EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0059

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2015.
Firma Ernst Kollmer Fleischimport und -export κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση του Finanzgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο — Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή — Προθεσμία παραγραφής — Χρονικό σημείο έναρξης — Πράξη ή παράλειψη του επιχειρηματία — Επέλευση της ζημίας — Διαρκής παράβαση — Μεμονωμένη παράβαση.
Υπόθεση C-59/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:660

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο — Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή — Προθεσμία παραγραφής — Χρονικό σημείο έναρξης — Πράξη ή παράλειψη του επιχειρηματία — Επέλευση της ζημίας — Διαρκής παράβαση — Μεμονωμένη παράβαση»

Στην υπόθεση C‑59/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Firma Ernst Kollmer Fleischimport und -export

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Firma Ernst Kollmer Fleischimport und -export, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, Rechtsanwalt,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και την Ε. Λευθεριώτου,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και P. Rossi και από την B. Eggers,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Firma Ernst Kollmer Fleischimport und -export και του Hauptzollamt Hamburg‑Jonas (Κεντρικού Τελωνείου του Hamburg-Jonas, στο εξής: Hauptzollamt), αντικείμενο της οποίας είναι η απόδοση επιστροφών κατά την εξαγωγή.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 2988/95

3

Το άρθρο 1 του κανονισμού 2988/95 ορίζει τα εξής:

«1.   Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

2.   Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός [που διαχειρίζονται οι] Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

4

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

Για τις διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες, η παραγραφή τρέχει από την ημέρα που έπαυσε η παρατυπία. [...]

[...]»

5

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού αφορά τα διοικητικά μέτρα για την ανάκτηση των αδικαιολογήτως αποκτηθέντων οφελών. Το άρθρο 5 του ίδιου αυτού κανονισμού απαριθμεί τις διοικητικές κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλονται για τις εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 565/80

6

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 565/80 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1980, περί της προπληρωμής των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 50), πρόβλεπε πριν καταργηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1713/2006 της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την κατάργηση της προχρηματοδότησης των επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 321, σ. 11), ότι «κατ’ αίτηση του ενδιαφερομένου καταβάλλεται ένα ποσό ίσο προς την επιστροφή κατά την εξαγωγή, μόλις τα προϊόντα ή τα εμπορεύματα τεθούν υπό το τελωνειακό καθεστώς της αποταμιεύσεως ή της ελευθέρας ζώνης για να εξαχθούν εντός καθορισμένης προθεσμίας».

7

Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού πρόβλεπε τα εξής:

«Η επίκληση των καθεστώτων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό εξαρτάται από την παροχή ασφαλείας που εξασφαλίζει την απόδοση ενός ποσού ίσου προς εκείνο που έχει καταβληθεί, αυξημένο κατά ένα συμπληρωματικό ποσό.

Με την επιφύλαξη περιπτώσεων ανωτέρας βίας, η ασφάλεια αυτή καταπίπτει ολικώς ή μερικώς:

στις περιπτώσεις που δεν έλαβε χώρα η απόδοση, [όταν η] εξαγωγή δεν πραγματοποιήθηκε εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, προθεσμίας,

ή

αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα για επιστροφή ή υπήρχε δικαίωμα για επιστροφή ενός κατωτέρου ποσού.»

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87

8

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), πρόβλεπε, πριν καταργηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11), τα εξής:

«Το προϊόν πρέπει να έχει εισαχθεί ως έχει στην τρίτη χώρα ή σε μία από τις τρίτες χώρες για την οποία προβλέπεται η επιστροφή, μέσα στους δώδεκα μήνες που έπονται της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής […].»

9

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού πρόβλεπε τα εξής:

«Η απόδειξη της διεκπεραίωσης των τελωνειακών διατυπώσεων για τη διάθεση σε κατανάλωση παρέχεται με την προσκόμιση:

α)

του τελωνειακού εγγράφου ή αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου του: το αντίγραφο ή φωτοαντίγραφο αυτό πρέπει να έχει επικυρωθεί είτε από την αρχή που θεώρησε το πρωτότυπο, είτε από τις επίσημες αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας ή τις επίσημες αρχές ενός κράτους μέλους,

ή

β)

του πιστοποιητικού εκτελωνισμού, που συντάσσεται σε έντυπο σύμφωνα με το υπόδειγμα του παραρτήματος ΙΙ: το έντυπο αυτό πρέπει να συμπληρώνεται σε μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες της Κοινότητας και σε μία γλώσσα που χρησιμοποιείται στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα,

[...]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

Με διάφορες αποφάσεις του 1992 και 1993, το Hauptzollamt προκατέβαλε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, σύμφωνα με τα άρθρα 5, παράγραφος 1, και 6 του κανονισμού 565/80, επιστροφές κατά την εξαγωγή και η προσφεύγουσα συνέστησε τη σχετική ασφάλεια. Οι προκαταβολές αυτές αφορούσαν διάφορες παρτίδες βόειου κρέατος, οι οποίες είχαν αποθηκευθεί ενόψει της εξαγωγής τους.

11

Με έγγραφο της 10ης Αυγούστου 1993, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης διαβίβασε στο Hauptzollamt την τελωνειακή διασάφηση αριθ. 79/239, την οποία είχαν εκδώσει οι ιορδανικές τελωνειακές αρχές στις 9 Μαρτίου 1993. Η διασάφηση αυτή πιστοποιούσε τη διάθεση σε κατανάλωση στην Ιορδανία μιας παρτίδας βόειου κρέατος που είχε εξαγάγει η προσφεύγουσα. Στις 30 Απριλίου 1996 και στις 4 Μαρτίου 1998 το Hauptzollamt αποδέσμευσε τις εγγυήσεις που είχε συστήσει η προσφεύγουσα.

12

Από τις 28 Φεβρουαρίου μέχρι τις 14 Μαρτίου 1998 ένα κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διεξήγαγε έλεγχο, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι η τελωνειακή διασάφηση που είχαν εκδώσει οι ιορδανικές αρχές είχε ακυρωθεί πριν από την είσπραξη των εισαγωγικών δασμών και ότι στην πραγματικότητα η σχετική παρτίδα βόειου κρέατος είχε επανεξαχθεί στο Ιράκ.

13

Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1999 το Hauptzollamt απαίτησε την απόδοση ποσού 103289,89 ευρώ. Κατόπιν της ένστασης της προσφεύγουσας εταιρίας κατά της απόφασης ανάκτησης της επιστροφής, το ποσό αυτό μειώθηκε, με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2011, σε 59545,70 ευρώ. Η ένσταση απορρίφθηκε κατά τα λοιπά με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2012.

14

Στις 5 Φεβρουαρίου 2012 ασκήθηκε από την εν λόγω εταιρία προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg, με αίτημα την ακύρωση των τριών προαναφερθεισών αποφάσεων. Η προσφεύγουσα επικαλείται την παραγραφή της αξίωσης αναζήτησης. Κατά την προσφεύγουσα, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95, από τη διάπραξη της παρατυπίας και όχι από την αποδέσμευση της εγγύησης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού συναρτά την «παρατυπία» με πράξη ή παράλειψη ενός επιχειρηματία. Κατά συνέπεια, για να εξακριβωθεί αν η αξίωση αναζήτησης του αχρεωστήτως καταβληθέντος έχει παραγραφεί, πρέπει να ληφθεί ως βάση η ημερομηνία προσκόμισης της τελωνειακής διασάφησης που εξέδωσαν οι ιορδανικές αρχές, δηλαδή η 10η Αυγούστου 1993.

15

Το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει, ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο της επέλευσης της ζημίας, από την ημερομηνία της πράξης ή της παράλειψης του επιχειρηματία η οποία συνιστά παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει, κατά το εν λόγω δικαστήριο, από το γράμμα των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού γίνεται λόγος για «ενδεχόμενο αποτέλεσμα» δείχνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν συναρτά την «παρατυπία» προς την πρόκληση ζημίας, αφού η συμπεριφορά του επιχειρηματία μπορεί να συνιστά παρατυπία ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία απλώς «ενδέχεται» να προκαλέσει ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εξάλλου, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, το οποίο κάνει λόγο για «διάπραξη της παρατυπίας», συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ήθελε να εξαρτήσει την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής από τη «διαπίστωση της παρατυπίας», αλλά από τη «διάπραξη της παρατυπίας», άρα από τη συμπεριφορά του επιχειρηματία, η οποία πρέπει να συνιστά παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης.

16

Το αιτούν δικαστήριο είναι πάντως της γνώμης ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης διαπιστώνεται μετά από την επέλευση της ζημίας, η εκτίμηση του ζητήματος της έναρξης της προθεσμίας παραγραφής θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, για να υπάρχει «παρατυπία», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, θα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, αφενός ορισμένη συμπεριφορά του επιχειρηματία και αφετέρου πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά αυτή.

17

Αν η προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 αρχίζει να τρέχει μόνον από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αν η «ζημία», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, επέρχεται ήδη με την προκαταβολή της επιστροφής κατά την εξαγωγή ή μόνον κατά την οριστική χορήγηση της επιστροφής αυτής, δηλαδή κατά την αποδέσμευση της εγγύησης.

18

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση που η παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης διαπιστώνεται μετά την επέλευση ζημίας, η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 αναγκαία για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής παρατυπία, που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού κανονισμού, προϋποθέτει σωρευτικά, πέραν της πράξεως ή παραλείψεως ενός επιχειρηματία, και την πρόκληση ζημίας για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς που διαχειρίζεται η Ένωση, ούτως ώστε η παραγραφή να αρχίζει μόνον από την επέλευση της ζημίας, ή αρχίζει η παραγραφή, ανεξάρτητα από τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, ήδη από την πράξη ή την παράλειψη του επιχειρηματία που συνιστά παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης;

2)

Εφόσον στο πρώτο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι η προθεσμία αρχίζει μόνον από την επέλευση της ζημίας:

Υφίσταται —σχετικά με την απόδοση οριστικώς καταβληθείσας επιστροφής κατά την εξαγωγή— “ζημία”, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 του κανονισμού 2988/95, ήδη όταν καταβάλλεται στον εξαγωγέα ποσό ίσο προς την επιστροφή κατά την εξαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 565/80, χωρίς να έχει αποδεσμευθεί προηγουμένως η εγγύηση κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, ή υφίσταται ζημία μόνον από τον χρόνο της αποδέσμευσης της εγγύησης και, επομένως, της οριστικής χορήγησης της επιστροφής κατά την εξαγωγή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

19

Το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσίαν, με το πρώτο ερώτημα, το ζήτημα αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, όπου η παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε μετά από την επέλευση ζημίας, τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχουν την έννοια ότι η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η ζημία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή προϋπολογισμών που διαχειρίζεται η Ένωση ή ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει, ανεξάρτητα από την ημερομηνία αυτή, ήδη από την πράξη ή την παράλειψη του επιχειρηματία που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

20

Ευθύς εξαρχής πρέπει, πρώτον, να υπενθυμιστεί ότι ο κανόνας της τετραετούς προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχει, εφόσον δεν υπάρχει καμία τομεακή ρύθμιση της Ένωσης ή εθνική ρύθμιση που να προβλέπει ιδιαίτερους κανόνες παραγραφής, εφαρμογή στις παρατυπίες που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (βλ. επ’ αυτού απόφαση Pfeifer & Langen, C‑564/10, EU:C:2012:190, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 έχει εφαρμογή εν προκειμένω, έστω και αν τα περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης ανάγονται στα έτη 1992 και 1993. Όπως έχει συγκεκριμένα δεχτεί το Δικαστήριο, η προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στη διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις παρατυπίες που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού (βλ. επ’ αυτού απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., C‑278/07 έως C‑280/07, EU:C:2009:38, σκέψη 34).

22

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα τους, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και οι σκοποί τους (απόφαση Angerer, C‑477/13, EU:C:2015:239, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95, η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει την «παρατυπία» ως κάθε παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης ή προϋπολογισμός τον οποίο διαχειρίζεται η Ένωση.

24

Επομένως, η διάπραξη παρατυπίας, από την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία παραγραφής, προϋποθέτει τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, αφενός την ύπαρξη πράξης ή παράλειψης επιχειρηματία που να συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης και αφετέρου την πρόκληση ή το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημίας στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

25

Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, όπου η παράβαση του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε μετά από την επέλευση της ζημίας, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από τη διάπραξη της παρατυπίας, δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο όχι μόνο έχει τελεστεί η πράξη ή παράλειψη του επιχειρηματία που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά και έχει επέλθει η ζημία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των προϋπολογισμών που διαχειρίζεται η Ένωση.

26

Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με τον σκοπό του κανονισμού 2988/95, με τον οποίο επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο του 1, παράγραφος 1, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας είναι η ημερομηνία του χρονικά μεταγενέστερου γεγονότος, δηλαδή είτε της ημερομηνίας επέλευσης της ζημίας, όταν η ζημία επέρχεται μετά από την πράξη ή την παράλειψη που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, είτε της ημερομηνίας της πράξης ή παράλειψης αυτής, όταν το επίμαχο όφελος χορηγήθηκε πριν από την εν λόγω πράξη ή παράλειψη. Με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται η επίτευξη του σκοπού της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

27

Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας συμπίπτει με την ημερομηνία της διαπίστωσης των εθνικών αρχών ότι έχει διαπραχθεί παρατυπία. Το επιχείρημα αυτό προσκρούει συγκεκριμένα στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η ημερομηνία κατά την οποία οι αρχές έλαβαν γνώση μιας παρατυπίας δεν ασκεί καμία επιρροή για τον χρόνο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής (απόφαση Pfeifer & Langen, C‑52/14, EU:C:2015:381, σκέψη 67).

28

Κατά τα λοιπά, η διοίκηση υπέχει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τη γενική υποχρέωση να επιδεικνύει επιμέλεια κατά τον έλεγχο του νομοτύπου της καταβολής των πληρωμών που διενεργεί η ίδια και οι οποίες βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης (απόφαση Ze Fu Fleischhandel GmbH και Vion Trading, C‑201/10 και C‑202/10, EU:C:2011:282, σκέψη 44). Η άποψη ότι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας συμπίπτει με την ημερομηνία διαπίστωσης της παρατυπίας θα ήταν αντίθετη προς αυτή την υποχρέωση επιμέλειας.

29

Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, όπου η παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε μετά από την επέλευση ζημίας, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο όχι μόνο έχει τελεστεί η πράξη ή παράλειψη του επιχειρηματία που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά και έχει επέλθει η ζημία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των προϋπολογισμών που διαχειρίζεται η Ένωση.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

30

Το αιτούν δικαστήριο θέτει, με το δεύτερο ερώτημα, το ζήτημα του χρονικού σημείου κατά το οποίο επέρχεται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, «ζημία», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95.

31

Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί η χρονολογική σειρά των κρίσιμων στην κύρια δίκη περιστατικών. Σε πρώτη φάση, κατά τη διάρκεια του 1992 και του 1993, προκαταβλήθηκε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 565/80, ποσό ίσο με την επιστροφή κατά την εξαγωγή. Σε δεύτερη φάση, στις 10 Αυγούστου 1993, η προσφεύγουσα υπέβαλε μια τελωνειακή διασάφηση που είχαν εκδώσει οι ιορδανικές αρχές, για να αποδείξει τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων για τη διάθεση σε κατανάλωση στην Ιορδανία, σύμφωνα με τα άρθρα 17, παράγραφος 3, και 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87. Σε τρίτη φάση, στις 30 Απριλίου 1996 και στις 4 Μαρτίου 1998, αποδεσμεύτηκαν οι εγγυήσεις που είχαν συσταθεί κατά τη χορήγηση της προκαταβολής σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 565/80.

32

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επισημαίνεται ότι η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 «ζημία» επέρχεται κατά την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση οριστικής χορήγησης του συγκεκριμένου οφέλους, εν προκειμένω δηλαδή των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Ο λόγος είναι ότι από το χρονικό αυτό σημείο αρχίζει να υπάρχει πράγματι ζημία για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοια ζημία πριν από την ημερομηνία της οριστικής χορήγησης του εν λόγω οφέλους, ειδάλλως θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία παραγραφής της αξίωσης για αναζήτηση του οφέλους αυτού αρχίζει ήδη να τρέχει από χρονικό σημείο κατά το οποίο το όφελος αυτό δεν έχει χορηγηθεί.

33

Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, η ζημία επέρχεται μόλις ληφθεί η απόφαση χορήγησης της επιστροφής κατά την εξαγωγή στον ενδιαφερόμενο εξαγωγέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

34

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, όπου η παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης διαπιστώθηκε μετά από την επέλευση ζημίας, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο όχι μόνο έχει τελεστεί η πράξη ή παράλειψη του επιχειρηματία που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά και έχει επέλθει η ζημία του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των προϋπολογισμών που διαχειρίζεται η Ένωση.

 

2)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, η ζημία επέρχεται μόλις ληφθεί η απόφαση χορήγησης της επιστροφής κατά την εξαγωγή στον ενδιαφερόμενο εξαγωγέα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top