Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0291

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουνίου 2016.
    EURO 2004. Hungary Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Nyugat-dunántúli Regionális Vám- és Pénzügyőri Főigazgatósága.
    Αίτηση του Zalaegerszegi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κοινό Δασμολόγιο – Δασμολογητέα αξία – Προσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας – Συναλλακτική αξία – Πράγματι καταβληθείσα τιμή – Αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της δηλωθείσας τιμής – Δηλωθείσα τιμή χαμηλότερη της καταβληθείσας στο πλαίσιο άλλων συναλλαγών σχετικά με ομοειδή εμπορεύματα τιμής.
    Υπόθεση C-291/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:455

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 16ης Ιουνίου 2016 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Τελωνειακή ένωση — Κοινό Δασμολόγιο — Δασμολογητέα αξία — Προσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας — Συναλλακτική αξία — Πράγματι καταβληθείσα τιμή — Αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της δηλωθείσας τιμής — Δηλωθείσα τιμή χαμηλότερη της καταβληθείσας στο πλαίσιο άλλων συναλλαγών σχετικά με ομοειδή εμπορεύματα τιμής»

    Στην υπόθεση C‑291/15,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Zalaegerszegi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Zalaegerszeg, Ουγγαρία) με απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

    EURO 2004. Hungary Kft.

    κατά

    Nemzeti Adó- és Vámhivatal Nyugat-dunántúli Regionális Vám- és Pénzügyőri Főigazgatósága,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós,

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και N. Vitorino, καθώς και από την M. Rebelo,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Havas και την L. Grønfeldt,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 181α του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 1994, L 268, σ. 32, και ΕΕ 1996, L 180, σ. 34), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3254/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 346, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής).

    2

    Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της EURO 2004. Hungary Kft. και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Nyugat-dunántúli Regionális Vám- és Pénzügyőri Főigazgatósága (γενική διεύθυνση τελωνειακού και φορολογικού ελέγχου της περιφέρειας της Δυτικής Υπερδουναβίας, υπαγόμενη στην εθνική διοίκηση οικονομικών και τελωνείων, Ουγγαρία, στο εξής: περιφερειακή τελωνειακή αρχή) σχετικά με προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως περί διορθώσεως της δασμολογητέας αξίας εμπορευμάτων τα οποία εισήγαγε η εν λόγω εταιρία, με την οποία εκδόθηκε εις βάρος της διορθωτική βεβαίωση φόρου για τους τελωνειακούς δασμούς και τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο τελωνειακός κώδικας

    3

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), ορίζει στο άρθρο 29, παράγραφος 1, τα εξής:

    «Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33, εφόσον:

    α)

    δεν υφίστανται περιορισμοί όσον αφορά τη μεταβίβαση ή τη χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων από τον αγοραστή, εκτός από τους περιορισμούς, οι οποίοι:

    επιβάλλονται ή απαιτούνται από τον νόμο ή τις δημόσιες αρχές εντός της Κοινότητας,

    περιορίζουν τη γεωγραφική ζώνη στην οποία δύνανται να μεταπωληθούν τα εμπορεύματα,

    ή

    δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία των εμπορευμάτων,

    β)

    η πώληση ή η τιμή δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ή παροχές των οποίων η αξία δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί όσον αφορά τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα,

    γ)

    κανένα μέρος του προϊόντος κάθε μεταγενέστερης μεταπώλησης, μεταβίβασης ή χρησιμοποίησης των εμπορευμάτων από τον αγοραστή δεν περιέρχεται αμέσως ή εμμέσως στον πωλητή, εκτός αν είναι δυνατό να γίνει κατάλληλη προσαρμογή βάσει του άρθρου 32,

    και

    δ)

    ο αγοραστής και ο πωλητής δεν συνδέονται μεταξύ τους, ή εάν συνδέονται, η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για δασμολογικούς σκοπούς δυνάμει της παραγράφου 2.»

    4

    Το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 2, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, εφαρμόζονται διαδοχικά οι διατάξεις της παραγράφου 2, στοιχεία α), β), γ) και δ) [...]

    2.   Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι ακόλουθες:

    […]

    β)

    η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

    [...]».

    5

    Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

    «1.   Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων.

    2.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφιστή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν.

    3.   Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

    Ο κανονισμός εφαρμογής

    6

    Το άρθρο 151 του κανονισμού εφαρμογής ορίζει τα εξής:

    «1.   Για την εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο β), του [τελωνειακού] κώδικα (συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων), η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με αναφορά στη συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και στην ίδια ουσιαστικά ποσότητα με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων, θα πρέπει να γίνεται χρήση της συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο ή/και σε διαφορετική ποσότητα, προσαρμοζόμενης, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που είναι δυνατό να οφείλονται στο εμπορικό επίπεδο ή/και στην ποσότητα, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές, ανεξάρτητα από το αν καταλήγουν σε αύξηση ή σε μείωση της αξίας, είναι δυνατό να βασίζονται σε προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να αποδεικνύουν σαφώς ότι οι προσαρμογές είναι εύλογες και ακριβείς.

    [...]

    5.   Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ως συναλλακτική αξία εισαγόμενων ομοειδών εμπορευμάτων νοείται η δασμολογητέα αξία που καθορίζεται εκ των προτέρων σύμφωνα με το άρθρο 29 του [τελωνειακού] κώδικα και προσαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»

    7

    Το άρθρο 178, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Η κατάθεση στο τελωνείο μιας δήλωσης όπως απαιτείται από την παράγραφο 1 ισοδυναμεί, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης εφαρμογής κατασταλτικών διατάξεων, με ανάληψη ευθύνης εκ μέρους του ατόμου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, όσον αφορά:

    την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων της διασάφησης,

    τη γνησιότητα των επισυναπτόμενων εγγράφων, που υποβάλλονται για την υποστήριξη αυτών των στοιχείων,

    και

    την παροχή κάθε επιπλέον πληροφορίας ή εγγράφου απαραίτητου για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων.»

    8

    Το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας εάν, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 2, λόγω ευλόγων αμφιβολιών δεν ικανοποιούνται από το γεγονός ότι η δηλούμενη αξία αντιπροσωπεύει το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό όπως αναφέρεται στο άρθρο 29 του [τελωνειακού] κώδικα.

    2.   Όπου οι τελωνειακές αρχές έχουν τις αμφιβολίες που περιγράφονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν πρόσθετες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 178, παράγραφος 4. Εάν οι αμφιβολίες αυτές εξακολουθούν να παραμένουν, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να κοινοποιούν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν λάβουν την τελική απόφαση, γραπτώς εφόσον αυτό ζητείται, την αιτιολογία στην οποία στηρίζονται οι αμφιβολίες αυτές και του παρέχουν λογικά περιθώρια απάντησης. Η τελική απόφαση καθώς και η σχετική αιτιολόγησή της κοινοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο εγγράφως.»

    9

    Ο κανονισμός εφαρμογής περιλαμβάνει το παράρτημα 23, με τίτλο «Ερμηνευτικές σημειώσεις στον τομέα της δασμολογητέας αξίας». Το σημείο 1 των σημειώσεων του παραρτήματος αυτού σχετικά με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Κατά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων οι τελωνειακές αρχές αναφέρονται, όποτε είναι δυνατό, σε πώληση πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων η οποία πραγματοποιείται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και αφορά την ίδια ουσιαστικώς ποσότητα με την πώληση των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων. Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων είναι δυνατό να γίνει αναφορά σε πώληση πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων η οποία πραγματοποιείται υπό μία από τις ακόλουθες τρεις περιστάσεις:

    [...]».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    10

    Στις 4 Μαρτίου 2014, η EURO 2004. Hungary, εμπορική εταιρία με έδρα στην Ουγγαρία, κίνησε, μέσω ηλεκτρονικής διασαφήσεως εμπορευμάτων, ενώπιον της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Zala Megyei Vám- és Pénzügyőri Igazgatósága (διευθύνσεως τελωνειακού και φορολογικού ελέγχου του διοικητικού διαμερίσματος της Zala, υπαγόμενης στην εθνική διοίκηση οικονομικών και τελωνείων, Ουγγαρία, στο εξής: νομαρχιακή τελωνειακή αρχή), διά του τελωνειακού αντιπροσώπου της, διαδικασία για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία διαφόρων εμπορευμάτων προερχομένων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μεικτού βάρους 13000 kg. Η εν λόγω τελωνειακή αρχή, κατόπιν μερικού φυσικού ελέγχου των εμπορευμάτων, ενέκρινε τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, στη συνέχεια, διέταξε τη διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχου της διασαφήσεως αυτής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα.

    11

    Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, η ως άνω τελωνειακή αρχή περάτωσε τη διαδικασία του εκ των υστέρων ελέγχου της εν λόγω διασαφήσεως και, αφού απέρριψε την αναγραφόμενη στη διασάφηση δασμολογητέα αξία των 2589926 ουγγρικών φιορινίων (HUF) (περίπου 8288 ευρώ), καθόρισε την οριστική δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων σε 3023938 HUF (περίπου 9676 ευρώ). Συνεπεία των τροποποιήσεων αυτών, η νομαρχιακή τελωνειακή αρχή επέβαλε στη EURO 2004. Hungary την καταβολή τελωνειακών δασμών ποσού 12970 HUF (περίπου 41 ευρώ) και ΦΠΑ ποσού 47784 HUF (περίπου 153 ευρώ).

    12

    Από την αιτιολογία της αποφάσεως της 12ης Ιουνίου 2014 προκύπτει ότι η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων καθορίστηκε στη διασάφηση βάσει της συναλλακτικής αξίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα, χωρίς να θεωρηθεί ότι εφαρμόζονται στα εμπορεύματα οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κώδικα αυτού και χωρίς επίσης να υφίσταται μεταξύ των συναλλασσομένων ο σύνδεσμος για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κώδικα.

    13

    Από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα δικογραφία προκύπτει ότι η νομαρχιακή τελωνειακή αρχή αντιπαρέβαλε το υποβληθέν ενώπιόν της εμπορικό τιμολόγιο με τα λογιστικά βιβλία και έγγραφα του εισαγωγέα, καθώς και με τη συνημμένη τραπεζική βεβαίωση, και διαπίστωσε ότι το αναγραφόμενο στα εν λόγω έγγραφα ποσό συμφωνούσε με το περιεχόμενο της διασαφήσεως. Εντούτοις, η ως άνω αρχή, εκτιμώντας ότι η δασμολογητέα αξία ανά καθαρό κιλό βάρους των εισαγομένων εμπορευμάτων αντιστοιχούσε σε εξαιρετικά χαμηλή χρεωθείσα τιμή σε σχέση με τις διαθέσιμες μέσες στατιστικές τιμές για ομοειδή εμπορεύματα, εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων τα οποία προσδιορίζονται ως «βαμβακερά γάντια φούρνου», καθαρού βάρους 150 kg, και «υφασμάτινα πανιά καθαριότητας από μικροΐνες», καθαρού βάρους 24 kg.

    14

    Η εν λόγω αρχή ζήτησε από τη EURO 2004. Hungary να αποδείξει την ορθότητα της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων, πλην όμως από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η EURO 2004. Hungary δεν προσκόμισε νέα στοιχεία και δήλωσε απλώς ότι είχε καταβάλει στον Κινέζο αντισυμβαλλόμενό της την αναγραφόμενη στο τιμολόγιο τιμή.

    15

    Επειδή η νομαρχιακή τελωνειακή αρχή εξακολουθούσε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της εν λόγω αξίας, εξέτασε, βάσει στατιστικών στοιχείων, την τιμή μονάδας στην οποία είχαν πωληθεί στους Ούγγρους εισαγωγείς οι επίμαχες κατηγορίες εμπορευμάτων και υπολόγισε τη δασμολογική τους αξία βάσει της «συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων», κατά το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα.

    16

    Η περιφερειακή τελωνειακή αρχή, επιληφθείσα διοικητικής προσφυγής της EURO 2004. Hungary, επιβεβαίωσε την από 12 Ιουνίου 2014 απόφαση της νομαρχιακής τελωνειακής αρχής, κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε ορθώς στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 181α του κανονισμού εφαρμογής, ότι οι αμφιβολίες της νομαρχιακής τελωνειακής αρχής, όσον αφορά την ακρίβεια της επίμαχης δηλωθείσας αξίας των εμπορευμάτων, ήταν εύλογες και ότι ο υπολογισμός της δασμολογητέας αξίας τους είχε βασιστεί σε επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία.

    17

    Η EURO 2004. Hungary προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αιτουμένη τον δικαστικό έλεγχο της αποφάσεως της περιφερειακής τελωνειακής αρχής. Κατά την εταιρία αυτή, η περιφερειακή τελωνειακή αρχή δεν αποδέχθηκε την επίμαχη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων απλώς και μόνον επειδή η ίδια αυτή εταιρία είχε επιτύχει να αγοράσει τα εμπορεύματα σε χαμηλή τιμή, όπερ οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στις καλές εμπορικές σχέσεις της, οι οποίες δεν μπορεί να αποτελέσουν έρεισμα για την αμφισβήτηση της εν λόγω αξίας.

    18

    Η περιφερειακή τελωνειακή αρχή ενέμεινε στα επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζει την απόφασή της, διατεινόμενη ότι η EURO 2004. Hungary δεν παρέσχε εξηγήσεις σχετικά με την αδικαιολόγητα χαμηλή επίμαχη τιμή των εμπορευμάτων σε σχέση με τις συγκρίσιμες στατιστικές αξίες.

    19

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι απαιτείται η ερμηνεία του άρθρου 181α του κανονισμού εφαρμογής για την επίλυση του κατά πόσον τελωνειακή αρχή δύναται, βάσει της διατάξεως αυτής, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, να μην εφαρμόζει τη μέθοδο που βασίζεται στη συναλλακτική αξία τους.

    20

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, η πρώτη μέθοδος, η οποία εφαρμόζεται κατά γενικό κανόνα, είναι η λήψη υπόψη της συναλλακτικής τους αξίας. Ωστόσο, αν δεν αμφισβητούνται άλλως η γνησιότητα των εγγράφων που προσκομίσθηκαν ως απόδειξη της συναλλακτικής αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων και ο πραγματικός σκοπός της συναλλαγής, και δεν υφίσταται άλλος συγκεκριμένος λόγος για τη μη λήψη υπόψη της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων αυτών, οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να δεχθούν, ως δασμολογητέα αξία των εν λόγω εμπορευμάτων, την πιστοποιηθείσα συναλλακτική αξία τους δεδομένου ότι η πρακτική αυτή μπορεί να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων δασμολογικών αξιών, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στο τελωνειακό σύστημα τη δυνατότητα να λειτουργεί ουδέτερα. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία αυτή απορρέει από τις σκέψεις 52 έως 60 της αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati (C‑263/06, EU:C:2008:128), υπό την επιφύλαξη, πάντως, ότι η ως άνω απόφαση εκδόθηκε υπό πραγματικές συνθήκες διαφέρουσες ουσιωδώς αυτών της κύριας δίκης και δεν εξετάζει κατά πόσον είναι τυχόν βάσιμες οι αμφιβολίες για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής.

    21

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Zalaegerszegi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Zalaegerszeg, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία η δασμολογητέα αξία καθορίζεται βάσει της “συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων”, όταν εκτιμάται ότι η δηλωθείσα συναλλακτική αξία είναι αδικαιολόγητα χαμηλή σε σύγκριση με τον στατιστικό μέσο όρο των τιμών αγοράς κατά την εισαγωγή ομοειδών εμπορευμάτων και, ως εκ τούτου, ανακριβής, καίτοι οι τελωνειακές αρχές δεν αντικρούουν μεν ούτε αμφισβητούν άλλως τη γνησιότητα του τιμολογίου ή της βεβαιώσεως του εμβάσματος που υποβλήθηκαν προς απόδειξη της πράγματι καταβληθείσας τιμής για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, πλην όμως ο εισαγωγέας δεν προσκόμισε πρόσθετα στοιχεία προς απόδειξη της συναλλακτικής αξίας;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    22

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής έχει την έννοια ότι αντίκειται σε πρακτική των τελωνειακών αρχών όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία συνίσταται στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων βάσει της συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων, μέθοδο προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του τελωνειακού κώδικα, όταν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία θεωρείται αδικαιολόγητα χαμηλή σε σχέση με τον στατιστικό μέσο όρο των τιμών αγοράς κατά την εισαγωγή ομοειδών εμπορευμάτων, και τούτο μολονότι οι τελωνειακές αρχές δεν αντικρούουν ή αμφισβητούν άλλως τη γνησιότητα του τιμολογίου και της βεβαιώσεως εμβάσματος που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της πράγματι καταβληθείσας για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμής, πλην όμως ούτε ο εισαγωγέας προσκόμισε, απαντώντας σε συναφές αίτημα της τελωνειακής αρχής, πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες προς απόδειξη της ακρίβειας της δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων αυτών.

    23

    Εκ προοιμίου υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός της νομοθεσίας περί τελωνειακής εκτιμήσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Gaston Schul, C‑354/09, EU:C:2010:439, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    24

    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825), δυνάμει του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα, η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη πάντως τυχόν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 του κώδικα αυτού.

    25

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή αποτελεί μεν, κατά κανόνα, τη βάση υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας, πλην όμως η τιμή αυτή συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει ενδεχομένως να αναπροσαρμόζεται, εφόσον η αναπροσαρμογή αυτή είναι απαραίτητη προς αποφυγή καθορισμού αυθαίρετης ή πλασματικής δασμολογητέας αξίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    26

    Συγκεκριμένα, η συναλλακτική αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία του εισαγομένου εμπορεύματος και να ενσωματώνει όλα τα στοιχεία του εμπορεύματος που έχουν οικονομική αξία (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    27

    Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα, βάσει της συναλλακτικής αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, η τελωνειακή εκτίμηση διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του κώδικα αυτού, διά της διαδοχικής εφαρμογής των μεθόδων που προβλέπονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 41).

    28

    Εάν ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν είναι εφικτός ούτε βάσει του άρθρου 30 του τελωνειακού κώδικα, η τελωνειακή εκτίμηση διενεργείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 του κώδικα αυτού (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 42).

    29

    Κατά συνέπεια, τόσο από το γράμμα των άρθρων 29 έως 31 του εν λόγω κώδικα όσο και από τη σειρά εφαρμογής των εφαρμοστέων κατά τις διατάξεις αυτές κριτηρίων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις συνδέονται μεταξύ τους με σχέση επικουρικότητας. Ειδικότερα, μόνον εάν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν μιας συγκεκριμένης διατάξεως χωρεί εφαρμογή της αμέσως επόμενης, κατά την προκαθορισμένη σειρά, διατάξεως (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 43).

    30

    Καθόσον, στο πλαίσιο της τελωνειακής εκτιμήσεως, δίδεται προτεραιότητα στη συναλλακτική αξία, σύμφωνα με το άρθρο 29 του τελωνειακού κώδικα, η μέθοδος αυτή καθορισμού της δασμολογητέας αξίας θεωρείται η πλέον πρόσφορη και η συχνότερα χρησιμοποιούμενη (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ., C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 44).

    31

    Όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα ποιες εξουσίες διαθέτουν οι τελωνειακές αρχές όταν εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με υποβληθείσα ενώπιόν τους διασάφηση, το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ότι, όταν οι τελωνειακές αρχές βασίμως αμφιβάλλουν κατά πόσον η δηλωθείσα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων αντιπροσωπεύει το συνολικό πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό για τα εμπορεύματα αυτά, δεν υποχρεούνται οπωσδήποτε να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία των εν λόγω εμπορευμάτων βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας. Επομένως, δύνανται να απορρίψουν τη δηλωθείσα τιμή εφόσον διατηρούν τις αμφιβολίες αυτές και αφού ζητήσουν συμπληρωματικά στοιχεία ή έγγραφα και παράσχουν στον ενδιαφερόμενο εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αμφιβολίες αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati, C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 52).

    32

    Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, όσον αφορά την αξία που πρέπει να υποκαταστήσει τη συναλλακτική, το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής απλώς ορίζει ότι οι τελωνειακές αρχές «δεν υποχρεούνται να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία […] βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας», χωρίς, όμως, να διευκρινίζει ποια άλλη αξία πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να υποκαταστήσει τη συναλλακτική αξία (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου, Carboni e derivati, C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 55).

    33

    Προς τούτο, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 του τελωνειακού κώδικα, όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του κώδικα αυτού, καθορίζεται με εφαρμογή, πρώτον, του ως άνω άρθρου 30 και, δεύτερον, του ως άνω άρθρου 31 (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati, C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 56).

    34

    Περαιτέρω, όσον αφορά, ιδίως, την εφαρμογή του ιδίου αυτού άρθρου 30, από το σημείο 1 των σημειώσεων σχετικά με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του τελωνειακού κώδικα, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 23 του κανονισμού εφαρμογής, προκύπτει ότι οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να ανατρέχουν, κάθε φορά που τούτο είναι δυνατόν, σε πώληση εμπορευμάτων, ανά περίπτωση, πανομοιότυπων ή ομοειδών, η οποία έχει πραγματοποιηθεί στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και αφορά την ίδια ουσιαστικά ποσότητα με την υπό εκτίμηση πώληση εμπορευμάτων.

    35

    Επομένως, οι τελωνειακές αρχές δύνανται, προκειμένου να καθορίσουν τη δασμολογητέα αξία, να μη λάβουν υπόψη τους τη δηλωθείσα τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων και να προσφύγουν στις επικουρικές μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 του τελωνειακού κώδικα, και, ιδίως, στην τιμή πωλήσεως ομοειδών εμπορευμάτων, αν διατηρούν αμφιβολίες για τη συναλλακτική αξία τους αφού έχουν ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία ή έγγραφα και παράσχει στον ενδιαφερόμενο εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αμφιβολίες αυτές.

    36

    Πάντως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς, να καθορίσει αν οι αμφιβολίες της τελωνειακής αρχής της κύριας δίκης ήταν βάσιμες ώστε να χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω επικουρικές μέθοδοι και αν η αρχή αυτή παρέσχε στον ενδιαφερόμενο εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονταν οι αμφιβολίες αυτές.

    37

    Για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να προστεθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις σχετικά με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης.

    38

    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη βασιμότητα των επίμαχων αμφιβολιών, σημειωτέον ότι από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα δικογραφία προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εν λόγω τελωνειακή αρχή έκρινε ότι η δηλωθείσα συναλλακτική αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων ήταν εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με τις μέσες στατιστικές τιμές εισαγωγής ομοειδών εμπορευμάτων. Εν προκειμένω, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φαίνεται ότι, όσον αφορά ορισμένα από τα επίμαχα στην κύρια δίκη προϊόντα, η δηλωθείσα τιμή ήταν πλέον του 50 % χαμηλότερη από τον στατιστικό μέσο όρο των τιμών.

    39

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι διαφορά τιμής όπως η διαπιστωθείσα φαίνεται ότι αρκεί για να δικαιολογήσει τις αμφιβολίες της τελωνειακής αρχής και την εκ μέρους της απόρριψη της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας των εν λόγω εμπορευμάτων.

    40

    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι αμφιβολίες λόγω των οποίων η εν λόγω αρχή εφάρμοσε το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής δεν αφορούν τη γνησιότητα του εμπορικού τιμολογίου, αλλά την ακρίβεια της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων.

    41

    Υπενθυμίζεται ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 181α του κανονισμού εφαρμογής, η γνησιότητα των εγγράφων που πιστοποιούν τη συναλλακτική αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν αποτελεί στοιχείο καθοριστικής σημασίας, αλλά έναν παράγοντα μεταξύ άλλων που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι τελωνειακές αρχές. Συγκεκριμένα, οι αρχές αυτές μπορούν να έχουν αμφιβολίες, παρά τη γνησιότητα των εν λόγω εγγράφων, ως προς την ακρίβεια της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati, C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 64).

    42

    Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η τελωνειακή αρχή στην υπόθεση της κύριας δίκης παρέσχε στον ενδιαφερόμενο εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονταν οι αμφιβολίες αυτές, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσας δικογραφίας προκύπτει ότι η νομαρχιακή τελωνειακή αρχή ζήτησε από τη EURO 2004. Hungary να αποδείξει την ακρίβεια της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αρχή αυτή παρέσχε στην εν λόγω εταιρία εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της σχετικά με τις αμφιβολίες αυτές.

    43

    Πάντως, από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα δικογραφία προκύπτει ότι, απαντώντας στις τελωνειακές αρχές, η εταιρία αυτή δεν προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία και δήλωσε ότι κατέβαλε στον αντισυμβαλλόμενό της την αναγραφόμενη στο τιμολόγιο αξία.

    44

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε πρακτική των τελωνειακών αρχών, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία συνίσταται στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων βάσει της συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων, μέθοδο προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του τελωνειακού κώδικα, όταν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία θεωρείται αδικαιολόγητα χαμηλή σε σχέση με τις μέσες στατιστικές τιμές αγοράς κατά την εισαγωγή ομοειδών εμπορευμάτων, και τούτο μολονότι οι τελωνειακές αρχές δεν αντικρούουν ούτε αμφισβητούν άλλως τη γνησιότητα του τιμολογίου και της βεβαιώσεως εμβάσματος που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της πράγματι καταβληθείσας για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμής, πλην όμως ο εισαγωγέας δεν προσκόμισε, απαντώντας σε συναφές αίτημα της τελωνειακής αρχής, πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες προς απόδειξη της ακρίβειας της δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων αυτών.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    45

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 181α του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3254/94 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε πρακτική των τελωνειακών αρχών, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία συνίσταται στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων βάσει της συναλλακτικής αξίας ομοειδών εμπορευμάτων, μέθοδο προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, όταν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία θεωρείται αδικαιολόγητα χαμηλή σε σχέση με τις μέσες στατιστικές τιμές αγοράς κατά την εισαγωγή ομοειδών εμπορευμάτων, και τούτο μολονότι οι τελωνειακές αρχές δεν αντικρούουν ούτε αμφισβητούν άλλως τη γνησιότητα του τιμολογίου και της βεβαιώσεως εμβάσματος που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της πράγματι καταβληθείσας για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμής, πλην όμως ο εισαγωγέας δεν προσκόμισε, απαντώντας σε συναφές αίτημα της τελωνειακής αρχής, πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες προς απόδειξη της ακρίβειας της δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων αυτών.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

    Top