This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62014TN0134
Case T-134/14: Action brought on 28 February 2014 — Germany v Commission
Υπόθεση T-134/14: Προσφυγή της 28ης Φεβρουαρίου 2014 — Γερμανία κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-134/14: Προσφυγή της 28ης Φεβρουαρίου 2014 — Γερμανία κατά Επιτροπής
ΕΕ C 142 της 12.5.2014, p. 40–41
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
12.5.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 142/40 |
Προσφυγή της 28ης Φεβρουαρίου 2014 — Γερμανία κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-134/14)
2014/C 142/53
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: T. Henze, J. Möller, και T. Lübbig, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει, δυνάμει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ, την απόφαση C (2013) 4424 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, στη διαδικασία κρατικής ενίσχυσης SA.33995 (2013/C) (πρώην 2013/NN) — Γερμανία, Στήριξη για την ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές και μειωμένη επιβάρυνση EEG για τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.
1. |
Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 (1) καθώς και του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα προσάπτει στην καθής ότι κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας χωρίς να τηρήσει την υποχρέωση που υπέχει να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δεν θα είχε κριθεί απαραίτητη η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. |
2. |
Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή τη λειτουργία του γερμανικού νόμου περί της προτεραιότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Gesetz für den Vorrang erneuerbarer Energien), και ειδικότερα το σύστημα χρηματοοικονομικών ροών που προβλέπει ο εν λόγω νόμος. Επίσης, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της αποστολής «του κράτους» ως νομοθέτη και ως οργάνου υπευθύνου για τις εποπτικές αρχές και συνήγαγε το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι υπάρχει έλεγχος. |
3. |
Ο τρίτος λόγος αντλείται από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας δεν επωφελούνται από το ειδικό σύστημα αντιστάθμισης. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον διαπίστωσε, παρά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ευνοήθηκαν οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας. |
4. |
Ο τέταρτος λόγος αντλείται από την απουσία πλεονεκτήματος μέσω κρατικών πόρων Με τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε εκ νέου σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που διαπίστωσε ότι ορισμένα κρατικά όργανα ασκούσαν έλεγχο στα περιουσιακά στοιχεία των διαφόρων ιδιωτικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο σύστημα που καθιέρωσε ο νόμος περί της προτεραιότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. |
5. |
Ο πέμπτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 30 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ. Με τον πέμπτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή ότι πρέπει να τηρείται η προσήκουσα διοικητική διαδικασία καθώς και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι το θεσμικό αυτό όργανο εξέτασε τον νόμο περί της προτεραιότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπό το πρίσμα των άρθρων 30 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ, μολονότι γνώριζε τον τρόπο λειτουργίας του εν λόγω νόμου από δεκαετίας και πλέον. Επιπλέον, η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τα άρθρα 30 ΣΛΕΕ και 110 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που εν προκειμένω δεν επιβάλλεται φόρος υπό την έννοια των διατάξεων αυτών ούτε συντρέχει κατάσταση συνεπαγόμενη δυσμενή διάκριση. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).