EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0379

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 28ης Απριλίου 2016.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:309

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JULIANE KOKOTT

της 28ης Απριλίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑379/15

Association France Nature Environnement

κατά

Premier ministre

και

Ministre de l’Écologie, du Développement durable et de l’Énergie

[αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αρμοδιότητες εθνικού δικαστή — Εθνική ρύθμιση που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης — Προσωρινή διατήρηση σε ισχύ μιας τέτοιας ρυθμίσεως — Διαχρονικά αποτελέσματα — Υποχρέωση παραπομπής στο Δικαστήριο — Προστασία του περιβάλλοντος — Οδηγία 2001/42/ΕΚ — Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων — Παράβαση δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης»

I – Εισαγωγή

1.

Πρέπει οπωσδήποτε ένα εθνικό δικαστήριο να ακυρώσει με αναδρομική ισχύ την εσφαλμένη μεταφορά μιας οδηγίας ή μπορεί να διατάξει την προσωρινή διατήρηση σε ισχύ των εσφαλμένων διατάξεων έως ότου ο νομοθέτης προβεί σε διόρθωση του σφάλματος (για το μέλλον); Αυτό το ερώτημα υποβάλλεται εν προκειμένω στο Δικαστήριο.

2.

Σημείο εκκινήσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως συνιστά η ενώπιον του γαλλικού Conseil d’Etat (Συμβούλιο της Επικρατείας) διαδικασία ελέγχου των κανόνων δικαίου, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η συμβατότητα των γαλλικών νομοθετικών διατάξεων περί ενσωματώσεως του ενωσιακού δικαίου με την οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων ( 2 ) (στο εξής: οδηγία ΕΠΕ). Κατά την εν λόγω διαδικασία, το Conseil d’État διαπίστωσε ότι δεν είναι ορθή η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των απαιτήσεων της επίμαχης οδηγίας σχετικά με την αυτονομία των αρμόδιων για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων υπηρεσιών με τις οποίες πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις. Το Conseil d’État επιδιώκει εν προκειμένω να αποφευχθεί η αμφισβήτηση του κύρους των σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν εκπονηθεί κατ’ εφαρμογήν της αντιβαίνουσας στην οδηγία εθνικής νομοθεσίας.

3.

Στο πλαίσιο αυτό, το Conseil d’État επικαλείται καταρχάς την απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne ( 3 ), η οποία, όπως και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αφορούσε την οδηγία ΕΠΕ και επιτρέπει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις τη διατήρηση σε ισχύ τέτοιου είδους σχεδίων και προγραμμάτων. Ωστόσο μια λεπτομερέστερη προσέγγιση καταδεικνύει σημαντικές διαφορές.

4.

Ειδικότερα, η προαναφερόμενη απόφαση αφορούσε την ισχύ μέτρων που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης ( 4 ) κατά παράβαση των προβλεπόμενων από την οδηγία ΕΠΕ διαδικαστικών προϋποθέσεων. Αντιθέτως, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί αυτή καθαυτήν η μεταφορά της οδηγίας ΕΠΕ στο εσωτερικό δίκαιο. Ως εκ τούτου αποκλείεται η μηχανική εφαρμογή του σκεπτικού της προγενέστερης αποφάσεως. Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει αντιθέτως γενικότερα ζητήματα σχετικά με την ισχύ των οδηγιών.

5.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί το έναυσμα για μια ωραία άσκηση δεξιοτεχνίας στο πληκτροφόρο όργανο του πολυεπίπεδου ενωσιακού δικαίου, η οποία ανατρέχει στα γνωστά επαναλαμβανόμενα μοτίβα της υπεροχής του δικαίου, της αιτήσεως για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και των συνεπειών των τυχόν διαδικαστικών παρατυπιών. Ωστόσο δεν είναι αυτονόητο ότι η μελωδία που θα προκύψει θα βρει ευήκοον ους στο Conseil d’État.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας ΕΠΕ, κύριος στόχος της είναι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για (ορισμένα) σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τούτο δε κατά την προετοιμασία και πριν τη θέσπισή τους. Η οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, τη συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων της περιβαλλοντικής εκτιμήσεως, καθώς και την παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση η οποία εκδίδεται κατόπιν της εκτιμήσεως.

7.

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ αφορά τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τις αρμόδιες αρχές:

«Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές με τις οποίες πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις και οι οποίες, ενόψει των ειδικών περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων τους, ενδέχεται να επηρεάζονται από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εφαρμογής των σχεδίων και προγραμμάτων.»

Β — Το γαλλικό δίκαιο

8.

Το άρθρο L. 122‑7 του code de l'environnement [κώδικα για το περιβάλλον], όπως τροποποιήθηκε από το διάταγμα αριθ. 2012-616 της 2ας Μαΐου 2012 για την εκτίμηση ορισμένων σχεδίων και εγγράφων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, ορίζει:

«Το πρόσωπο δημοσίου δικαίου που είναι αρμόδιο για την κατάρτιση σχεδίου ή εγγράφου διαβιβάζει για γνωμοδότηση στην αρμόδια για το περιβάλλον δημόσια αρχή το σχέδιο ή το έγγραφο που καταρτίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 122-4, συνοδευόμενο από έκθεση περιβαλλοντικών επιπτώσεων [...]»

III – Η κύρια δίκη και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

9.

Η Association France Nature Environnement ζητεί από το Conseil d’État να ακυρώσει το διάταγμα αριθ. 2012-616.

10.

Το Conseil d’État διαπίστωσε ήδη κατά την επίμαχη διαδικασία ελέγχου των κανόνων δικαίου ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προβλεπόμενες από την οδηγία ΕΠΕ απαιτήσεις, όπως έχουν ερμηνευθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι η αρμοδιότητα καταρτίσεως και εγκρίσεως ορισμένων σχεδίων και εγγράφων καθώς και γνωμοδοτήσεως επί περιβαλλοντικών ζητημάτων ανήκει στην ίδια αρχή, χωρίς να υφίσταται διάταξη διασφαλίζουσα ότι η γνωμοδοτική αρμοδιότητα για ζητήματα περιβάλλοντος θα ασκείται, στο πλαίσιο της αρχής αυτής, από διοικητική μονάδα χαρακτηριζόμενη από πραγματική αυτοτέλεια.

11.

Κατά την άποψη του Conseil d’État, το επίμαχο νομικό πλαίσιο δεν συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.

12.

Το Conseil d’État έκρινε ότι η μερική ακύρωση με αναδρομική ισχύ του προσβαλλομένου διατάγματος ενδέχεται να προκαλέσει αμφισβήτηση της νομιμότητας πολλών εκ των σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν υλοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων καθώς και όλων των μέτρων που ελήφθησαν βάσει αυτών των σχεδίων και προγραμμάτων, λαμβανομένης υπόψη και της κατά το γαλλικό διοικητικό δίκαιο δυνατότητας προσβολής, χωρίς προϋπόθεση προθεσμίας, του παράνομου χαρακτήρα των κανονιστικών πράξεων.

13.

Στην προσπάθειά του να αποφύγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το Conseil d’État υποβάλλει στο Δικαστήριο τα εξής ερωτήματα:

1)

Υποχρεούται ένα εθνικό δικαστήριο, ως δικαστήριο γενικής δικαιοδοσίας για το δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλει, σε όλες τις περιπτώσεις, προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να εκτιμήσει αν επιβάλλεται η προσωρινή διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που κρίθηκαν αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης από το εθνικό δικαστήριο;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ενδεχόμενη απόφαση του Conseil d’État να διατηρήσει σε ισχύ μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2016 τα αποτελέσματα των διατάξεων του άρθρου 1 του διατάγματος [αριθ. 2012-616], τις οποίες κρίνει παράνομες μπορεί να δικαιολογηθεί για επιτακτικό λόγο αναγόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος;

14.

Η Association France Nature Environnement, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2016.

IV – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

15.

Το ερώτημα του Conseil d’État αφορά καταρχάς τη δυνατότητα να μην αρθεί προσωρινά σε αυτό το στάδιο η ισχύς διατάξεων που αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, στην πραγματικότητα όμως δεν αφορά τις διατάξεις αυτές καθαυτές, αλλά τη διατήρηση των εννόμων αποτελεσμάτων τους έναντι του κατά προτεραιότητα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης. Σε αυτό εστιάζει ρητά το δεύτερο ερώτημα.

16.

Ως εκ τούτου θα εξετάσω καταρχάς ποια είναι αυτά τα αποτελέσματα (συναφώς υπό Α), προτού παρουσιάσω τη μη συμβατότητα της διατηρήσεώς τους με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (συναφώς υπό Β). Ολοκληρώνοντας θα αναλύσω την πρακτική αντιμετώπιση των προβλημάτων που θίγει το Conseil d’État στην αίτησή του. Μόνο στο πλαίσιο αυτό μπορεί να εξεταστεί το υποβληθέν από το Conseil d’État ζήτημα περί του αν επιβάλλεται να ερωτηθεί το Δικαστήριο (συναφώς υπό Γ).

Α — Σχετικά με τα έννομα αποτελέσματα της επίμαχης διατάξεως

17.

Επιδίωξη του Conseil d’État είναι να διατηρήσει προσωρινά τα έννομα αποτελέσματα του άρθρου L. 122-7 του code de l'environnement που προβλέπει ότι η αρμόδια για την κατάρτιση ενός σχεδίου ή εγγράφου αρχή διαβιβάζει για γνωμοδότηση στην αρμόδια για το περιβάλλον δημόσια αρχή το σχέδιο ή το έγγραφο που καταρτίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 122-4, συνοδευόμενο από έκθεση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στο γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ.

18.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεν απαγορεύεται η αρχή που είναι αρμόδια για την κατάρτιση κάποιου σχεδίου ή προγράμματος ή έχει οριστεί προς τούτο, να γνωμοδοτεί παράλληλα (η ίδια) για τις πράξεις αυτές. Στην περίπτωση αυτή όμως απαιτείται τουλάχιστον να διακρίνονται λειτουργικώς οι υπηρεσίες της αρχής με την οποία διεξάγονται κατά κανόνα οι διαβουλεύσεις σε περιβαλλοντικά θέματα αρχής, κατά τρόπον ώστε μια εσωτερική διοικητική μονάδα (με την οποία διεξάγονται οι διαβουλεύσεις) να διαθέτει πραγματική αυτοτέλεια ( 5 ).

19.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Conseil d’État κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο L. 122-7 του code de l'environnement αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ, στον βαθμό που η εν λόγω διάταξη δεν διασφαλίζει επαρκώς την αυτονομία των εσωτερικών διοικητικών υπηρεσιών με τις οποίες διεξάγονται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της εκτιμήσεως σχεδίων ή προγραμμάτων. Εντούτοις, επιθυμεί να διατηρήσει τα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω διατάξεως έως ότου αυτή αντικατασταθεί από ρύθμιση που θα συνάδει με την οδηγία ΕΠΕ.

20.

Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο της προσωρινής συνεχίσεως της εφαρμογής των εν λόγω διαδικαστικών κανόνων κατά τον έλεγχο νέων σχεδίων ή προγραμμάτων, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζει ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον. Η αναβολή των ελέγχων αυτών μέχρις ότου διασφαλιστεί επαρκώς η αυτονομία των οικείων υπηρεσιών θα προσέγγιζε ενδεχομένως περισσότερο τον επιδιωκόμενο σκοπό.

21.

Για το Conseil d’État, προτεραιότητα αποτελεί κυρίως το ζήτημα των ήδη εγκεκριμένων σχεδίων και προγραμμάτων, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των οποίων περιελάμβανε και τη διενέργεια διαβουλεύσεων με διοικητικές υπηρεσίες που δεν διέθεταν επαρκή αυτονομία. Το Conseil d’État εκφράζει τον φόβο ότι αυτή η έλλειψη αυτονομίας αποτελεί κίνδυνο για την υπόσταση των εν λόγω σχεδίων και προγραμμάτων.

22.

Ο κίνδυνος αυτός δύναται να υλοποιηθεί με την προσβολή του εκάστοτε σχεδίου ή προγράμματος είτε με ευθεία προσφυγή είτε παρεμπιπτόντως. Ο παρεμπίπτων έλεγχος θα μπορούσε να προκύψει στο πλαίσιο προσφυγών κατά αποφάσεων των διοικητικών αρχών, ερειδόμενων επί του εκάστοτε σχεδίου ή προγράμματος. Όπως διευκρίνισε το Conseil d’État, ο εν λόγω παρεμπίπτων έλεγχος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και επομένως ο απρόσβλητος χαρακτήρας ( 6 ) των σχεδίων ή των προγραμμάτων δεν εμποδίζει την άσκησή του.

23.

Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πρόκειται για σχέδιο που απορρίφθηκε για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος οι οποίοι αφορούν τη δόμηση σε ορισμένες περιοχές. Ο αιτών του οποίου η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομήσεως απορρίφθηκε για τέτοιο λόγο έχει τη δυνατότητα να αντιτάξει στο πλαίσιο εν συνεχεία ασκηθείσας προσφυγής ότι η διαδικασία εγκρίσεως του σχεδίου πάσχει ελάττωμα, καθόσον η εσωτερική διοικητική υπηρεσία με την οποία διεξήχθη διαβούλευση πριν από την έγκριση δεν απολάμβανε επαρκούς αυτονομίας. Στην περίπτωση που το σχέδιο συνιστούσε το μοναδικό εμπόδιο για την έκδοση της οικοδομικής αδείας, η κατασκευή του έργου θα έπρεπε ενδεχομένως να επιτραπεί.

24.

Είναι επίσης πιθανό π.χ. μια περιβαλλοντική οργάνωση να στραφεί κατά των εργασιών που σχετίζονται με ένα τέτοιο σχέδιο ή πρόγραμμα και να ισχυριστεί ότι, εάν οι εσωτερικές υπηρεσίες με τις οποίες διεξήχθη διαβούλευση διέθεταν επαρκή αυτονομία, θα είχαν ενσωματώσει στο σχέδιο ή το πρόγραμμα αυστηρότερες διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

25.

Δεδομένου ότι η οδηγία ΕΠΕ επιτάσσει ( 7 ) μεν την αυτονομία των διοικητικών υπηρεσιών με τις οποίες διεξάγονται διαβουλεύσεις, χωρίς ωστόσο να ρυθμίζει ρητά τις συνέπειες της μη επαρκούς αυτονομίας ( 8 ), η ευδοκίμηση του σχετικού ισχυρισμού εξαρτάται καταρχάς από το εθνικό δίκαιο.

26.

Σε κάθε περίπτωση, οι προϋποθέσεις για την επίκληση της επιβαλλόμενης από το δίκαιο της Ένωσης αυτονομίας της υπηρεσίας με την οποία διεξάγονται διαβουλεύσεις δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερο ευνοϊκές εκείνων που διέπουν παρόμοιες περιπτώσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν επιτρέπεται να καθιστούν την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την έννομη τάξη της Ένωσης πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή (αρχή της ισοδυναμίας) ( 9 ). Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα που επιλαμβάνονται των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων οφείλουν, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση ή να ακυρωθεί σχέδιο ή πρόγραμμα που καταρτίστηκε χωρίς προηγουμένως να τηρηθεί η προβλεπόμενη από την οδηγία ΕΠΕ υποχρέωση προς διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ( 10 ).

27.

Ανακύπτει βεβαίως το ερώτημα αν η σχετική με τις διαδικαστικές πλημμέλειες νομολογία τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της οδηγίας ΕΠΕ ( 11 ).

28.

Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, επί διαδικαστικής πλημμέλειας δεν είναι αναγκαία η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως εφόσον το δικαστήριο —χωρίς να επιβάλει με οποιονδήποτε τρόπο το σχετικό βάρος αποδείξεως στον προσφεύγοντα αλλά βάσει των κατά περίπτωση προσκομισθεισών από τον κύριο του έργου ή την αρμόδια διοικητική αρχή αποδείξεων και γενικά του συνόλου του κατατεθέντος ενώπιον του δικαστηρίου ή της υπηρεσίας φακέλου— είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε το ίδιο περιεχόμενο ακόμα και αν δεν βαρυνόταν με το επίμαχο τυπικό σφάλμα ( 12 ). Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στην κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, η συνεκτίμηση της βαρύτητας της προβαλλόμενης πλημμέλειας ( 13 ).

29.

Πάντως, χρήζει περαιτέρω εξετάσεως το κατά πόσον είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή των ανωτέρω σκέψεων που αφορούν τη χορήγηση ατομικών αδειών κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ σε κατ’ ανάγκην ευρύτερης κλίμακας σχέδια και προγράμματα, τα οποία εκ της φύσεώς τους προσφέρουν μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών δυνάμενων να αποτελέσουν αντικείμενο διαβουλεύσεων. Στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα αυτό θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστεί βάσει συγκεκριμένων διαδικασιών, οι οποίες αφορούν επιμέρους σχέδια ή προγράμματα και αναδεικνύουν τα πραγματικά προβλήματα που ανακύπτουν, και όχι κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

30.

Κατά συνέπεια, είναι δικαιολογημένη η ανησυχία του Conseil d’État ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα επίμαχα σχέδια και προγράμματα, λόγω της ανεπαρκούς αυτονομίας των υπηρεσιών με τις οποίες διεξάγονται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Β Σχετικά με τη διατήρηση σε ισχύ διατάξεων που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης

31.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επιδιώκεται να διαπιστωθεί αν το Conseil d’État μπορεί να διατηρήσει σε ισχύ τη γαλλική νομοθεσία περί ενσωματώσεως που αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να αποκλειστεί η πιθανότητα αμφισβήτησης των σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν καταρτιστεί κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί ενσωματώσεως λόγω μη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης.

32.

Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα σχετικά με την ισχύ εθνικής νομοθεσίας που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης έχει ήδη αποσαφηνιστεί σε μεγάλο βαθμό. Και τούτο διότι κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας διαφοράς έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο το δίκαιο της Ένωσης, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, δυνάμενη να τον οδηγήσει σε λήψη αποφάσεως μη σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ( 14 ). Η υποχρέωση αυτή αποτελεί έκφανση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου ( 15 ).

33.

Ως εκ τούτου, σκοπός του ερωτήματος είναι να διευκρινιστεί εάν το Conseil d’État δύναται να αναστείλει προσωρινά την ισχύ της υπερκείμενης εφαρμοστέας επιταγής περί διασφαλίσεως επαρκούς αυτονομίας της υπηρεσίας με την οποία διεξάγονται διαβουλεύσεις και να εφαρμόσει τις διατάξεις της γαλλικής νομοθεσίας που δεν προβλέπουν την εν λόγω αυτονομία.

34.

Στην περίπτωση αυτή και σύμφωνα με την εγγενή στην έννομη τάξη της Ένωσης γενική αρχή περί ασφάλειας δικαίου, μόνον ( 16 )το Δικαστήριο δύναται να περιορίσει κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να επικαλεστούν την ερμηνεία που το ίδιο έχει ακολουθήσει για συγκεκριμένη διάταξη και να αμφισβητήσουν έννομες σχέσεις που έχουν θεμελιωθεί καλή τη πίστει ( 17 ). Αντιθέτως, εάν τα εθνικά δικαστήρια είχαν την εξουσία να αναγνωρίζουν υπεροχή των εθνικών διατάξεων έναντι τυχόν αντίθετης ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

35.

Ακόμα και το ίδιο το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στον περιορισμό αυτόν παρά μόνο με την ίδια απόφαση με την οποία αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας ( 18 ). Η αρχή αυτή διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των κρατών μελών και των πολιτών έναντι του δικαίου της Ένωσης και κατ’ αυτόν τον τρόπο ανταποκρίνεται στις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της ασφάλειας δικαίου ( 19 ).

36.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης για την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Conseil d’État η ερμηνεία στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση Seaport (NI) κ.λπ. Εντούτοις το Δικαστήριο δεν περιόρισε τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, τούτο δεν είναι πλέον δυνατό.

37.

Ούτε στην απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne μπορεί να θεμελιωθεί περαιτέρω παρέκκλιση από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Και τούτο διότι ενώ γίνεται λόγος περί διατηρήσεως ορισμένων εννόμων αποτελεσμάτων ακυρωθείσας εθνικής πράξεως ( 20 ), η αναφορά αυτή δεν αφορά πράξη της οποίας το περιεχόμενο αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά πράξη που έχει εκδοθεί κατά παράβαση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που θέτει η Ένωση ( 21 ).

38.

Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η διατήρηση των εννόμων αποτελεσμάτων εθνικής νομοθεσίας περί ενσωματώσεως με τρόπο που να αποκλείει την επίκληση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ, όπως το ερμήνευσε το Δικαστήριο στην απόφαση Seaport (NI) κ.λπ., σε περίπτωση σχεδίων και προγραμμάτων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση της διατάξεως αυτής.

Γ Ως προς τη διατήρηση σε ισχύ σχεδίων και προγραμμάτων καταρτισθέντων κατ ’ εφαρμογήν διατάξεων που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης

39.

Σε κάθε περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρει επίσης το ερώτημα εάν το Conseil d’État δύναται, κρίνοντας επί της συμβατότητας των γαλλικών διατάξεων περί ενσωματώσεως της οδηγίας ΕΠΕ με το δίκαιο της Ένωσης, να αποφανθεί επίσης για τη διατήρηση των οικείων σχεδίων και προγραμμάτων ή εάν για το ζήτημα αυτό θα πρέπει να απευθυνθεί στο Δικαστήριο.

40.

Σχετικό έρεισμα θα μπορούσε να αποτελέσει η απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne. Σύμφωνα με αυτήν, ένα δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να κάνει χρήση εθνικής διατάξεως που του παρέχει την εξουσία να διατηρήσει ορισμένα από τα έννομα αποτελέσματα ακυρωθείσας εθνικής πράξεως υπό τον όρο ότι

η εν λόγω εθνική πράξη αποτελεί μέτρο για την ορθή μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης,

η έκδοση και η εφαρμογή της νέας εθνικής πράξεως, η οποία περιλαμβάνει το πρόγραμμα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής, δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχε για το περιβάλλον η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως,

η ακύρωση της ως άνω προσβαλλομένης πράξεως έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κενού δικαίου όσον αφορά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης, πράγμα το οποίο θα προκαλούσε μεγαλύτερη βλάβη στο περιβάλλον, υπό την έννοια ότι η ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως και, επομένως, θα ήταν αντίθετη προς τον θεμελιώδη σκοπό της οδηγίας αυτής, και

τα έννομα αποτελέσματα της ως άνω πράξεως διατηρούνται κατ’ εξαίρεση μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο, προκειμένου να ληφθούν τα μέτρα που καθιστούν δυνατή τη θεραπεία της διαπιστωθείσας παρανομίας ( 22 ).

41.

Κατά συνέπεια, ανακύπτουν δύο ερωτήματα. Αφενός πρέπει να διευκρινιστεί εάν η κρίση περί διατηρήσεως θα αφορά γενικώς και αφηρημένως όλα τα σχέδια και προγράμματα ή —όπως προτείνει η Γαλλία— θα ισχύει τουλάχιστον για συγκεκριμένες κατηγορίες σχεδίων και προγραμμάτων (συναφώς υπό 2). Αφετέρου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον επιβάλλεται η υποβολή του ζητήματος αυτού στο Δικαστήριο με τη μορφή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (συναφώς υπό 3). Προηγουμένως όμως θα πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό μιας τέτοιας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

1. Επί του παραδεκτού

42.

Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω ερμηνείας της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί αν η απάντηση είναι αναγκαία για την έκδοση αποφάσεως επί της κύριας υποθέσεως και επομένως, υπό αυτή την έννοια, αν η αίτηση είναι παραδεκτή. Και αυτό διότι το Conseil d’État δεν έχει επιληφθεί εν προκειμένω υποθέσεως που έχει ευθέως ως αντικείμενο την εγκυρότητα σχεδίων ή προγραμμάτων καταρτισθέντων κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ.

43.

Το Conseil d’État επισημαίνει ωστόσο ότι η διαπίστωσή του περί μη συμβατότητας της γαλλικής νομοθεσίας μεταφοράς με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας ΕΠΕ θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση συγκεκριμένα σχέδια και προγράμματα. Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται προφανώς η δυνατότητά του να εκφέρει στην εκδοθησόμενη απόφασή του άποψη σχετικά με τις επιπτώσεις που αυτή θα έχει επί των επίμαχων σχεδίων και προγραμμάτων.

44.

Ως εκ τούτου, το τεκμήριο ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι λυσιτελή ( 23 ) ισχύει και στην υπό κρίση υπόθεση και συνεπώς αμφότερα τα ανωτέρω αναπτυχθέντα υποερωτήματα είναι παραδεκτά.

2. Επί της διατηρήσεως σε ισχύ όλων των επίμαχων σχεδίων και προγραμμάτων ή ορισμένων κατηγοριών αυτών

45.

Όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει τη συλλήβδην θεραπεία αδειών που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των διαδικαστικών προϋποθέσεων της οδηγίας ΕΠΕ ( 24 ). Προς αυτή την κατεύθυνση συγκλίνουν και τα κριτήρια που αναπτύχθηκαν στην απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne για τα σχέδια και τα προγράμματα. Και τούτο διότι σύμφωνα με αυτήν, η διατήρηση εννόμων αποτελεσμάτων μεμονωμένων πράξεων μπορεί να γίνει μόνο κατ’ εξαίρεση ( 25 ). Εξάλλου, τουλάχιστον τρεις από τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω απόφαση αποσκοπούν στην εκτίμηση των μεμονωμένων αυτών πράξεων και των συνεπειών της ακυρώσεώς τους.

46.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να εξεταστεί εάν για την πλήρωση της δεύτερης προϋποθέσεως είναι αναγκαία η διατήρηση σε ισχύ διά δικαστικής αποφάσεως ή εάν αρκεί μια εν συνεχεία νομότυπα εκδοθείσα πράξη να προβλέπει επαρκείς προς τούτο ρυθμίσεις ( 26 ). Συναφώς επισημαίνεται ότι η εκ των υστέρων διόρθωση σφάλματος της νομοθετικής μεταφοράς της οδηγίας ΕΠΕ δεν είναι ικανή να θεραπεύσει τα διαδικαστικά σφάλματα που παρουσιάστηκαν κατά την έκδοση των σχεδίων και προγραμμάτων. Και τούτο διότι η επαρκής αυτονομία της υπηρεσίας με την οποία διεξάγονται διαβουλεύσεις δεν δύναται να διασφαλιστεί εκ των υστέρων. Για την πλήρωση της προϋποθέσεως απαιτείται τα σχέδια ή προγράμματα που αντικαθιστούν τα κατά παράβαση των κανόνων της διαδικασίας θεσπισθέντα μέτρα να έχουν εκδοθεί μεταγενεστέρως και με τήρηση της ορθής διαδικασίας.

47.

Η τρίτη προϋπόθεση αφορά τις συγκεκριμένες για το περιβάλλον επιπτώσεις που ενέχει η ακύρωση της πράξεως ( 27 ). Τέλος, για την πλήρωση της τέταρτης προϋποθέσεως πρέπει να εκτιμηθεί το χρονικό διάστημα που θα ήταν αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν αντίστοιχα μέτρα με την τήρηση της ορθής διαδικασίας ( 28 ). Αμφότερα τα ερωτήματα μπορούν να κριθούν μόνον σε σχέση με συγκεκριμένα σχέδια ή προγράμματα.

48.

Ως εκ τούτου, απόφαση σχετικά με την προσωρινή διατήρηση σχεδίων ή προγραμμάτων καταρτισθέντων κατά παράβαση των διαδικαστικών απαιτήσεων που θέτει η οδηγία ΕΠΕ μπορεί να ληφθεί μόνον κατά περίπτωση.

3. Επί της αναγκαιότητας υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

49.

Οι μέχρι τούδε αναλυθείσες τρεις προϋποθέσεις της αποφάσεως Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne δεν εξαρτώνται από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αλλά κατ’ ουσίαν από τα πραγματικά περιστατικά και το περιεχόμενο των εκάστοτε μέτρων. Ως εκ τούτου δύνανται κατά κανόνα να ελεγχθούν από τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να απαιτείται η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

50.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για την πρώτη προϋπόθεση του Δικαστηρίου, σχετικά με το ότι η επίμαχη πράξη θα πρέπει να αποτελεί μέτρο για την ορθή μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης ( 29 ).

51.

Προβλήματα ανακύπτουν ωστόσο από το γεγονός ότι το Conseil d’État εξετάζει επίσης σχέδια και προγράμματα που δεν συνιστούν μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης. Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν σε ισχύ και μέτρα που υπηρετούν άλλους σκοπούς.

52.

Όπως έχω ήδη αναφέρει στις προτάσεις μου στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne, ανεξάρτητα από τη μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης, μπορεί να συντρέχουν σοβαροί λόγοι για τη διατήρηση σε ισχύ κάποιου σχεδίου ή προγράμματος, παρόλο που το επίμαχο μέτρο έχει θεσπιστεί κατά παράβαση της οδηγίας ΕΠΕ. Και τούτο διότι η άρση ενός τέτοιου μέτρου θα μπορούσε να δημιουργήσει κενό στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος ( 30 ). Το αυτό ισχύει και επί μέτρων που αφορούν τη μεταφορά του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον, καθώς και για αμιγώς εθνικά μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του περιβάλλοντος.

53.

Εντούτοις, φρονώ ότι εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να κρίνει υπό αυτήν την έννοια.

54.

Πρώτον, δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι το Conseil d’État ασχολήθηκε στην κύρια δίκη με τη διατήρηση σε ισχύ συγκεκριμένων σχεδίων ή προγραμμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, για την απόφαση του Conseil d’État δεν θα ήταν αναγκαία σχετική κρίση του Δικαστηρίου.

55.

Δεύτερον, η απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne ελήφθη από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Το εν λόγω τμήμα έκρινε σκόπιμο να περιορίσει ρητώς τη διατήρηση σε ισχύ σχεδίων και προγραμμάτων στην υπό κρίση υπόθεση και ειδικότερα στη διατήρηση σε ισχύ ενός παρατύπως θεσπισθέντος μέτρου για τη μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης. Επομένως, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται να διευρύνει χωρίς προφανή λόγο το πεδίο εφαρμογής των σχετικών κρίσεων.

56.

Τρίτον, θεωρώ την περίσκεψη του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου δικαιολογημένη. Τυχόν διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των σχετικών κρίσεων για τη διατήρηση σε ισχύ σχεδίων και προγραμμάτων θα ελάμβανε χώρα εν προκειμένω χωρίς καμία γνώση των αντικρουόμενων συμφερόντων στη συγκεκριμένη υπόθεση. Παράλληλα, θα μπορούσε να αποδυναμώσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας ΕΠΕ και, ενδεχομένως, και άλλων διαδικαστικών κανόνων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

57.

Κατά συνέπεια, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν είναι ακόμα σαφές εάν είναι επίσης δυνατή η διατήρηση παρατύπως θεσπισθέντων μέτρων που δεν συνιστούν μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορρύπανσης στην εθνική έννομη τάξη. Εθνικό δικαστήριο καλούμενο να κρίνει το ζήτημα της διατηρήσεως σε ισχύ τέτοιων μέτρων, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει κατά το άρθρο 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης για να αποφανθεί επ’ αυτού.

V – Πρόταση

58.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1)

Δεν επιτρέπεται η διατήρηση σε ισχύ των εννόμων αποτελεσμάτων εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη, όταν τούτο έχει ως συνέπεια να αποκλείεται η επίκληση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, όπως η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση Seaport (NI) κ.λπ. (C‑474/10, EU:C:2011:681), σε σχέση με σχέδια ή προγράμματα που έχουν καταρτιστεί κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως.

2)

Υπό το φως της αποφάσεως Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11, EU:C:2012:103), τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται μόνον κατά περίπτωση να διατηρούν προσωρινώς τα έννομα αποτελέσματα σχεδίου ή προγράμματος καταρτισθέντος κατά παράβαση της οδηγίας 2001/42.

3)

Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου οφείλει, κατά το άρθρο 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης για να αποφανθεί επ’ αυτού, προτού λάβει απόφαση περί της διατηρήσεως σε ισχύ των εννόμων αποτελεσμάτων σχεδίου ή προγράμματος που έχει καταρτιστεί κατά παράβαση της οδηγίας 2001/42, όταν το μέτρο αυτό δεν υπηρετεί τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 197, σ. 30).

( 3 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103).

( 4 ) Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορ[ρ]ύπανση γεωργικής προελεύσεως (ΕΕ L 375, σ. 1), όπως ισχύει μετά τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, περί προσαρμογής στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις υποκείμενες στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 284, σ. 1).

( 5 ) Απόφαση Seaport (NI) κ.λπ. της 20ής Οκτωβρίου 2011 (C‑474/10, EU:C:2011:681, σκέψη 43).

( 6 ) Βλ. σχετικά με το παραδεκτό των αποκλειστικών προθεσμιών, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), της 17ης Νοεμβρίου 1998, Aprile (C‑228/96, EU:C:1998:544, σκέψη 19), της 30ής Ιουνίου 2011, Meilicke κ.λπ. (C‑262/09, EU:C:2011:438, σκέψη 56) και της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 28).

( 7 ) Απόφαση Seaport (NI) κ.λπ. της 20ής Οκτωβρίου 2011 (C‑474/10, EU:C:2011:681, σκέψη 43).

( 8 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 42).

( 9 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 45).

( 10 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 46).

( 11 ) Ήδη οδηγία 2011/92/ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ της 16ης Απριλίου 2014 (ΕΕ L 124, σ. 1).

( 12 ) Αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, Gemeinde Altrip κ.λπ. (C‑72/12, EU:C:2013:712, σκέψη 53) και της 15ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑137/14, EU:C:2015:683, σκέψη 60).

( 13 ) Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Gemeinde Altrip κ.λπ. (C‑72/12, EU:C:2013:712, σκέψη 54).

( 14 ) Αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 21/23), της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 45) και της 18ης Απριλίου 2013, L (C‑463/11, EU:C:2013:247, σκέψη 44).

( 15 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 17), της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 53) και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 52).

( 16 ) Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 67).

( 17 ) Αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne (43/75, EU:C:1976:56, σκέψεις 71 έως 75), της 6ης Μαρτίου 2007, Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 35) και της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κ.λπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 89).

( 18 ) Αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Barra κ.λπ. (309/85, EU:C:1988:42, σκέψη 142), της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463), της 6ης Μαρτίου 2007, Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 36) και της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κ.λπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 90).

( 19 ) Αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2007, Meilicke κλπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 37) και της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κλπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 91).

( 20 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 58).

( 21 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψεις 44 έως 48).

( 22 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 63).

( 23 ) Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf (C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22), της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino (C‑105/03, EU:C:2005:386, σκέψη 30) και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 40).

( 24 ) Απόφαση της 3ης Ιουλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑215/06, EU:C:2008:380, σκέψη 57).

( 25 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 58).

( 26 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 60).

( 27 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 61).

( 28 ) Υπόθεση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 62).

( 29 ) Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 59).

( 30 ) Προτάσεις μου στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11, EU:C:2011:822, σκέψεις 42 και 43).

Top