Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0588

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2017.
    LG Electronics, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Παγκόσμια αγορά των καθοδικών σωλήνων για τηλεοράσεις και οθόνες υπολογιστών – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές περί τιμών, κατανομής των αγορών και των πελατών και περιορισμού της παραγωγής – Δικαιώματα άμυνας – Αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μόνον στις μητρικές εταιρίες μιας κοινής επιχειρήσεως και όχι στην κοινή επιχείρηση – Πρόστιμο – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) – Σημείο 13 – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση – Πωλήσεις εντός του ομίλου του οικείου προϊόντος εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Συνεκτίμηση των πωλήσεων τελικών προϊόντων με ενσωματωμένο το οικείο προϊόν οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ – Ίση μεταχείριση.
    Υπόθεση C-588/15 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:679

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 14ης Σεπτεμβρίου 2017 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Συμπράξεις – Παγκόσμια αγορά των καθοδικών σωλήνων για τηλεοράσεις και οθόνες υπολογιστών – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές περί τιμών, κατανομής των αγορών και των πελατών και περιορισμού της παραγωγής – Δικαιώματα άμυνας – Αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μόνον στις μητρικές εταιρίες μιας κοινής επιχειρήσεως και όχι στην κοινή επιχείρηση – Πρόστιμο – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) – Σημείο 13 – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση – Πωλήσεις εντός του ομίλου του οικείου προϊόντος εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Συνεκτίμηση των πωλήσεων τελικών προϊόντων με ενσωματωμένο το οικείο προϊόν οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ – Ίση μεταχείριση»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑588/15 P και C‑622/15 P,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν αντιστοίχως στις 12 και 19 Νοεμβρίου 2015,

    LG Electronics Inc., με έδρα τη Σεούλ (Νότιος Κορέα), εκπροσωπούμενη από τους G. van Gerven και T. Franchoo, advocaten,

    Koninklijke Philips Electronics NV, με έδρα το Eindhoven (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους E. Pijnacker Hordijk, J. K. de Pree και S. Molin, advocaten,

    αναιρεσείουσες,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Biolan, V. Bottka και I. Zaloguin,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και M. Safjan, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑588/15 P, η LG Electronics Inc. (στο εξής: LGE) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, LG Electronics κατά Επιτροπής (T‑91/13, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Ι, EU:T:2015:609), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2012) 8839 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.437 – Καθοδικοί σωλήνες για οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών) (στο εξής: επίμαχη απόφαση), στον βαθμό που την αφορά, και, επικουρικώς, τη μείωση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτήν.

    2

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑622/15 P, η Koninklijke Philips Electronics NV (στο εξής: Philips) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Philips κατά Επιτροπής (T‑92/13, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ΙΙ, EU:T:2015:605), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, στον βαθμό που την αφορά, και, επικουρικώς, τη μείωση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτήν.

    Ιστορικό της διαφοράς

    3

    Από τη σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και από τη σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ (στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις) συνάγεται ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι βασικοί, σε διεθνή κλίμακα, παραγωγοί σωλήνων καθοδικών ακτίνων («cathode ray tubes», στο εξής: CRT) είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ης Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), συμμετέχοντας σε δύο χωριστές παραβάσεις, έκαστη εκ των οποίων συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση. Οι παραβάσεις αυτές αφορούσαν, αφενός, την αγορά των καθοδικών σωλήνων έγχρωμου δέκτη για τις οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών («colour display tube», στο εξής: CDT) και, αφετέρου, την αγορά των καθοδικών σωλήνων έγχρωμου δέκτη που χρησιμοποιούνται σε οθόνες τηλεοράσεων («colour picture tubes», στο εξής: CPT).

    4

    Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 2 τόσο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι όσο και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ, οι CRT είναι αερόκενα γυάλινα περιβλήματα τα οποία περιέχουν εκτοξευτή δέσμης ηλεκτρονίων και φθορίζουσα οθόνη και είναι γενικώς εξοπλισμένα με εσωτερικό ή εξωτερικό στοιχείο για την επιτάχυνση και εκτροπή των ηλεκτρονίων. Όταν τα ηλεκτρόνια που εκπέμπει ο εκτοξευτής της δέσμης ηλεκτρονίων αγγίζουν τη φθορίζουσα οθόνη παράγεται φως και δημιουργείται η εικόνα επί της οθόνης. Οι CDT και οι CPT ήσαν οι μόνοι δύο τύποι CRT που υπήρχαν κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορά η επίμαχη απόφαση.

    5

    Από τη σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι συνάγεται ότι η LGE προμηθεύει στο ευρύ κοινό ηλεκτρονικό υλικό, συσκευές κινητής τηλεφωνίας και οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Η LGE και η εξ ολοκλήρου θυγατρική της, ήτοι η LG Electronics Wales Ltd (Ηνωμένο Βασίλειο) παρήγαν και πωλούσαν CRT έως την 1η Ιουλίου 2001.

    6

    Περαιτέρω, από τη σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ συνάγεται ότι η Philips είναι η επικεφαλής εταιρία του ομίλου Philips, ο οποίος ειδικεύεται στα ηλεκτρονικά προϊόντα και, μεταξύ άλλων, στις ιατρικές συσκευές, στα συστήματα φωτισμού και στις ηλεκτρονικές συσκευές ευρείας καταναλώσεως. Μέχρι την 1η Ιουλίου 2001, ο όμιλος αυτός παρήγε, μεταξύ άλλων, CRT.

    7

    Στη σκέψη 3 των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, από 1ης Ιουλίου 2001, η LGE και η Philips συγχώνευσαν τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους στον τομέα των CRT μέσω μιας κοινής επιχειρήσεως, του ομίλου LPD, επικεφαλής του οποίου τέθηκε η επιχείρηση LG Philips Displays Holding BV. Η LGE και η Philips μετέφεραν το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στον τομέα των CRT στην κοινή επιχείρηση.

    8

    Από τη σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και από τη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ συνάγεται ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι, αφενός, η LGE καθώς και οι θυγατρικές της και, αφετέρου, οι θυγατρικές της Philips συμμετείχαν σε συμπράξεις σε σχέση με τους CDT και τους CPT μέχρι τη μεταφορά των δραστηριοτήτων CRT στον όμιλο LPD, την 1η Ιουλίου 2001. Κατά συνέπεια, η LGE και η Philips κρίθηκαν υπεύθυνες για την παράβαση που διέπραξαν σε σχέση με τους CDT, από τις 24 Οκτωβρίου 1996 στην περίπτωση της LGE και από τις 29 Ιουνίου 1997 στην περίπτωση της Philips, έως τις 30 Ιουνίου 2001 σε αμφότερες τις περιπτώσεις, καθώς και για την παράβαση που διέπραξαν σε σχέση με τους CPT, από τις 3 Δεκεμβρίου 1997 στην περίπτωση της LGE και από τις 29 Ιανουαρίου 1997 στην περίπτωση της Philips, έως τις 30 Ιουνίου 2001 σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες έπρεπε να θεωρηθούν, ως μητρικές εταιρίες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τη συμμετοχή του ομίλου LPD στις συμπράξεις σε σχέση με τους CDT και τους CPT από την 1η Ιουλίου 2001 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006.

    9

    Η Επιτροπή διαπίστωσε έτσι, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως δʹ αντιστοίχως, της επίμαχης αποφάσεως, ότι η Philips είχε συμμετάσχει στη σύμπραξη που αφορούσε τους CDT από τις 28 Ιανουαρίου 1997 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006 και ότι η LGE είχε συμμετάσχει στην ίδια σύμπραξη από τις 24 Οκτωβρίου 1996 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία στʹ και ζʹ αντιστοίχως, της αποφάσεως αυτής, ότι η Philips είχε συμμετάσχει σε σύμπραξη που αφορούσε τους CPT από τις 21 Σεπτεμβρίου 1999 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006 και ότι η LGE είχε συμμετάσχει στην ίδια σύμπραξη από τις 3 Δεκεμβρίου 1997 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006.

    10

    Όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τους CDT, η Επιτροπή επέβαλε, με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ αντιστοίχως, της επίμαχης αποφάσεως, πρόστιμο ύψους 73185000 ευρώ στη Philips, πρόστιμο ύψους 116536000 ευρώ στην LGE καθώς και πρόστιμο ύψους 69048000 ευρώ στις δύο αυτές εταιρίες, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες. Όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τους CPT, η Επιτροπή επέβαλε, με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ έως εʹ αντιστοίχως, της αποφάσεως αυτής, πρόστιμο ύψους 240171000 ευρώ στη Philips, πρόστιμο ύψους 179061000 ευρώ στην LGE καθώς και πρόστιμο ύψους 322892000 ευρώ στις δύο αυτές εταιρίες, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

    11

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 14 και 15 Φεβρουαρίου 2013, τόσο η LGE όσο και η Philips άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως κατά το μέρος που αφορούσε εκάστη εξ αυτών ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί με την απόφαση αυτή.

    12

    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως, η LGE προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων:

    ο πρώτος λόγος αφορούσε την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στον βαθμό που ο όμιλος LPD είχε αποκλεισθεί από τη διαδικασία,

    ο πέμπτος λόγος, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορούσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς της ευθύνης και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στον βαθμό που, διά της συμπεριλήψεως στις πωλήσεις οι οποίες ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου των πωλήσεων CRT οι οποίοι είχαν ενσωματωθεί εντός του ιδίου ομίλου σε τελικό προϊόν, σε τηλεόραση ή σε οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή και είχαν εν συνεχεία πωληθεί εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (στο εξής: απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων), η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί στην LGE, τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η Philips, και

    ο έκτος λόγος, υποδιαιρούμενος σε τρία σκέλη, αφορούσε παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη οικονομικής μονάδας περιλαμβάνουσας τη Samsung SDI Co. (στο εξής: Samsung), μία ακόμη συμμετέχουσα στις συμπράξεις τις οποίες αφορά η επίμαχη απόφαση, και τη Samsung Electronics Co. Ltd (στο εξής: SEC) και, κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό του προστίμου που είχε επιβληθεί στη Samsung, δεν έλαβε υπόψη της, ως απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, τις πωλήσεις τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών με ενσωματωμένους CRT κατασκευασμένους από τη Samsung, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί εντός του ΕΟΧ από τη SEC.

    13

    Στις σκέψεις 67 έως 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και τον απέρριψε ως αλυσιτελή και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμο. Τα δύο σκέλη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως αναλύθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 166 έως 171 και 172 έως 181 της ιδίας αποφάσεως και επίσης απορρίφθηκαν. Τέλος, τα τρία σκέλη του έκτου λόγου ακυρώσεως αναλύθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 183 έως 188, 189 και 190 καθώς και 191 έως 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και απορρίφθηκαν όλα.

    14

    Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης όλους τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η LGE προς στήριξη τόσο των αιτημάτων ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως όσο και των αιτημάτων μειώσεως του ύψους του προστίμου που της είχε επιβληθεί, απέρριψε την προσφυγή της LGE στο σύνολό της.

    15

    Η Philips προέβαλε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οκτώ λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως εκ των οποίων:

    ο δεύτερος λόγος, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορούσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και δη του δικαιώματος ακροάσεως, καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν καταλόγισε στον όμιλο LPD την ευθύνη των παραβάσεων που της προσάπτονταν,

    ο πέμπτος λόγος, υποδιαιρούμενος σε τρία σκέλη, αφορούσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων) και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στον βαθμό που η Επιτροπή περιέλαβε τις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί εκτός του ΕΟΧ στον κρίσιμο κύκλο εργασιών για τον υπολογισμό του βασικού ύψους των προστίμων, και

    ο όγδοος λόγος, υποδιαιρούμενος σε τέσσερα σκέλη, αφορούσε ιδίως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη μίας και της αυτής οικονομικής μονάδας όσον αφορά τη Samsung και τη SEC και, κατά συνέπεια, δεν συνεκτίμησε, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί στη Samsung, τις πωλήσεις τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών με ενσωματωμένους CRT κατασκευασμένους από τη Samsung, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί εντός του ΕΟΧ από τη SEC.

    16

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το πρώτος σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 74 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ και το απέρριψε. Το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου ακυρώσεως αναλύθηκε στις σκέψεις 90 έως 99 της ιδίας αποφάσεως και επίσης απορρίφθηκε.

    17

    Τα τρία σκέλη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως εξετάστηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 144 και 145, 146 έως 180 καθώς και 181 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ και όλα απορρίφθηκαν.

    18

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα τέσσερα σκέλη του ογδόου λόγου ακυρώσεως, αντιστοίχως, στις σκέψεις 224 έως 226, 227 έως 234, 235 έως 238 και 239 έως 252 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ και τα απέρριψε όλα.

    19

    Δεδομένου ότι απέρριψε επίσης όλους τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει η Philips προς στήριξη τόσο των αιτημάτων ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως όσο και των αιτημάτων μειώσεως του ύψους του προστίμου που της είχε επιβληθεί, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Philips στο σύνολό της.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    20

    Με απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑588/15 P και C‑622/15 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    21

    Η LGE ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Ι,

    να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και εʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, της επίμαχης αποφάσεως,

    να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και εʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, της αποφάσεως αυτής, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.

    22

    Η Philips ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ΙΙ,

    να αναιρέσει, εν όλω ή εν μέρει, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και εʹ, της επίμαχης αποφάσεως,

    να μειώσει τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και εʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και εʹ, της αποφάσεως αυτής, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.

    23

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    24

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η LGE προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, ο δεύτερος, από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, στον βαθμό που αυτό κακώς έλαβε υπόψη του τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν κατά τρόπο ανεξάρτητο από την ίδια και από τη Philips ενώ επρόκειτο για επιχειρήσεις ανεξάρτητες από τον όμιλο LPD, ο τρίτος, από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, στον βαθμό που έλαβε υπόψη του τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η Philips, ενώ η επιχείρηση αυτή είναι ανεξάρτητη από την LGE, και, ο τέταρτος, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    25

    Η Philips προβάλλει, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, τρεις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά τη συνεκτίμηση των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε. Αντιστοιχεί στον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως της LGE. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Philips αντλείται, κατ’ ουσίαν, από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας και αντιστοιχεί στον πρώτο λόγο αναιρέσεως της LGE. Τέλος, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Philips αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη της για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Samsung τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τη SEC μέσω της Samsung και από παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως της LGE.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως της LGE και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Philips με τους οποίους προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    26

    Η LGE και η Philips υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας και ότι ουδεμία διαδικαστική πλημμέλεια είχε διαπράξει αποφασίζοντας να μη διαβιβάσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων στον όμιλο LPD.

    27

    Εν πρώτοις, η LGE βάλλει κατά της απορρίψεως, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι, του προβληθέντος πρωτοδίκως πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αλυσιτελούς. Υποστηρίζει ότι το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 73 έως 82 της αποφάσεως αυτής αφορά ένα διαφορετικό ζήτημα, το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι το ζήτημα εάν η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη θεωρώντας την υπεύθυνη για την παράβαση. Κατά την άποψή της, το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε να της καταλογίσει την ευθύνη δεν καθιστά αλυσιτελή τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    28

    Η LGE προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αναγνώρισε στην Επιτροπή απόλυτη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει εάν η ανακοίνωση των αιτιάσεων έπρεπε να απευθυνθεί στη μητρική εταιρία ή στη θυγατρική, ενώ, υπό ορισμένες περιστάσεις, όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας περιορίζεται από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Από την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29, σκέψη 39), συνάγεται ότι, εάν η θυγατρική προσκομίσει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία αντλούμενα από τα αρχεία της ή από συζητήσεις με το προσωπικό, η μητρική εταιρία ωφελείται αυτομάτως από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα της μητρικής εταιρίας να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνας εξαρτάται από τη συμμετοχή της θυγατρικής της στη διαδικασία.

    29

    Η LGE υποστηρίζει, επικαλούμενη την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 62), ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, εάν η Επιτροπή είχε απευθύνει την ανακοίνωση των αιτιάσεων στον όμιλο LPD, αυτός θα μπορούσε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για την άμυνά της.

    30

    Εξάλλου, υποστηρίζει ότι η πρακτική να απευθύνεται τόσο στη θυγατρική όσο και στη μητρική εταιρία απορρέει από το εγχειρίδιο διαδικασιών της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι η Επιτροπή απέστειλε ορισμένα ερωτηματολόγια στον όμιλο LPD είναι άνευ σημασίας, διότι, ως πηγή απαλλακτικών στοιχείων, τα ερωτηματολόγια δεν ισοδυναμούν με ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ο αμυνόμενος πρέπει να γνωρίζει τις αιτιάσεις για να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνας.

    31

    Δεύτερον, η LGE επικρίνει το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι το οποίο οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει, επικουρικώς, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο.

    32

    Κατά την LGE, το γεγονός ότι μπόρεσε να υποβάλει παρατηρήσεις επί των στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε πληροφορίες από τον όμιλο LPD δεν αρκούν προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας. Περαιτέρω, η LGE βάλλει κατά της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι, κατά την οποία όφειλε να μεριμνά για τη διατήρηση σε καλή κατάσταση των στοιχείων στα βιβλία και τα αρχεία της από τα οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί η δραστηριότητα της κοινής επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το καθήκον αυτό αφορά μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες η μητρική εταιρία μεταβιβάζει τη θυγατρική σε τρίτον διασφαλίζοντας στην πράξη τη δυνατότητά της να συνεχίσει να έχει πρόσβαση στα έγγραφα μέσω συμβατικής ρήτρας. Όμως, εν προκειμένω, η LGE διευκρινίζει ότι απώλεσε τον έλεγχο της θυγατρικής της λόγω της πτωχεύσεως της τελευταίας και ότι ο ενεργών υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως δεν είναι υποχρεωμένος να της παρέχει διαρκή πρόσβαση στα έγγραφα.

    33

    Η Philips δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα της Επιτροπής να καταλογίζει την ευθύνη της παραβάσεως σε μητρική εταιρία που ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι η ευθύνη της είναι «αμιγώς παρεπόμενη» της ευθύνης της θυγατρικής της και ότι, ελλείψει οποιουδήποτε άμεσου καταλογισμού στον όμιλο LPD, η ευθύνη της ως μητρικής εταιρίας «υπερβαίνει» την ευθύνη της εν λόγω θυγατρικής. Ωστόσο, με την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Total κατά Επιτροπής (C‑597/13 P, EU:C:2015:613, σκέψεις 35 και 38), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση που η ευθύνη της μητρικής εταιρίας είναι αμιγώς παρεπόμενη της ευθύνης της θυγατρικής της και κανένας άλλος παράγοντας δεν χαρακτηρίζει ατομικώς την προσαπτόμενη στη μητρική εταιρία συμπεριφορά, η ευθύνη αυτής της μητρικής εταιρίας δεν δύναται να υπερβαίνει αυτή της θυγατρικής της.

    34

    Όπως και η LGE, η Philips επισημαίνει ότι η θυγατρική της είχε παύσει πλέον να ανήκει στην ίδια επιχείρηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι είχε υπαχθεί στον έλεγχο διαχειριστή δικαστικής εξυγιάνσεως από τις 30 Ιανουαρίου 2006. Η Philips υποστηρίζει ότι, λόγω του γεγονότος ότι η θυγατρική της δεν είχε εμπλακεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και δεν έλαβε, ιδίως, την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν είχε ούτε την ευκαιρία ούτε την υποχρέωση να αμυνθεί έναντι των ισχυρισμών της Επιτροπής. Περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της πτωχεύσεως της θυγατρικής της, η Philips υποστηρίζει ότι αδυνατούσε να έχει πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα προκειμένου να έχει στη διάθεσή της τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για να αμυνθεί. Μόνον ο διαχειριστής δικαστικής εξυγιάνσεως του ομίλου LPD είχε στην κατοχή του τα έγγραφα σχετικά με τη δραστηριότητα του ομίλου αυτού και είχε πρόσβαση στους υπαλλήλους που είχαν χειριστεί τα κρίσιμα ζητήματα.

    35

    Κατά τη Philips, η Επιτροπή θα έπρεπε να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι είχε απολέσει τον έλεγχο της θυγατρικής της και δεν είχε πλέον πρόσβαση στα έγγραφα του ομίλου LPD. Η Philips υποστηρίζει ότι, εάν η Επιτροπή είχε περιλάβει τον όμιλο LPD στη διοικητική διαδικασία, αυτός θα ήταν σε θέση να αμυνθεί και, ως εκ τούτου, η ίδια θα μπορούσε να οργανώσει την άμυνά της πιο αποτελεσματικά. Η απόφαση της Επιτροπής να αποκλείσει τον όμιλο LPD από τη διοικητική διαδικασία στέρησε επομένως στη Philips την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων άμυνας.

    36

    Η Επιτροπή φρονεί, κυρίως, ότι τόσο ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της LGE όσο και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Philips είναι απαράδεκτοι, δεδομένου ότι, με αυτούς, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, στην πραγματικότητα, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, όπως αυτή παρατίθεται στις σκέψεις 83 έως 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι καθώς και στις σκέψεις 86, 97 και 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φρονεί ότι οι προαναφερθέντες λόγοι αναιρέσεως δεν είναι βάσιμοι.

    37

    Κατά την Επιτροπή, στον βαθμό που οι ίδιες οι αναιρεσείουσες ήταν αυτές που είχαν υποστηρίξει ότι η ευθύνη τους για την επίδικη παράβαση ήταν «παρεπόμενη», δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι απάντησε στο επιχείρημα αυτό. Η προβαλλόμενη από τις αναιρεσείουσες νομολογία είναι αλυσιτελής. Ειδικότερα, οι περιστάσεις της υποθέσεως διαφέρουν κατά πολύ από αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686).

    38

    Ως προς την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29), η Επιτροπή εκτιμά ότι έτυχε της ορθής ερμηνείας από το Γενικό Δικαστήριο. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑444/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:464, σκέψη 159 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), προκειμένου η Επιτροπή να καταλογίσει σε μια οντότητα εντός μιας επιχειρήσεως την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η επιχείρηση αυτή, δεν είναι υποχρεωμένη ούτε να θεωρήσει ως υπεύθυνες για την παράβαση αυτή τις λοιπές οντότητες της ιδίας αυτής επιχειρήσεως ούτε να απευθυνθεί σε αυτές τις λοιπές οντότητες.

    39

    Όσον αφορά το εγχειρίδιο των διαδικασιών στις υποθέσεις συμπράξεων, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν συνιστά απόφαση, δεν περιέχει δεσμευτικές οδηγίες για το προσωπικό της Επιτροπής και ότι οι προβλεπόμενες σε αυτό διαδικασίες μπορούν να προσαρμόζονται στις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως. Ως εκ τούτου, τυχόν παρέκκλιση της διαδικασίας που εφαρμόσθηκε σε συγκεκριμένη υπόθεση από όσα προβλέπει το έγγραφο αυτό δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    40

    Από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις συνάγεται ότι ο όμιλος LPD, κοινή θυγατρική των αναιρεσειουσών, επικεφαλής της οποίας ήταν η LG Philips Displays Holding, συμμετείχε στις συμπράξεις σε σχέση με τους CDT και τους CPT από την 1η Ιουλίου 2001 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, η LG Philips Displays Holding κηρύχθηκε σε πτώχευση. Πάντοτε κατά τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν απηύθυνε στον όμιλο LPD ούτε ανακοίνωση των αιτιάσεων ούτε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και, ως εκ τούτου, δεν της καταλόγισε την ευθύνη για τη συμπεριφορά της, με το αιτιολογικό ότι είχε κινηθεί η διαδικασία πτωχεύσεως κατά του εν λόγω ομίλου.

    41

    Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η LGE και η Philips υποστηρίζουν αντιστοίχως ότι, προκειμένου να σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να απευθύνει την ανακοίνωση αιτιάσεων και στον όμιλο LPD, ήτοι την κοινή θυγατρική τους, στον βαθμό που αυτή επίσης εμπλεκόταν στις συμπράξεις σχετικά με τους CDT και τους CPT.

    42

    Συναφώς, θα πρέπει να τονιστεί εισαγωγικώς ότι, με αυτούς τους δύο λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο και δεν αμφισβητούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία αυτό προέβη. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, αυτοί οι δύο λόγοι αναιρέσεως δεν μπορούν άνευ ετέρου να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

    43

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής με αντικείμενο την επιβολή προστίμου σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει την εκτίμησή της ότι συντρέχει παράβαση. Τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    44

    Έτσι, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι, πριν από τη λήψη αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού και επιβάλλεται πρόστιμο, η Επιτροπή παρέχει στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία τη δυνατότητα ακροάσεως σχετικά με τις αιτιάσεις της και θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνον στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στους εμπλεκομένους η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

    45

    Εντεύθεν συνάγεται, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων σκοπεί να καταστήσει εφικτή την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας από κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά η διοικητική διαδικασία σε υπόθεση ανταγωνισμού.

    46

    Αντιθέτως, οσάκις η Επιτροπή δεν προτίθεται να διαπιστώσει έναντι μιας εταιρίας κάποια παράβαση, τα δικαιώματα άμυνας δεν επιβάλλουν την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στην εταιρία αυτή. Πράγματι, η αποστολή, σε συγκεκριμένη εταιρία, της ανακοινώσεως των αιτιάσεων σκοπεί να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας της αυτής της εταιρίας και όχι κάποιου τρίτου προσώπου, ακόμη και όταν το τρίτο αυτό πρόσωπο εμπλέκεται στην ίδια διοικητική διαδικασία.

    47

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επέλεξε να στραφεί μόνον κατά των αναιρεσειουσών, μητρικών εταιριών του ομίλου LPD, και όχι κατά του ομίλου αυτού, ο οποίος αποτελούσε κοινή θυγατρική τους.

    48

    Η νομολογία που επικαλούνται οι αναιρεσείουσες δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα.

    49

    Αφενός, ουδείς παραλληλισμός είναι δυνατός μεταξύ των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και αυτών της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686).

    50

    Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, η νομολογία αυτή αφορά την πρόσβαση στα απαλλακτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής. Ωστόσο, στις υπό κρίση υποθέσεις, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβήτησαν ότι είχαν πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων του φακέλου της Επιτροπής, συμπεριλαμβανόμενων των στοιχείων τα οποία η Επιτροπή είχε λάβει από τον όμιλο LPD κατόπιν αιτήσεων παροχής πληροφοριών και διενέργειας επιθεωρήσεων στα γραφεία του.

    51

    Αφετέρου, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο στη σκέψη 39 της αποφάσεως της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29), δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό συμπέρασμα. Η απόφαση αυτή αφορά περίπτωση στην οποία η Επιτροπή είχε στραφεί τόσο κατά της μητρικής εταιρίας όσο και κατά της θυγατρικής της για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και στην οποία αμφότερες οι εμπλεκόμενες εταιρίες είχαν προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής.

    52

    Οι ανωτέρω διαπιστώσεις αρκούν προκειμένου να απαντηθεί επίσης το επιχείρημα της Philips, που παρατίθεται εν συνόψει στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως και αντλείται από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Total κατά Επιτροπής (C‑597/13 P, EU:C:2015:613), στον βαθμό που η απόφαση αυτή επίσης αφορά περίπτωση στην οποία τόσο η μητρική εταιρία όσο και η θυγατρική της είχαν διωχθεί για τη συμμετοχή τους σε παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

    53

    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμπληρωματικά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, που προβάλλονται προς αμφισβήτηση του βασίμου του σκεπτικού το οποίο ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την απόρριψη αυτή και προς απόδειξη του δήθεν ανεπαρκούς χαρακτήρα του εν λόγω σκεπτικού, κρίνονται αλυσιτελή, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας κατ’ ουσίαν στο σημείο 70 των προτάσεών του, τα επιχειρήματα αυτά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ευσταθούν, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων.

    54

    Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της LGE και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Philips πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως της LGE καθώς και επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Philips με τους οποίους προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη συνεκτίμηση, από την Επιτροπή, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    55

    Με τον δεύτερο και τον πρώτο, αντιστοίχως, λόγο αναιρέσεως, η LGE και η Philips υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο από την LGE και από τη Philips, μπορούσαν να καταλογισθούν στον όμιλο LPD, για τον λόγο και μόνον ότι αυτός ανήκε στην ίδια οικονομική μονάδα με τις μητρικές εταιρίες του.

    56

    Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αγνόησε τα διδάγματα της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, EI du Pont de Nemours κατά Επιτροπής (C‑172/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:601, σκέψη 47). Από τη νομολογία αυτή συνάγουν ότι το συμπέρασμα ότι μια κοινή επιχείρηση και οι μέτοχοι που την ελέγχουν αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση σκοπεί αποκλειστικώς στον καταλογισμό στους εν λόγω μετόχους ευθύνης εις ολόκληρον για την παραβατική συμπεριφορά της κοινής επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, κατά αυτές, η LGE, η Philips και ο όμιλος LPD θα έπρεπε να θεωρηθούν ως ισάριθμες διακριτές επιχειρήσεις για σκοπούς άλλους από τον σκοπό της ευθύνης των μητρικών εταιριών. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν άλλωστε σύμφωνη προς την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψεις 56 και 57). Μια ανάλυση βάσει της νομολογίας αυτής θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η LGE, η Philips και ο όμιλος LPD δεν αποτελούσαν καθέτως ολοκληρωμένη επιχείρηση, με αποτέλεσμα οι μεταξύ τους πωλήσεις να μην μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματοποιηθείσες εντός του ιδίου ομίλου.

    57

    Συναφώς, η Philips τονίζει ότι, ως κοινή επιχείρηση η οποία εκπληρώνει μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής μονάδας, ο όμιλος LPD πρέπει να θεωρηθεί ως αυτόνομη οικονομική μονάδα στην αγορά και, κατά συνέπεια, ως επιχείρηση διακριτή από τις μητρικές εταιρίες του. Εάν μια τέτοια κοινή επιχείρηση θεωρείτο ως ανήκουσα στην ίδια επιχείρηση με τις δύο μητρικές εταιρίες της, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν θα εφαρμοζόταν στις συμφωνίες μεταξύ αυτής και των μητρικών εταιριών της, πράγμα που θα αντέβαινε στον κανονισμό (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), καθώς και στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους περιορισμούς που συνδέονται άμεσα και είναι αναγκαίοι για τις συγκεντρώσεις (ΕΕ 2005, C 56, σ. 24).

    58

    Η Philips συνάγει από τα ανωτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τον χαρακτηρισμό των πωλήσεων CRT της συμπράξεως οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο LPD σε αυτήν την ίδια ή στην LGE ως «εντός του ομίλου πωλήσεις». Ωστόσο, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε, ως προς τις πωλήσεις CRT εντός του ΕΟΧ που έγιναν μέσω μεταποιημένων προϊόντων, παρά μόνον τις πρώτες πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μεταποιημένων προϊόντων που αντιστοιχούν στους CRT που είναι ενσωματωμένοι εντός του ιδίου ομίλου σε ένα τελικό προϊόν.

    59

    Η LGE προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων δεν ήταν πωλήσεις CRT της συμπράξεως, αλλά πωλήσεις μεταποιημένων προϊόντων, ήτοι πωλήσεις τηλεοράσεων και οθονών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έτσι, κατά αυτήν, κακώς το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε, στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι, σε «CRT που πωλήθηκαν από τον όμιλο LPD σε εκάστη των μητρικών εταιριών του». Η LGE υποστηρίζει ότι οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων είναι εντός του ομίλου πωλήσεις μεταποιημένων προϊόντων από τις μητρικές στη θυγατρική, τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει η LGE και η Philips, και δεν μπορούσαν να καταλογισθούν στον όμιλο LPD. Φρονεί ότι, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε ο όμιλος LPD, αυτός ο τελευταίος πρέπει να θεωρηθεί διακριτή επιχείρηση.

    60

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η LGE υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραβίασε την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων επικυρώνοντας, στη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι, την απόφαση της Επιτροπής να επιρρίψει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον την ευθύνη στην LGE για τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο LPD, ακόμη και όταν οι πωλήσεις αυτές είχαν πραγματοποιηθεί μέσω της Philips. Η LGE υποστηρίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι οι πωλήσεις μεταξύ του ομίλου LPD και της Philips συνιστούν πωλήσεις εντός του ομίλου, έχουν τον χαρακτήρα αυτόν μόνον μεταξύ του ομίλου LPD και της Philips. Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι υπάρχει κάθετη ολοκλήρωση μεταξύ του ομίλου LPD και της Philips, η LGE δεν αποτελεί μέρος αυτής της καθέτως ολοκληρωμένης επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, κατά την LGE, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση τουλάχιστον στον βαθμό που έκρινε ότι ευθύνεται για το πρόστιμο, καθόσον αυτό υπολογίστηκε βάσει των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων του ομίλου LPD, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω της Philips.

    61

    Συναφώς, η LGE επαναλαμβάνει την επιχειρηματολογία που προέβαλε προς στήριξη του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και προσθέτει ότι, κατά τη γνώμη της, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, την οποία αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ. (C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 91). Συγκεκριμένα, οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων συνεκτιμήθηκαν προκειμένου να σχηματισθεί μια συνολική εικόνα για τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Ωστόσο, η LGE δεν ευθύνεται για τη σοβαρότητα που ενέχουν για την παράβαση αυτές οι πωλήσεις τις οποίες πραγματοποίησε η Philips. Έτσι, στην LGE επιβλήθηκε πρόστιμο το οποίο δεν απηχεί με τον ορθό τρόπο τη σοβαρότητα της παραβάσεως που της είχε καταλογισθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η LGE προσκομίζει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο LPD μέσω, αντιστοίχως, της ιδίας και της Philips, προκειμένου να αποδείξει ότι ο όγκος των πωλήσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω της Philips ήταν 26 φορές μεγαλύτερος.

    62

    Η Επιτροπή απαντά ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της LGE, καθώς και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Philips, στηρίζονται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι η ύπαρξη μιας οικονομικής μονάδας μεταξύ του ομίλου LPD και των μητρικών εταιριών του δεν ασκεί επιρροή επί του καταλογισμού στις εν λόγω μητρικές εταιρίες της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε ο όμιλος LPD. Έτσι, με αυτήν την επιχειρηματολογία, οι αναιρεσείουσες επιχειρούν να θέσουν εν αμφιβόλω μια πραγματική διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να επικαλούνται οποιαδήποτε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι.

    63

    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή φρονεί ότι οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθότι στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 47 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, EI du Pont de Nemours κατά Επιτροπής (C‑172/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:601). Εξάλλου, η μέθοδος υπολογισμού του προστίμου που χρησιμοποιήθηκε στην επίμαχη απόφαση είναι σύμφωνη προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

    64

    Όσον αφορά, ειδικότερα, τον τρίτο λόγο αναιρέσεως της LGE, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο καταλογισμός της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε μια θυγατρική στη μητρική εταιρία της δεν παραβιάζει την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, δεδομένου ότι η μητρική εταιρία και η θυγατρική ανήκουν στην ίδια οικονομική μονάδα και αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση. Η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως βάσει της αξίας των πωλήσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση λαμβάνει υπόψη τις πωλήσεις του συνόλου της οικείας επιχειρήσεως που αποτελείται, εν προκειμένω, τόσο από τις μητρικές εταιρίες, ήτοι την LGE και τη Philips, όσο και από τη θυγατρική, ήτοι τον όμιλο LPD.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    65

    Επιβάλλεται η συνεξέταση του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως της LGE καθώς και του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Philips, στον βαθμό που αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ίδιο ζήτημα, ήτοι αυτό της συνεκτιμήσεως, για τον υπολογισμό του προστίμου, των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από τον όμιλο LPD.

    66

    Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι, όπως οι αναιρεσείουσες διευκρίνισαν με τα υπομνήματα απαντήσεως, με αυτούς τους λόγους αναιρέσεως, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο, ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την ανάλυση της νομιμότητας της συνεκτιμήσεως των ανωτέρω πωλήσεων για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Ως εκ τούτου, με αυτούς τους λόγους αναιρέσεως δεν επιχειρείται να τεθεί εν αμφιβόλω το βάσιμο των πραγματικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο και, επομένως, οι λόγοι αυτοί είναι παραδεκτοί.

    67

    Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αφήνει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, εντούτοις περιορίζει την άσκηση της δυνατότητας αυτής θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια προς τα οποία η Επιτροπή πρέπει να συμμορφώνεται. Έτσι, αφενός, υπάρχει ένα αριθμητικά προσδιορίσιμο και απόλυτο ανώτατο όριο σε σχέση με το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε μια επιχείρηση και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από τους κανόνες συμπεριφοράς με τους οποίους η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε, ιδίως με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής, C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    68

    Στην επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων. Κατά το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, «[γ]ια τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ». Στο σημείο 6 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών διευκρινίζεται ότι «ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση και της διάρκειάς [της] θεωρείται ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν».

    69

    Μολονότι η έννοια της «αξίας των πωλήσεων» η οποία αναφέρεται στο σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν μπορεί να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύπτει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες ουδόλως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, το να παρέχεται στους καθέτως ολοκληρωμένους συμμετέχοντες σε σύμπραξη η δυνατότητα, αποκλειστικά και μόνον επειδή ενσωμάτωσαν τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως σε προϊόντα που ολοκληρώθηκαν εκτός του ΕΟΧ, να αφαιρείται από τον υπολογισμό του προστίμου το μέρος εκείνο της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής, C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    70

    Πράγματι, οι καθέτως ολοκληρωμένες επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από μια συμφωνία οριζόντιου καθορισμού των τιμών συναφθείσα κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, όχι μόνον από τις πωλήσεις προς ανεξάρτητους τρίτους στην αγορά του προϊόντος το οποίο συνιστά το αντικείμενο της παραβάσεως, αλλά και στη δευτερογενή αγορά των μεταποιημένων προϊόντων εντός των οποίων ενσωματώθηκαν τα προϊόντα αυτά, και τούτο για δύο διαφορετικούς λόγους. Είτε οι επιχειρήσεις αυτές μετακυλίουν στην τιμή των μεταποιημένων προϊόντων τις αυξήσεις της τιμής των συστατικών οι οποίες προέκυψαν λόγω της παραβάσεως είτε δεν το μετακυλίουν, πράγμα που ισοδυναμεί με την παροχή στις εν λόγω επιχειρήσεις ενός πλεονεκτήματος κόστους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που προμηθεύονται τα ίδια συστατικά στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής, C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 56 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    71

    Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι αναιρεσείουσες είχαν ασκήσει από κοινού καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς του ομίλου LPD. Έτσι, από το συμπέρασμα αυτό, το οποίο δεν αμφισβήτησαν οι αναιρεσείουσες με τις αιτήσεις αναιρέσεως, συνάγεται ότι, κατά την προαναφερθείσα περίοδο, οι αναιρεσείουσες και η κοινή θυγατρική τους ανήκαν στην ιδία επιχείρηση και, ως εκ τούτου, αποτελούσαν μία οικονομική μονάδα.

    72

    Δεδομένου ότι ο όμιλος LPD παρενέβαινε στην αγορά του προϊόντος που αφορά η παράβαση, ενώ η LGE και η Philips δραστηριοποιούνταν στην αγορά των μεταποιημένων προϊόντων στη σύνθεση των οποίων περιλαμβάνονται τα προϊόντα αυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται η Philips, ο όμιλος LPD και οι μητρικές εταιρίες του αποτελούσαν όντως μια καθέτως ολοκληρωμένη επιχείρηση, κατά την έννοια της αποφάσεως της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψεις 56 και 57).

    73

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και στη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ, ότι η Επιτροπή νομίμως περιέλαβε, κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες, τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από την οικονομική μονάδα που αποτελούσαν ο όμιλος LPD και οι μητρικές εταιρίες του.

    74

    Η ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών η οποία αντλείται από την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, EI du Pont de Nemours κατά Επιτροπής (C‑172/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:601, σκέψη 47), κατά την οποία, στην περίπτωση που δύο μητρικές εταιρίες κατέχουν, εκάστη, το 50 % της κοινής επιχειρήσεως η οποία παρέβη τους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού, οι τρεις αυτές οντότητες είναι δυνατό να θεωρηθούν ως ανήκουσες στην ίδια οικονομική μονάδα, αποτελώντας έτσι μία και μόνη επιχείρηση, μόνον για τον σκοπό της διαπιστώσεως της ευθύνης για τη συμμετοχή στην παράβαση των κανόνων του δικαίου αυτού και μόνον στον βαθμό που η Επιτροπή έχει αποδείξει, βάσει ενός συνόλου πραγματικών στοιχείων, την πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής των δύο μητρικών εταιριών επί της κοινής επιχειρήσεως.

    75

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες ερμηνεύουν εσφαλμένα και εκτός της συνάφειάς της τη σκέψη 47 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, EI du Pont de Nemours κατά Επιτροπής (C‑172/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:601), επ’ ευκαιρία της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μόνον για τον σκοπό της διαπιστώσεως της ευθύνης για τη συμμετοχή στην παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού μπορεί η Επιτροπή να συναγάγει από την πραγματική άσκηση, από δύο μητρικές εταιρίες, καθοριστικής επιρροής επί μιας κοινής επιχειρήσεως, την ύπαρξη μίας και μόνης μονάδας.

    76

    Πράγματι, το Δικαστήριο προέβη στην κρίση αυτή προκειμένου να απαντήσει σε ένα διαφορετικό επιχείρημα από το κρινόμενο εν προκειμένω, που παρατίθεται εν συνόψει στη σκέψη 36 της ιδίας αποφάσεως και κατά το οποίο το γεγονός ότι δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους εταιρίες ασκούν αμφότερες καθοριστική επιρροή επί μιας κοινής επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται ότι αποτελούν, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, μία και μόνη επιχείρηση. Εντασσόμενη με τον τρόπο αυτόν στη πραγματική της συνάφεια, καθίσταται σαφές ότι σκοπός της εν λόγω κρίσεως ήταν να τονιστεί ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως κοινής επιχειρήσεως στην οποία ενδέχεται να προβεί η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό ισχύει μόνον υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού και ως προς την αγορά την οποία αφορά η παράβαση.

    77

    Δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα της LGE κατά το οποίο οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων δεν θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη στον βαθμό που δεν επρόκειτο για πωλήσεις CRT της συμπράξεως, αλλά για πωλήσεις τηλεοράσεων και οθονών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πράγματι, δεδομένου ότι ο όμιλος LPD και οι μητρικές εταιρίες του, ήτοι η LGE και η Philips, αποτελούσαν μία οικονομική μονάδα και επομένως έπρεπε να θεωρηθούν ως ανήκουσες στην ιδία επιχείρηση στις αγορές που αφορά η παράβαση, το ποσό του προστίμου πρέπει να υπολογιστεί, συμφώνως προς το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, βάσει της αξίας των πωλήσεων προϊόντων της συμπράξεως τις οποίες πραγματοποίησε η επιχείρηση αυτή στις εν λόγω αγορές. Όμως, όπως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ, στις εν λόγω τηλεοράσεις και οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών ήσαν ενσωματωμένοι οι CRT τους οποίους είχε προμηθεύσει ο όμιλος LPD στις δύο μητρικές εταιρίες του. Περαιτέρω, από τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι και τη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ προκύπτει ότι οι πωλήσεις αυτές ελήφθησαν υπόψη μόνον κατά το μέρος της αξίας τους που μπορούσε να αντιστοιχεί στην αξία των CRT της συμπράξεως οι οποίοι ήταν ενσωματωμένοι στις τηλεοράσεις και στις οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών.

    78

    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Philips, που παρατίθεται εν συνόψει στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, η εκτίμηση ότι μια κοινή επιχείρηση ανήκει στην ίδια επιχείρηση με τις μητρικές εταιρίες της θα είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της δυνατότητας εφαρμογής, στις συμφωνίες μεταξύ της ίδιας και των μητρικών εταιριών της, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πράγμα που θα αντέβαινε στον κανονισμό 139/2004. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού συνάγεται ότι, στο μέτρο που η δημιουργία κοινής επιχειρήσεως που αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του ιδίου κανονισμού έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, ο συντονισμός αυτός εκτιμάται κατά τα κριτήρια του άρθρου 101, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η συγκέντρωση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    79

    Ωστόσο, το γεγονός ότι μια κοινή επιχείρηση και οι μητρικές εταιρίες της θεωρούνται ως ανήκουσες στην ίδια και την αυτή επιχείρηση, για τον σκοπό της διαπιστώσεως τυχόν παραβάσεως σε συγκεκριμένη αγορά, δεν εμποδίζει, σε όλες τις λοιπές αγορές, να παραμένουν οι δύο μητρικές εταιρίες ανεξάρτητες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004.

    80

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της LGE, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο του Γενικού Δικαστηρίου στον βαθμό που ενέκρινε τη συνεκτίμηση από την Επιτροπή, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην LGE, και της αξίας των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τη Philips.

    81

    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της LGE όπως και ο πρώτος λόγος της Philips πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως της LGE και επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως της Philips με τους οποίους προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    82

    Με τον τέταρτο και τρίτο, αντιστοίχως, λόγο αναιρέσεως, η LGE και η Philips προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ότι απέρριψε, κατόπιν ελλιπούς και ανεπαρκώς αιτιολογημένης αναλύσεως, το έκτο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής της LGE και τα τρία πρώτα σκέλη του ογδόου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής της Philips και ότι, συνεπώς, έκρινε, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των δύο αναιρεσειουσών, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να θεωρήσει τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της SEC και της Samsung ως πωλήσεις εντός του ομίλου και να περιλάβει το ποσό τους στον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη Samsung για τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω της SEC.

    83

    Ειδικότερα, η LGE και η Philips προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρκέστηκε στο να εξετάσει, προκειμένου να αποκλείσει τη δυνατότητα να αποτελούν η SEC και η Samsung μία και μόνη επιχείρηση, κατά πόσον η SEC ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της Samsung, χωρίς να διερευνήσει μήπως η ύπαρξη μιας τέτοιας μοναδικής επιχειρήσεως ήταν δυνατό να συναχθεί από το γεγονός ότι αυτές οι δυο εταιρίες υπόκεινταν στον τελικό έλεγχο των ιδίων φυσικών προσώπων, πράγμα που προέκυπτε από τις αποδείξεις που προσκόμισαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, τονίζουν ότι δεν ζητούν νέα εκτίμηση των εν λόγω αποδείξεων από το Δικαστήριο, αλλά προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε ελλιπή και ανεπαρκώς αιτιολογημένο έλεγχό τους.

    84

    Αυτό το σφάλμα της Επιτροπής την οδήγησε να εφαρμόσει επί των προστίμων που επέβαλε, αφενός, στις αναιρεσείουσες και, αφετέρου, στη Samsung δύο διαφορετικές μεθοδολογίες, που ελάμβαναν υπόψη τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων στην περίπτωση των πρώτων, όχι όμως της δεύτερης. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε τις συνέπειες από αυτή τη διακριτική μεταχείριση υποπίπτοντας έτσι σε πλάνη περί το δίκαιο και παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    85

    Η Philips προσθέτει ότι, εν αντιθέσει προς όσα επισημάνθηκαν στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ, η νομολογία κατά την οποία, όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί με τη συμπεριφορά της το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι δεν έχει επιβληθεί πρόστιμο σε άλλον επιχειρηματία, ενώ ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει επιληφθεί της περιπτώσεως του επιχειρηματία αυτού, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, στον βαθμό που η Samsung δεν απέφυγε την επιβολή κυρώσεων, αλλά έτυχε μόνον ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως.

    86

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως της LGE και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Philips είναι απαράδεκτοι και αλυσιτελείς στον βαθμό που, αφενός, με αυτούς επιχειρείται μια νέα εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο και, αφετέρου, αντλούνται από μια δήθεν παράνομη πράξη που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου, η οποία εν ουδεμία περιπτώσει μπορεί να ωφελήσει τις αναιρεσείουσες.

    87

    Επικουρικώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, στην επίμαχη απόφαση, θεώρησε ως εντός του ομίλου πωλήσεις μόνον τις πωλήσεις μεταξύ οντοτήτων εκ των οποίων η μία ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της άλλης. Ωστόσο, στον βαθμό που οι αναιρεσείουσες δεν επικαλούνταν καθοριστική επιρροή της Samsung επί της SEC ή αντιστρόφως, δεν μπορούν να της προσάψουν ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή προσθέτει ότι δύναται να αποφασίσει τον καταλογισμό ευθύνης σε μία ή περισσότερες θυγατρικές της μητρικής τους εταιρίας και ότι ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η νομολογία καθορίζουν ποιο είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εντός μιας επιχειρήσεως, το οποίο πρέπει να θεωρήσει υπεύθυνο για την παράβαση και να τιμωρήσει διά της επιβολής προστίμου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    88

    Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, στον βαθμό που με τον, αντιστοίχως, τέταρτο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η LGE και η Philips προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και παράλειψή του να αποφανθεί, αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως δεν μπορούν να απορριφθούν άνευ ετέρου ως απαράδεκτοι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή.

    89

    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως στηρίζονται επί της παραδοχής ότι, εάν οι αναιρεσείουσες κατόρθωναν να αποδείξουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Samsung και η SEC αποτελούσαν μέρος της ίδιας οικονομικής μονάδας και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή διέπραξε παρανομία, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε για τη συμμετοχή τους στις επίδικες παραβάσεις, προκειμένου να μετριάσει την άνιση μεταχείριση συνεπεία της παραλείψεως της Επιτροπής να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί στη Samsung για τη συμμετοχή της στις ίδιες παραβάσεις με αυτές που προσάπτονται στην LGE και στη Philips, τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από αυτή μέσω της SEC.

    90

    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

    91

    Πράγματι, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C‑155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 58).

    92

    Συνεπώς, στον βαθμό που επικαλούνταν υπέρ αυτών ορισμένες δήθεν παράνομες πράξεις της Επιτροπής κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη Samsung, οι αναιρεσείουσες εν ουδεμία περιπτώσει μπορούσαν να επικαλεσθούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως προκειμένου να αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το ύψος των προστίμων που τους επέβαλε η Επιτροπή.

    93

    Είναι αληθές ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, δεν επιτρέπονται διακρίσεις, με την εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού, μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν στην ίδια παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    94

    Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 135 και 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Ι καθώς και από τις σκέψεις 148 και 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ΙΙ, η Επιτροπή εφάρμοσε την ίδια μεθοδολογία σε όλες τις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη, για εκάστη εξ αυτών, την «πρώτη πραγματική πώληση» και διακρίνοντας, βάσει του ιδίου αυτού κριτηρίου, τρεις κατηγορίες, ήτοι τις «απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ», που αντιστοιχούν στους CRT οι οποίοι πωλήθηκαν απευθείας στους εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ πελάτες από έναν εκ των αποδεκτών της επίμαχης αποφάσεως, τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων και τις «έμμεσες πωλήσεις», που αντιστοιχούν στους CRT οι οποίοι πωλήθηκαν από έναν εκ των αποδεκτών της επίμαχης αποφάσεως στους εγκατεστημένους εκτός του ΕΟΧ πελάτες οι οποίοι ενσωμάτωναν τους CRT στα τελικά προϊόντα, στις τηλεοράσεις ή στις οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα πωλούσαν ακολούθως εντός του ΕΟΧ. Μόνον οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ και οι απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η κατηγορία των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων εφαρμόστηκε μόνον έναντι ορισμένων συμμετεχόντων στη σύμπραξη, ήτοι αυτών για τους οποίους η Επιτροπή κατόρθωσε να αποδείξει ότι ανήκαν σε καθέτως ολοκληρωμένη επιχείρηση, δεν συνιστά διάκριση, δεδομένου ότι η Επιτροπή εκτίμησε τη δυνατότητα εφαρμογής της κατηγορίας αυτής σε κάθε έναν από τους συμμετέχοντες βάσει των ιδίων αντικειμενικών κριτηρίων.

    95

    Οι υπό κρίση υποθέσεις διαφέρουν, ως εκ τούτου, από αυτήν επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363). Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο μείωσε το ύψος του προστίμου που είχε επιβληθεί σε συμμετέχοντα στην παράβαση προκειμένου να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι, προβαίνοντας σε εσφαλμένη εφαρμογή της μεθόδου που είχε επιλέξει για να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή είχε επιβάλει σε άλλον συμμετέχοντα στην ίδια σύμπραξη πρόστιμο το οποίο μείωνε το σχετικό βάρος στην παράβαση αυτού του άλλου συμμετέχοντα (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψεις 70 έως 80).

    96

    Αντιθέτως, αυτό που οι αναιρεσείουσες προσήπταν στην Επιτροπή με τους προμνησθέντες λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν ήταν ότι εφάρμοσε επ’ αυτών ένα διαφορετικό νομικό κριτήριο προκειμένου να καθορίσει το ύψος του προστίμου, αλλά ότι εκ πλάνης θεώρησε ότι, στις αγορές που αφορά η επίδικη παράβαση, η Samsung αποτελούσε, με τις δικές της θυγατρικές, μια ανεξάρτητη επιχείρηση και δεν διέγνωσε την ύπαρξη μιας ευρύτερης οικονομικής μονάδας, η οποία περιελάμβανε όχι μόνον τη Samsung και τις θυγατρικές της, αλλά και τη SEC και αποτελούσε την οικονομική μονάδα η οποία είχε συμμετάσχει στην επίδικη παράβαση.

    97

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ούτε πλάνη περί το δίκαιο ούτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, για τον λόγο ότι δεν μείωσε το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες, προκειμένου να αντισταθμισθεί η δήθεν ευνοϊκότερη μεταχείριση της οποίας είχε τύχει η Samsung.

    98

    Το επιχείρημα της Philips κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ένα μέρος των ισχυρισμών που είχε προβάλει ενώπιόν του, ήτοι αυτούς με τους οποίους υποστήριζε ότι, παραλείποντας να λάβει υπόψη της τις εντός ομίλου πωλήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τη Samsung προκειμένου να υπολογίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, οπότε, προκειμένου να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε επίσης να αποκλείσει ως προς αυτήν τις απευθείας πωλήσεις εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων, προβάλλεται αλυσιτελώς, στον βαθμό που από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ερείδονταν επί εσφαλμένης παραδοχής και, ως εκ τούτου, εν ουδεμία περιπτώσει επρόκειτο να ευδοκιμήσουν.

    99

    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως της LGE και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Philips πρέπει να απορριφθούν, καθώς και, συνακόλουθα, οι αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    100

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    101

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες και οι τελευταίες ηττήθηκαν, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει την LG Electronics Inc. και την Koninklijke Philips Electronics NV στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top