EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0363

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2015.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσφυγή ακυρώσεως — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Ευρωπόλ — Κατάλογος τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες — Καθορισμός της νομικής βάσεως — Εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Νομική βάση που έχει καθοριστεί από το παράγωγο δίκαιο — Διάκριση μεταξύ νομοθετικών πράξεων και εκτελεστικών μέτρων — Διαβουλεύσεις με το Κοινοβούλιο — Πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής.
Υπόθεση C-363/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:579

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Ευρωπόλ — Κατάλογος τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες — Καθορισμός της νομικής βάσεως — Εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Νομική βάση που έχει καθοριστεί από το παράγωγο δίκαιο — Διάκριση μεταξύ νομοθετικών πράξεων και εκτελεστικών μέτρων — Διαβουλεύσεις με το Κοινοβούλιο — Πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής»

Στην υπόθεση C‑363/14,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 28 Ιουλίου 2014,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους F. Drexler και A. Caiola καθώς και από την M. Pencheva, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους E. Sitbon και K. Pleśniak καθώς και από την K. Michoel,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και J. Škeřík,

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér, G. Szima και M. Bóra,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιουνίου 2015,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/269/ΕΕ του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2009/935/ΔΕΥ, αναφορικά με τον κατάλογο τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες (ΕΕ L 138, σ. 104, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Η απόφαση 2009/371/ΔΕΥ

2

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121, σ. 37, στο εξής: απόφαση Ευρωπόλ), έχει ως εξής:

«Σκοπός της Ευρωπόλ είναι η υποστήριξη και η ενίσχυση της δράσης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της αμοιβαίας συνεργασίας τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και άλλων μορφών σοβαρού εγκλήματος που επηρεάζουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.»

3

Το άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κύρια καθήκοντα της Ευρωπόλ είναι τα εξής:

α)

η συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων·

β)

η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, μέσω της εθνικής μονάδας που αναφέρεται στο άρθρο 8 για πληροφορίες που τις αφορούν και για τη συνάφεια που ενδεχομένως διαπιστώνεται μεταξύ αξιόποινων πράξεων·

γ)

η διευκόλυνση ερευνών που διεξάγονται στα κράτη μέλη, ιδίως, με τη διαβίβαση όλων των συναφών πληροφοριών στις εθνικές μονάδες·

δ)

η υποβολή αιτήματος στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών για την έναρξη, διεξαγωγή ή τον συντονισμό ερευνών, και η πρόταση σύστασης κοινών ομάδων έρευνας σε συγκεκριμένες υποθέσεις·

ε)

η παροχή στοιχείων και αναλυτικής υποστήριξης στα κράτη μέλη σε σχέση με μείζονος σημασίας διεθνή συμβάντα·

στ)

η εκπόνηση αξιολόγησης απειλών, στρατηγικών αναλύσεων και γενικών εκθέσεων για την πρόοδο των εργασιών σχετικά με την εκπλήρωση του στόχου της, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα.

2.   Τα καθήκοντα που καθορίζονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την παροχή υποστήριξης στα κράτη μέλη για την άσκηση των καθηκόντων τους που συνίστανται στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών από το Διαδίκτυο με σκοπό την παροχή βοήθειας για τον εντοπισμό εγκληματικών δραστηριοτήτων που διευκολύνονται ή διενεργούνται με τη χρήση του Διαδικτύου.

3.   Η Ευρωπόλ επιφορτίζεται με τα εξής πρόσθετα καθήκοντα:

α)

την ανάπτυξη ειδικών γνώσεων για τις διαδικασίες έρευνας των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και την παροχή συμβουλών σε σχέση με διεξαγόμενες έρευνες·

β)

την παροχή στρατηγικής σημασίας στοιχείων, προκειμένου να διευκολύνει και να προάγει την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση των πόρων που είναι διαθέσιμοι σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης για επιχειρησιακές δραστηριότητες και για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων αυτών.

4.   Επιπλέον, στο πλαίσιο του στόχου της βάσει του άρθρου 3, η Ευρωπόλ δύναται, ανάλογα με το δυναμικό προσωπικού και τις δημοσιονομικές της δυνατότητες, καθώς και εντός των ορίων που θέτει το διοικητικό συμβούλιο, να επικουρεί τα κράτη μέλη μέσω υποστήριξης, παροχής συμβουλών και διεξαγωγής ερευνών στους ακόλουθους τομείς:

α)

την εκπαίδευση των μελών των αρμόδιων αρχών τους, οσάκις ενδείκνυται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία·

β)

την οργάνωση και τον εξοπλισμό των εν λόγω αρχών, μέσω της διευκόλυνσης της παροχής τεχνικής υποστήριξης μεταξύ των κρατών μελών·

γ)

τις μεθόδους πρόληψης της εγκληματικότητας·

δ)

τις τεχνικές και εγκληματολογικές μεθόδους και τη σχετική ανάλυση, καθώς και διαδικασίες διεξαγωγής ερευνών.

5.   Η Ευρωπόλ ενεργεί επίσης ως Κεντρική Υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ σύμφωνα με την απόφαση 2005/511/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2005, σχετικά με την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και κιβδηλεία μέσω του ορισμού της Ευρωπόλ ως κεντρικής υπηρεσίας για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ […]. Η Ευρωπόλ μπορεί επίσης να ενθαρρύνει τον συντονισμό των μέτρων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ ή στα πλαίσια κοινών ομάδων έρευνας, ενδεχομένως σε συνεννόηση με φορείς της Ένωσης ή τρίτων χωρών. Κατόπιν αιτήματος, η Ευρωπόλ μπορεί να στηρίξει οικονομικά έρευνες κατά της παραχάραξης του ευρώ.»

4

Το άρθρο 23 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«1.   Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Ευρωπόλ δύναται επίσης να δημιουργεί και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με:

α)

τρίτα κράτη·

[...]

2.   Η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες με τους φορείς της παραγράφου 1 οι οποίοι έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των διαβαθμισμένων πληροφοριών [...]. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι δυνατόν να συναφθούν μόνον έπειτα από έγκριση του Συμβουλίου, το οποίο έχει προηγουμένως ζητήσει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου και, στο μέτρο που αφορά την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχει λάβει τη γνωμοδότηση της Κοινής Εποπτικής Αρχής μέσω του διοικητικού συμβουλίου.

[...]

4.   Πριν από την έναρξη ισχύος των συμφωνιών της παραγράφου 2, η Ευρωπόλ δύναται […] να διαβιβάζει στους φορείς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απευθείας πληροφορίες, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των διαβαθμισμένων πληροφοριών, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη.

[...]

6.   Η Ευρωπόλ δύναται […] να διαβιβάζει στους φορείς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:

[...]

β)

δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στις περιπτώσεις που η Ευρωπόλ έχει συνάψει με τον οικείο φορέα συμφωνία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η οποία επιτρέπει τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων έπειτα από εξέταση του κατά πόσον ο εν λόγω φορέας διασφαλίζει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων.

[...]»

5

Το άρθρο 26, παράγραφος 1, της ιδίας αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία έπειτα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο:

α)

καταρτίζει κατάλογο όπου καθορίζει τα τρίτα κράτη και τους οργανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες· ο κατάλογος καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο και αναθεωρείται εφόσον κριθεί σκόπιμο· [...]

[...]».

Η απόφαση 2009/934/ΔΕΥ

6

Το άρθρο 5 της αποφάσεως 2009/934/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής που διέπουν τις σχέσεις της Ευρωπόλ με τους εταίρους της, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών (ΕΕ L 325, σ. 6), ορίζει τα εξής:

«1.   Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της απόφασης Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τρίτα μέρη στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της απόφασης Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες με τα τρίτα μέρη που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των τρίτων κρατών και οργανισμών που αναφέρεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης Ευρωπόλ. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των διαβαθμισμένων πληροφοριών. [...]

3.   Η Ευρωπόλ μπορεί να ξεκινά τη διαδικασία για τη σύναψη συμφωνίας με τρίτα μέρη αμέσως μόλις το τρίτο μέρος περιληφθεί στον κατάλογο της παραγράφου 2.

4.   Σε περίπτωση ενδεχόμενης σύναψης επιχειρησιακής συμφωνίας με τρίτο μέρος, η Ευρωπόλ διεξάγει αξιολόγηση του κατά πόσον το εν λόγω τρίτο μέρος διασφαλίζει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων. Η εν λόγω αξιολόγηση προωθείται στο διοικητικό συμβούλιο κατόπιν γνωμοδότησης της κοινής εποπτικής αρχής. [...]»

7

Το άρθρο 6 της αποφάσεως αυτής έχει ως εξής:

«1.   Με βάση την αξιολόγηση του άρθρου 5, παράγραφος 4, και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της κοινής εποπτικής αρχής, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει εάν ο διευθυντής θα αρχίσει διαπραγματεύσεις με το τρίτο μέρος για τη σύναψη επιχειρησιακής συμφωνίας. Εφόσον λάβει θετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής ξεκινά διαπραγματεύσεις με το τρίτο μέρος για τη σύναψη επιχειρησιακής συμφωνίας. [...]

[...]

3.   Μετά τον τερματισμό των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία, ο διευθυντής υποβάλλει το σχέδιο συμφωνίας στο διοικητικό συμβούλιο. Στην περίπτωση σύναψης επιχειρησιακής συμφωνίας, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει γνωμοδότηση από την κοινή εποπτική αρχή. Το διοικητικό συμβούλιο επικυρώνει το σχέδιο συμφωνίας πριν το υποβάλει προς έγκριση στο Συμβούλιο.

Στην περίπτωση επικύρωσης επιχειρησιακής συμφωνίας, υποβάλλεται στο Συμβούλιο το σχέδιο συμφωνίας και η γνωμοδότηση της κοινής εποπτικής αρχής.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της απόφασης Ευρωπόλ, συμφωνίες αυτού του είδους συνάπτονται μόνον έπειτα από έγκριση του Συμβουλίου, το οποίο έχει προηγουμένως ζητήσει τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου και, στο μέτρο που οι συμφωνίες αυτές αφορούν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχει λάβει τη γνωμοδότηση της κοινής εποπτικής αρχής μέσω του διοικητικού συμβουλίου.»

Η απόφαση 2009/935/ΔΕΥ

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2009/935/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καταλόγου τρίτων κρατών και οργανισμών με τους οποίους η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες (ΕΕ L 325, p. 12), ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της απόφασης Ευρωπόλ, η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες με τα τρίτα κράτη και τους οργανισμούς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 2 που ακολουθεί. Η Ευρωπόλ μπορεί να ξεκινά τη διαδικασία για τη σύναψη συμφωνίας αμέσως μόλις το τρίτο κράτος ή ο οργανισμός περιληφθεί σε αυτόν τον κατάλογο. Η Ευρωπόλ καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας που θα καθιστά δυνατή την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν αποφασίζει διαφορετικά το διοικητικό συμβούλιο.»

9

Το άρθρο 2 της αποφάσεως 2009/935 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή της Ευρωπόλ μπορεί να προτείνει να προστεθεί ένα νέο τρίτο κράτος ή οργανισμός στον κατάλογο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζουν την επιχειρησιακή αναγκαιότητα για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας με το συγκεκριμένο τρίτο κράτος ή οργανισμό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει εάν θα προτείνει στο Συμβούλιο να προσθέσει το εν λόγω τρίτο κράτος ή οργανισμό στον κατάλογο.

3.   Το Συμβούλιο αποφασίζει για την προσθήκη του νέου τρίτου κράτους ή οργανισμού στον κατάλογο τροποποιώντας την παρούσα απόφαση.»

10

Το παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως περιλαμβάνει τον κατάλογο τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

11

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά την απόφαση Ευρωπόλ, και ιδίως το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αυτής, καθώς και την απόφαση 2009/934, ιδίως τα άρθρα 5 και 6 αυτής, έχουν ως εξής:

«(4)

Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ, στη συνεδρίασή του στις 3-4 Οκτωβρίου 2012, αποφάσισε να συστήσει στο Συμβούλιο να προσθέσει ορισμένα τρίτα κράτη στον κατάλογο και υπογράμμισε την επιχειρησιακή αναγκαιότητα να συναφθούν συμφωνίες συνεργασίας με τα κράτη αυτά.

[...]

(7)

Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· μετά τη διαβούλευση αυτή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε γνώμη [...]».

12

Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει τα εξής:

«Στο σημείο 1 του παραρτήματος της απόφασης [2009/935], προστίθενται οι ακόλουθες χώρες:

Βραζιλία·

Γεωργία·

Μεξικό·

Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα.»

Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

14

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα, και

επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματά της μέχρι την αντικατάστασή της με νέα πράξη.

15

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2014, επετράπη στην Τσεχική Δημοκρατία και στην Ουγγαρία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

Επί της προσφυγής

16

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Κοινοβούλιο προβάλλει, με τα δικόγραφά του, τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, ο πρώτος, παράβαση ουσιώδους τύπου, δεδομένου ότι δεν προηγήθηκε πρωτοβουλία εκ μέρους κράτους μέλους ή της Επιτροπής και η διεξαχθείσα σε προαιρετική βάση διαδικασία διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο δεν ήταν νομότυπη, ο δεύτερος, την επιλογή καταργηθείσας ή παράνομης νομικής βάσεως και, ο τρίτος, την επιλογή νομικής βάσεως σχετικής με εκτελεστικά μέτρα για την έκδοση αποφάσεως που έχει νομοθετικό χαρακτήρα.

17

Δεδομένου ότι η νομική βάση ορισμένης πράξεως καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμοστεί για την έκδοση της πράξεως αυτής (αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 80, και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 57), πρέπει να εξεταστούν, κατά πρώτο λόγο, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως την επιλογή καταργηθείσας ή παράνομης νομικής βάσεως και την επιλογή νομικής βάσεως σχετικής με εκτελεστικά μέτρα για την έκδοση αποφάσεως που έχει νομοθετικό χαρακτήρα.

Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως την επιλογή καταργηθείσας ή παράνομης νομικής βάσεως και την επιλογή νομικής βάσεως σχετικής με εκτελεστικά μέτρα για την έκδοση αποφάσεως που έχει νομοθετικό χαρακτήρα

Επί του πρώτου σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την επιλογή καταργηθείσας νομικής βάσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

18

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ούτε το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, ούτε τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματικές νομικές βάσεις.

19

Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές περιορίζονται σε σιωπηρή και μόνο παραπομπή στο άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει τη μόνη δυνατή νομική βάση για τη λήψη μέτρου όπως η προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο του πρώην «τρίτου πυλώνα».

20

Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι, κατά συνέπεια, η χρησιμοποιηθείσα από το Συμβούλιο νομική βάση είναι το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό καταργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει νομική βάση για την έκδοση νέων πράξεων.

21

Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ. Τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 μνημονεύθηκαν ως συμπληρωματικές νομικές βάσεις. Η Ουγγαρία φρονεί επίσης ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ αποτελούσε επαρκή νομική βάση και, επομένως, δεν ήταν αναγκαία η παραπομπή στο πρωτογενές δίκαιο για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22

Προκειμένου να εξεταστεί η βασιμότητα του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να προσδιοριστεί η νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

23

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή δεν περιέχει μνεία του άρθρου 34 ΕΕ και ότι το προοίμιό της παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ καθώς και στα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934.

24

Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο, καταρχήν, πρέπει να μνημονεύει τη νομική βάση στην οποία αυτή στηρίζεται, προκειμένου να τηρείται η υποχρέωση αιτιολογήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψεις 39 και 55· Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 29, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 19), δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή έχει ως βάση της το άρθρο 34 ΣΕΕ.

25

Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι από κανένα άλλο στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει πρόθεση του Συμβουλίου να χρησιμοποιήσει το εν λόγω άρθρο 34 ως νομική βάση της αποφάσεως αυτής.

26

Ειδικότερα, ακόμη και αν όντως το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ αποτελούσε τη μόνη δυνατή νομική βάση για τη λήψη μέτρου όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, η διαπίστωση αυτή δεν έχει συναφώς σημασία, στο μέτρο που από τη ρητή επιλογή του Συμβουλίου να μνημονεύσει στην προσβαλλόμενη απόφαση όχι τη διάταξη αυτή, αλλά το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ καθώς και τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 προκύπτει σαφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως βάση της τις εν λόγω διατάξεις αυτές καθεαυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 21).

27

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 δεν έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση του καταλόγου τον οποίο μνημονεύει το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ (στο εξής: κατάλογος) και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν την ορθή νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η μνεία των άρθρων αυτών στο προοίμιο της εν λόγω αποφάσεως αποτελεί, εν πάση περιπτώσει και σε τελική ανάλυση, αμιγώς τυπική πλημμέλεια, στο μέτρο κατά το οποίο η μνεία αυτή δεν έχει επίπτωση στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή στη διαδικασία που εφαρμόστηκε για την έκδοσή της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψεις 65 έως 67).

28

Από τα ανωτέρω έπεται ότι η κατάργηση του άρθρου 34 ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση άνευ νομικής βάσεως.

29

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν αντιστοίχως την επιλογή παράνομης νομικής βάσεως και την επιλογή νομικής βάσεως σχετικής με εκτελεστικά μέτρα για την έκδοση αποφάσεως που έχει νομοθετικό χαρακτήρα

– Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Το Κοινοβούλιο, για την περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, φρονεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί παράνομη νομική βάση του παράγωγου δικαίου, επί της οποίας δεν μπορεί εγκύρως να στηριχθεί η εν λόγω απόφαση.

31

Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δημιουργία παράγωγης νομικής βάσεως που απλοποιεί τις διαδικασίες εκδόσεως πράξεως δεν συνάδει προς τις Συνθήκες. Τούτο ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, καθόσον η διάταξη αυτή δεν συναρτά τη λήψη μέτρων εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως προς προηγούμενη πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής, σε αντίθεση με όσα θα επέτασσε το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ.

32

Εξάλλου, το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ έχει καταστεί μη εφαρμόσιμο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και προβλέπει παράνομη παρέκκλιση από τη διαδικασία που καθιερώνει η Συνθήκη αυτή για την έκδοση νέων πράξεων. Το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (στο εξής: πρωτόκολλο περί των μεταβατικών διατάξεων) δεν επιτρέπει τέτοια παρέκκλιση, αλλ’ απλώς έχει την έννοια ότι οι πράξεις του πρώην «τρίτου πυλώνα» δεν καταργούνται αυτοδικαίως με την έναρξη ισχύος της εν λόγω Συνθήκης.

33

Επιπλέον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ο κατάλογος αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του επίμαχου ρυθμιζόμενου θέματος και ότι, επομένως, θα πρέπει να ενταχθεί σε νομοθετική πράξη. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρηθεί ως στοιχείο με χαρακτήρα κανόνα δικαίου, το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και όχι εκτελεστικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 291 ΣΛΕΕ.

34

Το Κοινοβούλιο στηρίζεται συναφώς σε τρεις εκτιμήσεις. Κατά πρώτο λόγο, η απόφαση Ευρωπόλ δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την καταχώριση ενός κράτους στον κατάλογο. Κατά δεύτερο λόγο, η καταχώριση αυτή έχει σημαντικές συνέπειες, μεταξύ άλλων για τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Κατά τρίτο λόγο, η καταχώριση αυτή προϋποθέτει πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης.

35

Το Κοινοβούλιο συνάγει από τα ανωτέρω ότι η επιλεγείσα διαδικασία και η επιλεγείσα νομική βάση δεν ήταν ορθές, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ως εάν επρόκειτο για εκτελεστικό μέτρο.

36

Το Συμβούλιο φρονεί ότι τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου, τα οποία αφορούν, αφενός, την ιδιότητα του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ ως παράγωγης νομικής βάσεως και, αφετέρου, τον χαρακτηρισμό της τροποποιήσεως του καταλόγου ως ουσιώδους στοιχείου του επίμαχου ρυθμιζόμενου θέματος, πρέπει να εκληφθούν ως παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση της νομιμότητας της διατάξεως αυτής.

37

Το Συμβούλιο διατυπώνει αντιρρήσεις, κατά κύριο λόγο, ως προς το παραδεκτό της ως άνω παρεμπίπτουσας αμφισβητήσεως νομιμότητας. Συναφώς, διατείνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου περί των μεταβατικών διατάξεων, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου σε σχέση με την απόφαση Ευρωπόλ εξακολουθούσαν, μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2014, να είναι εκείνες που υφίσταντο πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Πάντως, το άρθρο 35, παράγραφος 6, ΕΕ, το οποίο είχε κατά τον χρόνο εκείνο εφαρμογή, δεν προέβλεπε τη δυνατότητα του Κοινοβουλίου να ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως εκδιδόμενης στο πλαίσιο του πρώην «τρίτου πυλώνα», όπως η προσβαλλόμενη απόφαση. Από την κατά τον χρόνο εκείνο αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου στον εν λόγω τομέα προκύπτει ότι η παρεμπίπτουσα αμφισβήτηση νομιμότητας που έχει προβάλει το Κοινοβούλιο πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

38

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ουγγαρία, υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ ήταν σύμφωνο προς τη Συνθήκη ΕΕ κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, το οποίο δεν εξαρτούσε υποχρεωτικώς τη λήψη μέτρου, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, από την πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

39

Το Συμβούλιο και η Τσεχική Δημοκρατία φρονούν επίσης ότι η τροποποίηση του καταλόγου ουδόλως αφορά ουσιώδες στοιχείο του θέματος το οποίο ρυθμίζει η απόφαση Ευρωπόλ.

40

Όσον αφορά τα αποτελέσματα της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία υποστηρίζουν ότι η προτεινόμενη από το Κοινοβούλιο ερμηνεία του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των μεταβατικών διατάξεων θα αναιρούσε κάθε δυνατότητα λήψεως εκτελεστικών μέτρων που προβλέπονται από πράξεις του πρώην «τρίτου πυλώνα», και αυτό είναι ακριβώς το ενδεχόμενο που ήθελαν να αποτρέψουν οι συντάκτες των Συνθηκών.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στα οποία συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑43/12, EU:C:2014:298, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42

Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι οι διάδικοι δεν διαφωνούν όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ και του σκοπού ή του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τη νομιμότητα της διατάξεως αυτής υποστηρίζοντας ότι απλοποιεί τη διαδικασία λήψεως μέτρου, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τη διαδικασία που προβλέπουν οι Συνθήκες προς τον σκοπό αυτό.

43

Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο μέτρο κατά το οποίο οι κανόνες σχετικά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τις Συνθήκες και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα όργανα, μόνον οι Συνθήκες μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξουσιοδοτούν ένα θεσμικό όργανο να τροποποιεί διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία αυτές θεσπίζουν. Επομένως, η τυχόν αναγνώριση σε ένα όργανο της δυνατότητας να δημιουργεί, με διατάξεις του παράγωγου δικαίου, νέες νομικές βάσεις που επιτρέπουν την έκδοση νομοθετικών πράξεων ή τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ανεξαρτήτως του αν η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής έχει ως σκοπό να ενισχύσει ή να απλοποιήσει τους διαδικαστικούς κανόνες εκδόσεως της πράξεως, θα ισοδυναμούσε με απονομή στο όργανο αυτό νομοθετικής εξουσίας η οποία θα υπερέβαινε τα όρια που προβλέπουν σχετικώς οι Συνθήκες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑133/06, EU:C:2008:257, σκέψεις 54 έως 56· Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψεις 42 και 43, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψεις 32 και 33).

44

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτο λόγο, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η νομική βάση και η διαδικασία που επελέγησαν για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν ορθές, για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή αφορούσε ουσιώδες στοιχείο του ρυθμιζόμενου θέματος, το οποίο θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής και μόνο πράξεως.

45

Ειδικότερα, στο μέτρο κατά το οποίο η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ για την τροποποίηση του καταλόγου δεν αντιστοιχεί στη διαδικασία που καθιερώνει το πρωτογενές δίκαιο για την έκδοση των νομοθετικών πράξεων στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση της νομιμότητας του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, στηριζόμενη στον λόγο ότι η τελευταία αυτή διάταξη καθιστά δυνατή την έκδοση πράξεως που αφορά ουσιώδες στοιχείο του ρυθμιζόμενου θέματος μέσω απλούστερης διαδικασίας από εκείνη που προβλέπει προς τον σκοπό αυτό το πρωτογενές δίκαιο.

46

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η θέσπιση των ουσιωδών κανόνων ρυθμιζόμενου θέματος, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης και οι κανόνες αυτοί πρέπει να περιλαμβάνονται στο σώμα των οικείων βασικών νομοθετημάτων. Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως ή εκτελεστικών πράξεων οι διατάξεις που θεσπίζουν τα ουσιώδη στοιχεία ορισμένου βασικού νομοθετήματος, του οποίου η έκδοση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑355/10, EU:C:2012:516, σκέψεις 64 έως 66).

47

Ο εντοπισμός των στοιχείων ορισμένου ρυθμιζόμενου θέματος που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδη πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου και επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες του σχετικού θεματικού τομέα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑355/10, EU:C:2012:516, σκέψεις 67 και 68).

48

Εν προκειμένω, από το άρθρο 3 της αποφάσεως Ευρωπόλ προκύπτει ότι σκοπός της Ευρωπόλ είναι η υποστήριξη και η ενίσχυση της δράσεως των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της αμοιβαίας συνεργασίας τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και άλλων μορφών σοβαρού εγκλήματος που επηρεάζουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

49

Στο πλαίσιο αυτό, η σύναψη σχέσεων μεταξύ της Ευρωπόλ και τρίτων κρατών αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα σε σχέση με τις δράσεις της Ευρωπόλ, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως Ευρωπόλ, η δημιουργία και διατήρηση σχέσεων με τα κράτη αυτά είναι δυνατή, μόνον εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ.

50

Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει καθιερώσει τον κανόνα της δημιουργίας και διατηρήσεως τέτοιων σχέσεων, έχει καθορίσει τον σκοπό του οποίου την επίτευξη πρέπει να επιδιώκουν οι σχέσεις αυτές και έχει προσδιορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εντάσσονται οι εν λόγω σχέσεις.

51

Επομένως, έστω και αν η τυχόν απόφαση περί τροποποιήσεως του καταλόγου συνεπάγεται ορισμένες σταθμίσεις που έχουν τεχνική ή πολιτική διάσταση, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προϋποθέτουσα πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης.

52

Το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η τροποποίηση του καταλόγου είναι ικανή έχει σημαντικές συνέπειες για τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών δεν μπορεί να αλλοιώσει την εκτίμηση αυτή.

53

Βεβαίως, επισημαίνεται, αφενός, ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που μπορεί να εγκρίνεται βάσει συμφωνιών συνομολογούμενων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 της αποφάσεως Ευρωπόλ, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των εμπλεκόμενων προσώπων και, αφετέρου, ότι ορισμένες από τις επεμβάσεις αυτές μπορούν να είναι τόσο σημαντικές ώστε να καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑355/10, EU:C:2012:516, σκέψη 77).

54

Εντούτοις, καθίσταται προφανές ότι ο καθαυτό κανόνας της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ορισμένα τρίτα κράτη και το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται διαβίβαση αυτή έχουν καθοριστεί από τον νομοθέτη, καθόσον το άρθρο 23, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ και το άρθρο 5, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2009/934 προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια αξιολογήσεως όσον αφορά τη διασφάλιση από το εμπλεκόμενο τρίτο κράτος ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων.

55

Εν πάση περιπτώσει, η καταχώριση τρίτου κράτους στον κατάλογο δεν καθιστά αυτή καθεαυτή δυνατή τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς το κράτος αυτό. Πράγματι, από το άρθρο 23, παράγραφοι 2, 4 και 6, της αποφάσεως Ευρωπόλ προκύπτει ότι η διαβίβαση αυτή είναι δυνατή μόνον κατόπιν συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπόλ και του εν λόγω κράτους, που να επιτρέπει ειδικώς τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων. Πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 καθώς και με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2009/935, οι διαπραγματεύσεις και η σύναψη τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτουν, μετά την καταχώριση του οικείου τρίτου κράτους στον κατάλογο, διαδοχικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ και του Συμβουλίου, με τη διευκρίνιση ότι το μεν πρώτο έχει την ευχέρεια να μην παράσχει στον διευθυντή της Ευρωπόλ έγκριση προς έναρξη διαπραγματεύσεων με το ενδιαφερόμενο τρίτο κράτος, να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις αυτές προς τη σύναψη συμφωνίας που δεν επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή να μην παράσχει τελική έγκριση για το σχέδιο συμφωνίας που έχει διαπραγματευθεί ο διευθυντής, το δε δεύτερο έχει την ευχέρεια να μην εγκρίνει το σχέδιο που έχει διαβιβαστεί από την Ευρωπόλ.

56

Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η απόφαση Ευρωπόλ δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την καταχώριση τρίτου κράτους στον κατάλογο, επισημαίνεται ότι οι προϋποθέσεις της καταχωρίσεως αυτής έχουν καθοριστεί με επαρκή σαφήνεια στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής.

57

Από τα ανωτέρω έπεται ότι η τροποποίηση του καταλόγου δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θέματος που ρυθμίζεται με την απόφαση Ευρωπόλ και ότι, επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη δυνατότητα να προβλέψει ότι η καταχώριση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω εκτελεστικής πράξεως.

58

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, κατά δεύτερο λόγο, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ είναι παράνομο, καθόσον επιτρέπει τη λήψη μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής χωρίς να έχει προηγηθεί πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

59

Συναφώς, δεδομένου ότι η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής, η νομιμότητα του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τις διατάξεις οι οποίες, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ρύθμιζαν την εκτέλεση των πράξεων γενικού χαρακτήρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, και συγκεκριμένα με γνώμονα τα άρθρα 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ και 39, παράγραφος 1, ΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 45, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 35).

60

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να τεθούν σε εφαρμογή οι αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο του τίτλου που αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

61

Εντούτοις, οι διάδικοι ερίζουν ως προς την ερμηνεία των κανόνων που καθιερώνει το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, όσον αφορά το ζήτημα αν η λήψη των εκτελεστικών μέτρων αυτών απαιτεί προηγούμενη πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

62

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η διάταξη αυτή προβαίνει σε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων που μπορεί να εκδίδει ομοφώνως το Συμβούλιο και, αφετέρου, των μέτρων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών σε επίπεδο Ένωσης και τα οποία μπορεί να λαμβάνει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.

63

Στο πλαίσιο αυτό, η φράση «κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής» πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της συντάξεως των περιόδων που συνθέτουν την εν λόγω διάταξη, να εκληφθεί ως αναφερόμενη μόνο στα βασικά μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση.

64

Επομένως, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής δεν είναι αναγκαία για τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση.

65

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ και το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση M’Bodj, C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66

Πράγματι, όσον αφορά τις διατάξεις που εφαρμόζονται ειδικώς στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, τα άρθρα 76 ΣΛΕΕ και 291 ΣΛΕΕ καθιστούν υποχρεωτική την προηγούμενη πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής μόνον προκειμένου για την έκδοση νομοθετικών πράξεων και όχι για τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

67

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Κοινοβουλίου κατά το οποίο από τη ρύθμιση του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, το οποίο επιτρέπει τη λήψη μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής χωρίς να έχει προηγηθεί πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής, προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω απόφαση καθιερώνει απλούστερη διαδικασία λήψεως τέτοιων μέτρων από εκείνη την οποία προβλέπει προς τον σκοπό αυτό η Συνθήκη ΕΕ.

68

Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου περί μη συμβατού του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ με τους διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πρέπει να υπομνησθεί, εν πάση περιπτώσει, ότι το πρωτόκολλο περί των μεταβατικών διατάξεων περιλαμβάνει ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν ειδικώς το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής, επί των πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει της Συνθήκης ΕΕ πριν από την εν λόγω ημερομηνία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 51, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 41).

69

Ειδικότερα, το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αυτού προβλέπει ότι τα έννομα αποτελέσματα τέτοιων πράξεων διατηρούνται έως ότου οι πράξεις αυτές καταργηθούν, ακυρωθούν ή τροποποιηθούν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών.

70

Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το προαναφερθέν άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι διάταξη πράξεως εκδοθείσας νομίμως βάσει της Συνθήκης ΕΕ πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία προβλέπει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη μέτρων εκτελέσεως της πράξεως αυτής, εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της καθ’ όσο χρόνο δεν έχει καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί και καθιστά δυνατή τη λήψη εκτελεστικών μέτρων κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας την οποία η ίδια καθορίζει (αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 57, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 47).

71

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεδομένου ότι το άρθρο 290 ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής, το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασύμβατο με την προαναφερθείσα διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ.

72

Ομοίως, τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου με τα οποία επιχειρείται να καταδειχθεί ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ προβλέπει διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, οι οποίοι είναι περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκοι σε σχέση με τη διαδικασία που προβλέπει σχετικώς η Συνθήκη ΛΕΕ δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή συνιστά παράνομη παράγωγη νομική βάση της οποίας η εφαρμογή πρέπει να αποκλειστεί κατόπιν παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 58, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 48).

73

Κατά συνέπεια και υπό τις περιστάσεις αυτές, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του παραδεκτού του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η απόρριψη αμφότερων ως αβάσιμων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 59, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, ως εκ τούτου, η απόρριψη των λόγων ακυρώσεως αυτών στο σύνολό τους.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

Επιχειρήματα των διαδίκων

74

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, εφόσον το προ της Συνθήκης της Λισσαβώνας καθεστώς εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να έχει εκδοθεί κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους ή της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 1, ΕΕ.

75

Ωστόσο, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους ή της Επιτροπής. Αφετέρου, η διαβούλευση του Συμβουλίου με το Κοινοβούλιο δεν ανταποκρινόταν, ως εκ της φύσεώς της, στις απαιτήσεις του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΕ και του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, καθόσον, κατά την άποψη του Συμβουλίου, η διαβούλευση αυτή είχε προαιρετικό και μόνο χαρακτήρα.

76

Αντιθέτως, το Συμβούλιο φρονεί ότι ούτε η απόφαση Ευρωπόλ ούτε το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ ούτε το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 76 ΣΛΕΕ απαιτούν να εκδίδεται πράξη, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

77

Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν είχε την υποχρέωση να διαβουλευθεί με το Κοινοβούλιο, λόγω της καταργήσεως του άρθρου 39 ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Εξάλλου, κατά το Συμβούλιο, η επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στην προβλεπόμενη με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ διαδικασία, στοιχείο που δεν περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή και, συνεπώς, θα κλόνιζε τη θεσμική ισορροπία που καθιερώνει η Συνθήκη της Λισσαβώνας.

78

Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωση προς διαβούλευση, η οποία επιβάλλεται με το άρθρο 26, παράγραφος 1, της αποφάσεως Ευρωπόλ, μέσω της διαδικασίας προαιρετικής διαβουλεύσεως την οποία διεξήγαγε.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

79

Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να έχει προηγηθεί πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ δεν προβλέπει τέτοια πρωτοβουλία. Αντιθέτως, από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2009/935, προκύπτει ότι απόκειται στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ να προτείνει την προσθήκη ενός τρίτου κράτους στον κατάλογο.

80

Επιπλέον, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 65 έως 71 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ επίσης δεν επέβαλλε να λαμβάνονται τα εκτελεστικά μέτρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

81

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η απουσία πρωτοβουλίας εκ μέρους κράτους μέλους ή της Επιτροπής πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου.

82

Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, τους όρους διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, υπενθυμίζεται ότι η νομότυπη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπουν οι εφαρμοστέοι κανόνες του δικαίου της Ένωσης αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως (αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 63, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83

Συνεπώς, στο μέτρο που από την απάντηση η οποία δόθηκε στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο μπορούσε κατά νόμο να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ, πρέπει να εξεταστεί αν, πριν την έκδοση πράξεως βάσει της διατάξεως αυτής, έπρεπε να προηγηθεί διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

84

Πάντως, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να διαβουλευθεί με το Κοινοβούλιο πριν την τροποποίηση του καταλόγου.

85

Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η κατάργηση του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν μπορεί να αναιρέσει την εν λόγω υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή προβλέπεται με το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ.

86

Ομοίως, το γεγονός ότι το άρθρο 291 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο είναι άνευ σημασίας, στο μέτρο που η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο αποτελεί ένα από τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως Ευρωπόλ, το οποίο έχει διατηρηθεί μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δυνάμει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των μεταβατικών διατάξεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑317/13 και C‑679/13, EU:C:2015:223, σκέψη 68, καθώς και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 58).

87

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το Συμβούλιο κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

88

Εντούτοις, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο προέβη στη διαβούλευση αυτή εκτιμώντας ότι δεν είχε σχετική υποχρέωση συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

89

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε υποστηρίχθηκε ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδείχθηκε ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου έπρεπε να διενεργηθεί η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο είχε, στην πράξη, ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου του Κοινοβουλίου κατά τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή τον επηρεασμό του περιεχομένου της αποφάσεως αυτής.

90

Πρέπει, ειδικότερα, να επισημανθεί ότι το Κοινοβούλιο κατέστησε γνωστή στο Συμβούλιο την άποψή του πριν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Εξάλλου από το κείμενο της γνώμης που εξέδωσε το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας και από τις εξηγήσεις που παρέσχε το εν λόγω θεσμικό όργανο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, όταν αυτό υιοθετούσε την προαναφερθείσα γνώμη, θεωρούσε ότι βρισκόταν σε διαβούλευση με το Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογή της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως που επιβάλλει το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως Ευρωπόλ.

91

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν αποδεικνύεται ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο αποτέλεσε εμπόδιο στην ουσιαστική συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην επίμαχη διαδικασία ή ότι είχε ως αποτέλεσμα να θιγούν οι όροι υπό τους οποίους το Κοινοβούλιο ασκεί τα καθήκοντά του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑392/95, EU:C:1997:289, σκέψη 14, και Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 81).

92

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑316/91, EU:C:1994:76).

93

Βεβαίως, το Δικαστήριο, στην απόφαση εκείνη, διαπίστωσε ότι η εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσεως που δεν προέβλεπε τη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ήταν ικανή να θίξει την προνομία του Κοινοβουλίου που έγκειται στο δικαίωμά του να διατυπώνει γνώμη, οσάκις αυτό προβλέπεται από το πρωτογενές δίκαιο, ακόμη και αν έχει λάβει χώρα προαιρετική διαβούλευση (απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑316/91, EU:C:1994:76, σκέψη 14).

94

Εντούτοις, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση αυτή προκειμένου και μόνο να εκτιμήσει το παραδεκτό προσφυγής που άσκησε το Κοινοβούλιο κατά πράξεως του Συμβουλίου, χωρίς να αποφανθεί επί του αν η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, κατά την ερμηνεία της εφαρμοστέας νομικής βάσεως, ως προς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο αποτελούσε, αυτή καθεαυτή, παράβαση ουσιώδους τύπου, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της επί της ουσιαστικής συμμετοχής του Κοινοβουλίου σε ορισμένη διαδικασία ή επί των όρων ασκήσεως των καθηκόντων του Κοινοβουλίου.

95

Εξάλλου, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση στηριζόταν εν μέρει στη διαπίστωση ότι η προβαλλόμενη πλάνη ως προς τη νομική βάση συνεπαγόταν τον αποκλεισμό της εφαρμογής διατάξεως που παρείχε στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει, κατόπιν αιτήματός του, τη διαδικασία συνεννοήσεως (απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑316/91, EU:C:1994:7, σκέψη 18), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

96

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η λόγω πλάνης αντικατάσταση νομικής βάσεως που επέβαλλε τη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο με νομική βάση που δεν προέβλεπε τέτοια διαβούλευση αποτελούσε αμιγώς τυπική πλημμέλεια (απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 165/87, EU:C:1988:458, σκέψη 20). Επομένως, η πλάνη του Συμβουλίου ως προς το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου διαβουλεύεται με το Κοινοβούλιο δεν μπορεί, ως εκ φύσεως, να έχει συνέπειες επί του περιεχομένου της αποφάσεως που εκδίδεται κατά το πέρας της οικείας διαδικασίας.

97

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

98

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

99

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη του Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, επιβάλλεται η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

100

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top