EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0720

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2016.
Arkady Romanovich Rotenberg κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Περιορισμοί όσον αφορά την πρόσβαση στο έδαφος των κρατών μελών – Φυσικό πρόσωπο που στηρίζει ενεργά ή υλοποιεί δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την Ουκρανία – Φυσικό πρόσωπο που αντλεί όφελος από Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Επιχειρηματική ελευθερία – Δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής – Αναλογικότητα.
Υπόθεση T-720/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:689

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (ένατο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2016 ( *1 )

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την Ουκρανία — Δέσμευση κεφαλαίων — Περιορισμοί όσον αφορά την πρόσβαση στο έδαφος των κρατών μελών — Φυσικό πρόσωπο που στηρίζει ενεργά ή υλοποιεί δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την Ουκρανία — Φυσικό πρόσωπο που αντλεί όφελος από Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Επιχειρηματική ελευθερία — Δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑720/14,

Arkady Romanovich Rotenberg, κάτοικος Αγίας Πετρούπολης (Ρωσία), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τον D. Pannick, QC, την M. Lester, barrister, και τον M. O’Kane, solicitor, στη συνέχεια, από τον D. Pannick, από την M. Lester, από τον S. Hey, την H. Brunskill, solicitor, και την Z. Al‑Rikabi, barrister, και τέλος, από τον D. Pannick και τις Μ. Lester και Z. Al‑Rikabi,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.‑P. Hix και B. Driessen,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για τη μερική ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως 2014/145/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε, πρώτον, με την απόφαση 2014/508/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 226, σ. 23), δεύτερον, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/432 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 47), τρίτον, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1524 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 157), και, τέταρτον, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/359 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2016 (ΕΕ 2016, L 67, σ. 37), και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΕ) 269/2014 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6), όπως τέθηκε σε εφαρμογή, πρώτον, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 826/2014 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 226, σ. 16), δεύτερον, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/427 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 1), τρίτον, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1514 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 30), και, τέταρτον, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/353 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2016 (ΕΕ 2016, L 67, σ. 1), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τον προσφεύγοντα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, V. Tomljenović και D. Spielmann, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 17 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16).

2

Την ίδια ημερομηνία το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 269/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6).

3

Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 25 Ιουλίου 2014, την απόφαση 2014/499/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2014, L 221, σ. 15), και τον κανονισμό (ΕΕ) 811/2014, για την τροποποίηση του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2014, L 221, σ. 11), προκειμένου να τροποποιήσει τα κριτήρια κατ’ εφαρμογή των οποίων τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σε οντότητες ή άλλους φορείς.

4

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2014/499 (στο εξής: τροποποιηθείσα απόφαση 2014/145), έχει ως εξής:

«1.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που τελούν υπό την κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο:

α)

φυσικών προσώπων υπεύθυνων για δράσεις ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία ή που στηρίζουν ενεργά ή εφαρμόζουν τέτοιες δράσεις ή πολιτικές ή που παρεμποδίζουν το έργο διεθνών οργανισμών στην Ουκρανία, καθώς και των φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά,

β)

νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που παρέχουν υλική ή οικονομική στήριξη σε δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας,

γ)

νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων στην Κριμαία ή τη Σεβαστούπολη, η κυριότητα των οποίων έχει μεταβιβαστεί αντίθετα προς το ουκρανικό δίκαιο, ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που έχουν ωφεληθεί από την εν λόγω μεταβίβαση, ή

δ)

φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που παρέχουν ενεργά υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της ανατολικής Ουκρανίας ή έχουν οφέλη από αυτούς,

[καθώς και όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που κατέχουν ή ελέγχουν τα ως άνω πρόσωπα, οντότητες ή φορείς], όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.   Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα ή προς όφελος αυτών.»

5

Η λεπτομερής διαδικασία της δεσμεύσεως κεφαλαίων ορίζεται στις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου.

6

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145 απαγορεύει την είσοδο ή τη διέλευση από το έδαφος των κρατών μελών όσων φυσικών προσώπων πληρούν κριτήρια κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της ίδιας αποφάσεως.

7

Ο κανονισμός 269/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 811/2014 (στο εξής: τροποποιηθείς κανονισμός 269/2014), επιβάλλει τη λήψη μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και ορίζει τη λεπτομερή διαδικασία της δεσμεύσεως αυτής χρησιμοποιώντας διατύπωση κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού αυτού επαναλαμβάνει κατά βάση το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της εν λόγω αποφάσεως.

8

Στις 30 Ιουλίου 2014, λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεως στην Ουκρανία, το Συμβούλιο εξέδωσε, αφενός, την απόφαση 2014/508/ΚΕΠΠΑ, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2014, L 226, σ. 23), και, αφετέρου, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 826/2014, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2014, L 226, σ. 16) (στο εξής: πράξεις του Ιουλίου 2014).

9

Με τις δύο πράξεις αυτές, το όνομα του προσφεύγοντος, Arkady Romanovich Rotenberg, προστέθηκε, αντιστοίχως, στον κατάλογο που ήταν προσαρτημένος στην τροποποιηθείσα απόφαση 2014/145 και στον κατάλογο του παραρτήματος I του τροποποιηθέντος κανονισμού 269/2014 (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι), για τους ακόλουθους λόγους (στο εξής: πρώτη αιτιολογία):

«Ο κ. Rotenberg είναι παλαιός γνώριμος του Προέδρου Πούτιν και συνήθιζαν να ασκούνται μαζί στο τζούντο.

Ανέπτυξε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της θητείας του Προέδρου Πούτιν. Έχει ευνοηθεί από τους Ρώσους ιθύνοντες στην ανάθεση σημαντικών συμβάσεων από το ρωσικό κράτος ή από κρατικές επιχειρήσεις. Στις εταιρείες του ανατέθηκαν ιδίως κάποιες ιδιαίτερα κερδοφόρες συμβάσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι.

Είναι μείζων μέτοχος της Giprotransmost, εταιρείας στην οποία έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση προμήθειας από ρωσική κρατική εταιρεία, για την πραγματοποίηση μελέτης σκοπιμότητας όσον αφορά την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της παρανόμως προσαρτηθείσας Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, ώστε να εδραιωθεί η ενσωμάτωση της περιοχής στη Ρωσική Ομοσπονδία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.»

10

Το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 31ης Ιουλίου 2014 ανακοίνωση υπόψη των προσώπων και των οντοτήτων έναντι των οποίων είχαν εκδοθεί οι πράξεις του Ιουλίου 2014.

11

Κατά την ανακοίνωση αυτή, τα θιγόμενα πρόσωπα και οι θιγόμενες οντότητες μπορούσαν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως με την οποία τα ονόματά τους ή οι επωνυμίες τους εγγράφηκαν στους προσαρτημένους στις πράξεις του Ιουλίου 2014 καταλόγους, προσκομίζοντας σχετικά δικαιολογητικά.

12

Με έγγραφα της 4ης, της 17ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2014, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Συμβούλιο, αφενός, αίτηση προσβάσεως στις πληροφορίες και στα έγγραφα βάσει των οποίων το όνομά του εγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους και, αφετέρου, αίτηση επανεξετάσεως της εγγραφής αυτής (στο εξής: αίτηση επανεξετάσεως).

13

Με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2014, το Συμβούλιο απάντησε στις μνημονευθείσες στη σκέψη 12 ανωτέρω αιτήσεις του προσφεύγοντος. Μεταξύ άλλων επισήμανε ότι η αίτηση επανεξετάσεως βρισκόταν υπό εξέταση και ότι ο προσφεύγων επιτρεπόταν να έχει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που επισυνάπτονταν στο εν λόγω έγγραφο.

14

Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2014, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση επανεξετάσεως, επέτρεψε την πρόσβαση του προσφεύγοντος σε ορισμένα άλλα έγγραφα και του κοινοποίησε το νέο σχέδιο αιτιολογίας που είχε την πρόθεση να υιοθετήσει για τη διατήρηση των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων, τάσσοντάς του συγχρόνως προθεσμία για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Το σχέδιο αιτιολογίας έχει ως εξής:

«Ο κ. Rotenberg είναι παλαιός γνώριμος του Προέδρου Πούτιν και συνήθιζαν να ασκούνται μαζί στο τζούντο.

Ανέπτυξε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της θητείας του Προέδρου Πούτιν. Το επίπεδο της οικονομικής επιτυχίας του μπορεί να αποδοθεί στην επιρροή βασικών φορέων λήψης αποφάσεων, ιδίως στο πλαίσιο της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων.

Έχει ευνοηθεί από τη στενή προσωπική του σχέση με Ρώσους φορείς λήψης αποφάσεων καθώς του έχουν ανατεθεί σημαντικές συμβάσεις από το ρωσικό Δημόσιο ή από κρατικές επιχειρήσεις. Στις εταιρείες του ανατέθηκαν μάλιστα κάποιες ιδιαίτερα κερδοφόρες συμβάσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι.

Είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της εταιρίας Volgomost, η οποία, με τη σειρά της, μέσω της εταιρίας “MIK”, ελέγχει την εταιρία Giprotransmost. Η Giprotransmost είναι ανάδοχος δημόσιας σύμβασης που της έχει αναθέσει ρωσική δημόσια επιχείρηση για την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας σχετικής με την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της παρανόμως προσαρτηθείσας Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, ώστε να εδραιωθεί η ενσωμάτωσή της στη Ρωσική Ομοσπονδία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

Είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του εκδοτικού οίκου Prosvescheniye, που έχει συγκεκριμένα εφαρμόσει το πρόγραμμα “Για τα παιδιά της Ρωσίας: Διεύθυνση – Κριμαία”, εκστρατεία δημοσίων σχέσεων που σχεδιάσθηκε για να πείσει τα παιδιά της Κριμαίας ότι τώρα είναι Ρώσοι πολίτες που ζουν στη Ρωσία και συνεπώς υποστηρίζει την πολιτική της Ρωσικής Κυβέρνησης για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.»

15

Με έγγραφο της 14ης Ιανουαρίου 2015, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Συμβούλιο παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, επί του εν λόγω σχεδίου αιτιολογίας.

16

Με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2015, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή του να παρατείνει την εφαρμογή της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145 και του τροποποιηθέντος κανονισμού 269/2014 και να διατηρήσει το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους, βάσει νέας και τροποποιημένης αιτιολογίας που θα καταρτιζόταν κατόπιν των παρατηρήσεων που ο ίδιος είχε υποβάλει στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο συνήψε επίσης στο έγγραφό του δημοσίως προσβάσιμα έγγραφα κα κάλεσε τον προσφεύγοντα να τοποθετηθεί, το αργότερο έως τις 26 Φεβρουαρίου 2015, επί της νέας αυτής αιτιολογίας.

17

Στις 13 Μαρτίου 2015, με την έκδοση, αφενός, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2015/432, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 47), και, αφετέρου, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/427, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2015, L 70, σ. 1) (στο εξής: πράξεις του Μαρτίου 2015), το Συμβούλιο παρέτεινε έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2015 την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που είχαν προβλεφθεί με τις πράξεις του Ιουλίου 2014 και τροποποίησε τους επίμαχους καταλόγους.

18

Κατόπιν των τροποποιήσεων αυτών, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους συνοδευόμενο από την ακόλουθη αιτιολογία (στο εξής: δεύτερη αιτιολογία):

«Ο κ. Rotenberg είναι παλαιός γνώριμος του Προέδρου Πούτιν και συνήθιζαν να ασκούνται μαζί στο τζούντο.

Ανέπτυξε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της θητείας του Προέδρου Πούτιν. Το επίπεδο της οικονομικής επιτυχίας του μπορεί να αποδοθεί στην επιρροή βασικών φορέων λήψης αποφάσεων με την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

Έχει ευνοηθεί από τη στενή προσωπική του σχέση με Ρώσους φορείς λήψης αποφάσεων καθώς του έχουν ανατεθεί σημαντικές συμβάσεις από το ρωσικό κράτος ή από κρατικές επιχειρήσεις. Στις εταιρείες του ανατέθηκαν μάλιστα κάποιες ιδιαίτερα κερδοφόρες συμβάσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι.

Του ανήκει επίσης η εταιρεία Stroygazmontazh στην οποία έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση για την κατασκευή γέφυρας από τη Ρωσία στην παρανόμως προσαρτηθείσα Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας, ως εκ τούτου εδραιώνοντας την ενσωμάτωσή της στη Ρωσική Ομοσπονδία με αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

Είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του εκδοτικού οίκου Prosvescheniye, που έχει συγκεκριμένα εφαρμόσει το πρόγραμμα “Για τα παιδιά της Ρωσίας: Διεύθυνση – Κριμαία”, εκστρατεία δημοσίων σχέσεων που σχεδιάσθηκε για να πείσει τα παιδιά της Κριμαίας ότι τώρα είναι Ρώσοι πολίτες που ζουν στη Ρωσία και συνεπώς υποστηρίζει την πολιτική της ρωσικής κυβέρνησης για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.»

19

Στις 14 Μαρτίου 2015 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση υπόψη των προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέφθηκαν, αφενός, με την απόφαση 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/432, και, αφετέρου, με τον κανονισμό 269/2014, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/427 (ΕΕ 2015, C 88, σ. 3). Το περιεχόμενο της ανακοινώσεως αυτής ήταν κατ’ ουσίαν το ίδιο με εκείνο της ανακοινώσεως που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω.

20

Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο δημοσίευσε δεύτερη ανακοίνωση υπόψη των ενδιαφερόμενων προσώπων επί των οποίων εφαρμόζονταν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέφθηκαν με τον κανονισμό 269/2014, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/427 (ΕΕ 2015, C 88, σ. 4), με την οποία ενημέρωνε τα εν λόγω πρόσωπα για τις λεπτομέρειες και για τον σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούσαν καθώς και για τη δυνατότητά τους να αποταθούν στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον κανονισμό (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1).

21

Οι πράξεις του Μαρτίου 2015 γνωστοποιήθηκαν, με έγγραφο του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2015, στους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

22

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1524, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 157), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1514, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 30) (στο εξής: πράξεις του Σεπτεμβρίου 2015), το Συμβούλιο παρέτεινε την εφαρμογή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων έως τις 15 Μαρτίου 2016, χωρίς να τροποποιήσει την αιτιολογία που αφορούσε τον προσφεύγοντα.

23

Οι πράξεις του Σεπτεμβρίου 2015 γνωστοποιήθηκαν, με έγγραφο του Συμβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, στους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

24

Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ανακοινώσεις κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω.

25

Στις 10 Μαρτίου 2016, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/359, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2016, L 67, σ. 37), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/353, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2016, L 67, σ. 1) (στο εξής: πράξεις του Μαρτίου 2016), το Συμβούλιο παρέτεινε την εφαρμογή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2016, χωρίς να τροποποιήσει την αιτιολογία που αφορούσε τον προσφεύγοντα.

26

Οι πράξεις του Μαρτίου 2016 γνωστοποιήθηκαν, με έγγραφο του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2016, στους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

27

Στις 12 Μαρτίου 2016 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ανακοινώσεις κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2014, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση των πράξεων του Ιουλίου 2014, κατά το μέρος που τον αφορούν. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑720/14.

29

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2014, το Συμβούλιο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, δεδομένου ότι είναι από κάθε άποψη πανομοιότυπη με άλλη προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑717/14 και την οποία άσκησε ο προσφεύγων την ίδια ημέρα με την κατάθεση της υπό κρίση προσφυγής.

30

Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 14 Απριλίου 2015.

31

Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 2015, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει το δικόγραφό του ώστε στα αιτήματά του να περιληφθεί επίσης η ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2015, κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν.

32

Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος αυτού με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουλίου 2015. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι το προαναφερθέν υπόμνημα ήταν εν μέρει απαράδεκτο, στο μέτρο κατά το οποίο ορισμένοι από τους λόγους και τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί με το δικόγραφο κατά των πράξεων του Ιουλίου 2014 δεν μπορούσαν να προβληθούν και προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Μαρτίου 2015.

33

Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 2015, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει το δικόγραφό του ώστε στα αιτήματά του να περιληφθεί επίσης η ακύρωση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2015, κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν.

34

Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος αυτού με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2015. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο προέβαλε κατ’ ουσίαν τον ίδιο λόγο απαραδέκτου με εκείνον περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 32 ανωτέρω.

35

Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 2016, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει το δικόγραφό του ώστε στα αιτήματά του να περιληφθεί επίσης η ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2016, κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν.

36

Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος αυτού με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2016.

37

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπέβαλε ερώτημα στο Συμβούλιο προς γραπτή απάντηση και το κάλεσε να καταθέσει ένα έγγραφο.

38

Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς τα μέτρα αυτά.

39

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Ιουνίου 2016.

40

Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, απέσυρε τον λόγο απαραδέκτου που είχε στηρίξει στην ύπαρξη εκκρεμοδικίας, αφενός διότι, κατόπιν παραιτήσεως του προσφεύγοντος, η υπόθεση T‑717/14 διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου με διάταξη του προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2014, και αφετέρου λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που αυτός επικαλέστηκε (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato Venezia vuole vivere κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις πράξεις του Ιουλίου 2014, κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν·

να ακυρώσει τις πράξεις του Μαρτίου 2015, του Σεπτεμβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016 (στο εξής, από κοινού: λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις), κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

42

Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να απορρίψει τα αιτήματα προσαρμογής του δικογράφου·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως, να διατηρήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2016/359, βάσει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ, έως ότου η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2016/353 παραγάγει τα αποτελέσματά της.

Σκεπτικό

43

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεύτερον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τρίτον, παραβίαση της αρχής της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τέταρτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και, πέμπτον, αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της επιχειρηματικής ελευθερίας.

44

Θα πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το αίτημα ακυρώσεως των πράξεων του Ιουλίου 2014 και στη συνέχεια τα λοιπά αιτήματα του προσφεύγοντος.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Ιουλίου 2014

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

45

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της εγγραφής του ονόματός του στους καταλόγους που είναι προσαρτημένοι στις πράξεις του Ιουλίου 2014 δεν είναι σαφής ούτε λεπτομερής. Ως εκ τούτου, δεν του είναι δυνατό να κατανοήσει βάσει ποιου κριτηρίου αποφασίστηκε η εγγραφή του ονόματός του στους καταλόγους αυτούς. Ειδικότερα, κατ’ αυτόν, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε αν ο προσφεύγων θεωρήθηκε ως υπεύθυνος για δράσεις ή πολιτικές που υπονόμευαν ή απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ως συνδεόμενος με πρόσωπα που ενέπιπταν στην κατηγορία αυτή ή ως παρέχων ενεργή υλική ή οικονομική στήριξη στους Ρώσους ιθύνοντες που υπήρξαν υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας ή για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ή ως πρόσωπο που αντλεί όφελος από τους ιθύνοντες αυτούς. Επίσης, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε περί ποιων ιθυνόντων επρόκειτο ούτε κατά ποιον τρόπο αυτοί ευνόησαν τον προσφεύγοντα.

46

Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

47

Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία χωρεί παρέκκλιση μόνον για επιτακτικούς λόγους. Επομένως, η αιτιολογία πρέπει, καταρχήν, να γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, η δε έλλειψή της δεν δύναται να καλυφθεί από το ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αιτιολογίας της πράξεως αυτής κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο οφείλει να γνωστοποιεί στο θιγόμενο από τα περιοριστικά μέτρα πρόσωπο ή την οντότητα τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι πρέπει να ληφθούν τα μέτρα αυτά, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι στην ασφάλεια είτε της Ένωσης είτε των κρατών μελών της ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της αποκλείουν τη γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων. Το Συμβούλιο οφείλει επίσης να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση των οικείων μέτρων, και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων τα έκρινε επιβεβλημένα (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Εξάλλου, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Εν προκειμένω, η σχετική με τον προσφεύγοντα αιτιολογία στην οποία βασίστηκαν οι πράξεις του Ιουλίου 2014 εκτίθεται στη σκέψη 9 ανωτέρω.

51

Σημειώνεται ότι, μολονότι η αιτιολογία δεν διευκρινίζει ρητώς ποια, μεταξύ των εφαρμοστέων κριτηρίων, είναι εκείνα στα οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο για να εγγράψει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, εντούτοις από το γράμμα της αιτιολογίας αυτής προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ότι το θεσμικό όργανο αυτό χρησιμοποίησε τα κριτήρια σχετικά με:

τα «φυσικ[ά] πρ[όσωπα που είναι] υπεύθυν[α] για δράσεις ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία ή που στηρίζουν ενεργά ή εφαρμόζουν τέτοιες δράσεις ή πολιτικές ή που παρεμποδίζουν το έργο διεθνών οργανισμών στην Ουκρανία, καθώς και τ[α] φυσικ[ά] ή νομικ[ά] πρ[όσωπα], [οι] οντ[ότητες] ή [οι] φορ[είς] που συνδέονται με αυτά» [κριτήριο που προβλέπεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του τροποποιηθέντος κανονισμού 269/2014 καθώς και, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145, στο εξής: πρώτο σχετικό κριτήριο]·

τα «φυσικ[ά] ή νομικ[ά] πρ[όσωπα], οντ[ότητες] ή φορ[είς] που παρέχουν ενεργά υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της ανατολικής Ουκρανίας ή έχουν οφέλη από αυτούς» [κριτήριο που προβλέπεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του τροποποιηθέντος κανονισμού 269/2014 καθώς και, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της τροποποιηθείσας αποφάσεως 2014/145, στο εξής: δεύτερο σχετικό κριτήριο].

52

Ειδικότερα, όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, όπως ορθώς υποστηρίζει το Συμβούλιο, το τρίτο εδάφιο της πρώτης αιτιολογίας συνιστά εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, δεδομένου ότι, αφενός, αφορά τον ρόλο που φέρεται να διαδραμάτιζε ο προσφεύγων εντός της εταιρίας Giprotransmost, στην οποία, όπως εκτίθεται, ανατέθηκε δημόσια σύμβαση για την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας σχετικής με την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας, και, αφετέρου, διευκρινίζει ότι με την κατασκευή της γέφυρας αυτής εδραιώνεται η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

53

Επομένως, το τμήμα αυτό της πρώτης αιτιολογίας καθιστά σαφές ότι ένας από τους λόγους της εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους είναι ότι το Συμβούλιο εκτίμησε ότι ο προσφεύγων, λόγω της φερόμενης ως σημαντικής συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας Giprotransmost, ανήκε στην κατηγορία των προσώπων που στήριζαν ενεργά ή υλοποιούσαν δράσεις ή πολιτικές που υπονόμευαν ή απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

54

Σημειώνεται επίσης ότι, όπως παρατηρεί και το Συμβούλιο, το τρίτο εδάφιο της πρώτης αιτιολογίας παραθέτει ακριβείς και συγκεκριμένους λόγους για την εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, στο μέτρο κατά το οποίο κάνει μνεία μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση που αφορούσε έργο το οποίο εκ των πραγμάτων συμβάλλει στην εδραίωση της ενσωματώσεως της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, υπονομεύοντας κατά τον τρόπο αυτό την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

55

Όσον αφορά το δεύτερο σχετικό κριτήριο, από τα δύο πρώτα εδάφια της πρώτης αιτιολογίας προκύπτει ότι το Συμβούλιο εκτίμησε ότι ο προσφεύγων αντλούσε όφελος από τις προσωπικές σχέσεις του με τον Πρόεδρο Πούτιν, στο μέτρο που, κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του τελευταίου, το Ρωσικό Δημόσιο και ρωσικές δημόσιες επιχειρήσεις τού ανέθεσαν σημαντικές συμβάσεις, στο πλαίσιο ιδίως της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι (Ρωσία).

56

Μολονότι αληθεύει ότι το τμήμα αυτό της πρώτης αιτιολογίας δεν διευκρινίζει ποιοι ήταν οι εμπλεκόμενοι ιθύνοντες και μνημονεύει μόνο το παράδειγμα των συμβάσεων που αφορούσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εντούτοις, με βάση τόσο τη ρητή αναφορά στον Πρόεδρο Πούτιν όσο και το προαναφερθέν παράδειγμα μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο παρέσχε επαρκείς διευκρινίσεις.

57

Δεδομένου ότι το γράμμα της πρώτης αιτιολογίας παρείχε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το όνομά του εγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους και ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά το βάσιμο της αιτιολογίας αυτής, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

58

Το ζήτημα του αν η αιτιολογία αυτή είναι βάσιμη δεν εντάσσεται στην εξέταση του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, αλλά στην εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διαχωρίζεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το τελευταίο άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας πράξεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Εάν η αιτιολογία ενέχει σφάλματα, αυτά επηρεάζουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, όχι όμως την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι περιλαμβάνει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις του Ιουλίου 2014.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

60

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεχόμενο ότι υπήρχαν επαρκή πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους κατ’ εφαρμογήν του πρώτου και του δεύτερου σχετικού κριτηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι το Συμβούλιο φέρει το βάρος αποδείξεως συναφώς και δεν δύναται να στηρίζεται σε εικασίες.

61

Όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, πριν την έκδοση των πράξεων του Ιουλίου 2014, δεν απέδειξε ότι αυτός ήταν μέτοχος, και μάλιστα πλειοψηφικός μέτοχος της Giprotransmost. Επομένως, το κριτήριο αυτό δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του.

62

Όσον αφορά το δεύτερο σχετικό κριτήριο, ο προσφεύγων διατείνεται ότι ουδόλως αποδεικνύεται ότι συνδέεται με τους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία και για την προσάρτηση της Κριμαίας και της Σεβαστουπόλεως και στους οποίους, επιπροσθέτως, δεν επιβλήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Οι αναφορές που έκανε το Συμβούλιο στις σχέσεις του προσφεύγοντος με τον Πρόεδρο Πούτιν, στην περιουσία και στις δημόσιες συμβάσεις που του ανατέθηκαν είναι άνευ σημασίας, αφής στιγμής δεν αποδεικνύεται ότι τα στοιχεία αυτά έχουν σχέση με τα γεγονότα λόγω των οποίων επιβλήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

63

Ειδικότερα, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η σύναψη των συμβάσεων περί των οποίων κάνουν λόγο οι πράξεις του Ιουλίου 2014, ιδίως των συμβάσεων που αφορούσαν την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι, προηγήθηκε κατά πολλά έτη των επίμαχων γεγονότων, και ότι, για τον λόγο αυτό, τόσο οι επιχειρήσεις στις οποίες ανατέθηκαν οι εν λόγω συμβάσεις όσο και οι μέτοχοί τους ήταν αδύνατο να προβλέψουν ότι, λόγω της συνάψεως των συμβάσεων αυτών, θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να καταστούν αποδέκτες μέτρων τα οποία λήφθηκαν για να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση που δεν έχει καμία σχέση με τις εν λόγω συμβάσεις. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αντίθετο ιδίως προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

64

Το Συμβούλιο απαντά ότι η πρώτη αιτιολογία βασίζεται σε δημοσίως προσβάσιμες πληροφορίες που διέθετε ήδη κατά τον χρόνο της εκδόσεως των πράξεων του Ιουλίου 2014.

65

Όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι από δημοσίως προσβάσιμες πηγές είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι, μολονότι ο προσφεύγων δεν είναι άμεσα μέτοχος της Giprotransmost, εντούτοις ελέγχει την επιχείρηση αυτή μέσω της εταιρίας OAO Volgomost της οποίας είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης. Λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που προέρχονται από τις δημοσίως προσβάσιμες πηγές αυτές, ο προσφεύγων δεν μπορεί απλώς και μόνο να αρνείται την ιδιότητά του ως πραγματικού ιδιοκτήτη της Volgomost.

66

Όσον αφορά το δεύτερο σχετικό κριτήριο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού, τα κατονομαζόμενα πρόσωπα δεν απαιτείται να αντλούν προσωπικό όφελος από την κατάσταση στην Ουκρανία και από την προσάρτηση της Κριμαίας ή της Σεβαστουπόλεως. Ειδικότερα, αρκεί απλώς τα πρόσωπα αυτά να αντλούν όφελος από τους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για τα επίμαχα γεγονότα. Κατά το Συμβούλιο, αν ίσχυε κάτι διαφορετικό, το δεύτερο κριτήριο θα συγχεόταν με το πρώτο.

67

Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της πολιτικής και οικονομικής καταστάσεως που επικρατεί στη Ρωσία, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η οικονομική επιτυχία του προσφεύγοντος, που οφείλεται ιδίως στην εκτέλεση πολλών δημοσίων συμβάσεων οι οποίες δεν αρνείται ότι του ανατέθηκαν, αποδεικνύει ότι αυτός αντλεί όφελος από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα και από τους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία και για την προσάρτηση της Κριμαίας και της Σεβαστουπόλεως. Στους ιθύνοντες αυτούς καταλέγονται προδήλως ο Πρόεδρος Πούτιν, τον οποίον ο προσφεύγων δεν αρνείται ότι γνωρίζει από μακρού χρόνου, καθώς και άλλοι Ρώσοι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Συναφώς, το γεγονός ότι δεν έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα στον ίδιο τον Πρόεδρο Πούτιν και στους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους αυτούς δεν επηρεάζει το βάσιμο της λήψεως τέτοιων μέτρων έναντι του προσφεύγοντος.

68

Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί ελλείψεως ασφάλειας δικαίου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι πρόκειται για ζήτημα στερούμενο σημασίας. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι η ανάθεση των συμβάσεων περί των οποίων κάνουν λόγο οι πράξεις του Ιουλίου 2014 και οι οποίες υπήρξαν άκρως επικερδείς για τον προσφεύγοντα δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς τη συμφωνία των ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων της Ρωσικής Κυβερνήσεως. Οι υπάλληλοι όμως αυτοί είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία και για την προσάρτηση της Κριμαίας και της Σεβαστουπόλεως, είτε λόγω των γενικών ευθυνών που συνεπάγεται η ιδιότητά τους είτε λόγω συγκεκριμένων αποφάσεων που έλαβαν στο πλαίσιο αυτό. Τα οφέλη που αποκόμισε ο προσφεύγων δεν απαιτείται να τελούν σε χρονική συνάρτηση με τα επίμαχα γεγονότα.

69

Επιπλέον, η δημόσια σύμβαση που ανατέθηκε στην Giprotransmost αποτελεί πρόσθετο παράδειγμα όσον αφορά τις συμβάσεις στις οποίες στηρίχτηκε το Συμβούλιο για να εφαρμόσει το δεύτερο σχετικό κριτήριο επί του προσφεύγοντος.

70

Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τους γενικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία λήψεως περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, μέσω αποφάσεως λαμβανόμενης δυνάμει του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, και ειδικότερα του άρθρου 29 ΣΕΕ. Δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας τόσο πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσο και καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει, ειδικότερα, για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τέτοια μέτρα (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71

Εντούτοις, μολονότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τα κριτήρια που πρέπει να συνεκτιμώνται κατά τη λήψη περιοριστικών μέτρων, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτάσσει όπως, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί εγγραφής ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο προσώπων κατά των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να βεβαιώνονται ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το πρόσωπο αυτό, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση της βασιμότητας των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί, ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται αφεαυτού επαρκής για να στηρίξει την ιδία αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο (αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψεις 41 και 45, και της 26ης Οκτωβρίου 2015, Portnov κατά Συμβουλίου, T‑290/14, EU:T:2015:806, σκέψη 38).

72

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, η απόδειξη του βασίμου της αιτιολογίας που επελέγη έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου βαρύνει την αρμόδια αρχή της Ένωσης και όχι το πρόσωπο αυτό, το οποίο δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι η αιτιολογία αυτή είναι αβάσιμη (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 121, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 128).

73

Εν προκειμένω, το όνομα του προσφεύγοντος εγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους κατ’ εφαρμογήν του πρώτου και του δεύτερου σχετικού κριτηρίου.

 Επί της εφαρμογής του πρώτου σχετικού κριτηρίου στην περίπτωση του προσφεύγοντος

74

Όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, παρατηρείται ότι το κριτήριο αυτό προϋποθέτει την απόδειξη άμεσου ή έμμεσου συνδέσμου μεταξύ των δραστηριοτήτων ή ενεργειών του εμπλεκόμενου προσώπου ή της εμπλεκόμενης οντότητας, αφενός, και της υφιστάμενης στην Ουκρανία καταστάσεως λόγω της οποίας επιβλήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Με άλλα λόγια, τα εν λόγω πρόσωπα ή οι εν λόγω οντότητες πρέπει, με τη συμπεριφορά τους, να έχουν καταστεί υπεύθυνοι για δράσεις ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

75

Ο παρατεθείς βάσει του πρώτου σχετικού κριτηρίου λόγος που αφορά τον προσφεύγοντα έγκειται στο ότι αυτός θεωρήθηκε ως σημαντικός μέτοχος, και μάλιστα ως πλειοψηφικός μέτοχος, της Giprotransmost στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας σχετικά με την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας. Κατά το Συμβούλιο, από αυτή καθεαυτήν την ανάθεση της εν λόγω συμβάσεως είναι δυνατόν να συναχθεί ότι ο προσφεύγων στηρίζει ή υλοποιεί δράσεις ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία.

76

Ο προσφεύγων αμφισβητεί ότι είναι μέτοχος, πολλώ δε μάλλον πλειοψηφικός μέτοχος, της Giprotransmost, με την οποία δεν έχει καμία σχέση.

77

Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο ουδόλως επιχειρεί να αποδείξει ότι διέθετε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο προσφεύγων ήταν μέτοχος, και μάλιστα πλειοψηφικός μέτοχος, της Giprotransmost, όπως σχετικώς εκτέθηκε στην πρώτη αιτιολογία.

78

Εξάλλου, κατόπιν των αντιρρήσεων που διατύπωσε ο προσφεύγων με τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 12 ανωτέρω, αναφορικά με την ιδιότητά του ως μετόχου της Giprotransmost, το Συμβούλιο επέλεξε διαφορετική εξήγηση, κατά την οποία ο προσφεύγων ήλεγχε την εν λόγω εταιρία μέσω της μητρικής της εταιρίας, Volgomost, της οποίας θεωρήθηκε ως «πραγματικός ιδιοκτήτης», σύμφωνα με όσα εκτίθεντο σε δημοσίευμα στον Τύπο, του οποίου κάνει μνεία το Συμβούλιο και το οποίο έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με την έκθεση Interfax, πλειοψηφικός μέτοχος της OAO Giprotransmost είναι η OOO MIK, το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της οποίας κατέχει η OAO Volgomost. Η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της OAO Volgomost βρίσκεται στην κατοχή πέντε κυπριακών εταιριών: της Tevaryso Trading Limited (19,91 %), της Eltores Investments Ltd (19,91 %), της Chrysanthemum Services Limited (19,69 %), της Sormenia Investments Ltd (19,63 %) και της E.C.C.P. Investments Limited (14,57 %). Ο επιχειρηματίας Arkady Rotenberg μνημονεύθηκε στον Τύπο ως πραγματικός ιδιοκτήτης της Volgomost. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Kommersant newspaper, είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Volgomost.»

79

Πρώτον, παρατηρείται ότι το δημοσίευμα αυτό απλώς παραπέμπει σε άλλα δημοσιεύματα, ως προς τα οποία δεν παρέχονται διευκρινίσεις, από τα οποία προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Volgomost.

80

Το έμμεσο όμως αυτό αποδεικτικό στοιχείο δεν αρκεί ώστε να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω).

81

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο, στο από 19 Δεκεμβρίου 2014 έγγραφο που μνημονεύεται στη σκέψη 14 ανωτέρω, δήλωσε ότι προετίθετο να τροποποιήσει το τμήμα εκείνο της πρώτης αιτιολογίας που αφορούσε την Giprotransmost, αντικαθιστώντας το με την ακόλουθη διατύπωση:

«[Ο προσφεύγων ε]ίναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της εταιρίας Volgomost, η οποία, με τη σειρά της, μέσω της εταιρίας “MIK”, ελέγχει την εταιρία Giprotransmost. Η Giprotransmost είναι ανάδοχος δημόσιας σύμβασης που της έχει αναθέσει ρωσική δημόσια επιχείρηση για την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας σχετικής με την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της παρανόμως προσαρτηθείσας Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, ώστε να εδραιωθεί η ενσωμάτωσή της στη Ρωσική Ομοσπονδία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.»

82

Ο προσφεύγων, με το από 14 Ιανουαρίου 2015 έγγραφό του που μνημονεύεται στη σκέψη 15 ανωτέρω, υποστήριξε ότι η τροποποίηση αυτή δεν ήταν ορθή και δεν τεκμηριωνόταν βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με τη Volgomost και ότι τα δημοσιεύματα στον Τύπο στα οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο απλώς αναπαρήγαγαν φήμες ως προς το ζήτημα αυτό.

83

Κατόπιν των αντιρρήσεων αυτών, το Συμβούλιο, με το από 13 Φεβρουαρίου 2015 έγγραφό του που μνημονεύεται στη σκέψη 16 ανωτέρω, επέλεξε νέα αιτιολογία, στην οποία δεν γίνεται λόγος για τον ρόλο του προσφεύγοντος στη Volgomost ή στην Giprotransmost, αλλά σε μια άλλη εταιρία, και συγκεκριμένα τη Stroygazmontazh. Αυτή η αιτιολογία παρατέθηκε εν τέλει στις πράξεις του Μαρτίου 2015 και σε όσες επακολούθησαν (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

84

Υπό τις συνθήκες αυτές, αυτή καθεαυτήν η συμπεριφορά του Συμβουλίου επιβεβαιώνει ότι δεν διέθετε επαρκείς αποδείξεις ως προς το ότι ο προσφεύγων, κατά τον χρόνο της εκδόσεως των πράξεων του Ιουλίου 2014, ήλεγχε την Giprotransmost. Συναφώς, πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι, όπως παρατήρησε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογία δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε δύο διαφορετικές εταιρίες. Πράγματι, στην Giprotransmost ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για την κατασκευή της επίμαχης γέφυρας, ενώ η Stroygazmontazh ανέλαβε την κατασκευή της. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η παρατήρηση αυτή του Συμβουλίου ουδόλως αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων ήλεγχε την Giprotransmost.

85

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα που αντλεί το Συμβούλιο από το γεγονός ότι ο προσφεύγων, με το δικόγραφο της προσφυγής του στην υπόθεση T‑717/14 (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω), δεν αμφισβήτησε ότι διαδραμάτιζε όντως ρόλο εντός της Giprotransmost, όπως συναφώς εκτίθεται στις πράξεις του Ιουλίου 2014, αλλά απλώς υποστήριξε ότι ο ρόλος του αυτός στερούνταν οποιασδήποτε σημασίας. Συγκεκριμένα, χωρίς να είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ακριβούς περιεχομένου των όσων εξέθεσε ο προσφεύγων στο εν λόγω δικόγραφο, το οποίο δεν αποτελεί μέρος της δικογραφίας της υπό κρίση υποθέσεως, είναι προφανές ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε το έγγραφο αυτό όταν εξέδωσε τις πράξεις του Ιουλίου 2014.

86

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με τα οποία αμφισβητεί το βάσιμο της σχετικής με το πρόσωπό του αιτιολογίας η οποία παρατέθηκε στις πράξεις του Ιουλίου 2014 βάσει του πρώτου σχετικού κριτηρίου.

 Επί της εφαρμογής του δεύτερου σχετικού κριτηρίου στην περίπτωση του προσφεύγοντος

87

Όσον αφορά το δεύτερο σχετικό κριτήριο, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ή οντότητες δεν απαιτείται να αντλούν προσωπικό όφελος από την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της ανατολικής Ουκρανίας. Αρκεί, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, να αντλούν όφελος από έναν εκ των «Ρώσων ιθυνόντων» που είναι υπεύθυνοι για τα επίμαχα γεγονότα, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχτεί σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, του οφέλους που αποκόμισαν τα κατονομαζόμενα πρόσωπα και, αφετέρου, της προσαρτήσεως της Κριμαίας ή της αποσταθεροποιήσεως της ανατολικής Ουκρανίας.

88

Ειδικότερα, αν για την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού απαιτούνταν η απόδειξη της υπάρξεως τέτοιου συνδέσμου, το κριτήριο αυτό θα καθίστατο άνευ αντικειμένου σε σχέση με το πρώτο σχετικό κριτήριο, το οποίο απαιτεί την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των δράσεων που αναλήφθηκαν από τα κατονομαζόμενα πρόσωπα και της καταστάσεως που δημιουργήθηκε στην Ουκρανία.

89

Εν προκειμένω, όμως, κακώς το Συμβούλιο εκτίμησε ότι μπορούσε να εφαρμόσει το δεύτερο σχετικό κριτήριο επί του προσφεύγοντος.

90

Συναφώς, πρώτον, σημειώνεται ότι, με βάση το γράμμα της πρώτης αιτιολογίας, μόνον ο Πρόεδρος Πούτιν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Ρώσος ιθύνων από τον οποίο ο προσφεύγων αντλεί, όπως προβάλλεται, όφελος. Η αναφορά σε «Ρώσους ιθύνοντες», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, είναι εξαιρετικά ασαφής και δεν συνιστά επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 95).

91

Δεύτερον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, για να μπορεί να εφαρμοστεί το δεύτερο σχετικό κριτήριο, οι Ρώσοι ιθύνοντες από τις πράξεις των οποίων τα κατονομαζόμενα πρόσωπα έχουν αντλήσει οφέλη πρέπει τουλάχιστον να έχουν προβεί σε ενέργειες για την προετοιμασία της προσαρτήσεως της Κριμαίας και για την αποσταθεροποίηση στην ανατολική Ουκρανία. Μόνον εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ωφελούμενοι από τους εν λόγω ιθύνοντες δεν είναι δυνατόν να αγνοούν τη συμμετοχή των τελευταίων στην προετοιμασία αυτή και μπορούν ευλόγως να αναμένουν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων επί των οικονομικών πόρων που συγκέντρωσαν χάρις, εν μέρει, στα προαναφερθέντα οφέλη, ώστε με τον τρόπο αυτό να αποκλειστεί η δυνατότητά τους να παράσχουν στήριξη στους εν λόγω ιθύνοντες.

92

Αντιθέτως, αν το δεύτερο σχετικό κριτήριο μπορούσε να εφαρμοστεί ακόμη και αν δεν συνέτρεχε η ανωτέρω προϋπόθεση, θα διακυβευόταν η αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα αποτελούν απάντηση στις πολιτικές και δραστηριότητες των ρωσικών αρχών που αφορούν ειδικώς την Ουκρανία και όχι στις εν γένει ενέργειες των αρχών αυτών. Η υλοποίηση των εν λόγω πολιτικών και δραστηριοτήτων άρχισε πάντως από τα τέλη Φεβρουαρίου 2014.

93

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο δέχεται ότι οι συμβάσεις τις οποίες, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από αυτό δημοσιεύματα στον Τύπο, ανέθεσε το Ρωσικό Δημόσιο ή διάφορες ρωσικές δημόσιες επιχειρήσεις στον προσφεύγοντα αφορούν χρονική περίοδο προγενέστερη αυτής κατά την οποία οι Ρώσοι ιθύνοντες, και ειδικότερα ο Πρόεδρος Πούτιν, άρχισαν να απειλούν την Ουκρανία. Οι συμβάσεις αυτές αφορούν ιδίως την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του Σότσι, οι οποίοι έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2014.

94

Ακόμη και αν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, λόγω της κρατούσας στη Ρωσία πολιτικής καταστάσεως, η άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων εύρους ανάλογου προς εκείνο των δραστηριοτήτων που άσκησε ο προσφεύγων δεν είναι δυνατή χωρίς την προηγούμενη συμφωνία του Προέδρου της χώρας αυτής, όπως συνέβη, κατά τη νομολογία, στην περίπτωση της Λευκορωσίας (απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Ternavsky κατά Συμβουλίου, T‑163/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:271, σκέψη 121), εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι ο προσφεύγων ευνοήθηκε από τον Πρόεδρο Πούτιν κατά τον χρόνο ενάρξεως των ενεργειών του τελευταίου κατά της Ουκρανίας, σε απάντηση των οποίων επιβλήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 74 έως 85 ανωτέρω όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, το Συμβούλιο δεν απέδειξε την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του προσφεύγοντος και της Giprotransmost, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ανάθεση της συγκεκριμένης συμβάσεως στην εν λόγω εταιρία ως παράδειγμα για τα οφέλη που αποκόμισε ο προσφεύγων.

95

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις του Ιουλίου 2014 και, ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές να ακυρωθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο αυτό ούτε οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

Επί των αιτημάτων ακυρώσεως των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων

96

Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου και στις 2 Νοεμβρίου 2015, καθώς και στις 24 Μαρτίου 2016, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει το δικόγραφο της προσφυγής του, ώστε στα αιτήματά του να περιληφθεί και η ακύρωση των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων, κατά το μέρος που αυτές τον αφορούν.

97

Κατά την προσαρμογή του δικογράφου ώστε να καλύπτει και τις πράξεις του Μαρτίου 2015, ο προσφεύγων ενέμεινε στους πέντε λόγους ακυρώσεως που είχε προβάλει κατά των πράξεων του Ιουλίου 2014, διατυπώνοντας συγχρόνως πρόσθετα επιχειρήματα αναφορικά ιδίως με το γεγονός ότι εν τω μεταξύ το Συμβούλιο χρησιμοποίησε έναντί του εν μέρει διαφορετική αιτιολογία.

98

Δεδομένου ότι οι πράξεις του Σεπτεμβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016 απλώς παρέτειναν την εφαρμογή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, χωρίς να τροποποιήσουν τη δεύτερη αιτιολογία που αφορούσε τον προσφεύγοντα, ο τελευταίος, με το δεύτερο και με το τρίτο αίτημα προσαρμογής της προσφυγής, δεν προέβαλε νέα επιχειρήματα, αλλά απλώς ενέμεινε σε όσα είχε ήδη προβάλει.

99

Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί το παραδεκτό των ως άνω αιτημάτων αυτών καθεαυτά, αλλά υποστηρίζει ότι ορισμένοι λόγοι ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής κατά των πράξεων του Ιουλίου 2014 δεν μπορούν να προβληθούν και σε σχέση με τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

100

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά το μέρος που τον αφορούν, οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, όπως και οι πράξεις του Ιουλίου 2014, εκδόθηκαν κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι δεν του είναι δυνατόν να κατανοήσει ποια κριτήρια εφάρμοσε το Συμβούλιο για να δικαιολογήσει τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους ούτε κατά ποιον ακριβώς τρόπο ευνοήθηκε και από ποιον.

101

Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

102

Η δεύτερη αιτιολογία στην οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο αναφορικά με τον προσφεύγοντα παρατέθηκε στη σκέψη 18 ανωτέρω.

103

Σημειώνεται ότι τα τρία πρώτα εδάφια της δεύτερης αιτιολογίας αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στα δύο πρώτα εδάφια της πρώτης αιτιολογίας, οπότε οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 55 έως 57 ανωτέρω ισχύουν κατ’ αναλογία, προκειμένου να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ως προς τα εν λόγω εδάφια.

104

Αντιθέτως, στο τέταρτο και στο πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας περιλαμβάνονται ειδικότερα και πιο συγκεκριμένα στοιχεία που σχετίζονται με τα καθήκοντα που ασκούσε ο προσφεύγων εντός της εταιρίας Stroygazmontazh και εντός του εκδοτικού οίκου Prosvescheniye.

105

Χωρίς να προδικάζεται το βάσιμο των δύο ανωτέρω εδαφίων, επισημαίνεται ότι τα εδάφια αυτά προσδιορίζουν επακριβώς τον ρόλο του προσφεύγοντος ως ιδιοκτήτη της Stroygazmontazh και ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Prosvescheniye. Επιπλέον, για καθεμία από τις εταιρίες αυτές, παρέχεται η διευκρίνιση ότι ασκούν δραστηριότητες που μπορούν ευχερώς να υπαχθούν στο πρώτο σχετικό κριτήριο.

106

Όσον αφορά τη Stroygazmontazh, παρέχεται η διευκρίνιση ότι στην εταιρία αυτή ανατέθηκε δημόσια σύμβαση για την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, ώστε κατά τον τρόπο αυτό να εδραιωθεί η ενσωμάτωση της δεύτερης στη Ρωσική Ομοσπονδία.

107

Όσον αφορά την Prosvescheniye, παρέχεται η διευκρίνιση ότι η εταιρία αυτή ανέλαβε την υλοποίηση του προγράμματος «To the Children of Russia: Address – Crimea», εκστρατείας δημοσίων σχέσεων που σχεδιάστηκε για να πείσει τα παιδιά της Κριμαίας ότι είναι πλέον Ρώσοι πολίτες που ζουν στη Ρωσία, στηρίζοντας κατά τον τρόπο αυτό την πολιτική της Ρωσικής Κυβερνήσεως για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.

108

Η αιτιολογία αυτή καθιστά σαφές ότι ο προσφεύγων, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του εντός αμφότερων των εταιριών αυτών, είχε την ευθύνη για τις δικές τους ενέργειες, τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ως εμπίπτουσες στις δράσεις που αφορούσε το πρώτο σχετικό κριτήριο, και συγκεκριμένα στις δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία.

109

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γράμμα της αιτιολογίας των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων παρείχε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να κατανοήσει ότι το όνομά του διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους λόγω των καθηκόντων που ασκούσε εντός των ως άνω εταιριών και λόγω των δραστηριοτήτων των τελευταίων, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων αμφισβητεί ακριβώς το βάσιμο της συλλογιστικής που ακολούθησε το Συμβούλιο συναφώς. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι λόγοι στους οποίους το Συμβούλιο στήριξε την επιλογή του εκτέθηκαν σαφώς στις προσβαλλόμενες πράξεις, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμό τους.

110

Βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων είναι επαρκής και ότι το βάσιμό της πρέπει να ελεγχθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

111

Όσον αφορά το τμήμα εκείνο της δεύτερης αιτιολογίας που περιλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, αυτούσιο στην πρώτη αιτιολογία, ο προσφεύγων προβάλλει επιχειρήματα που αντιστοιχούν σε εκείνα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής και με το υπόμνημα απαντήσεως όσον αφορά τις πράξεις του Ιουλίου 2014 (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι οι εταιρίες του δεν έτυχαν καμίας ευνοϊκής μεταχειρίσεως και αμφισβητώντας τη δυνατότητα του Συμβουλίου να δέχεται κατά τεκμήριο ότι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας στη Ρωσία μπορεί, εξ αυτού και μόνο του γεγονότος, να χαρακτηριστεί ως ωφελούμενος από τους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας ή για την αποσταθεροποίηση της ανατολικής Ουκρανίας.

112

Όσον αφορά το τέταρτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη της Stroygazmontazh δεν συνεπάγεται ότι είναι υπεύθυνος για δράσεις που θέτουν σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας ή ότι στηρίζει τέτοιες δράσεις, δεδομένου ότι το έργο κατασκευής της γέφυρας μεταξύ Ρωσίας και Κριμαίας που ανατέθηκε στην εταιρία αυτή είχε προβλεφθεί πολύ πριν την προσάρτηση της Κριμαίας και δεν αποφασίστηκε από τα ίδια πρόσωπα με εκείνα που είναι υπεύθυνα για την προσάρτηση αυτή.

113

Όσον αφορά τον ρόλο του προσφεύγοντος εντός του εκδοτικού οίκου Prosvescheniye, περί του οποίου γίνεται λόγος στο πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας, ο προσφεύγων αμφισβητεί ότι οι δραστηριότητες του οίκου αυτού συνδέονται με την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και διατείνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για το περιεχόμενο της δημοσιεύσεως την οποία μνημονεύει το Συμβούλιο, δεδομένου ότι ο εν λόγω εκδοτικός οίκος πραγματοποιεί χιλιάδες δημοσιεύσεις.

114

Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

115

Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όσον αφορά τα τρία πρώτα εδάφια της δεύτερης αιτιολογίας, ισχύουν οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 87 έως 94 ανωτέρω, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ότι το όνομα του προσφεύγοντος μπορούσε να διατηρηθεί στους επίμαχους καταλόγους βάσει των λόγων που παρατίθενται στα εν λόγω εδάφια, κατ’ εφαρμογήν του δεύτερου σχετικού κριτηρίου, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

116

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, αν, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης κρίνουν ότι τουλάχιστον ο ένας από τους λόγους που περιλαμβάνονται στην αιτιολογία που παραθέτει το Συμβούλιο για ορισμένο πρόσωπο είναι επαρκώς ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά αυτός καθεαυτόν επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι λόγοι ή ορισμένοι εξ αυτών δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση των πράξεων που προβλέπουν τα περιοριστικά μέτρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Ternavsky κατά Συμβουλίου, T‑163/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:271, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117

Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί αν το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας στηρίζονται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και αν, ως εκ τούτου, δικαιολογούν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, κατ’ εφαρμογήν του πρώτου ή του δεύτερο σχετικού κριτηρίου.

118

Υπενθυμίζεται ότι το τέταρτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας έχει ως εξής:

«[Ο προσφεύγων έχει επίσης στην ιδιοκτησία του την] εταιρία Stroygazmontazh στην οποία έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση για την κατασκευή γέφυρας από τη Ρωσία στην παρανόμως προσαρτηθείσα Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας, ως εκ τούτου εδραιώνοντας την ενσωμάτωσή της στη Ρωσική Ομοσπονδία με αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.»

119

Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί την ακρίβεια των πραγματικών στοιχείων που μνημονεύονται στο εν λόγω εδάφιο. Ο προσφεύγων δεν αρνείται εξάλλου ότι είναι ιδιοκτήτης της Stroygazmontazh ούτε ότι στην εν λόγω εταιρία έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση για την κατασκευή γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας. Εν πάση περιπτώσει, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει το Συμβούλιο και τα οποία είναι προγενέστερα της εκδόσεως των πράξεων του Μαρτίου 2015 τεκμηριώνουν τις διαπιστώσεις αυτές.

120

Αντιθέτως, ο προσφεύγων αμφισβητεί το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στο τέταρτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας, κατά το οποίο η κατασκευή της επίμαχης γέφυρας συμβάλλει στην εδραίωση της ενσωματώσεως της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και υπονομεύει, κατά τον τρόπο αυτό, την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.

121

Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, η απευθείας πρόσβαση από τη Ρωσία στην Κριμαία δεν είναι προς το παρόν δυνατή διά ξηράς, η γέφυρα όμως θα καταστήσει δυνατή την απευθείας πρόσβαση και θα διευκολύνει, κατά τον τρόπο αυτό, τις συναλλαγές μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας όχι μόνο στον τομέα των αγαθών και των υπηρεσιών, αλλά επίσης από στρατιωτικής απόψεως. Επομένως, το Συμβούλιο ορθώς εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων στην περιοχή, και συγκεκριμένα των ενεργειών εκείνων της Ρωσίας που οδήγησαν στη διεξαγωγή διαδικασίας που χαρακτηρίστηκε ως δημοψήφισμα για το καθεστώς της Κριμαίας και, στη συνέχεια, στην αναγνώριση από τη Ρωσία των αποτελεσμάτων του εν λόγω δημοψηφίσματος και στη συνακόλουθη παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, η κατασκευή της επίμαχης γέφυρας επρόκειτο να συμβάλει στην εδραίωση της ενσωματώσεως της Κριμαίας στη Ρωσία, υπονομεύοντας περαιτέρω την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.

122

Το πλαίσιο που διαμορφώθηκε κατόπιν των ως άνω ενεργειών της Ρωσίας συνιστά σημαντική μεταβολή που προσδίδει στην κατασκευή της επίμαχης γέφυρας εντελώς νέες διαστάσεις. Επομένως, στερείται σημασίας το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η κατασκευή της γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και της Κριμαίας είχε ήδη προβλεφθεί κατά το παρελθόν.

123

Από τα ανωτέρω έπεται ότι το τέταρτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας συνιστά ορθή εφαρμογή του πρώτου σχετικού κριτηρίου επί του προσφεύγοντος.

124

Μολονότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, το βάσιμο ενός από τους λόγους στους οποίους στηρίχτηκε το Συμβούλιο αρκεί για να δικαιολογήσει τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, εντούτοις πρέπει, επαλλήλως, να εξεταστούν επίσης τα επιχειρήματα του τελευταίου όσον αφορά τον λόγο που παρατέθηκε στο πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας.

125

Το εδάφιο αυτό έχει ως εξής:

«[Ο προσφεύγων] είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του εκδοτικού οίκου Prosvescheniye, που έχει, μεταξύ άλλων, υλοποιήσει το πρόγραμμα “Για τα παιδιά της Ρωσίας: Διεύθυνση – Κριμαία”, εκστρατεία δημοσίων σχέσεων που σχεδιάσθηκε για να πείσει τα παιδιά της Κριμαίας ότι τώρα είναι Ρώσοι πολίτες που ζουν στη Ρωσία και συνεπώς υποστηρίζει την πολιτική της Ρωσικής Κυβέρνησης για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.»

126

Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι είναι πρόεδρος του εκδοτικού οίκου αυτού, αλλά υποστηρίζει, αφενός, ότι οι δραστηριότητες του εν λόγω οίκου δεν επάγονται αυτομάτως ότι ο προσφεύγων υποστηρίζει την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και, αφετέρου, ότι δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο στο πλαίσιο αυτό.

127

Πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, η ύπαρξη του εν λόγω προγράμματος και η ευρεία έκτασή του, λόγω της εκδόσεως άνω των 2,5 εκατομμυρίων αντιτύπων, αποδεικνύονται με πολλά έγγραφα προερχόμενα από δημοσίως προσβάσιμες πηγές, μεταξύ άλλων από τον δικτυακό τόπο του κρατικού συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών της αποκαλούμενης Κυβερνήσεως της Κριμαίας και από τον δικτυακό τόπο της ίδιας της Prosvescheniye, καθώς και από δήλωση της εταιρίας δημοσίων σχέσεων AGT Communications, που συμμετείχε στην επίμαχη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων. Επισημαίνεται συναφώς ότι το Συμβούλιο είχε στην κατοχή του τα έγγραφα αυτά πριν εκδώσει τις πράξεις του Μαρτίου 2015, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2014 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω).

128

Το εν λόγω πρόγραμμα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο τίτλος του («To the Children of Russia: Address – Crimea»), συνίσταται σε εκστρατεία δημοσίων σχέσεων με σκοπό να πείσει τα παιδιά της Κριμαίας ότι είναι Ρώσοι πολίτες που ζουν στη Ρωσία. Επομένως, η εκστρατεία αυτή υποστηρίζει την πολιτική της Ρωσικής Κυβερνήσεως για την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία.

129

Ειδικότερα, από τα έγγραφα που προσκόμισε το Συμβούλιο προκύπτει ότι, κατά το προαναφερθέν Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών, το εν λόγω πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή «κατ’ εντολή του Προέδρου της Ρωσίας» και «στο πλαίσιο της ευθυγραμμίσεως της Κριμαίας και της Σεβαστουπόλεως προς τα ρωσικά εκπαιδευτικά πρότυπα». Ομοίως, το Συμβούλιο στηρίχτηκε σε έγγραφο της εταιρίας δημοσίων σχέσεων AGT Communications, που μετείχε στην εν λόγω εκστρατεία, από το οποίο προκύπτει ότι τα σχολικά εγχειρίδια που εξέδωσε η Prosvescheniye διανεμήθηκαν «στο πλαίσιο της ευθυγραμμίσεως του σχολικού συστήματος της Κριμαίας προς τα ρωσικά εκπαιδευτικά πρότυπα» και ότι η εκστρατεία περιλάμβανε «διαγωνισμούς παιδικής ζωγραφικής με θέμα “Ζούμε στη Ρωσία”».

130

Επομένως, το πρώτο επιχείρημα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

131

Δεύτερον, παρατηρείται ότι ο προσφεύγων, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Prosvescheniye, δεν ήταν ευλόγως δυνατόν να αγνοεί την πολιτική δημοσιεύσεων του εκδοτικού οίκου που ο ίδιος διηύθυνε. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα ασκήσεως επιρροής και η ευθύνη που κανονικά απορρέουν από τέτοιου είδους θέση συνεπάγονται κατά λογική αναγκαιότητα τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στην εκστρατεία που πραγματοποίησε η εταιρία αυτή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψεις 58 και 59). Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο εκτίμησε ότι ο προσφεύγων πληρούσε, στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο σχετικό κριτήριο.

132

Ως εκ τούτου, το δεύτερο επιχείρημα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

133

Από τα ανωτέρω έπεται ότι το πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας συνιστά επίσης ορθή εφαρμογή του πρώτου σχετικού κριτηρίου επί της περιπτώσεως του προσφεύγοντος.

134

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος κατά το μέρος που αφορά το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της δεύτερης αιτιολογίας, πλην όμως είναι βάσιμος κατά το μέρος που αφορά τα τρία πρώτα εδάφια. Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να ακυρωθούν βάσει του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

135

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δημοσίευση από το Συμβούλιο μη λεπτομερών, αβάσιμων και ανακριβών εκτιμήσεων, με όλως επιζήμια αποτελέσματα για την υπόληψή του, κατά τις οποίες φέρεται να έχει εμπλακεί σε υποθέσεις διαφθοράς και σε εγκληματικές πράξεις, συνιστά παραβίαση των αρχών των σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό 45/2001. Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι οι νέοι λόγοι που παρατέθηκαν αναφορικά με το πρόσωπό του παραπέμπουν στην τέλεση εγκληματικών ενεργειών εκ μέρους του, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν χρησιμοποίησε τους όρους «διαφθορά» ή «έγκλημα».

136

Το Συμβούλιο, πέραν του ότι αμφισβητεί επί της ουσίας τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, προσθέτει ότι τα χαρακτηριζόμενα ως ανακριβή στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στην Giprotransmost απαλείφθηκαν κατόπιν της εκδόσεως των πράξεων του Μαρτίου 2015. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν εξήγησε από ποια ακριβώς άποψη το σχετικό με την εν λόγω εταιρία επιχείρημά του θα μπορούσε να ισχύσει και για τους νέους λόγους της αιτιολογίας, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος.

137

Πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει το Συμβούλιο.

138

Πράγματι, ο προσφεύγων δεν διευκρινίζει από ποια ακριβώς άποψη το σχετικό με την Giprotransmost επιχείρημά του ισχύει και για τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες δεν κατονομάζουν την εν λόγω εταιρία. Επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι οποίες συμπίπτουν, κατ’ ουσίαν, με τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

139

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι ακυρώσεως ή ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη αιτήματος προσαρμογής του δικογράφου πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να εκτίθενται στο αίτημα αυτό κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν αντίδικο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω αιτήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, Versalis κατά Επιτροπής, C‑511/11 P, EU:C:2013:386, σκέψη 115, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Anbouba κατά Συμβουλίου, T‑592/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:427, σκέψη 72).

140

Δεύτερον και εν πάση περιπτώσει, ο λόγος ακυρώσεως αυτός είναι αλυσιτελής. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο προέβη σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τη συμμετοχή του προσφεύγοντος στην Giprotransmost κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τον κανονισμό 45/2001, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων. Αντιθέτως, ο προσφεύγων, εφόσον αποδείκνυε την ύπαρξη τέτοιας επεξεργασίας, θα μπορούσε να προβάλει παράβαση του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία

141

Ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν του επέτρεψε την πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων είχε την πρόθεση να στηριχτεί για να διατηρήσει την εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους ούτε του παρέσχε δυνατότητα ακροάσεως ως προς το ζήτημα αυτό. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου κατά τις οποίες οι εταιρίες του προσφεύγοντος έτυχαν ευνοϊκής μεταχειρίσεως και ανέλαβαν την εκτέλεση επικερδών συμβάσεων με απευθείας ανάθεση διατυπώθηκαν μόλις κατά τη διάρκεια της δίκης.

142

Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

143

Υπενθυμίζεται ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας πριν την έκδοση περιοριστικού μέτρου κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144

Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να είναι δυνατή η εξέταση της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίχτηκε ορισμένη αρχή της Ένωσης για την εγγραφή του ονόματος προσώπου ή της επωνυμίας οντότητας στον κατάλογο φορέων που υποβάλλονται στα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνει αυτή η αρχή, συνεπάγεται ότι η εν λόγω αρχή υποχρεούται να γνωστοποιεί τους λόγους αυτούς στο θιγόμενο πρόσωπο ή στη θιγόμενη οντότητα, στο μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί εγγραφής του ονόματός του ή της επωνυμίας της στον κατάλογο είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη αυτής της αποφάσεως, ώστε να του/της παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμα προσφυγής που διαθέτει (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146

Πράγματι, η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι αναγκαία προκειμένου να παρέχεται στους αποδέκτες περιοριστικών μέτρων η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αλλά και προκειμένου τα όργανα αυτά να είναι πλήρως σε θέση να ελέγξουν τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως της Ένωσης, όπως επιβάλλει η Συνθήκη (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

147

Σύμφωνα με τις επιταγές της εν λόγω νομολογίας, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2014/145 και το άρθρο 14, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 269/2014 προβλέπουν ότι το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του στο θιγόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα, μαζί με τους λόγους για την εγγραφή του/της στον κατάλογο, είτε απευθείας, εάν η διεύθυνσή του/της είναι γνωστή, είτε με δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως, παρέχοντας συγχρόνως δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων. Αν υποβληθούν παρατηρήσεις ή προσκομιστούν νέα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει σχετικώς το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα.

148

Επιπλέον, παρατηρείται, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2014/145, η απόφαση αυτή τελεί υπό διαρκή επανεξέταση και, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού 269/2014, ο κατάλογος που έχει προσαρτηθεί στον κανονισμό αυτό επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο.

149

Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι, με τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους βάσει αιτιολογίας εν μέρει διαφορετικής από εκείνη που περιλήφθηκε στις πράξεις του Ιουλίου 2014.

150

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο, μολονότι, κατά τη νομολογία, δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος πριν την αρχική εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, ώστε τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα να έχουν αιφνιδιαστικό χαρακτήρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψεις 110 έως 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εντούτοις, είχε καταρχήν την υποχρέωση να του παράσχει δυνατότητα ακροάσεως πριν αποφασίσει τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων με τις οποίες διατηρείται η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων έναντι προσώπων που υπόκεινται ήδη στα μέτρα αυτά παρέχεται υποχρεωτικώς όταν το Συμβούλιο δέχεται εις βάρος των προσώπων αυτών νέα στοιχεία, όχι όμως όταν η διατήρηση αυτή στηρίζεται στους ίδιους λόγους με εκείνους που αποτέλεσαν δικαιολογητική βάση για την έκδοση της αρχικής αποφάσεως περί επιβολής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, C‑266/15 P, EU:C:2016:208, σκέψη 33).

151

Δεδομένου ότι η σχετική με τον προσφεύγοντα αιτιολογία που περιλήφθηκε στις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις τροποποιήθηκε εν μέρει, το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να του παράσχει δυνατότητα ακροάσεως πριν την έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2015.

152

Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 14 έως 16 ανωτέρω, το Συμβούλιο, με το από 19 Δεκεμβρίου 2014 έγγραφο, διαβίβασε στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον προσφεύγοντα στην υπό κρίση υπόθεση το νέο σχέδιο αιτιολογίας που είχε την πρόθεση να υιοθετήσει για τη διατήρηση των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων, τάσσοντάς του προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων.

153

Το σχέδιο αυτό αιτιολογίας (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), με την εξαίρεση του τέταρτου εδαφίου, είχε κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με τη δεύτερη αιτιολογία, η οποία περιλήφθηκε στις πράξεις του Μαρτίου 2015. Αντιθέτως, στο εν λόγω εδάφιο αναφερόταν ότι ο προσφεύγων ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Volgomost, η οποία με τη σειρά της έλεγχε την Giprotransmost. Όσον αφορά την τελευταία αυτή εταιρία, επαναλήφθηκαν οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στις πράξεις του Ιουλίου 2014.

154

Στις 14 Ιανουαρίου 2015 ο προσφεύγων υπέβαλε στο Συμβούλιο παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, επί του εν λόγω σχεδίου αιτιολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων χαρακτήρισε τους παρατιθέμενους λόγους ως ασαφείς και άσχετους με τα προβλεπόμενα κριτήρια βάσει των οποίων μπορούσαν να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα σε ορισμένο πρόσωπο. Ειδικότερα ο προσφεύγων, αφενός, αρνήθηκε ότι ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Volgomost, αμφισβητώντας τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε συναφώς το Συμβούλιο και, αφετέρου, υποστήριξε ότι ο ρόλος του εντός της Prosvescheniye δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

155

Με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2015, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή του να διατηρήσει το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους, με βάση τη δεύτερη αιτιολογία η οποία καταρτίστηκε κατόπιν των παρατηρήσεων που αυτός υπέβαλε στο Συμβούλιο. Επίσης, το Συμβούλιο επισύναψε στο έγγραφο αυτό διάφορα έγγραφα προερχόμενα από δημοσίως προσβάσιμες πηγές και κάλεσε τον προσφεύγοντα να τοποθετηθεί, το αργότερο έως τις 26 Φεβρουαρίου 2015, επί της νέας αυτής αιτιολογίας.

156

Ο προσφεύγων δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή.

157

Από την υπόμνηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομολογία σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2015.

158

Εξάλλου, σημειώνεται ότι, μολονότι αληθεύει ότι το Συμβούλιο είχε πλέον στη διάθεσή του τη διεύθυνση του προσφεύγοντος, η οποία αναγραφόταν στο δικόγραφο της υπό κρίση προσφυγής, το γεγονός ότι το Συμβούλιο αποτάθηκε στους εκπροσώπους του προσφεύγοντος δεν είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας.

159

Πράγματι, ο προσφεύγων ουδόλως υποστηρίζει ότι η ενέργεια του Συμβουλίου να γνωστοποιήσει στους δικηγόρους του τα σχέδια της νέας αιτιολογίας που τον αφορούσε είχε ως συνέπεια προσβολή των δικαιωμάτων του, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2015, κατά το μέρος που τον αφορούν (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 122 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160

Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι μόλις κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας το Συμβούλιο έκανε λόγο για ευνοϊκή μεταχείριση των εταιριών του προσφεύγοντος και για μη διεξαγωγή διαγωνισμού για τις δημόσιες συμβάσεις που ανατέθηκαν σε αυτές, πρέπει να σημειωθεί ότι στα σχέδια αιτιολογίας που έλαβε ο προσφεύγων επισημαίνεται ότι αυτός ευνοήθηκε κατά την ανάθεση των εν λόγω συμβάσεων λόγω των σχέσεων που διατηρούσε με Ρώσους ιθύνοντες. Εξάλλου, ο προσφεύγων, με το από 14 Ιανουαρίου 2015 έγγραφό του, αρνήθηκε ότι έτυχε ευνοϊκής μεταχειρίσεως. Επομένως, δεν μπορεί να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας ως προς το ζήτημα αυτό.

161

Όσον αφορά τις πράξεις του Σεπτεμβρίου 2015 και του Μαρτίου 2016, εκτός του ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει συγκεκριμένα επιχειρήματα, αρκεί η επισήμανση ότι η αιτιολογία στην οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο δεν υπέστη τροποποιήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι το όργανο αυτό δεν είχε υποχρέωση να του παράσχει δυνατότητα προηγούμενης ακροάσεως, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 150 ανωτέρω νομολογία.

162

Καταλήγοντας, όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επίσης προβάλλει ο προσφεύγων, ότι το Συμβούλιο δεν τον κάλεσε να εμφανιστεί για να διατυπώσει τις απόψεις του, διαπιστώνεται ότι ούτε η εφαρμοστέα νομοθεσία ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερόμενους τέτοιο δικαίωμα εμφανίσεως προς διατύπωση απόψεων (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

163

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά τα αιτήματα για ακύρωση των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της επιχειρηματικής ελευθερίας

164

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εγγραφή και η διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους αποτελεί αδικαιολόγητο και δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, στα οποία καταλέγονται, ιδίως, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και η επιχειρηματική ελευθερία. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι το Συμβούλιο δεν εξήγησε από ποια άποψη η διατήρηση των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων μπορούσε να ασκήσει πίεση στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας.

165

Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

166

Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Όσον αφορά το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της. Ομοίως, η επιχειρηματική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη αυτού.

167

Εν προκειμένω, τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα αποτελούν μέτρα προσωρινής φύσεως, που δεν θεωρείται ότι στερούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα από την ιδιοκτησία τους, από το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής ή από την επιχειρηματική ελευθερία τους. Πάντως, τα επίμαχα μέτρα συνεπάγονται αναμφισβήτητα περιορισμό της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και θίγουν την ιδιωτική ζωή και την επιχειρηματική ελευθερία του προσφεύγοντος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 115 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

168

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αυτά δεν τυγχάνουν, στο δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας (βλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

169

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αφενός, «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον […] Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων] πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών» και, αφετέρου, «[τ]ηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».

170

Επομένως, κάθε περιορισμός στην άσκηση των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων, για να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 197).

171

Πρώτον, ο περιορισμός πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο. Τουτέστιν, το επίμαχο μέτρο πρέπει να έχει νομική βάση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 198 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

172

Δεύτερον, ο περιορισμός πρέπει να εξυπηρετεί έναν σκοπό γενικού συμφέροντος που να αναγνωρίζεται ως τέτοιος από την Ένωση (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 199).

173

Τρίτον, ο περιορισμός δεν πρέπει να είναι υπέρμετρος. Αφενός, πρέπει να είναι αναγκαίος και να τελεί σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αφετέρου, δεν πρέπει να θίγεται ο «πυρήνας», ήτοι η υπόσταση του σχετικού δικαιώματος ή ελευθερίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 200 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174

Στην προκειμένη περίπτωση, οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πληρούνται.

175

Πράγματι, πρώτον, τα περιοριστικά μέτρα που συνεπάγονται οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις για τον προσφεύγοντα «προβλέπονται από τον νόμο», καθόσον προβλέπονται από πράξεις που έχουν, ιδίως, γενική ισχύ και διαθέτουν σαφή νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης καθώς και επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τόσο το περιεχόμενό τους όσο και τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή των μέτρων αυτών στον προσφεύγοντα (βλ. σκέψεις 103 έως 110 ανωτέρω) (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 176 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι η αιτιολογία αυτή, παρά ορισμένα σφάλματά της, καθιστούσε δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το Συμβούλιο νομίμως διατήρησε το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους (βλ. σκέψεις 115 έως 134 ανωτέρω).

176

Δεύτερον, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είχαν ως σκοπό να ασκήσουν πίεση στις ρωσικές αρχές ώστε αυτές να τερματίσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Ο σκοπός αυτός εμπίπτει σε εκείνους που επιδιώκονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και διαλαμβάνονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, μεταξύ των οποίων η εδραίωση και η στήριξη της δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών του διεθνούς δικαίου, καθώς και η διατήρηση της ειρήνης, η πρόληψη των συγκρούσεων και η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας και της προστασίας του άμαχου πληθυσμού.

177

Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι, στις 27 Μαρτίου 2014, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε το ψήφισμα 68/262 με τίτλο «Εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας», με το οποίο υπενθύμισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών υποχρέωση όλων των κρατών να απέχουν, στις διεθνείς σχέσεις τους, από την απειλή ή τη χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους και να ρυθμίζουν τις διεθνείς διαφορές τους με ειρηνικά μέσα. Η Γενική Συνέλευση εξέφρασε την ικανοποίησή της για τις συνεχιζόμενες προσπάθειες που καταβάλλονταν, μεταξύ άλλων, από διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, ώστε να αποκλιμακωθεί η κατάσταση στην Ουκρανία. Στο καταληκτικό τμήμα του ψηφίσματος, η Γενική Συνέλευση, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε εκ νέου τη σημασία της κυριαρχίας, της πολιτικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ενότητας και ακεραιότητας της Ουκρανίας εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της, και κάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους να επιδιώξουν άμεσα τη διευθέτηση, με ειρηνικά μέσα, της καταστάσεως στην Ουκρανία, να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να απόσχουν από οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια ή εμπρηστική δήλωση που θα μπορούσε να αυξήσει την ένταση, καθώς και να μετάσχουν πλήρως στις διεθνείς διαμεσολαβητικές προσπάθειες.

178

Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει τα μέτρα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το εύλογο και αναγκαίο όριο για την εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Επομένως, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο, τα δυσμενή δε αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψη 205 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

179

Η νομολογία διευκρινίζει συναφώς ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Επομένως, η νομιμότητα ενός μέτρου που έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

180

Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των σκοπών που επιδιώκονται με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, οι αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή τους στον προσφεύγοντα δεν είναι προδήλως υπέρμετρες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 71, και της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 116).

181

Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι τα περιοριστικά μέτρα έναντι του προσφεύγοντος διατηρήθηκαν με τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις για τον λόγο ότι, με βάση την προσωπική του κατάσταση, μπορούσε να γίνει δεκτό ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του πρώτου σχετικού κριτηρίου, δεδομένου ότι περιλαμβανόταν στα πρόσωπα που υπήρξαν υπεύθυνα για πολιτικές και δράσεις που υπονόμευαν ή απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ή τη σταθερότητα ή την ασφάλεια στην Ουκρανία.

182

Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, διαπιστώνεται ότι τυχόν εναλλακτικά και λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως ένα σύστημα προηγούμενης άδειας ή η υποχρέωση εκ των υστέρων δικαιολογήσεως της χρήσεως των καταβληθέντων κεφαλαίων, δεν θα καθιστούσαν δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, και συγκεκριμένα της ασκήσεως πιέσεως στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία, ιδίως λόγω της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων περιορισμών (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

183

Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2014/145 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 269/2014 προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτραπεί η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγηθούν συγκεκριμένες άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών οικονομικών πόρων.

184

Ομοίως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2014/145, η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει την είσοδο των κατονομαζόμενων προσώπων στο έδαφός του ιδίως για επείγοντες λόγους ανθρωπιστικού χαρακτήρα.

185

Τέλος, η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυσανάλογη λόγω του φερομένου ως εν δυνάμει απεριόριστου χαρακτήρα της. Πράγματι, οι κατάλογοι αυτοί υπόκεινται σε περιοδική επανεξέταση ώστε να διασφαλίζεται ότι θα διαγράφονται τα πρόσωπα και οι οντότητες που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια εγγραφής στου καταλόγους αυτούς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, T‑202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

186

Κατά συνέπεια, οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, οι οποίοι απορρέουν από τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, δεν είναι δυσανάλογοι και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων.

187

Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

188

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, οι πράξεις του Ιουλίου 2014 πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα, και η προσφυγή να απορριφθεί κατά τα λοιπά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων που διατύπωσε επικουρικώς το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 42, τελευταία περίπτωση, ανωτέρω), δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού 2016/353, κατά το μέρος που αφορά τον προσφεύγοντα.

Επί των δικαστικών εξόδων

189

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα αν οι διάδικοι ηττήθηκαν σε ένα ή περισσότερα από τα αιτήματά τους αντιστοίχως. Εν προκειμένω, τα αιτήματα του προσφεύγοντος πρέπει να γίνουν δεκτά όσον αφορά την ακύρωση των πράξεων του Ιουλίου 2014 και να απορριφθούν όσον αφορά τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις, με συνέπεια κάθε διάδικος να πρέπει να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει, αφενός, την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2014/508/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2014, και, αφετέρου, τον κανονισμό (ΕΕ) 269/2014 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 826/2014 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2014, κατά το μέρος που αφορούν τον Arkady Romanovich Rotenberg.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Berardis

Tomljenović

Spielmann

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Νοεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top