EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0626

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 31ης Μαΐου 2018.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ) – Απόφαση που εγκρίνει την υποβολή εγγράφου προβληματισμού σε διεθνές όργανο – Παραδεκτό – Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή – Αποκλειστική αρμοδιότητα, συντρέχουσα αρμοδιότητα ή συμπληρωματική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμοδιότητα της Ένωσης να ενεργεί, στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου, μόνη της ή από κοινού με τα κράτη μέλη – Διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας – Αλιεία – Προστασία του περιβάλλοντος – Έρευνα – Προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες (ΠΘΖ) – Συνθήκη της Ανταρκτικής – Σύμβαση περί της διατήρησης της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής – Θάλασσα του Γουέντελ και Θάλασσα του Ρος.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-626/15 και C-659/16.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:362

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 31ης Μαΐου 2018 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-626/15 και C-659/16

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Προσφυγή ακυρώσεως – Επιλογή της ορθής νομικής βάσεως – Αποκλειστική αρμοδιότητα, συντρέχουσα αρμοδιότητα ή συμπληρωματική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποκλειστική εκπροσώπηση από την Ένωση σε διεθνές όργανο ή συμμετοχή της από κοινού με τα κράτη μέλη – Διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων – Αλιεία – Προστασία του περιβάλλοντος – Έρευνα – Προστατευόμενη θαλάσσια ζώνη (ΠΘΖ) – Ανταρκτική – Θάλασσα του Γουέντελ και Θάλασσα του Ρος – Απόφαση της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ) – Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή»

I. Εισαγωγή

1.

Σε επίπεδο Ένωσης, ανακύπτουν πολύ συχνά διαφορές σχετικά με το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να συμμετέχει μόνη της ή μόνον από κοινού με τα κράτη μέλη της σε διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να λάβει μέρος σε διαβουλεύσεις και σε διαδικασίες λήψεως αποφάσεων. Η διαφωνία αφορά ιδίως το ζήτημα της νομικής βάσεως στην οποία πρέπει να στηρίζεται η εξωτερική δράση της Ένωσης σύμφωνα με τις ιδρυτικές της Συνθήκες.

2.

Τέτοια ζητήματα αρμοδιότητας αποτελούν ζητήματα εξουσίας τα οποία συνιστούν αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων επί δεκαετίες. Πρόκειται, αφενός, για το πόσο περίπλοκη πρέπει να είναι η εσωτερική διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο της Ένωσης και, αφετέρου, για το ποιος μπορεί να συμμετέχει εκ μέρους της Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Συναφώς, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, τα αντιπαρατιθέμενα μέτωπα φαίνεται να έχουν σκληρύνει ιδιαιτέρως τη στάση τους.

3.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τα μέτρα για την προστασία των θαλασσών στην Ανταρκτική και ιδίως τη δημιουργία διαφόρων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών (ΠΘΖ) οι οποίες συζητούνται κατά τα τελευταία έτη στο πλαίσιο των ετήσιων συνεδριάσεων της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής (CCAMLR).

4.

Επί της ουσίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη μέλη συμφωνούν να συνδράμουν ενεργά για την προστασία των θαλασσών στην Ανταρκτική. Από τυπικής απόψεως όμως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη επιμένουν ότι τα μέτρα για την προστασία των θαλασσών εμπίπτουν στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής, ήτοι σε τομέα που καλύπτεται από συντρέχουσες αρμοδιότητες (άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ), και για τον λόγο αυτόν εκτιμούν ότι είναι αναγκαία η κοινή δράση της Ένωσης και των κρατών μελών σε διεθνές επίπεδο. Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για μέτρο με σκοπό τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ), το οποίο εμπίπτει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται τα κράτη μέλη να δρουν προς τα έξω από κοινού με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Επιπλέον, συζητείται αν η Ένωση έχει αποκτήσει σιωπηρή αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα βάσει της νομολογίας AETR ( 2 ) (άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και κατά πόσον έχει σημασία, στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτική για την έρευνα που εμπίπτει στο πλαίσιο των συμπληρωματικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ).

5.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή βάλλει, εν προκειμένω, κατά δύο αποφάσεων που ελήφθησαν εντός του Συμβουλίου σχετικά με τη συμμετοχή της Ένωσης στην 34η και στην 35η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR κατά τα έτη 2015 και 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις):

στην υπόθεση C-626/15, η Επιτροπή βάλλει κατά της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2015, όπως αυτή περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα του Προέδρου της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ), με την οποία η ΕΜΑ ενέκρινε την υποβολή, κατά την 34η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR το 2015, εγγράφου προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της όσον αφορά τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (στο εξής: απόφαση του 2015) ( 3

στην υπόθεση C-659/16, η Επιτροπή βάλλει κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2016, για τον καθορισμό της θέσεως της Ένωσης κατά την 35η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR το 2016, (στο εξής: απόφαση του 2016) ( 4 ). Αυτή αφορά, ομοίως, τη δημιουργία τεσσάρων, συνολικά, προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών και ειδικών ζωνών ερευνών στις θάλασσες της Ανταρκτικής, συμπεριλαμβανομένης της προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ, η οποία είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως κατά το προηγούμενο έτος, και μιας προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσας του Ρος.

6.

Η απόφαση του Δικαστηρίου στις ανωτέρω δύο υποθέσεις θα αποτελέσει ένα ακόμη στοιχείο στην περίπλοκη αρχιτεκτονική των εξωτερικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης και των κρατών μελών της, όπως αυτή καταστρώνεται στη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Η παρούσα υπόθεση παρέχει, ιδίως, τη δυνατότητα να διευκρινισθεί αν η ύπαρξη συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της καθιστά αναγκαία την από κοινού («μικτή») δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της σε διεθνείς οργανισμούς ή αν η Ένωση δύναται ή μάλιστα οφείλει να δρα μόνη της προς τα έξω. Στην υπόθεση C-626/16 θα πρέπει να αποσαφηνισθεί κατ’ αρχάς υπό ποιες περιστάσεις συνιστούν οι αποφάσεις της ΕΜΑ πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Η διαδικασία με αντικείμενο τη συμφωνία εταιρικής σχέσεως με το Καζαχστάν (C-244/17), στην οποία αναπτύσσω σήμερα, επίσης, τις προτάσεις μου, αφορά εντελώς διαφορετικά ζητήματα σχετικά με τις απαιτήσεις πλειοψηφίας για τις αποφάσεις του Συμβουλίου οι οποίες έχουν σχέση με την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική για την ασφάλεια.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

7.

Από απόψεως δικαίου της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της εξεταζόμενης υποθέσεως συνιστούν, πρωτίστως, τα άρθρα 2, 3 και 4 ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Επιπλέον, έχουν σημασία και τα άρθρα 191 και 192 ΣΛΕΕ. Επίσης, πρέπει να επισημανθούν και οι βασικές διατάξεις της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής οι οποίες περιέχονται στον κανονισμό (ΕΕ) 1380/2013 ( 5 ).

8.

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1380/2013 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής:

«1.   Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΠ) καλύπτει:

α)

τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων και τη διαχείριση της αλιείας και των στόλων που εκμεταλλεύονται τους εν λόγω πόρους,

[…]

2.   Η ΚΑΠ καλύπτει τις δραστηριότητες της παραγράφου 1 όταν ασκούνται:

[…]

γ)

από ενωσιακά αλιευτικά σκάφη εκτός των ενωσιακών υδάτων· ή

δ)

από υπηκόους κρατών μελών, με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους σημαίας.»

9.

Οι στόχοι της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής περιγράφονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 1380/2013 ως ακολούθως:

«1.   Η ΚΑΠ διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα […]

2.   Η ΚΑΠ εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση για τη διαχείριση της αλιείας και έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση.

[…]

3.   Η ΚΑΠ υλοποιεί μια οικοσυστημική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα και ότι οι δραστηριότητες υδατοκαλλιέργειας και αλιείας δεν συμβάλλουν στην υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

[…]

5.   Η ΚΑΠ συγκεκριμένα:

[…]

ι)

είναι συνεπής με τις απαιτήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης […]».

10.

Όσον αφορά τους στόχους της εξωτερικής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης, το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1380/2013 ορίζει τα εξής:

«Η Ένωση, προκειμένου να διασφαλίσει τη βιώσιμη εκμετάλλευση, διαχείριση και διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ασκεί τις εξωτερικές σχέσεις της στον τομέα της αλιείας σύμφωνα με τις διεθνείς της δεσμεύσεις και τους γενικούς της στόχους καθώς και τις αρχές και τους στόχους που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 4.»

Β.   Το διεθνές δίκαιο

11.

Από το διεθνές δίκαιο κρίσιμες είναι οι διατάξεις της Συμβάσεως της Καμπέρας· επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η Συνθήκη της Ανταρκτικής.

1. Η σύμβαση της Καμπέρας

12.

Η Σύμβαση για τη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής ( 6 ) (Σύμβαση της Καμπέρας) υπογράφηκε στις 20 Μαΐου 1980 στην Καμπέρα (Αυστραλία) και τέθηκε σε ισχύ στις 7 Απριλίου 1982. Στα συμβαλλόμενα μέρη της περιλαμβάνονται η Ένωση και δώδεκα από τα κράτη μέλη της ( 7 ), καθώς και 23 τρίτα κράτη.

13.

Το άρθρο Ι της Συμβάσεως της Καμπέρας προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα σύμβαση εφαρμόζεται επί των ζώντων θαλασσίων πόρων της ζώνης η οποία ευρίσκεται νοτίως της εξηκοστής μοίρας νοτίου γεωγραφικού πλάτους και επί των ζώντων θαλασσίων πόρων της ζώνης η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ αυτού του γεωγραφικού πλάτους και της ανταρκτικής συγκλίσεως που αποτελούν τμήμα του θαλασσίου οικοσυστήματος της Ανταρκτικής.

2.   Η έκφραση “ζώντες θαλάσσιοι πόροι της Ανταρκτικής” υποδηλώνει τους πληθυσμούς ιχθύων, τα μαλάκια, τα καρκινοειδή και όλα τα άλλα είδη ζώντων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των πτηνών, που ευρίσκονται νοτίως της Ανταρκτικής.

3.   Η έκφραση “θαλάσσιο οικοσύστημα της Ανταρκτικής” υποδηλώνει το σύνολο των σχέσεων αυτών των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής μεταξύ τους, καθώς και με το φυσικό τους περιβάλλον.

[…]»

14.

Το άρθρο ΙΙ της Συμβάσεως της Καμπέρας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Η παρούσα σύμβαση έχει για στόχο τη διατήρηση των ζώντων θαλασσίων πόρων της Ανταρκτικής.

2.   Για [τους] σκοπούς της συμβάσεως ο όρος “διατήρηση” περιλαμβάνει την έννοια [της] ορθολογικής χρησιμοποιήσεως.

3.   Στη ζώνη εφαρμογής της συμβάσεως η αλιεία και οι συναφείς δραστηριότητες γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως και τις ακόλουθες αρχές διατηρήσεως:

α)

πρόληψη της μειώσεως του όγκου κάθε [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμού κάτω από το επίπεδο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της σταθερότητάς του. Για τον σκοπό αυτό δεν θα επιτρέπεται να μειωθεί ο όγκος αυτός κάτω από επίπεδο παραπλήσιο εκείνου που εξασφαλίζει την ανώτατη ετήσια καθαρή αύξηση του πληθυσμού·

β)

διατήρηση των οικολογικών σχέσεων μεταξύ των [υπό εκμετάλλευση], συνδεομένων ή εξαρτωμένων πληθυσμών των ζώντων θαλασσίων πόρων και ανασύσταση των [υπό εκμετάλλευση] πληθυσμών στα επίπεδα που ορίζονται στην περίπτωση α·

[…]».

15.

Το άρθρο III της Συμβάσεως της Καμπέρας ρυθμίζει τη σχέση της με τη συνθήκη της Ανταρκτικής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη είτε συμμετέχουν είτε όχι στη συνθήκη της Ανταρκτικής, συμφωνούν να μην αναλάβουν εντός της ζώνης της συνθήκης της Ανταρκτικής δραστηριότητες οι οποίες αντιτίθενται στις αρχές και στους στόχους της συνθήκης αυτής […]».

16.

Επιπλέον, το άρθρο V της Συμβάσεως της Καμπέρας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη τα οποία συμμετέχουν στη συνθήκη της Ανταρκτικής αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις και ευθύνες των μερών που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη συνθήκη της Ανταρκτικής ως προς την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος εντός της ζώνης της συνθήκης αυτής.

2.   Τα συμβαλλόμενα μέρη τα οποία δεν συμμετέχουν στη συνθήκη της Ανταρκτικής συμφωνούν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στη ζώνη που καλύπτει η συνθήκη αυτή, να εφαρμόζουν, όταν πρέπει, τα συμφωνηθέντα μέτρα για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας της Ανταρκτικής κατά τα άλλα μέτρα τα οποία συνέστησαν τα μέρη που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις, ώστε να εκπληρώσουν το καθήκον τους για την προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος από κάθε επιζήμια μορφή ανθρώπινης επεμβάσεως.

[…]»

17.

Με το άρθρο VII της Συμβάσεως της Καμπέρας συστήνεται η CCAMLR, στην οποία ανατίθεται, με το άρθρο ΙΧ της συμβάσεως, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο καθήκον:

«1.   Η επιτροπή έχει ως καθήκον να εφαρμόζει τους σκοπούς και τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο ΙΙ. Για τον σκοπό αυτό,

[…]

στ)

επεξεργάζεται μέτρα διατηρήσεως […]

[…]

2.   Τα μέτρα διατηρήσεως που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση στʹ αφορούν

[…]

ζ)

το άνοιγμα και το κλείσιμο των ζωνών, των τομέων ή των υποτομέων, για λόγους επιστημονικής μελέτης ή διατηρήσεως, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών ζωνών που προορίζονται για προστασία και επιστημονική μελέτη·

[…]».

18.

Εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη CCAMLR μετέχουν, επί του παρόντος, και οκτώ κράτη μέλη της ( 8 ).

2. Η Συνθήκη της Ανταρκτικής

19.

Η Συνθήκη της Ανταρκτικής υπεγράφη την 1η Δεκεμβρίου 1959 στην Ουάσινγκτον (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Τρία κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν υπογράψει τη Συνθήκη της Ανταρκτικής και αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της ( 9 ). Άλλα εννέα κράτη μέλη της Ένωσης αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη με την ιδιότητα του συμβούλου ( 10 ) και οκτώ κράτη μέλη αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη χωρίς να έχουν την ιδιότητα του συμβούλου ( 11 ).

20.

Το άρθρο IX, παράγραφος 1, της Συνθήκης της Ανταρκτικής ορίζει τα εξής:

«Οι εκπρόσωποι των συμβαλλομένων μερών […] θα συνεδριάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε κατάλληλους τόπους, προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες, να διαβουλευθούν επί ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος σε σχέση με την Ανταρκτική και να μελετήσουν, να συζητήσουν και να προτείνουν στις Κυβερνήσεις τους μέτρα με σκοπό την προώθηση των αρχών και των στόχων της συνθήκης, όπως μέτρα

[…]

στ)

για τη διατήρηση και προστασία της πανίδας και της χλωρίδας στην Ανταρκτική.»

21.

Το άρθρο VI της Συνθήκης της Ανταρκτικής ορίζει το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«Η παρούσα Συνθήκη εφαρμόζεται στην περιοχή νοτίως της εξηκοστής μοίρας νοτίου γεωγραφικού πλάτους, συμπεριλαμβανομένων όλων των παγετώνων […]»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

22.

Η CCAMLR έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου θαλάσσιων προστατευόμενων ζωνών στην περιοχή της Ανταρκτικής. Ο στόχος αυτός υποστηρίζεται ρητώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

23.

Για τον λόγο αυτόν, το Συμβούλιο, στηριζόμενο στο άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, προέβη, το 2014, στον «καθορισμό θέσεως με πολυετή προοπτική» με σκοπό την προετοιμασία της συμμετοχής της Ένωσης σε μελλοντικές ετήσιες συνεδριάσεις της CCAMLR και στο πλαίσιο τούτο, καθιερώθηκε, μεταξύ άλλων, «απλοποιημένη διαδικασία» για τη λήψη αποφάσεων του Συμβουλίου που αφορούν τη θέση την οποία πρέπει να υποστηρίζει η Ένωση στη CCAMLR σε σχέση με ζητήματα του τομέα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής ( 12 ). Βάσει της εν λόγω διαδικασίας, πριν από κάθε ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υποβάλλουν τα σχετικά έγγραφα στα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου. Στην πράξη, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβιβάζουν τα έγγραφα αυτά είτε στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου είτε στην ΕΜΑ.

Α.   Υπόθεση C-626/15

24.

Στις 31 Αυγούστου 2015, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν της απλοποιημένης διαδικασίας, υπέβαλαν στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου ανεπίσημο έγγραφο (κοινώς καλούμενο «non-paper»), στο οποίο είχε επισυναφθεί σχέδιο «εγγράφου προβληματισμού για μια μελλοντική πρόταση σχετικά με τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ» ( 13 ).

25.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν το εν λόγω έγγραφο προβληματισμού να υποβληθεί στη CCAMLR (πιο συγκεκριμένα: στην επιστημονική επιτροπή της CCAMLR ( 14 )) μόνον εξ ονόματος της Ένωσης, διότι αυτό αφορούσε, κατά την εκτίμησή τους, την Κοινή Αλιευτική Πολιτική.

26.

Κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2015, η ομάδα εργασίας του Συμβουλίου ενέκρινε το περιεχόμενο του εγγράφου προβληματισμού, αλλά το κατέταξε στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι το έγγραφο αυτό όφειλε να υποβληθεί στην επιστημονική επιτροπή της CCAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η υπόθεση διαβιβάστηκε στην ΕΜΑ.

27.

Η ΕΜΑ εξέτασε το ζήτημα κατά τη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2015. Μετά από ανταλλαγή απόψεων, ο πρόεδρος της ΕΜΑ διαπίστωσε ότι υφίσταται συμφωνία σχετικά με το περιεχόμενο του εγγράφου προβληματισμού και ότι το εν λόγω έγγραφο έπρεπε να υποβληθεί στη CCAMLR κατά την 34ης ετήσια συνεδρίασή της, το 2015. Επισήμανε επίσης ότι είχε αποφασισθεί, το έγγραφο προβληματισμού να υποβληθεί στη CCAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της.

28.

Η Επιτροπή προέβαλε τις αντιρρήσεις της ως προς το τελευταίο αυτό σημείο με δήλωση η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά. Δήλωσε ότι θα υποβάλλει μεν στη CCAMLR το έγγραφο προβληματισμού κατά τον τρόπο που αποφάσισε η ΕΜΑ, ήτοι εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, αλλά επιφυλάχθηκε ρητώς του δικαιώματός της να προβεί σε νομικές ενέργειες.

Β.   Υπόθεση C-659/16

29.

Στις 30 Αυγούστου 2016, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, εφαρμόζοντας εκ νέου την απλοποιημένη διαδικασία, υπέβαλαν ανεπίσημο έγγραφο («non-paper») στην ομάδα εργασίας «Αλιεία» του Συμβουλίου. Το έγγραφο αυτό συμπληρώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 με τέσσερα σχέδια προτάσεων για τη δημιουργία ή για την υποστήριξη της δημιουργίας προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική, ήτοι της ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ ( 15 ) η οποία είχε ήδη εξετασθεί το 2015, της ΠΘΖ στη Θάλασσα του Ρος ( 16 ), της ΠΘΖ στην ανατολική Ανταρκτική και, τέλος, για ένα σύνολο ειδικών ερευνητικών ζωνών για τη μελέτη της τήξεως των πάγων ( 17 ).

30.

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν να υποβληθούν τα εν λόγω έγγραφα στη CCAMLR μόνον εξ ονόματος της Ένωσης, διότι εκτίμησαν ότι αυτά αφορούν την Κοινή Αλιευτική Πολιτική. Προκειμένου να τηρηθούν οι ισχύουσες προθεσμίες για την υποβολή των προτάσεων στις ετήσιες συναντήσεις της CCAMLR, η Επιτροπή υπέβαλε αμέσως τα προαναφερθέντα έγγραφα και στη γραμματεία της CCAMLR μόνον εξ ονόματος της Ένωσης.

31.

Κατά τις συνεδριάσεις της 15ης και 22ας Σεπτεμβρίου 2016, η ομάδα εργασίας του Συμβουλίου εξέτασε το περιεχόμενο του εγγράφου προβληματισμού, καθώς και τα έγγραφα των τεσσάρων προτάσεων και τα ενέκρινε επί της ουσίας στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, αλλά τα κατέταξε στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, έκρινε αναγκαίο να υποβληθούν στη CCAMLR, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της. Επιπλέον, η ομάδα εργασίας εξέφρασε την άποψη ότι η απλοποιημένη διαδικασία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον αυτή περιορίζεται, εκ του αντικειμένου της, σε ζητήματα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής. Στη συνέχεια, η υπόθεση διαβιβάσθηκε αρχικώς στην ΕΜΑ και έπειτα στο Συμβούλιο.

32.

Στις 10 Οκτωβρίου 2016, το Συμβούλιο ενέκρινε, κατά την 3487η συνεδρίασή του στο Λουξεμβούργο, την πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει στη CCAMLR το έγγραφο προβληματισμού και τις τέσσερις προτάσεις εξ ονόματος της Ένωσης. Επίσης, διαπίστωσε ότι από τα ως άνω έγγραφα προέκυπτε η θέση την οποία έπρεπε να υποστηρίξει η Ένωση στην 35η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR.

33.

Με δήλωσή της, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, η Επιτροπή επέμεινε ότι τα εν λόγω έγγραφα εμπίπτουν στον τομέα των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων. Βεβαίως, επισήμανε ότι ήταν διατιθεμένη να διευκρινίσει στη γραμματεία της CCAMLR ότι τα έγγραφα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως υποβληθέντα εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της ( 18 ), αλλά επιφυλάχθηκε ρητώς του δικαιώματός της να προβεί σε νομικές ενέργειες.

34.

Ακολούθως, κατά την 35η ετήσια συνεδρίασή της, το 2016, η CCAMLR δέχθηκε δύο από τις προτάσεις που είχε υποβάλει και υποστηρίξει η Ένωση, συγκεκριμένα τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Ρος, καθώς και τη δημιουργία πολυάριθμων ειδικών ερευνητικών ζωνών. Επιπλέον, αποφάσισε την περαιτέρω διαβούλευση όσον αφορά τις δύο άλλες προτάσεις της Ένωσης –κυρίως σε σχέση με την ενδεχόμενη δημιουργία ΠΘΖ στη Θάλασσα του Γουέντελ.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

35.

Στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16, το Δικαστήριο έχει επιληφθεί δύο προσφυγών ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στις οποίες η Επιτροπή και το Συμβούλιο είναι αντίδικοι. Συναφώς, το Συμβούλιο υποστηρίζεται από αρκετά κράτη μέλη.

Α.   Υπόθεση C-626/15

36.

Στην υπόθεση C-626/15, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 23ης Νοεμβρίου 2015, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2015.

37.

Βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε, στην υπό κρίση υπόθεση, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

38.

Στην υπόθεση C-626/15, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση του 2015, καθόσον το Συμβούλιο όρισε να υποβληθεί το έγγραφο προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, αντί να υποβληθεί μόνον εξ ονόματος της Ένωσης και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

39.

Το Συμβούλιο, με την υποστήριξη των εννέα παρεμβαινόντων υπέρ αυτού, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμη την προσφυγή που σκοπεί στη μερική ακύρωση του εγγράφου προβληματισμού ( 19 ) και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα ( 20 ).

Β.   Υπόθεση C-659/16

40.

Στην υπόθεση C-659/16, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2016, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2016.

41.

Βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε, στην υπό κρίση υπόθεση, στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

42.

Στην υπόθεση C-659/16, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση του 2016, καθόσον με αυτήν καθορίζεται η θέση που πρέπει να υποστηρίξει η Ένωση και τα κράτη μέλη της και όχι μόνον η Ένωση, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

43.

Το Συμβούλιο, με την υποστήριξη των δέκα παρεμβαινόντων υπέρ αυτού, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή που σκοπεί στη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα ( 21 ).

Γ.   Περαιτέρω διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

44.

Ενώπιον του Δικαστηρίου διεξήχθη η έγγραφη διαδικασία σχετικά με τις δύο προσφυγές της Επιτροπής. Στις 10 Ιανουαρίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Συμβούλιο να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία για την υπόθεση C-626/15. Με διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 2017, ο Πρόεδρος ανέστειλε, επίσης, τη διαδικασία στην υπόθεση C-626/15 μέχρι την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στην υπόθεση C-659/16. Επιπλέον, με διάταξη που εκδόθηκε αυθημερόν, ο Πρόεδρος ένωσε τις δύο υποθέσεις C-626/15 και C‑659/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

45.

Η κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση με τη συμμετοχή της Επιτροπής, του Συμβουλίου και των παρεμβαινόντων, πλην του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, διεξήχθη στις 13 Μαρτίου 2018.

46.

Κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου που είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως C-626/15, το Δικαστήριο συνήλθε στην εν λόγω διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του, ως τμήμα μείζονος συνθέσεως. Βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑626/15 και C-659/16 στον ίδιο δικαστικό σχηματισμό.

V. Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση C-626/15

47.

Στην υπόθεση C-626/15, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής που ασκήθηκε από την Επιτροπή κατέχει σημαντική θέση. Πράγματι, αντιθέτως προς την υπόθεση C-659/16, το Συμβούλιο και αρκετοί παρεμβαίνοντες υπέρ αυτού αμφισβητούν εντόνως ότι η απόφαση του 2015, την οποία προσβάλλει η Επιτροπή στην υπόθεση C-626/15, δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, σε δύο επιχειρήματα: πρώτον, πρόκειται για απλή απόφαση της ΕΜΑ και όχι για απόφαση του Συμβουλίου. Δεύτερον, η απόφαση αυτή δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

Α.   Η προσβαλλομένη απόφαση ως απόφαση του Συμβουλίου

48.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ΕΜΑ, καθεαυτή, δεν αποτελεί θεσμικό όργανο της Ένωσης στο οποίο οι Συνθήκες απονέμουν αρμοδιότητες, αλλά βοηθητικό όργανο που επικουρεί το Συμβούλιο, αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικά και εκτελεστικά καθήκοντα ( 22 ) (άρθρο 240, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ).

49.

Το γεγονός ότι η ΕΜΑ μπορεί να λαμβάνει μόνο συγκεκριμένες διαδικαστικές αποφάσεις (άρθρο 240, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και άρθρο 19, παράγραφος 7, του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου) χωρίς κατά τα λοιπά να διαθέτει την εξουσία λήψεως αποφάσεων που έχει το Συμβούλιο βάσει των Συνθηκών ( 23 ), επ’ ουδενί αποκλείει τις ενέργειές της από τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Αντιθέτως, οι πράξεις της ΕΜΑ πρέπει να λογίζονται ως πράξεις του Συμβουλίου. Εάν η ΕΜΑ ενεργήσει παρανόμως, το Συμβούλιο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Υπέρ της προσεγγίσεως αυτής συνηγορεί η αντίληψη περί πλήρους έννομης προστασίας και πλήρους δικαστικού ελέγχου όσον αφορά όλες τις πράξεις των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργανισμών και υπηρεσιών της Ένωσης, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

50.

Ασφαλώς, σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται χωριστή πράξη του Συμβουλίου, την οποία έχει απλώς προετοιμάσει η ΕΜΑ. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος συνδέεται με τη συγκεκριμένη πράξη του Συμβουλίου και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες της ΕΜΑ δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς ενώπιον δικαστηρίου.

51.

Ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική όταν, κατ’ εξαίρεση, δρα μόνον η ΕΜΑ, ενώ το Συμβούλιο δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια σε επίπεδο υπουργών. Στην περίπτωση αυτή, η εκάστοτε διαδικασία περατώνεται ήδη με την πράξη της ΕΜΑ ( 24 ), η δε θέση του Συμβουλίου ως θεσμικού οργάνου της Ένωσης οριστικοποιείται διά της πράξεως αυτής της ΕΜΑ ( 25 ). Τούτο συνέβη στην περίπτωση των πράξεων του 2015 τις οποίες αφορά η υπόθεση C-626/15. Συνεπώς, η απόφαση του 2015 πρέπει να θωρηθεί ως πράξη του Συμβουλίου και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης.

Β.   Τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως του 2015

52.

Κατά πάγια νομολογία, «πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή» κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, είναι όλες οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα οι οποίες, ανεξαρτήτως του τύπου τους, σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ( 26 ).

53.

Για να διαπιστωθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη παράγει (ή πρέπει να παράγει) τέτοια αποτελέσματα, έχει σημασία η ουσία της ( 27 ), η οποία επιβάλλεται να εκτιμηθεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί πρωτίστως το περιεχόμενο της πράξεως, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και οι εξουσίες του εκδώσαντος την πράξη οργάνου ( 28 ). Η βούληση του εκδώσαντος την πράξη οργάνου είναι επίσης σημαντική ( 29 ), πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να εξακριβωθεί κατά τρόπο αντικειμενικό.

54.

Αντιθέτως προς την άποψη που φαίνεται να υποστηρίζει το Συμβούλιο, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι αν υπόκειται καθεαυτό σε προσφυγή το έγγραφο προβληματισμού που διαβιβάστηκε στη CCAMLR. Τουναντίον, αυτό που επιβάλλεται να εξετασθεί είναι αν η απόφαση που έλαβε η ΕΜΑ το 2015, ήτοι να διαβιβάσει το εν λόγω έγγραφο προβληματισμού στη CCAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, συνιστά πράξη υποκείμενη σε προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

55.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως του 2015, αυτή ορίζει ότι το έγγραφο προβληματισμού για την δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ υποβάλλεται στη CCAMLR εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της από κοινού και όχι μόνον εξ ονόματος της Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι η απόφαση του 2015 παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι περιόρισε τις επιλογές της Επιτροπής σε σχέση με τη συμμετοχή της στην 34η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR το 2015. Η απόφαση αυτή στέρησε, ιδίως, από την Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει την αρμοδιότητά της περί εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Ένωσης (άρθρο 17, παράγραφος 1, έκτο εδάφιο, ΣΕΕ) με άλλον τρόπο πέραν της από κοινού δράσεως σε διεθνές επίπεδο με τους εκπροσώπους των κρατών μελών.

56.

Ακολούθως, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του 2015, πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέση με πολυετή προοπτική η οποία καθορίσθηκε από το Συμβούλιο το 2014 ( 30 ). Η θέση αυτή προβλέπει ρητώς την ανάθεση ελεγκτικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας στα «προπαρασκευαστικά όργανα» του Συμβουλίου με σκοπό η θέση της Ένωσης επί ορισμένων ζητημάτων που εξετάζονται στις ετήσιες συνεδριάσεις της CCAMLR να συγκεκριμενοποιείται βάσει μιας «απλοποιημένης διαδικασίας». Το επίμαχο στην υπόθεση C-626/15 έγγραφο προβληματισμού υποβλήθηκε στην ΕΜΑ ειδικά στο πλαίσιο της απλοποιημένης αυτής διαδικασίας. Το γεγονός αυτό συνηγορεί επίσης υπέρ της απόψεως ότι η απόφαση του 2015 παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

57.

Το ίδιο ισχύει, τέλος, και ως προς τη βούληση των φορέων που ενεργούν: δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η ΕΜΑ είχε τη βούληση, εν προκειμένω, να καθορίσει με την απόφαση του 2015 τον τρόπο κατά τον οποίο όφειλαν να ενεργήσουν σε διεθνές επίπεδο οι εκπρόσωποι της Ένωσης στο πλαίσιο της 34ης ετήσιας συνεδριάσεως της CCAMLR.

58.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση του 2015 είχε ως σκοπό την παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων τα οποία και παρήγαγε.

Γ.   Επί των αντεπιχειρημάτων του Συμβουλίου και ορισμένων παρεμβαινόντων

59.

Το Συμβούλιο και ορισμένοι από τους παρεμβαίνοντες υπέρ αυτού προβάλλουν δύο αντεπιχειρήματα προκειμένου να ανατρέψουν την εκτίμηση ότι στην υπόθεση C-626/15 υφίσταται πράξη υποκείμενη σε προσφυγή.

1. Οι εξουσίες της Επιτροπής και του Συμβουλίου βάσει των άρθρων 16 και 17 ΣΕΕ

60.

Πρώτον, οι εν λόγω διάδικοι επισημαίνουν ότι κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η χάραξη των πολιτικών της Ένωσης, ιδίως σε σχέση με την εξωτερική δράση της Ένωσης, απόκειται στο Συμβούλιο, καθώς και ότι η Επιτροπή εξασφαλίζει την εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, έκτη περίοδος, ΣΕΕ ( 31 ).

61.

Ωστόσο, η αντίρρηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πιο συγκεκριμένα, η –απολύτως αδιαμφισβήτητη– εξουσία του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ, ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο οι διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Συμβούλιο επί της βάσεως αυτής, σε σχέση με την εξωτερική δράση της Ένωσης, να παράγουν έννομα αποτελέσματα και να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Αντιθέτως, είναι εύλογο τέτοιες διαπιστώσεις να προσδίδουν στην εκάστοτε απόφαση έννομα αποτελέσματα και να την καθιστούν πράξη υποκείμενη σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

2. Ο καθορισμός των θέσεων της Ένωσης βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ

62.

Δεύτερον, το Συμβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη αντιτείνουν ότι η απόφαση του 2015 δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, διότι με αυτήν δεν καθορίζεται η θέση της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ. Θεμελιώνουν την άποψη αυτή στο γεγονός ότι κατά την 34η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR δεν ελήφθη επίσημη απόφαση για την προστατευόμενη θαλάσσια ζώνη στη Θάλασσα του Γουέντελ, αλλά υποβλήθηκε απλώς το επίδικο έγγραφο προβληματισμού στη CCAMLR με σκοπό την προετοιμασία για τη λήψη στο μέλλον της σχετικής αποφάσεως.

63.

Ούτε η αντίρρηση αυτή είναι πειστική και μάλιστα για δύο λόγους.

64.

Αφενός, το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ( 32 ). Η θέση της Ένωσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν πρέπει καθορίζεται μόνον όταν επίκειται η λήψη συγκεκριμένης αποφάσεως στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου σε σχέση με πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, αλλά και όταν η Ένωση προτίθεται να αρχίσει συζήτηση ή να συμμετάσχει σε συζήτηση εντός του διεθνούς αυτού οργάνου η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει, ενδεχομένως, στην έκδοση πράξεως παράγουσας έννομα αποτελέσματα ( 33 ). Πράγματι, σκοπός του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ είναι να εξασφαλίσει ότι η Ένωση θα έχει ενιαία θέση καθ’ όλη τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου διεθνούς οργάνου και ότι οι εισηγήσεις της στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας θα έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια θεσμικά όργανα.

65.

Αφετέρου, το Συμβούλιο μπορεί να θεωρεί ευκταίο τον καθορισμό κοινής θέσεως της Ένωσης για τη συμμετοχή σε διεθνές όργανο ακόμη και ως προς τομείς που δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ –τρόπον τινά οικειοθελώς. Στην περίπτωση αυτή, η θέση αυτή είναι δεσμευτική και επιβάλλει την καλόπιστη συμπεριφορά των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης (άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ), καθώς και των κρατών μελών (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και άρθρο 191, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ).

66.

Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η απόφαση του 2015 δεν αποτελούσε περίπτωση υποχρεωτικού καθορισμού θέσεως της Ένωσης βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, αλλά μόνον οικειοθελή καθορισμό κοινής θέσεως εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ με σκοπό την έναρξη συζητήσεως στο πλαίσιο διεθνούς οργάνου, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να στερηθεί τα σημαντικά, από νομικής απόψεως, αποτελέσματά της. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αφού η κοινή υποβολή του εγγράφου προβληματισμού από την Ένωση και τα κράτη μέλη της δημιούργησε την εντύπωση στη CCAMLR και στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως της Καμπέρας ότι η ενδεχόμενη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης ή ότι η Ένωση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να λάβει θέση μόνη της επί του συγκεκριμένου θέματος. Αυτό αρκεί για να γίνει δεκτό ότι παράγονται έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ( 34 ).

Δ.   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

67.

Επομένως, η απόφαση του 2015 συνιστά πράξη η οποία υπόκειται σε προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η προσφυγή της Επιτροπής στην υπόθεση C-626/15 είναι παραδεκτή.

VI. Επί του βασίμου των προσφυγών στις υποθέσεις C-626/15 και C‑659/16

68.

Οι δύο προσφυγές στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16 είναι βάσιμες, εάν αποδειχθεί ότι το Συμβούλιο δεν έπρεπε να απαιτήσει από την Επιτροπή, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, να υποβάλει στη CCAMLR τα εν λόγω έγγραφα και τις εν λόγω θέσεις σχετικά με τις σχεδιαζόμενες προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται να διευκρινισθεί εάν η Ένωση μπορούσε να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις και στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της CCAMLR μόνον ιδίω ονόματι –δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή των κρατών μελών της–, όπως είχε προτείνει η Επιτροπή.

69.

Η Επιτροπή προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παραβίασε την αποκλειστική αρμοδιότητα δράσεως που έχει η Ένωση σε διεθνές επίπεδο, εμμένοντας στην από κοινού δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της. Συναφώς, προβάλλει, τόσο στην υπόθεση C-626/15 όσο και στην υπόθεση C-659/16, δύο λόγους ακυρώσεως. Πρώτον, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ (πρώτος λόγος ακυρώσεως) και, δεύτερον, δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, λόγω του κινδύνου να επηρεασθούν οι κοινοί κανόνες ή να μεταβληθεί η εμβέλειά τους (αρχή AETR, δεύτερος λόγος ακυρώσεως).

70.

Η τύχη των δύο λόγων ακυρώσεως εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από το ποια ήταν η κρίσμη ουσιαστική νομική βάση στην οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις του 2015 και του 2016, και από το αν η εν λόγω νομική βάση επιτρέπει ή επιβάλλει την εκπροσώπηση στη CCAMLR αποκλειστικώς από την Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 2, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, ΣΕΕ), τέτοια νομική βάση δεν απαιτείται μόνο για την εσωτερική δράση της Ένωσης, αλλά και για την εξωτερική της δράση ( 35 ). Η επιλογή της ορθής νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα ( 36 ).

Α.   Πρώτος λόγος ακυρώσεως: άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ

71.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον η Ένωση ήταν αρμόδια για τα έγγραφα που έπρεπε να υποβληθούν στη CCAMLR, καθώς και για τα ζητήματα που θα συζητούνταν στις ετήσιες συνεδριάσεις του οργάνου αυτού το 2015 και το 2016 σε σχέση με την σχεδιαζόμενη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών, διότι όλα αυτά αφορούσαν, στο σύνολό τους, τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και, ως εκ τούτου, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής μιας αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ.

72.

Πράγματι, στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής προβλέπονται μέτρα για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων (άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1380/2013). Τέτοια μέτρα διατηρήσεως δεν περιορίζονται κατ’ ανάγκη στα ύδατα της Ένωσης, αλλά μπορούν να εφαρμοσθούν και εκτός αυτών ως τμήμα της εξωτερικής αλιευτικής πολιτικής, εφόσον αφορούν τις δραστηριότητες που ασκούνται από αλιευτικά σκάφη της Ένωσης ή από υπηκόους των κρατών μελών (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, καθώς και άρθρο 28 του κανονισμού 1380/2013) ( 37 ).

73.

Εντούτοις, η Κοινή Αλιευτική Πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό πιθανό σημείο αναφοράς σε σχέση με μέτρα της Ένωσης για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων. Από ιστορικής απόψεως, η εν λόγω πολιτική έχει αποτελέσει συχνά sedes materiae για μέτρα διατηρήσεως που έπρεπε να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ( 38 ). Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ ( 39 ), οι Συνθήκες διακρίνουν πλέον ρητώς μεταξύ των μέτρων για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων τα οποία λαμβάνονται στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και των μέτρων για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο άλλων πολιτικών της Ένωσης.

74.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτού προβάλλουν την άποψη ότι η σχεδιαζόμενη δημιουργία στο πλαίσιο της CCAMLR προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών δεν αφορά την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, αλλά την περιβαλλοντική πολιτική και, ενδεχομένως, την έρευνα, ήτοι πολιτικές στο πλαίσιο των οποίων υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών (άρθρο 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, και την παράγραφο 3, ΣΛΕΕ).

75.

Τα δύο αντίδικα μέρη υποστηρίζουν τα επιχειρήματά τους με εντυπωσιακό ζήλο. Το Συμβούλιο και ορισμένοι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτού αιτιώνται εμμέσως την Επιτροπή ότι επιδιώκει με κάθε τρόπο να αποκλείσει τη διεθνή παρουσία των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή υπονοεί ότι το Συμβούλιο αναζητεί απεγνωσμένα νομικές βάσεις προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να συμπράττουν πάντοτε από κοινού με την Ένωση.

76.

Συναφώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι η επιλογή της νομικής βάσεως πρέπει να στηρίζεται μόνο σε αντικειμενικά στοιχεία, επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ( 40 ), αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση αυτή ( 41 ).

77.

Αντιθέτως, η υποκειμενική εκτίμηση και οι γενικές πολιτικές προθέσεις των δρώντων φορέων δεν έχουν καμία σημασία ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως ( 42 ). Εάν, κατά τον καθορισμό της νομικής βάσεως για την έκδοση πράξεως της Ένωσης στον τομέα της εξωτερικής δράσεως, το Συμβούλιο σκοπεί να εμποδίσει την αποκλειστική συμμετοχή της Ένωσης και να καταστήσει δυνατή τη σύμπραξη των κρατών μελών από κοινού με την Ένωση, τούτο θα μπορούσε να συνιστά κατάχρηση εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

78.

Ομοίως, δεν έχει σημασία το ποιες νομικές βάσεις έχουν χρησιμοποιηθεί για την έκδοση άλλων πράξεων της Ένωσης οι οποίες έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ή συνδέονται στενά με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ( 43 ) (παραδείγματος χάρη, η έγκριση της συμβάσεως της Καμπέρας εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και η συμμετοχή της Κοινότητας ή της Ένωσης σε υφιστάμενες αποφάσεις της CCAMLR). Κατά πάγια νομολογία, δηλαδή, μια απλή πρακτική του Συμβουλίου δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες της Συνθήκης και δεν μπορεί, συνεπώς, να δημιουργήσει προηγούμενο που να δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ( 44 ).

1. Ανάγκη για μια προσέγγιση με γνώμονα το κέντρο βάρους της πράξεως

79.

Η υπό κρίση υπόθεση μαρτυρά με ιδιαίτερη παραστατικότητα ότι η σχεδιαζόμενη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική έχει σχέση τόσο με τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής όσο και με τους τομείς του περιβάλλοντος και της έρευνας που ρυθμίζονται στη ΣΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, η σχεδιαζόμενη δημιουργία στο πλαίσιο της CCAMLR προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών, αφενός, συμβάλλει στη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής και στην εξερεύνησή τους (άρθρο II, παράγραφος 1, της συμβάσεως της Καμπέρας), ήτοι εξυπηρετεί στόχους περιβαλλοντικής πολιτικής και, ενδεχομένως, στόχους της πολιτικής για την έρευνα, αφετέρου, καθιστά δυνατή την ορθολογική χρησιμοποίηση των πόρων αυτών (άρθρο II, παράγραφος 2, της συμβάσεως της Καμπέρας), ήτοι σκοπεί ιδίως σε μια αλιεία προσανατολισμένη στη βιωσιμότητα.

80.

Επομένως, από θεωρητικής απόψεως, η Ένωση θα μπορούσε να στηρίξει τη συμμετοχή της στη δημιουργία των σχεδιαζόμενων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών τόσο στις αρμοδιότητές της στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής (τίτλος XX της ΣΛΕΕ ( 45 )) και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της πολιτικής για την έρευνα (τίτλος XIX της ΣΛΕΕ), όσο και στην αρμοδιότητά της για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (τίτλος ΙΙΙ της ΣΛΕΕ), η τελευταία δε αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται σύμφωνα με την οριζόντια ρήτρα που περιέχεται στο άρθρο 11 ΣΛΕΕ λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των απαιτήσεων της περιβαλλοντικής προστασίας και να επιδιώκει μια οικοσυστημική προσέγγιση (άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1380/2013).

81.

Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν περισσότερες νομικές βάσεις, επιβάλλεται, κατά πάγια νομολογία η οποία αφορά τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική δράση της Ένωσης, μια προσέγγιση με γνώμονα το κέντρο βάρους της σχετικής πράξεως. Πιο συγκεκριμένα, εάν η πράξη επιδιώκει —όπως εν προκειμένω— διττή στόχευση ή απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, εκ των οποίων η μία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη είναι απλώς παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία μόνο νομική βάση, ήτοι σε αυτή που υπαγορεύεται από την κύρια ή δεσπόζουσα στόχευση ή συνιστώσα. Μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί ένα μέτρο να στηρίζεται συγχρόνως σε περισσότερες νομικές βάσεις, ήτοι αν επιδιώκει συγχρόνως πολλούς σκοπούς ή περιλαμβάνει περισσότερες συνιστώσες, που συνδέονται άρρηκτα και δεν έχουν καμία παρακολουθηματική σχέση μεταξύ τους ( 46 ).

82.

Όπως έχω επισημάνει ήδη σε άλλο σημείο ( 47 ), η εν λόγω προσέγγιση με γνώμονα το κέντρο βάρους ως προς την κάθετη οριοθέτηση αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να οδηγήσει, βεβαίως, σε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης έναντι των κρατών μελών· ειδάλλως θα υπονομευόταν η αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 2, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, ΣΕΕ). Εντούτοις, η προσέγγιση με γνώμονα το κέντρο βάρους εφαρμόζεται άνευ ετέρου στην οριζόντια οριοθέτηση αρμοδιοτήτων, ήτοι σε περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται ότι η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητες για όλες τις συνιστώσες της σχεδιαζόμενης πράξεως και απαιτείται μόνον η ορθή επιλογή μεταξύ αυτών των εξουσιών.

83.

Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω: δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητες στον τομέα του περιβάλλοντος, της έρευνας και της διατηρήσεως των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, οι οποίες, στο σύνολό τους, αρκούν ασφαλώς, προκειμένου να συμπράξει στο πλαίσιο της CCAMLR σε όλα τα μέτρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016 –συγκεκριμένα στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη δημιουργία διαφόρων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική. Οι αντίδικοι διαφωνούν μόνον ως προς τις αρμοδιότητες που έπρεπε να επιλεγούν, με γνώμονα το κέντρο βάρους των επίμαχων μέτρων, για τη συγκεκριμένη περίπτωση με όλες τις εντεύθεν συνέπειες για το ζήτημα της ανεξάρτητης παρουσίας των κρατών μελών σε διεθνές επίπεδο από κοινού με την Ένωση.

2. Η υποδεέστερη σημασία της έρευνας στο πλαίσιο των προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών

84.

Όσον αφορά κατ’ αρχάς την πτυχή της έρευνας, φρονώ ότι σε όλα τα σχεδιαζόμενα μέτρα της CCAMLR, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016, η έρευνα είχε μόνον υποδεέστερη σημασία.

85.

Ασφαλώς, είναι ορθό ότι η σχεδιαζόμενη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική θα συνέβαλαν και στη βελτίωση της έρευνας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της εν λόγω περιοχής. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της έρευνας αναφέρεται επανειλημμένως στα επίμαχα έγγραφα ( 48 ). Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ερευνητικές δραστηριότητες δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εξυπηρετούν τον πρωταρχικό σκοπό της διατηρήσεως της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής, όπως αυτός επιδιώκεται από τη CCAMLR σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συμβάσεως της Καμπέρας και της συνθήκης της Ανταρκτικής. Η έρευνα στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών, επομένως, είναι όντως προσανατολισμένη στην άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής και αποτελεί, εν τέλει, απλώς επικουρικό μέτρο για την προστασία του περιβάλλοντος.

86.

Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως του 2016 όσον αφορά τις σχεδιαζόμενες ειδικές ζώνες για την έρευνα της τήξεως των πάγων. Βεβαίως, ο ρητός χαρακτηρισμός των περιοχών αυτών ως «ερευνητικών ζωνών» θα μπορούσε να εκληφθεί, εκ πρώτης όψεως, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή υπερισχύει το ερευνητικό στοιχείο. Εντούτοις, κατόπιν προσεκτικότερης εξετάσεως, διαπιστώνεται ότι και σε αυτές τις ειδικές περιοχές, η έρευνα αφορά περισσότερο τα οικοσυστήματα και τις δυνάμεις της φύσεως με σκοπό την καλύτερη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της προστασίας της πανίδας και της χλωρίδας στην Ανταρκτική. Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους, εν προκειμένω, εντοπίζεται στην προστασία του περιβάλλοντος και όχι στην έρευνα καθεαυτή.

87.

Επομένως, οι ερευνητικές πτυχές των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016 πρέπει να θεωρούνται, στο σύνολό τους, ως υποδεέστερης σημασίας και, ως εκ τούτου, η λήψη των εν λόγω αποφάσεων δεν έπρεπε να στηριχθεί σε νομική βάση από την πολιτική για την έρευνα, και δη είτε μόνο σε αυτήν είτε σε συνδυασμό με άλλες νομικές βάσεις.

3. Υπεροχή της περιβαλλοντικής πτυχής έναντι της αλιευτικής

88.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται, στην προκειμένη περίπτωση, η διάκριση μεταξύ περιβαλλοντικής και αλιευτικής πολιτικής. Μέχρι σήμερα, το στοιχείο αυτό, στο οποίο ορθώς εστιάζουν την προσοχή τους οι διάδικοι στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16, έχει απασχολήσει τη νομολογία μόνον παρεμπιπτόντως ( 49 ), με αποτέλεσμα να μην έχουν αναπτυχθεί ακόμη σαφή κριτήρια τα οποία να μπορούν να εφαρμοσθούν στην πράξη. Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει απλώς ότι ένα μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δράση στον τομέα του περιβάλλοντος απλώς και μόνον για τον λόγο ότι κατά τη θέσπισή του έχουν ληφθεί υπόψη και οι απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλους τους τομείς πολιτικής βάσει της οριζόντιας ρήτρας του νυν άρθρου 11 ΣΛΕΕ ( 50 ). Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι οι διατάξεις των Συνθηκών για την περιβαλλοντική πολιτική ουδόλως θίγουν τις αρμοδιότητες που έχει η Ένωση δυνάμει άλλων διατάξεων των Συνθηκών ( 51 ).

89.

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει, μέχρι σήμερα, πολύ πιο συχνά το ζήτημα του τρόπου κατά τον οποίο οι αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής (άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) πρέπει να διακρίνονται από εκείνες άλλων τομέων πολιτικής και ιδίως της περιβαλλοντικής πολιτικής (άρθρο 192 ΣΛΕΕ) ( 52 ). Κατά πάγια νομολογία, πράξη της Ένωσης δεν εμπίπτει στην Κοινή Εμπορική Πολιτική εκ του λόγου και μόνον ότι ενδέχεται να έχει ορισμένες συνέπειες επί του εμπορίου με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη· αντιθέτως, μια τέτοια πράξη εμπίπτει στην Κοινή Εμπορική Πολιτική, εάν αφορά ειδικά το εμπόριο αυτό, υπό την έννοια ότι έχει ως σκοπό να το προάγει, να το διευκολύνει ή να το ρυθμίσει και έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επ’ αυτού ( 53 ).

90.

Τα κριτήρια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν, τηρουμένων των αναλογιών, ως γνώμονας και για την επιβαλλόμενη, εν προκειμένω, διάκριση μεταξύ αλιευτικής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Βάσει των κριτηρίων αυτών, πράξη της Ένωσης δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής εκ του λόγου και μόνον ότι ενδέχεται να έχει ορισμένες επιπτώσεις στην αλιεία. Τέτοια πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως αυθεντικό μέτρο του τομέα της αλιευτικής πολιτικής μόνον εάν

αφορά ειδικά την αλιευτική δραστηριότητα, υπό την έννοια ότι έχει ως σκοπό να την προάγει, να τη διευκολύνει ή να τη ρυθμίσει, και

έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επί της αλιευτικής δραστηριότητας.

91.

Αντιθέτως, πράξη της Ένωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην περιβαλλοντική πολιτική, μόνον επειδή λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, όπως πρέπει να συμβαίνει πάντοτε δυνάμει του άρθρου 11 ΣΛΕΕ, αλλά μόνον εάν το επίκεντρό της είναι η προστασία του περιβάλλοντος.

92.

Εάν τα ανωτέρω κριτήρια εφαρμοσθούν κατά την εξέταση των σκοπών, του περιεχομένου και του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται ( 54 ) οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι σχεδιαζόμενες προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες στην Ανταρκτική με τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς αλιείας έχουν ευθείες και άμεσες συνέπειες επί της αλιευτικής δραστηριότητας. Εντούτοις, καμία από αυτές τις προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες δεν σκοπεί πρωτίστως στην προώθηση, τη διευκόλυνση ή τη ρύθμιση της αλιείας, αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των πολυάριθμων μέτρων περιβαλλοντικής πολιτικής, η αλιεία απαγορεύεται εντελώς σε ορισμένες περιοχές για πολλές δεκαετίες ή επιτρέπεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε περιορισμένη κλίμακα σε άλλες περιοχές.

93.

Βασικός στόχος των σχεδιαζόμενων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών είναι η διατήρηση, η έρευνα και η προστασία των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και των οικοτόπων στην Ανταρκτική, καθώς και η αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή αυτή η οποία έχει καθοριστική σημασία για το παγκόσμιο κλίμα ( 55 ). Τα προστατευόμενα είδη ζώων σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνον εκείνα που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής αλιείας, αλλά παραδείγματος χάρη και πτηνά (συμπεριλαμβανομένων των πιγκουίνων), καθώς και θαλάσσια θηλαστικά (όπως φώκιες και φάλαινες).

94.

Ασφαλώς, από απόψεως περιεχομένου οι προτεινόμενες διατάξεις της CCAMLR για τη δημιουργία διάφορων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών εστιάζουν, σε σημαντικό βαθμό, στη ρύθμιση της δραστηριότητας των αλιευτικών σκαφών, πλην όμως υπό την έννοια ότι η αλιεία απαγορεύεται σε ευρεία κλίμακα και επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες μικρότερες περιοχές, υπό αυστηρές προϋποθέσεις ( 56 ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν περιορίζουν τις αλιευτικές δραστηριότητες, αλλά απαγορεύουν, παραδείγματος χάρη, την απόθεση ή την εκφόρτωση αποβλήτων ( 57 ). Επιπλέον, προβλέπεται η μελέτη του τρόπου κατά τον οποίο αναπτύσσονται τα οικοσυστήματα σε περιοχές προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών με αλιευτικές δραστηριότητες και σε περιοχές χωρίς αλιευτικές δραστηριότητες ( 58 ) πράγμα που δεν συνιστά αυθεντικό μέτρο αλιευτικής πολιτικής.

95.

Ομοίως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι σχεδιαζόμενες προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες, δεν χαρακτηρίζεται μόνον από την αλιευτική πολιτική, αλλά περιλαμβάνει γενικές περιβαλλοντικές εκτιμήσεις. Βεβαίως, η αλιεία έχει σαφώς μεγαλύτερη σημασία στη Σύμβαση της Καμπέρας από ό, τι σε άλλες διεθνείς συμφωνίες που σχετίζονται με την Συνθήκη της Ανταρκτικής, όπως το Πρωτόκολλο της Μαδρίτης για την προστασία του περιβάλλοντος ( 59 ). Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η σημασία της ρυθμίσεως της αλιείας με σκοπό την ορθολογική χρησιμοποίηση των ζώντων θαλάσσιων πόρων της Ανταρκτικής –ακόμη και ως πηγή πρωτεϊνών– δεν πρέπει να υποτιμάται στο πλαίσιο της Συμβάσεως της Καμπέρας (βλ. άρθρο II, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω συμβάσεως ( 60 )). Εντούτοις, τα συμβαλλόμενα μέρη –και, επομένως, τα μέλη της CCAMLR, τα οποία αποφασίζουν για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική– φέρουν ευθύνη, βάσει της Συμβάσεως της Καμπέρας, η οποία υπερβαίνει την αμιγώς οικονομική διάσταση του ζητήματος και συνίσταται στην προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος από κάθε επιζήμια μορφή ανθρώπινης επεμβάσεως (βλ. άρθρο V, παράγραφος 2, της συμβάσεως της Καμπέρας σε συνδυασμό με το άρθρο IX, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της Συνθήκης της Ανταρκτικής ( 61 )). Αναμφίβολα, τέτοιες ανθρώπινες επεμβάσεις δεν περιορίζονται στην αλιεία: το Συμβούλιο ορθότατα επισημαίνει το ενδεχόμενο γεωτρήσεων για την εξόρυξη ορυκτού πλούτου. Φρονώ επίσης ότι δεν αποκλείεται αργά ή γρήγορα να συζητηθεί η δημιουργία αιολικών πάρκων.

96.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι σχεδιαζόμενες προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες στην Ανταρκτική, τις οποίες αφορούσαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, συνιστούν αυθεντικά σχέδια περιβαλλοντικής πολιτικής και όχι μέτρα διατηρήσεως στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής.

97.

Δεν αποκλείεται, όπως τόνισε η Επιτροπή, οι απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος να έχουν ιδιαίτερη σημασία και στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και να έχουν οδηγήσει σε μια οικοσυστημική προσέγγιση προσανατολισμένη στη βιωσιμότητα (άρθρο 2 του κανονισμού 1380/2013), όπως επιτάσσει η οριζόντια ρήτρα του άρθρου 11 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, με γνώμονα το κέντρο βάρους τους, οι προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες στην Ανταρκτική, τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, δεν συνιστούν μέτρα αλιευτικής πολιτικής με περιβαλλοντικό πρόσημο, αλλά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος με –αναμφίβολα σοβαρές– επιπτώσεις στην αλιεία.

98.

Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο ορθώς δεν στήριξε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016 στις αρμοδιότητες της Ένωσης για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, αλλά μόνο στην περιβαλλοντική πολιτική.

99.

Συνεπώς, η εξεταζόμενη περίπτωση είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη της εκκρεμούσας υποθέσεως Deutsche Naturschutzring ( 62 ), στην οποία δεν αμφισβητείται συνολικά η δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης, αλλά μόνο συγκεκριμένα μέτρα για την εφαρμογή των απαιτήσεων της εν λόγω ζώνης προστασίας στον τομέα της αλιείας. Τέτοια συγκεκριμένα εκτελεστικά μέτρα είναι εύλογο να στηρίζονται στις νομικές βάσεις του τομέα της αλιευτικής πολιτικής, ενώ άλλα εκτελεστικά μέτρα με πιο έντονο περιβαλλοντικό χαρακτήρα να στηρίζονται στην περιβαλλοντική πολιτική.

4. Η τύχη του πρώτου λόγου ακυρώσεως της Επιτροπής σε περίπτωση αναγνωρίσεως διαφορετικής νομικής βάσεως από εκείνη που προκρίνει η Επιτροπή

100.

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεών μου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, κατά την οποία η ουσιαστική νομική βάση των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016 έγκειται στην αρμοδιότητα της Ένωσης για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής· αντιθέτως, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του Συμβουλίου και των παρεμβαινόντων υπέρ αυτού ότι έπρεπε να γίνει χρήση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής.

101.

Ωστόσο, θα ήταν πρόωρο να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16 εκ του λόγου και μόνον ότι με αυτόν η Επιτροπή επικαλείται, εσφαλμένως, την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ). Πράγματι, η ουσιαστική και πολύ πιο καίρια αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως είναι άλλη: όπως προκύπτει τόσο από τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και από τις παρατηρήσεις που ανέπτυξε προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, την υποχρέωσε να υποβάλει τα επίμαχα έγγραφα στη CCAMLR εξ ονόματος τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών της, ενώ θα ήταν δυνατό και επαρκές να δράσει μόνον εξ ονόματος της Ένωσης.

102.

Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, αυτή η κεντρική αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη ακόμη και αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016 εμπίπτουν στο πλαίσιο ασκήσεως της περιβαλλοντικής πολιτικής, σύμφωνα με την άποψη του Συμβουλίου και των παρεμβαινόντων υπέρ αυτού, και όχι στον τομέα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Και τούτο διότι στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής δεν επιβαλλόταν, από νομικής απόψεως, η σύμπραξη των κρατών μελών με την Ένωση μέσω μικτής δράσεως εντός των οργάνων της CCAMLR (βλ., σχετικά, ευθύς κατωτέρω, ενότητα α) ούτε υφίστατο περιθώριο συμμετοχής οικεία βουλήσει των κρατών μελών (βλ., σχετικά, ενότητα βʹ των παρουσών προτάσεων).

103.

Η αρχή «ne ultra petita» δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να δεχθεί τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16 για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προέβαλε η ίδια η Επιτροπή. Πράγματι, ο δικαστής δεν είναι απλώς «το στόμα των διαδίκων» ( 63 ). Κατά συνέπεια, δεν δεσμεύεται να λαμβάνει υπόψη μόνον τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις ( 64 ).

α) Νομικώς μη αναγκαία η σύμπραξη των κρατών μελών

104.

Ασφαλώς, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, η περιβαλλοντική πολιτική εμπίπτει στο πλαίσιο των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, οι οποίες δεν μπορούν να ασκηθούν κατ’ αποκλειστικότητα ούτε από την Ένωση ούτε από τα κράτη μέλη. Η ύπαρξη συντρέχουσας αρμοδιότητας όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι στον εξωτερικό τομέα επιβάλλεται πάντοτε η μικτή δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της, με αποτέλεσμα η Ένωση να εξαρτάται οπωσδήποτε από τη σύμπραξη των κρατών μελών της όσον αφορά την εξωτερική της δράση.

105.

Ο εισαγγελέας Μ. Szpunar συνόψισε την κατάσταση με πολύ εύστοχο τρόπο ( 65 ): η «συντρέχουσα αρμοδιότητα» και η «μικτή συμφωνία» (ή, στην προκειμένη περίπτωση, «μικτή δράση προς τα έξω») αποτελούν δύο διαφορετικά ζητήματα ( 66 ).

106.

Η Ένωση ενδέχεται να διαθέτει αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες ενεργεί μόνη της σε διεθνές επίπεδο. Η ύπαρξη τέτοιας αποκλειστικής αρμοδιότητας όμως δεν αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να συνάπτει η Ένωση μόνη της –ήτοι χωρίς την από κοινού συμμετοχή των κρατών μελών– διεθνείς συμφωνίες με τρίτα κράτη ή να δραστηριοποιείται σε διεθνείς οργανισμούς.

107.

Το Δικαστήριο, κινούμενο ακριβώς στο ίδιο πνεύμα στην πρόσφατη απόφασή του για τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές, γνωστή ως απόφαση COTIF, απέρριψε ρητώς το επιχείρημα ότι σε τομέα που εμπίπτει στις συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών της, εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης μπορεί να υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που οι συντρέχουσες αρμοδιότητες έχουν καταστεί αποκλειστικές βάσει του μηχανισμού που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, (ήτοι, κατ’ ουσίαν, βάσει της αρχής AETR) ( 67 ). Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει, επίσης, ότι διεθνείς συμφωνίες μπορούν να εγκριθούν μόνον από την Ένωση ακόμη και όταν εμπίπτουν σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι στο Συμβούλιο μπορεί να επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία για τέτοια ενέργεια ( 68 ).

108.

Μικτή δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της στη διεθνή σκηνή πρέπει να υπάρχει μόνον όταν η Ένωση δεν διαθέτει επαρκείς αρμοδιότητες αποκλειστικής ή συντρέχουσας φύσεως, προκειμένου να δράσει μόνη σε σχέση με τρίτα κράτη ή με διεθνείς οργανισμούς. Μόνον όταν η Ένωση στερείται δικών της αρμοδιοτήτων, απαιτείται οπωσδήποτε σε διεθνές επίπεδο η σύμπραξη των κρατών μελών από κοινού με την Ένωση ( 69 ).

109.

Η ανάγκη αυτή όμως δεν υφίστατο στην εξεταζόμενη περίπτωση: δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Ένωση, στηριζόμενη στις εξουσίες της στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής, διέθετε επαρκείς ίδιες αρμοδιότητες, προκειμένου να συμμετάσχει μόνη στις διαβουλεύσεις και στη λήψη αποφάσεων για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική, στο πλαίσιο των εργασιών της CCAMLR. Κατόπιν σχετικής ερωτήσεως, το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτού δεν μπόρεσαν να αναφέρουν κανένα μέτρο σε σχέση με τις εν λόγω προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες ως προς το οποίο να στερείται η Ένωση, στην προκειμένη περίπτωση, την αναγκαία αρμοδιότητα.

110.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, ακόμη κι αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016 εμπίπτουν στις συντρέχουσες αρμοδιότητες για την άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής, δεν καθίσταται νομικώς αναγκαία η υποβολή των επίμαχων εγγράφων και των επίμαχων θέσεων στη CCAMLR εξ ονόματος τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών της.

β) Κανένα περιθώριο οικειοθελούς συμμετοχής μεμονωμένων κρατών μελών

111.

Απομένει να εξεταστεί εάν υφίσταται περιθώριο οικειοθελούς συμμετοχής των κρατών μελών από κοινού με την Ένωση στο πλαίσιο της CCAMLR, δεδομένης της χρήσεως των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής. Ασφαλώς, αυτό δεν αφορά όλα τα κράτη μέλη, αλλά μόνο εκείνα που είναι και μέλη της CCAMLR ( 70 ), διότι μόνον αυτά συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις και στη λήψη αποφάσεων της CCAMLR.

112.

Ως σημείο αφετηρίας για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο περιγράφει τη λειτουργία της συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της. Όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή δεν καλύπτει αποκλειστικά και μόνον τη νομοθετική δραστηριότητα, αλλά γενικά την έκδοση δεσμευτικών νομικών πράξεων και, ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αποφάσεις όπως οι εν προκειμένω προσβαλλόμενες στον τομέα της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης.

113.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι συντρέχουσες αρμοδιότητες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της αρμοδιότητα (άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ)· τα κράτη μέλη ασκούν εκ νέου τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση αποφάσισε να μην ασκήσει πλέον τη δική της (άρθρο 2, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, ΣΛΕΕ).

114.

Στην υπό κρίση υπόθεση –παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις ορισμένων διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου–, δεν υπάρχουν αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία ως προς το ότι το Συμβούλιο δεν προτίθετο να ασκήσει τις υφιστάμενες περιβαλλοντικές αρμοδιότητες της Ένωσης ( 71 ). Αντιθέτως: η προσβαλλόμενη απόφαση του 2015, στηριζόμενη στην άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής, επιτρέπει ρητώς στην Επιτροπή να υποβάλει στη CCAMLR, κατά την 34η ετήσια συνεδρίασή της, το 2015, έγγραφο προβληματισμού (και) εξ ονόματος της Ένωσης. Επίσης στο πλαίσιο ασκήσεως περιβαλλοντικής πολιτικής, η προσβαλλόμενη απόφαση του 2016 καθορίζει επισήμως μια θέση που έπρεπε να υποστηρίξει η Ένωση στην 35η ετήσια συνεδρίαση της CCAMLR, το 2016. Επομένως, δεν μπορεί άνευ ετέρου να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο δεν έκανε χρήση της περιβαλλοντικής αρμοδιότητας της Ένωσης στις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις.

115.

Ομοίως, δεν υφίστανται, εν προκειμένω, αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, το Συμβούλιο άσκησε μόνον εν μέρει τις περιβαλλοντικές αρμοδιότητες της Ένωσης, για λόγους αναγόμενους σε πολιτικές εκτιμήσεις. Το Συμβούλιο, βεβαίως, εφόσον δεν είχε νομική υποχρέωση να ενεργήσει στην προκειμένη περίπτωση, μπορούσε να αποφασίσει ότι η Ένωση δεν θα ασκούσε πλήρως τις αρμοδιότητές της στον τομέα του περιβάλλοντος. Ωστόσο, είναι σαφές ότι δεν επέλεξε αυτήν την οδό. Αντιθέτως, καθεμία από τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις είχε ως αντικείμενο το σύνολο των μέτρων που θα συζητούνταν και θα αποφασίζονταν στο πλαίσιο των ετήσιων συνεδριάσεων της CCAMLR, το 2015 και το 2016, με σκοπό τη δημιουργία των επίμαχων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών. Από κανένα σημείο των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν προκύπτει ότι η Ένωση θα παραιτείτο των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής σε σχέση με συγκεκριμένο τμήμα των μέτρων ( 72 ) που σχεδιάζονταν στο πλαίσιο της CCAMLR και ότι επιθυμούσε να αναλάβουν τα κράτη μέλη την ευθύνη για τα μέτρα αυτά.

116.

Το γεγονός ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, το Συμβούλιο τάχθηκε εν τέλει υπέρ της από κοινού δράσεως εντός της CCAMLR, εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, φρονώ ότι οφείλεται αποκλειστικώς στο γεγονός ότι το Συμβούλιο ταύτισε εσφαλμένως ( 73 ) τις συντρέχουσες αρμοδιότητες με τη μικτή δράση και όχι στο γεγονός ότι η Ένωση δεν ήταν αρμόδια για ορισμένα τμήματα των μέτρων που θα συζητούνταν ή θα αποφασίζονταν στο πλαίσιο της CCAMLR ή στο ότι η Ένωση δεν προτίθετο, σκοπίμως, να ασκήσει ορισμένες πτυχές των αρμοδιοτήτων της.

117.

Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Ένωση διέθετε αρμοδιότητα στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής η οποία κάλυπτε όλα τα μέτρα που θα συζητούνταν ή θα αποφασίζονταν στο πλαίσιο της CCAMLR και άσκησε, μάλιστα, πλήρως την αρμοδιότητα αυτή. Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να ασκήσουν τις δικές τους αρμοδιότητές επί του ιδίου αντικειμένου, ακόμη και αν επρόκειτο μόνο για τη συμμετοχή τους στο πλαίσιο της CCAMLR από κοινού με την Ένωση.

118.

Δεν συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα ούτε από το άρθρο 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ.

119.

Βεβαίως, το άρθρο 191, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι η αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαπραγματεύονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες δεν θίγεται. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας αυτής («το προηγούμενο εδάφιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών […]» ( 74 )), στα κράτη μέλη απομένει μόνο μια εξωτερική περιβαλλοντική αρμοδιότητα σε σχέση με τα αντικείμενα που ρυθμίζει το άρθρο 191, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ήτοι σε σχέση με τον «τρόπο της συνεργασίας» με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και τις τρίτες χώρες. Δεν τίθεται όμως ένα τέτοιο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, αντικείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016 δεν είναι ο «τρόπος της συνεργασίας» μεταξύ της Ένωσης και της CCAMLR, αλλά συγκεκριμένα μέτρα ουσιαστικού δικαίου για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική.

120.

Από το άρθρο 191, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να συναχθεί ευρύτερη γενική επιφύλαξη αρμοδιότητας υπέρ των κρατών μελών στον τομέα του περιβάλλοντος. Ειδάλλως, οι περιβαλλοντικές αρμοδιότητες θα στερούνταν τον χαρακτήρα τους ως συντρεχουσών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ και θα μεταβάλλονταν σε απλές παράλληλες αρμοδιότητες οι οποίες θα ήταν δυνατόν να ασκηθούν ανά πάσα στιγμή, τόσο από την Ένωση όσο και από τα κράτη μέλη –και, κατά περίπτωση, από κοινού. Τούτο όμως δεν θα συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι κατά τη ρητή βούληση των συντακτών των Συνθηκών, οι αρχές της νομολογίας AETR δεν πρέπει να θίγονται από το άρθρο 191, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) ( 75 ) πράγμα που θα ήταν αδύνατον σε περίπτωση παράλληλων αρμοδιοτήτων.

121.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί, στην καλύτερη περίπτωση, ότι ορισμένα κράτη μέλη στηρίζονται στο άρθρο 193 ΣΛΕΕ και επιδιώκουν να αναλάβουν, σε διεθνές επίπεδο, ευρύτερες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις από την Ένωση και προς τον σκοπό αυτόν επιθυμούν να συμμετάσχουν ιδίω ονόματι στις διαβουλεύσεις και τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών ( 76 ). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν υφίστανται αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία ούτε και για αυτήν την περίπτωση. Αντιθέτως, μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών υπήρχε συναίνεση σχετικά με το περιεχόμενο των μέτρων που σχεδιάζονταν στο πλαίσιο της CCAMLR για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών.

122.

Επίσης, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε η οικειοθελής συμμετοχή μεμονωμένων κρατών μελών από κοινού με την Ένωση κατ’ επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ασφαλώς, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δεν κωλύονται να ασκούν την αρμοδιότητά τους, μεταξύ άλλων, στον τομέα της έρευνας, ακόμη και αν η Ένωση αναλαμβάνει δικές της δράσεις. Εντούτοις, οι επίμαχες, εν προκειμένω, συγκεκριμένες διαβουλεύσεις και δράσεις στο πλαίσιο της CCAMLR για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών δεν εμπίπτουν στον τομέα της έρευνας, όπως αποσαφηνίσθηκε ήδη ανωτέρω ( 77 ). Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να συμμετέχουν μόνα τους ή από κοινού με την Ένωση σε δράσεις που πρόκειται να συζητηθούν ή να αποφασισθούν στο πλαίσιο της CCAMLR και επικεντρώνονται στον τομέα της έρευνας.

123.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι μεμονωμένα κράτη μέλη έχουν εδαφικά συμφέροντα στην Ανταρκτική εκτός του πεδίου εφαρμογής των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτικών της ( 78 ). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, τα οικεία κράτη μέλη να συμμετάσχουν ιδίω ονόματι, παράλληλα με την Ένωση, στη συζήτηση και στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο της CCAMLR, προκειμένου να διασφαλίσουν τα εν λόγω συμφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εκάστοτε συμφέροντα θα δηλώνονται κατά τρόπο συγκεκριμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, δεν υφίστανται αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία ως προς την ύπαρξη τέτοιας καταστάσεως. Εξάλλου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, οι οποίες παρείχαν σε όλα τα κράτη μέλη και όχι μόνο σε ορισμένα εξ αυτών τη δυνατότητα συμμετοχής στη CCAMLR από κοινού με την Ένωση, υπερβαίνουν προδήλως τις ενέργειες οι οποίες θα ήταν αναγκαίες για τη διασφάλιση των εν λόγω εδαφικών συμφερόντων.

5. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

124.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, επομένως, σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Επιτροπή στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016 πρέπει να ακυρωθούν στο μέτρο που ορίζουν ότι η Ένωση δεν μπορεί να υποβάλει τα εξεταζόμενα έγγραφα προβληματισμού και να υποστηρίξει τις σχετικές θέσεις στο πλαίσιο της CCAMLR μόνη της, αλλά μόνον εξ ονόματος τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών της.

Β.   Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

125.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη την αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016 είχαν ως αποτέλεσμα να επηρεασθούν οι κοινοί κανόνες και να μεταβληθεί η εμβέλειά τους κατά την έννοια της τελευταίας ημιπεριόδου του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο κωδικοποίησε την αρχή AETR ( 79 ).

126.

Ο δεύτερος αυτός λόγος ακυρώσεως προβάλλεται μόνον επικουρικώς. Δεδομένου ότι με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις μου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της Επιτροπής επιφέρει ήδη την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016, θα εξετάσω τον δεύτερο λόγο εν συντομία μόνο χάριν πληρότητας.

127.

Αφενός, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα σχεδιαζόμενα στο πλαίσιο της CCAMLR μέτρα για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη θέση την οποία καθόρισε το Συμβούλιο σε πολυετή βάση, το 2014, σχετικά με τη συμμετοχή της Ένωσης στο πλαίσιο της CCAMLR ( 80 ).

128.

Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η εν λόγω θέση που καθορίσθηκε σε πολυετή βάση εφαρμόζεται μόνο για ζητήματα που αφορούν την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, όπως προκύπτει και από το γράμμα της. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω ( 81 ), δεν εμπίπτουν στο πεδίο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, αλλά σε εκείνο της περιβαλλοντικής πολιτικής, αποκλείεται εκ προοιμίου να επηρεασθεί η πολυετής θέση του 2014.

129.

Αφετέρου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα σχεδιαζόμενα στο πλαίσιο της CCAMLR μέτρα για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους κανονισμούς (ΕΚ) 600/2004 ( 82 ) και 601/2004 ( 83 ).

130.

Πράγματι, ο πρώτος εκ των δύο κανονισμών προβλέπει τεχνικά μέτρα και ο δεύτερος μέτρα ελέγχου που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη της Συμβάσεως της Καμπέρας. Επομένως, είναι πρόδηλο ότι οι τυχόν απαγορεύσεις και περιορισμοί της αλιείας που, ως τμήμα των σχεδιαζόμενων προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική, αποτελούσαν αντικείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016, μπορούσαν να επηρεάσουν ή να μεταβάλουν την εμβέλεια των εν λόγω κανονισμών. Ως γνωστόν, βάσει της σχετικής νομολογίας, για να υφίσταται κίνδυνος να επηρεασθούν οι κοινοί κανόνες ή να μεταβληθεί η εμβέλειά τους, αρκεί τα μέτρα που συζητούνται ή αποφασίζονται σε διεθνές επίπεδο να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων της Ένωσης ( 84 ) χωρίς να απαιτείται κατ’ ανάγκη να υφίσταται αντίθεση μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενό τους ( 85 ).

131.

Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016, η ρύθμιση της αλιείας έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία και αποτελεί μόνον ένα τμήμα των σχεδιαζόμενων μέτρων της CCAMLR για τη δημιουργία προστατευόμενων θαλάσσιων ζωνών στην Ανταρκτική.

132.

Ακόμη και αν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ένωση διέθετε, με βάση την τελευταία φράση του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπουν οι κανονισμοί 600/2004 και 601/2004, η εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο για συγκεκριμένα τμήματα των προσβαλλομένων αποφάσεων του 2015 και του 2016 και δεν θα μπορούσε να καλύψει το σύνολο των μέτρων που προβλέπουν οι αποφάσεις αυτές.

133.

Συνεπώς, σε περίπτωση που απαιτηθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στις υποθέσεις C-626/15 και C-659/16, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Γ.   Επί της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων των προσβαλλομένων αποφάσεων

134.

Εάν το Δικαστήριο ακυρώσει εν μέρει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του 2015 και του 2016, σύμφωνα με την πρόταση μου στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τίθεται το ζήτημα αν τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων των εν λόγω αποφάσεων πρέπει να διατηρηθούν δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

135.

Η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι τέτοια μερική ακύρωση επηρεάζει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις μόνο στο μέτρο που με αυτές επιβάλλεται η μικτή δράση της Ένωσης και των κρατών μελών της στο πλαίσιο της CCAMLR. Ούτε στερείται νομικής βάσεως η συμμετοχή της Ένωσης στο πλαίσιο της 34ης και της 35ης ετήσιας συνεδριάσεως της CCAMLR ούτε θίγεται το περιεχόμενο των εγγράφων προβληματισμού που υπέβαλε η Ένωση και οι θέσεις που υποστήριξε.

136.

Εντούτοις, η μερική ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων αίρει τη νομιμότητα της συμμετοχής των κρατών μελών από κοινού με την Ένωση στο πλαίσιο της 34ης και της 35ης ετήσιας συνεδριάσεως της CCAMLR. Δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη συνέβαλαν όντως στις αποφάσεις της CCAMLR στο πλαίσιο των εν λόγω ετήσιων συνεδριάσεων, κυρίως στην απόφαση για τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Ρος, θα μπορούσαν να γεννηθούν αμφιβολίες στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων ως προς την εμβέλεια των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει, βάσει του διεθνούς δικαίου, η Ένωση και τα κράτη μέλη της.

137.

Υπό αυτές τις συνθήκες, προτείνω στο Δικαστήριο να διατηρήσει τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων των προσβαλλομένων αποφάσεων, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να αποκλεισθεί τυχόν ανασφάλεια δικαίου.

Δ.   Επί των δικαστικών εξόδων

138.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι, βάσει της προτάσεώς μου, το Συμβούλιο ηττήθηκε εν τέλει και στις δύο υποθέσεις και η Επιτροπή έχει υποβάλει σχετικά αιτήματα, το Συμβούλιο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σε αμφότερες τις υποθέσεις. Πέραν αυτού όμως τα κράτη μέλη που παρενέβησαν υπέρ του Συμβουλίου θα πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα ως παρεμβαίνοντες, σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, για καθεμία από τις δύο υποθέσεις, στην οποία συμμετείχαν.

VII. Πρόταση

139.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Στην υπόθεση C-626/15, ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων της 11ης Σεπτεμβρίου 2015 σχετικά με την υποβολή ενός εγγράφου προβληματισμού για τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ, στην 34η ετήσια συνεδρίαση της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής, στο μέτρο που η απόφαση αυτή ορίζει ότι το εν λόγω έγγραφο προβληματισμού πρέπει να υποβληθεί εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της και όχι μόνον εξ ονόματος της Ένωσης.

2)

Στην υπόθεση C-659/16, ακυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό της θέσεως της Ένωσης στην 35η ετήσια συνεδρίαση της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής, στο μέτρο που η απόφαση αυτή ορίζει ότι η εν λόγω θέση πρέπει να υποστηριχθεί εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της και όχι μόνον εξ ονόματος της Ένωσης.

3)

Διατηρεί τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων των προσβαλλομένων αποφάσεων.

4)

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αμφότερες τις υποθέσεις, στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5)

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα για καθεμία από τις δύο υποθέσεις, στην οποία συμμετείχαν.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Η νομολογία AETR ανάγεται στην απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (γνωστή ως AETR, 22/70, EU:C:1971:32, σκέψεις 15 έως 19)· πιο πρόσφατη σύνοψη περιέχεται στη γνωμοδότηση 1/03 της 7ης Φεβρουαρίου 2006 (Νέα Σύμβαση του Λουγκάνο, EU:C:2006:81, σκέψεις 114 έως 133).

( 3 ) Το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως παρατίθεται στα συνοπτικά πρακτικά της 2554ης συνεδριάσεως της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων της 23ης Σεπτεμβρίου 2015 (έγγραφο Συμβουλίου 11837/15, σημείο 65, σ. 19 και 20, καθώς και έγγραφο Συμβουλίου 11644/1/15/REV).

( 4 ) Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει «σημειώματος σημείου Ι/Α» (έγγραφο Συμβουλίου 12523/16). Το καθαυτό περιεχόμενο της θέσεως που έπρεπε να υποστηρίξει η Ένωση προκύπτει από το έγγραφο του Συμβουλίου 12445/16.

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22).

( 6 ) Εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 81/691/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Σεπτεμβρίου 1981, για τη σύναψη της σύμβασης περί της διατήρησης της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής (ΕΕ 1981, L 252, σ. 26).

( 7 ) Αυτά είναι το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο.

( 8 ) Αυτά είναι το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο.

( 9 ) Αυτά είναι το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

( 10 ) Πρόκειται για τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, την Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Πολωνίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας.

( 11 ) Πρόκειται για το Βασίλειο της Δανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ελληνική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία.

( 12 ) Απόφαση του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2014, για τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην επιτροπή για τη διατήρηση της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής (CCAMLR) (έγγραφο του Συμβουλίου 10840/14). Η «απλοποιημένη διαδικασία» καθορίζεται στο παράρτημα II της αποφάσεως αυτής.

( 13 ) Η Θάλασσα του Γουέντελ έλαβε την ονομασία της από τον Βρετανό εξερευνητή James Weddell και καλύπτει έκταση κατά πολύ μεγαλύτερη των 2,5 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων με βάθος έως και 5000 μέτρα.

( 14 ) Κατά το άρθρο XIV της Συμβάσεως της Καμπέρας, η επιστημονική επιτροπή αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της CCAMLR.

( 15 ) Βλ., σχετικά, σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Η Θάλασσα του Ρος έλαβε την ονομασία της από τον Βρετανό εξερευνητή James Clark Ross και καλύπτει έκταση περίπου 1,55 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων με βάθος έως και 1200 μέτρα.

( 17 ) Χάριν απλουστεύσεως, θα χαρακτηρίζω, στο εξής, όλες αυτές τις ζώνες ως «προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες».

( 18 ) Στις 12 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή προέβη στη σχετική προσαρμογή των εγγράφων που είχαν υποβληθεί στη γραμματεία της CCAMLR.

( 19 ) Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής ως αβάσιμη.

( 20 ) Η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα των δικαστικών εξόδων.

( 21 ) Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα των δικαστικών εξόδων.

( 22 ) Απόφαση της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (FAO, C-25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 26).

( 23 ) Απόφαση της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (FAO, C-25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 27).

( 24 ) Συναφώς, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 11), σχετικά με τη διοικητική διαδικασία της Επιτροπής.

( 25 ) Συναφώς, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10), και της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42), αμφότερες σχετικές με τη διοικητική διαδικασία της Επιτροπής.

( 26 ) Αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (AETR, 22/70, EU:C:1971:32, σκέψη 42), της 2ας Μαρτίου 1994, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Δημοσιονομικός κανονισμός ΑΚΕ, C-316/91, EU:C:1994:76, σκέψη 8), της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (FAO, C-25/94, EU:C:1996:114, σκέψη 29), της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, (C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36), και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Σλοβακία κατά Επιτροπής (Ίδιοι πόροι, C-593/15 P και C‑594/15 P, EU:C:2017:800, σκέψη 46).

( 27 ) Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42), και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Σλοβακία κατά Επιτροπής (Ίδιοι πόροι, C-593/15 P και C-594/15 P, EU:C:2017:800, σκέψη 47).

( 28 ) Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Σλοβακία κατά Επιτροπής (Ίδιοι πόροι, C-593/15 P και C‑594/15 P, EU:C:2017:800, σκέψη 47).

( 29 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42).

( 30 ) Βλ., σχετικά, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 31 ) Σχετικά με τη διάκριση των δύο αυτών εξουσιών του Συμβουλίου και της Επιτροπής, βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Συμβούλιο κατά Επιτροπής (χρηματοδοτική συνεισφορά της Ελβετίας, C-660/13, EU:C:2016:616).

( 32 ) Συναφώς, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου (OIV, C-399/12, EU:C:2014:2258, σκέψη 63), όπου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ εμπίπτουν και οι συστάσεις διεθνούς οργάνου, εφόσον αυτές δύνανται να επηρεάσουν το περιεχόμενο των πράξεων που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης.

( 33 ) Συναφώς, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, Γερμανία κατά Συμβουλίου (OIV, C-399/12, EU:C:2014:2258, σκέψη 65), κατά την οποία το άρθρο 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται «ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις […] τεθούν τελικώς σε ψηφοφορία στο αρμόδιο όργανο».

( 34 ) Συναφώς, απόφαση της 19ης Μαρτίου 1996, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (FAO, C-25/94, EU:C:1996:114, σκέψεις 35 και 37).

( 35 ) Γνωμοδότηση 2/94 της 28ης Μαρτίου 1996 (Προσχώρηση της Κοινότητας στην ΕΣΔΑ, EU:C:1996:140, σκέψη 24) και απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 44, in fine).

( 36 ) Γνωμοδότηση 2/00 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία, EU:C:2001:664, σκέψη 5), καθώς και απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Τανζανία, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 42), και της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 80).

( 37 ) Βλ. σχετικά, επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1976, Kramer κ.λπ. (3/76, 4/76 και 6/76, EU:C:1976:114, σκέψη 31), και της 24ης Νοεμβρίου 1993, Mondiet (C-405/92, EU:C:1993:906, σκέψη 12).

( 38 ) Βλ., σχετικά, παρατιθέμενη στην υποσημείωση 37 των παρουσών προτάσεων νομολογία, καθώς και απόφαση της 5ης Μαΐου 1981, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Μέτρα διατηρήσεως στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας, 804/79, EU:C:1981:93).

( 39 ) Κατά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας εφαρμόζεται μόνο «στο πλαίσιο της [Κ]οινής [Α]λιευτικής [Π]ολιτικής». Κατ’ αντιστοιχία, το άρθρο 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ αποσαφηνίζει ότι η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη για τη γεωργία και την αλιεία, «με την εξαίρεση της διατήρησης των βιολογικών πόρων της θάλασσας».

( 40 ) Αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Διοξείδιο του τιτανίου, C‑300/89, EU:C:1991:244, σκέψη 10), και της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Τανζανία, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 43), καθώς και γνωμοδότηση 1/15 της 26ης Ιουλίου 2017 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά, EU:C:2017:592, σκέψη 76).

( 41 ) Αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Επέκταση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στον ΕΟΧ, C-431/11, EU:C:2013:589, σκέψη 48), της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Επέκταση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στην Ελβετία, C-656/11, EU:C:2014:97, σκέψη 50), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Επέκταση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στην Τουρκία, C-81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 38).

( 42 ) Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων γνωμοδότηση 2/00 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία, EU:C:2001:664, σκέψη 22).

( 43 ) Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Σύμβαση του Ρότερνταμ, C-94/03, EU:C:2006:2, σκέψη 50), της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Μαυρίκιος, C-658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 48), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (επέκταση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στην Τουρκία, C-81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 36).

( 44 ) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (ουσίες με ορμονική δράση, 68/86, EU:C:1988:85, σκέψη 24), γνωμοδότηση 1/94 (Συμφωνίες προσαρτημένες στη Συμφωνία ΠΟΕ, EU:C:1994:384, σκέψη 52) και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Παγκόσμια Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών 2015, C-687/15, EU:C:2017:803, σκέψη 42).

( 45 ) Η νομολογία σχετικά με την ακριβή οριοθέτηση της εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής δεν είναι απολύτως ομοιόμορφη. Στη γνωμοδότηση 2/00 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία, EU:C:2001:664, σκέψη 44), το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο άρθρο 175 ΕΚ, νυν άρθρο 192 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, στην πρόσφατη απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 65), επισήμανε ότι στον τομέα του περιβάλλοντος η Ένωση «διαθέτει, βάσει του άρθρου 191, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ρητή εξωτερική αρμοδιότητα». Με την απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (εργοστάσιο MOX στο Sellafield, C-459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 90 έως 92), αναγνωρίζεται ρητώς εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 175 και 174, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, ΕΚ, νυν άρθρων 192 και 191, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, ΣΛΕΕ. Εν τέλει όμως παρέλκει, εν προκειμένω, η εξέταση ως προς αν στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 191 ή το άρθρο 192 ΣΛΕΕ ή κάποιος συνδυασμός των δύο, δεδομένου ότι σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές ισχύει η συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ.

( 46 ) Γνωμοδότηση 2/00 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία, EU:C:2001:664, σκέψη 23), καθώς και αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία-πλαίσιο με τις Φιλιππίνες, C-377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 34), και της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Τανζανία, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 44).

( 47 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Βιετνάμ, C-13/07, EU:C:2009:190, σημείο 113).

( 48 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, αιτιολογική σκέψη 14 στο προοίμιο του σχεδίου για το μέτρο διατηρήσεως της CCAMLR με σκοπό τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (WSMPA), το οποίο υποβλήθηκε ως παράρτημα A.2-B του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση C-659/16: «research and monitoring related to the objectives of the WSMPA form an integral part of the management of the WSMPA». Επίσης, στο τμήμα 3 του εν λόγω σχεδίου, στις διατάξεις S 11 και S 12 παρατίθενται ειδικοί ερευνητικοί σκοποί, και στις διατάξεις του τμήματος 7 περιγράφεται αναλυτικώς ο τρόπος εγκρίσεως και ασκήσεως των ερευνητικών δραστηριοτήτων.

( 49 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Mondiet (C-405/92, EU:C:1993:906), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην εκκρεμή υπόθεση Deutscher Naturschutzring, Dachverband der deutschen Natur- und Umweltschutzverbände e.V. (C‑683/16, EU:C:2018:38).

( 50 ) Αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 1990, Ελλάδα κατά Συμβουλίου (Τσερνομπίλ, C-62/88, EU:C:1990:153, σκέψη 20), και της 24ης Νοεμβρίου 1993, Mondiet (C-405/92, EU:C:1993:906, σκέψη 27).

( 51 ) Αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 1990, Ελλάδα κατά Συμβουλίου (Τσερνομπίλ, C-62/88, EU:C:1990:153, σκέψη 19), και της 24ης Νοεμβρίου 1993, Mondiet (C-405/92, EU:C:1993:906, σκέψη 26).

( 52 ) Ειδικά ως προς τη διάκριση μεταξύ της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής και της πολιτικής για το περιβάλλον, βλ. παραδείγματος χάρη, απόφαση της 29ης Μαρτίου 1990, Ελλάδα κατά Συμβουλίου (Τσερνομπίλ, C-62/88, EU:C:1990:153), γνωμοδότηση 2/00 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης περί προλήψεως των κινδύνων που απορρέουν από τη βιοτεχνολογία, EU:C:2001:664), καθώς και αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Energy Star, C-281/01, EU:C:2002:761), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Σύμβαση του Ρότερνταμ, C-94/03, EU:C:2006:2).

( 53 ) Αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Daiichi Sankyo και Sanofi-Aventis Deutschland, (C-414/11, EU:C:2013:520, σκέψη 51), και της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Υπηρεσίες προσβάσεως υπό όρους, C-137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 57), γνωμοδότηση 2/15 της 16ης Μαΐου 2017 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2017:376, σκέψη 36), καθώς και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας, C-389/15, EU:C:2017:798, σκέψη 49).

( 54 ) Επί της σημασίας του σκοπού, του περιεχομένου και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω μέτρο, βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.

( 55 ) Βλ., για παράδειγμα, αιτιολογική σκέψη 8 στο προοίμιο του σχεδίου για το μέτρο διατηρήσεως της CCAMLR με σκοπό τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48 των παρουσών προτάσεων), στην οποία δηλώνεται η επιθυμία «to ensure that areas vulnerable to the effects of climate change and impacts by human activities are protected in recognition of their global and regional environmental and scientific importance». Επίσης, στην ένατη αιτιολογική σκέψη του ίδιου σχεδίου, επισημαίνεται «that the Weddell Sea has largely pristine ecosystems and diverse marine living resources and that it is crucial for global ocean circulation and the world’s climate, and is also an ideal area for studying ecosystem effects, resilience and adaptive capacity to climate change and ocean acidification separate from the impacts of human activities, such as fishing». Στο πλαίσιο των διατάξεων G 1 και G 6 σχετικά με τους γενικούς σκοπούς της προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στο τμήμα 3 του εν λόγω σχεδίου υπογραμμίζεται η προστασία των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας, των οικοτόπων και η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

( 56 ) Βλ., για παράδειγμα, τμήμα 5 του σχεδίου για το μέτρο διατηρήσεως της CCAMLR με σκοπό τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48 των παρουσών προτάσεων), όπου καταλέγονται οι «Restricted, prohibited and managed activities» ενώ η διάταξη 4 θεσπίζει τον γενικό κανόνα: «fishing activities are prohibited».

( 57 ) Βλ., για παράδειγμα, τη διάταξη 5 στο τμήμα 5 του σχεδίου για το μέτρο διατηρήσεως της CCAMLR με σκοπό τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48): «Dumping or discharging of any waste or other matter and the introduction of any sewage […] is prohibited».

( 58 ) Βλ., για παράδειγμα, τμήμα 2.3 του σχεδίου για το «Weddell Sea Marine Protected Area Management Plan» το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα του σχεδίου για το μέτρο διατηρήσεως της CCAMLR με σκοπό τη δημιουργία προστατευόμενης θαλάσσιας ζώνης στη Θάλασσα του Γουέντελ (παρατίθεται στην υποσημείωση 48): «The Fisheries Research Zone includes both fished areas and unfished reference areas to advance our understanding about the ecosystem effects of longline fishing […]».

( 59 ) Πρωτόκολλο στη Συνθήκη της Ανταρκτικής το οποίο αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και υπεγράφη στη Μαδρίτη στις 4 Οκτωβρίου 1991.

( 60 ) Βλ., επίσης, δεύτερη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως της Καμπέρας όπου διαπιστώνεται η συγκέντρωση της χλωρίδας και της πανίδας εντός των υδάτων της Ανταρκτικής και το αυξανόμενο ενδιαφέρον που εγείρουν οι δυνατότητες χρησιμοποιήσεως των πόρων αυτών ως πηγή πρωτεϊνών στην Ανταρκτική.

( 61 ) Βλ. σχετικά, εκ νέου, το προοίμιο της Συμβάσεως της Καμπέρας όπου επισημαίνεται, αφενός, σε εξαιρετικά περίοπτη θέση, η «σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος και της διαφυλάξεως της ακεραιότητας του οικοσυστήματος των θαλασσών που περιβάλλουν την Ανταρκτική» (πρώτη αιτιολογική σκέψη) και, αφετέρου, τονίζονται οι «ιδιαίτερες ευθύνες των μερών που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη Συνθήκη της Ανταρκτικής ως προς την προστασία και τη διαφύλαξη του ανταρκτικού περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα τις ευθύνες που τους απονέμει η παράγραφος 1, περίπτωση στʹ, του άρθρου ΙΧ της Συνθήκης της Ανταρκτικής στο θέμα της προστασίας και της διατηρήσεως της χλωρίδας και της πανίδας στην Ανταρκτική» (έκτη αιτιολογική σκέψη).

( 62 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην εκκρεμούσα υπόθεση Deutscher Naturschutzring, Dachverband der deutschen Natur- und Umweltschutzverbände e.V (C-683/16, EU:C:2018:38).

( 63 ) Ομοίως και ο γενικός εισαγγελέας P. Léger στις προτάσεις του στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά Gutiérrez de Quijano y Lloréns (C-252/96 P, EU:C:1998:157, σημείο 36).

( 64 ) Συναφώς, διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, UER/M6 κ.λπ. (C-470/02 P, EU:C:2004:565, σκέψη 69, και απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής (C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 65).

( 65 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:296, σημείο 83 και τίτλος που προηγείται αυτού).

( 66 ) Στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Εργοστάσιο MOX στο Sellafield, C-459/03, EU:C:2006:345, σκέψη 93).

( 67 ) Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 61).

( 68 ) Βλ., σχετικά, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C‑600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 68). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο σχετικοποιεί τη θέση που είχε λάβει στη λίγο προγενέστερη γνωμοδότηση 2/15 της 16ης Μαΐου 2017 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2017:376, σκέψη 244 σε συνδυασμό με σκέψη 243), στην οποία γινόταν ακόμη δεκτό ότι υποχρεώσεις απορρέουσες από διεθνή συμφωνία που εμπίπτουν σε συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών «δεν μπορούν να εγκριθούν από μόνη την Ένωση».

( 69 ) Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με τη ρύθμιση μεμονωμένων τομέων διά της συνάψεως συμφωνιών που περιέχονται στο παράρτημα της Συμφωνίας ΠΟΕ, για τις οποίες η Κοινή Εμπορική Πολιτική δεν παρείχε επαρκή νομική βάση σε εκείνο το στάδιο εξελίξεώς της (βλ., σχετικά, γνωμοδότηση 1/94 της 15ης Νοεμβρίου 1994 (Συμφωνίες προσαρτημένες στη Συμφωνία ΠΟΕ, EU:C:1994:384). Το ίδιο ισχύει και σήμερα για τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη (βλ., σχετικά, γνωμοδότηση 2/15 της 16ης Μαΐου 2017, Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2017:376).

( 70 ) Βλ., περισσότερες λεπτομέρειες, σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.

( 71 ) Από τις αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Εργοστάσιο MOX στο Sellafield, C-459/03, EU:C:2006:345, ιδίως σκέψη 96), και της 5ης Δεκεμβρίου 2017, Γερμανία κατά Συμβουλίου (COTIF, C-600/14, EU:C:2017:935, σκέψη 68, δεύτερη περίοδος), μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ένωση δύναται να αποφασίζει κατά περίπτωση αν θα ασκήσει τις υφιστάμενες εξουσίες της σε τομέα συντρέχουσας αρμοδιότητας στο ακέραιο ή μόνον εν μέρει, προκειμένου να αφήσει περιθώριο στα κράτη μέλη να ενεργήσουν ανεξάρτητα.

( 72 ) Αυτό θα μπορούσε να αφορά, παραδείγματος χάρη, την προστασία μεμονωμένων, συγκεκριμένα αναφερόμενων ειδών ή την εκτέλεση μεμονωμένων μέτρων για τη μελέτη του ζητήματος της τήξεως των πάγων.

( 73 ) Βλ., σχετικά, σημεία 104 έως 110 των παρουσών προτάσεων.

( 74 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 75 ) Βλ., σχετικά, δήλωση 10 στην τελική πράξη της Διακυβερνητικής Διασκέψεως που υιοθέτησε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 (Δήλωση για τα άρθρα 109, 130 Ρ και 130 Ω της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΕΕ 1992, C 191, σ. 100): «Η Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 109, παράγραφος 5, του άρθρου 130 Ρ, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 130 Ω, δεν θίγουν τις αρχές που απορρέουν από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση AETR».

( 76 ) Σε σχέση με προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να επιθυμούσαν, παραδείγματος χάρη, να αναλάβουν, βάσει του διεθνούς δικαίου, υποχρέωση παραλείψεως κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας στα ύδατα της Ανταρκτικής, αντί να υπόκεινται μόνο στους περιορισμούς που επιδιώκει η Ένωση.

( 77 ) Βλ., σχετικά, σημεία 84 έως 87 των παρουσών προτάσεων.

( 78 ) Αυτό αφορά, συγκεκριμένα, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

( 79 ) Αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Προστασία των δικαιωμάτων των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, C-114/12, EU:C:2014:2151, σκέψεις 64 έως 67), και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Green Network (C-66/13, EU:C:2014:2399, σκέψεις 27 και 28).

( 80 ) Βλ., σχετικά, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 81 ) Βλ., σχετικά, ιδίως σημεία 88 έως 98 των παρουσών προτάσεων.

( 82 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη της σύμβασης για τη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής (ΕΕ 2004, L 97, σ. 1).

( 83 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη της σύμβασης για τη διατήρηση της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας της Ανταρκτικής και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 3943/90, (ΕΚ) 66/98 και (ΕΚ) 1721/1999 (ΕΕ 2004, L 97, σ. 16).

( 84 ) Βλ., σχετικά, γνωμοδότηση 1/13 της 14ης Οκτωβρίου 2014 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης, EU:C:2014:2303, σκέψη 71), απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Green Network (C-66/13, EU:C:2014:2399, σκέψη 29), καθώς και γνωμοδοτήσεις 3/15 της 14ης Φεβρουαρίου 2017 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα, EU:C:2017:114, σκέψη 105) και 2/15 της 16ης Μαΐου 2017 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2017:376, σκέψη 181).

( 85 ) Βλ., σχετικά, γνωμοδοτήσεις 2/91 της 19ης Μαρτίου 1993 (Σύμβαση υπ’ αριθ. 170 ΔΟΕ, EU:C:1993:106, σκέψεις 25 και 26), 1/13 της 14ης Οκτωβρίου 2014 (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης, EU:C:2014:2303, σκέψη 86), 3/15, της 14ης Φεβρουαρίου 2017 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα, EU:C:2017:114, σκέψη 113) και 2/15 της 16ης Μαΐου 2017 (Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2017:376, σκέψη 201).

Top