Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0569

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 8ης Μαρτίου 2017.
    X κατά Staatssecretaris van Financiën.
    Αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Εφαρμογή των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i – Πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών – Μισθωτός απασχολούμενος σε κράτος μέλος ο οποίος ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια τρίμηνης άδειας άνευ αποδοχών.
    Υπόθεση C-569/15.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:181

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 8ης Μαρτίου 2017 ( 1 )

    Υπόθεση C-569/15

    X

    κατά

    Staatssecretaris van Financiën

    [αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden(Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Κοινωνική ασφάλιση – Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας – Άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i – Πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών – Μισθωτός με τρίμηνη άδεια άνευ αποδοχών που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος»

    Εισαγωγή

    1.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) μεταξύ της Χ και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών), με αντικείμενο την πληρωμή φόρου εισοδήματος και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως για το έτος 2009.

    2.

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε ερμηνεία των κανόνων συγκρούσεως που περιλαμβάνονται στα άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 ( 2 ). Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν μισθωτός που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος για διάστημα τριών μηνών, ενώ βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, πρέπει να θεωρηθεί ως πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

    Νομικό πλαίσιο

    3.

    Το άρθρο 1 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει τον εξής ορισμό για τον «μισθωτό και μη μισθωτό»:

    «α)

    ως “μισθωτός” και “μη μισθωτός” νοείται, αντίστοιχα, κάθε πρόσωπο

    το

    οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που καλύπτονται από τους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς ή από ειδικό σύστημα για τους δημοσίους υπαλλήλους·».

    4.

    Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

    «1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

    2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

    α)

    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους».

    5.

    Το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

    «2.   Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία η οποία προσδιορίζεται ως εξής:

    […]

    β)

    το πρόσωπο, πλην του αναφερομένου στο στοιχείο α), υπόκειται:

    i)

    στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό ή αν απασχολείται για λογαριασμό περισσότερων επιχειρήσεων ή περισσότερων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών·».

    Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

    Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

    6.

    H X είναι Ολλανδή υπήκοος η οποία κατοικεί και εργάζεται στις Κάτω Χώρες.

    7.

    Δυνάμει ειδικής ρυθμίσεως, η Χ συμφώνησε με τον Ολλανδό εργοδότη της ότι από την 1η Δεκεμβρίου 2008 έως την 28η Φεβρουαρίου 2009 θα ελάμβανε άδεια άνευ αποδοχών. Συμφωνήθηκε ότι η σύμβαση εργασίας της θα παρέμενε σε ισχύ και θα επέστρεφε στα κανονικά της καθήκοντα την 1η Μαρτίου 2009.

    8.

    Κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών, η Χ διέμεινε στην Αυστρία και παρείχε σε εγκατεστημένο στην Αυστρία εργοδότη μισθωτή εργασία ως δασκάλα σκι. Κατά τη διάρκεια των μηνών αυτών δεν άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες.

    9.

    Η διαφορά στην κύρια δίκη μεταξύ της Χ και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών) αφορά τη βεβαίωση φόρου εισοδήματος και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως για το έτος 2009. Η διαφορά αφορά ειδικότερα το ζήτημα αν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2009 η Χ ήταν υποχρεωτικά ασφαλισμένη βάσει του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και ως εκ τούτου έπρεπε να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως στο ολλανδικό σύστημα.

    10.

    Το Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden (εφετείο Arnhem-Leeuwarden, Κάτω Χώρες), επί της εφέσεως κατά της αποφάσεως του Rechtbank Gelderland (περιφερειακού δικαστηρίου Gelderland, Κάτω Χώρες), έκρινε ότι η σχέση εργασίας μεταξύ της Χ και του Ολλανδού εργοδότη εξακολουθούσε να ισχύει κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών και ότι η ολλανδική νομοθεσία είχε επίσης εφαρμογή για τους δύο επίμαχους μήνες.

    11.

    Η Χ άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    12.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι με την αναίρεση τίθεται το ερώτημα ποια διάταξη του κανονισμού 1408/71 καθορίζει την εφαρμοστέα νομοθεσία κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2009. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, θα μπορούσε να είναι είτε ο γενικός κανόνας συγκρούσεως του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού είτε ο ειδικός κανόνας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού αυτού, ο οποίος ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Δεδομένου ότι κατά τους επίμαχους μήνες η Χ πράγματι άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στην Αυστρία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι επ’ αυτής εφαρμογή έχει μόνον η αυστριακή νομοθεσία. Πάντως, θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί, σύμφωνα και με την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η Χ ασκούσε κανονικά δραστηριότητες στο έδαφος δύο κρατών μελών, ήτοι των Κάτω Χωρών και της Αυστρίας. Η συνέπεια θα ήταν να έχει εφαρμογή η ολλανδική νομοθεσία, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71.

    13.

    Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν οι Κάτω Χώρες δύνανται να θεωρηθούν κράτος μέλος στο οποίο η Χ ασκούσε κανονικά μισθωτή δραστηριότητα κατά την περίοδο που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στην Αυστρία. Κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, η Χ βρισκόταν κατά το εθνικό δίκαιο σε σχέση εργασίας με τον Ολλανδό εργοδότη, μολονότι είχε άδεια άνευ αποδοχών και πράγματι δεν άσκησε καμία δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν η Χ πρέπει να θεωρηθεί ότι «ασκούσε κανονικά» τις μισθωτές δραστηριότητές της στο έδαφος δύο κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Περαιτέρω τίθεται το ερώτημα αν ο τόπος εργασίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διάρκεια μιας μεγαλύτερης περιόδου, για παράδειγμα, ενός ημερολογιακού έτους. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η συνεκτίμηση ενός μικρότερου χρονικού ορίζοντα θα οδηγούσε σε συχνή επανεξέταση της ασφαλιστικής καταστάσεως και, πιθανώς, σε συχνή μεταβολή της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με όλα τα εντεύθεν διοικητικά βάρη για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

    Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    14.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας κατοικών στις Κάτω Χώρες εργαζόμενος, ο οποίος ασκεί συνήθως τις δραστηριότητές του στις Κάτω Χώρες και λαμβάνει άδεια άνευ αποδοχών για διάστημα τριών μηνών, θεωρείται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής συνεχίζει να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες (επίσης) αν (i) η σχέση του εργασίας διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και (ii) για την εφαρμογή του ολλανδικού νόμου Werkloosheidswet η περίοδος αυτή θεωρείται ως περίοδος κατά την οποία ασκείται μισθωτή δραστηριότητα;

    2α)

    Ποια είναι η εφαρμοστέα νομοθεσία βάσει του κανονισμού 1408/71 όταν ο εργαζόμενος αυτός κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος;

    2β)

    Έχει εν προκειμένω σημασία το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος άσκησε για διάστημα περίπου μιας έως δύο εβδομάδων μισθωτή δραστηριότητα σε αυτό το άλλο κράτος μέλος δύο φορές κατά το επόμενο έτος και μία φορά ετησίως κατά τα ακόλουθα τρία έτη ενώ δεν βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών στις Κάτω Χώρες;»

    15.

    Η απόφαση περί παραπομπής που φέρει ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 2015 περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2015. Η Ολλανδική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Δεκεμβρίου 2016.

    Ανάλυση

    16.

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα πρόσωπο το οποίο κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος (τις Κάτω Χώρες) και το οποίο λαμβάνει άδεια άνευ αποδοχών για διάστημα τριών μηνών προκείμενου να εργασθεί ως μισθωτός σε άλλο κράτος μέλος (Αυστρία) θεωρείται ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών.

    17.

    Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποια είναι η νομοθεσία την οποία προσδιορίζουν ως εφαρμοστέα στο πρόσωπο αυτό οι περιεχόμενες στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 διατάξεις.

    18.

    Κατά την άποψή μου, οι δύο αυτές ερωτήσεις είναι αλληλένδετες. Αν στο πρώτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση και η Χ θεωρηθεί ότι ασκούσε κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη, θα υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, ήτοι στις Κάτω Χώρες, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα συγκρούσεως που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο βʹ, στοιχείο i, του κανονισμού 1408/71. Αν, αντιθέτως, η Χ θεωρηθεί ότι δεν ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια της περιόδου που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, εφαρμοστέα κατά τους επίμαχους μήνες θα είναι η αυστριακή νομοθεσία.

    19.

    Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η κατάσταση της Χ σε σχέση με τον Ολλανδό εργοδότη της, κατά τη διάρκεια της περιόδου που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, θεωρείται περίοδος ασκήσεως (κανονικής) μισθωτής δραστηριότητας, για την εφαρμογή των περιεχομένων στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 κανόνων συγκρούσεως.

    20.

    Οι συμμετέχοντες στη διαδικασία διατύπωσαν στο Δικαστήριο διαφορετικές απόψεις ως προς το ζήτημα αυτό.

    21.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προβάλλουν, αν και με ελαφρώς διαφορετική αιτιολογία, ότι η Χ συνέχισε να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες κατά την περίοδο που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η σύμβαση εργασίας της παρέμεινε σε ισχύ και συνέχισε να καταβάλλει εισφορές ως μισθωτός βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως. Η ολλανδική νομοθεσία επιτρέπει μια τέτοια μεταχείριση για περίοδο αδείας άνευ αποδοχών μέχρι ενός ανώτατου ορίου 78 εβδομάδων.

    22.

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι απλή αναστολή της εργασιακής σχέσεως για σύντομο χρονικό διάστημα δεν αφαιρεί από την ενδιαφερομένη την ιδιότητα του μισθωτού. Ανεξάρτητα από την αναστολή, καθοριστικός παράγοντας είναι το ότι το πρόσωπο παραμένει ασφαλισμένο κατά κινδύνων στο πλαίσιο συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως διαλαμβανομένου στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 ( 3 ).

    23.

    Η Τσεχική Κυβέρνηση διατυπώνει αντίθετη άποψη υποστηρίζοντας ότι περίοδος αδείας άνευ αποδοχών κατά τη διάρκεια της οποίας η ενδιαφερόμενη δεν άσκησε καμία δραστηριότητα για λογαριασμό του Ολλανδού εργοδότη της και δεν έλαβε αποδοχές δεν μπορεί να θεωρηθεί περίοδος ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο χαρακτηρισμός της εν λόγω περιόδου βάσει του εθνικού δικαίου ως περιόδου ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας δεν ασκεί επιρροή στο συμπέρασμα αυτό.

    24.

    Παρατηρώ ότι οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, όπου εντάσσονται τα άρθρα 13 και 14, συνιστούν πλήρες και ενιαίο σύστημα κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, σκοπός του οποίου είναι η υπαγωγή των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που μπορούν να προκύψουν εντεύθεν ( 4 ).

    25.

    Στην παρούσα υπόθεση απαιτείται να καθοριστεί αν η υπό κρίση κατάσταση εμπίπτει στον γενικό κανόνα συγκρούσεως που διαλαμβάνει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 (lex loci laboris) ή στον ειδικό κανόνα του άρθρου 14, παράγραφος 2, σημείο βʹ, στοιχείο i (lex domicilii), το οποίο εφαρμόζεται για πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

    26.

    Συναφώς, πρέπει να εκτιμηθεί αν η Χ ασκούσε κανονικά μισθωτή δραστηριότητα τόσο στην Αυστρία όσο και στις Κάτω Χώρες υπό την έννοια της τελευταίας διατάξεως.

    27.

    Πρώτον, όσον αφορά τη δραστηριότητά της στην Αυστρία, θεωρώ ότι δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος που να εμποδίζει να ληφθεί υπόψη αυτή η δραστηριότητα για να εκτιμηθεί αν ασκούσε κανονικά μισθωτή εργασία σε δύο κράτη μέλη. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, μισθωτή δραστηριότητα που διαρκεί τρεις διαδοχικούς μήνες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί απλώς περιθωριακή δραστηριότητα, η οποία δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, η Χ άσκησε πράγματι οικονομική δραστηριότητα αποκλειστικά στην Αυστρία. Είναι σαφές ότι η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί κατά την εφαρμογή των διαλαμβανόμενων από τον κανονισμό 1408/71 κανόνων συγκρούσεως.

    28.

    Δεύτερον, το ζήτημα είναι λιγότερο σαφές όταν πρόκειται να κριθεί αν η Χ διατήρησε την ιδιότητα του μισθωτού στις Κάτω Χώρες κατά το διάστημα που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, ενώ στην πραγματικότητα δεν άσκησε καμία δραστηριότητα σε αυτό το κράτος μέλος κατά το εν λόγω διάστημα.

    29.

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1 του κανονισμού, το οποίο αφορά το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, ορίζει τις έννοιες του «μισθωτού» και του «μη μισθωτού», με αναφορά, κατ’ αρχάς, σε κάθε πρόσωπο «το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που αντιστοιχούν στους κλάδους [ενός σχετικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως]».

    30.

    Έχει την ιδιότητα του εργαζομένου, υπό την έννοια του κανονισμού, όποιος είναι ασφαλισμένος, έστω και κατά ενός μόνον κινδύνου, δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφαλίσεως στο πλαίσιο ενός γενικού ή ειδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως αναφερομένου στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη εργασιακής σχέσεως ( 5 ).

    31.

    Στην απόφαση Dodl και Oberhollenzer ( 6 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι το αν κάποιος εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 δεν καθορίζεται από την ύπαρξη εργασιακής σχέσεως, αλλά από την κάλυψη έναντι των κινδύνων στο πλαίσιο συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που αναφέρεται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού. Απλή αναστολή των βασικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την εργασιακή σχέση για δεδομένη χρονική περίοδο δεν αφαιρεί από τον απασχολούμενο την ιδιότητα «του μισθωτού» ( 7 ).

    32.

    Κατά την εκτίμησή μου, αυτή η νομολογία –όπως προτείνει η Επιτροπή– είναι επίσης σημαντική για την επίμαχη κατάσταση.

    33.

    Το γεγονός πάντως ότι ένα πρόσωπο καλύπτεται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Βάσει της διατυπώσεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, πρέπει να υπάρχει επιπλέον και εργασιακή σχέση ( 8 ). Ως εκ τούτου, για να εκτιμηθεί στην υπό κρίση υπόθεση αν η Χ διατηρούσε τη μισθωτή δραστηριότητά της στις Κάτω Χώρες κατά το διάστημα που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε χωριστή μισθωτή δραστηριότητα στην Αυστρία, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πρώτον, αν η εργασιακή σχέση της παρέμεινε σε ισχύ, αν, για παράδειγμα, η εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας της ανεστάλη προσωρινά και μόνον, και, δεύτερον, αν διατήρησε την ιδιότητα του μισθωτού στις Κάτω Χώρες υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71.

    34.

    Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εργασιακή σχέση μεταξύ της Χ και του Ολλανδού εργοδότη παρέμεινε σε ισχύ κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών –τόσο από πραγματική άποψη όσο και σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, που είναι το εφαρμοστέο δίκαιο για την επίδικη εργασιακή σχέση. Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, εφόσον η Χ ήταν ασφαλισμένη, κατά την κρίσιμη περίοδο, σε κλάδο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες, έπεται ότι διατηρούσε στις Κάτω Χώρες την ιδιότητα του μισθωτού υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ανεξαρτήτως του αν ασκούσε στην πράξη οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του εν λόγω περιορισμένου χρονικού διαστήματος. Κατά συνέπεια, η Χ πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκούσε κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη, για την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, ανεξαρτήτως της προσωρινής αναστολής της εργασιακής σχέσεως που είχε σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη.

    35.

    Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι αμφιβολίες που εκφράζονται στην υπό κρίση υπόθεση οφείλονται στο γεγονός ότι στην Χ χορηγήθηκε έκτακτη, άνευ αποδοχών άδεια, η οποία διαφέρει από τις συνήθεις διακοπές της μισθωτής δραστηριότητας, όπως ο περιορισμένος χρόνος εργασίας ή η άδεια διακοπών, επειδή η προσωρινή μη παροχή εργασίας δεν απορρέει ευθέως από τη σύμβαση εργασίας, αλλά από ειδική συμφωνία που προβλέπει το ολλανδικό εργατικό δίκαιο. Φρονώ όμως ότι, εφόσον η διακοπή της δραστηριότητας βάσει της ειδικής συμφωνίας παραμένει προσωρινή και η ενδιαφερόμενη διατηρεί την κάλυψή της στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες, η κατάσταση είναι ανάλογη με άλλα, πιο τυπικά παραδείγματα ταυτόχρονης ασκήσεως δύο δραστηριοτήτων σε δύο κράτη μέλη, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια αδείας μετ’ αποδοχών ή του σαββατοκύριακου ( 9 ). Αν η Χ είχε λάβει άδεια μετ’ αποδοχών για την άσκηση της πρόσθετης δραστηριότητάς της ως δασκάλας σκι, αυτό, ασφαλώς, θα θεωρείτο μισθωτή δραστηριότητα ασκούμενη σε δύο κράτη μέλη. Φρονώ ότι το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και στην επίμαχη κατάσταση, όπου η Χ βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών, δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας της ανεστάλη μόνον προσωρινά και παρέμεινε ασφαλισμένη στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

    36.

    Κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη ερμηνεία συνάδει με τον σκοπό των κανόνων του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, οι οποίοι επιδιώκουν να διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, να ενθαρρύνουν την οικονομική αλληλοδιείσδυση διά της αποφυγής διοικητικών περιπλοκών, ιδίως όσον αφορά τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις ( 10 ).

    37.

    Η εφαρμογή εν προκειμένω του γενικού κανόνα συγκρούσεως (lex loci laboris) θα σήμαινε ότι η Χ θα υπαγόταν στην ολλανδική νομοθεσία, εκτός από ένα μήνα το 2008 και δύο μήνες το 2009, σε σχέση με τους οποίους η Χ θα υπαγόταν στην αυστριακή νομοθεσία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα ήταν αντίθετο με τον σκοπό των κανόνων συγκρούσεως που διατυπώνονται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71.

    38.

    Συχνές αλλαγές της εφαρμοστέας νομοθεσίας συνεπάγονται επιπρόσθετα διοικητικά βάρη. Ως εκ τούτου, παρότι η Χ επέλεξε να αμφισβητήσει εν προκειμένω την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας κατά τη διάρκεια της αδείας της άνευ αποδοχών, φρονώ ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα ήταν προτιμότερο για έναν διακινούμενο εργαζόμενο, λαμβανομένων υπόψη των εντεύθεν πρόσθετων διοικητικών διαδικασιών, να εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους. Αυτό εξάλλου υποστηρίζεται μετ’ επιτάσεως από την Ολλανδική Κυβέρνηση και την Επιτροπή.

    39.

    Τέλος, επικουρικώς και μόνον, επισημαίνω ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει με τον ορισμό του προσώπου που «ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» του κανονισμού 883/2004, ο οποίος, παρότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση, είναι διαφωτιστικός στον βαθμό που προσπαθεί να ενοποιήσει την προϋφιστάμενη πρακτική. Ειδικότερα, ο ορισμός αυτός αφορά το πρόσωπο «που, ταυτόχρονα ή εναλλάξ, ασκεί, για την ίδια επιχείρηση ή εργοδότη ή για διάφορες επιχειρήσεις ή εργοδότες, μια ή περισσότερες χωριστές δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» ( 11 ).

    40.

    Για όλους τους παραπάνω λόγους, φρονώ ότι, δεδομένου ότι η άδεια άνευ αποδοχών συνεπαγόταν απλώς προσωρινή αναστολή της εκτελέσεως της συμβάσεως εργασίας στις Κάτω Χώρες και ότι η Χ παρέμεινε ασφαλισμένη στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος ασφαλίσεως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή διατήρησε την ιδιότητα του μισθωτού στις Κάτω Χώρες. Ως εκ τούτου, η κατάστασή της από την 1η Δεκεμβρίου 2008 έως την 28η Φεβρουαρίου 2009 διέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71, το οποίο προβλέπει την εφαρμογή του lex domicilii, ήτοι, εν προκειμένω, της ολλανδικής νομοθεσίας.

    41.

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα 2β) που απευθύνει το αιτούν δικαστήριο, θα ήθελα να επισημάνω ότι, επειδή η Χ θα πρέπει σαφώς να θεωρηθεί ότι ασκούσε κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στην Αυστρία κατά την επίμαχη περίοδο, δεν έχει σημασία, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας στην υπό κρίση υπόθεση, αν άσκησε μισθωτή εργασία επίσης στην Αυστρία κατά τα ακόλουθα έτη.

    42.

    Σε αντίθεση με τις καταστάσεις που κρίθηκαν από τη νομολογία την οποία παραθέτει το αιτούν δικαστήριο ( 12 ), η Χ παρείχε μισθωτή εργασία ταυτόχρονα σε δύο κράτη μέλη, σε δύο χωριστούς εργοδότες. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη το χρονικό όριο των 12 μηνών, το οποίο συνδέεται με την προσωρινή απόσπαση των μισθωτών, ούτε εξάλλου να εξεταστεί κατά πόσον η μισθωτή δραστηριότητά της στην Αυστρία ήταν «προσωρινή».

    43.

    Θα ήθελα να διατυπώσω μια τελική επιφύλαξη.

    44.

    Οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 δεν αποσκοπούν μόνο στο να επιτρέψουν την εφαρμογή της αρχής του ενός και μόνον κράτους, αλλά και στο να διασφαλίσουν ότι ο διακινούμενος εργαζόμενος παραμένει πλήρως καλυμμένος από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

    45.

    Συναφώς, όπως έχω ήδη επισημάνει σε προγενέστερη υπόθεση ( 13 ), σε οριακές καταστάσεις –όπως εν προκειμένω– πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο των παροχών που χορηγούνται από τη νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω νομοθεσία δεν αποκλείει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από την προστασία που προσφέρουν οι βασικοί κλάδοι της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αν το επίπεδο προστασίας που προσφέρεται δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας είναι προδήλως ανύπαρκτο, αυτό το στοιχείο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Ειδικότερα, επιβάλλεται να αναστέλλεται προσωρινά η εφαρμογή της νομοθεσίας που καθορίζεται με βάση τους κανόνες συγκρούσεως και να εφαρμόζεται η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, το οποίο παρέχει επαρκή προστασία.

    46.

    Πάντως, αυτές οι τελικές παρατηρήσεις δεν φαίνεται να ασκούν επιρροή εν προκειμένω, επειδή η Ολλανδική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η Χ παρέμεινε ασφαλισμένη σε σχέση με όλους τους κλάδους του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τη διάρκεια της αδείας της άνευ αποδοχών.

    47.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρόσωπο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και το οποίο λαμβάνει άδεια άνευ αποδοχών για διάστημα τριών μηνών προκειμένου να ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος για άλλον εργοδότη θεωρείται, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών. Το πρόσωπο αυτό, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας.

    Πρόταση

    48.

    Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) ως εξής:

    Το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρόσωπο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και το οποίο λαμβάνει άδεια άνευ αποδοχών για διάστημα τριών μηνών προκειμένου να ασκήσει μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος για άλλον εργοδότη θεωρείται, για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών. Το πρόσωπο αυτό, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71). Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από την 1η Μαΐου 2010, από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1). Ωστόσο, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.

    ( 3 ) Η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, Dodl και Oberhollenzer (C‑543/03, EU:C:2005:364, σκέψεις 31 και 34).

    ( 4 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994, Van Poucke (C‑71/93, EU:C:1994:120, σκέψη 22).

    ( 5 ) Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala (C‑85/96, EU:C:1998:217, σκέψη 36), και της 11ης Ιουνίου 1998, Kuusijärvi (C‑275/96, EU:C:1998:279, σκέψη 21).

    ( 6 ) Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005 (C‑543/03, EU:C:2005:364).

    ( 7 ) Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, Dodl και Oberhollenzer (C‑543/03, EU:C:2005:364, σκέψη 31). Βλ., επίσης, σημείο 12 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Dodl και Oberhollenzer (C‑543/03, EU:C:2005:112).

    ( 8 ) Βλ., σε σχέση με παρόμοια έκφραση στο άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004, Fuchs, M., και Cornelissen, R., EU social security law: a commentary on EU Regulations 883/2004 and 987/2009, Oxford Hart 2015, σ. 177.

    ( 9 ) Βλ., σχετικά με ανάλογες διατάξεις που διαλαμβάνουν τα άρθρα 11 και 13 του κανονισμού 883/2004, τον πρακτικό οδηγό για την εφαρμοστέα νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και την Ελβετία (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013), σ. 24-25. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με την αποποίηση ευθύνης, ο πρακτικός οδηγός εκπονήθηκε από τη διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών, και φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα εργαλείο εργασίας που θα βοηθήσει στον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά δεν απηχεί κατ’ ανάγκην την επίσημη θέση της Επιτροπής.

    ( 10 ) Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Manpower (35/70, EU:C:1970:120, σκέψη 10), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, Plum (C‑404/98, EU:C:2000:607, σκέψη 19). Σχετικά με τη νομολογία του πολωνικού ανώτατου δικαστηρίου, βλ. Ślebzak, K., Koordynacja systemów zabezpieczenia społecznego, LEX Wolters Kluwer, Βαρσοβία, 2012, σ. 242.

    ( 11 ) Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4), το οποίο προβλέπει ως εξής: «5. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ως πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη νοείται το πρόσωπο που, ταυτόχρονα ή εναλλάξ, ασκεί, για την ίδια επιχείρηση ή εργοδότη ή για διάφορες επιχειρήσεις ή εργοδότες, μια ή περισσότερες χωριστές δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη».

    ( 12 ) Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψεις 35 έως 37).

    ( 13 ) Βλ. προτάσεις μου της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Franzen κ.λπ. (C-382/13, EU:C:2014:2190, σημεία 89 και 90).

    Top