EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0258

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Νοεμβρίου 2016.
Gorka Salaberria Sorondo κατά Academia Vasca de Policía y Emergencias.
Αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2, και άρθρο 4, παράγραφος 1 – Διάκριση λόγω ηλικίας – Πρόσληψη στο αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων αποκλειστικώς υποψηφίων που δεν έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας – Έννοια “ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση” – Επιδιωκόμενος σκοπός – Αναλογικότητα.
Υπόθεση C-258/15.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:873

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 15ης Νοεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρο 2, παράγραφος 2, και άρθρο 4, παράγραφος 1 — Διάκριση λόγω ηλικίας — Πρόσληψη στο αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων αποκλειστικώς υποψηφίων που δεν έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας — Έννοια “ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση” — Επιδιωκόμενος σκοπός — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑258/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ανώτατο Δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία) με απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Gorka Salaberria Sorondo

κατά

Academia Vasca de Policía y Emergencias,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), E. Juhász, M. Berger και A. Prechal, προέδρους τμήματος, A. Rosas, C. Toader, D. Šváby, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαΐου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο G. Salaberria Sorondo, εκπροσωπούμενος από την I. Jiménez Echevarría, Procuradora, καθώς και από τους J.‑C. Pérez Cuesta, F.-J. González Madariaga και A. Martínez Gutierrez, abogados,

η Academia Vasca de Policía y Emergencias, εκπροσωπούμενη από τους J. L. Iparragirre Mujika και A. Saiz Garitaonandia, abogados,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. García‑Valdecasas Dorrego και V. Ester Casas, καθώς και από τον L. Banciella Rodríguez‑Miñón,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και L. Williams, καθώς και από τον T. Joyce, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και R. Coesme,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. M. De Socio και τον E. De Bonis, avvocati dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García και D. Martin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Gorka Salaberria Sorondo και της Academia Vasca de Policía y Emergencias (Ακαδημίας της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Έκτακτης Ανάγκης της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία, στο εξής: Ακαδημία) ως προς την απόφαση της Ακαδημίας περί προκηρύξεως διαγωνισμού για την πρόσληψη αστυνομικών υπαλλήλων στο αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, σύμφωνα με τους όρους της οποίας στον διαγωνισμό μπορούσαν να μετάσχουν μόνον υποψήφιοι που δεν είχαν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 18, 23 και 25 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

«(18)

Η οδηγία αυτή, ιδίως, δεν έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό στόχο να διατηρηθεί η επιχειρησιακή ετοιμότης των υπηρεσιών αυτών.

[…]

(23)

Σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται με […] την ηλικία […] συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι νόμιμος και η επαγγελματική προϋπόθεση ανάλογη. […]

[…]

(25)

Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση· εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης[,] αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

4

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός αυτής είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, με στόχο την ενύλωση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη.

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]».

6

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.   Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών·

[…]».

7

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Επαγγελματικές απαιτήσεις», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα[ν] από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.»

8

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», ορίζει μεταξύ άλλων:

«1.   Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[…]

γ)

τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

[…]»

Το ισπανικό δίκαιο

9

Ο Ley Orgánica 2/1986 de Fuerzas y Cuerpos de Seguridad (οργανικός νόμος 2/1986, περί των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας), της 13ης Μαρτίου 1986 (BOE αριθ. 63 της 14ης Μαρτίου 1986), ορίζει τα καθήκοντα των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας του Κράτους, των αστυνομικών σωμάτων των αυτόνομων κοινοτήτων, καθώς και των σωμάτων τοπικής αστυνομίας.

10

Ως προς τα καθήκοντα των αστυνομικών σωμάτων των αυτόνομων κοινοτήτων, το άρθρο 38, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω νόμου ορίζει:

«1.   [Τα αστυνομικά σώματα των αυτόνομων κοινοτήτων] [β]άσει ιδίων αρμοδιοτήτων:

a)

μεριμνούν για την τήρηση των ατομικών διατάξεων και διαταγών που εκδίδονται από τα όργανα της αυτόνομης κοινότητας·

b)

επιτηρούν και προστατεύουν τα άτομα, τους θεσμούς, τα κτήρια, τα καταστήματα και τα παραρτήματα της αυτόνομης κοινότητας και των διοικητικών υπηρεσιών της και εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία των εγκαταστάσεων και την ασφάλεια των χρηστών των υπηρεσιών τους·

c)

εποπτεύουν τις δραστηριότητες που διέπονται από τη νομοθεσία της αυτόνομης κοινότητας, καταγγέλλοντας οιαδήποτε αθέμιτη δραστηριότητα·

d)

προσφεύγουν σε μέσα καταναγκασμού για την αναγκαστική εκτέλεση των πράξεων ή διατάξεων που εκδίδονται από την αυτόνομη κοινότητα.

2.   Σε συνεργασία με τις δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας του Κράτους:

a)

μεριμνούν για την τήρηση των νόμων και των λοιπών κανόνων του Κράτους και εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών·

b)

μετέχουν στις αποστολές της δικαστικής αστυνομίας κατά τους όρους του άρθρου 29, παράγραφος 2, του παρόντος νόμου·

c)

αστυνομεύουν τους δημόσιους χώρους, μεριμνούν για την ασφαλή διεξαγωγή διαδηλώσεων και για την τήρηση της τάξεως σε μεγάλες συγκεντρώσεις.

Η άσκηση του εν λόγω καθήκοντος ανατίθεται κατά προτεραιότητα στα αστυνομικά σώματα των αυτόνομων κοινοτήτων, υπό την επιφύλαξη της επεμβάσεως των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας του Κράτους οσάκις οι αρμόδιες κρατικές αρχές, κατ’ αίτηση των αρχών της αυτόνομης κοινότητας ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας, το κρίνουν αναγκαίο.

3.   Στο πλαίσιο ταυτόχρονης κοινής επεμβάσεως με τις δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας του Κράτους:

a)

συνεργάζονται, κατόπιν σχετικής κλήσεως, για τη φιλική διευθέτηση διαφορών μεταξύ ιδιωτών·

b)

παρέχουν συνδρομή σε περίπτωση ατυχήματος, καταστροφής ή θεομηνίας, μετέχοντας, κατά τους όρους του νόμου, στην εκτέλεση προγραμμάτων πολιτικής προστασίας·

c)

μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που σκοπούν στην προστασία της φύσεως και του περιβάλλοντος, των υδάτινων πόρων, καθώς και της θηραματοπανίδας, της ιχθυοπανίδας και της πανίδας των δασών ή άλλης μορφής φυσικού πλούτου.»

11

Κατά το άρθρο 53 του οργανικού νόμου 2/1986, το οποίο ορίζει τα καθήκοντα των σωμάτων της τοπικής αστυνομίας:

«1.   Τα σώματα της τοπικής αστυνομίας ασκούν τα ακόλουθα καθήκοντα:

a)

προστατεύουν τις αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως και επιτηρούν ή φυλάσσουν τα κτήρια και τις εγκαταστάσεις τους·

b)

ρυθμίζουν την οδική κυκλοφορία στο κέντρο των πόλεων και προβαίνουν στην τροχαία σήμανση συμφώνως προς τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας·

c)

συντάσσουν εκθέσεις σχετικές με τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν στο κέντρο των πόλεων·

d)

ασκούν καθήκοντα διοικητικής αστυνομίας σχετικά με τις διατάξεις, τις αποφάσεις και άλλες πράξεις που εκδίδουν οι δήμοι και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους·

e)

μετέχουν στα καθήκοντα της δικαστικής αστυνομίας […]

f)

παρέχουν συνδρομή σε περίπτωση ατυχήματος, καταστροφής ή θεομηνίας, μετέχοντας, κατά τους όρους του νόμου, στην εκτέλεση σχεδίων πολιτικής προστασίας·

g)

αναλαμβάνουν προληπτικές δράσεις και λαμβάνουν οιοδήποτε μέτρο για την αποτροπή της τελέσεως αξιόποινων πράξεων […]

h)

αστυνομεύουν τους δημόσιους χώρους και συνεργάζονται, όταν τους ζητείται, με τις δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας του Κράτους και με την αστυνομία των αυτόνομων κοινοτήτων με σκοπό την ασφαλή διεξαγωγή διαδηλώσεων και την τήρηση της τάξεως σε μεγάλες συγκεντρώσεις·

i)

συνεργάζονται, κατόπιν σχετικής κλήσεως, για τη διευθέτηση διαφορών μεταξύ ιδιωτών.»

12

Ως προς την εισαγωγή στο Εθνικό Σώμα Αστυνομίας, το άρθρο 7, στοιχείο b, του Real Decreto 614/1995 por el que se aprueba el Reglamento de los Procesos selectivos y de formación del Cuerpo Nacional de Policía (βασιλικού διατάγματος 614/1995, περί εγκρίσεως του κανονισμού των διαδικασιών επιλογής και εκπαιδεύσεως του Εθνικού Σώματος Αστυνομίας), της 21ης Απριλίου 1995 (BOE αριθ. 118 της 18ης Μαΐου 1995), ορίζει ότι οι υποψήφιοι πρέπει να είναι μεταξύ 18 και 35 ετών.

13

Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του Ley 4/1992 de Policía del País Vasco (νόμου 4/1992, περί της Αστυνομίας της Χώρας των Βάσκων), της 17ης Ιουλίου 1992 (Boletin Oficial del Pais Vasco αριθ. 155 της 11ης Αυγούστου 1992), ορίζει:

«Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, η Ertzaintza [Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων] έχει ως βασική αποστολή την προστασία των ατόμων και των αγαθών, την εξασφάλιση της απρόσκοπτης ασκήσεως των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και τη μέριμνα για την ασφάλεια των πολιτών στο σύνολο της Αυτόνομης Κοινότητας. Προς τούτο η Ertzaintza ασκεί τα καθήκοντα που η έννομη τάξη αναθέτει στα κρατικά σώματα ασφαλείας.»

14

Η όγδοη πρόσθετη διάταξη του νόμου 4/1992 αναθέτει στην Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων την αρμοδιότητα καθορισμού, «διά κανονιστικών πράξεων, των περιπτώσεων αποκλεισμού για λόγους υγείας από την ένταξη στους βαθμούς και στις κατηγορίες των σωμάτων που συγκροτούν την Αστυνομία της Χώρας των Βάσκων, καθώς και του καθορισμού των προϋποθέσεων ηλικίας και αναστήματος».

15

Το άρθρο 4, στοιχείο b, του Decreto 315/1994 por el que se aprueba el reglamento de selección y formación de la policía del País Vasco (διατάγματος 315/1994, περί εγκρίσεως του κανονισμού επιλογής και εκπαιδεύσεως της Αστυνομίας της Χώρας των Βάσκων), της 19ης Ιουλίου 1994 (Boletin Oficial del Pais Vasco αριθ. 157 της 19ης Αυγούστου 1994), όπως τροποποιήθηκε με το Decreto 120/2010 (διάταγμα 120/2010), της 20ής Απριλίου 2010 (στο εξής: διάταγμα 315/1994), προβλέπει την ακόλουθη προϋπόθεση ηλικίας:

«Οι υποψήφιοι για πρόσληψη στην κατηγορία του αστυνομικού υπαλλήλου πρέπει να είναι άνω των 18 ετών και να μην έχουν συμπληρώσει το 35ο έτος ηλικίας. Εντούτοις, προκειμένου για την εισαγωγή στα σώματα της τοπικής αστυνομίας, το ανώτατο όριο ηλικίας δύναται να τροποποιείται λαμβανομένων υπόψη των ετών υπηρετήσεως στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα σώματα της τοπικής αστυνομίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16

Ο G. Salaberria Sorondo άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία) κατά της αποφάσεως της Directora General de la Academia Vasca de Policía y Emergencias (Γενικής Διευθύντριας της Ακαδημίας της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Έκτακτης Ανάγκης της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία), της 1ης Απριλίου 2014, περί καθορισμού των ειδικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από προκήρυξη διαγωνισμού για την πρόσληψη προσωπικού στην Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων (Boletin Oficial del Pais Vasco αριθ. 82 της 1ης Απριλίου 2014).

17

Ο G. Salaberria Solondo αμφισβητεί τη νομιμότητα του τμήματος 2, σημείο 1, στοιχείο c, της εν λόγω προκηρύξεως διαγωνισμού, κατά το οποίο δεκτοί στη διαδικασία του διαγωνισμού γίνονται μόνον υποψήφιοι ηλικίας κάτω των 35 ετών. Ο ενδιαφερόμενος, ηλικίας άνω των 35 ετών, υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση αυτή προσκρούει στην οδηγία 2000/78 και στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποστηρίζει δε, μεταξύ άλλων, ότι το επιβαλλόμενο όριο ηλικίας είναι αδικαιολόγητο, καθώς περιορίζει, άνευ εύλογης αιτίας, την πρόσβαση στις θέσεις δημόσιας υπηρεσίας.

18

Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά το παρελθόν, το ίδιο έχει κρίνει ότι το ανώτατο όριο ηλικίας 32 ετών για την πρόσληψη προσωπικού στην Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων ήταν σύμφωνο με τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας οι οποίες απορρέουν τόσο από το Σύνταγμα και την εθνική κανονιστική ρύθμιση όσο και από την οδηγία 2000/78. Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, με την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf (C‑229/08, EU:C:2010:3), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία όριζε το 30ό έτος ως ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη σε θέσεις της μέσης βαθμίδας των τεχνικών υπηρεσιών του πυροσβεστικού σώματος δεν προσέκρουε στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

19

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στην απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C-416/13, EU:C:2014:2371), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία καθόριζε το 30ό έτος ως ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη αστυνομικών υπαλλήλων στην τοπική αστυνομία προσέκρουε στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78.

20

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εντούτοις, ότι, στην ισπανική έννομη τάξη, τα καθήκοντα του προσωπικού της τοπικής αστυνομίας διαφέρουν εκείνων που ανατίθενται στα μέλη των κρατικών δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας. Τα καθήκοντα των τελευταίων είναι καθήκοντα αστυνομικού σώματος «γενικής αστυνομεύσεως», το οποίο οφείλει να μεριμνά για την τήρηση της δημοσίας τάξεως και την ασφάλεια των πολιτών ως προς όλες τις πτυχές της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, εφόσον τα καθήκοντα του προσωπικού της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων δεν ταυτίζονται με εκείνα των σωμάτων της τοπικής αστυνομίας, αλλά αντιστοιχούν στα καθήκοντα των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας του Κράτους, η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371) δεν κρίνεται λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

21

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του εγγενώς απαιτητικού χαρακτήρα των καθηκόντων που ανατίθενται στις δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας του Κράτους, ο καθορισμός του τριακοστό πέμπτου έτους ως ανωτάτου ορίου ηλικίας για την εισαγωγή σε αστυνομικό σώμα επιφορτισμένο με το σύνολο των καθηκόντων που εξασφαλίζουν την τήρηση της δημοσίας τάξεως και της δημοσίας ασφαλείας θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικός και εύλογος και, συνεπώς, σύμφωνος με το άρθρο 2, παράγραφος 2, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ανώτατο Δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι σύμφωνος με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας [2000/78] ο καθορισμός του τριακοστού πέμπτου έτους ως ανωτάτου ορίου ηλικίας για τη συμμετοχή υποψηφίου στον διαγωνισμό για την πρόσληψη αστυνομικών υπαλλήλων στην Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23

Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι υποψήφιοι για τις θέσεις υπαλλήλων αστυνομικού σώματος δεν πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας προσκρούει στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, αυτής.

24

Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να εξακριβωθεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

25

Συναφώς, το άρθρο 4, στοιχείο b, του διατάγματος 315/1994, ορίζοντας ότι άτομα άνω των 35 ετών δεν γίνονται δεκτά στο αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, επηρεάζει τους όρους προσλήψεως των εν λόγω εργαζομένων. Ως εκ τούτου, κανονιστική ρύθμιση της φύσεως αυτής πρέπει να θεωρηθεί ως εισάγουσα κανόνες σχετικούς με την πρόσβαση στην απασχόληση στον δημόσιο τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez,C-416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 30).

26

Επομένως, κατάσταση όπως αυτή στην οποία ανάγεται η διαφορά της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

27

Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός αυτής είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω ηλικίας, στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, με στόχο την ενύλωση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη.

28

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, «η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, περίπτωση άμεσης διακρίσεως συντρέχει οσάκις, επί τη βάσει κάποιου εκ των λόγων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή εκείνης την οποία υφίσταται πρόσωπο που τελεί σε ανάλογη κατάσταση.

29

Εν προκειμένω, η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, στοιχείο βʹ, του διατάγματος 315/1994 προϋπόθεση έχει ως αποτέλεσμα τη δυσμενέστερη μεταχείριση ορισμένων ατόμων έναντι άλλων, τελούντων σε ανάλογες καταστάσεις, εκ μόνου του λόγου ότι τα άτομα αυτά έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας.

30

Η κανονιστική αυτή ρύθμιση συνεπάγεται, επομένως, διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη ευθέως στην ηλικία, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez,C-416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 33).

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται, τέλος, να εξετασθεί κατά πόσο, μολοντούτο, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί επί τη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

32

Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 ορίζει ότι «διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα[ν] από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 [της εν λόγω οδηγίας] δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη».

33

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση δεν πρέπει να συνιστά ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση, αλλά χαρακτηριστικό συναρτώμενο με τον λόγο αυτόν (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez,C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Πλην όμως, οι ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες συνιστούν χαρακτηριστικό που συνδέεται με την ηλικία, τα δε καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των ατόμων και των αγαθών, με τη σύλληψη και επιτήρηση των δραστών εγκληματικών πράξεων καθώς και με τις προληπτικές περιπολίες ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση σωματικής δυνάμεως (αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf,C‑229/08, EU:C:2010:3, σκέψη 41· της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ.,C-447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 67, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez,C-416/13, EU:C:2014:2371, σκέψεις 37 και 39, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Η φύση των καθηκόντων αυτών απαιτεί ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, καθώς ενδεχόμενη ανεπάρκεια σωματικών δυνάμεων κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνον επί των ίδιων των αστυνομικών υπαλλήλων και επί των τρίτων, αλλά και επί της δημοσίας τάξεως (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez,C-416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 40).

36

Επομένως, η κατοχή ιδιαίτερων σωματικών ικανοτήτων, αναγκαίων για την εκπλήρωση των τριών βασικών αποστολών της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων που περιγράφονται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του νόμου 4/1992, ήτοι για την προστασία των ατόμων και των αγαθών, την εξασφάλιση της απρόσκοπτης ασκήσεως των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και τη μέριμνα για την ασφάλεια των πολιτών, δύναται να θεωρηθεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για την άσκηση του λειτουργήματος που αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

37

Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από το διάταγμα 315/1994 σκοπό, η Ακαδημία και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, καθορίζοντας το όριο ηλικίας για την εισαγωγή στο αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων στα 35 έτη, το διάταγμα αυτό σκοπεί στη διατήρηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του εν λόγω αστυνομικού σώματος, εξασφαλίζοντας ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι θα είναι σε θέση να εκτελούν τα βαρύτερα από πλευράς σωματικών απαιτήσεων καθήκοντα επί σχετικώς μεγάλο μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους.

38

Συναφώς, με τις σκέψεις 43 και 44 της αποφάσεως της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371), το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι με την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/78 διευκρινίζεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν μπορεί να συνεπάγεται υποχρέωση των αστυνομικών υπηρεσιών να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχολήσεως πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν τις ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση του συνόλου των καθηκόντων που ενδέχεται να κληθούν να εκτελέσουν στο πλαίσιο του θεμιτού στόχου της διατηρήσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας των υπηρεσιών αυτών, έκρινε ότι η μέριμνα για την εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των αστυνομικών υπηρεσιών συνιστά θεμιτό στόχο, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

39

Με τη σκέψη 57 της ιδίας αποφάσεως το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία καθόριζε το τριακοστό έτος ως ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη αστυνομικών υπαλλήλων στην τοπική αστυνομία του Ayuntamiento de Oviedo (Δήμου Oviedo) επέβαλλε δυσανάλογη προϋπόθεση, αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

40

Εντούτοις, τα καθήκοντα που ασκούν οι αστυνομικές δυνάμεις των αυτόνομων κοινοτήτων διαφέρουν εκείνων της τοπικής αστυνομίας, τα οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371). Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 53 του οργανικού νόμου 2/1986, το προσωπικό της τοπικής αστυνομίας είναι επιφορτισμένο, μεταξύ άλλων, με την προστασία των αρχών τοπικής αυτοδιοικήσεως και την επιτήρηση των κτηριακών τους εγκαταστάσεων, τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας στο κέντρο των πόλεων, την τροχαία σήμανση καθώς και την άσκηση καθηκόντων διοικητικής αστυνομίας. Αντιθέτως, από το άρθρο 26, παράγραφος 1, του νόμου 4/1992 προκύπτει ότι η Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων «έχει ως βασική αποστολή την προστασία των ατόμων και των αγαθών, την εξασφάλιση της απρόσκοπτης ασκήσεως των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και τη μέριμνα για την ασφάλεια των πολιτών στο σύνολο της Αυτόνομης Κοινότητας».

41

Όπως επισήμανε η Ακαδημία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, υπάλληλος εισαγωγικού βαθμού της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, βαθμού για τον οποίο διοργανώθηκε ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμός, δεν ασκεί διοικητικά καθήκοντα, αλλά πρωτίστως επιχειρησιακά ή εκτελεστικά καθήκοντα, τα οποία, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 35 των προτάσεών του, ενδέχεται να συνεπάγονται τη χρήση σωματικής δυνάμεως καθώς και την εκπλήρωση αποστολών υπό δυσχερείς ή ακόμη και ακραίες επιχειρησιακές συνθήκες. Κατά τα παρασχεθέντα από την Ακαδημία στοιχεία, η πρόσληψη προσωπικού για την εκτέλεση αμιγώς διοικητικών καθηκόντων γίνεται μέσω ειδικών διαγωνισμών, οι οποίοι δεν προβλέπουν όριο ηλικίας.

42

Ενώπιον του Δικαστηρίου η Ακαδημία υποστήριξε ότι, όπως προκύπτει από τις συνημμένες στις γραπτές παρατηρήσεις της εκθέσεις, από την ηλικία των 40 ετών παρατηρείται άμβλυνση των λειτουργικών ικανοτήτων των υπαλλήλων της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, η οποία μεταφράζεται σε μειωμένη ικανότητα ανακτήσεως της ετοιμότητας μετά από έντονη προσπάθεια και σε αδυναμία ασκήσεως οιουδήποτε εξίσου απαιτητικού καθήκοντος επί ορισμένο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, κατά τις ίδιες εκθέσεις, υπάλληλος άνω των 55 ετών παύει πλέον να θεωρείται τελών εν πλήρη κατοχή των ικανοτήτων που απαιτούνται για την προσήκουσα άσκηση του λειτουργήματός του, άνευ διακινδυνεύσεως της προσωπικής του ασφάλειας ή της ασφάλειας τρίτων.

43

Επιπροσθέτως, η Ακαδημία διευκρίνισε ότι από την ηλικία των 56 ετών οι υπάλληλοι της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων δικαιούνται εκ του νόμου μείωση του ετήσιου χρόνου εργασίας, καθώς και απαλλαγή από τη νυκτερινή εργασία και από περιπολίες εκτός των χώρων της αστυνομίας («προσυνταξιοδοτικό καθεστώς ενεργού υπηρεσίας»), ο δε υπάλληλος που επωφελείται των εν λόγω ρυθμίσεων δεσμεύεται σε εθελούσια συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60 ετών ή, ενδεχομένως, των 59 ετών.

44

Τέλος, υπογραμμίζεται ότι, κατά τα προσκομισθέντα από την Ακαδημία στοιχεία, το 2009, ήτοι ακριβώς προ της εισαγωγής του επίμαχου ορίου ηλικίας στο διάταγμα 315/1994, το αστυνομικό σώμα της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων αριθμούσε 8000 υπαλλήλους. Κατά τον χρόνο εκείνον 59 εκ των εν λόγω υπαλλήλων είχαν ηλικία μεταξύ 60 και 65 ετών και 1399 μεταξύ 50 και 59 ετών. Η Ακαδημία προσθέτει ότι, σύμφωνα με τις πραγματοποιηθείσες το 2009 προβλέψεις, το έτος 2018 1 135 υπάλληλοι θα είναι μεταξύ 60 και 65 ετών, ενώ 4660 υπάλληλοι, ήτοι ποσοστό άνω του 50 % του δυναμικού του εν λόγω σώματος, θα είναι μεταξύ 50 και 59 ετών. Η εκτίμηση για το έτος 2025 είναι ότι πλέον του 50 % του προσωπικού του εν λόγω αστυνομικού σώματος θα είναι μεταξύ 55 και 65 ετών. Κατά την Ακαδημία, τα στοιχεία αυτά προμηνύουν μαζική γήρανση του ανθρωπίνου δυναμικού της.

45

Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω δεδομένων, η Ακαδημία τόνισε την αναγκαιότητα βαθμιαίας αντικαταστάσεως, μέσω διαγωνισμών, των μεγαλύτερων σε ηλικία υπαλλήλων με νεότερους, ικανούς να αναλαμβάνουν απαιτητικά, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθήκοντα. Ως προς το σημείο αυτό, η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371), στο πλαίσιο της οποίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της εν λόγω αποφάσεως, δεν είχε αποδειχθεί ότι ο σκοπός εξασφαλίσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του σώματος της τοπικής αστυνομίας υπαγόρευε τη διατήρηση σχετικής ισορροπίας στην ηλικιακή σύνθεση του δυναμικού της, η οποία επέβαλλε την πρόσληψη αποκλειστικώς υπαλλήλων ηλικίας κάτω των 30 ετών.

46

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το έργο των αστυνομικών υπαλλήλων εισαγωγικού βαθμού της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων εμπερικλείει απαιτητικά, από απόψεως σωματικών δυνάμεων, καθήκοντα. Η Ακαδημία επισήμανε ότι η ηλικία στην οποία προσλαμβάνεται ο υπάλληλος στην Αστυνομία της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων καθορίζει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός θα είναι σε θέση να εκτελέσει τα εν λόγω καθήκοντα. Υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται στην ηλικία των 34 ετών και ο οποίος, σημειωτέον, μετά την πρόσληψή του καλείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα εκπαιδεύσεως διάρκειας περίπου δύο ετών, θα μπορέσει να ασκήσει τα εν λόγω καθήκοντα επί 19 κατ’ ανώτατο όριο έτη, ήτοι έως την ηλικία των 55 ετών. Υπό τις συνθήκες αυτές, ενδεχόμενη πρόσληψη σε μεγαλύτερη ηλικία θα διακύβευε τη δυνατότητα εξασφαλίσεως επαρκούς αριθμού υπαλλήλων για την εκτέλεση των πλέον απαιτητικών, από πλευράς σωματικών δυνάμεων, καθηκόντων. Ομοίως, μια τέτοια πρόσληψη δεν θα καθιστούσε δυνατή την ανάθεση στους προσληφθέντες υπαλλήλους των εν λόγω καθηκόντων επί αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα. Τέλος, όπως εξήγησε η Ακαδημία, η ορθολογική οργάνωση του αστυνομικού σώματος της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων επιτάσσει την εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ του αριθμού των απαιτητικών, από πλευράς σωματικών δυνάμεων, θέσεων εργασίας, οι οποίες δεν είναι κατάλληλες για τους μεγαλύτερους σε ηλικία υπαλλήλους, και των λιγότερο απαιτητικών, από πλευράς σωματικών δυνάμεων, θέσεων εργασίας, στις οποίες μπορούν να τοποθετούνται τέτοιοι υπάλληλοι (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf,C‑229/08, EU:C:2010:3, σκέψη 43).

47

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 38 των προτάσεών του, τα προβλήματα που ενδέχεται να παρουσιασθούν στη λειτουργία των αστυνομικών υπηρεσιών της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων αποκλείουν ενδεχόμενη θεώρηση, ως εναλλακτικού, επιεικέστερου μέτρου, της διοργανώσεως απαιτητικών προκριματικών δοκιμασιών για την εξακρίβωση της φυσικής καταστάσεως των υποψηφίων. Ο σκοπός διατηρήσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας του αστυνομικού σώματος της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων υπαγορεύει πράγματι την αποκατάσταση της ηλικιακής πυραμίδας του εν λόγω σώματος και, ως εκ τούτου, η κατοχή ιδιαίτερων σωματικών ικανοτήτων δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τρόπο στατικό, κατά το χρονικό σημείο των δοκιμασιών του διαγωνισμού προσλήψεως, αλλά, αντιθέτως, κατά τρόπο δυναμικό, με συνεκτίμηση των ετών τα οποία ο υπάλληλος πρόκειται να διανύσει στην υπηρεσία μετά την πρόσληψή του.

48

Συνεπώς, κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι υποψήφιοι για τις θέσεις αστυνομικών υπαλλήλων της Αστυνομίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων δεν πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας δύναται, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου, εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, της ακρίβειας των διαφόρων στοιχείων που προκύπτουν από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε και από τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου η Ακαδημία, για τα όποια έγινε λόγος ανωτέρω, να θεωρηθεί, αφενός, πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού εξασφαλίσεως της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της οικείας αστυνομικής υπηρεσίας και, αφετέρου, ως μη υπερβαίνουσα το αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο.

49

Δεδομένου ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας η οποία απορρέει από την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δικαιολογείται επί τη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 και, επομένως, δεν συνιστά διάκριση, παρέλκει η εξέταση ενδεχόμενης δικαιολογήσεως αυτής ομοίως υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

50

Εκ του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτής, δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι υποψήφιοι για τις θέσεις υπαλλήλων αστυνομικού σώματος ασκούντων το σύνολο των επιχειρησιακών ή εκτελεστικών καθηκόντων του εν λόγω σώματος δεν πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

51

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Κατ’ ορθή ερμηνεία, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτής, δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι οι υποψήφιοι για τις θέσεις υπαλλήλων αστυνομικού σώματος ασκούντων το σύνολο των επιχειρησιακών ή εκτελεστικών καθηκόντων του εν λόγω σώματος δεν πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος ηλικίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top