Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0472

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2016.
    Canadian Oil Company Sweden AB και Anders Rantén κατά Riksåklagaren.
    Αίτηση του Högsta domstolen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Καταχώριση, αξιολόγηση και αδειοδότηση των χημικών προϊόντων — Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 (κανονισμός REACH) — Έκταση της εναρμονίσεως — Καταχώριση των ουσιών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά — Άρθρο 5 — Εθνικό μητρώο χημικών προϊόντων — Υποχρέωση κοινοποιήσεως για την καταχώριση — Συμβατότητα με τον κανονισμό REACH — Άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ — Ποσοτικός περιορισμός επί των εισαγωγών.
    Υπόθεση C-472/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:171

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 17ης Μαρτίου 2016 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Καταχώριση, αξιολόγηση και αδειοδότηση των χημικών προϊόντων — Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 (κανονισμός REACH) — Έκταση της εναρμονίσεως — Καταχώριση των ουσιών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά — Άρθρο 5 — Εθνικό μητρώο χημικών προϊόντων — Υποχρέωση κοινοποιήσεως για την καταχώριση — Συμβατότητα προς τον κανονισμό REACH — Άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ — Ποσοτικός περιορισμός επί των εισαγωγών»

    Στην υπόθεση C‑472/14,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Högsta domstolen (Σουηδία) με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

    Canadian Oil Company Sweden AB,

    Anders Rantén

    κατά

    Riksåklagaren,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύουσα του δευτέρου τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο και J.-C. Bonichot (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2015,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Canadian Oil Company Sweden AB, εκπροσωπούμενη από τους B. Hansson και M. Lönnqvist, advokater,

    ο A. Rantén, εκπροσωπούμενος από τους M. Wärnsby και M. Edqvist, advokater,

    η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, U. Persson και N. Otte Widgren, καθώς και από τους E. Karlsson και L. Swedenborg,

    η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους C. Thorning και N. Lyshøj,

    η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

    η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις I. Thue και I. S. Jansen,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Kukovec και E. Manhaeve, επικουρούμενους από τον M. Johansson, advokat,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 396, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 136, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 552/2009 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2009 (ΕΕ L 164, σ. 7, στο εξής: κανονισμός REACH), καθώς και την ερμηνεία των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ.

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του A. Rantén και της Canadian Oil Company Sweden AB (στο εξής: Canadian Oil), αφενός, και του Riksåklagaren (Εισαγγελέα), αφετέρου, σχετικά με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον A. Rantén και στην Canadian Oil λόγω του ότι εισήγαγαν 320 τόνους χημικών προϊόντων στη Σουηδία χωρίς να κοινοποιήσουν την εισαγωγή αυτή στην Επιθεώρηση Χημικών Προϊόντων (Kemikalieinspektionen) προς καταχώριση στο εθνικό μητρώο προϊόντων.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού REACH έχει ως εξής:

    «[…] οι σχετικές με την καταχώριση διατάξεις απαιτούν από τους παρασκευαστές και τους εισαγωγείς να παράγουν δεδομένα για τις ουσίες που παρασκευάζουν ή εισάγουν, να χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι ουσίες αυτές και να εκπονούν και να συνιστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης κινδύνου. Για να εξασφαλισθεί ότι όντως θα ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και για λόγους διαφάνειας, η καταχώριση θα πρέπει να εξαρτάται από την υποβολή, στον [Ευρωπαϊκό] Οργανισμό [Χημικών Προϊόντων (ECHA)], ενός φακέλου ο οποίος θα περιέχει όλες αυτές τις πληροφορίες. Οι καταχωρισμένες ουσίες θα πρέπει να επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην εσωτερική αγορά.»

    4

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH ορίζει τα εξής:

    «Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλισθούν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης των κινδύνων ουσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας.»

    5

    Ο τίτλος II του εν λόγω κανονισμού αφορά την καταχώριση των ουσιών. Το κεφάλαιο 1 του τίτλου αυτού επιγράφεται «Γενική υποχρέωση καταχώρισης και απαιτήσεις πληροφοριών».

    6

    Εντός του εν λόγω κεφαλαίου 1, το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Απαγόρευση μη καταχωρημένων ουσιών» περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις:

    «Με την επιφύλαξη των άρθρων 6, 7, 21 και 23, ουσίες υπό καθαρή μορφή, σε παρασκευάσματα ή σε αντικείμενα μπορούν να παρασκευάζονται στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] ή να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του παρόντος τίτλου, εφόσον τούτο απαιτείται.»

    7

    Στο ίδιο αυτό κεφάλαιο 1, το άρθρο 6 του κανονισμού REACH, με τίτλο «Γενική υποχρέωση καταχώρισης ουσιών υπό καθαρή μορφή ή σε μείγματα», ορίζει, στην παράγραφό του 1, τα ακόλουθα:

    «Εάν δεν ορίζεται άλλως από τον παρόντα κανονισμό, κάθε παρασκευαστής ή εισαγωγέας μιας ουσίας, είτε υπό καθαρή μορφή είτε σε ένα ή περισσότερα μείγματα, σε ποσότητες 1 τόνου ή μεγαλύτερες ετησίως, προβαίνει σε καταχώριση της ουσίας στον [ECHA].»

    8

    Κατά το άρθρο 125 του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη διατηρούν σύστημα επίσημων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων ανάλογα με τις περιστάσεις.

    9

    Το άρθρο 128 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

    «1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, ούτε περιορίζουν ή εμποδίζουν την παρασκευή, την εισαγωγή, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση μιας ουσίας υπό καθαρή μορφή, σε μείγμα ή σε αντικείμενο, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται με αυτόν καθώς και, ενδεχομένως, με τις κοινοτικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    2.   Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για την προστασία των εργαζομένων, της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, οι οποίοι θα ισχύουν σε περιπτώσεις όπου ο παρών κανονισμός δεν εναρμονίζει τις απαιτήσεις για την παρασκευή, τη χρήση ή τη διάθεση στην αγορά.»

    Το σουηδικό δίκαιο

    Ο περιβαλλοντικός κώδικας

    10

    Στο κεφάλαιο 29 του περιβαλλοντικού κώδικα (miljöbalken), το άρθρο 5, σημείο 5, προβλέπει ότι συνιστά παρακώλυση περιβαλλοντικών ελέγχων η εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρασκευή ή εισαγωγή στην επικράτεια χημικών προϊόντων για επαγγελματικούς σκοπούς κατά παράβαση διατάξεως θεσπισθείσας από την Κυβέρνηση βάσει του κεφαλαίου 14, άρθρο 12, του ίδιου κώδικα, περί της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως για καταχώριση σε μητρώο προϊόντων.

    11

    Στο κεφάλαιο 14 του περιβαλλοντικού κώδικα, το άρθρο 12 ορίζει ότι:

    «Τα χημικά προϊόντα που παρασκευάζονται ή που εισάγονται στη Σουηδία για επαγγελματικούς σκοπούς καταχωρίζονται σε ένα μητρώο προϊόντων σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται από την Κυβέρνηση ή από την αρχή που ορίζεται από την Κυβέρνηση. Το μητρώο αυτό τηρείται από την αρχή που ορίζεται από την Κυβέρνηση»

    Η κανονιστική πράξη (2008:245) περί χημικών προϊόντων και βιοτεχνολογικών οργανισμών

    12

    Το άρθρο 3 της κανονιστικής πράξεως (2008:245) περί χημικών προϊόντων και βιοτεχνολογικών οργανισμών [förordningen (2008:245) om kemiska produkter och biotekniska organismer] ορίζει ότι κάθε χημικό προϊόν και βιοτεχνολογικός οργανισμός που παρασκευάζονται ή εισάγονται στη Σουηδία για εμπορικούς σκοπούς κοινοποιείται στην Επιθεώρηση Χημικών Προϊόντων για καταχώριση στο μητρώο προϊόντων που αυτή τηρεί, εφόσον το προϊόν ή ο οργανισμός υπάγεται σε κάποιο από τα είδη των προϊόντων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα της εν λόγω κανονιστικής πράξεως.

    13

    Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω κανονιστικής πράξεως, η κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται από αυτόν που παρασκευάζει ή εισάγει στη Σουηδία χημικό προϊόν ή βιοτεχνολογικό οργανισμό.

    14

    Το άρθρο 5 της ίδιας κανονιστικής πράξεως προβλέπει μία εξαίρεση από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που αφορά όποιον εισάγει ετησίως λιγότερο από 100 χιλιόγραμμα ενός προϊόντος.

    Οι κανονιστικές διατάξεις (KIFS 2008:2) περί χημικών προϊόντων και βιοτεχνολογικών οργανισμών

    15

    Το κεφάλαιο 3 των κανονιστικών διατάξεων (KIFS 2008:2) της Επιθεώρησης Χημικών Προϊόντων, περί χημικών προϊόντων και βιοτεχνολογικών οργανισμών [Kemikalieinspektionens föreskrifter (KIFS 2008:2) om kemiska produkter och biotekniska organismer], ορίζει τη διαδικασία κοινοποιήσεως στο μητρώο προϊόντων. Το όνομα ή η εταιρική επωνυμία του δηλούντος, η διεύθυνσή του και ο αριθμός τηλεφώνου του, καθώς και ο εθνικός αριθμός του ταυτότητας ή καταχωρίσεως στο εμπορικό μητρώο και στο μητρώο εταιριών, που πρέπει να περιέχονται στην πράξη κοινοποιήσεως, πρέπει να κοινοποιούνται το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο κατά την έναρξη των δραστηριοτήτων. Οι υπόλοιπες πληροφορίες που απαιτούνται πρέπει να κοινοποιούνται το αργότερο έως τις 28 Φεβρουαρίου του ημερολογιακού έτους μετά τη γένεση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16

    Κατά τη διάρκεια του 2009, η Canadian Oil εισήγαγε 392 τόνους χημικών προϊόντων στη Σουηδία.

    17

    Κατά παράβαση του σουηδικού δικαίου, η εισαγωγή αυτή δεν κοινοποιήθηκε στη σουηδική Επιθεώρηση Χημικών Προϊόντων πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2010.

    18

    Κατά της Canadian Oil, αφενός, και του A. Rantén, ως γενικού διευθυντή της εταιρίας αυτής, αφετέρου, ασκήθηκε δίωξη, βάσει του περιβαλλοντικού κώδικα.

    19

    Με καταδικαστική απόφαση της 24ης Απριλίου 2013, το Hovrätten över Skåne och Blekinge (Εφετείο του Malmö) επέβαλε στον A. Rantén πρόστιμο 100 σουηδικών κορωνών (SEK) (περίπου 11 ευρώ) ανά ημέρα, για 60 ημέρες, και στην Canadian Oil πρόστιμο 200000 SEK (περίπου 22113 ευρώ).

    20

    Με την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο), οι τελευταίοι αυτοί υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι η υποχρέωση κοινοποίησης στη σουηδική Επιθεώρηση Χημικών Προϊόντων για την εγγραφή στο μητρώο προϊόντων εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών που αποτελούν αντικείμενο του κανονισμού REACH. Το μητρώο αυτό επιδιώκει ουσιαστικά τους ίδιους σκοπούς με εκείνους του κανονισμού αυτού και είναι συνεπώς ασύμβατο προς τις διατάξεις του άρθρου 128 του εν λόγω κανονισμού, του οποίου οι κανόνες στους οικείους τομείς, ιδίως όσον αφορά την κοινοποίηση και την καταχώριση των χημικών ουσιών, πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτέλεσαν αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω υποχρέωση κοινοποίησης συνιστά περιορισμό των εισαγωγών που απαγορεύεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ και καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    21

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τον εν λόγω κανονισμό δεν προκύπτει σαφώς ότι το εναρμονισμένο πεδίο εφαρμογής του περιλαμβάνει ακόμη και την καταχώριση χημικών προϊόντων ή ουσιών προκειμένου η καταχώριση αυτή, όπως αποσκοπεί το σουηδικό εθνικό μητρώο, να καθιστά γνωστή τη χρήση των εν λόγω προϊόντων ή ουσιών, να χρησιμοποιείται για την εποπτεία και επιθεώρηση από τις αρχές των εταιριών που τα χειρίζονται ή για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται επίσης ως προς το αν η υποχρέωση κοινοποιήσεως αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ και αν, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να εφαρμοστεί, και αναλογικά, μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ.

    22

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta domstolen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Είναι αντίθετο προς τον κανονισμό REACH το ότι όποιος εισάγει για επαγγελματικούς σκοπούς στη Σουηδία χημικό προϊόν, για το οποίο προβλέπεται υποχρέωση καταχωρίσεως βάσει του κανονισμού REACH, πρέπει, βάσει της σουηδικής κανονιστικής ρυθμίσεως, να κοινοποιήσει το προϊόν αυτό στην Επιθεώρηση Χημικών Προϊόντων (Kemikalieinspektionen) για καταχώριση στο σουηδικό μητρώο προϊόντων;

    2)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι η προβλεπόμενη στη σουηδική κανονιστική ρύθμιση υποχρέωση κοινοποιήσεως αντίθετη προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρέσεων του άρθρου 36 ΣΛΕΕ;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    23

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν ο κανονισμός REACH έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει εισαγωγέα χημικών προϊόντων να προβαίνει στην καταχώριση των προϊόντων αυτών στην αρμόδια εθνική αρχή, ενώ ο εισαγωγέας αυτός υπέχει ήδη υποχρέωση καταχωρίσεως των ίδιων αυτών προϊόντων, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού στον ECHA.

    24

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι η κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολογήσεως των κινδύνων των ουσιών, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών στην εσωτερική αγορά, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας.

    25

    Προς τον σκοπό αυτό, ο εν λόγω κανονισμός καθιερώνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου των χημικών ουσιών, το οποίο περιλαμβάνει την καταχώριση, την αξιολόγηση και την αδειοδότησή τους καθώς και ενδεχόμενους περιορισμούς σχετικά με τη χρήση τους. Οι θεμελιακές αρχές που διέπουν τις ανωτέρω πτυχές εκτέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εισαγωγή της προτάσεως κανονισμού COM(2003) 644 τελικό, της 29ης Οκτωβρίου 2003. Στην πρόταση αυτή περιγράφεται το «σύστημα REACH» ως το σύστημα εκείνο που περιλαμβάνει, καταρχάς, την καταχώριση σε σχέση«με την οποία υποχρεώνεται η βιομηχανία να εξασφαλίζει τις σχετικές πληροφορίες για τις ουσίες που παράγει και να χρησιμοποιεί τα δεδομένα αυτά για να διαχειρίζεται τις ουσίες με ασφάλεια», στη συνέχεια, την «αξιολόγηση, […] η οποία εξασφαλίζει ότι η βιομηχανία εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της», και την αδειοδότηση, όσον αφορά τις ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, των οποίων «[ο]ι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη χρήση […] ελέγχονται επαρκώς ή [των οποίων] τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη υπερτερούν των κινδύνων [εφόσον] δεν υπάρχουν κατάλληλες ουσίες ή τεχνολογίες υποκατάστασης». Τέλος, «[η] διαδικασία επιβολής περιορισμών παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας για τη διαχείριση κινδύνων οι οποίοι δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας του συστήματος REACH» (απόφαση FCD και FMB, C‑106/14, EU:C:2015:576, σκέψη 32).

    26

    Η ελεύθερη κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά διασφαλίζεται από την υποχρέωση των κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου 128, παράγραφος 1, του κανονισμού REACH, να μην απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν την παρασκευή, την εισαγωγή, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση μιας ουσίας υπό καθαρή μορφή, σε παρασκεύασμα ή σε προϊόν, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και συμμορφώνεται με αυτόν, καθώς και, ενδεχομένως, με τις κοινοτικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του. Εντούτοις, κατά το εν λόγω άρθρο 128, παράγραφος 2, καμία διάταξη του κανονισμού REACH δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για την προστασία των εργαζομένων, της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, οι οποίοι θα ισχύουν σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κανονισμός αυτός δεν εναρμονίζει τις απαιτήσεις για την παρασκευή, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση (απόφαση Lapin luonnonsuojelupiiri, C‑358/11, EU:C:2013:142, σκέψη 32).

    27

    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, συνεπώς, η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να εναρμονίσει τις απαιτήσεις αυτές σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Lapin luonnonsuojelupiiri, C‑358/11, EU:C:2013:142, σκέψη 33).

    28

    Κατά συνέπεια, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί αν οι διατάξεις του κανονισμού REACH που αφορούν την υποχρέωση κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως των χημικών ουσιών εναρμονίζουν τις ως άνω απαιτήσεις, οπότε αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση που υποχρεώνει εισαγωγέα χημικών προϊόντων να προβαίνει στην καταχώριση των προϊόντων αυτών στην αρμόδια εθνική αρχή.

    29

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 του εν λόγω κανονισμού, να επιβάλει την υποχρέωση στους παρασκευαστές και στους εισαγωγείς να παρέχουν στον ECHA δεδομένα για τις ουσίες που παρασκευάζουν ή εισάγουν, να χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι ουσίες αυτές και να εκπονούν και να συνιστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης κινδύνου.

    30

    Συμφώνως προς τους ανωτέρω σκοπούς, ο ίδιος κανονισμός αναθέτει το καθήκον αναλύσεως των χημικών ουσιών στη βιομηχανία. Προς τούτο, καθιερώνει διάφορους μηχανισμούς παροχής πληροφοριών με σκοπό να συμβάλουν, καθ’ όλη την έκταση της αλυσίδας εφοδιασμού, στον προσδιορισμό των επικίνδυνων ιδιοτήτων τους και στη διαχείριση των κινδύνων προκειμένου να αποτρέπονται οι ιδιαιτέρως δυσμενείς επιδράσεις για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον (απόφαση FCD και FMB, C‑106/14, EU:C:2015:576, σκέψη 33).

    31

    Ωστόσο, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών της, η καταχώριση των χημικών ουσιών στον ECHA δεν παρέχει τη δυνατότητα γενικής εποπτείας της παρασκευής των ουσιών ή της διαθέσεώς τους στην αγορά ως προς κάθε κράτος μέλος χωριστά.

    32

    Επομένως, καίτοι η καταχώριση των χημικών ουσιών στον ECHA αποτελεί προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην εσωτερική αγορά, υπό τον όρο ότι οι ουσίες αυτές είναι επίσης, ιδίως όσον αφορά τις ιδιότητές τους. σύμφωνες προς τον κανονισμό REACH, εντούτοις η εναρμόνιση στην οποία προβαίνει ο κανονισμός αυτός όσον αφορά την ως άνω καταχώριση των εν λόγω ουσιών δεν εκτείνεται σε κάποια άλλη μορφή καταχωρίσεως σε εθνικές αρχές, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν αποτελεί τέτοια προϋπόθεση, η οποία αφορά διαφορετικές πληροφορίες από αυτές που απαιτούνται βάσει του κανονισμού αυτού και η οποία επιδιώκει τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός ή συμπληρωματικούς σκοπούς σε σχέση με αυτούς, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος και την ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών αυτών στην εσωτερική αγορά.

    33

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η καταχώριση που απαιτείται από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εισαγωγή των χημικών προϊόντων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, καθόσον η κοινοποίηση προς τις εθνικές αρχές των αντίστοιχων πληροφοριών μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά την εισαγωγή, το αργότερο κατά την έναρξη των δραστηριοτήτων για μερικές από τις πληροφορίες αυτές και, για τις λοιπές, μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του ημερολογιακού έτους μετά το έτος της εισαγωγής.

    34

    Δεύτερον, από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η καταχώριση που απαιτείται από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στο να παράσχει στις εθνικές αρχές τη δυνατότητα να διαθέτουν μια βάση δεδομένων που είναι απαραίτητη για την εποπτεία των χημικών προϊόντων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, στο οποίο εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 125 του κανονισμού REACH, να εξασφαλίζει ένα τέτοιο σύστημα ελέγχων, διευκολύνοντας μεταξύ άλλων τις συνθήκες επιθεώρησης των εγκαταστάσεων που κατέχουν τα προϊόντα αυτά. Η βάση αυτή δεδομένων, αφενός μεν, καθιστά δυνατή επίσης τη συγκέντρωση των λογιστικών ή στατιστικών στοιχείων που απαιτούνται για τον καθορισμό των τελών που επιβάλλονται για τη χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος ελέγχων, αφετέρου δε, χρησιμεύει επίσης για τον καθορισμό των πολιτικών κατευθύνσεων στον τομέα του περιβάλλοντος, μεταξύ των άλλων και για να προτείνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όλες οι χρήσιμες βελτιώσεις.

    35

    Οι πληροφορίες όμως στις οποίες μπορούν να έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές μέσω του ECHA και οι οποίες απορρέουν από την καταχώριση των προϊόντων αυτών στον ECHA κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού REACH δεν περιέχουν το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατή την επίτευξη των σκοπών που διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

    36

    Συγκεκριμένα, η καταχώριση αυτή αφορά μόνο τους παρασκευαστές ή τους εισαγωγείς χημικών ουσιών, υπό καθαρή μορφή ή σε παρασκευάσματα ή αντικείμενα και όταν οι ποσότητές τους υπερβαίνουν τον ένα τόνο ετησίως. Όσον αφορά τα παρασκευάσματα, η καταχώριση αυτή, ειδικότερα, δεν καθιστά γνωστό το ποσοστό της κάθε χημικής ουσίας που ένα παρασκεύασμα περιέχει. Όσο αφορά τις χημικές ουσίες υπό καθαρή μορφή, που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης, η καταχώρισή τους στον ECHA δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή του κράτους μέλους από το οποίο οι ουσίες αυτές παρέχονται στην αγορά.

    37

    Αντιθέτως, οι πληροφορίες που απαιτούνται για την καταχώριση της εισαγωγής των χημικών προϊόντων στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση αφορούν κυρίως τις ποσότητες των ουσιών και των παρασκευασμάτων που βρίσκονται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, στον συγκεκριμένο τόπο που βρίσκονται στο έδαφος αυτό, στους ειδικούς τομείς εφαρμογής τους και στα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

    38

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναρμόνιση στην οποία προβαίνουν οι διατάξεις του κανονισμού REACH σχετικά με την υποχρέωση κοινοποίησης και καταχώρισης των χημικών ουσιών, όσο ευρεία και αν είναι για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου των ουσιών αυτών στην επικράτεια της Ένωσης που να καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ασφαλούς διαχείρισης των ουσιών αυτών, δεν είναι ικανή να αποκλείσει μια άλλη καταχώριση που έχει τα χαρακτηριστικά που διαλαμβάνονται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως και συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχων της διαχείρισης αυτής εντός του οικείου κράτους μέλους και στην αξιολόγηση της διαχείρισης αυτής, προκειμένου, ειδικότερα, να μπορούν να προτείνονται, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλες οι χρήσιμες βελτιώσεις.

    39

    Συνεπώς, η εναρμόνιση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη δεν φαίνεται να εμποδίζει εθνική κανονιστική ρύθμιση που υποχρεώνει έναν εισαγωγέα χημικών προϊόντων να καταχωρίζει τα προϊόντα αυτά στην αρμόδια εθνική αρχή, υπό τον όρο μόνον ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες συμβάλλουν κυρίως στην επίτευξη των σκοπών αυτών. Καίτοι τούτο φαίνεται να ισχύει όσον αφορά τις πληροφορίες που διαλαμβάνονται στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, εντούτοις εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να το εξακριβώσει.

    40

    Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένες στοιχειώδεις πληροφορίες που αφορούν ειδικότερα τον προσδιορισμό της ταυτότητας του εισαγωγέα και των προϊόντων και των οποίων η παροχή δεν παρουσιάζει καμία δυσχέρεια απαιτούνται ήδη κατά την καταχώριση στον ECHA δεν αρκεί για να στερήσει από τον συμπληρωματικό τους χαρακτήρα τις πληροφορίες, συνολικά θεωρούμενες, που απαιτεί κατά τα ανωτέρω μια αρμόδια εθνική αρχή.

    41

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός REACH έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους εισαγωγείς χημικών προϊόντων να καταχωρίζουν τα προϊόντα αυτά στην αρμόδια εθνική αρχή, ενώ οι εισαγωγείς αυτοί υπέχουν ήδη υποχρέωση καταχωρίσεως των ίδιων αυτών προϊόντων κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού στον ECHA, υπό τον όρο ότι η καταχώριση αυτή δεν συνιστά προϋπόθεση για τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων, ότι αφορά πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που απαιτεί ο κανονισμός αυτός και ότι συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, ειδικότερα των σκοπών διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών αυτών στην εσωτερική αγορά, ιδίως με την εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχων της ασφαλούς διαχειρίσεως των προϊόντων αυτών εντός του οικείου κράτους μέλους και με την αξιολόγηση της διαχειρίσεως αυτής, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    42

    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο ερώτημα με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως των χημικών προϊόντων, όπως αυτή προβλέπεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση.

    43

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε κρατικό μέτρο που μπορεί να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το εμπόριο εντός της Ένωσης θεωρείται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Dassonville, 8/74, EU:C:1974:82, σκέψη 5, καθώς και Scotch Whisky Association κ.λπ., C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 31).

    44

    Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της καταχωρίσεως των χημικών προϊόντων στην αρμόδια εθνική αρχή συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, καθόσον το γεγονός της επιβολής διατυπώσεων για την εισαγωγή μπορεί να παρεμποδίσει το εμπόριο εντός της Ένωσης και να παρακωλύσει την πρόσβαση στην αγορά εμπορευμάτων τα οποία νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Ahokainen και Leppik, C‑434/04, EU:C:2006:609, σκέψη 21), πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητείται ούτε από το αιτούν δικαστήριο ούτε από κανέναν από τους ενδιαφερομένους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι οποίοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση.

    45

    Αποτελεί πάγια νομολογία ότι ένα μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή μπορεί να δικαιολογηθεί, μεταξύ άλλων, για λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, κατά την έννοια του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, μόνον εάν είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση Scotch Whisky Association κ.λπ., C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 33). Περαιτέρω, εθνικά μέτρα ικανά να εμποδίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι δυνατό, μεταξύ άλλων, να δικαιολογηθούν από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 77).

    46

    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταχώριση που απαιτείται από εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αποσκοπεί στην απόκτηση των δεδομένων τα οποία, αφενός, είναι ουσιαστικά συμπληρωματικά προς εκείνα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού REACH και, αφετέρου, συμβάλλουν, στο οικείο κράτος μέλος, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή του συστήματος ελέγχων της ασφαλούς διαχείρισης των χημικών προϊόντων που καλύπτονται από τον κανονισμό αυτό, και στην αξιολόγηση αυτής της διαχείρισης, προκειμένου, ειδικότερα, να προτείνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όλες οι χρήσιμες βελτιώσεις. Ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνδέεται με αυτόν του εν λόγω κανονισμού που επιδιώκει την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, δύναται να δικαιολογήσει ενδεχόμενα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

    47

    Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι οι μνημονευθείσες στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως πληροφορίες που απαιτούνται από τους εισαγωγείς βάσει της επίμαχης εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στον ίδιο κανονισμό για τη συμμόρφωση με την υποχρέωση καταχωρίσεως των εισαγόμενων χημικών προϊόντων, δεν είναι πρόσφορες για τον επιδιωκόμενο σκοπό και βαίνουν πέραν αυτού που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξή του. Πράγματι, η καταχώριση που απαιτείται από την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση για τη συγκέντρωση συγκεκριμένων πληροφοριών βάσει των οποίων οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα μπορούν να έχουν μια συνολική εικόνα των χημικών προϊόντων που υπάρχουν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, πράγμα που δεν προσφέρει η καταχώριση στον ECHA, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ενώ έχει περιορισμένο αντίκτυπο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω προϊόντων στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι η διάθεση στη σουηδική αγορά των εν λόγω προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη δεν εξαρτάται από την επίμαχη στην κύρια δίκη καταχώριση.

    48

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως των χημικών προϊόντων, όπως αυτή προβλέπεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    49

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 552/2009 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2009, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους εισαγωγείς χημικών προϊόντων να καταχωρίζουν τα προϊόντα αυτά στην αρμόδια εθνική αρχή, ενώ οι εισαγωγείς αυτοί υπέχουν ήδη υποχρέωση καταχωρίσεως των ίδιων αυτών προϊόντων κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων, υπό τον όρο ότι η καταχώριση αυτή δεν συνιστά προϋπόθεση για τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων, ότι αφορά πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που απαιτεί ο κανονισμός αυτός και ότι συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, ειδικότερα των σκοπών διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών αυτών στην εσωτερική αγορά, ιδίως με την εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχων της ασφαλούς διαχειρίσεως των προϊόντων αυτών εντός του οικείου κράτους μέλους και με την αξιολόγηση της διαχειρίσεως αυτής, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    2)

    Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως και καταχωρίσεως των χημικών προϊόντων, όπως αυτή προβλέπεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.

    Top