Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0417

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2015.
    Livio Missir Mamachi di Lusignano κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Επανεξέταση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T­401/11 P, EU:T:2014:625) — Υπαλληλική υπόθεση — Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιούμενη σε παράλειψη θεσμικού οργάνου να διασφαλίσει την προστασία των υπαλλήλων του — Θάνατος υπαλλήλου — Ηθική βλάβη που υπέστη ο υπάλληλος πριν τον θάνατό του — Περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας του υπαλλήλου — Αρμοδιότητα — Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διάσπαση της ενότητας του δικαίου της Ένωσης.
    Υπόθεση C-417/14 RX-II.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:588

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 ( *1 )

    «Επανεξέταση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625) — Υπαλληλική υπόθεση — Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιούμενη σε παράλειψη θεσμικού οργάνου να διασφαλίσει την προστασία των υπαλλήλων του — Θάνατος υπαλλήλου — Ηθική βλάβη που υπέστη ο υπάλληλος πριν τον θάνατό του — Περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας του υπαλλήλου — Αρμοδιότητα — Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διάσπαση της ενότητας του δικαίου της Ένωσης»

    Στην υπόθεση C‑417/14 RX-II

    με αντικείμενο την επανεξέταση, βάσει του άρθρου 256, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αναιρετικό τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας

    Livio Missir Mamachi di Lusignano, κάτοικος Kerkhove Avelgem (Βέλγιο),

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

    γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Φεβρουαρίου 2015,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο Livio Missir Mamachi di Lusignano, εκπροσωπούμενος από τους F. Di Gianni, G. Coppo και A. Scalini, δικηγόρους,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Curral, G. Gattinara και D. Martin,

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 62α και 62β του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η παρούσα διαδικασία έχει ως αντικείμενο την επανεξέταση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αναιρετικό τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625). Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Μαΐου 2011, Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F-50/09, EU:F:2011:55), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή-αγωγή αποζημιώσεως που είχε ασκήσει ο Livio Missir Mamachi di Lusignano με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2009, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτησή του αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δολοφονίας του υιού του Alessandro Missir Mamachi di Lusignano, υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: θανών υπάλληλος), και, αφετέρου, αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε αυτόν και στους έλκοντες δικαιώματα από τον υιό του διάφορα χρηματικά ποσά προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν εξαιτίας των ως άνω δολοφονιών.

    2

    Αντικείμενο της επανεξετάσεως είναι το εάν η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625) θίγει την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, επειδή, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, δικάζον κατ’ αναίρεση, έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, η οποία

    στηρίζεται στη μη τήρηση εκ μέρους θεσμικού οργάνου της υποχρεώσεώς του να διασφαλίζει την προστασία των υπαλλήλων του,

    έχει ασκηθεί από τρίτους υπό την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα από τον υπάλληλο, καθώς και υπό την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας του υπαλλήλου και

    αποσκοπεί στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ίδιος ο υπάλληλος, καθώς και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι εν λόγω τρίτοι.

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    3

    Το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει ως εξής:

    «Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφεξής καλούμενο “Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης” είναι αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, δυνάμει του άρθρου 270 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένων των διαφορών μεταξύ κάθε λοιπού οργάνου ή οργανισμού και του προσωπικού τους, για τις οποίες η αρμοδιότητα ανατίθεται στο Δικαστήριο.»

    4

    To άρθρο 8 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει:

    «1.   Εάν προσφυγή ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο, απευθυνόμενο στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κατατεθεί εκ παραδρομής στο γραμματέα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, διαβιβάζεται αμελλητί από αυτόν στον γραμματέα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ομοίως, εάν προσφυγή ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο, απευθυνόμενο στο Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο, κατατεθεί εκ παραδρομής στον γραμματέα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, διαβιβάζεται αμελλητί από αυτόν στον γραμματέα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου.

    2.   Εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, την παραπέμπει στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο. Ομοίως, εάν το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το επιληφθέν δικαστήριο την παραπέμπει σε αυτό, το οποίο δεν μπορεί σε τέτοια περίπτωση να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο.

    3.   Εάν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούν υποθέσεις που θέτουν το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή αμφισβητούν το κύρος της ίδιας πράξης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου απαγγελθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

    Εάν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούν υποθέσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο, προκειμένου να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των υποθέσεων αυτών.»

    O Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    5

    Το άρθρο 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), ο οποίος θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 124, σ. 1), ορίζει:

    «Οι Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημίσεων, ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του .

    Οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη.»

    6

    Το άρθρο 73 του ΚΥΚ προβλέπει:

    «1.   [...] ο υπάλληλος καλύπτεται από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

    Οι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή.

    2.   Οι παροχές που εξασφαλίζονται είναι οι ακόλουθες:

    α)

    Σε περίπτωση θανάτoυ:

    καταβολή στα κατωτέρω απαριθμούμενα πρόσωπα κεφαλαίου ίσου προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενου βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνται κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα:

    στο σύζυγο και στα τέκνα του αποθανόντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου· το ποσό που πρόκειται να καταβληθεί στο σύζυγο δεν δύναται να είναι εντούτοις κατώτερο από το 25 % του κεφαλαίου,

    ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται ανωτέρω, στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

    ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στους ανιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

    ελλείψει προσώπων των τριών κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στο όργανο·

    [...]».

    7

    Το άρθρο 90 του ΚΥΚ ορίζει:

    «1.   Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.

    2.   Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. [...]»

    8

    Το άρθρο 91 του ΚΥΚ έχει ως εξής:

    «1.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

    2.   Προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αποδεκτή μόνο:

    αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο

    και

    αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

    3.   Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να [ασκηθεί] εντός προθεσμίας τριών μηνών. [...]»

    Το ιστορικό της υποθέσεως που υπόκειται σε επανεξέταση

    Ιστορικό της διαφοράς

    9

    Ο θανών υπάλληλος και η σύζυγός του δολοφονήθηκαν στις 18 Σεπτεμβρίου 2006 στο Ραμπάτ (Μαρόκο), όπου επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα πολιτικού και διπλωματικού συμβούλου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής. Η δολοφονία διαπράχθηκε σε επιπλωμένη οικία την οποία είχε μισθώσει η αντιπροσωπεία για τον υπάλληλο, τη σύζυγό του και τα τέσσερα τέκνα τους.

    10

    Μετά το γεγονός αυτό, η επιτροπεία των τέκνων ανατέθηκε στον προσφεύγοντα εκ πατρός παππού τους και στην εκ πατρός γιαγιά τους.

    11

    Η Επιτροπή κατέβαλε στα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, ως κληρονόμους αυτού, τις παροχές του άρθρου 73 του ΚΥΚ και αναγνώρισε στα εν λόγω τέκνα το δικαίωμα σε άλλες προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές.

    12

    Με έγγραφό του της 25ης Φεβρουαρίου 2008 προς την Επιτροπή, ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων] διατύπωσε αντιρρήσεις όσον αφορά το ύψος των ποσών που καταβλήθηκαν στα εγγόνια του. Μη έχοντας ικανοποιηθεί από την απάντηση της Επιτροπής στο εν λόγω έγγραφο, υπέβαλε, με σημείωμα της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή υπέχει ευθύνη για υπηρεσιακό πταίσμα στο οποίο υπέπεσε, λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεώς της προστασίας του προσωπικού της. Προέβαλε, επίσης, ότι η Επιτροπή υπέχει ευθύνη άνευ πταίσματος και, επικουρικώς, ότι, επίσης, παρέβη το άρθρο 24 του ΚΥΚ, κατά το οποίο οι Κοινότητες υπέχουν αλληλέγγυο ευθύνη να αποκαθιστούν τη ζημία την οποία έχει προκαλέσει τρίτος σε υπάλληλό τους. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009.

    Η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55)

    13

    Υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της προστασίας του προσωπικού της, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2009 με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του και, αφετέρου, πρώτον, εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που αυτά υπέστησαν, δεύτερον, εξ ονόματος των τέκνων, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτά υπέστησαν, τρίτον, εξ ονόματος του ίδιου του προσφεύγοντος, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη ως πατέρας του θανόντος υπαλλήλου, τέταρτον, εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, τα οποία υπεισέρχονται στα δικαιώματα του πατέρα τους, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο θανών υπάλληλος.

    14

    Με την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την ως άνω προσφυγή εν μέρει ως αβάσιμη, ως προς την προβληθείσα περιουσιακή ζημία, και εν μέρει ως απαράδεκτη, ως προς την προβληθείσα ηθική βλάβη. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής.

    Η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625)

    15

    Με την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει την προσφυγή στον πρώτο βαθμό. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαχώρισε, με τις σκέψεις 20 και 39 έως 42 της αποφάσεως αυτής, τα αιτήματα αποζημιώσεως που είχε προβάλει ο προσφεύγων και διευκρίνισε την ιδιότητα υπό την οποία ο προσφεύγων προέβαλε το καθένα εξ αυτών. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ζητεί:

    εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν αυτά, η οποία συνίσταται στην «απώλεια εισοδήματος του δολοφονηθέντος υπαλλήλου, κατά το μέρος που τους αναλογούσε, από την ημερομηνία του θανάτου του έως την πιθανή ημερομηνία συνταξιοδοτήσεώς του»·

    εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, η οποία συνίσταται στην οδύνη που τους προκάλεσε ο θάνατος των γονέων τους, καθώς και στο ψυχικό τραύμα που υπέστησαν ως μάρτυρες της επιθανάτιας αγωνίας των γονέων τους·

    εξ ιδίου ονόματος, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ως πατέρας του θανόντος υπαλλήλου, η οποία συνίσταται στην οδύνη που του προκάλεσε ο θάνατος του γιού του, καθώς και,

    εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, τα οποία υπεισέρχονται στα δικαιώματα του πατέρα τους, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, η οποία συνίσταται στη σωματική οδύνη του από τη στιγμή της επιθέσεως έως τον θάνατό του, καθώς και στην ψυχική οδύνη που του προκάλεσε η επίγνωση του επερχόμενου θανάτου.

    16

    Το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί του συνόλου των αιτημάτων αυτών, διαχώρισε, εν συνεχεία, τη βλάβη που υπέστη ο θανών υπάλληλος από τις βλάβες που υπέστησαν τα τέκνα αυτού, καθώς και ο ίδιος ο προσφεύγων.

    17

    Όσον αφορά τις περιουσιακές και μη περιουσιακές ζημίες που υπέστησαν ο προσφεύγων και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι έκρινε εαυτό αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή, ως προς τα αιτήματα αποκαταστάσεως των ζημιών αυτών, και αποφάνθηκε ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τα εν λόγω αιτήματα.

    18

    Συναφώς, όσον αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 47 έως 53 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), τα εξής:

    «47

    Ως έχει σήμερα το δίκαιο της Ένωσης, η οριοθέτηση αυτή γίνεται με γνώμονα την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος και το γενεσιουργό γεγονός της διαφοράς, σύμφωνα με την πάγια νομολογία κατά την οποία η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο αυτός παρέχει ή παρείχε υπηρεσίες με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις ανάγεται στη σχέση εργασίας που συνδέει ή συνέδεε τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 236 ΕΚ) και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και όχι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 268 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 235 ΕΚ) και 340 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 288 ΕΚ), τα οποία ρυθμίζουν το γενικό σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης ([αποφάσεις Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, 9/75, EU:C:1975:131, σκέψη 7, Reinarz κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 48/76, EU:C:1977:30, σκέψη 10, καθώς και Allo κ.λπ. κατά Επιτροπής, 176/83, EU:C:1985:290, σκέψη 18, διάταξη Pomar κατά Επιτροπής, 317/85, EU:C:1987:267, Polinsky κατά Δικαστηρίου, T‑1/02, EU:T:2004:298, σκέψη 47]).

    48

    Τούτου δοθέντος, από την προπαρατεθείσα νομολογία δεν προκύπτει εάν οι συγγενείς του [θανόντος υπαλλήλου] έπρεπε να ασκήσουν την αγωγή αποζημιώσεως για την προσωπική, περιουσιακή και μη, ζημία που έχουν υποστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η νομολογία αυτή αφορά ειδικώς μόνον τις διαφορές i) μεταξύ υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου με το θεσμικό όργανο από το οποίο εξαρτάται ή εξαρτιόταν και ii) οι οποίες ανάγονται στη σχέση εργασίας που τους συνδέει ή τους συνέδεε, οπότε η νομολογία αυτή μπορεί εν μέρει μόνο να εφαρμοστεί σε διαφορά η οποία ανάγεται μεν στη σχέση εργασίας, πλην όμως δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου από το οποίο εξαρτάται ή εξαρτιόταν ο υπάλληλος αυτός, αλλά μεταξύ τρίτου σχετιζόμενου με τον υπάλληλο προσώπου, συγγενή ή υπεισερχόμενου στα δικαιώματά του, και του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

    49

    Εάν το τρίτο αυτό πρόσωπο υπεισέρχεται στα δικαιώματα του οικείου υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου, εάν δηλαδή ενεργεί με την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα από αυτόν, ζητώντας, υπό την ιδιότητα αυτή και προς όφελος της κληρονομιαίας περιουσίας, αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ο ίδιος ο υπάλληλος, η προαναφερθείσα νομολογία είναι εφαρμοστέα, διότι, παρά την αιτία θανάτου διαδοχή, εξακολουθεί να πρόκειται για διαφορά μεταξύ του υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου από το οποίο αυτός εξαρτιόταν, αναγόμενη στη μεταξύ τους σχέση εργασίας.

    50

    Εν προκειμένω, η κρίση αυτή ισχύει για τη δεύτερη ζημία που προβάλλει ο αναιρεσείων, όπως παρατίθεται στη σκέψη 20 ανωτέρω, δηλαδή την ex haerede ηθική βλάβη που υπέστη ο [θανών υπάλληλος] από τη στιγμή της επιθέσεως έως τη στιγμή του θανάτου του. Κατά το μέτρο αυτό, είναι ορθή η επισήμανση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, με την τελευταία περίοδο της σκέψεως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω δύναται να εφαρμοσθεί σε διαφορά μεταξύ των ελκόντων δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο ή του νομίμου εκπροσώπου τους και του οργάνου στο οποίο εργαζόταν ο υπάλληλος, καθώς πρόκειται για διαφορά αναγόμενη στην εργασιακή σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου υπαλλήλου και του οργάνου.

    51

    Αντιθέτως, εάν ο εν λόγω τρίτος ενεργεί προς αποκατάσταση ζημίας την οποία υπέστη προσωπικά, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για περιουσιακή ή μη ζημία, ούτε το περιεχόμενο της νομολογίας αυτής ούτε οι αρχές από τις οποίες απορρέει θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της σε μια τέτοια περίπτωση. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι μια τέτοια διαφορά ανάγεται στη σχέση εργασίας μεταξύ του συγκεκριμένου υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου, δεν πληρούται εν πάση περιπτώσει η υποκειμενική προϋπόθεση σχετικά με την κατάσταση του υπαλλήλου που είναι δικαιούχος των επίμαχων δικαιωμάτων, οπότε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι, κατ’ αρχήν, αναρμόδιο ratione personae να εκδικάσει την υπόθεση βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

    52

    Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η απόφαση [Επιτροπή κατά Petrilli (T‑143/09 P, EU:T:2010:531)], επιβεβαιώνει την ανάλυση αυτή και την τεκμηριώνει. Με τη σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι υπαλληλικές διαφορές που άπτονται του άρθρου 236 EΚ (νυν άρθρο 270 ΣΛΕΕ) και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, διέπονται από κανόνες διαφορετικούς και ειδικούς σε σχέση με εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 235 EΚ (νυν άρθρο 268 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 288 ΕΚ (νυν άρθρο 340 ΣΛΕΕ). Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Ένωση, όταν ενεργεί ως εργοδότης, υπέχει αυξημένη ευθύνη, εκδήλωση της οποίας αποτελεί η υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό με οιαδήποτε παράνομη πράξη διαπράττει υπό την ιδιότητά της αυτή, ενώ, αντιθέτως, κατά το κοινό δίκαιο, η Ένωση υποχρεούται να αποκαθιστά μόνον τις ζημίες που έχουν προκληθεί από «αρκούντως κατάφωρη» παράβαση κανόνα δικαίου (πάγια νομολογία μετά την απόφαση [Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361]).

    53

    Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές σχετικά με το διαφορετικό και ειδικό καθεστώς που διέπει την αυξημένη ευθύνη της Ένωσης έναντι του προσωπικού της, η οποία δικαιολογείται ιδίως από τη σχέση εργασίας και τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματα και τις ειδικές υποχρεώσεις, όπως το καθήκον αρωγής, καθώς και από τη σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, δεν ισχύουν στην περίπτωση των τρίτων που δεν είναι υπάλληλοι. Ακόμη και όταν πρόκειται για τα πλέον στενά συγγενικά πρόσωπα ενός υπαλλήλου και με την επιφύλαξη των κοινωνικών παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 76 του ΚΥΚ, η νομολογία δεν αναγνωρίζει καθήκον αρωγής των θεσμικών οργάνων έναντι αυτών (απόφαση [Leussink κατά Επιτροπής, 169/83 και 136/84, EU:C:1986:371], σκέψεις 21 έως 23).»

    19

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογιακή αυτή κατεύθυνση επιβεβαιώθηκε από άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 55 έως 59 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), διατύπωσε τις εξής κρίσεις:

    «55

    Συγκεκριμένα, με τη [διάταξη Fournier κατά Επιτροπής (114/79 έως 117/79, EU:C:1980:124)], το Δικαστήριο επιβεβαίωσε καταρχήν, έστω εμμέσως, ότι τα μέλη της οικογένειας ενός υπαλλήλου που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό και ζητούν την αποκατάσταση ζημίας που έχουν υποστεί προσωπικώς πρέπει να κάνουν χρήση του άρθρου 178 [της Συνθήκης ΕΟΚ] (νυν άρθρο 268 ΣΛΕΕ) και όχι του άρθρου 179 [της Συνθήκης ΕΟΚ] (νυν άρθρο 270 ΣΛΕΕ).

    56

    Το Δικαστήριο επικύρωσε την επιλογή αυτή με την [απόφαση Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371)] σε υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας οι αναιρεσείοντες είχαν ρητώς στηρίξει την αγωγή αποζημιώσεως σε διαφορετική νομική βάση, ανάλογα με το αν ήταν υπάλληλοι ή όχι, δηλαδή στο άρθρο 179 [της Συνθήκης ΕΟΚ] για τον G. Leussink και στα άρθρα 178 [της Συνθήκης ΕΟΚ] και 215, δεύτερο εδάφιο, [της Συνθήκης ΕΟΚ], για τη σύζυγο και τα τέκνα τους.

    57

    Με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η [απόφαση Leussink κατά Επιτροπής, 169/83 και 136/84, EU:C:1986:371], ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn αναγνώρισε ότι ορθώς η οικογένεια στήριξε την αγωγή της στα άρθρα 178 [της Συνθήκης ΕΟΚ] και 215 [της Συνθήκης ΕΟΚ], καθώς επρόκειτο για χωριστές ζημίες τις οποίες είχαν υποστεί τα μέλη της, και όχι για διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται.

    58

    Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ρητώς επί του ζητήματος αυτού, πλην όμως επικύρωσε εμμέσως την επιλογή της ασκήσεως αγωγής δυνάμει του άρθρου 178 [της Συνθήκης ΕΟΚ], αντί του άρθρου 179 [της Συνθήκης ΕΟΚ], όσον αφορά την οικογένεια του υπαλλήλου, με τη σκέψη 25 της [αποφάσεως Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371)], μολονότι έκρινε ότι η διαφορά «πηγάζει από τη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του οργάνου». Επιπλέον, το Δικαστήριο ρητώς στήριξε την απόφασή του επί των δικαστικών εξόδων στο άρθρο 69 του Κανονισμού Διαδικασίας, δηλαδή στη διάταξη που ισχύει για τις αγωγές ιδιωτών που δεν είναι υπάλληλοι.

    59

    Τέλος, με την [απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου (T‑48/01, EU:T:2004:61)], το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Β. Vainker ως αβάσιμη, επικαλούμενο τη νομολογία της αποφάσεως [Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371)], και επικυρώνοντας εμμέσως την επιλογή του άρθρου 235 ΕΚ ως πρόσφορης νομικής βάσεως για την αγωγή αυτή.»

    20

    Όσον αφορά τη δυνατότητα των ελκόντων δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο να ασκήσουν προσφυγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής, με τις σκέψεις 61 έως 65 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625):

    «61   Βεβαίως, η δυνατότητα ή ακόμη και η υποχρέωση των ελκόντων δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο να ασκήσουν προσφυγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, προκειμένου να τους χορηγηθούν οι παροχές που προβλέπονται από το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ έχει ήδη αναγνωριστεί, εμμέσως έστω, από τον δικαστή της Ένωσης ([απόφαση Bitha κατά Επιτροπής, T‑23/95, EU:T:1996:3, απόφαση Klein κατά Επιτροπής, F‑32/08, EU:F:2009:3, βλ. επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογία, διάταξη Hotzel-Wagenknecht κατά Επιτροπής, T‑145/00, EU:T:2001:164], σκέψη 17).

    62   Ωστόσο, πρώτον, το επιχείρημα αυτό ισχύει μόνο για τους έλκοντες δικαιώματα που απαριθμούνται ειδικώς στο άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, δηλαδή για τη σύζυγο και τα τέκνα ή, ελλείψει αυτών, για τους λοιπούς κατιόντες ή, ελλείψει αυτών, για τους ανιόντες ή, τέλος, ελλείψει αυτών, για το ίδιο το θεσμικό όργανο. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ακόμη και αν η επιχειρηματολογία της Επιτροπής μπορούσε να γίνει δεκτή ως προς τα τέσσερα τέκνα του [θανόντος υπαλλήλου], δεν ισχύει το ίδιο για τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, τον Livio Missir Mamachi di Lusignano, καθώς αυτός δεν έχει, λόγω των τέκνων, την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ. Δεν ισχύει ούτε όσον αφορά τη μητέρα, τον αδελφό και την αδελφή του [θανόντος υπαλλήλου], οι οποίοι είναι αναιρεσείοντες στην παράλληλη υπόθεση T-494/11.

    63   Δεύτερον, με την επιχειρηματολογία αυτή η δικονομική εφαρμογή του κοινού δικαίου της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης ουσιαστικά εξαρτάται από αυτήν του ειδικού δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων, όπως αυτό απορρέει από τον ΚΥΚ. Ωστόσο, δεν υπάρχει βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την υπεροχή της κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όσον αφορά τους υπαλλήλους, έναντι της γενικής αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου επί διαφορών με αντικείμενο την ευθύνη της Ένωσης.

    64   Τρίτον, τέλος, ακόμη και όσον αφορά τα τέσσερα τέκνα του [θανόντος υπαλλήλου], αυτό που κρίνεται εν προκειμένω δεν είναι η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τις εκ του ΚΥΚ προβλεπόμενες παροχές, οι οποίες έχουν άλλωστε καταβληθεί στους ενδιαφερομένους, αλλά η ενδεχόμενη υποχρέωσή της να αποκαταστήσει πλήρως την προβαλλόμενη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, συναφώς, ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ειδικά ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνεκτιμώντας, όσον αφορά την αποζημίωση για τις εν λόγω ζημίες, τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές που αναφέρθηκαν προηγουμένως για τα τέκνα του [θανόντος υπαλλήλου]. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεμελιωθεί κανόνας αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στη διάταξη του άρθρου 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, τη στιγμή που υποστηρίζεται ότι το εν λόγω άρθρο δεν αποτελεί τη βάση της αγωγής που έχει ασκηθεί εξ ονόματος των τεσσάρων τέκνων του [θανόντος υπαλλήλου].

    65   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, από το νομικό πλαίσιο που διαμορφώνεται από τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 270 ΣΛΕΕ, το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ συνάγεται ότι οι συγγενείς [θανόντος υπαλλήλου] είναι υποχρεωμένοι να ασκούν δύο αγωγές, τη μία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και την άλλη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανάλογα με το αν επικαλούνται τα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου ή αν ζητούν την αποκατάσταση ζημίας, περιουσιακής ή μη, την οποία έχουν υποστεί προσωπικά.»

    21

    Προς αποφυγή της «κινήσεως δύο διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο», το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 73 και 74 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου και για λόγους επιτακτικούς που σχετίζονται με την ασφάλεια δικαίου, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την οικονομία της διαδικασίας και την αποτροπή της εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, ότι, εφόσον οι έλκοντες δικαιώματα από θανόντα υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων ζητούν αποζημίωση για διάφορες, αναγόμενες στην ίδια πράξη, ζημίες, είτε υπό την ιδιότητα του έλκοντος δικαιώματα είτε ενεργώντας εξ ονόματός τους, επιτρέπεται να συνυποβάλουν όλα τα αιτήματά τους αποζημιώσεως, ασκώντας ένα μόνον ένδικο βοήθημα. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ακόμη, ότι το «μοναδικό» ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκείται ενώπιόν του, όχι μόνον επειδή αυτό είναι το «γενικό» δικαστήριο», το οποίο διαθέτει ως τέτοιο «γενική δικαιοδοσία», σε αντίθεση με το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης το οποίο έχει «κατ’ εξαίρεση δικαιοδοσία», αλλά και επειδή πρόκειται για ανώτερης βαθμίδας δικαστήριο σε σχέση με το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

    22

    Συναφώς, με τις σκέψεις 75 και 76 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, εάν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, οι συγγενείς του θανόντος υπαλλήλου ήταν υποχρεωμένοι να ασκήσουν δύο αγωγές, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα επιλαμβάνονταν ταυτόχρονα υποθέσεων με το ίδιο αντικείμενο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα έπρεπε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να κρίνει αμελλητί εαυτό αναρμόδιο, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των υποθέσεων αυτών. Με τις σκέψεις 77 και 78 της ως άνω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν «εξ ορισμού αναρμόδιο» να εκδικάσει την ασκηθείσα από τον προσφεύγοντα προσφυγή, εξαιρουμένου του αιτήματος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη ο θανών υπάλληλος. Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 78 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε αυτεπαγγέλτως ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αναρμόδιο να εκδικάσει το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν προσωπικά ο προσφεύγων και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου και αναίρεσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση κατά τούτο.

    23

    Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 102 και 103 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έπρεπε να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει το αίτημα αποζημιώσεως όσον αφορά τον προσφεύγοντα και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου και, εν συνεχεία, να παραπέμψει την υπόθεση σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση και πρέπει να παραπεμφθεί σε αυτό, προκειμένου να την εκδικάσει ως προς τα συγκεκριμένα αιτήματα ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

    24

    Όσον αφορά την ηθική βλάβη που υπέστη ο θανών υπάλληλος, για την οποία ζητεί ικανοποίηση ο προσφεύγων εξ ονόματος των τέκνων του υπαλλήλου, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 80 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν αρμόδιο να εξετάσει το συγκεκριμένο αίτημα, εξέτασε, με τις σκέψεις 81 έως 98 της αποφάσεως αυτής, την αίτηση αναιρέσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δεχόμενο την ένσταση απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή προς αμφισβήτηση του παραδεκτού του συγκεκριμένου αιτήματος, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και, κατά συνέπεια, αναίρεσε, κατά το μέτρο αυτό, την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55).

    25

    Με τις σκέψεις 113 έως 117 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το εν λόγω αίτημα, ότι η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση, διότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είχε αποφανθεί επί των λοιπών ενστάσεων απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή και ότι, κατά το μέτρο αυτό, η εν λόγω υπόθεση πρέπει, καταρχήν, να αναπεμφθεί στο εν λόγω δικαστήριο. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε περίπτωση αναπομπής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει αμελλητί ότι τόσο το Γενικό Δικαστήριο όσο και το ίδιο και έχουν επιληφθεί υποθέσεων με το ίδιο αντικείμενο, και, συγκεκριμένα, το μεν πρώτο της υποθέσεως T‑494/11, το δε δεύτερο της παρούσας υποθέσεως, οπότε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα ήταν υποχρεωμένο να κρίνει εαυτό αναρμόδιο, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δύο αυτών υποθέσεων.

    26

    Υπό το πρίσμα των επισημάνσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση F‑50/09 πρέπει να παραπεμφθεί εξ ολοκλήρου ενώπιόν του, προκειμένου να την εκδικάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    27

    Κατόπιν της προτάσεως του πρώτου γενικού εισαγγελέα για επανεξέταση της αποφάσεως της Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το τμήμα επανεξετάσεων έκρινε, με ΤΗΝ απόφαση Επανεξέταση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (C‑417/14 RX, EU:C:2014:2219), εκδοθείσα βάσει του άρθρου 62, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 193, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ότι η επανεξέταση της αποφάσεως αυτής ήταν απαραίτητη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εν λόγω απόφαση θίγει την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης.

    28

    Το ζήτημα που, κατά την απόφαση αυτή, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως παρατίθεται στη σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως.

    Επί του ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο επανεξετάσεως

    29

    Κατά το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι σε πρώτο βαθμό αρμόδιο, στο πλαίσιο του Δικαστηρίου, για την εκδίκαση των υπαλληλικών υποθέσεων της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Στην αρμοδιότητα αυτή εμπίπτει, κατά το άρθρο αυτό, «οποιαδήποτε διαφορά» μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, «εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο κανονισμός περί υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ένωσης και το καθεστώς που ισχύει για το λοιπό προσωπικό της Ένωσης».

    30

    Συνεπώς, δεδομένης της παραπομπής στον ΚΥΚ, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ο εν λόγω κανονισμός και, ιδίως, τα άρθρα 90 και 91 αυτού, διά των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 270 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση Syndicat général du personnel des organismes européens κατά Επιτροπής, 18/74, EU:C:1974:96, σκέψη 14).

    31

    Ο ΚΥΚ έχει ως σκοπό τη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, θεσπίζοντας σειρά αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναγνωρίζοντας, υπέρ ορισμένων μελών της οικογενείας του υπαλλήλου, δικαιώματα τα οποία αυτά μπορούν να επικαλεστούν έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Johannes, C-430/97, EU:C:1999:293, σκέψη 19).

    32

    Συγκεκριμένα, με το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ διευκρινίζεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όσον αφορά την εκδίκαση υπαλληλικών υποθέσεων της Ένωσης, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και «προσώπου που υπόκειται στον [ΚΥΚ]», με αντικείμενο τη νομιμότητα μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, «[κάθε] πρόσωπο που αναφέρεται στον [ΚΥΚ]» δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, υποβάλλοντας διοικητική ένσταση κατά βλαπτικής γι’ αυτό πράξεως.

    33

    Όσον αφορά τη ratione personae αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τονίζεται ότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται γενικώς σε «κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως» και, συνεπώς, δεν εισάγουν διάκριση ανάλογα με το αν πρόκειται για προσφυγή ασκηθείσα από υπάλληλο ή από άλλο πρόσωπο που υπόκειται στον εν λόγω κανονισμό. Επομένως, κατ’ αντίθεση προς ό,τι δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 51 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι ratione personae αρμόδιο να εκδικάζει όχι μόνον προσφυγές που ασκούνται από υπαλλήλους, αλλά και εκείνες που ασκούνται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αναφέρεται στον ΚΥΚ.

    34

    Το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ ορίζει ρητώς ότι, σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, οι «κατιόντες» καθώς και οι «ανιόντες» αυτού δικαιούνται παροχές. Επομένως, τόσο ο προσφεύγων όσο και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου αποτελούν πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.

    35

    Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 62 και 64 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το αν ο προσφεύγων και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου πράγματι έχουν εν προκειμένω δικαίωμα στις παροχές που εγγυάται ο ΚΥΚ, όπως είναι αυτή του άρθρου 73, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας, μεταξύ άλλων, στο σημείο 35 της γνώμης του, κατά τον καθορισμό της ratione personae αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης βάσει του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Εάν γινόταν δεκτό το αντίθετο, η ratione personae αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης θα προϋπέθετε, αναγκαστικά, την εξέταση του βασίμου του ασκηθέντος ενώπιόν του ενδίκου βοηθήματος.

    36

    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι ratione personae αρμόδιο να εξετάσει το αίτημα αποζημιώσεως που είχε υποβάλει ο προσφεύγων τόσο εξ ιδίου ονόματος όσο και εξ ονόματος των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου.

    37

    Όσον αφορά το αν στη ratione materiae αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εμπίπτουν και οι αγωγές αποζημιώσεως που στηρίζονται σε μη τήρηση, από το θεσμικό όργανο, της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της προστασίας των υπαλλήλων του, τονίζεται ότι τόσο το άρθρο 270 ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 91 του ΚΥΚ αφορούν «οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της», πλην όμως δεν ορίζουν ποιο ένδικο βοήθημα ασκείται σε περίπτωση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Συνεπώς, εάν μια διαφορά έχει ως αντικείμενο τη νομιμότητα βλαπτικής για τον προσφεύγοντα πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αρμόδιο να την εκδικάσει, ανεξαρτήτως της φύσεως του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος (βλ., όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, πριν την ίδρυση του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, απόφαση Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, 9/75, EU:C:1975:131, σκέψη 10).

    38

    Υπό τις συνθήκες αυτές το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός ανήκει εμπίπτει, εφόσον πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, ακόμη και αν πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως (βλ. αποφάσεις Meyer‑Burckhardt κατά Επιτροπής, 9/75, EU:C:1975:131, σκέψη 10, Reinarz κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 48/76, EU:C:1977:30, σκέψεις 10 και 11, καθώς και Allo κ.λπ. κατά Επιτροπής, 176/83, EU:C:1985:290, σκέψη 18, διάταξη Pomar κατά Επιτροπής, 317/85, EU:C:1987:267, σκέψη 7, απόφαση Schina κατά Επιτροπής, 401/85, EU:C:1987:425, σκέψη 9).

    39

    Περαιτέρω, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που του απονέμει το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 1 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, όσον αφορά τις χρηματικές διαφορές, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού, εφόσον είναι απαραίτητο, στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως να εκτιμήσει κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε (βλ., συναφώς, αποφάσεις Reinarz κατά Επιτροπής, 48/76, EU:C:1977:30, σκέψη 11, Houyoux και Guery κατά Επιτροπής, 176/86 και 177/86, EU:C:1987:461, σκέψη 16, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 58, καθώς και Γκόγκος κατά Επιτροπής, C-583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 44). Συνιστούν ειδικότερα «χρηματικές διαφορές», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά οργάνου (απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, C-583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 45).

    40

    Το Δικαστήριο κατέληξε ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποχρεώσει, ενδεχομένως, θεσμικό όργανο στην καταβολή ποσού το οποίο δικαιούται ο ενάγων δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης νομικής πράξεως (απόφαση Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 68).

    41

    Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει ratione materiae την αρμοδιότητα να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από υπάλληλο κατά του οργάνου στο οποίο ανήκε, εφόσον η διαφορά απορρέει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το θεσμικό όργανο.

    42

    Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται από άλλο πρόσωπο, το οποίο, μολονότι δεν είναι υπάλληλος, εντούτοις καλύπτεται από τον ΚΥΚ λόγω των οικογενειακών δεσμών του με υπάλληλο, εφόσον η διαφορά απορρέει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον υπάλληλο με το οικείο θεσμικό όργανο, δεδομένου ότι το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 91 ΚΥΚ, αναθέτει, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 32, 33 και 37 της παρούσας αποφάσεως, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την αρμοδιότητα να εκδικάζει «οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της Ένωσης» και «κάθε προσώπου που αναφέρεται στον [ΚΥΚ]».

    43

    Αντιθέτως προς ό,τι αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως με τις σκέψεις 54 έως 56 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), ούτε η διάταξη Fournier κατά Επιτροπής (114/79 έως 117/79, EU:C:1980:124) ούτε η απόφαση Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διαφορά όπως η κρινόμενη εν προκειμένω εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και όχι του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

    44

    Καταρχάς, οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν από το Δικαστήριο όταν το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είχαν ακόμη ιδρυθεί και χωρίς, μετά την ίδρυσή τους, να τεθεί ζήτημα σχετικό με την οριοθέτηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων.

    45

    Περαιτέρω, όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), το Δικαστήριο δέχθηκε με αυτήν ότι αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται από τα μέλη της οικογένειας υπαλλήλου δυνάμει του άρθρου 178 της Συνθήκης ΕΟΚ (κατόπιν άρθρο 178 της Συνθήκης ΕΚ, κατόπιν άρθρο 235 ΕΚ, κατόπιν άρθρο 268 ΣΛΕΕ), προς αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας την οποία είχαν υποστεί κατόπιν εργατικού ατυχήματος, θύμα του οποίου ήταν ο υπάλληλος, συνιστά υπαλληλική διαφορά. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 25 της αποφάσεως αυτής, σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, το Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας, ως ίσχυε τότε, κατά το οποίο τα δικαστικά έξοδα των θεσμικών οργάνων στις υπαλληλικές υποθέσεις βαρύνουν το οικείο θεσμικό όργανο, διότι η συγκεκριμένη αγωγή, μολονότι είχε ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 178 της Συνθήκης ΕΟΚ, πήγαζε από τη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο ανήκε.

    46

    Τέλος, όσον αφορά τη διάταξη Fournier κατά Επιτροπής (114/79 έως 117/79, EU:C:1980:124), δεν μπορεί να συναχθεί από αυτή κανένα συμπέρασμα όσον αφορά το αν αγωγή η οποία ασκείται από μέλη της οικογένειας υπαλλήλου για την αποκατάσταση ζημίας που έχουν υποστεί προσωπικά συνιστά υπαλληλική διαφορά της Ένωσης και, συνεπώς, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο απλώς διευκρίνισε ότι θα αντέβαινε στο σύστημα των μέσων παροχής εννόμου προστασίας, το οποίο έχει θεσπιστεί από το δίκαιο της Ένωσης προς εξάλειψη των παρατυπιών στις εργασιακές σχέσεις, το να γίνει δεκτό ότι τα μέλη της οικογένειας υπαλλήλου μπορούν, κατά κατάχρηση της διαδικασίας, να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως, στηριζόμενη στις εν λόγω παρατυπίες, έστω και εάν προβάλλουν ότι έχουν υποστεί προσωπική ζημία στο πλαίσιο αυτό.

    47

    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από μέλος της οικογένειας υπαλλήλου καλυπτόμενο από το κοινό καθεστώς ασφαλίσεως υγείας συνιστά υπαλληλική διαφορά της Ένωσης (βλ. διάταξη Lenz κατά Επιτροπής, C-277/95, EU:C:1996:456, σκέψη 55).

    48

    Εν προκειμένω, τα αιτήματα αποζημιώσεως που απαριθμούνται στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως αφορούν στο σύνολό τους ζημίες που προκλήθηκαν εκ του θανάτου του υπαλλήλου, εξαιτίας της μη τηρήσεως, από την Επιτροπή, της υποχρεώσεώς της να διασφαλίσει την προστασία των υπαλλήλων του. Συναφώς, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η κρινόμενη διαφορά όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την ηθική βλάβη του θανόντος υπαλλήλου, αλλά και κατά το μέρος που αφορά την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα τέκνα του εν λόγω υπαλλήλου, καθώς και την ηθική βλάβη του προσφεύγοντος, πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον θανόντα υπάλληλο με το θεσμικό όργανο. Επομένως, και σύμφωνα με τη λύση που δόθηκε με την απόφαση Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σύνολο της υπό κρίση διαφοράς πηγάζει από τη συγκεκριμένη σχέση εργασίας.

    49

    Το γεγονός ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης έναντι των μελών της οικογένειας του υπαλλήλου, τα οποία καλύπτονται από τον ΚΥΚ, υπόκειται στις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, ενώ η ευθύνη έναντι του υπαλλήλου διέπεται από ιδιαίτερους και ειδικούς, σε σχέση με τις εν λόγω προϋποθέσεις, κανόνες, δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις σκέψεις 52 έως 59 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), τον αποκλεισμό της ratione materiae αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

    50

    Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως, αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από πρόσωπο που καλύπτεται από τον ΚΥΚ εμπίπτει στη ratione materiae αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, εφόσον πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το θεσμικό όργανο, χωρίς η φύση της διαφοράς να ασκεί συναφώς επιρροή. Όπως και στην περίπτωση διαφοράς με αντικείμενο ρητώς προβλεπόμενο από τον ΚΥΚ δικαίωμα, η εκδίκαση διαφοράς με αντικείμενο δικαίωμα αποζημιώσεως ενδέχεται να προϋποθέτει, καταρχήν, την εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης της σχέσεως εργασίας, πράγμα που δικαιολογεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει αυτή τη διαφορά, ως ειδικευμένο δικαστήριο για τις υπαλληλικές υποθέσεις της Ένωσης. Επομένως, η ratione materiae αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου απορρέει από την προέλευση της κρινόμενης διαφοράς και όχι από τη νομική βάση στην οποία στηρίζεται το αίτημα αποζημιώσεως, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την απόφαση Leussink κατά Επιτροπής (169/83 και 136/84, EU:C:1986:371), η οποία παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

    51

    Τέλος, όπως προκύπτει από σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως, ο καθορισμός των ουσιαστικών προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται, εν προκειμένω, η διαπίστωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας επανεξετάσεως.

    52

    Από τα προεκτεθέντα διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αρμόδιο, βάσει του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να εκδικάσει στο σύνολό της την προσφυγή που είχε ασκήσει ο προσφεύγων.

    53

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, με την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο,

    με τη σκέψη 65, ότι «οι συγγενείς θανόντος υπαλλήλου είναι υποχρεωμένοι να ασκούν δύο αγωγές, τη μία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και την άλλη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανάλογα με το αν επικαλούνται τα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου ή αν ζητούν την αποκατάσταση ζημίας, περιουσιακής ή μη, την οποία έχουν υποστεί προσωπικά»·

    με τις σκέψεις 77, 78, 102 και 103, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ήταν εξ ορισμού αναρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως για τις ζημίες που υπέστησαν ο προσφεύγων και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, και ότι τα αιτήματα αυτά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, οπότε η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί σε αυτό, προκειμένου να την εκδικάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο·

    με τις σκέψεις 113 έως 117, ότι έπρεπε επίσης να παραπεμφθεί σε αυτό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αγωγή όσον αφορά την ηθική βλάβη την οποία υπέστη ο θανών υπάλληλος πριν τον θάνατό του και την ικανοποίηση της οποίας ζητεί ο προσφεύγων, εξ ονόματος των τέκνων του υπαλλήλου, τα οποία υπεισέρχονται στα δικαιώματα του πατέρα τους.

    Επί της διασπάσεως της ενότητας ή της συνοχής του δικαίου της Ένωσης

    54

    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο ιδρύθηκε βάσει του άρθρου 225 A ΕΚ (νυν άρθρο 257 ΣΛΕΕ), αποτελεί ειδικευμένο δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 256 ΣΛΕΕ και είναι αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να εκδικάζει υπαλληλικές διαφορές της Ένωσης. Επομένως, κατ’ αντίθεση προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 63 και 74 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν διαθέτει μόνο «κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα».

    55

    Κρίνοντας ότι επιβάλλεται η παραπομπή της επίδικης προσφυγής ενώπιόν του, προκειμένου να την εκδικάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο στέρησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την καταρχήν αρμοδιότητά του και θέσπισε υπέρ του ιδίου κανόνα αρμοδιότητας, πράγμα που ενδέχεται να έχει συνέπειες όσον αφορά τον προσδιορισμό του αρμοδίου για την εκδίκαση της αναιρέσεως δικαστηρίου και, κατά προέκταση, όσον αφορά τη διάρθρωση των βαθμών δικαιοδοσίας εντός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    56

    Πάντως, στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, όπως έχει καθοριστεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ, τον Οργανισμό του Δικαστηρίου και την απόφαση 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), υπάρχει σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οπότε η αρμοδιότητα του ενός εξ αυτών να εκδικάσει πρωτοδίκως μια υπόθεση αναγκαστικά αποκλείει την αρμοδιότητα των δύο άλλων (βλ., συναφώς, διάταξη Επιτροπή κατά IAMA Consulting, C-517/03, EU:C:2004:326, σκέψη 15).

    57

    Οι κανόνες αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης, όπως αποτυπώνονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, καθώς και στον Οργανισμό του Δικαστηρίου και στο παράρτημά του αποτελούν μέρος του πρωτογενούς δικαίου και καταλαμβάνουν κεντρική θέση στην έννομη τάξη της Ένωσης. Η τήρησή τους συνιστά, πέραν των διακυβευμάτων όσον αφορά την εκδίκαση των υπαλληλικών υποθέσεων της Ένωσης, θεμελιώδη απαίτηση για την έννομη τάξη της Ένωσης και απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ενότητας του δικαίου της Ένωσης.

    58

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η πλάνη περί το δίκαιο την οποία πάσχει η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), όπως αυτή διαπιστώθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, πλήττει την ενότητα του δικαίου της Ένωσης.

    Επί των συνεπειών της επανεξετάσεως

    59

    Το άρθρο 62β, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θίγει την ενότητα ή τη συνοχή του δικαίου της Ένωσης, αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεσμεύεται από τα νομικά ζητήματα τα οποία έλυσε το Δικαστήριο. Στο πλαίσιο αναπομπής της υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον να υποδείξει τα αποτελέσματα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία πρέπει να θεωρηθούν οριστικά ως προς τους διαδίκους. Κατ’ εξαίρεση, αν η λύση της διαφοράς απορρέει, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της επανεξετάσεως, από τις διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς.

    60

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση περί διασπάσεως της συνοχής ή της ενότητας του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να αντλήσει συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή όσον αφορά την υπό κρίση διαφορά (απόφαση επανεξετάσεως Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX‑II, EU:C:2013:570, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    61

    Όσον αφορά την υπό κρίση διαφορά, πρέπει, πρώτον, να εξαφανιστεί η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625), στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως, με τη σκέψη 78 της αποφάσεως αυτής, αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εκδικάσει το αίτημα αποκαταστάσεως της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν ο ίδιος ο προσφεύγων και τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, και στον βαθμό που αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 102 και 103 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το συγκεκριμένο αίτημα εμπίπτει στη δική του αρμοδιότητα και ότι η πτυχή αυτή της προσφυγής πρέπει να παραπεμφθεί σε αυτό, ώστε να την εκδικάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

    62

    Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη ο θανών υπάλληλος, η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625) πρέπει να εξαφανιστεί στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη σκέψη 117 της εν λόγω αποφάσεως, ότι και αυτή η πτυχή της υποθέσεως πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιόν του προκειμένου να την εξετάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

    63

    Όσον αφορά την τύχη της αιτήσεως αναιρέσεως που είχε ασκήσει ο προσφεύγων, τονίζεται, πρώτον, ότι, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο ενδιαφερόμενος προσήψε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι έκρινε βάσιμη μία από τις ενστάσεις απαραδέκτου που είχε προβάλει η Επιτροπή και απέρριψε ως απαράδεκτο, με τη σκέψη 91 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55), το αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί ο προσφεύγων, ο θανών υπάλληλος, καθώς και τα τέκνα αυτού. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που αφορούσε το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας του θανόντος υπαλλήλου, έγινε δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 98 και 104 έως 112 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625). Η αναίρεση, κατά το μέτρο αυτό, της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55) θεωρείται οριστική, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αποτέλεσε αντικείμενο επανεξετάσεως.

    64

    Ωστόσο, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον προαναφερθέντα πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το μέρος που αφορούσε την απόρριψη, από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, με τη σκέψη 91 της αποφάσεως Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F‑50/09, EU:F:2011:55), του αιτήματος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί ο προσφεύγων, ο θανών υπάλληλος, καθώς και τα τέκνα αυτού, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατ’ αναίρεση επί της συγκεκριμένης πτυχής του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    65

    Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, διά των οποίων αμφισβητούνταν η εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απόρριψη του αιτήματος αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που είχαν υποστεί τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση αναιρέσεως μόνον ως προς το ζήτημα της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας. Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη πτυχή της υποθέσεως πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατ’ αναίρεση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    66

    Κατά το άρθρο 195, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον η απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου που αποτελεί αντικείμενο επανεξετάσεως έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    67

    Ελλείψει συγκεκριμένων κανόνων που να διέπουν τον επιμερισμό των δαπανών στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξετάσεως, κρίνεται ότι οι διάδικοι της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις επί των ζητημάτων τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο της επανεξετάσεως πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους σχετικά με τη διαδικασία αυτή.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625) θίγει την ενότητα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικάζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι:

    οι συγγενείς θανόντος υπαλλήλου είναι υποχρεωμένοι να ασκούν δύο αγωγές, τη μία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άλλη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανάλογα με το αν επικαλούνται τα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου ή αν ζητούν την αποκατάσταση ζημίας, περιουσιακής ή μη, την οποία έχουν υποστεί προσωπικά·

    το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν εξ ορισμού αναρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως για τις ζημίες που υπέστησαν ο Livio Missir Mamachi di Lusignano και τα τέκνα του Alessandro Missir Mamachi di Lusignano, και ότι τα αιτήματα αυτά εμπίπτουν στη δική του αρμοδιότητα, οπότε η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να την εκδικάσει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο·

    έπρεπε να παραπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγωγή όσον αφορά την ηθική βλάβη την οποία υπέστη ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano πριν τον θάνατό του και την ικανοποίηση της οποίας ζητεί ο Livio Missir Mamachi di Lusignano, εξ ονόματος των τέκνων του υπαλλήλου, τα οποία υπεισέρχονται στα δικαιώματα του πατέρα τους.

     

    2)

    Η απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (T‑401/11 P, EU:T:2014:625) είναι οριστική κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε με αυτήν ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέπεσε, με την απόφαση Missir Mamachi di Lusignano κατά Επιτροπής (F-50/09, EU:F:2011:55), σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο την πρώτη ένσταση απαραδέκτου την οποία είχε προβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και απορρίπτοντας, για τον λόγο αυτόν, ως απαράδεκτο το αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano.

     

    3)

    Η εν λόγω απόφαση εξαφανίζεται κατά τα λοιπά.

     

    4)

    Η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    5)

    Ο Livio Missir Mamachi di Lusignano και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους ως προς της διαδικασίας επανεξετάσεως.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top