Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0303

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek της 7ης Ιουλίου 2016.
    Naczelnik Urzędu Celnego I w Ł. κατά G.M. και M.S.
    Αίτηση του Sąd Okręgowy w Łodzi για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Τεχνικοί κανόνες στον τομέα των τυχερών παιγνίων – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Έννοια του “τεχνικού κανόνα” – Υποχρέωση των κρατών μελών να γνωστοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα – Μη εφαρμογή των κανόνων που αποτελούν τεχνικούς κανόνες μη γνωστοποιηθέντες στην Επιτροπή.
    Υπόθεση C-303/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:531

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MICHAL BOBEK

    της 7ης Ιουλίου 2016 ( 1 )

    Υπόθεση C‑303/15

    Naczelnik Urzędu Celnego I w Ł.

    κατά

    G.M.

    και

    M.S.

    [αίτηση του Sąd Okręgowy w Łodzi (περιφερειακού δικαστηρίου του Łódź, Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Διαδικασία γνωστοποιήσεως για τους τεχνικούς κανόνες — Τεχνικοί κανόνες στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών — Υποχρέωση του κράτους μέλους να γνωστοποιεί τα σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή — Συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως»

    I – Εισαγωγή

    1.

    Σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, μόνον οι κάτοχοι αδειών εκμεταλλεύσεως καζίνο μπορούν να διοργανώνουν παιχνίδια ρουλέτας, χαρτοπαίγνια, ζάρια και να λειτουργούν αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών (στο εξής: υποχρέωση αδείας). Εξάλλου, δραστηριότητες που αφορούν τα παιχνίδια ρουλέτας, τα χαρτοπαίγνια, τα ζάρια και τα αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών μπορούν να λαμβάνουν χώρα μόνον εντός των καζίνο (στο εξής: τοπικός περιορισμός).

    2.

    Οι εφεσίβλητοι της κύριας δίκης είχαν διωχθεί ποινικώς διότι λειτουργούσαν σε καταστήματα διασκεδάσεως (bars) μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη άδεια. Κατά την υπεράσπισή τους, υποστήριξαν ότι η υποχρέωση αδείας συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34/ΕΚ ( 2 ), ο οποίος δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή. Ως εκ τούτου, διατείνονται ότι ο εν λόγω κανόνας δεν μπορεί να αντιταχθεί εναντίον τους από τις πολωνικές αρχές.

    3.

    Το γεγονός ότι η υποχρέωση αδείας δεν γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή δεν αμφισβητείται. Με το ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί ερμηνευτικές διευκρινίσεις ως προς τις συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως. Ωστόσο, πριν από την εξέταση αυτών των συνεπειών, θα πρέπει να απαντηθεί ένα προκαταρκτικό ερώτημα, ήτοι το κατά πόσον η υποχρέωση αδείας συνιστά, πράγματι, «τεχνικό κανόνα». Εάν διαπιστωθεί ότι τούτο δεν ισχύει, τότε εξαρχής δεν υφίστατο καμία υποχρέωση γνωστοποιήσεως.

    4.

    Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση του προκαταρκτικού ζητήματος και του γενικού ερωτήματος που αυτό εγείρει: σε ποιον βαθμό θεωρείται ότι τα καθεστώτα αδειοδοτήσεως για συγκεκριμένα είδη δραστηριοτήτων, ήτοι υπηρεσιών, εμπίπτουν στην υποχρέωση γνωστοποιήσεως για τους «τεχνικούς κανόνες», η οποία ισχύει για τα προϊόντα, δηλαδή για αγαθά;

    II – Νομικό πλαίσιο

    Α – Δίκαιο της Ένωσης

    1. Οδηγία 98/34

    5.

    Το άρθρο 1 περιέχει διάφορους ορισμούς οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την υπό κρίση υπόθεση:

    «1.

    “Προϊόν”: κάθε προϊόν βιομηχανικής κατασκευής, και κάθε γεωργικό προϊόν, συμπεριλαμβανομένων και των αλιευτικών προϊόντων.

    2.

    “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

    […]

    3.

    “Τεχνική προδιαγραφή”: η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο στο οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως τα επίπεδα ποιότητας ή ιδιότητες χρήσης, η ασφάλεια, οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, τη σήμανση και το ετικετάρισμα, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας.

    […]

    4.

    “Άλλη απαίτηση”: απαίτηση, εκτός των τεχνικών προδιαγραφών, επιβαλλόμενη σε ένα προϊόν, ιδίως για λόγους προστασίας των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος, η οποία αφορά τον κύκλο ζωής του προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά, όπως οι συνθήκες χρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης ή εξάλειψής του, εφόσον οι συνθήκες αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη σύνθεση ή τη φύση του προϊόντος, ή την εμπορία του.

    5.

    “κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο σημείο 2 και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

    […]

    11.

    “τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.»

    6.

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 ορίζει:

    «Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.

    […]»

    Β – Εθνική νομοθεσία

    7.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του πολωνικού νόμου περί τυχερών παιχνιδιών ( 3 ) προβλέπει:

    «Η διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών με ρουλέτα, χαρτιά τράπουλας, ζάρια καθώς και με αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών επιτρέπεται μόνο στους κατόχους αδείας εκμεταλλεύσεως καζίνο.»

    8.

    Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών ( 4 ) ορίζει:

    «Η διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών με ρουλέτα, χαρτιά τράπουλας, ζάρια καθώς και με αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών επιτρέπεται μόνο εντός των καζίνο.»

    III – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικό ερώτημα

    9.

    Κατά των G.M. και M.S., εφεσίβλητων της κύριας δίκης, ασκήθηκε ποινική δίωξη διότι λειτουργούσαν αυτόματα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών σε καταστήματα διασκεδάσεως (bars) στην Πολωνία χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη άδεια εκμεταλλεύσεως καζίνο, σύμφωνα με την υποχρέωση αδείας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών.

    10.

    Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αδείας συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34. Διαλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η υποχρέωση αδείας δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή, το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στους εφεσίβλητους. Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το εθνικό δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση που είχε εκδώσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Fortuna ( 5 ). Με την απόφαση Fortuna, το Δικαστήριο είχε κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών (δηλαδή, ο τοπικός περιορισμός) συνιστά «τεχνικό κανόνα».

    11.

    Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου εθνικού δικαστηρίου άσκησε έφεση η αρμόδια πολωνική αρχή [Naczelnik Urzędu Celnego I w Łodzi (Διευθυντής του Τελωνείου I στο Łódz, στο εξής: NUC)] ενώπιον του Sąd Okręgowy w Łodzi (περιφερειακού δικαστηρίου του Łódz). Το τελευταίο αυτό δικαστήριο έχει επίγνωση της νομολογίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η παράλειψη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των «τεχνικών κανόνων» στην Επιτροπή έχει ως συνέπεια ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες δεν μπορούν να αντιταχθούν έναντι ιδιωτών ( 6 ). Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο αμφισβητεί το κατά πόσον ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση της υποχρεώσεως αδείας, λόγω της ιδιαίτερης φύσεως του οικείου τομέα (τυχερά παιχνίδια). Υπό το πρίσμα αυτών των αμφιβολιών, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις), την έννοια ότι οι συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως των κανόνων που χαρακτηρίζονται ως τεχνικοί είναι πιθανό να διαφοροποιούνται κατά τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε σε περίπτωση κανόνων που αφορούν ελευθερίες μη υποκείμενες στους περιορισμούς του άρθρου 36 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παράλειψη γνωστοποιήσεως να έχει ως επακόλουθο το μη επιτρεπτό της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων σε μια συγκεκριμένη υπό κρίση διαδικασία, ενώ σε περίπτωση κανόνων που αφορούν ελευθερίες, οι οποίες υπόκεινται στους περιορισμούς του άρθρου 36 της Συνθήκης, το εθνικό δικαστήριο που είναι ταυτόχρονα δικαστήριο της Ένωσης, μπορεί να εξετάζει εάν οι εν λόγω κανόνες, παρά την παράλειψη γνωστοποιήσεως, πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 36 της Συνθήκης και μπορούν να εφαρμοστούν;»

    12.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο NUC, ο οποίος είναι ο εκκαλών της κύριας δίκης· ο G.M., ένας εκ των εφεσιβλήτων της κύριας δίκης· η Επιτροπή· καθώς και η Πολωνική, η Βελγική, η Ελληνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση. Ο NUC, ο G.M., η Πολωνική και η Βελγική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 20 Απριλίου 2016.

    IV – Ανάλυση

    Α – Εισαγωγή

    13.

    Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση του προκαταρκτικού ζητήματος κατά πόσον η υποχρέωση αδείας συνιστά, πράγματι, «τεχνικό κανόνα».

    14.

    Κατά την άποψή μου, δεν συνιστά τεχνικό κανόνα. Θα προτείνω δε στο Δικαστήριο δύο εναλλακτικές οδούς, μέσω των οποίων έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.

    15.

    Η πρώτη προσέγγιση έχει ως εξής: μετά τον καθορισμό των διαφορετικών κατηγοριών «τεχνικών κανόνων» σύμφωνα με την οδηγία 98/34 (υπό Β) και τη συνοπτική επισκόπηση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου (υπό Γ.1), καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις προηγούμενης άδειας δεν αποτελούν «τεχνικούς κανόνες» (υπό Γ.2). Στο μέτρο που η υποχρέωση αδείας μπορεί να διαχωριστεί από τον τοπικό περιορισμό, φρονώ ότι αυτή δεν αποτελεί «τεχνικό κανόνα» υποκείμενο στην υποχρέωση γνωστοποιήσεως, καίτοι ο τοπικός περιορισμός συνιστά τέτοιο κανόνα και χρήζει γνωστοποιήσεως (υπό Γ.3).

    16.

    Η δεύτερη οδός (υπό Ε) ενδέχεται να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ακόμη πιο λεπτομερή εξέταση. Κατά την άποψή μου ωστόσο, αξίζει τον κόπο. Σύμφωνα με αυτή την εναλλακτική επιχειρηματολογία, το Δικαστήριο καλείται να επανεξετάσει την εν εξελίξει υφέρπουσα διεύρυνση της έννοιας των «άλλων απαιτήσεων» όσον αφορά τη ρύθμιση της παροχής υπηρεσιών γενικώς, και των καθεστώτων προηγούμενης αδείας ειδικότερα. Εάν παραμείνει ανεξέλεγκτη, η διεύρυνση αυτή είναι πιθανό να έχει ως συνέπεια την επιβολή de facto γενικής υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως και για τις υπηρεσίες, με μοναδική αιτιολογική βάση προς τούτο ότι οι κανόνες που διέπουν τις υπηρεσίες ενδέχεται να έχουν ορισμένες παράπλευρες συνέπειες και για τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να παρασχεθούν οι εν λόγω υπηρεσίες. Κατά την άποψή μου, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν προβληματική. Πρέπει, συνεπώς, να αποτραπεί.

    Β – Οι διαφορετικές κατηγορίες «τεχνικών κανόνων »

    17.

    Η έννοια των «τεχνικών κανόνων» σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34 καλύπτει τέσσερις κατηγορίες μέτρων. Οι κατηγορίες αυτές είναι: (i) οι «τεχνικ[ές] προδιαγραφ[ές]», όπως ορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας, (ii) οι «άλλες απαιτήσεις», όπως ορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας και (iii) οι «διατάξεις […] που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος», οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας. Επιπλέον, καλύπτονται επίσης (iv) ορισμένοι κανόνες και περιορισμοί που αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ( 7 ), οι οποίοι όμως είναι άνευ σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση.

    18.

    Όσον αφορά την ως άνω κατηγορία (i), η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση υποχρέωση αδείας δεν εμπίπτει στην εν λόγω κατηγορία, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται σε αυτά καθαυτά τα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των τυχερών παιχνιδιών ή στη συσκευασία τους και, ως εκ τούτου, «δεν καθορίζει τα χαρακτηριστικά τους» ( 8 ).

    19.

    Όσον αφορά την κατηγορία (iii), προκειμένου ένα εθνικό μέτρο να εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, θα πρέπει το πεδίο εφαρμογής του να βαίνει σαφώς πέραν του περιορισμού ορισμένων πιθανών χρήσεων του επίδικου προϊόντος, η δε συγκεκριμένη κατηγορία προορίζεται να καλύψει μέτρα τα οποία δεν αφήνουν περιθώριο για καμία άλλη χρήση πλην των ευλόγως αναμενομένων για το προϊόν αμιγώς περιθωριακών χρήσεων ( 9 ). Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της υποχρεώσεως αδείας. Η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλει την πλήρη απαγόρευση της χρήσεως οποιωνδήποτε προϊόντων, αλλά επιτρέπει τη χρήση τους υπό προϋποθέσεις.

    20.

    Όσον αφορά την κατηγορία (ii), η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει, ιδίως, μέτρα τα οποία σκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και αφορούν τον κύκλο ζωής ενός προϊόντος. Το πεδίο εφαρμογής αυτής της κατηγορίας δεν είναι τόσο σαφές και εξετάζεται λεπτομερέστερα στο επόμενο τμήμα των παρουσών προτάσεων.

    Γ – Η έννοια των «άλλων απαιτήσεων » και τα καθεστώτα αδειοδοτήσεως

    1. Νομολογία σχετικά με τους «τεχνικούς κανόνες» στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών

    21.

    Υπάρχουν αρκετές υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο εξέτασε την εφαρμογή της οδηγίας 98/34 στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών: η Lindberg ( 10 ), η Επιτροπή κατά Ελλάδας ( 11 ), η Fortuna ( 12 ), η Berlington ( 13 ) και η Ince ( 14 ). Όλες έχουν καθοριστική σημασία για την ερμηνεία της έννοιας των «άλλων απαιτήσεων». Στα επόμενα σημεία των προτάσεών μου, θα επιχειρήσω τη συνοπτική επισκόπησή τους.

    α) Lindberg

    22.

    Η υπόθεση Lindberg αφορούσε την απαγόρευση της διοργανώσεως στη Σουηδία τυχερών παιχνιδιών με τη χρήση συγκεκριμένου τύπου μηχανημάτων [lyckohjulsspel (τροχός της τύχης)]. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκεί επίμαχη απαγόρευση θα μπορούσε να αποτελεί είτε «άλλη απαίτηση» είτε μέτρο το οποίο «απαγορεύ[ει] την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος». Προκειμένου να υπάγεται στην τελευταία αυτή κατηγορία, η απαγόρευση δεν πρέπει να «αφήνει περιθώριο για καμία άλλη χρήση πλην των ευλόγως αναμενομένων για το προϊόν αμιγώς περιθωριακών χρήσεων». Για να συνιστά «άλλη απαίτηση», το μέτρο θα πρέπει να μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη σύνθεση, τη φύση ή την εμπορία του προϊόντος. Εν τέλει, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο χαρακτηρισμός του μέτρου απόκειται στον εθνικό δικαστή ( 15 ).

    23.

    Στο πλαίσιο της υποθέσεως Lindberg, το Δικαστήριο είχε επίσης ερωτηθεί κατά πόσον τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η εν λόγω απαγόρευση αντικαθιστούσε μια ήδη υφιστάμενη απαίτηση αδείας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εάν το εθνικό μέτρο ήταν απαίτηση αδείας και όχι απαγόρευση, δεν θα συνιστούσε «τεχνικό κανόνα». Συναφώς, το Δικαστήριο είχε παραπέμψει στη νομολογία του, κατά την οποία «[…] εθνικές διατάξεις που απλώς προβλέπουν προϋποθέσεις για την εγκατάσταση επιχειρήσεων, όπως οι διατάξεις που εξαρτούν την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από προηγουμένη έγκριση, δεν συνιστούν τεχνικούς κανόνες […]» ( 16 ).

    β) Επιτροπή κατά Ελλάδας

    24.

    Αντικείμενο εκείνης της προσφυγής παραβάσεως κατά κράτους μέλους ήταν ένας ελληνικός νόμος ο οποίος επέβαλε ευρεία απαγόρευση στα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά παιχνίδια εκτός των καζίνο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω απαγόρευση ισοδυναμούσε με «τεχνικό κανόνα» ( 17 ). Μολονότι δεν το ανέφερε ρητώς, εντούτοις το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε ότι το ελληνικό μέτρο επηρέασε σημαντικά το εμπόριο και αποτελούσε «άλλη απαίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34 ( 18 ). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Berlington (βλ. κατωτέρω), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση λειτουργίας μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών με κερματοδέκτη εκτός των καζίνο ισοδυναμούσε με «άλλη απαίτηση», παραπέμποντας στην απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας ( 19 ).

    γ) Fortuna

    25.

    Η υπόθεση Fortuna αφορούσε επίσης τον πολωνικό νόμο περί τυχερών παιχνιδιών, τον ίδιο δηλαδή νόμο που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Με την απόφαση Fortuna, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τοπικός περιορισμός, που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 1, του πολωνικού νόμου περί τυχερών παιχνιδιών, ο οποίος επιτρέπει τη διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών με αυτόματα μηχανήματα μόνο εντός των καζίνο, συνιστά «τεχνικό κανόνα». Και πάλι, μολονότι το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε αυτό ρητώς, φαίνεται ότι δέχθηκε ότι ο τοπικός περιορισμός επηρέασε σημαντικά το εμπόριο και, για τον λόγο αυτό, ισοδυναμούσε με «άλλη απαίτηση» ( 20 ).

    26.

    Η υπόθεση Fortuna αφορούσε επίσης ορισμένες μεταβατικές διατάξεις του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών. Βασικά, οι συγκεκριμένες μεταβατικές διατάξεις επέβαλαν την αναστολή ως προς υφιστάμενες άδειες διενέργειας δραστηριοτήτων σχετικών με τυχερά παίγνια για μικρά κέρδη (με άλλα λόγια, απαγόρευαν την έκδοση νέων αδειών ή την επέκταση ή τροποποίηση υφισταμένων αδειών). Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συγκεκριμένες μεταβατικές διατάξεις επέβαλαν όρους οι οποίοι ήταν ικανοί να επηρεάσουν την εμπορία αυτόματων μηχανικών παιγνίων για μικρά κέρδη. Κατά συνέπεια, μπορούσαν να συνιστούν «άλλες απαιτήσεις» στον βαθμό που επηρέαζαν σημαντικά τον χαρακτήρα ή την εμπορία των εν λόγω μηχανημάτων. Η διαπίστωση σχετικά με το κατά πόσον συντρέχει αυτή η τελευταία προϋπόθεση εναπόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με τον τοπικό περιορισμό, ως προς τον οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε (σιωπηρώς) σχετικά με την έννοια της «σημαντικής επιρροής» και δεν άφησε αυτή την κρίση στον εθνικό δικαστή.

    δ) Berlington

    27.

    Η υπόθεση Berlington αφορούσε τον πενταπλασιασμό της φορολογήσεως των μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών με κερματοδέκτη και την απαγόρευση λειτουργίας μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών εκτός καζίνο. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αύξηση της φορολογίας δεν συνιστούσε «τεχνικό κανόνα de facto», καθόσον δεν συνοδευόταν από οποιεσδήποτε άλλες «τεχνικές προδιαγραφές» ή «άλλες απαιτήσεις» ( 21 ).

    28.

    Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ρητώς ότι το μέτρο της αποκλειστικότητας της διοργανώσεως συγκεκριμένων τυχερών παιχνιδιών από τα καζίνο «[…] συνιστά “τεχνικό κανόνα” κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 1, σημείο 11, στο μέτρο που είναι ικανό να επηρεάσει σημαντικά τη φύση ή την εμπορία των προϊόντων τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτό […]. Απαγόρευση όμως εκμεταλλεύσεως των παιγνιομηχανημάτων εκτός των καζίνο, […] είναι ικανή να επηρεάσει σημαντικά την εμπορία των εν λόγω μηχανημάτων, […] μειώνοντας τους διαύλους για την εκμετάλλευση των μηχανημάτων αυτών» ( 22 ).

    ε) Ince

    29.

    Η υπόθεση Ince αφορούσε μια διάταξη της γερμανικής κρατικής συμφωνίας σχετικά με τη διοργάνωση και τη διαμεσολάβηση σε αθλητικά στοιχήματα. Θεωρήθηκε ότι η εν λόγω κρατική συμφωνία περιείχε ορισμένες διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 5, της οδηγίας 98/34. Ωστόσο, άλλες διατάξεις της κρατικής συμφωνίας, όπως αυτές που «θεσπίζουν την υποχρέωση λήψεως άδειας για τη διοργάνωση ή τη συγκέντρωση αθλητικών στοιχημάτων», θεωρήθηκε ότι δεν συνιστούν «τεχνικούς κανόνες». Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο επανέλαβε τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιήσει στην απόφαση Lindberg σχετικά με τις αδειοδοτήσεις (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων).

    2. Τα καθεστώτα αδειοδοτήσεως δεν είναι «άλλες απαιτήσεις»

    30.

    Τόσο από την απόφαση Lindberg όσο και από την απόφαση Ince συνάγεται με σαφήνεια ότι τα καθεστώτα προηγούμενης αδειοδοτήσεως δεν συνιστούν «τεχνικούς κανόνες». Ως εκ τούτου, κατά μείζονα λόγο, δεν συνιστούν «άλλες απαιτήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34.

    31.

    Η αρχική προέλευση αυτής της δηλώσεως ανάγεται στην απόφαση CIA Security του Δικαστηρίου ( 23 ). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε ερωτηθεί εάν η προβλεπόμενη από το βελγικό δίκαιο απαίτηση προηγούμενης αδειοδοτήσεως για την εκμετάλλευση επιχειρήσεως παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ( 24 ) συνιστούσε «τεχνικό κανόνα» σύμφωνα με την οδηγία 83/189/ΕΟΚ ( 25 ), ήτοι τον προκάτοχο της οδηγίας 98/34. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη απαίτηση δεν ήταν «τεχνικός κανόνας», καθόσον η έννοια των «τεχνικών προδιαγραφών» (η οποία αποτελούσε τον πυρήνα του ορισμού των τεχνικών κανόνων σύμφωνα με την οδηγία 83/189) δεν είχε εφαρμογή σε διατάξεις που «[…] προβλέπουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας των επιχειρήσεων ασφαλείας» ( 26 ).

    32.

    Η διαπίστωση της αποφάσεως CIA Security, σύμφωνα με την οποία τα καθεστώτα προηγούμενων αδειοδοτήσεων δεν συνιστούν «τεχνικούς κανόνες», εφαρμόζεται έκτοτε απαρέγκλιτα στο πλαίσιο της οδηγίας 98/34 (υπό τη διατύπωση που παρατίθεται στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων) ( 27 ). Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι έχει καθοριστική σημασία ως προς το πώς θα πρέπει να ερμηνεύονται οι «άλλες απαιτήσεις» σύμφωνα με τη νέα οδηγία. Εφεξής, θα αναφέρομαι στον κανόνα ο οποίος εξαιρεί τα συστήματα προηγούμενων αδειοδοτήσεων από το πεδίο εφαρμογής των «τεχνικών κανόνων» ως «εξαίρεση CIA».

    33.

    Αναμφίβολα, η απόφαση Fortuna έθεσε υπό αμφισβήτηση την εξαίρεση CIA. Στην απόφαση Fortuna, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ορισμένες μεταβατικές διατάξεις του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών θα μπορούσαν να συνιστούν «άλλες απαιτήσεις».

    34.

    Ένα εκ των επιχειρημάτων που επικαλέστηκε η Επιτροπή στις γραπτές και τις προφορικές της παρατηρήσεις είναι ότι η απόφαση Fortuna ανέτρεψε την εξαίρεση CIA. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Fortuna ( 28 ), η υποχρέωση αδείας συνιστά «τεχνικό κανόνα».

    35.

    Δεν συμφωνώ. Κατά την άποψή μου, σκοπός της αποφάσεως Fortuna δεν ήταν να άρει την εξαίρεση CIA. Σύμφωνα με την εξαίρεση CIA, οι απαιτήσεις προηγούμενης αδειοδοτήσεως δεν συνιστούν «τεχνικούς κανόνες». Αντιθέτως, η απόφαση Fortuna αφορούσε την αναστολή εκδόσεως αδειών ‐με άλλα λόγια, η υποχρέωση εκδόσεως αδειών συνέχιζε να υφίσταται, αλλά κατά την περίοδο αναστολής δεν χορηγούνταν καμία αδεία ( 29 ). Επομένως, η κατάσταση την οποία αφορούσε η απόφαση Fortuna διαφέρει από αυτήν της υπό κρίση υποθέσεως.

    36.

    Εξάλλου, η εκτίμηση ότι η απόφαση Fortuna δεν επεδίωκε να θέσει υπό αμφισβήτηση την εξαίρεση CIA επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ince, στην οποία εφαρμόστηκε ρητώς η εν λόγω εξαίρεση ( 30 ).

    37.

    Τέλος, ως γενικότερη παρατήρηση, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «τεχνικού κανόνα» έχει ευρείες συνέπειες. Εάν το μέτρο δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα», δεν υπόκειται σε γνωστοποίηση. Εάν είναι «τεχνικός κανόνας», επιβάλλεται να γνωστοποιηθεί, ειδάλλως παραμένει ανεφάρμοστο. Ζητώ συγγνώμη για το λογοπαίγνιο σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια, αλλά σε αυτό το πλαίσιο «υψηλού ρίσκου» η εξαίρεση CIA απολαύει του μεγάλου πλεονεκτήματος ότι είναι ένας σαφής και εύκολα εφαρμοστέος κανόνας. Η ενδεχόμενη άρση της και η υποβολή των συστημάτων χορηγήσεως αδειών σε δοκιμασία ως προς το αν «επηρεάζουν σημαντικά» τη σύνθεση, τη φύση ή την εμπορία ενός προϊόντος θα είχε τεράστιες επιπτώσεις από την άποψη της ασφάλειας δικαίου. Κατά την άποψή μου, η πρόθεση του Δικαστηρίου στην απόφαση Fortuna δεν ήταν αυτή.

    3. Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

    38.

    Η υποχρέωση αδείας ορίζει ότι «[η] διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών με ρουλέτα, χαρτιά τράπουλας, ζάρια καθώς και η διοργάνωση αυτόματων μηχανικών παιχνιδιών επιτρέπεται μόνο στους κατόχους αδείας εκμεταλλεύσεως καζίνο». Εάν από την ανωτέρω πρόταση απουσίαζαν οι όροι «εκμεταλλεύσεως καζίνο», δεν έχω καμία αμφιβολία ότι στην υπό κρίση υπόθεση θα τύγχανε εφαρμογής η εξαίρεση CIA. Γενικότερα, η εν λόγω διάταξη δεν θα ενέπιπτε καν στο πεδίο εφαρμογής των εννοιών «άλλες απαιτήσεις» και «τεχνικοί κανόνες».

    39.

    Όμως, οι περιγραφικοί, προσδιοριστικοί όροι «εκμεταλλεύσεως καζίνο» θολώνουν τα νερά. Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι αυτοί οι όροι δημιουργούν έναν «στενό σύνδεσμο» μεταξύ της υποχρεώσεως αδείας και του τοπικού περιορισμού. Δεδομένου ότι ο τελευταίος αποτελεί «τεχνικό κανόνα», όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση Fortuna, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για την πρώτη.

    40.

    Διαφωνώ με την άποψη αυτή για τους κάτωθι λόγους.

    41.

    Πρώτον, καθεστώτα προηγούμενων αδειοδοτήσεων για την παροχή υπηρεσιών όπως αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως συχνά συνοδεύονται από ουσιαστικές προϋποθέσεις και περιορισμούς ( 31 ). Αυτές οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι περιορισμοί μπορούν κάλλιστα να ισοδυναμούν με «τεχνικούς κανόνες» και, ως τέτοιοι, να υπόκεινται σε γνωστοποίηση. Ωστόσο, φρονώ ότι αυτές οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί δεν «μολύνουν» αυτομάτως αυτή καθαυτήν την υποχρέωση αδείας ( 32 ). Τουναντίον, στην αντίθετη περίπτωση, θα διακυβευόταν η πρακτική αξία της εξαιρέσεως CIA και το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 98/34 θα μπορούσε, δυνητικώς, να διευρυνθεί σε σημαντικό βαθμό. Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος αρκετών καθεστώτων προηγούμενης αδειοδοτήσεως για την παροχή υπηρεσιών, προκαλώντας σημαντική ανασφάλεια δικαίου.

    42.

    Δεύτερον, όπως επιβεβαίωσε ο NUC κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για την απόκτηση άδειας ή «προσωρινής άδειας» σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών καθώς και για την απόκτηση άδειας εκμεταλλεύσεως ενός συγκεκριμένου καζίνο σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, δεν υφίστανται διαφορετικές διαδικασίες. Όμως, όπως επίσης επιβεβαίωσε ο NUC, η υποχρέωση αδείας και ο τοπικός περιορισμός δεν είναι ένα και το αυτό. Για παράδειγμα, είναι πιθανό να βεβαιωθεί μια παράβαση του τοπικού περιορισμού μέσω της διενέργειας μεταγενέστερου ελέγχου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την αυτόματη ανάκληση της σχετικής άδειας λειτουργίας.

    43.

    Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση σημείωσε ότι ο τοπικός περιορισμός που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεν πρέπει καν να εκλαμβάνεται ως στοιχείο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως. Αντιθέτως, επισήμανε ότι ο τοπικός περιορισμός σε συνδυασμό με τον ποινικό κώδικα σκοπούν στην επιβολή κυρώσεων για τη διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών, για παράδειγμα, σε καταστήματα διασκεδάσεως ή εστιατόρια.

    44.

    Υπό το πρίσμα αυτών των παρατηρήσεων, φρονώ ότι καθίσταται σαφές ότι η υποχρέωση αδειοδοτήσεως και ο τοπικός περιορισμός έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής και λειτουργίες και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν αμφότεροι ως «τεχνικοί κανόνες» απλώς και μόνον διότι μεταξύ τους φέρεται να υπάρχει ένας υποτιθέμενος «στενός σύνδεσμος».

    45.

    Τρίτον, η βασική ανησυχία της Επιτροπής ως προς την υποχρέωση αδείας είναι ότι αυτή αναφέρεται ρητώς στον τοπικό περιορισμό, μέσω της φράσεως «εκμεταλλεύσεως καζίνο». Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος εάν αυτή η φράση σημαίνει ότι στην υποχρέωση αδείας επιβάλλονται πρόσθετοι γεωγραφικοί ή άλλοι περιορισμοί, οι οποίοι βαίνουν πέραν του τοπικού περιορισμού. Σε τελική ανάλυση, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ζήτημα ερμηνείας του εθνικού δικαίου, το οποίο απόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστή ( 33 ). Εκ πρώτης όψεως, εάν το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η φράση «εκμεταλλεύσεως καζίνο» δεν επιβάλλει περιορισμούς πέραν αυτών που απορρέουν από τον τοπικό περιορισμό, η υποχρέωση αδείας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά «τεχνικό κανόνα».

    46.

    Ο σκοπός της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως στην οδηγία 98/34 συνίσταται στην «[…] προστασία, με προληπτικό έλεγχο, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων» ( 34 ), δηλαδή, στο να καθίσταται δυνατό να ελέγχονται εκ των προτέρων πιθανοί περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ο τοπικός περιορισμός, υπό την ισχύουσα μορφή του, γνωστοποιήθηκε και υποβλήθηκε σε έλεγχο. Η γνωστοποίηση άλλων διατάξεων, οι οποίες απλώς παραπέμπουν στον τοπικό περιορισμό, όπως φαίνεται να ισχύει για την υποχρέωση αδείας, ουδόλως προάγει τον σκοπό της οδηγίας ( 35 ).

    47.

    Κατ’ αναλογία, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, υποχρέωση γνωστοποιήσεως βάσει της οδηγίας 98/34 δεν υφίσταται για εθνικό μέτρο «[…] το οποίο, χωρίς να προσθέτει νέες ή συμπληρωματικές διατάξεις, επαναλαμβάνει ή αντικαθιστά ήδη υφιστάμενους τεχνικούς κανόνες, οι οποίοι […] έχουν δεόντως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή» ( 36 ).

    48.

    Συνοπτικά, το γεγονός ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών θεσπίζει την υποχρέωση αδείας, αλλά παράλληλα αναφέρεται στον τοπικό περιορισμό, περιπλέκει την κατάσταση. Ωστόσο, η βασιζόμενη αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός υπαγωγή της υποχρεώσεως αδείας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/34, με όλες τις συνέπειες που η εν λόγω οδηγία συνεπάγεται, δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να δικαιολογηθεί.

    Δ – Πρόταση

    49.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, και υπό την επιφύλαξη της ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τον σύνδεσμο μεταξύ των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών, φρονώ ότι εθνικός κανόνας όπως η υποχρέωση αδείας που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34.

    Ε – Εναλλακτική προσέγγιση

    50.

    Παρόλα αυτά, και εάν το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση αδείας και ο τοπικός περιορισμός δεν μπορούν να διαχωριστούν κατά τον τρόπο που προτείνω ή ότι η εξαίρεση CIA χρήζει γενικότερης επανεξετάσεως υπό το πρίσμα της αποφάσεως Fortuna, επιβάλλεται να εξεταστούν πληρέστερα οι ορισμοί «τεχνικός κανόνας» και, ιδίως, «άλλες απαιτήσεις».

    1. «Άλλες απαιτήσεις» – κριτική

    51.

    Διατηρώ ισχυρές επιφυλάξεις όσον αφορά τη διεύρυνση της έννοιας «άλλες απαιτήσεις» σε καθεστώτα προηγούμενης αδείας για την παροχή υπηρεσιών, όπως προτείνεται, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Στα σημεία που ακολουθούν, παραθέτω τις βασικές μου ενστάσεις ως προς τούτο.

    52.

    Πρώτον, το ενδεχόμενο αυτό ενέχει τον κίνδυνο υπερβολικής και απρόβλεπτης διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως.

    53.

    Ένα μέτρο συνιστά «άλλη απαίτηση» εφόσον «επιβάλλεται σε ένα προϊόν» και αφορά τις «συνθήκες χρησιμοποίησης» αυτού του προϊόντος κατά τρόπο ο οποίος ενδέχεται να «επηρεάσει σημαντικά» την «εμπορία» του.

    54.

    Μέτρα τα οποία διέπουν την παροχή των υπηρεσιών πάντοτε έχουν έμμεσες συνέπειες στα αγαθά. Η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας περιλαμβάνει, σε κάποιο σημείο της διαδικασίας, τη χρήση προϊόντων. Οι οδηγοί ταξί χρησιμοποιούν οχήματα, οι ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών σταθμών χρησιμοποιούν ηχητικό εξοπλισμό, οι λογιστές χρησιμοποιούν αριθμομηχανές και οι δικηγόροι χρησιμοποιούν στυλό, χαρτί και, ενίοτε, νομικά βιβλία. Εξάλλου, σήμερα, καθένας χρησιμοποιεί τους προσωπικούς υπολογιστές σχεδόν για κάθε είδους παρεχόμενη υπηρεσία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θα μπορούσε πάντοτε να υποστηριχθεί ότι η υποβολή της εκάστοτε υπηρεσίας σε υποχρέωση αδειοδοτήσεως θα μειώσει τον αριθμό των παρόχων της υπηρεσίας, μειώνοντας εμμέσως παράλληλα την ποσότητα των προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, επηρεάζοντας τις πωλήσεις των οικείων προϊόντων. Εν συντομία, η υποβολή κάθε μίας από τις υπηρεσίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω σε υποχρέωση προηγούμενης αδειοδοτήσεως θα έχει κατά κάποιον έμμεσο τρόπο επιπτώσεις στην κατανάλωση των προϊόντων που χρησιμοποιούνται κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

    55.

    Μήπως αυτό σημαίνει ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα καθεστώτα προηγούμενης άδειας συνιστούν «άλλες απαιτήσεις» οι οποίες υπόκεινται σε γνωστοποίηση; Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα πρέπει, σαφώς, να είναι αρνητική. Όμως, σε ποιο ακριβώς σημείο θα πρέπει να τεθεί το όριο;

    56.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο G.M. επισήμανε ότι οι πωλήσεις αυτομάτων μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών μειώθηκαν σημαντικά μετά τη θέσπιση της υποχρεώσεως αδείας.

    57.

    Όμως, η έννοια των «άλλων απαιτήσεων» δεν μπορεί να υποβαθμιστεί σε ένα ζήτημα όγκου εμπορικών συναλλαγών. Κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι ο ορισμός των «άλλων απαιτήσεων» αναφέρεται ρητώς στην εμπορία (και όχι στο εμπόριο) και περιλαμβάνει και άλλες σημαντικές προϋποθέσεις, ιδίως ότι τα μέτρα αυτά «επιβάλ[λονται] σε προϊόντα». Επιπλέον, διότι τα καθεστώτα προηγούμενης άδειας για την παροχή υπηρεσιών πάντοτε επηρεάζουν τον εμπορικό όγκο των προϊόντων. Το να εξαρτάται η υποχρέωση γνωστοποιήσεως από μια εκ των προτέρων εκτίμηση σχετικά με το κατά πόσον το εκάστοτε μέτρο ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες στο εμπόριο συνιστά, κατ’ εμέ, είτε τη συνταγή για υπερβολική ανασφάλεια δικαίου ως προς το ποια ακριβώς μέτρα υπόκεινται σε γνωστοποίηση ( 37 ) είτε απλώς μια πρόσκληση να γνωστοποιούνται τα πάντα στην Επιτροπή ( 38 ). Προς απόδειξη αυτής ακριβώς της ανασφάλειας δικαίου αρκεί απλώς να εξετασθεί η απόφαση Fortuna. Η υπόθεση εκείνη είχε ως συνέπεια την έκδοση πλήθους αντικρουόμενων δικαστικών αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο σχετικά με το πώς θα έπρεπε να εφαρμόζεται η δοκιμασία της «σημαντικής επιρροής» ( 39 ).

    58.

    Δεύτερον, οι αλυσιδωτές συνέπειες μιας εσφαλμένης εκτιμήσεως της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως αποτελούν έναν πρόσθετο λόγο για μέγιστη δυνατή ασφάλεια δικαίου στον ορισμό της έννοιας του «τεχνικού κανόνα». Τούτο ισχύει ιδίως λόγω των «σοβαρών άμεσων συνεπειών» ( 40 ) που ενδέχεται να επιφέρει η αδυναμία επικλήσεως ορισμένων κανόνων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή οντοτήτων οι οποίες ουδόλως συνδέονται με την παράλειψη γνωστοποιήσεως. Η απόφαση CIA Security, που παρέθεσα ανωτέρω, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό το ζήτημα. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε μια διαφορά αστικής φύσεως μεταξύ δύο ιδιωτών. Το γεγονός ότι σε έναν εξ αυτών των διαδίκων δεν επετράπη να επικαλεστεί προς υπεράσπισή του έναν «τεχνικό κανόνα», διότι ο εν λόγω κανόνας δεν είχε γνωστοποιηθεί, επηρέασε επί της ουσίας την έκβαση της οικείας διαφοράς ( 41 ).

    59.

    Τρίτον, πέραν των συνεπειών στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, τα κράτη μέλη έχουν προϊστορία στην παράλειψη γνωστοποιήσεως μέτρων, επίκληση δε αυτών των παραλείψεων έχει γίνει υπό τις πλέον απρόσμενες περιστάσεις, πέραν οποιασδήποτε ευδιάκριτης συνδέσεως με το αρχικό πεδίο εφαρμογής του εκάστοτε επίμαχου εθνικού μέτρου. Για παράδειγμα, επίκληση της παραλείψεως γνωστοποιήσεως ενός μέτρου έχει γίνει προκειμένου να αποτραπεί η απόδοση ποινικών ευθυνών ( 42 ).

    60.

    Οι ανωτέρω συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως δεν τυγχάνουν, αν μη τι άλλο, ενθουσιώδους υποδοχής ( 43 ). Η διεύρυνση της έννοιας των «άλλων απαιτήσεων» κατά τρόπον ο οποίος θα περιλαμβάνει απαιτήσεις οι οποίες επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις υπηρεσίες (και όχι στα εμπορεύματα), ιδίως δε τα καθεστώτα προηγούμενης άδειας και οι τοπικοί περιορισμοί ( 44 ), δεν μπορεί παρά να συντελέσει στην υλοποίηση τέτοιων σεναρίων.

    61.

    Τέταρτον, κατά τη δεκαετία του 1980, το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σοβαρή περίπτωση «επιδημίας ελεύθερης κυκλοφορίας». Κάθε είδους εθνικά μέτρα τα οποία ρύθμιζαν τον τρόπο διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά προσβάλλονταν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με την αιτιολογία ότι επηρέαζαν το εμπόριο. Στην πραγματικότητα, αρκετά από αυτά τα εθνικά μέτρα δεν αποσκοπούσαν τόσο στη ρύθμιση καθαυτών των εμπορευμάτων όσο στη ρύθμιση του τρόπου εμπορικής διαθέσεως αυτών των προϊόντων ( 45 ). Το Δικαστήριο απάντησε εν πολλοίς στην τάση αυτή με την απόφαση Keck ( 46 ).

    62.

    Διαβλέπω ένα παρόμοιο μοτίβο στις υποθέσεις που αφορούν την οδηγία 98/34. Για να αποτραπεί μια «επιδημία γνωστοποιήσεων» στο πλαίσιο της οδηγίας 98/34, το πεδίο εφαρμογής των «άλλων απαιτήσεων» δεν πρέπει να επιτραπεί να επεκταθεί ανεξέλεγκτα στον τομέα της παροχής υπηρεσιών απλώς και μόνο βάσει του γεγονότος ότι τα εθνικά μέτρα που αφορούν την παροχή υπηρεσιών ενδέχεται να επηρεάζουν εμμέσως την εμπορία των σχετικών προϊόντων.

    63.

    Είναι αληθές ότι μεταξύ της «επιδημίας ελεύθερης κυκλοφορίας» δυνάμει της ΣΛΕΕ και της «επιδημίας γνωστοποιήσεων» δυνάμει της οδηγίας 98/34 υφίστανται, όντως, διαφορές. Σημειωτέον ότι, βάσει της οδηγίας 98/34, προκειμένου ένα μέτρο να συνιστά «άλλη απαίτηση» που υπόκειται σε γνωστοποίηση, θα πρέπει να είναι ικανό να επηρεάσει σημαντικά την εμπορική διάθεση του οικείου προϊόντος. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με την απουσία οποιουδήποτε ελάχιστου ορίου στο πλαίσιο του άρθρου 34 ΣΛΕΕ ( 47 ).

    64.

    Όμως, η φράση «επηρεάσει σημαντικά» είναι ένας πολύ εύπλαστος όρος, ο οποίος μάλλον δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα παρά παρέχει μια συνεκτική λύση. Ειδικότερα, τα είδη των προβλημάτων που ξεχωρίζουν είναι δύο: αφενός, τα εννοιολογικά και, αφετέρου, τα λειτουργικά.

    65.

    Από εννοιολογικής απόψεως, η απόφαση σχετικά με το εάν μια εθνική νομοθετική διάταξη υπόκειται ή όχι σε γνωστοποίηση πρέπει να λαμβάνεται, λογικά, κατά τον χρόνο θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως. Το να προβλεφθεί, κατά τον χρόνο εκείνο, εάν η διάταξη θα «επηρεάσει σημαντικά» ή όχι την εμπορία του οικείου προϊόντος ενδέχεται να είναι δυσχερές. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, η εκτίμηση του κατά πόσον μια διάταξη έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία υποδηλώνουν ότι αυτή χρήζει γνωστοποιήσεως πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στην αξιολόγηση της κανονιστικής ποιότητας της οικείας διατάξεως. Θα πρέπει να είναι δυνατό, κατά κανόνα, η ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών να μπορεί να εκτιμάται εκ των προτέρων και ανεξάρτητα από την υποθετική, μελλοντική λειτουργία της διατάξεως.

    66.

    Σε αυτό το εννοιολογικό στοιχείο προστίθεται ένα λειτουργικό ή ουσιαστικό πρόβλημα. Σε πρακτικό επίπεδο, θα ήταν δύσκολο για τον εθνικό δικαστή, ο οποίος καλείται να εξετάσει μια αιτίαση στηριζόμενη στη μη γνωστοποίηση, να εκτιμήσει ευλόγως τη «σημαντική επιρροή» κατά τρόπο αντικειμενικό και με αποδεκτό βαθμό βεβαιότητας. Η ύπαρξη αξιόπιστων ποσοτικών στοιχείων τα οποία να συνδέονται με το οικείο εθνικό μέτρο δεν είναι δεδομένη και, ακόμη και όταν αυτά τα ποσοτικά στοιχεία είναι διαθέσιμα, το όριο της «σημαντικής» επιρροής παραμένει ασαφές ( 48 ). Προβλέψεις ως προς τη μελλοντική εξέλιξη του σχετικού εθνικού μέτρου ή προσεγγίσεις οι οποίες βασίζονται στη διαίσθηση ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια πρόβλεψη, και στη χειρότερη, την προσφυγή στη μαντεία. Το σκηνικό καθίσταται ακόμη πιο πολύπλοκο, πρώτον, από την προοπτική ενός μέτρου το οποίο μπορεί μελλοντικά να χρήζει γνωστοποιήσεως λόγω της εξελίξεως των μορφών του εμπορίου και, δεύτερον, από το γεγονός ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως ουσιαστικά παρόμοιων κανόνων ενδέχεται να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών βάσει των διαφορετικών εμπορικών ηθών που ισχύουν ως προς το οικείο προϊόν σε εθνικό επίπεδο ( 49 ).

    67.

    Πέμπτον, και τελευταίο, υπάρχει μία ακόμη σημαντική διαφορά μεταξύ της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως που απορρέει από την οδηγία 98/34 και των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ, η οποία καταδεικνύει την ανάγκη αυξημένης προσοχής όταν εξετάζεται η εν λόγω οδηγία: κατά την οδηγία, αφ’ ης στιγμής ένα μέτρο χαρακτηρισθεί ως «άλλη απαίτηση», δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια σταθμίσεως. Εάν το μέτρο δεν έχει γνωστοποιηθεί, τότε απλώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση που δημιουργείται βάσει των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ, όπου οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας μπορούν, δυνητικώς τουλάχιστον, να δικαιολογηθούν ( 50 ).

    68.

    Οι βαρύτερες συνέπειες που επιφέρει αυτομάτως η παράλειψη γνωστοποιήσεως σύμφωνα με την οδηγία θα πρέπει να μας καθιστούν διπλά επιφυλακτικούς έναντι της διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας των «άλλων απαιτήσεων». Μια τέτοια διασταλτική ερμηνεία θα μπορούσε επίσης να έχει ως αποτέλεσμα μια μάλλον παράλογη κατάσταση, στην οποία μέτρα τα οποία θεωρείται ότι εκφεύγουν πλήρως του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, εντούτοις υπόκεινται σε γνωστοποίηση και μπορούν να παραμείνουν ανεφάρμοστα λόγω της παραλείψεως γνωστοποιήσεως ( 51 ).

    69.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, η υπό κρίση υπόθεση φαίνεται ότι αποτελεί την κατάλληλη αφορμή προκειμένου να επανεξεταστεί η έννοια των «άλλων απαιτήσεων» της οδηγίας 98/34, στο πλαίσιο των μέτρων που διέπουν την παροχή υπηρεσιών, τα οποία ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στα εμπορεύματα.

    2. Προτεινόμενη προσέγγιση ως προς την ερμηνεία των «άλλων απαιτήσεων»

    α) Γραμματική, συστηματική και τελεολογική ερμηνεία

    70.

    Σημείο αφετηρίας και βασική παρατήρηση κατά την ερμηνεία της έννοιας «άλλες απαιτήσεις» στο συγκεκριμένο πλαίσιο είναι ότι η οδηγία 98/34 δίδει, κατά κύριο λόγο, έμφαση στα μέτρα που αφορούν τα εμπορεύματα και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και όχι τις υπηρεσίες.

    71.

    Ο προκάτοχός της, ήτοι η οδηγία 83/189, προέβλεπε την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των σχεδίων «τεχνικών κανόνων» που αφορούσαν αποκλειστικά τα προϊόντα. Πράγματι, ακόμη και σήμερα, τα μοναδικά είδη «τεχνικών κανόνων», τα οποία συνδέονται ειδικώς με τις υπηρεσίες και υπόκεινται σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την οδηγία 98/34, είναι οι κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ( 52 ). Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από συστηματικής απόψεως, οι λοιποί τύποι υπηρεσιών εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ή, ακριβέστερα, οι λοιποί τύποι υπηρεσιών μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/34 μόνο εμμέσως και περιστασιακώς, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν στα εμπορεύματα.

    72.

    Αυτή η έμφαση στα εμπορεύματα επιβεβαιώνεται από την λεπτομερή γραμματική, συστηματική και τελεολογική ερμηνεία της οδηγίας 98/34.

    73.

    Το άρθρο 1, σημείο 4, ορίζει την «άλλη απαίτηση» ως απαίτηση «[…] επιβαλλόμενη σε ένα προϊόν». Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να «αφορ[ούν] τον κύκλο ζωής του προϊόντος». Στα παραδείγματα που παρατίθενται στο κείμενο του άρθρου 1, σημείο 4, περιλαμβάνονται «[…] οι συνθήκες χρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης ή εξάλειψης» του προϊόντος, εφόσον αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη «σύνθεση», «τη φύση» ή την «εμπορία» του. Συνεπώς, το όλο γράμμα αυτής της διατάξεως κραυγάζει: «προϊόν, προϊόν, προϊόν!».

    74.

    Ειδικότερα, εξ ορισμού, οι «άλλες απαιτήσεις» πρέπει να επιβάλλονται σε προϊόντα και όχι σε υπηρεσίες στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιούνται αυτά τα προϊόντα. Πράγματι, ένας κανόνας ο οποίος επιβάλλεται σε μια υπηρεσία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη χρήση των οικείων προϊόντων. Ωστόσο, το ζήτημα της «σημαντικής επιρροής» στα προϊόντα αντιμετωπίζεται βάσει μιας ξεχωριστής, πρόσθετης προϋποθέσεως που περιλαμβάνεται στον ορισμό των «άλλων απαιτήσεων». Η ερμηνεία της φράσεως «επιβαλλόμενη σε προϊόντα» υπό την έννοια «άμεσα ή έμμεσα επιβαλλόμενη σε προϊόντα» θα ισοδυναμούσε με πλήρη αδιαφορία για τη φράση «επιβαλλόμενη σε προϊόντα» ( 53 ).

    75.

    Ο κεντρικός ρόλος των προϊόντων στην έννοια των «άλλων απαιτήσεων» επιβεβαιώνεται από τις επαναλαμβανόμενες αναφορές στην ανάγκη λήψεως μέτρων τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, επηρεάζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος (ήτοι, τη σύνθεσή του, τη φύση του, το πώς διατίθεται ή το πώς ανακυκλώνεται).

    76.

    Είναι αληθές ότι ο όρος «εμπορία» θα μπορούσε, θεωρητικά, να ερμηνευθεί ως δηλωτικός μιας ευρύτερης ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως όταν, για παράδειγμα, το μέτρο επηρεάζει ποσοτικά μόνον τις πωλήσεις του προϊόντος, ενώ αυτό καθαυτό το προϊόν παραμένει, κατά τα λοιπά, ανεπηρέαστο. Ωστόσο, βάσει μιας συστηματικότερης ερμηνείας του συνολικού ορισμού των «άλλων απαιτήσεων», εντός του γενικού πλαισίου της οδηγίας, τούτο δεν ισχύει. Ο όρος «εμπορία» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνιστά ανοικτή πρόσκληση να ενσωματωθούν στην έννοια των «άλλων απαιτήσεων» κάθε είδους κανόνες που αφορούν κυρίως την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο των οποίων τυγχάνει να χρησιμοποιούνται ορισμένα προϊόντα, παρά το αντίθετο γράμμα των τεσσάρων προηγούμενων γραμμών του ορισμού.

    77.

    Κατά την άποψή μου, η αναφορά στην «εμπορία» στο άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34 θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τον υπόλοιπο ορισμό και το όλο γράμμα της οδηγίας, ως μια αναφορά σε μέτρα τα οποία αφορούν το εμπόριο και ενδέχεται να επηρεάσουν τα φυσικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, όπως την επισήμανση ή την παρουσίασή τους. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με άλλα μέτρα τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν την εμπορική διάθεση του προϊόντος όπως, για παράδειγμα, οι κανόνες που αφορούν τους όρους πωλήσεως του προϊόντος ( 54 ).

    78.

    Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής, η οποία συνοδεύει την πρότασή της για την οδηγία 94/10, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 83/189 κατέστησε δυνατή τη συμπερίληψη κανόνων οι οποίοι «μπορούν να επηρεάσουν το προϊόν και να προκαλέσουν στρεβλώσεις στην αγορά» ( 55 ). Και πάλι, η φράση «επηρεάσουν το προϊόν» αντικατοπτρίζει τον κεντρικό ρόλο του προϊόντος στην έννοια των «τεχνικών κανόνων» καθώς και την απαίτηση τα εν λόγω μέτρα να επηρεάζουν όχι μόνο τις πωλήσεις αλλά και αυτό καθαυτό το προϊόν. Εξάλλου, η φράση «στρεβλώσεις στην αγορά» πρέπει να ερμηνευθεί, κατά την άποψή μου, φυσικά υπό την έννοια ότι αναφέρεται στην ανησυχία που προκύπτει για διακριτική μεταχείριση μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων σε αντίθεση με τους περιορισμούς της προσβάσεως στην αγορά. Συνεπώς, η αρχική πρόταση της Επιτροπής, η οποία καθιέρωσε τη συγκεκριμένη διατύπωση, ενισχύει επίσης την άποψη της πιο «επικεντρωμένης στο προϊόν» ερμηνείας της έννοιας «άλλες απαιτήσεις» που προτείνεται εν προκειμένω, η οποία απαιτεί κάποιου είδους «αντίκτυπο» ή «ανάκρουση» ως προς τα χαρακτηριστικά του ίδιου του προϊόντος.

    β) Κέντρο βάρους και εξαιρέσεις στους περιορισμούς και στις συνέπειες στα προϊόντα

    79.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω την ακόλουθη προσέγγιση, η οποία, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της έννοιας «άλλες απαιτήσεις» της οδηγίας 98/34, δίνει έμφαση στο κέντρο βάρους του εθνικού μέτρου υπό την επιφύλαξη περιορισμένων εξαιρέσεων. Η προσέγγιση αυτή αναπτύσσεται σε τρία διαδοχικά στάδια.

    80.

    Πρώτον, εθνικά μέτρα τα οποία κατά κύριο λόγο «επιβάλλονται σε προϊόντα» συνιστούν «άλλες απαιτήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 4, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιποί όροι της εν λόγω διατάξεως.

    81.

    Δεύτερον, αντιθέτως, εθνικά μέτρα τα οποία επιβάλλονται κατά κύριο λόγο σε υπηρεσίες (ή εγκαταστάσεις για την παροχή υπηρεσιών) δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην έννοια των «άλλων απαιτήσεων». Σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνονται, ιδίως, εθνικά μέτρα τα οποία περιορίζουν τον τρόπο διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά ή τον τρόπο χρήσεως των προϊόντων από τους παρόχους των υπηρεσιών. Περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, (i) απαιτήσεις αδειοδοτήσεως και άλλα κριτήρια επιλεξιμότητας για την εγκατάσταση ή την παροχή υπηρεσιών ( 56 ), (ii) περιορισμοί ως προς το πού παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες ( 57 ), και (iii) το πώς διαφημίζονται οι υπηρεσίες ( 58 ).

    82.

    Ωστόσο, τρίτον, εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, επιβάλλονται σε υπηρεσίες ενδέχεται να εμπίπτουν (εκ νέου) στην έννοια των «άλλων απαιτήσεων»υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιποί όροι του άρθρου 1, σημείο 4, ιδίως όταν:

    το εθνικό μέτρο επιβάλλει την πλήρη απαγόρευση μιας υπηρεσίας και τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη μη χρήση ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή όταν το προϊόν έχει πλέον μόνο πολύ περιθωριακές χρήσεις σε άλλο πλαίσιο ( 59 ), ή

    το εθνικό μέτρο το οποίο συνδέεται κυρίως με την παροχή υπηρεσιών επηρεάζει κατ’ ανάγκη τον κύκλο ζωής ενός προϊόντος κατά τρόπον ο οποίος έχει επιπτώσεις στα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος (για παράδειγμα, περιορισμοί στη χρήση ενός προϊόντος κατά την παροχή μιας υπηρεσίας, οι οποίοι προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη την απαίτηση να μεταβληθεί η σύνθεση, η επισήμανση ή η παρουσίαση του οικείου προϊόντος). Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σαφές ότι υπάρχει αντίκτυπος ή ανάκρουση ως προς το ίδιο το προϊόν ( 60 ).

    83.

    Προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ασφάλεια δικαίου και να ελαχιστοποιηθούν καταστάσεις κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια θα καλούνται να αποφασίσουν εάν ένα εθνικό μέτρο υπόκειται σε γνωστοποίηση βάσει της μάλλον ασαφούς φράσεως «επηρεάζει σημαντικά την εμπορία», η εξαίρεση CIA θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με τρόπο ξεκάθαρο. Με άλλα λόγια, καθεστώτα τα οποία απαιτούν την προηγούμενη χορήγηση άδειας δεν συνιστούν «τεχνικούς κανόνες», εκτός και αν εμπίπτουν σε μία από τις ειδικές περιπτώσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω, στο σημείο 82 των παρουσών προτάσεων.

    84.

    Η προσέγγιση που προτείνεται εν προκειμένω αναγνωρίζει ότι εθνικά μέτρα τα οποία επιβάλλονται στην παροχή υπηρεσιών μπορούν να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και ενδέχεται να εμπίπτουν στα πεδία εφαρμογής και των δύο αυτών ελευθεριών ( 61 ) (εκτός εάν η μία είναι αμιγώς επικουρική προς την άλλη) ( 62 ). Ωστόσο, αποτυπώνει επίσης τα γραμματικά, συστηματικά και τελεολογικά στοιχεία της έννοιας των «άλλων απαιτήσεων» του άρθρου 1, σημείο 4, τα οποία επιβεβαιώνουν τη σαφή έμφαση που αυτό αποδίδει στα προϊόντα (δηλαδή, την απαίτηση που αποτυπώνεται στο ίδιο το γράμμα της διατάξεως ότι το μέτρο πρέπει να «επιβάλλεται σε προϊόντα»). Η προσέγγιση που συνδυάζει το κέντρο βάρος του εθνικού μέτρου με περιορισμένες εξαιρέσεις έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι ενισχύει την ασφάλεια δικαίου. Λαμβανομένων υπόψη των δραματικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η παράλειψη γνωστοποιήσεως, τούτο αποτελεί βασικό στοιχείο.

    3. Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

    85.

    Η υποχρέωση αδείας δεν επιβάλλεται σε προϊόντα ( 63 ). Κατ’ αρχήν, δεν συνιστά «άλλη απαίτηση». Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την εξαίρεση CIA.

    86.

    Η παραπομπή στον τοπικό περιορισμό μπορεί, αδιαμφισβήτητα, να θεωρηθεί ότι μεταβάλλει τον χαρακτήρα της υποχρεώσεως αδείας. Ως εκ τούτου, μπορεί να επιτρέψει την εξέταση των ειδικών περιστάσεων που παρατίθενται στο σημείο 82 των παρουσών προτάσεων. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν φαίνεται να ισχύει καμία από αυτές τις ειδικές περιστάσεις που παρατίθενται στο ως άνω σημείο, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παράκαμψη του αρχικού συμπεράσματος που στηρίζεται στο κέντρο βάρους του εθνικού μέτρου. Ως προς αυτό το ζήτημα, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να αποσαφηνίσει τι ακριβώς ισχύει. Όμως, βάσει των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αδείας δεν φαίνεται να έχει καμία αισθητή συνέπεια στα φυσικά χαρακτηριστικά των σχετικών προϊόντων.

    4. Πρόταση

    87.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, φρονώ ότι η υποχρέωση αδείας δεν συνιστά «άλλη απαίτηση» ή, γενικότερα, «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34.

    V – Πρόταση

    88.

    Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Łodzi (περιφερειακό δικαστήριο του Łódź) ότι εθνική νομοθετική διάταξη όπως η υποχρέωση αδείας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37).


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37). Η φράση «και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών» προστέθηκε στον τίτλο της οδηγίας με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18).

    ( 3 ) Dz. U. του 2009, αριθ. 201, νόμος 1540.

    ( 4 ) Ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο. Έκτοτε, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως έχει τροποποιηθεί.

    ( 5 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ. (C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495).

    ( 6 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246).

    ( 7 ) Οι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών είναι το μοναδικό είδος υπηρεσιών το οποίο εμπίπτει ευθέως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/34 (και ορίζονται στο άρθρο 1, σημεία 2, 5 και 11 αυτής).

    ( 8 ) Αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψεις 59 και 60), και της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ. (C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495, σκέψη 29).

    ( 9 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψη 77).

    ( 10 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246).

    ( 11 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑65/05, EU:C:2006:673).

    ( 12 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ. (C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495).

    ( 13 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386).

    ( 14 ) Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72).

    ( 15 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψεις 77 και 78).

    ( 16 ) Απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, σκέψεις 87 και 88).

    ( 17 ) Όπως συνάγεται από τους ισχυρισμούς που προέβαλε σε εκείνη την υπόθεση η Ελλάδα, η ίδια δεν αμφισβήτησε ότι το συγκεκριμένο μέτρο ήταν ένας μη γνωστοποιηθείς «τεχνικός κανόνας». Το Δικαστήριο παρέπεμψε γενικώς στην απόφαση Lindberg ως επιβεβαίωση του συμπεράσματός του ότι το μέτρο ισοδυναμούσε με «τεχνικό κανόνα». Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑65/05, EU:C:2006:673, σκέψη 61).

    ( 18 ) Και όχι πλήρη απαγόρευση της χρήσεως. Ωστόσο, από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο εκείνης της υποθέσεως συνάγεται ότι αυτή θεωρούσε ότι το εν λόγω μέτρο αποτελούσε απαγόρευση της χρήσεως.

    ( 19 ) Εξάλλου, η δυνατότητα διοργανώσεως τυχερών παιχνιδιών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες φαίνεται να συνιστά κάτι παραπάνω από «περιθωριακή χρήση» και, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με απαγόρευση κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34. Βλ., συναφώς, σημείο 19 των παρουσών προτάσεων και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Lindberg (C‑267/03, EU:C:2004:819, σημεία 63 έως 65), ο οποίος παραθέτει το παράδειγμα μιας μηχανής τυχηρών παιγνίων η οποία χρησιμοποιείται για να κρατάει ανοικτή την πόρτα, ως παράδειγμα «περιθωριακής χρήσεως».

    ( 20 ) Βλ. υποσημειώσεις 18 και 19 ανωτέρω, καθώς και το σχετικό συνοδευτικό κείμενο.

    ( 21 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψεις 93 έως 97).

    ( 22 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψεις 98 και 99).

    ( 23 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C‑194/94, EU:C:1996:172).

    ( 24 ) Η απαίτηση ήταν διατυπωμένη ως εξής: «Κανείς δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται επιχείρηση ασφαλείας χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Εσωτερικών. Η άδεια χορηγείται μόνον εάν η επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και τις σχετικές με τα χρηματοδοτικά μέσα και τον τεχνικό εξοπλισμό προϋποθέσεις, τις οποίες καθορίζει ο Βασιλιάς [...]».

    ( 25 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ 1983, L 109, σ. 8).

    ( 26 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2001, van der Burg (C‑278/99, EU:C:2001:143, σκέψη 20), η οποία έκρινε ότι οι «τρόποι εμπορίας» (σε εκείνη την περίπτωση, οι κανόνες για τη διαφήμιση) δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των «τεχνικών κανόνων».

    ( 27 ) Το πρώτον στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital (C‑390/99, EU:C:2002:34, σκέψη 45).

    ( 28 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ. (C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495, ιδίως σκέψεις 36 επ.).

    ( 29 ) Ούτε μπορούσε να επεκταθεί ή να τροποποιηθεί.

    ( 30 ) Η σκέψη 76 της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72), έχει ως εξής: «[…] οι διατάξεις που θεσπίζουν την υποχρέωση λήψεως άδειας για τη διοργάνωση ή τη συγκέντρωση αθλητικών στοιχημάτων καθώς και την απαγόρευση χορηγήσεως άδειας σε ιδιωτικούς φορείς, αυτές δεν συνιστούν “τεχνικούς κανόνες” […]. Συγκεκριμένα, οι εθνικές διατάξεις που περιορίζονται στην πρόβλεψη των προϋποθέσεων για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων ή την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους αυτών, όπως διατάξεις εξαρτώσες την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από προηγούμενη έγκριση, δεν συνιστούν τεχνικούς κανόνες κατά την έννοια της διατάξεως αυτής».

    ( 31 ) Για παράδειγμα, στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά τον αριθμό των καζίνο που μπορούν να λειτουργούν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή σε συνάρτηση με τον αριθμό των κατοίκων.

    ( 32 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, van der Burg (C‑278/99, EU:C:2001:143, σκέψη 21). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε την απαγόρευση διαφημίσεως ραδιοεξοπλισμού ο οποίος δεν πληρούσε συγκεκριμένες προδιαγραφές και δεν είχε λάβει προηγούμενη έγκριση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη «άμεσης σχέσεως» μεταξύ της απαγορεύσεως και των τεχνικών προτύπων που έπρεπε να πληρούν οι εγκαταστάσεις εκπομπής δεν ήταν αρκετή για να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    ( 33 ) Γνωρίζω ότι στον συγκεκριμένο τομέα υπάρχει πλούσια εθνική νομολογία, η οποία ενδέχεται να αποσαφηνίζει τη σχέση μεταξύ των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 1, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών. Η επισκόπηση αυτής της νομολογίας όμως δεν εμπίπτει στα καθήκοντα του Δικαστηρίου και οι παρούσες προτάσεις στηρίζονται στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία.

    ( 34 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1997, Bic Benelux (C‑13/96, EU:C:1997:173, σκέψη 19), και της 6ης Ιουνίου 2002, Sapod Audic (C‑159/00, EU:C:2002:343, σκέψη 34). Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 7 της οδηγίας 98/34.

    ( 35 ) Η ύπαρξη σχέσεων και συνδέσμων μεταξύ διαφορετικών διατάξεων στις εθνικές έννομες τάξεις είναι κάτι το σύνηθες και, συχνά, μια μεμονωμένη διάταξη είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή εάν δεν αναγνωσθεί εντός του γενικού πλαισίου του οικείου νομοθετικού κειμένου. Για τον λόγο αυτό, τα σχέδια τεχνικών κανόνων θα πρέπει να γνωστοποιούνται μαζί με όλο το σχέδιο της νομοθετικής πράξεως στην οποία εντάσσονται (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑279/94, EU:C:1997:396, σκέψεις 39 έως 41). Πάντως, αυτή η αλληλεπίδραση δεν μετατρέπει αυτές τις άλλες διατάξεις σε τεχνικούς κανόνες.

    ( 36 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 3ης Ιουνίου 1999, Colim (C‑33/97, EU:C:1999:274, σκέψη 22)· στον τομέα του δικαίου περί τυχερών παιχνιδιών, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Lindberg (C‑267/03, EU:C:2004:819, σημείο 46).

    ( 37 ) Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs «[…] οποιαδήποτε απαίτηση εκ των προτέρων εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων ενός μέτρου θα καθιστούσε δυσχερέστερο τον προσδιορισμό των υπαγομένων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μέτρων» (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Lindberg, C‑267/03, EU:C:2004:819, σημείο 35). Παρόμοιες ανησυχίες διατυπώνονται συχνά στο πλαίσιο του άρθρου 34 ΣΛΕΕ και ως προς τη χρήση μιας «δοκιμασίας προσβάσεως στην αγορά» προκειμένου να διαπιστωθεί η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Βλ., για παράδειγμα, Gormley, L., «Two years after Keck», Fordham International Law Journal, αριθ. 19, 1996, σ. 882 έως 883, και Snell, J., «The notion of market access: a concept or a slogan», Common Market Law Review, τόμος 47, 2010, σ. 437 έως 459.

    ( 38 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι αυτή η δεύτερη υποθετική περίπτωση είναι, τουλάχιστον, ανεπιθύμητη.

    ( 39 ) Βλ. για παράδειγμα, απόφαση του Wojewódzki Sąd Administracyjny, Gdańsk (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου του Gdansk) της 19ης Νοεμβρίου 2012 (III SA/Gd 546/12), με την οποία κρίθηκε ότι τα άρθρα 129, 135 και 138 του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών (οι μεταβατικές διατάξεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως Fortuna) συνιστούν τεχνικούς κανόνες, καθόσον επηρεάζουν σημαντικά τον χαρακτήρα ή την εμπορία των οικείων προϊόντων (αυτόματα μηχανήματα παιγνίων για μικρά κέρδη). Η απόφαση αυτή ανετράπη από το Naczelny Sąd Administracyjny (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) με την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2015 (II GSK 1632/15), με την αιτιολογία ότι η οικεία μεταβατική διάταξη δεν μετέβαλε τη νομική κατάσταση των διαδίκων (το δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι το άρθρο 6 του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών δεν συνιστά τεχνικό κανόνα)· βλ. απόφαση του Wojewódzki Sąd Administracyjny, Szczecin (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου του Szczecin) της 9ης Οκτωβρίου 2015 (II SA/Sz 396/15), η οποία έκρινε ότι το άρθρο 135 του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών δεν είναι τεχνικός κανόνας. Απόφαση του Wojewódzki Sąd Administracyjny, Wrocław (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Wrocław) της 4ης Οκτωβρίου 2013 (III SA/Wr 373/13), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση II GSK 181/14 της 25ης Νοεμβρίου 2015.

    ( 40 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Sapod Audic (C‑159/00, EU:C:2002:25, σημείο 47).

    ( 41 ) Βλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2002, Sapod Audic (C‑159/00, EU:C:2002:343), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Unilever (C‑443/98, EU:C:2000:496).

    ( 42 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Lemmens (C‑226/97, EU:C:1998:296). Στην υπόθεση εκείνη, υποστηρίχθηκε ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεως τεχνικού κανόνα που αφορούσε τους αναλυτές εκπνοής (αλκοτέστ) καθιστά απαράδεκτα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν σε μια ποινική υπόθεση που αφορούσε την οδήγηση υπό την επήρεια μέθης.

    ( 43 ) Michael Dougan, «Case C‑390/99, Canal Satélite Digital; case C‑159/00, Sapod Audic v. Eco-Emballages», αριθ. 40, 2003, CMLRev, σ. 193 έως 218· Weatherill S., «A Case Study in Judicial Activism in the 1990s: The Status before National Courts of Measures Wrongfully Un-notified to the Commission» στο Judicial Review in EU Law, (επιμ. O’Keeffe D. και Bavasso A.), Kluwer Law International, Κάτω Χώρες, 2000, σ. 481.

    ( 44 ) Η παροχή διαφόρων υπηρεσιών μπορεί να υπόκειται σε τοπικές απαιτήσεις, για παράδειγμα, οι υπηρεσίες των ταξί (στις οποίες μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί σχετικά με τις αστικές ζώνες στις οποίες αυτά κινούνται ή ως προς συγκεκριμένες τοποθεσίες, όπως τα αεροδρόμια), τα φαρμακεία και πολλές άλλες.

    ( 45 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1989, B και Q (C‑145/88, EU:C:1989:593)· της 14ης Ιουλίου 1981, Oebel (155/80, EU:C:1981:177), και της 11ης Ιουλίου 1985, Cinéthèque κ.λπ. (60/84 και 61/84, EU:C:1985:329).

    ( 46 ) Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905).

    ( 47 ) Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 1984, van de Haar και Kaveka De Meern (177/82 και 178/82, EU:C:1984:144, σκέψεις 12 έως 14), και της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz (C‑309/02, EU:C:2004:799). Εντούτοις, ορισμένες αποφάσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι ένα τέτοιο όριο καθιερώνεται εμμέσως, βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑518/06, EU:C:2009:270, σκέψεις 66 έως 70).

    ( 48 ) Για παράδειγμα, μια μείωση των όγκου πωλήσεων σε ποσοστό 10 % θα ήταν αρκετή; (σε αυτό το ύψος ανερχόταν η εκτιμώμενη μείωση των πωλήσεων ως συνέπεια των κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου περί απαγορεύσεως λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές – βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1989, B και Q, C‑145/88, EU:C:1989:593, σκέψη 7).

    ( 49 ) Βλ., παρόμοιες ανησυχίες όσον αφορά το άρθρο 34 ΣΛΕΕ: Snell, «The notion of market access: a concept or a slogan», 2010, Common Market Law Review, σ. 437 έως 472, ιδίως σ. 459.

    ( 50 ) Πράγματι, αυτή ακριβώς η αδυναμία δικαιολογήσεως ή διενέργειας σταθμίσεως δυνάμει της οδηγίας 98/34 (σε αντίθεση με τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ) προκάλεσε την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    ( 51 ) Για παράδειγμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται ως προς τις τοποθεσίες από τις οποίες μπορούν να πωλούνται ορισμένα προϊόντα μπορούν να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ [βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, Banchero και TK-Heimdienst (απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑391/92, EU:C:1995:199, σκέψεις 11 έως 15, όπου θεωρήθηκε ότι η απαγόρευση της πωλήσεως κατεργασμένου βρεφικού γάλακτος εκτός των φαρμακείων περιορίζει τον όγκο του εμπορίου αλλά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων)· (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Banchero, C‑387/93, EU:C:1995:439, σκέψη 44, όπου κρίθηκε ότι ο περιορισμός της λιανικής πωλήσεως προϊόντων καπνού από εξουσιοδοτημένα καταστήματα δεν απαγορεύει ούτε παρεμποδίζει την πρόσβαση [στην αγορά] των εισαγομένων προϊόντων περισσότερο από ό,τι για τα εγχώρια προϊόντα και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων)· και (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2000, TK-Heimdienst, C‑254/98, EU:C:2000:12, όπου ο περιορισμός των γεωγραφικών περιοχών στις οποίες επιτρέπεται να λειτουργούν φούρνοι, κρεοπωλεία και μανάβικα μολονότι κρίθηκε ότι αποτελεί ορισμένο τρόπο πωλήσεων, εντούτοις θεωρήθηκε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία λόγω των σημαντικότερων επιπτώσεων που είχε στις εισαγωγές)].

    ( 52 ) Το αρχικό κείμενο της οδηγίας δεν περιείχε καμία αναφορά σε υπηρεσίες, με την εξαίρεση της αιτιολογικής σκέψεως 2, η οποία επίσης καθιστούσε σαφές ότι επίκεντρο της οδηγίας είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων («[εκτιμώντας] ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων· ότι, επομένως, ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας είναι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών στις συναλλαγές εμπορευμάτων, καθώς και των μέτρων που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους ποσοτικούς αυτούς περιορισμούς»).

    ( 53 ) Βλ., προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Lindberg (C‑267/03, EU:C:2004:819, σημεία 54 έως 59).

    ( 54 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez‑Bordona στην υπόθεση James Elliott Construction (C‑613/14, EU:C:2016:63, σημεία 87 έως 94), ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σιωπηρός συμβατικός όρος σύμφωνα με τον οποίο τα προϊόντα πρέπει να είναι εμπορεύσιμης ποιότητας δεν ισοδυναμεί με «τεχνικό κανόνα». Βλ., επίσης, ανωτέρω, υποσημειώσεις 26 και 32 σχετικά με τους περιορισμούς στις διαφημίσεις.

    ( 55 ) COM(92) 491 τελικό, σημείο 18. Η οδηγία 94/10 καθιέρωσε τον ορισμό των «άλλων απαιτήσεων». Βλ. οδηγία 94/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, που τροποποιεί σημαντικά για δεύτερη φορά την οδηγία 83/189/ΕΟΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ 1994, L 100, σ. 30).

    ( 56 ) Οι οποίες αντικατοπτρίζουν την εξαίρεση CIA (για παράδειγμα, η χορήγηση αδειών στους οδηγούς ταξί).

    ( 57 ) Οι οποίοι, όπως έχει αναγνωρισθεί από αρκετές αποφάσεις του Δικαστηρίου, ισοδυναμούν με συγκεκριμένους τρόπους πωλήσεως (βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 51). Σε αυτά τα παραδείγματα περιλαμβάνεται ο περιορισμός της πωλήσεως ορισμένων προϊόντων μόνο από τα φαρμακεία ή η διοργάνωση δραστηριοτήτων που αφορούν τυχερά παιχνίδια μόνο εντός των καζίνο.

    ( 58 ) Βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, van der Burg (C‑278/99, EU:C:2001:143), όπου κρίθηκε ότι κανόνες που αφορούσαν τις μεθόδους εμπορικής διαθέσεως δεν συνιστούσαν τεχνικούς κανόνες.

    ( 59 ) Οι περιπτώσεις αυτές, εν πάση περιπτώσει, εμπίπτουν, υπό φυσιολογικές συνθήκες, στην έννοια της πλήρους απαγορεύσεως δυνάμει του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34.

    ( 60 ) Υπογραμμίζω ότι τα είδη των μέτρων που εξετάζονται εν προκειμένω «επιβάλλονται σε υπηρεσίες» και όχι σε προϊόντα. Για τον λόγο αυτό, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο κατά το παρελθόν, δεν θα ενέπιπταν στην έννοια των «τεχνικών προδιαγραφών» σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 98/34, παρά τις συνέπειές τους επί των φυσικών χαρακτηριστικών των προϊόντων. Βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg (C‑267/03, EU:C:2005:246, ιδίως σκέψη 59).

    ( 61 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Anomar κ.λπ. (C‑6/01, EU:C:2003:446, σκέψη 55).

    ( 62 ) Δηλαδή, εκτός και αν το στοιχείο που αφορά τα προϊόντα είναι εντελώς επικουρικό σε σχέση με την πτυχή που αφορά τις υπηρεσίες ή το αντίστροφο. Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631, σκέψεις 78 επ.)· της 24ης Μαρτίου 1994, Schindler (C‑275/92, EU:C:1994:119, σκέψη 24), και της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital (C‑390/99, EU:C:2002:34, σκέψεις 29 έως 32).

    ( 63 ) Δεδομένου ότι επιβάλλει περιορισμούς σε σχέση με τη διοργάνωση των τυχερών παιχνιδιών και όχι στα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη διοργάνωση των εν λόγω παιχνιδιών.

    Top