Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CO0296

    Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2015.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Άτοκα δάνεια, με εγγύηση του Δημοσίου, χορηγηθέντα από τις ελληνικές αρχές σε επιχειρηματίες του τομέα των δημητριακών — Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά — Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη.
    Υπόθεση C-296/14 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:72

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 5ης Φεβρουαρίου 2015 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Άτοκα δάνεια, με εγγύηση του Δημοσίου, χορηγηθέντα από τις ελληνικές αρχές σε επιχειρηματίες του τομέα των δημητριακών — Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά — Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη»

    Στην υπόθεση C‑296/14 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 13 Ιουνίου 2014,

    Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και την Α. Βασιλοπούλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouchagiar και Δ. Τριανταφύλλου καθώς και την P. Němečková, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, E. Levits και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T‑150/12, Ελλάδα κατά Επιτροπής (EU:T:2014:191, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/320/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα σε παραγωγούς δημητριακών και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς που συγκεντρώνουν δημητριακά (ΕΕ L 164, σ. 10, στο εξής: επίμαχη απόφαση της Επιτροπής).

     Ιστορικό της διαφοράς

    2        Αφού έλαβε πληροφορίες σχετικά με ενισχύσεις τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις παραγωγής δημητριακών και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς του τομέα αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απηύθυνε, στις 21 Νοεμβρίου 2008, επιστολή στο κράτος μέλος αυτό και ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω ενισχύσεις.

    3        Κατόπιν σχετικής αλληλογραφίας, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία, με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 22 Μαρτίου 2011 (ΕΕ C 90, σ. 11).

    4        Κατόπιν νέας ανταλλαγής επιστολών, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 25 Ιανουαρίου 2012, την επίμαχη απόφαση, με την οποία εκτίμησε ότι όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για τον χαρακτηρισμό των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων πληρούνταν όσον αφορά τόσο την εγγύηση του Δημοσίου όσο και την επιδότηση επιτοκίου.

     Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Απριλίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, επικαλέστηκε πέντε λόγους ακυρώσεως.

    6        Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή στο σύνολό της.

    7        Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλούνταν από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παράβαση ουσιώδους τύπου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς, με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις άμεσα ή έμμεσα (απόφαση Costa, 6/64, EU:C:1964:66) ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 60· Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑342/96, EU:C:1999:210, σκέψη 41, καθώς και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 84).

    8        Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 70 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιδότηση επιτοκίου αντιπροσωπεύει σαφώς πλεονέκτημα, τόσο για τις ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών (στο εξής: ΕΑΣ), άμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως, όσο και για τους παραγωγούς, έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως αυτής, συνιστάμενο στη θετική επίδραση επί των όρων πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς στις ΕΑΣ. Εν πάση περιπτώσει, αφού παρατήρησε, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πτώση των τιμών το 2008 εξαιτίας της πλεονάζουσας παραγωγής δημητριακών σε αυτό το κράτος μέλος, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι οι παραγωγοί άντλησαν πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν επιτύχει αν δεν είχε χορηγηθεί δάνειο στις ΕΑΣ.

    9        Τέλος, με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελές το επιχείρημα ότι το πλεονέκτημα από την επιδότηση επιτοκίου ήταν πολύ μικρό, υπενθυμίζοντας, συναφώς, ότι οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα που η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα είχε επιτύχει υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς συνιστά κρατική ενίσχυση. Ως εκ τούτου, απέρριψε, με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το πρώτο επιχείρημα.

    10      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, που αντλείται από το ότι η εγγύηση του Δημοσίου δεν παρέσχε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους γεωργούς, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κάλυπτε το 100 % του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου, χορηγήθηκε δε και σε δανειολήπτες οι οποίοι αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσχέρειες. Αφού υπενθύμισε την παρατιθέμενη στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι συνήθεις συνθήκες της αγοράς αποτελούν το κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμάται η ορθότητα του χαρακτηρισμού του καθεστώτος εγγυήσεων ως κρατικής ενισχύσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι, εν προκειμένω, ευλόγως η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν ανταποκρίνονταν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και, ως εκ τούτου, απέρριψε, με τη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το εν λόγω επιχείρημα.

    11      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείτο από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, εσφαλμένη εκτίμηση και ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, προκαταρκτικώς, με τη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

    12      Αφού εξέτασε, στις σκέψεις 141 και 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε σοβαρή διαταραχή κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ κατά τον χρόνο χορηγήσεως των εν λόγω ενισχύσεων και ότι οι προϋποθέσεις της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση στη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ 2009, C 16, σ. 1, στο εξής: ΠΚΠ) πληρούνταν ώστε το πλαίσιο αυτό να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τα εν λόγω επιχειρήματα και, ως εκ τούτου, απέρριψε το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία.

    13      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, πρώτον, στις σκέψεις 145 έως 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς, με τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διάταξη αυτή, εφόσον συνιστά παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, την οποία θέτει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ αναφέρει ότι η Επιτροπή «δύναται» να θεωρήσει συμβατές με την εσωτερική αγορά τις ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, συνήγαγε δε εξ αυτού ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να χορηγήσει παρέκκλιση από την απαγόρευση την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα κατά πόσον τα κριτήρια που θεσπίζει η Επιτροπή ώστε να καταστήσει δυνατή τη χορήγηση ενισχύσεων για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας είναι δικαιολογημένα συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται μέσα σε κοινοτικό πλαίσιο και οι οποίες εμπίπτουν στην άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία έχει η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    14      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο ασκούμενος από τον δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται συναφώς στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας και ότι δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της.

    15      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, με τις σκέψεις 148 έως 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μήπως η Επιτροπή έκανε προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει όσον αφορά την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

    16      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως που εκδηλώθηκε στα τέλη του 2008, η Επιτροπή ενέκρινε το ΠΚΠ, με το οποίο θεώρησε ότι ορισμένες κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων μπορούσαν να δικαιολογηθούν, επί περιορισμένο χρονικό διάστημα, για την αντιμετώπιση των δυσκολιών εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως και ότι οι ενισχύσεις αυτές μπορούσαν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, στο σημείο 4.2.2, στοιχείο η΄, του ΠΚΠ, η Επιτροπή προέβλεψε ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν μπορούσαν να επωφεληθούν της δυνατότητας προσωρινής εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων θεωρουμένου ως συμβατού με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, μόνον δε με την ανακοίνωσή της που τέθηκε σε ισχύ στις 31 Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ 2009, C 261, σ. 2) επεξέτεινε η Επιτροπή τη δυνατότητα αυτή και στις εν λόγω επιχειρήσεις από 28ης Οκτωβρίου 2009. Στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην επίμαχη απόφασή της, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι παραγωγοί δημητριακών δεν μπορούσαν να επωφεληθούν της εν λόγω δυνατότητας.

    17      Βάσει των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το οικονομικό πλαίσιο κατά τον χρόνο της χορηγήσεως των επίμαχων ενισχύσεων και της εγκρίσεως του ΠΚΠ από την Επιτροπή και έκρινε, με τη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έκανε εν προκειμένω προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως μη παρέχοντας στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινά σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε εσφαλμένη χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει της διατάξεως αυτής. Ως εκ τούτου, έκρινε, με τη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις που προέβλεπε το ΠΚΠ δεν ήταν ασύμβατες με τη Συνθήκη ΛΕΕ και ότι η άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή εξάρτησε την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ από την έναρξη της ισχύος του ΠΚΠ δεν ευσταθούσε.

    18      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, αφενός, με τη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι, λόγω της σοβαρής διαταραχής της ελληνικής οικονομίας, οι προϋποθέσεις του ΠΚΠ πληρούνταν κατά τη θέσπιση των επίμαχων μέτρων, οπότε έπρεπε να παρασχεθεί στους παραγωγούς δημητριακών η δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινά σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, με τις σκέψεις 158 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει της διατάξεως αυτής και μόνον. Συναφώς, παρατήρησε ότι, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά το έτος 2009, δεν ήταν ικανά να πιστοποιήσουν την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του έτους 2008, ιδίως καθόσον τα επίμαχα μέτρα θεσπίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2008. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν προέκυπτε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ πληρούνταν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή παρέβη τη διάταξη αυτή.

    19      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης, με τις σκέψεις 162 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα που αντλείτο από την παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της οικονομικής ελευθερίας και της διαφυλάξεως του υγιούς ανταγωνισμού καθώς και από την παράβαση του άρθρου 39 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, απέρριψε, με τη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία και, συνακόλουθα, με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον τέταρτο λόγω ακυρώσεως στο σύνολό του.

     Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    20      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    21      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    22      Κατά το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

    23      Η διάταξη αυτή πρέπει να τύχει εφαρμογής στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    24      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως, αντλούμενο από το ότι, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες τελούσε η ελληνική οικονομία κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο το άρθρο 107, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

    25      Ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη.

     Επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    26      Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα για τους δικαιούχους, ικανό να απειλήσει και να νοθεύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό καθώς και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

    27      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, στα τέλη του 2008, υπέστη σοβαρή δομική διαταραχή της οικονομίας της, η οποία διογκώθηκε κατά τη διάρκεια του 2009. Η ύπαρξη αυτής της διαταραχής πιστοποιείται από το ότι, προς αντιμετώπισή της, η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφάσισαν να παράσχουν άμεση βοήθεια στην Ελληνική Δημοκρατία και να της δανείσουν τα αναγκαία κεφάλαια για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση της οικονομίας της. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, κατέστη αναγκαίο να λάβει τα επίμαχα μέτρα, τα οποία δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας της εθνικής οικονομίας κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, το τυχόν πλεονέκτημα που αντλούσαν οι δικαιούχοι των μέτρων δεν ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    28      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να λάβει υπόψη του αυτές τις εξαιρετικές περιστάσεις κατά την εξέταση του συμβατού της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και περιοριζόμενο να ελέγξει την απόφαση αυτή υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, παρέβλεψε ότι η πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία πρέπει να θεωρείται ως ενίσχυση κάθε οικονομικό όφελος που η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις SFEI κ.λπ., EU:C:1996:285, σκέψη 60· Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:C:1999:210, σκέψη 41, καθώς και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, EU:C:2003:415, σκέψη 84), βάσει των οποίων διατύπωσε τις σκέψεις 69, 71, 80 και 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ισχύει αποκλειστικά υπό τις «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» και όχι υπό εξαιρετικές περιστάσεις όπως αυτές υπό τις οποίες τελούσε η ελληνική οικονομία από τα τέλη του 2008.

    29      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    30      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κρίση και λειτουργούσε υπό εξαιρετικές περιστάσεις κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων καταλήγει σε αμφισβήτηση πραγματικών περιστατικών επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει και, συνεπώς, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Επικουρικώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι από τα πραγματικά στοιχεία που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία δεν προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν τότε πράγματι σε κρίση.

    31      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το κατά πόσον η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κρίση δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να κριθεί αν τα επίμαχα μέτρα εμπίπτουν στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι νομικής φύσεως, πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Επιπλέον, η έννοια «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» αναφέρεται, κατά πάγια νομολογία, στις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει υπέρ μιας επιχειρήσεως, δηλαδή στις συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την ίδια την ύπαρξη του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, που επιβεβαιώνει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε περίοδο οικονομικής κρίσεως είναι δυνατόν να συνιστούν κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, κακώς η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εν λόγω έννοια αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούν σε οικονομία που δεν βρίσκεται σε κρίση.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    32      Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων που του υποβάλλονται. Επομένως, η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο υπό την έννοια αυτή στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑335/09 P, EU:C:2012:385, σκέψεις 23 και 24 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    33      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία, προβάλλοντας το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, από τα τέλη του 2008, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε σοβαρή δομική διαταραχή και λειτουργούσε υπό εξαιρετικές περιστάσεις, επιδιώκει κατ’ ουσίαν την επανεξέταση, από το Δικαστήριο, των πραγματικών εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να αποδεικνύει, αλλά και ούτε καν να επικαλείται, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

    34      Εξάλλου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία αντλεί από κακή εφαρμογή, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η έννοια «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», κατά την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία συνιστά ενίσχυση κάθε οικονομικό όφελος που η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις SFEI κ.λπ., EU:C:1996:285, σκέψη 60· Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:C:1999:210, σκέψη 41, καθώς και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, EU:C:2003:415, σκέψη 84), πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφερόμενη στις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία κράτους μέλους όταν αυτό δεν παρεμβαίνει υπέρ της δικαιούχου επιχειρήσεως. Συνεπώς, είναι αλυσιτελές και απορριπτέο ως προδήλως αβάσιμο το επιχείρημα το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία αντλεί από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

    35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

     Επί του δευτέρου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    36      Με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή έκανε προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

    37      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, περιορίζοντας το κανονιστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ στις προϋποθέσεις του ΠΚΠ, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο τη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε την ύπαρξη των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες τελούσε η ελληνική οικονομία κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων, περιστάσεων οι οποίες διαφέρουν από εκείνες για τις οποίες προβλέφθηκε το ΠΚΠ.

    38      Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι, όπως υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται αμέσως και απευθείας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει. Όμως, προς απάντηση στο επιχείρημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εκθέσει τον σκοπό του ΠΚΠ, την εξαίρεση του γεωργικού τομέα από το ΠΚΠ έως τις 28 Οκτωβρίου 2009, καθώς και την απαγόρευση της αναδρομικής θέσεως του ΠΚΠ σε ισχύ και αναφέρθηκε αποκλειστικά στις διατάξεις του προκειμένου να απαντήσει στα επιχειρήματα περί του συμβατού του ΠΚΠ, αυτού καθαυτό, με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου.

    39      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε την αδυναμία του δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της, διαπίστωσε ότι η ελληνική οικονομία δεν βρισκόταν σε κατάσταση κρίσεως κατά την επίμαχη περίοδο.

    40      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο στο μέτρο που καταλήγει στην αμφισβήτηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία δεν προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων, η ελληνική οικονομία διήρχετο πράγματι κρίση.

    41      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεώς της κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    42      Κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αναιρετικό αίτημα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 34· Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 15· Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 49, καθώς και διάταξη Langguth Erben κατά ΓΕΕΑ, C‑412/13 P, EU:C:2014:269, σκέψη 50).

    43      Συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε πραγματικούς ισχυρισμούς που ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Interporc κατά Επιτροπής, EU:C:2003:125, σκέψη 16, καθώς και Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής, C‑531/12 P, EU:C:2014:2008, σκέψη 48). Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση αποβλέπουσα μόνο στην επανεξέταση της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:2006:541, σκέψη 50, καθώς και Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής, EU:C:2014:2008, σκέψη 48).

    44      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η Ελληνική Δημοκρατία επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία αντλούνται από το ότι η Επιτροπή, μη δεχόμενη την άμεση και ευθεία εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή και εξαρτώσα την εφαρμογή του από την έναρξη της ισχύος και τις προϋποθέσεις του ΠΚΠ, παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες τελούσε η ελληνική οικονομία κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη. Επομένως, περιορίζεται, ουσιαστικά, στην επανάληψη, έναντι του Γενικού Δικαστηρίου, επιχειρηματολογίας την οποία είχε ήδη προβάλει ενώπιόν του έναντι της Επιτροπής, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνει θέση επί της αιτιολογίας βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή.

    45      Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, προσάπτοντας στο Γενικό Δικαστήριο ότι περιορίστηκε να εκθέσει τον σκοπό του ΠΚΠ, την εξαίρεση του γεωργικού τομέα από το ΠΚΠ έως τις 28 Οκτωβρίου 2009, καθώς και την απαγόρευση της αναδρομικής θέσεως του ΠΚΠ σε ισχύ και ότι αναφέρθηκε αποκλειστικά στις διατάξεις του προκειμένου να απαντήσει στα επιχειρήματα περί του συμβατού του ίδιου του ΠΚΠ, με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, δεν προσδιορίζει τη νομική πλάνη στην οποία υποτίθεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο.

    46      Τέλος, το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, με τις σκέψεις 158 έως 161 της εν λόγω αποφάσεως, τα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε και σύμφωνα με τα οποία οι επίμαχες ενισχύσεις ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και μόνον και έκρινε ότι, από την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που επισύναψε η Ελληνική Δημοκρατία στα δικόγραφά της, προέκυπτε ότι τα στοιχεία αυτά αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά το έτος 2009 και δεν ήταν ικανά να πιστοποιήσουν την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του 2008.

    47      Ως εκ τούτου, κακώς η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν προέκυπτε από την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ πληρούνταν κατά τον χρόνο λήψεως των επίμαχων μέτρων, υποκατέστησε την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της.

    48      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως, εν μέρει, προδήλως απαράδεκτο και, εν μέρει, προδήλως αβάσιμο.

    49      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    50      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας και η τελευταία ηττήθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top