EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0442

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 7ης Απριλίου 2016.
Bayer CropScience SA-NV και Stichting De Bijenstichting κατά College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden.
Αίτηση του College van Beroep voor het Bedrijfsleven για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύμβαση του Århus – Οδηγία 2003/4/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες – Έννοια του όρου “πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον” – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Οδηγία 98/8/ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων στην αγορά – Εμπιστευτικότητα – Προστασία των βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων.
Υπόθεση C-442/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:215

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 7ης Απριλίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑442/14

Bayer CropScience SA-NV

Stichting De Bijenstichting

κατά

College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden

[αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2003/4/ΕΚ — Πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες — Εξαιρέσεις — Εμπιστευτικές βιομηχανικές και εμπορικές πληροφορίες — Πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον — Εμπιστευτικότητα — Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 — Φυτοπροστατευτικά προϊόντα — Οδηγία 98/8/ΕΚ — Βιοκτόνα»

I – Εισαγωγή

1.

Μεταξύ των βασικών αρχών που διέπουν την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική καταλέγεται η διαφάνεια. Εκτός από τις δημόσιες αρχές και τις επιχειρήσεις πρέπει και οι πολίτες, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι ανεξάρτητοι επιστήμονες να είναι σε θέση να συμμετέχουν, έχοντας επαρκή πληροφόρηση, στον δημόσιο διάλογο για την προστασία του περιβάλλοντος και να συμβάλλουν με τον τρόπο αυτόν στη βελτίωσή της.

2.

Ιδιαιτέρως ζωηρός δημόσιος διάλογος διεξάγεται σχετικά με τη σημασία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων για το φαινόμενο που αποκαλείται «θνησιμότητα των μελισσών», ήτοι στη μείωση του πληθυσμού των μελισσών, αλλά και άλλων ειδών εντόμων τα οποία συμβάλλουν στην επικονίαση των φυτών ( 2 ). Ως εκ τούτου, υφίσταται ιδιαίτερο ενδιαφέρον του κοινού για τις πληροφορίες τις οποίες υποβάλλουν οι παραγωγοί στις δημόσιες αρχές στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο δίκαιο της Ένωσης διαδικασιών για την έγκριση δραστικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Ωστόσο, οι παραγωγοί αυτοί ανησυχούν ότι η πρόσβαση των ανταγωνιστών τους στις πληροφορίες αυτές μπορεί να τους προκαλέσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

3.

Αυτή η κατάσταση αντικρουόμενων συμφερόντων ρυθμίζεται από την οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ( 3 ), η οποία διέπει την πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες ( 4 ). Βάσει της οδηγίας αυτής, οι αρχές δύνανται μεν καταρχήν να μην παρέχουν πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να προστατεύσουν το εμπορικό ή βιομηχανικό απόρρητο, πλην όμως πρέπει παρά ταύτα να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον και πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση εξυπηρετεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

4.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ενός βιοκτόνου προϊόντος. Πέραν του ζητήματος αν πρόκειται για πληροφορίες περί εκπομπών, χρήζει ιδίως διευκρινίσεως το ζήτημα της επιδράσεως που ασκεί σε αίτηση παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών το γεγονός ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση εμπιστευτικότητας. Τέτοιες αιτήσεις δύνανται να υποβάλλουν οι παραγωγοί στο πλαίσιο των διαδικασιών εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών και βιοκτόνων προϊόντων.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το διεθνές δίκαιο

5.

Το δικαίωμα προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατοχυρώνεται με τη Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος ( 5 ) (στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους) η οποία υπογράφηκε από την Κοινότητα στις 25 Ιουνίου 1998 στο Ώρχους της Δανίας ( 6 ).

6.

Το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Συμβάσεως ρυθμίζει την άρνηση κοινολογήσεως περιβαλλοντικών πληροφοριών για λόγους εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου ως εξής:

«Αίτημα για περιβαλλοντικές πληροφορίες δύναται να απορρίπτεται, εάν η κοινολόγηση θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις:

[…]

δ)

στον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών και βιομηχανικών πληροφοριών, σε περίπτωση που ο εν λόγω εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται βάσει του νόμου, προκειμένου να προστατεύεται νόμιμο οικονομικό συμφέρον. Εντός του πλαισίου αυτού, κοινολογούνται πληροφορίες σχετικά με εκπομπές οι οποίες είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος·

[…]».

7.

Η προστασία εμπιστευτικών εμπορικών πληροφοριών που διαβιβάζονται σε κρατικές αρχές αποτελεί επίσης αντικείμενο του άρθρου 39, παράγραφος 3, της Συμφωνίας TRIPS ( 7 ):

«Σε περιπτώσεις στις οποίες η παροχή έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά φαρμακευτικών προϊόντων ή χημικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και για τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί νέες χημικές ενώσεις προϋποθέτει την υποβολή των αποτελεσμάτων δοκιμών, τα οποία δεν έχουν προηγουμένως δοθεί στη δημοσιότητα, ή άλλου είδους στοιχείων, η συγκέντρωση των οποίων απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, τα μέλη οφείλουν να προστατεύουν τα εν λόγω στοιχεία έναντι αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών. Επιπλέον, τα μέλη διαφυλάσσουν τον απόρρητο χαρακτήρα των εν λόγω στοιχείων, εκτός αν η αποκάλυψή τους είναι αναγκαία για την προστασία του κοινού ή εκτός αν λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των στοιχείων έναντι αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών.»

Β — Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες

8.

Το δικαίωμα προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες απονέμεται βάσει της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Η οδηγία αυτή υλοποιεί στο δίκαιο της Ένωσης το εν λόγω δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνει η Σύμβαση του Ώρχους.

9.

Το άρθρο 2 της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ορίζει, μεταξύ άλλων, την έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.

“Περιβαλλοντική πληροφορία”: οποιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ακουστική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

α)

την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, το χώμα, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων, των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, και η αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων αυτών·

β)

παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

[…]».

10.

Το δικαίωμα προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, να παρέχουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχονται από τις ίδιες ή για λογαριασμό τους σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση και χωρίς ο αιτών να οφείλει να επικαλεσθεί οιοδήποτε συμφέρον.»

11.

Οι εξαιρέσεις ρυθμίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Στην προκείμενη περίπτωση ενδιαφέρει ιδίως η παράγραφος 2, στοιχεία δʹ, εʹ και ζʹ, του άρθρου αυτού:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων περιβαλλοντικών πληροφοριών εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά:

[…]

δ)

τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν η εθνική ή κοινοτική νομοθεσία προβλέπει αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου·

ε)

τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

[…]

ζ)

τα συμφέροντα προστασίας οιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες εθελουσίως χωρίς να του επιβάλλεται ή να είναι δυνατό να του επιβληθεί νομική υποχρέωση, εκτός εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει συναινέσει στην δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών·

[…]

Οι λόγοι απόρριψης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η άρνηση. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχεία α), δ), στ), ζ) και η), να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεων που αφορούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

[…]»

2. Η οδηγία για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

12.

Η οδηγία για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ( 8 ) ρύθμιζε καταρχάς τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

13.

Το άρθρο 13, παράγραφος 7, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αφορά την αποφυγή περιττών δοκιμών σε ζώα:

«Εάν, παρόλα αυτά, ο αιτών και οι κάτοχοι των προηγουμένων εγκρίσεων του ίδιου προϊόντος δεν κατορθώνουν να συμφωνήσουν για την από κοινού χρησιμοποίηση των πληροφοριών, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εθνικά μέτρα [με] τα οποία να υποχρεώσουν τον αιτούντα και τους κατόχους προηγουμένων εγκρίσεων, που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, να μοιραστούν τις πληροφορίες, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη δοκιμών σε σπονδυλωτά, και να καθορίσουν ταυτόχρονα τη διαδικασία για τη χρησιμοποίηση αυτών των πληροφοριών καθώς και τη λελογισμένη ισορροπία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων μερών.»

14.

Το άρθρο 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα περιλαμβάνει την εξής ρύθμιση:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της […] [οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες], τα κράτη μέλη και η Επιτροπή φροντίζουν για την τήρηση [της] εμπιστευτικ[ότητας] των πληροφοριών που υποβάλλουν οι αιτούντες και οι οποίες αποτελούν βιομηχανικό ή εμπορικό απόρρητο, εφόσον το ζητήσει ο αιτών την καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή ο αιτών την έγκριση ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος και εφόσον το κράτος μέλος, ή η Επιτροπή, δεχθούν την αιτιολόγηση που προσκομίζει ο αιτών.»

[Η] εμπιστευτικ[ότητα] δεν ισχύει:

[…]».

3. Ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

15.

O κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ( 9 ) ισχύει, όπως προβλέπεται στο άρθρο 84 αυτού, από τις 14 Ιουνίου 2011, αντικαθιστώντας την οδηγία για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

16.

Η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα έχει ως εξής:

«Οι μελέτες αποτελούν μεγάλη επένδυση. Η επένδυση αυτή θα πρέπει να προστατεύεται ώστε να παρακινείται η έρευνα. Για τον λόγο αυτό οι δοκιμές και οι μελέτες, εκτός από εκείνες στις οποίες χρησιμοποιούνται σπονδυλωτά ζώα, οι οποίες θα υπόκεινται σε υποχρεωτική κοινή χρήση δεδομένων, που υποβάλλονται από έναν αιτούντα προς ένα κράτος μέλος θα πρέπει να προστατεύονται ώστε να μην χρησιμοποιούνται από άλλον αιτούντα. Ωστόσο, η προστασία αυτή θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη για να επιτρέπεται ο ανταγωνισμός. Θα πρέπει επίσης να περιορίζεται σε μελέτες που είναι απολύτως αναγκαίες για κανονιστικούς σκοπούς, ώστε να αποφεύγονται οι αιτήσεις που παρατείνουν τεχνητά την περίοδο προστασίας μέσω της υποβολής νέων μελετών που δεν είναι αναγκαίες. Οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρές και μεσαίες, θα πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά.»

17.

Η τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αναφέρεται στο ζήτημα των αιτήσεων παροχής πληροφοριών. Έχει ως εξής:

«Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και η Αρχή εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά την πρόσβαση και την εμπιστευτικότητα των εγγράφων, είναι σκόπιμο να αποσαφηνισθούν οι διατάξεις όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα που κατέχουν οι αρχές καθώς και την εμπιστευτικότητα των εγγράφων αυτών.»

18.

Το άρθρο 7 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ρυθμίζει τη διαδικασία εγκρίσεως των δραστικών ουσιών. Η παράγραφος 3 αυτού ορίζει τα εξής:

«Κατά την υποβολή της αίτησής του, ο αιτών μπορεί να ζητήσει να τηρηθούν εμπιστευτικές ορισμένες πληροφορίες, μεταξύ άλλων ορισμένα τμήματα του φακέλου, σύμφωνα με το άρθρο 63, και διαχωρίζει ιδιοχείρως τις πληροφορίες αυτές.

Τα κράτη μέλη αξιολογούν τα αιτήματα που αφορούν την εμπιστευτικότητα. Σε περίπτωση αιτήματος πρόσβασης σε πληροφορίες, το κράτος μέλος-εισηγητής αποφασίζει ποιες πληροφορίες θα τηρηθούν εμπιστευτικές.»

19.

Το άρθρο 33 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα περιλαμβάνει διατάξεις επί της διαδικασίας αδειοδοτήσεως για φυτοπροστατευτικά προϊόντα:

«(1)   Ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν.

[…]

(4)   Κατά την υποβολή της αίτησης, ο αιτών μπορεί να ζητεί να τηρηθούν εμπιστευτικές ορισμένες πληροφορίες, μεταξύ άλλων ορισμένα τμήματα του φακέλου, σύμφωνα με το άρθρο 63, και διαχωρίζει ιδιοχείρως τις πληροφορίες.

Ο αιτών υποβάλλει ταυτόχρονα πλήρη κατάλογο των μελετών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 και κατάλογο των εκθέσεων δοκιμών και μελετών για τις οποίες υφίστανται αξιώσεις για την προστασία δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 59.

Σε περίπτωση αιτήματος πρόσβασης σε πληροφορίες, το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση αποφασίζει ποιες πληροφορίες θα τηρηθούν εμπιστευτικές.

[…]»

20.

Το άρθρο 59 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ρυθμίζει την προστασία δεδομένων. Ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«(1)   Οι εκθέσεις δοκιμών και μελετών επωφελούνται από την προστασία δεδομένων υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

[…]

Όταν μια έκθεση προστατεύεται, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το κράτος μέλος που την παρέλαβε προς όφελος άλλων αιτούντων άδεια φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αντιφυτοτοξικών, συνεργιστικών ή προσθέτων, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 62 ή στο άρθρο 80.

[…]

(3)   Η προστασία δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται μόνον εάν ο πρώτος αιτών αξίωσε προστασία δεδομένων για εκθέσεις δοκιμών και μελετών σχετικά με τη δραστική ουσία, το αντιφυτοτοξικό ή το συνεργιστικό, το πρόσθετο και το φυτοπροστατευτικό προϊόν κατά την υποβολή του φακέλου και υπέβαλε στο οικείο κράτος μέλος, για κάθε έκθεση δοκιμών ή μελετών, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο στ) και στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και επιβεβαίωση ότι δεν έχει χορηγηθεί ποτέ περίοδος προστασίας δεδομένων ή δεν έχει λήξει η τυχόν περίοδος προστασίας δεδομένων που είχε χορηγηθεί για την έκθεση δοκιμών ή μελετών.»

21.

Το κεφάλαιο IV του κανονισμού, με τίτλο «Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες», αποτελείται από το άρθρο 63, το οποίο αφορά την εμπιστευτικότητα:

«(1)   Το πρόσωπο που απαιτεί να τηρηθούν εμπιστευτικές οι πληροφορίες που υποβάλλει δυνάμει του παρόντος κανονισμού παρέχει επαληθεύσιμη αιτιολόγηση, η οποία να αποδεικνύει ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά του ή την προστασία της ιδιωτικής ζωής του και της ακεραιότητάς του.

(2)   Η γνωστοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών θεωρείται κανονικά ότι υπονομεύει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ενδιαφερομένων:

α)

η μέθοδος παρασκευής·

β)

ο προσδιορισμός της πρόσμειξης της δραστικής ουσίας, με εξαίρεση τις προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, οικοτοξικολογική και περιβαλλοντική άποψη·

γ)

αποτελέσματα παρτίδων παραγωγής της δραστικής ουσίας, συμπεριλαμβανομένων των προσμείξεων·

δ)

μέθοδοι ανάλυσης προσμείξεων της δραστικής ουσίας, όπως παρασκευάζεται, με εξαίρεση τις μεθόδους για τις προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, οικοτοξικολογική και περιβαλλοντική άποψη·

ε)

διασυνδέσεις μεταξύ του παραγωγού ή του εισαγωγέα και του αιτούντος ή του κατόχου της άδειας·

στ)

πληροφορίες σχετικά με την πλήρη σύνθεση ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος·

ζ)

ονομασίες και διευθύνσεις των προσώπων που συμμετέχουν στη διενέργεια δοκιμών σε σπονδυλωτά ζώα.

(3)   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.»

4. Η οδηγία για τα βιοκτόνα

22.

Η οδηγία για τα βιοκτόνα ( 10 ) περιλαμβάνει κανόνες που ισχύουν στο επίπεδο της Ένωσης και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, την έγκριση και τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων προϊόντων προοριζόμενων για χρήση στα κράτη μέλη. Το άρθρο 19, με τίτλο «Εμπιστευτικότητα», ορίζει τα εξής:

«(1)   Με την επιφύλαξη της […] [οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες], ο αιτών μπορεί να υποδεικνύει στην αρμόδια αρχή τις πληροφορίες που θεωρεί ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως και των οποίων η αποκάλυψη θα μπορούσε να τον ζημιώσει βιομηχανικά ή εμπορικά και συνεπώς επιθυμεί να θεωρηθούν εμπιστευτικές για κάθε άλλο πρόσωπο εκτός των αρμοδίων αρχών και της Επιτροπής. Στις περιπτώσεις αυτές ζητείται πλήρης αιτιολόγηση. Υπό την επιφύλαξη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και των διατάξεων των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 88/379/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη θα λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ο απόρρητος χαρακτήρας της πλήρους σύνθεσης των τυποποιήσεων των προϊόντων, εφόσον ζητείται από τον αιτούντα.

(2)   Η αρμόδια αρχή που παραλαμβάνει την αίτηση αποφασίζει βάσει των εγγράφων που υποβάλλει ο αιτών ποιες πληροφορίες πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Πληροφορίες που θεωρούνται εμπιστευτικές από την αρμόδια αρχή που παραλαμβάνει την αίτηση αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές από τις άλλες αρμόδιες αρχές, τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

(3)   Μετά τη χορήγηση της έγκρισης, το απόρρητο δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση:

[…]»

23.

Η οδηγία για τα βιοκτόνα αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό για τα βιοκτόνα ( 11 ), με ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 2013. Ωστόσο, καθότι οι επίμαχες αιτήσεις εγκρίσεως είχαν υποβληθεί από το 2011, ο κανονισμός αυτός δεν ασκεί επίδραση στην απάντηση που θα δοθεί στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

III – Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

24.

H Bayer CropScience SA-NV (στο εξής: Bayer CropScience) είναι κάτοχος εγκρίσεως για μεγάλο αριθμό φυτοπροστατευτικών προϊόντων καθώς και για ένα βιοκτόνο προϊόν το οποίο βασίζεται στη δραστική ουσία ιμιδακλοπρίδη. Το Stichting de Bijenstichting (στο εξής: ίδρυμα προστασίας των μελισσών), οργάνωση που δραστηριοποιείται σχετικά με το ζήτημα της θνησιμότητας των μελισσών, ζητεί από την αρμόδια ολλανδική αρχή, το College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden (στο εξής: εγκριτική αρχή), να αποκτήσει πρόσβαση στα στοιχεία βάσει των οποίων εγκρίθηκαν τα προϊόντα αυτά.

25.

Η Bayer CropScience δεν υπέβαλε αίτηση εμπιστευτικότητας για τα στοιχεία που προσκόμισε στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως ούτε κατά τον χρόνο της πρώτης εγκρίσεως των προϊόντων αλλά ούτε και κατά την τροποποίηση της εγκρίσεως αυτής ή του νομικού πλαισίου που διέπει τη χρήση των προϊόντων, που εχώρησαν αντιστοίχως στις 28 Απριλίου 2011 και στις 8 Ιουλίου 2011. Μόνο μετά την υποβολή αιτήσεων δημοσιοποιήσεως εκ μέρους του ιδρύματος προστασίας των μελισσών αντιτάχθηκε η Bayer CropScience στη δημοσιοποίηση, επικαλούμενη ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και του εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου και του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων.

26.

Με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2012, η εγκριτική αρχή απέρριψε τις από 11 Μαΐου 2011, 24 Αυγούστου 2011 και 25 Οκτωβρίου 2011 αιτήσεις του ιδρύματος προστασίας των μελισσών, με την αιτιολογία ότι οι αιτήσεις δεν αφορούν πληροφορίες σχετικά με «εκπομπές στο περιβάλλον» και ότι από τη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του γενικού συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση και, αφετέρου, του ειδικού συμφέροντος των κατόχων εγκρίσεως για τήρηση του απορρήτου δεν προκύπτει ότι η δημοσιοποίηση είναι δικαιολογημένη.

27.

Επί της διοικητικής ενστάσεως του ιδρύματος προστασίας των μελισσών εκδόθηκε η από 18 Μαρτίου 2013 απόφαση της εγκριτικής αρχής που δεχόταν εν μέρει την ένσταση και διέτασσε τη δημοσιοποίηση 35 εγγράφων για τον λόγο ότι περιελάμβαναν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον. Ως προς 49 άλλα έγγραφα, η εγκριτική αρχή διαπίστωσε ότι δεν περιελάμβαναν τέτοιες πληροφορίες και ότι δεν συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίησή τους. Ως προς τα έγγραφα αυτά, η εγκριτική αρχή απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση.

28.

Τα 35 έγγραφα τα οποία η εγκριτική αρχή προτίθεται να δημοσιοποιήσει συνίστανται σε εργαστηριακές μελέτες, (ημι)επιτόπιες μελέτες, μία περίληψη και δύο παρουσιάσεις. Οι εργαστηριακές μελέτες περιέχουν δεδομένα σχετικά με δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν για τις επιδράσεις της ιμιδακλοπρίδης σε μέλισσες. Οι (ημι)επιτόπιες μελέτες περιέχουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων καταλοίπων του φυτοπροστατευτικού προϊόντος και/ή της δραστικής ουσίας, στα οποία περιλαμβάνονται μεταβολίτες και προϊόντα τα οποία εκχέονται κατά τη διάσπαση ή την αντίδραση. Πρόκειται —σε γενικές γραμμές— για κατάλοιπα τα οποία, κατόπιν της χρήσεως του φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή του βιοκτόνου, βρίσκονται πάνω ή μέσα σε σπόρους στους οποίους έχει χρησιμοποιηθεί το προϊόν, φύλλα, γύρη ή νέκταρ φυτού (το οποίο προέκυψε από σπόρο στον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί το προϊόν), μέλι και μέλισσες.

29.

Κατόπιν τούτων, προσέφυγαν κατά της αποφάσεως αυτής τόσο η Bayer CropScience όσο και το ίδρυμα προστασίας των μελισσών. Στο πλαίσιο της σχετικής δίκης το College van Beroep voor het bedrijfsleve (διοικητικό δικαστήριο για θέματα εμπορίου και επιχειρήσεων) υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)

Συνεπάγονται οι διατάξεις του άρθρου 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, του άρθρου 63 σε συνδυασμό με το άρθρο 59 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ή του άρθρου 19 της οδηγίας για τα βιοκτόνα ότι πρέπει, πριν από ή κατά την παροχή της άδειας κυκλοφορίας, ή αντιστοίχως πριν από ή κατά την τροποποίηση της άδειας, να λαμβάνεται, για κάθε πηγή πληροφορίας, απόφαση προσβάσιμη στους τρίτους ενδιαφερομένους επί αιτήσεως εμπιστευτικότητας, υπό την έννοια των προαναφερθέντων άρθρων 14, 63 και 19, υποβληθείσας από τον κατά τα εν λόγω άρθρα αιτούντα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα: έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες την έννοια ότι, ελλείψει αποφάσεως κατά την έννοια του προηγούμενου ερωτήματος, οφείλει το καθού, ως εθνική αρχή, να δημοσιοποιήσει τις ζητηθείσες περιβαλλοντικές πληροφορίες όταν η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται μετά τη χορήγηση ή την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας;

3)

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί ο όρος «εκπομπές στο περιβάλλον» του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, λαμβανομένων υπόψη όσων προβλήθηκαν συναφώς από τους διαδίκους τα οποία εκτίθενται στην παράγραφο 5.5 της παρούσας παρεμπίπτουσας αποφάσεως, εξεταζόμενων υπό το πρίσμα του περιεχομένου των εγγράφων το οποίο παρατίθεται στην παράγραφο 5.2;

4)

α) Δύνανται δεδομένα τα οποία αξιολογούν την έκχυση ενός προϊόντος, της δραστικής ουσίας (ή των δραστικών ουσιών) του και άλλων συστατικών του στο περιβάλλον ως αποτέλεσμα της χρήσεως του προϊόντος αυτού να θεωρηθούν «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον»;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχει σημασία το αν τα δεδομένα αυτά ελήφθησαν μέσω (ημι)επιτόπιων μελετών ή άλλων μελετών [όπως για παράδειγμα εργαστηριακών μελετών και μελετών της μεταφοράς οργανικών ενώσεων μέσω του φλοιώματος (translocation)];

5)

Μπορούν να χαρακτηριστούν ως «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» οι πληροφορίες για εργαστηριακές μελέτες στις οποίες η δοκιμή έχει σχεδιαστεί με σκοπό την εξέταση, υπό τυποποιημένες συνθήκες, μεμονωμένων παραμέτρων και στο πλαίσιο αυτό αποκλείονται πολλοί παράγοντες (όπως για παράδειγμα κλιματολογικές επιρροές), οι δε δοκιμές πραγματοποιούνται συχνά με μεγάλες —σε σύγκριση με τη χρήση στην πράξη— δοσολογίες;

6)

Πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να νοηθούν ως «εκπομπές στο περιβάλλον» επίσης τα υπολείμματα μετά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής, για παράδειγμα στον αέρα ή στο έδαφος, στα φύλλα, στη γύρη ή στο νέκταρ ενός φυτού (το οποίο προέκυψε από σπόρο στον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί το προϊόν), στο μέλι ή σε οργανισμούς μη στόχους;

7)

Ισχύει τούτο επίσης για τη μέτρηση της παρασύρσεως (της ουσίας) κατά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής;

8)

Συνεπάγεται ο όρος «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, ότι όταν πρόκειται για εκπομπές στο περιβάλλον πρέπει να δημοσιοποιείται ολόκληρη η πηγή πληροφοριών και όχι μόνο τα δεδομένα (μετρήσεων) που ενδεχομένως μπορούν να εξαχθούν από αυτήν;

9)

Πρέπει για την εφαρμογή του λόγου εξαιρέσεως που αφορά τις εμπιστευτικές εμπορικές ή βιομηχανικές πληροφορίες κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των «εκπομπών» και, αφετέρου, των «απορρίψεων και άλλων εκχύσεων στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες;

30.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν, πέραν της Bayer CropScience και του ιδρύματος προστασίας των μελισσών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πλην της Ελλάδας και της Γερμανίας, οι ανωτέρω ανέπτυξαν και προφορικώς τις θέσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Φεβρουαρίου 2016.

IV – Νομική εκτίμηση

31.

Τα εννέα ερωτήματα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν τρεις θεματικούς άξονες: καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί αν προϋπόθεση για τη μεταχείριση των ζητούμενων πληροφοριών ως εμπιστευτικών αποτελεί το να έχουν υποβάλει οι θιγόμενες επιχειρήσεις από νωρίς σχετική αίτηση (πρώτο και δεύτερο ερώτημα, σχετικώς υπό Α). Εν συνεχεία πρέπει να καθοριστεί τα εύρος εφαρμογής της έννοιας των «πληροφοριών σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» (τρίτο και ένατο ερώτημα, σχετικώς υπό Β). Τέλος, η έννοια αυτή πρέπει να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένου είδους πληροφορίες (τέταρτο έως όγδοο ερώτημα, σχετικώς υπό Γ).

Α — Επί της αιτήσεως εμπιστευτικότητας

32.

Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, τα οποία θα απαντηθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν επί αιτήσεως εμπιστευτικότητας κατά την έννοια του άρθρου 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα πρέπει να εκδοθεί, πριν από ή κατά τη χορήγηση της εγκρίσεως, απόφαση προσβάσιμη σε τρίτους ενδιαφερομένους και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν υπάρχει υποχρέωση αποκαλύψεως των ζητούμενων περιβαλλοντικών πληροφοριών όταν η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται μόνο μετά τη χορήγηση ή την τροποποίηση της εγκρίσεως.

33.

Το αιτούν δικαστήριο εξετάζει στο πλαίσιο αυτό τη νομική εκτίμηση που εξέφερε το ίδρυμα προστασίας των μελισσών κατά την οποία δεν είναι δυνατή η εκ των υστέρων έκδοση αποφάσεως επί της εμπιστευτικότητας όταν αυτή —όπως εν προκειμένω— δεν είχε εκδοθεί κατά την υποβολή της αιτήσεως χορηγήσεως εγκρίσεως ή τροποποιήσεώς της. Συνεπώς, οι εν προκειμένω επίμαχες πληροφορίες δεν τυγχάνουν εμπιστευτικότητας.

34.

Εκ πρώτης όψεως, επιχείρημα υπέρ αυτής της απόψεως φαίνεται να αντλείται από την απόφαση Stichting Natuur en Milieu. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μεριμνούν ώστε τα στοιχεία που παρέχονται από τους αιτούντες άδειες κυκλοφορίας στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων και αποτελούν βιομηχανικό ή εμπορικό απόρρητο να διατηρούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, αν οι εν λόγω αιτούντες υποβάλουν σχετική αίτηση και εφόσον το κράτος μέλος ή η Επιτροπή δέχεται τους προβαλλόμενους από τους ενδιαφερόμενους σχετικούς δικαιολογητικούς λόγους ( 12 ).

35.

Δεν πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο εννοεί ότι ζήτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως τίθεται μόνον εφόσον τούτο ζητείται από τους αιτούντες. Αντιθέτως, η διαπίστωση αυτή αφορά μόνο την εφαρμογή της διαδικασίας υποβολής σχετικής αιτήσεως κατά το άρθρο 14 της οδηγίας για φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

36.

Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες της οποίας οι προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται οσάκις υποβάλλεται αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες ( 13 ). Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν την απόρριψη τέτοιων αιτήσεων, πλην των περιπτώσεων στις οποίες οι οικείες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν η εθνική νομοθεσία ή το δίκαιο της Ένωσης προβλέπουν αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα.

37.

Δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από την οικονομία της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ότι η αρμοδιότητα των κρατών μελών να προστατεύουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών εξαρτάται από την προηγούμενη υποβολή αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Ομοίως, στην οδηγία για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα το δικαίωμα υποβολής τέτοιας αιτήσεως προβλέπεται υπό μορφή απλής δυνατότητας. Εάν δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση, η μόνη έννομη συνέπεια που φαίνεται να προκύπτει είναι ότι οι αρμόδιες αρχές δεν λαμβάνουν απόφαση κατά το χρονικό αυτό σημείο σχετικά με την εμπιστευτική μεταχείριση των επίμαχων πληροφοριών.

38.

Αλλά ακόμη και σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως επί της εμπιστευτικότητας οι αρμόδιες αρχές δεν απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποφανθούν επί αιτήσεως προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τηρουμένου του άρθρου 4 της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ( 14 ). Συνεπώς, ούτε και η μη λήψη αποφάσεως επί της εμπιστευτικότητας εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόσουν το άρθρο 4.

39.

Ούτε από το άρθρο 13, παράγραφος 7, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προκύπτει διαφορετικό συμπέρασμα. Κατά τη διάταξη αυτή, είναι δυνατό να ζητείται από τους κατόχους προηγούμενων εγκρίσεων να θέτουν ορισμένες πληροφορίες στη διάθεση μεταγενέστερων αιτούντων εφόσον με τον τρόπο αυτόν αποτρέπεται η επανάληψη δοκιμών σε ζώα.

40.

Το ίδρυμα προστασίας των μελισσών συνάγει από τη χρήση των διαφορετικών όρων «αιτών» και «κάτοχος προηγούμενων εγκρίσεων» ότι μόνον οι «αιτούντες» δύνανται να ζητήσουν την εμπιστευτικότητα. Όποιος έχει περιέλθει στο καθεστώς του «κατόχου προηγούμενων εγκρίσεων» δεν δύναται πλέον να ζητήσει (αναδρομικώς) την εμπιστευτικότητα.

41.

Ωστόσο, τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί. Συγκεκριμένα, το άρθρο 13, παράγραφος 7, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ρυθμίζει αποκλειστικώς το ειδικότερο ζήτημα του χειρισμού της συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ αιτούντος και κατόχου προηγούμενων εγκρίσεων σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα πειραμάτων σε σπονδυλωτά ζώα. Όσον αφορά, αντιθέτως, τον χειρισμό άλλων ζητημάτων στο πλαίσιο της οδηγίας για φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο όρος «κάτοχος προηγούμενων εγκρίσεων» δεν ασκεί καμία επιρροή. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών στις περιπτώσεις αιτήσεων προσβάσεως.

42.

Αυτή η σχέση μεταξύ του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως εμπιστευτικότητας και της προστασίας με την οποία περιβάλλει τα εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα η οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ανταποκρίνεται εξάλλου και στους σκοπούς της κάθε ρυθμίσεως. Το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως του άρθρου 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σκοπό έχει να διευκολύνει την αρμόδια αρχή να αναγνωρίσει τις ευαίσθητες πληροφορίες. Ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού το οποίο αφορά την αποτελεσματικότητα των δημόσιων αρχών δεν δικαιολογεί όμως την υπονόμευση (υπέρτερων) θεμιτών οικονομικών συμφερόντων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων τα οποία, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, πρέπει να διαφυλάσσονται μέσω της προστασίας των εμπορικών ή βιομηχανικών απορρήτων.

43.

Στην πράξη, η μη υποβολή αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως μπορεί όμως να έχει συνέπειες όσον αφορά την προστασία των εμπορικών ή βιομηχανικών απορρήτων. Πράγματι, χωρίς την υποβολή τέτοιας αιτήσεως οι αρμόδιες αρχές κατά κανόνα μπορούν να θεωρήσουν ότι είναι δυνατή η δημοσιοποίηση όσων πληροφοριών δεν χρήζουν προδήλως προστασίας ως εμπορικά ή βιομηχανικά απόρρητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν οφείλουν να συνεννοηθούν με την επιχείρηση πριν τη δημοσιοποίηση.

44.

Το άρθρο 19 της οδηγίας για τα βιοκτόνα και το άρθρο 63 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αντιστοιχούν —καθόσον ενδιαφέρει για εν προκειμένω επίμαχο ζήτημα— σε μεγάλο βαθμό στο άρθρο 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και ως εκ τούτου δεν οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

45.

Κατά συνέπεια, στα πρώτα δύο ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν θέτει ως προϋπόθεση, για την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών οι οποίες προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών εγκρίσεως κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ή της οδηγίας για τα βιοκτόνα, ότι έχει υποβληθεί προηγούμενη αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, του άρθρου 19 της οδηγίας για τα βιοκτόνα ή του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

Β — Επί της ερμηνείας της ρήτρας περί εκπομπών

46.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επικεντρώνεται στη ρήτρα περί εκπομπών του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προβλέπουν την απόρριψη αιτήσεως δυνάμει των λόγων που δικαιολογούν εξαίρεση κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ, δʹ, στʹ, ζʹ και ηʹ, εφόσον η αίτηση αυτή αφορά πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον. Κατά συνέπεια, στη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με εκπομπές δεν αντιτάσσεται η προστασία διαδικασιών των δημόσιων αρχών, εμπορικών απορρήτων, προσωπικών δεδομένων, προσώπων τα οποία υπέβαλαν πληροφορίες οικειοθελώς, καθώς και συμφερόντων προστασίας του περιβάλλοντος.

47.

Ωστόσο, η οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν περιλαμβάνει ορισμό των «εκπομπών στο περιβάλλον». Ούτε η Σύμβαση του Ώρχους, την οποία εν μέρει εφαρμόζει η οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας αυτής.

48.

Επί του ζητήματος αυτού τοποθετήθηκα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu όπου εξέθεσα ότι ως πληροφορίες σχετικές με εκπομπές στο περιβάλλον πρέπει να θεωρηθούν τόσο οι πληροφορίες σχετικά με την έκχυση ουσιών όσο και οι πληροφορίες για τις συνέπειες τέτοιας εκχύσεως ( 15 ). Το Δικαστήριο, αντιθέτως, δεν έχει ακόμα αποφανθεί επί του ζητήματος.

49.

Το ένατο ερώτημα θέτει όμως ένα ζήτημα που δεν έχει έως τώρα διερευνηθεί, ήτοι το αν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, εκπομπών και, αφετέρου, απορρίψεων και άλλων εκχύσεων στο περιβάλλον (σχετικώς υπό 1). Κατόπιν τούτου θα εξετάσω το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος το οποίο σκοπό έχει να διευκρινιστεί αν η έννοια της εκπομπής αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας ΟΠΕΡ ( 16 ) και/ή του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές ( 17 ) (σχετικώς υπό 2). Εν συνεχεία απαντώ το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, ήτοι αν το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών πρέπει να περιοριστεί σε πληροφορίες σχετικά με πραγματικές εκπομπές (σχετικώς υπό 3). Το πεδίο ισχύος της ερμηνείας της ρήτρας περί εκπομπών που θα προκύψει από τα ανωτέρω θα πρέπει εντούτοις να περιορισθεί υπό το πρίσμα του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (σχετικώς υπό 4).

1. Επί της διακρίσεως μεταξύ εκπομπών, απορρίψεων και άλλων εκχύσεων

50.

Με το ένατο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν για την εφαρμογή του λόγου εξαιρέσεως που αφορά την εμπιστευτικότητα των εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, «εκπομπών» και, αφετέρου, «απορρίψεων και άλλων εκχύσεων στο περιβάλλον». Αν γίνει δεκτή τέτοια διάκριση, η έννοια της εκπομπής θα πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς.

51.

Επιχειρήματα υπέρ της διακρίσεως είναι δυνατό να αντληθούν από το ιστορικό θεσπίσεως και από τη διάρθρωση της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες.

52.

Η πρόταση εκδόσεως οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση περιελάμβανε στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, αυτής ρύθμιση κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προβλέψουν ότι, σε περίπτωση εμπορικών ή βιομηχανικών απορρήτων, οι αιτήσεις μπορούν να απορριφθούν για τον λόγο αυτό, εφόσον οι εν λόγω αιτήσεις αφορούν πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές, τις απορρίψεις ή άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον οι οποίες αποτελούν αντικείμενο των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας ( 18 ). Για τις εκπομπές, τις απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον θα έπρεπε επομένως να ισχύσει ενιαία ρύθμιση.

53.

Ωστόσο, στην κοινή θέση του Συμβουλίου, το γράμμα της διατάξεως αυτής περιορίστηκε στις εκπομπές με την αιτιολογία ότι επιδιωκόταν να ευθυγραμμιστεί εκ νέου με το γράμμα της Συμβάσεως του Ώρχους ( 19 ).

54.

Το Κοινοβούλιο, αντιθέτως, συνέχισε να προκρίνει την παράλληλη χρήση των όρων «εκπομπές», «απορρίψεις» και «άλλες εκχύσεις» ( 20 ). Ωστόσο, δεν στάθηκε δυνατό να επικρατήσει η θέση αυτή στην επιτροπή συνδιαλλαγής με αποτέλεσμα το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες να λάβει τη σημερινή του μορφή.

55.

Από τα ανωτέρω θα μπορούσε να συναχθεί ότι η ρήτρα περί εκπομπών δεν καταλαμβάνει τις «απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον».

56.

Μια παραλλαγή της θέσεως αυτής υποστηρίζουν η Γερμανία και η Bayer CropScience βασιζόμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Κατά τη διάταξη αυτή, η έννοια «περιβαλλοντική πληροφορία» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με παράγοντες όπως, μεταξύ άλλων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκχύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.

57.

Η Γερμανία και Bayer CropScience συνάγουν από την ανωτέρω διάταξη ότι η έννοια των εκπομπών πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν απομένει πεδίο εφαρμογής για τις έννοιες «απορρίψεις» και «άλλες εκχύσεις».

58.

Φρονώ όμως ότι η διάκριση αυτή είναι πεπλανημένη. Η ακριβής οριοθέτηση μεταξύ εκπομπών και απορρίψεων ούτε συνάδει με τους σκοπούς της ρήτρας περί εκπομπών ούτε προκύπτει από το λεκτικό νόημα της καθενός από τους όρους αυτούς.

59.

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Συμβάσεως του Ώρχους, οι πληροφορίες σχετικά με εκπομπές οι οποίες είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να κοινολογούνται. Η διάκριση μεταξύ εκπομπών, απορρίψεων και άλλων εκχύσεων δεν φαίνεται ωστόσο να έχει κάποια σημασία για την προστασία του περιβάλλοντος.

60.

Η σημασία των όρων εκπομπή, απόρριψη και έκχυση επιβεβαιώνει τον σκοπό αυτό, καθότι σε μεγάλο βαθμό αλληλοεπικαλύπτονται. Μολονότι οι εκπομπές θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε εκχύσεις στην ατμόσφαιρα και οι απορρίψεις αντιθέτως σε εκχύσεις υγρών, μια τέτοια οριοθέτηση μεταξύ των δύο εννοιών θα ήταν μάλλον τεχνητή.

61.

Τούτο καταδεικνύεται από τον ορισμό της έννοιας των εκπομπών που περιλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις οποίες η έννοια αυτή ταυτίζεται ως επί το πλείστον με την έννοια της απορρίψεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές ορίζει ως εκπομπές την «άμεση ή έμμεση απόρριψη ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος, από σημειακές ή διάχυτες πηγές της εγκατάστασης». Επίσης το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη ( 21 ) ορίζει ως εκπομπές την απελευθέρωση στο περιβάλλον ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών, συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι ορισμοί αυτοί δεν αφήνουν περιθώριο διακρίσεως μεταξύ των εννοιών των εκπομπών, των απορρίψεων και των άλλων εκχύσεων.

62.

Ομοίως, η από κοινού χρήση των τριών όρων στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν έχει σκοπό τον περιορισμό της έννοιας των εκπομπών. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εξυπηρετεί πρωτίστως τον σκοπό της κατά το δυνατό ευρύτερης περιγραφής των εκχύσεων στο περιβάλλον. Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τους σκοπούς της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, η οποία, κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, αυτής, αποβλέπει στην επίτευξη της ευρύτερης δυνατής συστηματικής διαθέσεως και διαδόσεως περιβαλλοντικών πληροφοριών στο κοινό ( 22 ). Στην έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας πρέπει συνεπώς να προσδοθεί ευρύ περιεχόμενο ( 23 ).

63.

Για τον λόγο αυτό, οι όροι των εκπομπών, των απορρίψεων και των άλλων εκχύσεων αναπόφευκτα αλληλοεπικαλύπτονται, γεγονός που δεν είναι πρωτόγνωρο για την οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ( 24 ). Αντιθέτως, οι όροι αυτοί δεν έχουν σκοπό να δημιουργήσουν αυστηρώς διακριτές κατηγορίες περιβαλλοντικών πληροφοριών στις οποίες να αντιστοιχούν διαφορετικές έννομες συνέπειες όσον αφορά την πρόσβαση.

64.

Κανέναν άλλον σκοπό δεν μπορεί να εξυπηρετούσε η μεσολαβήσασα χρήση των τριών όρων στη ρήτρα περί εκπομπών κατά τις διαβουλεύσεις για την έκδοση της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ του περιορισμού της έννοιας της εκπομπής ή υπέρ της προσδόσεως διαφορετικών έννομων αποτελεσμάτων στους τρεις όρους. Αντιθέτως, η επιλογή να μη χρησιμοποιηθούν και οι τρεις όροι εξηγείται, αφενός, από την πρόθεση ευθυγραμμίσεως με τη Σύμβαση του Ώρχους, και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο όρος εκπομπή περιγράφει ήδη επαρκώς τις εκχύσεις που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ρυθμίσεως.

65.

Συνεπώς, στο πλαίσιο της ρήτρας περί εκπομπών του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ εκπομπών, απορρίψεων και άλλων εκχύσεων.

2. Επί του ορισμού των εκπομπών σε άλλες οδηγίες

66.

Ο ορισμός των εκπομπών στο άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές, για τον οποίο έγινε λόγος ανωτέρω, οδηγεί στην εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου ερωτήματος σχετικά με το αν το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών περιορίζεται σε εκπομπές που προέρχονται από εγκαταστάσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων κατά κανόνα δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ως εκπομπή καθότι η έκχυση των προϊόντων αυτών δεν προέρχεται από εγκατάσταση.

67.

Η άποψη αυτή δεν αντλεί έρεισμα από το γράμμα της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες καθότι αυτή δεν παραπέμπει σε άλλες οδηγίες όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας της εκπομπής. Τουναντίον: η αρχική πρόταση της Επιτροπής να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών σε «εκπομπές οι οποίες αποτελούν αντικείμενο των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας», ήτοι σε εκπομπές, όπως αυτές ορίζονται σε άλλες οδηγίες, δεν επικράτησε ( 25 ).

68.

Ορισμένοι συμμετέχοντες στη διαδικασία στηρίζουν όμως το επιχείρημα περί περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών στις εκπομπές από εγκαταστάσεις στις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Ώρχους. Εκεί προτεινόταν αρχικώς η χρησιμοποίηση του ορισμού του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας ΟΠΕΡ κατά την εφαρμογή της ρήτρας περί εκπομπών της Συμβάσεως του Ώρχους ( 26 ). Στη δεύτερη έκδοση γίνεται αντιθέτως παραπομπή στον ταυτόσημο ορισμό των εκπομπών του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές ( 27 ). Αμφότεροι οι ορισμοί περιορίζουν την έννοια των εκπομπών σε εκχύσεις από εγκαταστάσεις.

69.

Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Ώρχους μπορούν να θεωρηθούν ως επεξηγηματικό έγγραφο, το οποίο θα ήταν δυνατόν, ενδεχομένως, να ληφθεί υπόψη, μαζί με άλλα σχετικά στοιχεία, για την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής, εντούτοις οι αναλύσεις που περιέχουν δεν είναι δεσμευτικές και δεν έχουν την κανονιστική ισχύ των διατάξεων της Συμβάσεως του Ώρχους ( 28 ).

70.

Σε σχέση με το υπό εξέταση ερώτημα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στις κατευθυντήριες γραμμές δεν αιτιολογείται για ποιον λόγο πρέπει να ισχύσει ειδικώς ο ορισμός της οδηγίας ΟΠΕΡ και της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές. Θα μπορούσε επί παραδείγματι επίσης να εφαρμοστεί ο ορισμός του άρθρου 2, σημείο 8, της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη βάσει του οποίου δεν αποτελεί κριτήριο το αν οι εκπομπές προέρχονται από εγκαταστάσεις, αλλά το αν αποδίδονται σε ανθρώπινη δραστηριότητα.

71.

Δεν υφίσταται ούτε κάποιος ιδιαίτερος σύνδεσμος μεταξύ της οδηγίας ΟΠΕΡ ή της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές και του δικαιώματος προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή ειδικώς του αναφερόμενου σε εγκαταστάσεις ορισμού των εκπομπών. Μολονότι ευσταθεί ότι η οδηγία ΟΠΕΡ και τα αντίστοιχα τμήματα της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές συμβάλλουν στην εφαρμογή της Συμβάσεως του Ώρχους ( 29 ), εντούτοις οι διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους που αναφέρονται σε εγκαταστάσεις έχουν σαφώς πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής από ό,τι το δικαίωμα προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

72.

Επίσης, από μια προσεκτικότερη εξέταση της ρήτρας περί εκπομπών του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Συμβάσεως του Ώρχους καθίσταται σαφές ότι ο περιορισμός στις εκπομπές από εγκαταστάσεις αντιστρατεύεται μάλιστα τον επιδιωκόμενο σκοπό. Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, κοινολογούνται πληροφορίες σχετικά με εκπομπές οι οποίες είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος. Το αν οι εκπομπές προέρχονται από εγκαταστάσεις είναι όμως άνευ σημασίας όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι εκπομπές που προέρχονται από τις μεταφορές ( 30 ). Αντιστοίχως, στις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Ώρχους, αμέσως πριν την παραπομπή στον ορισμό των εκπομπών που περιλαμβάνεται στην οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές, εκτίθεται επίσης η παρατήρηση ότι στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών της Συμβάσεως πρέπει να εμπίπτει κατά βάση κάθε πληροφορία για εκπομπές ( 31 ).

73.

Καθότι επομένως η ρήτρα περί εκπομπών πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς, είναι πιο εύλογο οι διάφοροι ορισμοί της έννοιας να χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα και να μη ληφθούν υπόψη οι περιορισμοί οι οποίοι συναρτώνται μόνο προς τον σκοπό της εκάστοτε κανονιστικής ρυθμίσεως.

74.

Στο πλαίσιο αυτό, από τον ορισμό των εκπομπών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας για τον περιορισμό των εκπομπών ορισμένων ρύπων στην ατμόσφαιρα από μεσαίου μεγέθους μονάδες καύσεως ( 32 ) προκύπτει ότι η έννοια της εκπομπής καταλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τις απορρίψεις. Ο περιλαμβανόμενος στον ορισμό αυτό περιορισμός σε απορρίψεις στην ατμόσφαιρα από μονάδες καύσεως οφείλεται αντιθέτως αποκλειστικώς στο πολύ περιορισμένο αντικείμενο της οδηγίας αυτής και είναι συνεπώς άνευ σημασίας.

75.

Ο ορισμός των εκπομπών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές επιβεβαιώνει ότι οι εκπομπές καταλαμβάνουν τις εκχύσεις ουσιών. Επιπλέον, από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι περιλαμβάνονται επίσης οι εκχύσεις κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου διότι μπορεί προδήλως να είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Συμβάσεως του Ώρχους. Προκύπτει ακόμη ότι, αυταποδείκτως, σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος είναι όχι μόνον οι εκχύσεις στον αέρα αλλά και στα ύδατα ή το έδαφος.

76.

Αντιθέτως, ο ρητός περιορισμός στις εκπομπές που προέρχονται από εγκαταστάσεις συνάδει μόνο προς τον σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές για ρύθμιση αυτής της ειδικότερης κατηγορίας εκπομπών. Ο σκοπός αυτός δεν έχει όμως καμιά σημασία για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εκπομπές οι οποίες είναι σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος.

77.

Ο ορισμός των εκπομπών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη επιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο το αν οι εκπομπές εκχέονται από εγκαταστάσεις. Αντιθέτως, κριτήριο αποτελεί το αν αποδίδονται σε ανθρώπινη δραστηριότητα. Επιπλέον, από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι ακόμη και η έκχυση οργανισμών και μικροοργανισμών μπορεί να αποτελέσει εκπομπή καθότι και αυτή μπορεί να είναι σημαντική για την προστασία του περιβάλλοντος. Το γεγονός ότι στον εν λόγω ορισμό δεν μνημονεύονται οι εκχύσεις κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου δεν αποτελεί, αντιθέτως, λόγο αποκλεισμού τους από το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών.

78.

Προτείνω συνεπώς η ρήτρα περί εκπομπών να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την έκχυση ουσιών, οργανισμών, μικροοργανισμών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στο περιβάλλον, και ιδίως στον αέρα, τα ύδατα ή το έδαφος συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας.

3. Επί του περιορισμού σε πληροφορίες σχετικά με πραγματικές εκπομπές

79.

Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος ζητείται να διευκρινιστεί αν το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών περιορίζεται σε πραγματικές εκπομπές. Στο πλαίσιο αυτό, χρήζουν διευκρινίσεως, αφενός, η οριοθέτηση έναντι των υποθετικών εκπομπών (σχετικώς υπό αʹ) και, αφετέρου, το ζήτημα αν οι πληροφορίες περί εκπομπών καταλαμβάνουν μόνο τις εκπομπές καθαυτές ή επίσης και τις πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις τους (σχετικώς υπό βʹ).

α) Επί της οριοθετήσεως έναντι των υποθετικών εκπομπών

80.

Προπάντων η Επιτροπή, επικαλούμενη τις προτάσεις μου στην υπόθεση Ville de Lyon, υποστηρίζει ότι η ρήτρα περί εκπομπών καταλαμβάνει μόνο πραγματικές και όχι υποθετικές εκπομπές. Οι εν προκειμένω επίμαχες πληροφορίες δεν αφορούν όμως πραγματικές εκπομπές.

81.

Είναι αληθές ότι στις προτάσεις μου εκείνες είχα εκφράσει την άποψη ότι η προστασία των εμπορικών απορρήτων παύει με την απελευθέρωση των ουσιών τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες για τις οποίες τηρήθηκε το απόρρητο ( 33 ).

82.

Ακόμη, η έννοια των περιβαλλοντικών πληροφοριών επιτάσσει οι εκπομπές να επηρεάζουν ή να ενδέχεται να επηρεάσουν τα κατά το άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες στοιχεία του περιβάλλοντος. Η περίπτωση στην οποία μια τέτοια επίδραση είναι, το πολύ, υποθετικώς δυνατή εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.

83.

Συμμερίζομαι συνεπώς την άποψη της Επιτροπής ότι οι πληροφορίες σχετικά με υποθετικές εκπομπές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών.

84.

Ωστόσο, τα εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα κατά κανόνα εκχέονται βάσει του προορισμού τους. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι οι πληροφορίες σχετικά με την έγκρισή τους δεν έχουν ως αντικείμενο υποθετικές εκπομπές.

β) Επί των πληροφοριών σχετικά με τις επιδράσεις των εκπομπών

85.

Πολύ σημαντικότερο είναι το ζήτημα αν ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών στις πραγματικές εκπομπές σημαίνει ότι αυτή καταλαμβάνει μόνο πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές καθαυτές, ήτοι μόνο στοιχεία περί του πότε και πού πραγματοποιήθηκε κάποια εκπομπή. Στην περίπτωση αυτή, στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών θα ενέπιπταν μόνο πολύ λίγες από τις πληροφορίες που θα προέκυπταν από διαδικασίες εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή βιοκτόνων. Θα επρόκειτο κατ’ ουσίαν για στοιχεία σχετικά με την έκχυση του προϊόντος σε επιτόπιες δοκιμές. Αντιθέτως, ήδη τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών δεν θα θεωρούνταν πλέον ως πληροφορίες σχετικά με εκπομπές.

86.

Όπως όμως ήδη εξέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. ( 34 ), ακριβώς οι συνέπειες των εκπομπών είναι ο λόγος για τον οποίον οι πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές στο περιβάλλον θα πρέπει κατά κανόνα να κοινοποιούνται, καθόσον το κοινό έχει αυξημένο συμφέρον να πληροφορηθεί κατά ποιον τρόπο μπορεί να επηρεαστεί από μια εκπομπή. Πριν από την εκπομπή, οι επιδράσεις στον άνθρωπο και το περιβάλλον είναι μάλλον απίθανες ή τουλάχιστον περιορίζονται στο πεδίο του κατόχου των εμπορικών απορρήτων. Αντιθέτως, οι εκχυθείσες ουσίες αλληλεπιδρούν αναγκαστικά με το περιβάλλον και ενδεχομένως και με τον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτόν, στις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Ώρχους υπογραμμίζεται ότι η προστασία των εμπορικών απορρήτων παύει με την απελευθέρωση των ουσιών τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες για τις οποίες τηρήθηκε το απόρρητο ( 35 ). Βάσει των ανωτέρω, οι πιθανές επιδράσεις στο περιβάλλον ειδικώς δεν πρέπει να θεωρούνται ως εμπορικά απόρρητα.

87.

Η κατάσταση που αντιμετωπίζει το ίδρυμα προστασίας των μελισσών καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ερμηνείας αυτής. Το ίδρυμα εκφράζει την ανησυχία ότι ορισμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα βλάπτουν τις μέλισσες των οποίων επιδιώκει την προστασία. Για να διερευνήσει τη βασιμότητα της ανησυχίας αυτής απαιτείται να έχει την πληρέστερη δυνατή πρόσβαση στον φάκελο της διαδικασίας εγκρίσεως των προϊόντων αυτών. Μόνον ο φάκελος αυτός καθιστά δυνατό να διακριβωθεί και να ελεγχθεί το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε η αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ενδεχομένως να επικριθεί το σκεπτικό αυτό για τον λόγο ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους κινδύνους που εγκυμονούν τα προϊόντα αυτά για τις μέλισσες ( 36 ).

88.

Κατά συνέπεια, η ρήτρα περί εκπομπών καταλαμβάνει όχι μόνο τα στοιχεία για τις εκπομπές καθαυτές, αλλά και τις πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις των εκπομπών.

4. Επί του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

89.

Πάντως, ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο οποίος εκδόθηκε μετά τη θέσπιση της ρήτρας περί εκπομπών, τροποποιεί το νομικό καθεστώς καθόσον το άρθρο 63, παράγραφος 2, αυτού περιλαμβάνει κατάλογο πληροφοριών των οποίων η γνωστοποίηση θα υπονόμευε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

90.

Ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα είναι εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης ratione temporis. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, αυτού, ο κανονισμός αυτός ισχύει από τις 14 Ιουνίου 2011 και ήταν έκτοτε εφαρμοστέος, όπως επιβεβαιώνεται από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 80, παράγραφος 5, που αφορά τις εκκρεμείς διαδικασίες εκδόσεως ή τροποποιήσεως αδειών.

91.

Τυπικώς, βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο κατάλογος των άξιων προστασίας πληροφοριών δεν εμποδίζει την εφαρμογή της διαλαμβανόμενης στην οδηγία για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ρήτρας περί εκπομπών.

92.

Πρώτον, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο κατάλογος ισχύει με την επιφύλαξη της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες και επομένως δεν θίγει τη ρήτρα περί εκπομπών.

93.

Δεύτερον, ο κατάλογος απλώς αποσαφηνίζει ποιες πληροφορίες εμπίπτουν στο προστατευτικό καθεστώς το οποίο ισχύει για ορισμένες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως. Το ζήτημα αν οι πληροφορίες αυτές πρέπει παρ’ όλα αυτά να δημοσιοποιούνται όταν συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν προδικάζεται με τον κατάλογο αυτόν. Το ζήτημα ακριβώς αυτό ρυθμίζει η ρήτρα περί εκπομπών όσον αφορά τις περιπτώσεις πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, θεσπίζoντας νόμιμο τεκμήριο περί συνδρομής υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

94.

Μια τέτοια όμως προσκολλημένη στον τύπο προσέγγιση παραγνωρίζει ότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση του καταλόγου, τελούσε ασφαλώς σε γνώση του ότι οι πληροφορίες αυτές προκύπτουν σε συσχετισμό με την έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Εάν θεωρούσε ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών διότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προορίζονται να απελευθερωθούν στο περιβάλλον, τούτο θα σήμαινε ότι θα είχε θεσπίσει κατάλογο με πληροφορίες ιδιαζόντως άξιες εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ο οποίος όμως θα στερούνταν πάσης πρακτικής αποτελεσματικότητας. Πράγματι, υπό την εκδοχή αυτή θα συνέτρεχε για τις πληροφορίες αυτές πάντοτε το τεκμήριο του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για διάδοσή τους. Όπως όμως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης είχε σκοπό να θεσπίσει ρύθμιση στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας.

95.

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης υπόρρητα επανεκτίμησε την πρότερη στάθμιση μεταξύ των εμπλεκόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών και συνακόλουθα εξειδίκευσε το εύρος εφαρμογής της ρήτρας περί εκπομπών, συστέλλοντάς το.

96.

Η επανεκτίμηση αυτή επιμένει ιδίως στην ανάγκη προστασίας των πληροφοριών που αφορούν την πλήρη σύνθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος και προσμείξεις που περιέχονται στη δραστική ουσία. Όπως εκτέθηκε κατά τη διαδικασία επί της υποθέσεως C‑673/13 P, οι πληροφορίες αυτές είναι ευαίσθητες ιδίως για τον λόγο ότι καθιστούν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη διαδικασία παραγωγής με αποτέλεσμα να διευκολύνουν τις απομιμήσεις ( 37 ). Κατά συνέπεια, η ως άνω επανεκτίμηση στην οποία προέβη ο νομοθέτης συνάδει με τη στάθμιση την οποία διενήργησε το Δικαστήριο στην απόφαση ABNA κ.λπ. ( 38 ) και την οποία επικαλείται η Bayer CropScience.

97.

Επομένως, η ρήτρα περί εκπομπών δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές πρέπει συνεπώς να λαμβάνεται απόφαση επί τη βάσει σταθμίσεως σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες.

98.

Χάριν πληρότητας επισημαίνω ότι το άρθρο 66 του κανονισμού για τα βιοκτόνα περιλαμβάνει περαιτέρω ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, οι οποίες όμως δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης ratione temporis ούτε και όσον αφορά το βιοκτόνο προϊόν.

5. Συμπέρασμα

99.

Επομένως, στην έννοια «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι καταλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την έκχυση ουσιών, οργανισμών, μικροοργανισμών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στο περιβάλλον, και ιδίως στον αέρα, τα ύδατα ή το έδαφος συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις των εκπομπών αυτών, αλλά δεν καταλαμβάνει τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

100.

Ούτε το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των εμπορικών απορρήτων που αφορούν πληροφορίες σχετικά με εκπομπές αλλά ούτε και το άρθρο 39, παράγραφος 3, της Συμφωνίας TRIPS αντιτίθενται κατ’ ανάγκη στην ερμηνεία αυτή. Πράγματι, ο νομοθέτης μπορούσε να κρίνει ότι το συμφέρον για πληροφόρηση σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδράσεις των εκπομπών είναι υπέρτερο των οικονομικών συμφερόντων για προστασία των εμπορικών και βιομηχανικών απορρήτων ( 39 ).

101.

Όσον αφορά ειδικότερα τη Σύμβαση TRIPS, ο νομοθέτης έκρινε ότι στις περιπτώσεις των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των βιοκτόνων η προστασία του κοινού καθιστά αναγκαία την πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες και ότι ο κατάλογος των ιδιαζόντως ευαίσθητων πληροφοριών του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα παρέχει επαρκή προστασία. Το ζήτημα των αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών είναι ανεξάρτητο από τα παραπάνω και αποτελεί αντικείμενο ειδικών κανόνων, όπως επί παραδείγματι σε συνάρτηση με την «προστασία δεδομένων» στο πλαίσιο της φυτουγειονομικής νομοθεσίας.

102.

Τέλος, επισημαίνεται ότι, σε συνάρτηση με το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα, το Δικαστήριο επανειλημμένως παρέλειψε να προβεί σε έλεγχο της συγκεκριμένης επιμέρους περιπτώσεως δεχόμενο γενικής ισχύος τεκμήρια ( 40 ). Μολονότι τα τεκμήρια αυτά αφορούσαν σε όλες τις περιπτώσεις την άρνηση της προσβάσεως, ωστόσο θα ήταν εξίσου δυνατή και η ύπαρξη τεκμηρίων υπέρ της προσβάσεως.

Γ — Επί διαφόρων επιμέρους ερωτημάτων

103.

Τα ερωτήματα 4 έως 8 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν διάφορα λεπτομερή ζητήματα τα οποία είναι δυνατό να απαντηθούν μάλλον ευχερώς επί τη βάσει της ερμηνείας της ρήτρας περί εκπομπών που μόλις αναπτύχθηκε. Πράγματι, όλα τα ερωτήματα αυτά αφορούν πληροφορίες οι οποίες εξυπηρετούν τον σκοπό της εκτιμήσεως των συνεπειών της εκχύσεως των προϊόντων. Μάλιστα, εκ πρώτης όψεως οι εν λόγω πληροφορίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, αν και τούτο απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να το επαληθεύσει, σε περίπτωση που διατυπωθούν σχετικές αντιρρήσεις.

104.

Βάσει των ανωτέρω, ο όρος «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας για τις περιβαλλοντικές πληροφορίες καταλαμβάνει ιδίως τα εξής:

δεδομένα τα οποία αξιολογούν την έκχυση ενός προϊόντος, της δραστικής ουσίας (ή των δραστικών ουσιών) του και άλλων συστατικών του στο περιβάλλον ως αποτέλεσμα της χρήσεως του προϊόντος αυτού, ανεξαρτήτως του αν τα δεδομένα αυτά ελήφθησαν μέσω (ημι)επιτόπιων μελετών ή άλλων μελετών [όπως για παράδειγμα εργαστηριακών μελετών και μελετών της μεταφοράς οργανικών ενώσεων μέσω του φλοιώματος (translocation)] ·

πληροφορίες για εργαστηριακές μελέτες στις οποίες η δοκιμή έχει σχεδιαστεί με σκοπό την εξέταση, υπό τυποποιημένες συνθήκες, μεμονωμένων παραμέτρων και στο πλαίσιο αυτό αποκλείονται πολλοί παράγοντες (όπως για παράδειγμα κλιματολογικές επιρροές), οι δε δοκιμές πραγματοποιούνται συχνά με μεγάλες —σε σύγκριση με τη χρήση στην πράξη— δοσολογίες ·

κατάλοιπα μετά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής, για παράδειγμα στον αέρα ή στο έδαφος, στα φύλλα, στη γύρη ή στο νέκταρ ενός φυτού (το οποίο προέκυψε από σπόρο στον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί το προϊόν), στο μέλι ή σε οργανισμούς μη στόχους·

μέτρηση της παρασύρσεως (της ουσίας) κατά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής·

ολόκληρη την πηγή πληροφοριών και όχι μόνο τα δεδομένα (μετρήσεων) που ενδεχομένως μπορούν να εξαχθούν από αυτήν.

V – Πρόταση

105.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν θέτει ως προϋπόθεση, για την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών οι οποίες προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών εγκρίσεως κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή της οδηγίας 98/8/ΕΚ για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά, ότι έχει υποβληθεί προηγούμενη αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 91/414, του άρθρου 19 της οδηγίας 98/8 ή του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά.

2)

Στην έννοια «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/4 πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι καταλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την έκχυση ουσιών, οργανισμών, μικροοργανισμών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στο περιβάλλον, και ιδίως στον αέρα, τα ύδατα ή το έδαφος συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις των εκπομπών αυτών, αλλά δεν καταλαμβάνει τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009.

3)

Ο όρος «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/4 καταλαμβάνει ιδίως τα εξής:

δεδομένα τα οποία αξιολογούν την έκχυση ενός προϊόντος, της δραστικής ουσίας (ή των δραστικών ουσιών) του και άλλων συστατικών του στο περιβάλλον ως αποτέλεσμα της χρήσεως του προϊόντος αυτού, ανεξαρτήτως του αν τα δεδομένα αυτά ελήφθησαν μέσω (ημι)επιτόπιων μελετών ή άλλων μελετών [όπως για παράδειγμα εργαστηριακών μελετών και μελετών της μεταφοράς οργανικών ενώσεων μέσω του φλοιώματος (translocation)] ·

πληροφορίες για εργαστηριακές μελέτες στις οποίες η δοκιμή έχει σχεδιαστεί με σκοπό την εξέταση, υπό τυποποιημένες συνθήκες, μεμονωμένων παραμέτρων και στο πλαίσιο αυτό αποκλείονται πολλοί παράγοντες (όπως για παράδειγμα κλιματολογικές επιρροές), οι δε δοκιμές πραγματοποιούνται συχνά με μεγάλες —σε σύγκριση με τη χρήση στην πράξη— δοσολογίες ·

κατάλοιπα μετά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής, για παράδειγμα στον αέρα ή στο έδαφος, στα φύλλα, στη γύρη ή στο νέκταρ ενός φυτού (το οποίο προέκυψε από σπόρο στον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί το προϊόν), στο μέλι ή σε οργανισμούς μη στόχους·

μέτρηση της παρασύρσεως (της ουσίας) κατά την εφαρμογή του προϊόντος στη διάταξη δοκιμής, καθώς και

ολόκληρη την πηγή πληροφοριών και όχι μόνο τα δεδομένα (μετρήσεων) που ενδεχομένως μπορούν να εξαχθούν από αυτήν.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Βλ. επί παραδείγματι European Academies’ Science Advisory Council, Ecosystem services, agriculture and neonicotinoids, EASAC policy report 26, Απρίλιος 2015, http://www.easac.eu/fileadmin/Reports/Easac_15_ES_web_complete_01.pdf

( 3 ) Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41, σ. 26).

( 4 ) Απόφαση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 43).

( 5 ) ΕΕ 2005, L 124, σ. 4.

( 6 ) Εγκριθείσα με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1).

( 7 ) Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου που περιλαμβάνεται ως παράρτημα 1Γ στη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1).

( 8 ) Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309, σ. 1).

( 10 ) Οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123, σ. 1).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΕ) 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167, σ. 1).

( 12 ) Απόφαση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 50).

( 13 ) Απόφαση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 51).

( 14 ) Απόφαση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 51).

( 15 ) Προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:546, σημεία 93 έως 95).

( 16 ) Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26).

( 17 ) Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334, σ. 17).

( 18 ) Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της προτάσεως οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση που υπέβαλε η Επιτροπή, COM(2000) 402 τελικό, σ. 25 (εν μέρει δημοσιευμένη σε ΕΕ C 337E, σ. 156).

( 19 ) Αιτιολόγηση της κοινής θέσεως της 28ης Ιανουαρίου 2002 (έγγραφο 11878/1/01 του Συμβουλίου, REV 1 ADD 1, σ. 10) και ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση, SEC(2002) 103 τελικό.

( 20 ) ΕΕ 2003, C187E, σ. 124.

( 21 ) Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (ΕΕ L 143, σ. 56).

( 22 ) Βλ. απόφαση Fish Legal (C‑279/12, EU:C:2013:853, σκέψη 66).

( 23 ) Αποφάσεις Mecklenburg (C‑321/96, EU:C:1998:300, σκέψη 19), Glawischnig (C‑316/01, EU:C:2003:343, σκέψη 24).

( 24 ) Απόφαση Office of Communications (C‑71/10, EU:C:2011:525, σκέψη 30).

( 25 ) Βλ. σημεία 52 έως 54 ανωτέρω.

( 26 ) Stec/Casey-Lefkowitz/Jendrośka, The Aarhus Convention: An Implementation Guide, New York 2000, σ. 60 (σ. 76 της γαλλικής αποδόσεως).

( 27 ) Ebbesson/Gaugitsch/Miklau/Jendrośka/Stec/Marshall, The Aarhus Convention: An Implementation Guide, 2η έκδ. 2014, σ. 88.

( 28 ) Αποφάσεις Flachglas Torgau (C‑204/09, EU:C:2012:71, σκέψη 36) καθώς και Solvay κ.λπ. (C‑182/10, EU:C:2012:82, σκέψη 27).

( 29 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές.

( 30 ) Βλ. ήδη προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:546, σημείο 90).

( 31 ) Ebbesson κ.λπ., βλ. υποσημείωση 27, σ. 88.

( 32 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2193 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015 (ΕΕ L 313, σ. 1).

( 33 ) Προτάσεις μου στην υπόθεση Ville de Lyon (C‑524/09, EU:C:2010:613, σημεία 73 και 74).

( 34 ) Υπόθεση C‑266/09, EU:C:2010:546, σημείο 95.

( 35 ) Ebbesson κ.λπ., βλ. υποσημείωση 27, σ. 88.

( 36 ) Ομοίως απόφαση Azelvandre (C‑552/07, EU:C:2009:96, σκέψη 51).

( 37 ) Βλ. σημείο 21 των σημερινών προτάσεών μου στην υπόθεση αυτή.

( 38 ) Απόφαση ABNA κ.λπ. (C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψεις 82 και 83).

( 39 ) Βλ. αποφάσεις Nelson κ.λπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 81) και Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψεις 113 έως 115) και προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu κ.λπ. (C‑266/09, EU:C:2010:546, σημείο 95).

( 40 ) Αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (C‑139/07 P, EU:C:2010:376, σκέψη 61), Σουηδία κατά API και Επιτροπής (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 94), Επιτροπή κατά Agrofert Holding (C‑477/10 P, EU:C:2012:394, σκέψη 64), Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob (C‑553/10 P και C‑554/10 P, EU:C:2012:682, σκέψη 123) καθώς και LPN κατά Επιτροπής (C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 49).

Top