EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0526

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Ιουλίου 2016.
Tadej Kotnik κ.λπ. κατά Državni zbor Republike Slovenije.
Αίτηση του Ustavno sodišče για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κύρος και ερμηνεία της τραπεζικής ανακοινώσεως της Επιτροπής – Ερμηνεία των οδηγιών 2001/24/ΕΚ και 2012/30/ΕΕ – Κρατικές ενισχύσεις προς τις τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσεως – Καταμερισμός των επιβαρύνσεων – Διαγραφή των ιδίων κεφαλαίων των μετόχων, του υβριδικού κεφαλαίου και των οφειλών μειωμένης εξασφαλίσεως – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Υπόθεση C-526/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:570

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 19ης Ιουλίου 2016 ( *1 )

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2016]

«Προδικαστική παραπομπή — Κύρος και ερμηνεία της τραπεζικής ανακοινώσεως της Επιτροπής — Ερμηνεία των οδηγιών 2001/24/ΕΚ και 2012/30/ΕΕ — Κρατικές ενισχύσεις προς τις τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσεως — Καταμερισμός των επιβαρύνσεων — Διαγραφή των ιδίων κεφαλαίων των μετόχων, του υβριδικού κεφαλαίου και των οφειλών μειωμένης εξασφαλίσεως — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων — Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων»

Στην υπόθεση C‑526/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Tadej Kotnik κ.λπ.,

Jože Sedonja κ.λπ.,

Fondazione cassa di risparmio di Imola,

Andrej Pipuš κ.λπ.,

Tomaž Štrukelj,

Luka Jukič,

Angel Jaromil,

Franc Marušič κ.λπ.,

Stajka Skrbinšek,

Janez Forte κ.λπ.,

Državni svet Republike Slovenije,

Varuh človekovih pravic Republike Slovenije,

Igor Karlovšek,

Marija Karlovšek,

Janez Gosar

κατά

Državni zbor Republike Slovenije,

παρισταμένων των:

Vlada Republike Slovenije,

Banka Slovenije,

Okrožno sodišče v Ljubljani,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), A. Arabadjiev, C. Toader και D. Šváby, προέδρους τμήματος, M. Safjan, M. Berger, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι T. Kotnik κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους M. Kunič και J. Sladič, odvetniki,

οι J. Sedonja κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από την T. Kek, odvetnica,

η Fondazione cassa di risparmio di Imola, εκπροσωπούμενη από τους U. Ilić, M. Jan, B. Ilić, A. Arko, odvetniki, P. Trifoni, C. G. Sinatra και G. Altomare, avvocati,

οι A. Pipuš κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον A. Pipuš αυτοπροσώπως, avocat,

ο L. Jukič, αυτοπροσώπως,

οι F. Marušič κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον B. Rejc, odvetnik,

η S. Skrbinšek, εκπροσωπούμενη από τον T. Bromše, odvetnik,

οι J. Forte κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Z. Fritz,

το Državni svet Republike Slovenije, εκπροσωπούμενο από τον M. Bervar, επικουρούμενο από την H. Butolen, odvetnica, καθώς και από τους B. Kekec, J. Slivšek και D. Štrus,

ο I. Karlovšek και η M. Karlovšek, εκπροσωπούμενοι από τον I. Karlovšek, odvetnik,

ο J. Gosar, αυτοπροσώπως,

το Državni zbor Republike Slovenije, εκπροσωπούμενο από τον M. Brglez,

η Banka Slovenije, εκπροσωπούμενη από τον B. Jazbec, επικουρούμενο από τους R. Grilc, odvetnik, και T. Lübbig, Rechtsanwalt,

η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις V. Klemenc και T. Mihelič Žitko,

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2016] η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και L. Williams, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον E. McCullough, SC, και την A. O’Neill, BL,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn, P. J. Loewenthal, K.‑Ph. Wojcik και M. Žebre,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος και την ερμηνεία των σημείων 40 έως 46 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («Τραπεζική ανακοίνωση») (ΕΕ 2013, C 216, σ. 1), καθώς και την ερμηνεία των άρθρων 29, 34, 35 και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιριών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ 2012, L 315, σ. 74), και του άρθρου 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2001, L 125, σ. 15).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας ορισμένων διατάξεων του Zakon o bančništvu (νόμου για τον τραπεζικό τομέα), της 23ης Νοεμβρίου 2006, όπως έχει εφαρμογή στη διαδικασία της κύριας δίκης (Uradni list RS, αριθ. 99/10) (στο εξής: νόμος για τον τραπεζικό τομέα) που προβλέπουν έκτακτα μέτρα για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2001/24

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της οδηγίας 2001/24 έχουν ως εξής:

«(5)

Η έκδοση της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων [(ΕΕ 1994, L 135, σ. 5)], η οποία θέσπισε την αρχή της υποχρεωτικής συμμετοχής των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σύστημα εγγυήσεως του κράτους-μέλους καταγωγής, καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη αμοιβαίας αναγνώρισης των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης.

(6)

Επιβάλλεται να ανατεθεί στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν τα μέτρα εξυγίανσης που προβλέπονται στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη του εν λόγω κράτους μέλους. Λόγω της δυσχέρειας που παρουσιάζει η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των συναλλακτικών ηθών των κρατών μελών, θα πρέπει να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια.»

4

Κατά το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24, ως μέτρα εξυγιάνσεως νοούνται «τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων».

Η οδηγία 2012/30

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της οδηγίας 2012/30 έχουν ως εξής:

«(3)

Για να εξασφαλισθεί μια ελάχιστη ισοδύναμη προστασία τόσο των μετόχων όσον και των πιστωτών των εταιριών αυτών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εναρμονισθούν οι εθνικές διατάξεις, που αφορούν τη σύστασή τους και τη διατήρηση, την αύξηση και τη μείωση του κεφαλαίου τους.

[…]

(5)

Είναι απαραίτητες ενωσιακές διατάξεις σχετικά με τη διατήρηση του κεφαλαίου που συνιστά την εγγύηση των πιστωτών, ιδίως απαγορεύοντας τη μείωσή του με αδικαιολόγητες διανομές στους μετόχους και περιορίζοντας τη δυνατότητα της εταιρίας να αποκτά δικές της μετοχές.»

6

Το άρθρο 29, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Κάθε αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση. [...]»

7

Το άρθρο 34, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κάθε μείωση του καλυφθέντος κεφαλαίου, εκτός από εκείνη που επιβάλλεται από δικαστική απόφαση, πρέπει να αποφασίζεται, τουλάχιστον με απόφαση της γενικής συνελεύσεως [...].»

8

Κατά το άρθρο 35 της οδηγίας 2012/30, «[ό]ταν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η απόφαση της γενικής συνελεύσεως για τη μείωση του καλυφθέντος κεφαλαίου υποβάλλεται σε χωριστή ψηφοφορία τουλάχιστο για κάθε κατηγορία μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζει η πράξη».

9

Το άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους επιτρέπει στις εταιρίες να μειώνουν το καλυφθέν κεφάλαιό τους με την αναγκαστική ανάκληση μετοχών, απαιτεί τουλάχιστον την εκπλήρωση των ακολούθων προϋποθέσεων:

[...]

β)

αν η αναγκαστική ανάκληση επιτρέπεται μόνο από το καταστατικό ή τη συστατική πράξη, τότε αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εκτός αν έχει εγκριθεί ομόφωνα από τους ενδιαφερομένους μετόχους».

10

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση μείωσης του καλυφθέντος κεφαλαίου με ανάκληση μετοχών, τις οποίες απέκτησε η ίδια η εταιρία ή πρόσωπο που ενεργεί επ’ ονόματί του αλλά για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, η ανάκληση πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση.»

11

To άρθρο 42 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Στις περιπτώσεις που προβλέπονται […] στο άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β) […], όταν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η απόφαση της γενικής συνελεύσεως περί της αποσβέσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου ή της μειώσεώς του με ανάκληση μετοχών, υποβάλλεται σε χωριστή ψηφοφορία, τουλάχιστον, για κάθε κατηγορία μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζονται από την πράξη.»

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ

12

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 1093/2010 και (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 2014.

13

Με το άρθρο 117 της οδηγίας 2014/59 τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24 ορισμός των «μέτρων εξυγίανσης». Κατόπιν της εν λόγω τροποποιήσεως, ως μέτρα αναδιοργανώσεως νοούνται «τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ιδρύματος ή επιχείρηση[ς] επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων· τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ».

14

Το άρθρο 130, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις που θεσπίζουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τον τίτλο IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 από την 1η Ιανουαρίου 2016 το αργότερο.»

Η τραπεζική ανακοίνωση

15

Τα σημεία 2 και 3 της τραπεζικής ανακοινώσεως ορίζουν τα εξής:

«2.

Οι ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση παρέχουν ένα συνεκτικό πλαίσιο συντονισμένης δράσης για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να ελαχιστοποιούνται παράλληλα οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών μελών στην ενιαία αγορά. Προσδιορίζουν αναλυτικά τους όρους πρόσβασης σε κρατικές ενισχύσεις και τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου οι εν λόγω ενισχύσεις να χαρακτηρίζονται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει των αρχών για τις κρατικές ενισχύσεις που ορίζονται στη Συνθήκη. Μέσω των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση, οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίοι διέπουν τη δημόσια βοήθεια προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα επικαιροποιήθηκαν τακτικά, όποτε χρειάσθηκε να προσαρμοσθούν στην εξέλιξη της κρίσης. Οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν αναγκαία μία ακόμη επικαιροποίηση των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση.

3.

Οι ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση, καθώς και όλες οι επιμέρους αποφάσεις για μέτρα και καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω ανακοινώσεων, εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, το οποίο επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη χορήγηση ενισχύσεων με σκοπό την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.»

16

Στο σημείο 15 της εν λόγω ανακοινώσεως αναφέρονται τα εξής:

«Στις ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και μεσούσης της κρίσης, εξακολουθούν να ισχύουν οι γενικές αρχές ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, προκειμένου να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών μελών στην ενιαία αγορά και για να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο και σε κατάλληλη ίδια εισφορά στα έξοδα αναδιάρθρωσης από τον δικαιούχο της ενίσχυσης. Η τράπεζα και οι κάτοχοι του κεφαλαίου της θα πρέπει να συμβάλλουν όσο το δυνατό περισσότερο στην αναδιάρθρωση με δικούς τους πόρους. Η κρατική στήριξη πρέπει να χορηγείται υπό όρους που συνεπάγονται κατάλληλο καταμερισμό των επιβαρύνσεων από όσους έχουν επενδύσει στην τράπεζα.»

17

Το σημείο 17 της εν λόγω ανακοινώσεως ορίζει τα εξής:

«Κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης, τα κράτη μέλη δεν υπερέβησαν εν γένει τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τον εκ των προτέρων καταμερισμό των επιβαρύνσεων, ούτε οι πιστωτές υποχρεώθηκαν να συμβάλουν στη διάσωση πιστωτικών ιδρυμάτων για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»

18

Το τμήμα 3 της τραπεζικής ανακοινώσεως αφορά τα μέτρα ανακεφαλαιοποιήσεως και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Το κεφάλαιο 3.1.2 της ανακοινώσεως, που φέρει τον τίτλο «Καταμερισμός των επιβαρύνσεων μεταξύ μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης», περιλαμβάνει τα σημεία 40 έως 46 της εν λόγω ανακοινώσεως.

19

Τα σημεία 40 έως 46 της εν λόγω ανακοινώσεως προβλέπουν τα ακόλουθα:

«40.

H κρατική στήριξη ενέχει το ενδεχόμενο ηθικού κινδύνου και μπορεί να υπονομεύσει την πειθαρχία της αγοράς. Για να περιορισθεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να χορηγείται υπό όρους που εξασφαλίζουν τον κατάλληλο καταμερισμό των επιβαρύνσεων από τους υφιστάμενους επενδυτές.

41.

Ο κατάλληλος καταμερισμός των επιβαρύνσεων συνεπάγεται κατά κανόνα, μετά την απορρόφηση των ζημιών κατά πρώτο λόγο από ίδια κεφάλαια, εισφορές από τους κατόχους υβριδικού κεφαλαίου και τους κατόχους οφειλών μειωμένης εξασφάλισης. Οι κάτοχοι υβριδικού κεφαλαίου και οφειλών μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να συμβάλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό στη μείωση του κεφαλαιακού ελλείμματος. Οι εισφορές αυτές μπορούν να λάβουν τη μορφή είτε μετατροπής σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 […] είτε μείωσης της αξίας του κεφαλαίου των μέσων. Εν πάση περιπτώσει, οι ταμειακές εκροές από τον δικαιούχο προς τους κατόχους των τίτλων αυτών πρέπει να αποτρέπονται στον βαθμό που επιτρέπεται από νομική άποψη.

42.

Η Επιτροπή δεν θα απαιτεί την καταβολή εισφοράς από τους κατόχους χρεωστικών τίτλων αυξημένης εξασφάλισης (ιδίως από κατόχους ασφαλισμένων καταθέσεων, ανασφάλιστων καταθέσεων, ομολόγων και κάθε άλλου χρεωστικού τίτλου αυξημένης εξασφάλισης) ως υποχρεωτικό στοιχείο του καταμερισμού των επιβαρύνσεων βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις είτε με μετατροπή σε κεφάλαιο, είτε με μείωση της αξίας των μέσων.

43.

Όταν ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας που διαπίστωσε κεφαλαιακό έλλειμμα παραμένει πάνω από το θεσπισμένο ελάχιστο ποσοστό στην [Ένωση], η τράπεζα θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να αποκαταστήσει η ίδια την κεφαλαιακή της θέση, ιδίως μέσω μέτρων άντλησης κεφαλαίου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 35. Εάν δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα, περιλαμβανομένης άλλης εποπτικής δράσης, π.χ. μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ή άλλες διορθωτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος όπως επιβεβαιώθηκε από την αρμόδια αρχή εποπτείας ή εξυγίανσης, τότε το χρέος μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο, κατά κανόνα προτού χορηγηθεί η κρατική ενίσχυση.

44.

Σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληροί πλέον τις ελάχιστες κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, το χρέος μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται, κατά κανόνα προτού χορηγηθεί η κρατική ενίσχυση. Δεν πρέπει να χορηγείται κρατική ενίσχυση προτού τα ίδια κεφάλαια, το υβριδικό κεφάλαιο και οι μετοχές μειωμένης εξασφάλισης διατεθούν στο σύνολό τους προς αντιστάθμιση τυχόν ζημιών.

45.

Μπορεί να γίνει εξαίρεση στις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 43 και 44 εφόσον η εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή θα είχε δυσανάλογα αποτελέσματα. Η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να ισχύει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ύψος της ενίσχυσης που πρόκειται να χορηγηθεί είναι μικρό εν σχέσει προς τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού της τράπεζας και το κεφαλαιακό έλλειμμα έχει μειωθεί σημαντικά, ιδίως μέσω μέτρων άντλησης κεφαλαίου όπως αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 35. Το πρόβλημα των δυσανάλογων αποτελεσμάτων ή του κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπισθεί με την επανεξέταση του χρονοδιαγράμματος θέσπισης των μέτρων κάλυψης του κεφαλαιακού ελλείμματος.

46.

Στο πλαίσιο των παραγράφων 43 και 44, θα πρέπει να τηρείται η αρχή “κανένας πιστωτής να μην βρίσκεται σε χειρότερη θέση” […]. Τοιουτοτρόπως, οι πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης δεν θα εισπράξουν λιγότερα από ό,τι θα άξιζαν τα μέσα τους εάν δεν είχε χορηγηθεί κρατική ενίσχυση.»

Το σλοβενικό δίκαιο

20

Το άρθρο 253, παράγραφος 3, του νόμου για τον τραπεζικό τομέα ορίζει ότι «τα έκτακτα μέτρα αποτελούν μέρος των μέτρων εξυγιάνσεως που προβλέπει η οδηγία 2001/24/ΕΚ».

21

Το άρθρο 261bis του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«(1)   Με την απόφασή της σχετικά με τα έκτακτα μέτρα, η Τράπεζα της Σλοβενίας ορίζει ότι:

1.

οι επιλέξιμες υποχρεώσεις διαγράφονται εν μέρει ή εν όλω ή

2.

οι επιλέξιμες υποχρεώσεις των τραπεζών μετατρέπονται εν μέρει ή εν όλω […] σε νέες κοινές τραπεζικές μετοχές βάσει αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω τράπεζας μέσω μη χρηματικών εισφορών με τη μορφή απαιτήσεων που συνιστούν επιλέξιμες υποχρεώσεις.

[...]

(5)   Στο πλαίσιο της διαγραφής ή της μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων της τράπεζας, η Τράπεζα της Σλοβενίας πρέπει να διασφαλίσει ότι οι επιμέρους πιστωτές δεν διατρέχουν, λόγω της διαγραφής ή της μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων της τράπεζας, κίνδυνο να υποστούν ζημίες μεγαλύτερες από εκείνες που θα υφίσταντο σε περίπτωση πτωχεύσεως της τράπεζας.

(6)   Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις της τράπεζας αποτελούνται από:

1.

το εταιρικό κεφάλαιο της τράπεζας (υποχρέωση της κατηγορίας I)·

2.

τις υποχρεώσεις έναντι των κατόχων υβριδικών τίτλων [...] (υποχρεώσεις της κατηγορίας II)·

3.

τις υποχρεώσεις έναντι των κατόχων εκείνων των τίτλων που [...] συνυπολογίζονται στο πρόσθετο κεφάλαιο της τράπεζας, εκτός αν οι εν λόγω υποχρεώσεις έχουν ήδη περιληφθεί στους ορισμούς των σημείων 1 και 2 της παρούσας παραγράφου (υποχρεώσεις της κατηγορίας III)·

4.

τις υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στους ορισμούς των σημείων 1, 2 ή 3 της παρούσας παραγράφου και οι οποίες, σε περίπτωση διαδικασίας πτωχεύσεως της τράπεζας, θα ικανοποιούνταν μετά την εξόφληση των μη προνομιακών απαιτήσεων (υποχρεώσεις της κατηγορίας IV).»

22

Κατά το άρθρο 261quater του νόμου για τον τραπεζικό τομέα:

«(1)   Η Τράπεζα της Σλοβενίας, στην απόφασή της περί διαγραφής επιλέξιμων υποχρεώσεων […], δύναται να απαιτήσει τη διαγραφή των επιλέξιμων υποχρεώσεων της τράπεζας στην έκταση που είναι αναγκαία για την κάλυψη των ζημιών της τράπεζας, υπό το πρίσμα της κατά το προηγούμενο άρθρο αποτιμήσεως των καθαρών στοιχείων του ενεργητικού. […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23

Κατόπιν της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως, που άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 2007 και επιδεινώθηκε κατά τα επόμενα έτη, η Banka Slovenije (Τράπεζα της Σλοβενίας, Σλοβενία) διαπίστωσε, τον Σεπτέμβριο του 2013, ότι πέντε σλοβενικές τράπεζες, ήτοι η Nova Ljubljanska banka d.d., η Nova Kreditna banka Maribor d.d., η Abanka Vipa d.d., η Probanka d.d. και η Factor banka d.d., εμφάνιζαν κεφαλαιακό έλλειμμα. Λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως του ελλείμματος αυτού, οι εν λόγω τράπεζες δεν διέθεταν επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιήσουν τους πιστωτές τους και να καλύψουν την αξία των καταθέσεων.

24

Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, η Τράπεζα της Σλοβενίας εξέδωσε αποφάσεις περί θεσπίσεως εκτάκτων μέτρων για την ανακεφαλαιοποίηση των δύο πρώτων τραπεζών, τη διάσωση της τρίτης καθώς και την εκκαθάριση των δύο τελευταίων (στο εξής: επίμαχα μέτρα).

25

Στις 18 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή ενέκρινε τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες προορίζονταν για τις εν λόγω πέντε τράπεζες και οι οποίες είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί από τις σλοβενικές αρχές.

26

Τα επίμαχα μέτρα, που ελήφθησαν βάσει του νόμου για τον τραπεζικό τομέα, συγκεκριμένα βάσει των άρθρων 261bis έως 261quater και 261sexies του εν λόγω νόμου, περιελάμβαναν τη διαγραφή του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και του υβριδικού κεφαλαίου και των τίτλων μειωμένης εξασφαλίσεως (στο εξής: τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση).

27

Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση είναι χρηματοοικονομικοί τίτλοι εμφανίζοντες ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τα χρεωστικά προϊόντα και τους μετοχικούς τίτλους. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθαρίσεως του εκδότη των τίτλων, οι κάτοχοι τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση (στο εξής: πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως) ικανοποιούνται μετά τους κατόχους κοινών ομολογιών, αλλά πριν τους μετόχους. Οι εν λόγω χρηματοοικονομικοί τίτλοι έχουν υψηλότερη απόδοση, ως αντιστάθμισμα για τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που αποδέχονται, κατά τα προεκτεθέντα, οι κάτοχοί τους.

28

Το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) επιλήφθηκε πλειόνων αιτήσεων ελέγχου της συνταγματικότητας που υποβλήθηκαν, αφενός, από ιδιώτες και, αφετέρου, από το Državni svet Republike Slovenije (Εθνικό Συμβούλιο, Σλοβενία) και τον Varuh človekovih pravic Republike Slovenije (Συνήγορο του πολίτη, Σλοβενία). Οι εν λόγω αιτήσεις αφορούσαν τη συμφωνία των διατάξεων του νόμου για τον τραπεζικό τομέα, βάσει των οποίων θεσπίστηκαν τα επίμαχα μέτρα, προς το Σύνταγμα της Σλοβενίας, μεταξύ άλλων προς τις αρχές της μη αναδρομικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και προς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

29

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι αντικείμενο των διατάξεων του νόμου για τον τραπεζικό τομέα αποτελεί η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της τραπεζικής ανακοινώσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στις εθνικές αρχές η δυνατότητα να χορηγούν στις επιχειρήσεις του εν λόγω τομέα κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, καίτοι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων της κύριας δίκης βάλλουν κατά των εν λόγω διατάξεων, στην πραγματικότητα αναφέρονται στην τραπεζική ανακοίνωση. Οι εν λόγω προσφεύγοντες εκτιμούν ότι η τραπεζική ανακοίνωση παραβιάζει όχι μόνον το Σύνταγμα της Σλοβενίας, αλλά και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και τις οδηγίες 2012/30 και 2001/24. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί πως είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη συνταγματικότητα των εθνικών διατάξεων που θέτουν σε εφαρμογή μια οδηγία. Αντιθέτως, εκτιμά ότι αυτό δεν συμβαίνει όταν υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία ή το κύρος του κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποτελεί τη νομική βάση της εθνικής διατάξεως της οποίας αμφισβητείται η συνταγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, φρονεί ότι το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία του κανόνα αυτού, προκειμένου να μπορέσει ακολούθως το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, τη συνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

30

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει η τραπεζική ανακοίνωση, λαμβανομένων υπόψη των εννόμων αποτελεσμάτων που παράγει in concreto, δεδομένου ότι η […] Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, [ΣΛΕΕ], και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108 [ΣΛΕΕ], είναι αρμόδια να αποφασίζει για ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, την έννοια ότι είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη τα οποία σκοπεύουν να άρουν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας παρέχοντας κρατική ενίσχυση σε πιστωτικά ιδρύματα, όταν μια τέτοια ενίσχυση έχει μόνιμο χαρακτήρα και δεν μπορεί εύκολα να ανακληθεί;

2)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, τα οποία εξαρτούν τη δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων που αποβλέπουν στην άρση σοβαρής διαταραχής της εθνικής οικονομίας από την εκτέλεση της υποχρεώσεως διαγραφής του κεφαλαίου, [των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση] και/ή μετατροπής, σε κεφάλαιο, των [τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση], με σκοπό τον περιορισμό των κρατικών ενισχύσεων στο ελάχιστο αναγκαίο, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο ηθικός κίνδυνος, αντιβαίνουν στα άρθρα 107 έως 109 [ΣΛΕΕ], καθόσον υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, όπως ορίζονται στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης [ΛΕΕ] που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, είναι τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, τα οποία εξαρτούν τη δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων από την υποχρέωση διαγραφής κεφαλαίου και/ή μετατροπής σε κεφάλαιο, στο μέτρο που η εν λόγω υποχρέωση αφορά τις μετοχές (κεφάλαιο), τους [τίτλους με μειωμένη εξασφάλιση] που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση της τραπεζικής ανακοινώσεως και κατά τον χρόνο εκδόσεώς τους μπορούσαν εν όλω ή εν μέρει να διαγραφούν χωρίς πλήρη αποζημίωση μόνο σε περίπτωση πτωχεύσεως της τράπεζας, συμβατά με την κατά το δίκαιο της Ένωσης αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα και καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, είναι τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, τα οποία εξαρτούν τη δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων από την υποχρέωση διαγραφής του κεφαλαίου, [των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση] και/ή μετατροπής, σε κεφάλαιο, των [τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση], χωρίς να έχει κινηθεί και ολοκληρωθεί διαδικασία αφερεγγυότητας για την εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη μέσω δικαστικής διαδικασίας στην οποία θα μπορούσαν να μετάσχουν οι κάτοχοι χρηματοοικονομικών τίτλων μειωμένης εξασφαλίσεως, συμβατά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη;

5)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα και καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, τα οποία εξαρτούν τη δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων από την υποχρέωση ακυρώσεως του κεφαλαίου και/ή μετατροπής σε κεφάλαιο των [τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση], αντιβαίνουν στα άρθρα 29, 34 και 35 καθώς και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30 […], δεδομένου ότι η εφαρμογή τέτοιων μέτρων απαιτεί τη μείωση και/ή την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρίας με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, και όχι με απόφαση της γενικής συνελεύσεως της εταιρίας;

6)

Έχει η τραπεζική ανακοίνωση, λαμβανομένου υπόψη του σημείου της 19, και ειδικότερα της προβλεπόμενης στο σημείο αυτό απαιτήσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, του σημείου της 20, καθώς και της κατά τα σημεία 43 και 44 της εν λόγω ανακοινώσεως βασικής υποχρεώσεως μετατροπής ή μειώσεως της αξίας [των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση] πριν από τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, την έννοια ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη που σκοπεύουν να άρουν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας μέσω της χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως προς τα πιστωτικά ιδρύματα να εισαγάγουν υποχρέωση πραγματοποιήσεως της προαναφερθείσας μετατροπής ή μειώσεως, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, [ΣΛΕΕ], ή την έννοια ότι, για να επιτραπεί η κρατική ενίσχυση, αρκεί το μέτρο μετατροπής ή μειώσεως της αξίας να εφαρμόζεται κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας;

7)

Έχει το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της [οδηγίας 2001/24] την έννοια ότι στα μέτρα εξυγιάνσεως περιλαμβάνονται επίσης τα μέτρα που προβλέπουν τον κατά τα σημεία 40 και 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως (μείωση της αξίας του βασικού κεφαλαίου της κατηγορίας 1, [των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση], καθώς και μετατροπή, σε κεφάλαιο, των [τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση]);»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτική παρατήρηση

31

Η Σλοβενική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του δεύτερου έως και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος που αφορούν το κύρος των σημείων 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, καθόσον η εν λόγω ανακοίνωση δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων.

32

Πρέπει να επισημανθεί ότι υπόβαθρο της υπό κρίση υποθέσεως αποτελούν, κατ’ ουσίαν, οι κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Σλοβενική Κυβέρνηση προκειμένου να διασφαλίσει την ανάκαμψη του εθνικού τραπεζικού συστήματος.

33

Ειδικότερα, η υπό κρίση υπόθεση αφορά το κατά πόσον η προϋπόθεση του καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως που έχει θέσει η Επιτροπή προκειμένου να μπορούν να θεωρηθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, συμβατές με την εσωτερική αγορά οι χορηγηθείσες στον τραπεζικό τομέα κρατικές ενισχύσεις είναι σύμφωνη προς διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Το κύρος μιας τέτοιας προϋποθέσεως πρέπει να είναι δυνατόν να ελεγχθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του δεύτερου έως και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος.

34

Συνεπώς, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί του πρώτου ερωτήματος

35

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η τραπεζική ανακοίνωση έχει την έννοια ότι είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη.

36

Το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ επιβάλλει προληπτικό έλεγχο των τροποποιήσεων των υφισταμένων ενισχύσεων και των σχεδίων νέων ενισχύσεων. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο οργανωμένη πρόληψη αποσκοπεί στο να εκτελούνται μόνο συμβατά με την εσωτερική αγορά μέτρα ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψεις 25 και 26).

37

Η εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 28).

38

Η Επιτροπή διαθέτει, συναφώς, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C‑80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 59, καθώς και της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 68).

39

Κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για να καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων προτίθεται να εκτιμά κατά πόσον τα μέτρα ενισχύσεως που σχεδιάζουν τα κράτη μέλη είναι σύμφωνα με την εσωτερική αγορά.

40

Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί, καταρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι πράξεις της λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψεις 69 και 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραιτηθεί, καθορίζοντας κανόνες συμπεριφοράς, από την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 71). Κατά συνέπεια, η έκδοση ανακοινώσεως, όπως η τραπεζική ανακοίνωση, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξετάζει τις εξαιρετικές ειδικές περιστάσεις τις οποίες επικαλείται κράτος μέλος, σε συγκεκριμένη περίπτωση, για να ζητήσει την απευθείας εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, και να αιτιολογεί την άρνησή της να δεχθεί ένα τέτοιο αίτημα (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 72).

42

Εν προκειμένω, από τα σημεία 41, 43 και 44 της τραπεζικής ανακοινώσεως προκύπτει ότι ο κατάλληλος καταμερισμός των επιβαρύνσεων από τον οποίο εξαρτά η εν λόγω ανακοίνωση τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως συνεπάγεται, κατά προτεραιότητα, την απορρόφηση των ζημιών από τα ίδια κεφάλαια και, ακολούθως, καταρχήν, τη συμβολή των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως. Σύμφωνα με το σημείο 45 της ανακοινώσεως, εξαίρεση από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 43 και 44 της εν λόγω ανακοινώσεως μπορεί να χωρήσει εφόσον μια τέτοια συμβολή «θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή θα είχε δυσανάλογα αποτελέσματα».

43

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι οι συνέπειες της θεσπίσεως των κανόνων συμπεριφοράς που περιέχονται στην εν λόγω ανακοίνωση συνίστανται αποκλειστικώς στον αυτοπεριορισμό της Επιτροπής κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, υπό την έννοια ότι, εφόσον κράτος μέλος κοινοποιήσει στην Επιτροπή σχέδιο κρατικής ενισχύσεως που είναι σύμφωνο προς τους εν λόγω κανόνες, η Επιτροπή οφείλει, καταρχήν, να εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο. Αφετέρου, τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να κοινοποιούν στην Επιτροπή σχέδια κρατικών ενισχύσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει η εν λόγω ανακοίνωση και η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τέτοια σχέδια εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

44

Κατά συνέπεια, η τραπεζική ανακοίνωση δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτοτελείς υποχρεώσεις σε βάρος των κρατών μελών, αλλά περιορίζεται στη θέσπιση προϋποθέσεων οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμβατότητας των χορηγουμένων στις τράπεζες, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως, κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά και τις οποίες οφείλει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

45

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η τραπεζική ανακοίνωση έχει την έννοια ότι δεν είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, καθόσον τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

47

Η έκδοση της τραπεζικής ανακοινώσεως στηρίχθηκε στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

48

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει συμβατές με την εσωτερική αγορά τις ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

49

Δυνάμει της εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχει η εν λόγω διάταξη, η Επιτροπή δικαιούται να αρνηθεί τη χορήγηση ενισχύσεως, όταν η ενίσχυση αυτή δεν αποτελεί κίνητρο προκειμένου οι αποδέκτριες της ενισχύσεως επιχειρήσεις να υιοθετήσουν συμπεριφορά ικανή να συμβάλει στην υλοποίηση ενός από τους σκοπούς της εν λόγω διατάξεως. Μια τέτοια ενίσχυση πρέπει να είναι αναγκαία για την επίτευξη των προβλεπομένων από τη διάταξη αυτή σκοπών, ώστε, χωρίς αυτήν, οι νόμοι της αγοράς δεν θα αρκούσαν αφ’ εαυτών για να επιτευχθεί η εκ μέρους των αποδεκτριών επιχειρήσεων υιοθέτηση συμπεριφοράς ικανής να συμβάλει στην υλοποίηση των σκοπών αυτών. Πράγματι, μια ενίσχυση η οποία συνεπάγεται βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της αποδέκτριας επιχειρήσεως, χωρίς να είναι αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Όσον αφορά την έκδοση των σημείων 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως βάσει της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην οικονομία της Ένωσης. Οι τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα συνιστούν βασική πηγή χρηματοδοτήσεως για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις διάφορες αγορές. Επιπλέον, συχνά οι τράπεζες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και αρκετές εξ αυτών λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο. Για τον λόγο αυτό η αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεων μίας ή περισσοτέρων τραπεζών ενέχει τον κίνδυνο ταχύτατης εξαπλώσεως στις λοιπές τράπεζες, είτε στο οικείο κράτος μέλος είτε σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό ενέχει, συνακόλουθα, τον κίνδυνο αρνητικών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας.

51

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η επίκληση ως νομικής βάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο καθόσον στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως η οικονομία πολλών κρατών μελών επηρεάστηκε από σοβαρές διαταραχές.

52

Εν προκειμένω, από το σημείο 2 της τραπεζικής ανακοινώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θέλησε, με την εν λόγω ανακοίνωση, να προσδιορίσει τους όρους προσβάσεως στις κρατικές ενισχύσεις για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα των κρατών μελών και τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου οι εν λόγω ενισχύσεις να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

53

Στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, η απαίτηση που προβλέπει τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως για την κάλυψη του κόστους αναδιαρθρώσεως των προβληματικών τραπεζών προκειμένου να καλυφθεί το κεφαλαιακό τους έλλειμμα. Αυτό συνεπάγεται ότι, μετά την απορρόφηση των ζημιών από τα ίδια κεφάλαια, οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως καλούνται και αυτοί να συμβάλουν στην επίτευξη του εν λόγω σκοπού είτε με την μετατροπή των απαιτήσεών τους σε ίδια κεφάλαια είτε με τη μείωση της αξίας των εν λόγω απαιτήσεων.

54

Η Επιτροπή, ελέγχοντας τη συμβατότητα των μέτρων κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, διαπίστωσε ότι, όπως εκτίθεται στο σημείο 15 της τραπεζικής ανακοινώσεως, ήταν επιβεβλημένη η λήψη μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων προκειμένου να μειωθούν οι κρατικές ενισχύσεις στον τραπεζικό τομέα στο ελάχιστο απαραίτητο και να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

55

Πράγματι, αφενός, τέτοια μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποσκοπούν στο να εμποδίσουν την προσφυγή στις κρατικές ενισχύσεις ως απλό μέσο για την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών των ενδιαφερομένων τραπεζών.

56

Αφετέρου, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι, πριν τη χορήγηση οποιασδήποτε κρατικής ενισχύσεως, οι τράπεζες με κεφαλαιακό έλλειμμα θα προσπαθήσουν, μαζί με τους επενδυτές τους, να μειώσουν το εν λόγω έλλειμμα, μεταξύ άλλων μέσω αντλήσεως ιδίων κεφαλαίων καθώς και με τη συμβολή των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι ικανά να περιορίσουν την έκταση της χορηγούμενης κρατικής ενισχύσεως.

57

Η αντίθετη λύση θα κινδύνευε να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, στο μέτρο που οι τράπεζες, των οποίων οι μέτοχοι και οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως δεν θα είχαν συμβάλει στη μείωση του κεφαλαιακού ελλείμματος, θα ελάμβαναν κρατική ενίσχυση μεγαλύτερη από αυτή που θα αρκούσε για την κάλυψη του υπολειπόμενου κεφαλαιακού ελλείμματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια ενίσχυση δεν θα ήταν, καταρχήν, σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.

58

Επιπλέον, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του «ηθικού κινδύνου», που συνδέεται με το γεγονός ότι τα άτομα έχουν την τάση να λαμβάνουν ριψοκίνδυνες αποφάσεις όταν οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες των αποφάσεων αυτών βαρύνουν το σύνολο, πρέπει να αποφευχθεί η ενθάρρυνση των τραπεζών, μέσω της δυνατότητας να λάβουν κρατικές ενισχύσεις, να προσφεύγουν σε χρηματοπιστωτικά μέσα πιο ριψοκίνδυνα και ικανά να προκαλέσουν σημαντικές ζημίες, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να υπονομεύσει την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς.

59

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την τραπεζική ανακοίνωση, δεν σφετερίστηκε τις αρμοδιότητες τις οποίες τα άρθρα 108 και 109 ΣΛΕΕ παρέχουν στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, η εν λόγω ανακοίνωση, εφόσον περιορίζεται στη θέσπιση των κανόνων συμπεριφοράς που έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν την Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεν θίγει την αναγνωριζόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξουσία του Συμβουλίου να κηρύξει, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, μια κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν συνιστά κανονισμό κατά την έννοια του άρθρου 109 ΣΛΕΕ, έχοντα δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεσμευτική ισχύ erga omnes.

60

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

61

Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται στην εν λόγω αρχή και προσβάλλουν το εν λόγω δικαίωμα τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα σημεία αυτά εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

62

Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Πράγματι, το δικαίωμα αυτό έχει κάθε ιδιώτης στον οποίο κάποιο θεσμικό όργανο, φορέας ή οργανισμός της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, C‑537/08 P, EU:C:2010:769, σκέψη 63, καθώς και της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 132).

63

Εντούτοις, οι μέτοχοι και οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως των τραπεζών που αποτέλεσαν αντικείμενο προβλεπόμενων στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως αυτά τα οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να εναντιωθούν στην εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

64

Πράγματι, αφενός, οι μέτοχοι και οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως των οικείων τραπεζών δεν είχαν λάβει καμία εγγύηση από την Επιτροπή ότι αυτή θα ενέκρινε κρατική ενίσχυση προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κεφαλαιακό έλλειμμα των εν λόγω τραπεζών. Αφετέρου, οι εν λόγω επενδυτές δεν είχαν καμία βεβαιότητα ότι κάποια από τα μέτρα που προορίζονταν για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος των δικαιούχων της εγκεκριμένης από την Επιτροπή κρατικής ενισχύσεως τραπεζών δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις επενδύσεις τους.

65

Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως δεν υποχρεώθηκαν να συμβάλουν στη διάσωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως επισήμανε η Επιτροπή στο σημείο 17 της τραπεζικής ανακοινώσεως, δεν παρέχει στους πιστωτές τους οποίους αφορά η διαφορά της κύριας δίκης τη δυνατότητα να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

66

Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους και στους πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα τους επιβληθούν μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων στο μέλλον. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, καίτοι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και τούτο, ιδίως, σε έναν τομέα όπως αυτός των κρατικών ενισχύσεων προς τις τράπεζες, το αντικείμενο του οποίου επιβάλλει συνεχή προσαρμογή αναλόγως προς τις μεταβαλλόμενες οικονομικές καταστάσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2012, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑335/09 P, EU:C:2012:385, σκέψη 180).

67

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εκτός αυτού, κατά πόσον είναι αναγκαίο, για τα κράτη μέλη, να διαθέτουν, σε κάθε περίπτωση, μια μεταβατική περίοδο προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

68

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Ένωση είχε προηγουμένως δημιουργήσει κατάσταση δυνάμενη να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, η λήψη μεταβατικών μέτρων όσον αφορά καταστάσεις που, μολονότι γεννήθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ της νέας ρυθμίσεως, δεν έχουν ακόμη παύσει, ενδέχεται να αντιβαίνει σε επιτακτικό δημόσιο συμφέρον (βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, Affish, C‑183/95, EU:C:1997:373, σκέψη 57, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C‑519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψη 85).

69

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, ο σκοπός που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος με ταυτόχρονη αποφυγή των υπερβολικών δημόσιων δαπανών και ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού αποτελεί τέτοιου είδους υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

70

Όσον αφορά, δεύτερον, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, η τραπεζική ανακοίνωση δεν μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως αυτά που προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της εν λόγω ανακοινώσεως.

71

Από το σημείο 15 της τραπεζικής ανακοινώσεως προκύπτει ότι ο καταμερισμός των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως δεν αποτελεί παρά ένα κριτήριο για την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται στις τράπεζες με σημαντικό κεφαλαιακό έλλειμμα, χάρη στο οποίο οι εν λόγω ενισχύσεις περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο και λαμβάνεται μέριμνα ώστε ο αποδέκτης των ενισχύσεων να συμβάλει προσηκόντως στο κόστος της αναδιαρθρώσεως.

72

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, η τραπεζική ανακοίνωση δεν επιτάσσει οποιαδήποτε συγκεκριμένη μορφή των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων που προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της εν λόγω ανακοινώσεως ή διαδικασία για τη θέσπισή τους. Τέτοιου είδους μέτρα είναι, συνεπώς, δυνατόν να ληφθούν εκουσίως από τους μετόχους και μέσω συμφωνίας μεταξύ του οικείου πιστωτικού ιδρύματος και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως, πράγμα που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία.

73

Εξάλλου, όσον αφορά τους μετόχους των τραπεζών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το γενικό καθεστώς που εφαρμόζεται στους μετόχους των ανωνύμων εταιριών, αυτοί αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο των επενδύσεών τους. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2012/30 προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διατήρηση του εταιρικού κεφαλαίου που συνιστά την εγγύηση των πιστωτών.

74

Δεδομένου ότι οι μέτοχοι ευθύνονται για τα χρέη της τράπεζας μέχρι το ύψος του εταιρικού της κεφαλαίου, το γεγονός ότι τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως απαιτούν, για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος τράπεζας, πριν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, οι εν λόγω μέτοχοι να συμβάλουν στην απορρόφηση των ζημιών που υπέστη η τράπεζα στο ίδιο μέτρο που θα συνέβαλλαν ελλείψει τέτοιας κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά προσβολή του δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία.

75

Οι ζημίες των μετόχων των προβληματικών τραπεζών θα έχουν, σε κάθε περίπτωση, την ίδια έκταση, ανεξαρτήτως του κατά πόσον οφείλονται σε δικαστική απόφαση κηρύξεως πτωχεύσεως λόγω μη χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως ή σε διαδικασία χορηγήσεως τέτοιας ενισχύσεως υπό τον όρο του προηγούμενου καταμερισμού των επιβαρύνσεων.

76

Όσον αφορά τους πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, οι τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση είναι χρηματοοικονομικοί τίτλοι εμφανίζοντες ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τα χρεωστικά προϊόντα και τους μετοχικούς τίτλους, πράγμα που συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση παύσεως πληρωμών του εκδότη τέτοιων τίτλων, οι κάτοχοι των τίτλων αυτών ικανοποιούνται μετά τους κατόχους κοινών ομολογιών, αλλά πριν τους μετόχους.

77

Εντούτοις, από τα σημεία 41, 43 και 44 της τραπεζικής ανακοινώσεως προκύπτει ότι οι εν λόγω πιστωτές οφείλουν να συμβάλουν για τη μείωση του κεφαλαιακού ελλείμματος, αφενός, μόνον μετά την απορρόφηση των ζημιών κατά πρώτο λόγο από ίδια κεφάλαια και, αφετέρου, μόνον «εάν δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα» για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου κεφαλαιακού ελλείμματος της οικείας τράπεζας, ή μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω τράπεζα δεν πληροί πλέον τις ελάχιστες κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Εκτός αυτού, στο σημείο 46 της εν λόγω ανακοινώσεως προβλέπεται ότι «θα πρέπει να τηρείται η αρχή “κανένας πιστωτής να μην βρίσκεται σε χειρότερη θέση”. Τοιουτοτρόπως, οι πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης δεν θα εισπράξουν λιγότερα από ό,τι θα άξιζαν τα μέσα τους εάν δεν είχε χορηγηθεί κρατική ενίσχυση».

78

Από το σημείο αυτό συνάγεται ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων από τα οποία εξαρτάται η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως υπέρ τράπεζας που παρουσιάζει έλλειμμα δεν είναι δυνατόν να συνεπάγονται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως, την οποία αυτοί δεν θα υφίσταντο στο πλαίσιο διαδικασίας πτωχεύσεως οφειλόμενης στην έλλειψη χορηγήσεως τέτοιας ενισχύσεως.

79

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί βασίμως ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως τα μέτρα που προβλέπει η τραπεζική ανακοίνωση, συνιστούν παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

80

Κατά συνέπεια, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντίκεινται στην εν λόγω αρχή ούτε προσβάλλουν το εν λόγω δικαίωμα τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα σημεία αυτά εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

81

Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 29, 34, 35 και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

82

Τα άρθρα 29, 34, 35 και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30 προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ότι κάθε αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση της εταιρίας.

83

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η τραπεζική ανακοίνωση, στο μέτρο που προβλέπει ότι ορισμένες μεταβολές του εταιρικού κεφαλαίου των τραπεζών δεν απαιτείται να αποφασίζονται ή να εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση, δεν είναι σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία.

84

Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, η τραπεζική ανακοίνωση δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη αφορώσα τις νομικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για τη θέση σε εφαρμογή των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων που αναφέρονται στα σημεία 40 έως 46 της εν λόγω ανακοινώσεως.

85

Κατά συνέπεια, καίτοι τα κράτη μέλη είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να υποχρεωθούν, υπό ειδικές συνθήκες, να θεσπίσουν τέτοια μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων χωρίς τη συμφωνία της γενικής συνελεύσεως της εταιρίας, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος της τραπεζικής ανακοινώσεως υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2012/30.

86

Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2012/30, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει μια ελάχιστη ισοδύναμη προστασία τόσο των μετόχων όσον και των πιστωτών των ανωνύμων εταιριών. Προς τον σκοπό αυτό, η εν λόγω οδηγία εναρμονίζει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τη σύσταση των εν λόγω εταιριών καθώς και τη διατήρηση, την αύξηση και τη μείωση του κεφαλαίου τους.

87

Η οδηγία 2012/30 εντάσσεται στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως στην εσωτερική αγορά έχοντας ως κύριο σκοπό την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων. Αποσκοπεί να διασφαλίσει στους επενδυτές ότι τα δικαιώματά τους θα γίνονται σεβαστά στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς από τα όργανα των εταιριών στις οποίες επένδυσαν, ιδίως κατά τις πράξεις συστάσεως εταιρίας και αυξήσεως και μειώσεως του εταιρικού της κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία 2012/30 προκειμένου να διασφαλίσει την εν λόγω προστασία αφορούν τη συνήθη λειτουργία των ανωνύμων εταιριών.

88

Αντιθέτως, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως συνιστούν, όταν επιβάλλονται από τις εθνικές αρχές, έκτακτα μέτρα. Είναι δυνατόν να ληφθούν μόνον σε πλαίσιο σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους και προς τον σκοπό αποφυγής συστημικού κινδύνου και διασφαλίσεως της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

89

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η οδηγία 2012/30 δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρων που αφορούν το εταιρικό κεφάλαιο χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως της εταιρίας σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως αυτές τις οποίες αφορά η τραπεζική ανακοίνωση. Εξάλλου, την ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί η απόφαση της 12ης Μαρτίου 1993, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92).

90

Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230), στο πλαίσιο διαφοράς, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η αφερεγγυότητα μιας μόνον τράπεζας, ενώ, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα προβλεπόμενα στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων αντιμετωπίζονται ως προϋπόθεση χορηγήσεως, σε τράπεζες που αντιμετωπίζουν έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων, κρατικών ενισχύσεων με σκοπό, στο εξαιρετικό πλαίσιο σοβαρής διαταραχής της εθνικής οικονομίας, την αντιμετώπιση συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσεως ικανής να επηρεάσει το σύνολο ενός εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

91

Πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 105 και 107 των προτάσεών του, τα εθνικά μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως στην υπόθεση Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92) είχαν θεσπιστεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1986 και 1990, το δε Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του το 1996, ήτοι πολύ πριν την έναρξη του τρίτου σταδίου εφαρμογής της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης με την εισαγωγή του ευρώ, την ίδρυση του ευρωσυστήματος και τις σχετικές τροποποιήσεις των Συνθηκών της Ένωσης. Μολονότι υφίσταται σαφές δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση, σε ολόκληρη την Ένωση, ισχυρής και συνεπούς προστασίας των επενδυτών, εντούτοις, το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει σε κάθε περίπτωση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

92

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2014/59 μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση ότι η τραπεζική ανακοίνωση δεν είναι συμβατή με την οδηγία 2012/30.

93

Ωστόσο, πέραν των όσων επισημάνθηκαν με τις σκέψεις 72 και 84 της παρούσας αποφάσεως, από το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 123 της οδηγίας 2014/59, από 1ης Ιανουαρίου 2016, τα άρθρα 29, 34 και 35 καθώς και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως προβλεπόμενων από την οδηγία 2014/59 μηχανισμών εξυγιάνσεως δεν δύναται να συναχθεί ότι, πριν την ημερομηνία αυτή, τέτοιας φύσεως παρεκκλίσεις ήταν απαγορευμένες.

94

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 29, 34, 35 και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30 έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως.

Επί του έκτου ερωτήματος

95

Με το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η τραπεζική ανακοίνωση έχει την έννοια ότι τα μέτρα μετατροπής ή μειώσεως της αξίας των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση, όπως αυτά που προβλέπει το σημείο 44 της ανακοινώσεως αυτής, αποτελούν αναγκαία και επαρκή προϋπόθεση προκειμένου κρατική ενίσχυση εμπίπτουσα στην εν λόγω ανακοίνωση να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, ή εάν αρκεί, για την έγκριση της εν λόγω ενισχύσεως, οι τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση να μετατραπούν ή να μειωθεί η αξία τους κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

96

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με το εν λόγω ερώτημα, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που μια τράπεζα δεν πληροί τις ελάχιστες κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, κατά την έννοια του σημείου 44 της τραπεζικής ανακοινώσεως, πρέπει να ληφθούν τα μέτρα μειώσεως της αξίας των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση ώστε να αντισταθμιστεί πλήρως το σύνολο των πιστοποιημένων ζημιών της τράπεζας ή εάν τα εν λόγω μέτρα είναι δυνατόν να εφαρμοστούν μόνον εν μέρει, κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

97

Κατά το σημείο 44 της εν λόγω ανακοινώσεως, σε περίπτωση που μια τράπεζα δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι τα ίδια κεφάλαια δεν μπορούν να απορροφήσουν μόνα τους τις ζημίες της τράπεζας, οι τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση πρέπει να μετατραπούν ή να απομειωθούν, κατά κανόνα προτού χορηγηθεί κρατική ενίσχυση στην εν λόγω τράπεζα. Εκτός αυτού, κατά το αυτό σημείο 44, δεν πρέπει να χορηγείται κρατική ενίσχυση προτού τα ίδια κεφάλαια και οι τίτλοι με μειωμένη εξασφάλιση διατεθούν στο σύνολό τους προς αντιστάθμιση τυχόν ζημιών της τράπεζας.

98

Όπως επισημάνθηκε στα σημεία 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί, καταρχήν, να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως υπάρχει ενδεχόμενο να της επιβληθούν κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αφετέρου, η θέσπιση τέτοιων κανόνων δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξετάζει τις εξαιρετικές ειδικές συνθήκες τις οποίες επικαλείται ένα κράτος μέλος.

99

Εντεύθεν συνάγεται ότι το να πληροί ένα μέτρο κρατικής ενισχύσεως τα κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 44 της τραπεζικής ανακοινώσεως συνιστά προϋπόθεση, καταρχήν, επαρκή προκειμένου να κηρύξει η Επιτροπή την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, αλλά μη απολύτως αναγκαία για τον σκοπό αυτό.

100

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλουν στις προβληματικές τράπεζες, πριν τη χορήγηση οποιασδήποτε κρατικής ενισχύσεως, να μετατρέψουν τους τίτλους με μειωμένη εξασφάλιση σε ίδια κεφάλαια ή να προβούν σε μείωση της αξίας τους, ή να ενεργήσουν ώστε οι τίτλοι αυτοί να διατεθούν στο σύνολό τους για την απορρόφηση των ζημιών. Σε μια τέτοια περίπτωση, η σχεδιαζόμενη κρατική ενίσχυση δεν θα μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί ότι περιορίστηκε στο απολύτως απαραίτητο, όπως απαιτεί το σημείο 15 της τραπεζικής ανακοινώσεως. Το κράτος μέλος, καθώς και οι τράπεζες που λαμβάνουν τις εν λόγω ενισχύσεις διατρέχουν τον κίνδυνο να τους αντιταχθεί απόφαση της Επιτροπής περί κηρύξεως των εν λόγω ενισχύσεων μη συμβατών με την εσωτερική αγορά.

101

Κατά τα λοιπά, η τραπεζική ανακοίνωση ορίζει, στο σημείο 45, ότι είναι δυνατή εξαίρεση από τις απαιτήσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο σημείο 44 της εν λόγω ανακοινώσεως, εφόσον η εφαρμογή μέτρων μετατροπής ή μειώσεως της αξίας των τίτλων «θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή θα είχε δυσανάλογα αποτελέσματα». Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί σε τράπεζα η μετατροπή ή η μείωση της αξίας του συνόλου των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση πριν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως αν, μεταξύ άλλων, η μετατροπή ή η μείωση της αξίας ενός τμήματος των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση θα αρκούσαν για να αντιμετωπιστεί το κεφαλαιακό έλλειμμα της οικείας τράπεζας.

102

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η τραπεζική ανακοίνωση έχει την έννοια ότι τα μέτρα μετατροπής ή μειώσεως της αξίας των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση, όπως προβλέπονται στο σημείο 44 της εν λόγω ανακοινώσεως, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος της οικείας τράπεζας μέτρο.

Επί του εβδόμου ερωτήματος

103

Με το έβδομο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24 έχει την έννοια ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως, όπως προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, εμπίπτουν στα «μέτρα εξυγίανσης» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

104

Πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 2001/24, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6, αποσκοπεί στην καθιέρωση συστήματος αμοιβαίας αναγνωρίσεως των μέτρων εξυγιάνσεως, χωρίς να αποσκοπεί σε εναρμόνιση της συναφούς εθνικής νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, LBI, C‑85/12, EU:C:2013:697, σκέψη 39).

105

Ο σκοπός αυτός επιτάσσει τα μέτρα εξυγιάνσεως που λαμβάνονται από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ήτοι του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει χορηγηθεί άδεια σε πιστωτικό ίδρυμα, να παράγουν, σε όλα τα λοιπά κράτη μέλη, τα αποτελέσματα που αναπτύσσουν σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, LBI, C‑85/12, EU:C:2013:697, σκέψη 22).

106

Κατά το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24, πρέπει να νοούνται ως «μέτρα εξυγίανσης» τα μέτρα «τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων».

107

Όπως υποστήριξαν όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης που εξέφρασαν την άποψή τους επί του ζητήματος αυτού, από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και από τον ευρύ ορισμό της έννοιας των «μέτρων εξυγίανσης» που προβλέπει συνάγεται ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, είναι δυνατόν να εμπίπτουν στα «μέτρα εξυγίανσης» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

108

Πράγματι, αφενός, δεδομένου ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων αποσκοπούν στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής θέσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην αντιμετώπιση του ελλείμματός τους, όπως εκτίθεται στο σημείο 43 της τραπεζικής ανακοινώσεως, τα εν λόγω μέτρα έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος.

109

Αφετέρου, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, ιδίως η μετατροπή της αξίας των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση σε ίδια κεφάλαια ή η μείωση της αξίας των εν λόγω τίτλων, είναι, από την ίδια τη φύση τους, ικανά να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων και, κατά συνέπεια, να οδηγήσουν σε μείωση των απαιτήσεων.

110

Εντούτοις, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, προκειμένου να εμπίπτουν στα «μέτρα εξυγίανσης», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, θα πρέπει επίσης, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 6 και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, να έχουν θεσπιστεί από διοικητική ή δικαστική αρχή. Αντιθέτως, όταν τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων αποφασίζονται και εκτελούνται από τους μετόχους ή τους πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως, χωρίς καμία παρέμβαση των διοικητικών ή δικαστικών αρχών, τα μέτρα αυτά δεν είναι δυνατόν να συνιστούν μέτρα εξυγιάνσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

111

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον από το γεγονός ότι το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24 τροποποιήθηκε με το άρθρο 117 της οδηγίας 2014/59, προκειμένου να περιληφθούν ρητώς στην έννοια των «μέτρων [εξυγίανσης]» τα προβλεπόμενα από την τελευταία αυτή οδηγία εργαλεία εξυγιάνσεως –που είναι ανάλογα με τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως– μπορεί να συναχθεί ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, τα τελευταία αυτά μέτρα δεν ενέπιπταν στα «μέτρα εξυγίανσης», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

112

Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

113

Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 143 των προτάσεών του, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη ότι η οδηγία 2001/24 δεν επεδίωκε να εναρμονίσει τη νομοθεσία των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα, αλλ’ απλώς και μόνο να καθιερώσει ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Ωστόσο, η οδηγία 2014/59 επιβάλλει πλέον στα κράτη μέλη υποχρέωση θεσπίσεως συγκεκριμένων μέτρων για την εξυγίανση των τραπεζών, πράγμα που καθιστά αναγκαίο τον ρητό προσδιορισμό των εν λόγω μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της τελευταίας αυτής οδηγίας εντός της Ένωσης. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι παρόμοια κρατικά μέτρα δεν καλύπτονταν στο παρελθόν από τον ορισμό των μέτρων εξυγιάνσεως.

114

Κατά συνέπεια, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στα «μέτρα εξυγίανσης», κατά την εν λόγω διάταξη, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

115

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («Τραπεζική ανακοίνωση») έχει την έννοια ότι δεν είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη.

 

2)

Τα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των κατόχων τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση.

 

3)

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντίκεινται στην εν λόγω αρχή ούτε προσβάλλουν το εν λόγω δικαίωμα τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα σημεία αυτά εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των κατόχων τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση.

 

4)

Τα άρθρα 29, 34, 35 και 40 έως 42 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιριών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στα άρθρα αυτά τα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως, στο μέτρο που τα εν λόγω σημεία εξαρτούν την έγκριση κρατικής ενισχύσεως από την προϋπόθεση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των κατόχων τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση.

 

5)

Η τραπεζική ανακοίνωση έχει την έννοια ότι τα μέτρα μετατροπής ή μειώσεως της αξίας του υβριδικού κεφαλαίου και των τίτλων μειωμένης εξασφαλίσεως, όπως προβλέπονται στο σημείο 44 της εν λόγω ανακοινώσεως, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος της οικείας τράπεζας μέτρο.

 

6)

Το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στα «μέτρα εξυγίανσης», κατά την εν λόγω διάταξη, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, όπως προβλέπονται στα σημεία 40 έως 46 της τραπεζικής ανακοινώσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική.

Top