστικά είχαν εξεταστεί κατά τη διάρκεια των δύο διαδοχικών βλαστικών περιόδων των ετών 2004 και 2005. Τούτο συνιστούσε, κατά το τμήμα προσφυγών, κατάφωρη παράβαση των εφαρμοστέων εν προκειμένω πρωτοκόλλων και κατευθυντηρίων αρχών, ήτοι των πρωτοκόλλων UPOV TG/1/3 και UPOV TG/14/8, σύμφωνα με τα οποία, προκειμένου να διαπιστωθεί η ομοιογένεια και η σταθερότητα των ποικιλιών μήλων, οι σχετικές εξετάσεις πρέπει να διενεργούνται κατά τη διάρκεια δύο τουλάχιστον διαδοχικών βλαστικών περιόδων.

    43

    Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με τα σημεία 30 και 31 των [επίδικων] αποφάσεων, ότι η υποψήφια ποικιλία δεν μπορούσε νομίμως να θεωρηθεί διακριτή από την ποικιλία αναφοράς.»

    Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    28

    Με δύο δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2014, η Schniga άσκησε προσφυγές ζητώντας την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων.

    29

    Προς στήριξη των προσφυγών της, η Schniga προέβαλε έναν και μοναδικό λόγο, υποδιαιρούμενο σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορούσε το ότι, αντιθέτως προς τα όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών, το ΚΓΦΠ μπορούσε να στηριχθεί στο επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης, και το δεύτερο αφορούσε το ότι το τμήμα προσφυγών κακώς εκτίμησε ότι τα αποτελέσματα της εν λόγω τεχνικής εξέτασης ενείχαν ελάττωμα λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η εξέταση σχετικά με αυτό το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό είχε διενεργηθεί κατά τη διάρκεια μίας και μοναδικής βλαστικής περιόδου, κατά παράβαση των εφαρμοστέων κατευθυντηρίων αρχών.

    30

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

    31

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε καταρχάς, με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι στην αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος επί της υποψήφιας ποικιλίας είχαν εφαρμογή οι διαδικαστικές διατάξεις του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, με τη σκέψη 80 της εν λόγω απόφασης, την υπεροχή των πρωτοκόλλων του ΚΓΦΠ έναντι των πρωτοκόλλων της UPOV.

    32

    Περαιτέρω, με τις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το ΚΓΦΠ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο διενέργειας της τεχνικής εξέτασης των ποικιλιών και ότι, ειδικότερα, ο κανονισμός εφαρμογής παρέχει στον πρόεδρο του ΚΓΦΠ την εξουσία να προσθέτει νέα χαρακτηριστικά και την έκφρασή τους για μια ποικιλία, όταν το διοικητικό συμβούλιο υιοθετεί τις κατευθυντήριες αρχές. Με τη σκέψη 83 της ίδιας απόφασης προσέθεσε κατ’ ουσίαν ότι η εν λόγω εξουσία εκτίμησης οριοθετείται από τα πρωτόκολλα και τις κατευθυντήριες αρχές εξέτασης τις οποίες υιοθετεί το διοικητικό συμβούλιο και οι οποίες είναι δεσμευτικές για αυτόν.

    33

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ δεν έχει εξουσία να επιτρέπει, στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης μιας ποικιλίας, τη συνεκτίμηση χαρακτηριστικού μη προβλεπόμενου από το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1, εν συνεχεία δε απέρριψε το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου.

    34

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου, το Γενικό Δικαστήριο το απέρριψε ως αλυσιτελές, αφότου επισήμανε ότι ο πρώτος λόγος τον οποίο παρέθεσε το τμήμα προσφυγών με τις επίδικες αποφάσεις, ότι δηλαδή το ΚΓΦΠ δεν μπορούσε βασίμως να στηριχθεί στο επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης της υποψήφιας ποικιλίας, δεν ενείχε έλλειψη νομιμότητας και αρκούσε για να δικαιολογήσει κατά νόμο τις αποφάσεις αυτές. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διενέργεια της τεχνικής εξέτασης κατά τη διάρκεια ενός μόνον έτους, δηλαδή του έτους 2005, συνιστούσε παράβαση του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1, καθώς επίσης και του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3, οπότε η προσφυγή έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί.

    Αιτήματα των διαδίκων

    35

    Η Schniga ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

    να καταδικάσει το ΚΓΦΠ και τις παρεμβαίνουσες στα δικαστικά έξοδα.

    36

    Το ΚΓΦΠ ζητεί από το Δικαστήριο:

    να δεχθεί την αίτηση αναίρεσης και

    να υποχρεώσει κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    37

    Οι Brookfield New Zealand και Elaris ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναίρεσης και

    να καταδικάσει τη Schniga στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αίτησης αναίρεσης

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    38

    Η αίτηση αναίρεσης που άσκησε η Schniga στηρίζεται σε έναν και μοναδικό λόγο με τον οποίο προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στα άρθρα 7 και 56 του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με τα άρθρα 22 και 23 του κανονισμού εφαρμογής.

    39

    Με την πρώτη αιτίαση, η Schniga, υποστηριζόμενη κατ’ ουσίαν από το ΚΓΦΠ, διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι τα πρωτόκολλα και οι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τη χορήγηση δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών έχουν δεσμευτική ισχύ για το ΚΓΦΠ.

    40

    Η Brookfield New Zealand και η Elaris φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι διαδικαστικοί κανόνες που επιβάλλει το ΚΓΦΠ στον εαυτό του είναι κατ’ ανάγκη δεσμευτικοί και ότι υπερισχύουν έναντι εκείνων της UPOV. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των κανόνων συμπεριφοράς που επιβάλλει ένα διοικητικό όργανο στον εαυτό του είναι ακόμη πιο επιτακτικός όταν το όργανο αυτό έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια.

    41

    Με τη δεύτερη αιτίαση, η Schniga υποστηρίζει, αφενός, ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1 είχε εφαρμογή σε αίτηση χορήγησης δικαιώματος υποβληθείσα πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω πρωτοκόλλου.

    42

    Όσον αφορά, αφετέρου, την ευχέρεια του προέδρου του ΚΓΦΠ να προσθέτει νέο χαρακτηριστικό για συγκεκριμένη ποικιλία, η Schniga υποστηρίζει ότι ούτε οι διατάξεις του βασικού κανονισμού ούτε εκείνες του κανονισμού εφαρμογής εμποδίζουν μια τέτοια προσθήκη αφότου ολοκληρωθεί η τεχνική εξέταση.

    43

    Επομένως, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ έχει εξουσία να λαμβάνει υπόψη κάθε διακριτικό χαρακτηριστικό της εξεταζόμενης ποικιλίας, ακόμα και αν το χαρακτηριστικό αυτό δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση χορήγησης δικαιώματος.

    44

    Κατά την Brookfield New Zealand και την Elaris, το κρίσιμο χρονικό σημείο που καθορίζει το διαδικαστικό πλαίσιο το οποίο έχει εφαρμογή σε μία αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος δεν είναι η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, αλλά η στιγμή κατά την οποία όντως πραγματοποιείται η τεχνική εξέταση. Προκειμένου όμως να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, η εξέταση ΔΟΣ δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη διακριτικά χαρακτηριστικά εισαχθέντα μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής εξέτασης.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    45

    Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς η δεύτερη αιτίαση του μοναδικού λόγου αναίρεσης, και πιο συγκεκριμένα το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, με τις σκέψεις 87 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ δεν είχε δικαίωμα να συνεκτιμήσει το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό για την υποψήφια ποικιλία.

    46

    Προκαταρκτικώς, είναι σημαντικό, πρώτον, να υπομνησθεί ότι το έργο του ΚΓΦΠ διακρίνεται από επιστημονική και τεχνική πολυπλοκότητα όσον αφορά τους όρους εξέτασης των αιτήσεων για την παροχή κοινοτικού δικαιώματος, οπότε πρέπει να του αναγνωρίζεται ευρεία εξουσία εκτίμησης κατά την άσκηση των καθηκόντων του (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga, C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 50). Η ευρεία αυτή εξουσία εκτίμησης εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στην επαλήθευση του διακριτικού χαρακτήρα μιας ποικιλίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Schräder κατά ΚΓΦΠ,C‑38/09 P, EU:C:2010:196, σκέψη 77).

    47

    Δεύτερον, το ΚΓΦΠ, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης βάσει της οποίας υποχρεούται να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία ορισμένης αίτησης χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της ως άνω εξουσίας εκτιμήσεως. Εκτός αυτού, οφείλει να εξασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών τις οποίες εφαρμόζει (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga, C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 51).

    48

    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα, όπως υποστηρίζουν η Schniga και το ΚΓΦΠ, τις διατάξεις του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής σχετικά με τις εξουσίες του προέδρου του ΚΓΦΠ.

    49

    Δυνάμει του άρθρου 56, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η διεξαγωγή κάθε τεχνικής εξέτασης ακολουθεί κατευθυντήριες αρχές τις οποίες ορίζει το διοικητικό συμβούλιο και κάθε ενδεχόμενη οδηγία του ΚΓΦΠ.

    50

    Συναφώς, καταρχάς, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει, κατόπιν πρότασης του προέδρου του ΚΓΦΠ, ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση. Το άρθρο 22, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού κανονισμού διευκρινίζει ότι, ελλείψει σχετικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ αποφασίζει προσωρινώς.

    51

    Επιπλέον, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, στην περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση, εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο του ΚΓΦΠ να προσθέσει επιπλέον χαρακτηριστικά της ποικιλίας, και την έκφραση των χαρακτηριστικών αυτών.

    52

    Κατά συνέπεια, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το πρωτόκολλο ΚΓΦΠ TP/14/1 είχε εφαρμογή στην επίδικη διαδικασία, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ ήταν εν πάση περιπτώσει εξουσιοδοτημένος να προσθέσει νέο χαρακτηριστικό, εν προκειμένω το «πλάτος ραβδώσεων», για την τεχνική εξέταση της υποψήφιας ποικιλίας.

    53

    Μόνον αυτή η ερμηνεία των εξουσιών του προέδρου του ΚΓΦΠ, όπως αυτές προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 23 του κανονισμού εφαρμογής, είναι σε θέση να αποτυπώσει τις ιδιαιτερότητες του αντικειμένου και της διαδικασίας χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών.

    54

    Συγκεκριμένα, και όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 97 των προτάσεών του, η εκτίμηση των χαρακτηριστικών μιας φυτικής ποικιλίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ενδεχόμενο συνδρομής απρόβλεπτων συνθηκών λόγω της ίδιας της φύσης του αντικειμένου το οποίο αφορά η τεχνική εξέταση, δηλαδή μιας φυτικής ποικιλίας, καθώς και λόγω της απαιτούμενης διάρκειας για την εξέταση αυτή.

    55

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ευελιξία την οποία επιτρέπει η ευχέρεια που αναγνωρίζει στον πρόεδρο του ΚΓΦΠ το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής να προσθέτει νέα χαρακτηριστικά για ορισμένη ποικιλία είναι αφ’ εαυτής ικανή να εξασφαλίσει την αντικειμενικότητα της διαδικασίας χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος. Επομένως, μία αίτηση χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος δεν μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι το χαρακτηριστικό εξεταζόμενης ποικιλίας, το οποίο διαπιστώνεται στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης και αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα της εν λόγω ποικιλίας σε σχέση με άλλες, δεν αναφέρεται ούτε στο τεχνικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνει ο αιτών ούτε στις σχετικές κατευθυντήριες αρχές και πρωτόκολλα.

    56

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει, το ΚΓΦΠ μπορεί να λάβει υπόψη, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομισθεί εκπροθέσμως (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga, C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 50).

    57

    Η ευχέρεια αυτή πρέπει να μπορεί να του αναγνωριστεί κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως εν προκειμένω, τα κρίσιμα στοιχεία για την εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα μιας ποικιλίας διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια της αντικειμενικής διαδικασίας την οποία συνιστά η τεχνική εξέταση που διεξάγεται με μέριμνα του ΚΓΦΠ και πραγματοποιείται από εθνικό γραφείο εξέτασης.

    58

    Κατά τα λοιπά, η ως άνω ερμηνεία των εξουσιών του προέδρου του ΚΓΦΠ επιβεβαιώνεται από το πρωτόκολλο UPOV TG/1/3, του οποίου το σημείο 4.2.3 επισημαίνει ειδικότερα ότι τα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες αρχές εξέτασης δεν είναι εξαντλητικά και ότι είναι δυνατόν να προστεθούν και άλλα, εφόσον τούτο κριθεί πρόσφορο.

    59

    Επιπλέον, δεδομένου ότι οι εξουσίες του προέδρου του ΚΓΦΠ καθορίζονται από τον βασικό κανονισμό και από τον κανονισμό εφαρμογής, οι κατευθυντήριες αρχές και τα πρωτόκολλα που υιοθετεί το διοικητικό συμβούλιο δεν νοείται να έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εξουσιών αυτών.

    60

    Για τον λόγο αυτό, η διαδικασία του σημείου III 6 του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1, η οποία μνημονεύεται από το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφορά τις περιπτώσεις όπου η προσθήκη νέου χαρακτηριστικού ζητείται από τον αιτούντα τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος, δεν μπορεί να εμποδίζει τον πρόεδρο του ΚΓΦΠ να προσθέτει αυτεπαγγέλτως νέο χαρακτηριστικό στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης ορισμένης ποικιλίας.

    61

    Όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ δύναται να ασκήσει την εξουσία που έχει δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, επισημαίνεται ότι ούτε οι διατάξεις του κανονισμού αυτού ούτε εκείνες του βασικού κανονισμού αντιτίθενται στην προσθήκη νέου χαρακτηριστικού μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής εξέτασης, εφόσον ο χαρακτήρας αυτός διαπιστώθηκε με την ευκαιρία της εξέτασης.

    62

    Επομένως, αφενός, δυνάμει των σημείων 6.2 και 7.2 του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3, τα οποία παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα αποφασιστικά χαρακτηριστικά για την εξέταση των κριτηρίων ΔΟΣ καθορίζονται μέσω παραπομπής στην περιγραφή της ποικιλίας όπως έχει «κατά την ημερομηνία χορήγησης του [ζητηθέντος] δικαιώματος», και όχι μέσω παραπομπής στην περιγραφή της ποικιλίας όπως έχει κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης.

    63

    Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η τεχνική περιγραφή της υποψήφιας ποικιλίας την οποία απαιτούν το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού εφαρμογής μόνον ενδεικτική αξία δύναται να έχει έναντι του προέδρου του ΚΓΦΠ, όσον αφορά την εξουσία που αντλεί ο τελευταίος από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

    64

    Αφετέρου, η λύση αυτή δεν είναι ασύμβατη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

    65

    Συγκεκριμένα, μολονότι ο τρίτος, του οποίου η προστατευόμενη ποικιλία κρίθηκε ότι πρέπει να χρησιμεύσει ως ποικιλία αναφοράς στο πλαίσιο της τεχνικής εξέτασης, επιτρέπεται να προβάλει ενστάσεις κατά της χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος, οι ενστάσεις αυτές πρέπει να αποβλέπουν, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, στην απόδειξη της μη πλήρωσης των κριτηρίων ΔΟΣ.

    66

    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ προσθέτει νέο χαρακτηριστικό του οποίου η παρουσία διαπιστώθηκε μόλις κατά την τεχνική εξέταση ορισμένης ποικιλίας δεν μπορεί αφ’ εαυτού να συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου έναντι του τρίτου του οποίου η προστατευόμενη ποικιλία κρίθηκε ότι πρέπει να χρησιμεύσει ως ποικιλία αναφοράς στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω τρίτος δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την έκταση της ως άνω εξέτασης και τη φύση των εξεταζόμενων διακριτικών χαρακτηριστικών.

    67

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής δεν παρέχει στον πρόεδρο του ΚΓΦΠ την αρμοδιότητα να προσθέτει, μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής εξέτασης ορισμένης ποικιλίας, νέο χαρακτηριστικό για την οικεία ποικιλία όταν το εν λόγω χαρακτηριστικό δεν αναφέρεται ούτε στο τεχνικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνει ο αιτών ούτε στις εφαρμοστέες κατευθυντήριες αρχές και πρωτόκολλα.

    68

    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Schniga πρέπει να γίνει δεκτό και, χωρίς να απαιτείται ανάλυση των λοιπών αιτιάσεων της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που με αυτήν επικυρώθηκε η ακύρωση της απόφασης του ΚΓΦΠ από το τμήμα προσφυγών για τον λόγο ότι το διακριτικό χαρακτηριστικό «πλάτος ραβδώσεων» το οποίο έγινε δεκτό προστέθηκε από τον πρόεδρο του ΚΓΦΠ.

    Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    69

    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    70

    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφυγές που άσκησε η Schniga για την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων είναι ώριμες προς εκδίκαση και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτών.

    71

    Συναφώς, το γεγονός ότι, με τις σκέψεις 103 και 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε μόνον ως εκ περισσού στο δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου της Schniga δεν είναι αποφασιστικό, στο μέτρο που οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν λεπτομερώς, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, τα επιχειρήματά τους σχετικά με το δεύτερο αυτό σκέλος.

    72

    Πάντως, πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου το οποίο προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη των προσφυγών της, για τους λόγους που εκτίθενται με τις σκέψεις 46 έως 68 της παρούσας απόφασης.

    73

    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το δεύτερο σκέλος του μοναδικού αυτού λόγου, το τμήμα προσφυγών ακύρωσε τις αποφάσεις περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων για τον λόγο ότι η τεχνική εξέταση ως προς το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό διεξήχθη κατά τη διάρκεια ενός έτους και μόνον, δηλαδή του έτους 2005, και όχι κατά τη διάρκεια δύο διαδοχικών βλαστικών περιόδων.

    74

    Η Schniga και το ΚΓΦΠ υποστηρίζουν ότι, στην πράξη, το ίδιο το BSA διαπίστωσε ότι το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό εξετάστηκε μετά το έτος 2005, δηλαδή κατά τη διάρκεια των ετών 2006 και 2007. Εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών, καλούμενο να επιλύσει ζήτημα διαδικαστικού σφάλματος δυνάμενου να διορθωθεί, όφειλε να έχει διαβιβάσει την υπόθεση ενώπιον των αρμόδιων τμημάτων του ΚΓΦΠ προκειμένου αυτά να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

    75

    Η Brookfield New Zealand και η Elaris υποστηρίζουν ότι η Schniga σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν ζήτησε τη διόρθωση της διαπιστωθείσας παρατυπίας.

    76

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, ο πρόεδρος του ΚΓΦΠ ενέκρινε τη χρήση του επίμαχου πρόσθετου χαρακτηριστικού για τους σκοπούς της διάκρισης μεταξύ της υποψήφιας ποικιλίας και της ποικιλίας αναφοράς και ότι, με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2007, το ΚΓΦΠ χορήγησε στη Schniga κοινοτικό δικαίωμα επί της υποψήφιας ποικιλίας.

    77

    Δεν αμφισβητείται όμως ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων, δηλαδή στις 26 Φεβρουαρίου 2007, το ΚΓΦΠ είχε στη διάθεσή του μόνον την τελική έκθεση εξέτασης που το BSA κατάρτισε στις 19 Δεκεμβρίου 2005 και τροποποίησε στις 9 Φεβρουαρίου 2006, η οποία επισήμαινε ότι η ύπαρξη του εν λόγω χαρακτηριστικού είχε διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια του βλαστικού κύκλου του 2005. Μόλις στις 8 Αυγούστου 2008 ενημερώθηκε το ΚΓΦΠ από το BSA ότι το επίμαχο χαρακτηριστικό διαπιστώθηκε και κατά τη διάρκεια των βλαστικών κύκλων των ετών 2006 και 2007.

    78

    Ως εκ τούτου, το κοινοτικό δικαίωμα επί της υποψήφιας ποικιλίας χορηγήθηκε στη Schniga χωρίς το ΚΓΦΠ να διαθέτει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό είχε εξεταστεί κατά τη διάρκεια δύο βλαστικών κύκλων, τούτο δε κατά παράβαση τόσο του πρωτοκόλλου ΚΓΦΠ TP/14/1 όσο και του πρωτοκόλλου UPOV TG/1/3.

    79

    Συναφώς, η υπομνησθείσα με τη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης ευρεία εξουσίας εκτίμησης που έχει το ΚΓΦΠ στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του δεν μπορεί να επιτρέπει στο τελευταίο να αποδεσμεύεται από τους τεχνικούς κανόνες που διέπουν τη διενέργεια των τεχνικών εξετάσεων, χωρίς τούτο να συνεπάγεται παράβαση του καθήκοντος χρηστής διοίκησης καθώς και της υποχρέωσης επιμέλειας και αμεροληψίας που υπέχει το ΚΓΦΠ. Εκτός αυτού, ο δεσμευτικός χαρακτήρας –ακόμη και για το ΚΓΦΠ– των ως άνω κανόνων επιβεβαιώνεται από το άρθρο 56, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο οι τεχνικές εξετάσεις επιβάλλεται να διενεργούνται σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς.

    80

    Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε ότι η εκ μέρους του ΚΓΦΠ χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί της υποψήφιας ποικιλίας στηρίχθηκε σε τεχνική εξέταση διενεργηθείσα παρατύπως.

    81

    Εξ αυτού συνάγεται ότι το δεύτερο σκέλος του πρωτοδίκως προβληθέντος μοναδικού λόγου είναι αβάσιμο.

    82

    Κατά συνέπεια, οι επίδικες αποφάσεις πρέπει να επικυρωθούν.

    83

    Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 72 του βασικού κανονισμού, το τμήμα προσφυγών μπορεί είτε να ασκήσει όλες τις εξουσίες που περιέχονται στις αρμοδιότητες του ΚΓΦΠ είτε να διαβιβάσει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του ΚΓΦΠ για περαιτέρω ενέργειες.

    84

    Μολονότι αληθεύει ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει εξουσία εκτίμησης ως προς τη σκοπιμότητα να αποφανθεί το ίδιο επί της προσφυγής ή να διαβιβάσει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του ΚΓΦΠ, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, όταν αποφασίζει να ασκήσει τις αρμοδιότητες του ΚΓΦΠ, οφείλει να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της αίτησης για τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος καθώς και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτίμησης, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης.

    85

    Όμως, το τμήμα προσφυγών έκρινε, ασκώντας τις αρμοδιότητες του ΚΓΦΠ, ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί το ζητούμενο κοινοτικό δικαίωμα επί της υποψήφιας ποικιλίας, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τη βεβαιότητα ότι το χαρακτηριστικό «πλάτος ραβδώσεων» δεν ήταν δυνατόν να αναπαραχθεί κατά τη διάρκεια δύο καλλιεργητικών περιόδων.

    86

    Λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι το σφάλμα που οδήγησε στην εκ μέρους του τμήματος προσφυγών ακύρωση των αποφάσεων περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων δεν μπορούσε να καταλογιστεί στον αιτούντα και, αφετέρου, του γεγονότος ότι, εν πάση περιπτώσει, η παρατυπία αυτή δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής το βάσιμο της αίτησης χορήγησης δικαιώματος, η διαβίβαση της υπόθεσης στο αρμόδιο τμήμα του ΚΓΦΠ για τη συνέχιση της τεχνικής εξέτασης ώστε να εξασφαλιστεί ότι το επίμαχο πρόσθετο χαρακτηριστικό ικανοποιεί την απαίτηση της δυνατότητας αναπαραγωγής θα είχε καταστήσει διαθέσιμο στο ΚΓΦΠ το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων για την εκτίμηση του κύρους της απόφασης περί χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος επί της υποψήφιας ποικιλίας και θα είχε διασφαλίσει πληρέστερα τα δικαιώματα του αιτούντος.

    87

    Το γεγονός ότι η Schniga δεν ζήτησε τέτοια τακτοποίηση δεν μπορεί να προβάλλεται βασίμως προς δικαιολόγηση της παράλειψης του τμήματος προσφυγών να διαβιβάσει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του ΚΓΦΠ, δεδομένου ότι δεν νοείται να ζητείται από έναν αιτούντα τη χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος του οποίου η αίτηση ευδοκίμησε να αμφισβητήσει με δική του πρωτοβουλία το ίδιο το κύρος του δικαιώματος που του χορηγήθηκε.

    88

    Ως εκ τούτου, οι επίδικες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο μέτρο κατά το οποίο με αυτές το τμήμα προσφυγών, αφενός, έκρινε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής δεν παρέχει στον πρόεδρο του ΚΓΦΠ την αρμοδιότητα να προσθέτει, μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής εξέτασης ορισμένης ποικιλίας, νέο χαρακτηριστικό για την οικεία ποικιλία όταν το εν λόγω χαρακτηριστικό δεν αναφέρεται ούτε στο τεχνικό ερωτηματολόγιο της αίτησης ούτε στις εφαρμοστέες κατευθυντήριες αρχές και πρωτόκολλα και, αφετέρου, ακύρωσε τις αποφάσεις περί χορήγησης δικαιώματος και περί απόρριψης των ενστάσεων χωρίς να διαβιβάσει προηγουμένως την υπόθεση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 72 του βασικού κανονισμού, στο αρμόδιο τμήμα του ΚΓΦΠ, καθιστώντας του διαθέσιμο το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων για την εκτίμηση του κύρους των αποφάσεων περί χορήγησης κοινοτικού δικαιώματος.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    89

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ανωτέρω Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Τέλος, το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο επίσης εφαρμόζεται στη διαδικασία αναίρεσης δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ορίζει μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι και οι λοιποί παρεμβαίνοντες πέραν του κράτους μέλους ή του θεσμικού οργάνου θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    90

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Schniga ζήτησε να καταδικαστεί το ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα και ότι το τελευταίο ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός από τα έξοδά του, και σε εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Schniga, στο μέτρο που η διαφορά ανέκυψε από πλάνη δυνάμενη να του αποδοθεί. Εκτός αυτού, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι η Brookfield New Zealand και η Elaris θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Schniga κατά ΚΓΦΠ – Brookfield New Zealand και Elaris (Gala Schnitzer) (T‑91/14 και T‑92/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:624).

     

    2)

    Ακυρώνει τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη χορήγηση κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών όσον αφορά την ποικιλία των μήλων Gala Schnitzer (υποθέσεις A 003/2007 και A 004/2007).

     

    3)

    Το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Schniga GmbH.

     

    4)

    Η Brookfield New Zealand Ltd και η Elaris SNC φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    ( 1 ) Στη σκέψη 84 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.

    Top