Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0438

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet της 14ης Ιανουαρίου 2016.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:11

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 14ης Ιανουαρίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑438/14

Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff

κατά

Standesamt der Stadt Karlsruhe,

Zentraler Juristischer Dienst der Stadt Karlsruhe

[αίτηση του Amtsgericht Karlsruhe (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ιθαγένεια της Ένωσης — Άρνηση των αρχών κράτους μέλους να καταχωρίσουν στο μητρώο γεννήσεων τίτλους ευγενείας και δηλωτικό τίτλου ευγενείας που αποτελούν τμήμα επωνύμου το οποίο απέκτησε ενήλικας σε άλλο κράτος μέλος — Περίπτωση στην οποία ο αιτών, ο οποίος έχει την ιθαγένεια και των δύο εμπλεκομένων κρατών μελών, απέκτησε το ονοματεπώνυμο κατόπιν δικής του αιτήσεως»

I – Εισαγωγή

1.

Η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff, Γερμανού και Βρετανού υπηκόου, και των γερμανικών αρχών, οι οποίες αρνήθηκαν να μεταβάλουν τα ονόματα και το επώνυμό του στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του και να προσθέσουν στο μητρώο γεννήσεων τίτλους ευγενείας ως μέρος του ονοματεπωνύμου που αυτός απέκτησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff» ( 2 ).

2.

Η κρινόμενη υπόθεση εντάσσεται σε μακρά σειρά υποθέσεων που αφορούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια σε σχέση με το ονοματεπώνυμο, οι οποίες οδήγησαν στις αποφάσεις Κωνσταντινίδης (C‑168/91, EU:C:1993:115), Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539), Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559), Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), καθώς και Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291).

3.

Παρά τις ομοιότητές της με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), η κρινόμενη υπόθεση διαφέρει από την τελευταία υπό την έννοια ότι ο αιτών στην κύρια δίκη είναι υπήκοος δύο κρατών μελών και το γερμανικό δίκαιο επιτρέπει τη χρήση τίτλων ευγενείας ως συστατικού μέρους του ονοματεπωνύμου, παρότι έχουν καταργηθεί και δεν επιτρέπεται πλέον η απονομή τους.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α ‐ Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

5.

Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«1.   Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.

2.   Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες. Έχουν μεταξύ άλλων:

α)

το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών,

[...]

Τα δικαιώματα αυτά ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που ορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους.»

6.

Το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει ως εξής:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους.»

Β ‐ Το γερμανικό δίκαιο

7.

Το άρθρο 123, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland), της 23ης Μαΐου 1949 (BGBl. σ. 1, στο εξής: Θεμελιώδης Νόμος), ορίζει ότι «[δ]ίκαιο προγενέστερο της πρώτης συγκλήσεως του Bundestag εξακολουθεί να ισχύει εφόσον δεν αντιβαίνει στον [Θεμελιώδη Νόμο]».

8.

Το άρθρο 109 του Γερμανικού Συντάγματος (Verfassung des Deutschen Reichs) το οποίο θεσπίστηκε στις 11 Αυγούστου 1919 στη Βαϊμάρη και τέθηκε σε ισχύ στις 14 Αυγούστου 1919 (Reichsgesetzblatt 1919, σ. 1383, στο εξής: Σύνταγμα της Βαϊμάρης), ορίζει τα εξής:

«Όλοι οι Γερμανοί είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.

Καταρχήν, οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Νομικά προνόμια ή μειονεκτήματα που στηρίζονται στη γέννηση ή την κοινωνική θέση πρέπει να καταργηθούν. Οι τίτλοι ευγενείας ισχύουν μόνον ως τμήμα του ονοματεπωνύμου. Στο εξής δεν επιτρέπεται η απονομή τους.

Τίτλοι απονέμονται μόνο σε σχέση με τον χαρακτηρισμό αξιώματος ή επαγγέλματος· οι ακαδημαϊκοί τίτλοι δεν θίγονται.

Το Κράτος δεν απονέμει παράσημα ούτε μετάλλια.

Κανένας Γερμανός δεν μπορεί να δεχθεί τίτλο ή παράσημο από αλλοδαπή κυβέρνηση.»

9.

Ο εισαγωγικός νόμος του Αστικού Κώδικα (Einführungsgesetz zum Bürgerlichen Gesetzbuch) της 21ης Σεπτεμβρίου 1994 (BGBl. I σ. 2494, corrigendum 1997 I, σ. 1061, στο εξής: EGBGB), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 5 – Προσωπική κατάσταση

(1)   Όταν γίνεται αναφορά στο δίκαιο του κράτους ιθαγενείας ορισμένου προσώπου και το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος περισσοτέρων κρατών, εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους με το οποίο το πρόσωπο διατηρεί τον στενότερο δεσμό, ιδίως λόγω της συνήθους διαμονής του ή λόγω της πορείας της ζωής του. Εάν το πρόσωπο είναι και Γερμανός, αυτή η νομική κατάσταση προηγείται.

[…]

Άρθρο 6 – Δημόσια τάξη

Κανόνας δικαίου άλλου κράτους δεν εφαρμόζεται, εάν η εφαρμογή του παράγει αποτέλεσμα το οποίο αντιβαίνει προδήλως σε βασικές αρχές του γερμανικού δικαίου. Δεν εφαρμόζεται ιδίως εάν η εφαρμογή του αντιβαίνει στα θεμελιώδη δικαιώματα.

[…]

Άρθρο 10 – Όνομα

(1)   Το όνομα φυσικού προσώπου καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας του προσώπου αυτού.

[…]

Άρθρο 48 – Επιλογή ονόματος που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εάν το όνομα φυσικού προσώπου καθορίζεται από το γερμανικό δίκαιο, το πρόσωπο αυτό δύναται, κατόπιν δηλώσεως ενώπιον του ληξιαρχείου, να επιλέξει το όνομα που έχει αποκτήσει κατά τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οποίο υφίσταται ληξιαρχική καταχώριση στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον η επιλογή αυτή δεν αντιβαίνει προδήλως σε βασικές αρχές του γερμανικού δικαίου. Η επιλογή ονόματος ισχύει αναδρομικώς από τον χρόνο της ληξιαρχικής καταχωρίσεως στο άλλο κράτος μέλος, εκτός εάν το πρόσωπο δηλώσει ρητώς ότι η επιλογή αυτή θα ισχύσει μόνο για το μέλλον. Η δήλωση πρέπει να έχει επικυρωθεί ή καταρτισθεί από δημόσια αρχή. […]»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10.

Ο αιτών στην κύρια δίκη γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1963 στην Καρλσρούη (Γερμανία) με το ονοματεπώνυμο Nabiel Bagadi. Η γέννηση καταχωρίστηκε στο μητρώο γεννήσεων του ληξιαρχείου της Καρλσρούης.

11.

Αργότερα, και κατόπιν υιοθεσίας, ο Nabiel Bagadi έλαβε το γερμανικό επώνυμο Bogendorff, το οποίο στη συνέχεια άλλαξε, όπως και το όνομά του, με αποτέλεσμα το σημερινό γερμανικό του ονοματεπώνυμο να είναι «Nabiel Peter Bogendoorff von Wolffersdorff».

12.

Το 2001 ο N. Bogendorff von Wolffersdorff εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου, από το 2002, άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του συμβούλου επί πτωχευτικών ζητημάτων στο Λονδίνο.

13.

Το 2004 ο N. Bogendorff von Wolfersdorff απέκτησε τη βρετανική ιθαγένεια με πολιτογράφηση.

14.

Με δήλωση («Deed Poll») της 26ης Ιουλίου 2004, η οποία κατατέθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 στο Supreme Court of England and Wales (ανώτατο δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας, Ηνωμένο Βασίλειο), ο N. Bogendorff von Wolffersdorff άλλαξε το όνομά του σε «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff», η δήλωση δε αυτή δημοσιεύθηκε στη The London Gazette της 8ης Νοεμβρίου 2004 ( 3 ).

15.

Το 2005, λόγω εγκυμοσύνης της συζύγου του, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff μετέφερε την κατοικία του από το Λονδίνο στο Chemnitz της Γερμανίας, όπου γεννήθηκε η θυγατέρα του στις 28 Φεβρουαρίου 2006.

16.

Η γέννηση της θυγατέρας του, η οποία έχει διπλή, γερμανική και βρετανική, ιθαγένεια, δηλώθηκε στο γενικό προξενείο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ντύσσελντορφ στις 23 Μαρτίου 2006. Στη βρετανική πράξη γεννήσεως και στο βρετανικό διαβατήριο αναγράφονται τα ονόματα και το επώνυμο «Larissa Xenia Gräfin von Wolffersdorff Freiin von Bogendorff».

17.

Εντούτοις, το ληξιαρχείο του Chemnitz αρνήθηκε να εγγράψει τη θυγατέρα του N. Bogendorff von Wolffersdorff με το βρετανικό της ονοματεπώνυμο, επικαλούμενο το άρθρο 10 του EGBGB.

18.

Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2011, το Oberlandesgericht Dresden (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο της Δρέσδης, Γερμανία) επέβαλε στις δημοτικές αρχές του Chemnitz να εγγράψουν τη θυγατέρα του N. Bogendorff von Wolffersdorff με το βρετανικό της ονοματεπώνυμο, κρίνοντας τα εξής:

«[τ]ο γεγονός ότι, μετά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος της Βαϊμάρης, οι τίτλοι ευγενείας δεν αποτελούν πλέον τίτλους με τη στενή του όρου έννοια, αλλά πρέπει να χρησιμοποιούνται ως τμήμα του επωνύμου (και έχουν μεταβληθεί, έτσι, σε πραγματικά επώνυμα, βλ. Henrich/Wagenitz, Deutsches Namensrecht, 2007, 015, σημείο 9, “Επώνυμα-τίτλοι ευγενείας”), δεν ασκεί επιρροή στην ονοματοδοσία της ενδιαφερομένης, στην οποία πρέπει άμεσα να αποδοθεί ένα επώνυμο. Νοείται ως επώνυμο το τμήμα του ονόματος το οποίο, ενώ προ της θέσεως σε ισχύ του Συντάγματος της Βαϊμάρης, θα αποτελούσε τίτλο ευγενείας, έπεται του κυρίου ονόματος και δεν προηγείται αυτού. Δεν πρόκειται για απονομή τίτλου ευγενείας στην ενδιαφερομένη, πράξη η οποία, κατά το μοναρχικό Σύνταγμα, αποτελούσε προνόμιο του ανώτατου άρχοντα συνδεόμενο με την αναγνώριση ευγενούς καταγωγής. Σε αντίθεση με όσα έκρινε το Landgericht, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης δεν περιέχει απαγόρευση της χρήσεως των τίτλων ευγενείας στο όνομα, όπως προβλέπει, για παράδειγμα, ο αυστριακός νόμος περί καταργήσεως των τίτλων ευγενείας του 1919, επί του οποίου το Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2010 (StAZ 2011, σ. 77). Έτσι, στη Γερμανία έχει αναγνωριστεί ότι, ακόμη και στο πολίτευμα της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπό ορισμένες περιστάσεις, ένα επώνυμο που περιέχει τίτλο ευγενείας μπορεί να μεταβιβαστεί με μεταβολή του ονόματος κατά το δημόσιο δίκαιο (Henrich/Wagenitz όπ.π.· βλ. […] OVG Hamburg StAZ 2007, σ. 46· BVerwG DVBI. 1997, σ. 616)» ( 4 ).

19.

Επομένως, σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η θυγατέρα του N. Bogendorff von Wolffersdorff φέρει ως Γερμανίδα υπήκοος τα ονόματα και το επώνυμο «Larissa Xenia Gräfin von Wolffersdorff Freiin von Bogendorff», τα οποία φέρει και ως Βρετανίδα υπήκοος.

20.

Στις 22 Μαΐου 2013 ο N. Bogendorff von Wolffersdorff υπέβαλε δήλωση επικυρωμένη από δημόσια αρχή στο Standesamt der Stadt Karlsruhe (ληξιαρχείο του Δήμου Καρλσρούης), ζητώντας να καταχωρισθεί στο μητρώο γεννήσεων το όνομα και το επώνυμο που απέκτησε κατά το βρετανικό δίκαιο ως επώνυμο κατά τη γέννηση, σύμφωνα με το άρθρο 48 του EGBGB, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το ληξιαρχείο.

21.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff ζήτησε από το Amtsgericht Karlsruhe (περιφερειακό δικαστήριο της Καρλσρούης, Γερμανία) να διατάξει το ληξιαρχείο του Δήμου της Καρλσρούης να τροποποιήσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 49, παράγραφος 1, του νόμου περί προσωπικής καταστάσεως (Personenstandsgesetz), την πράξη γεννήσεώς του αναδρομικώς από τις 22 Σεπτεμβρίου 2004, ώστε να εμφανίζεται με τα ονόματα και το επώνυμο «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff».

22.

Το ληξιαρχείο του Δήμου της Καρλσρούης αντιτάχθηκε στην αίτηση αυτή, επικαλούμενο την επιφύλαξη της δημοσίας τάξεως που προβλέπεται από το άρθρο 48 του EGBGB.

23.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Amtsgericht Karlsruhe αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 18 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους οφείλουν να αναγνωρίζουν τη μεταβολή ονοματεπωνύμου υπηκόου του εν λόγω κράτους, εάν αυτός είναι συγχρόνως υπήκοος και άλλου κράτους μέλους και κατά τη διάρκεια της συνήθους διαμονής του σε αυτό το άλλο κράτος προέβη σε μεταβολή ονοματεπωνύμου μη συνδεόμενη με μεταβολή οικογενειακής καταστάσεως και απέκτησε ονοματεπώνυμο της επιλογής του συνοδευόμενο από δηλωτικά τίτλων ευγενείας, εφόσον είναι πιθανό να μην υπάρξει ουσιαστικός δεσμός με το εν λόγω κράτος στο μέλλον, ενώ στο πρώτο κράτος μέλος έχουν καταργηθεί μεν συνταγματικώς οι τίτλοι ευγενείας, αλλά τα δηλωτικά τίτλων ευγενείας που ίσχυαν κατά τον χρόνο της καταργήσεως μπορούν να διατηρούνται ως συστατικά στοιχεία του ονοματεπωνύμου;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2014. Ο N. Bogendorff von Wolffersdorff, η Zentraler Juristischer Dienst der Stadt Karlsruhe (κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης), η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και τις ανέπτυξαν προφορικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2015.

V – Ανάλυση

25.

Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ είναι αντίθετα στην άρνηση των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους να αναγνωρίσουν τη μεταβολή ονοματεπωνύμου ενός υπηκόου του κράτους μέλους αυτού όταν ο εν λόγω υπήκοος είναι συγχρόνως υπήκοος και άλλου κράτους μέλους και απέκτησε, κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας παραμονής του στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, ονοματεπώνυμο της επιλογής του το οποίο περιέχει δηλωτικά τίτλων ευγενείας.

Α ‐ Επί του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ

26.

Σημειώνεται εξ αρχής ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «[μ]ολονότι […] οι κανόνες σχετικά με τη μεταγραφή στις ληξιαρχικές πράξεις του επωνύμου και του ονόματος των φυσικών προσώπων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών» ( 5 ).

27.

Δεδομένου ότι η ιθαγένεια της Ένωσης, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, η εφαρμογή του άρθρου 20 ΣΛΕΕ προϋποθέτει την ύπαρξη στοιχείου το οποίο να συνδέει την επίδικη κατάσταση με το δίκαιο της Ένωσης ( 6 ).

28.

Εν προκειμένω, η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης και η Γερμανική Κυβέρνηση φρονούν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του EGBGB, και δεδομένου ότι ο N. Bogendorff von Wolffersdorff είναι Γερμανός πολίτης, εφαρμόζεται στη μεταβολή του ονοματεπωνύμου του μόνο το γερμανικό δίκαιο.

29.

Το Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική επιχειρηματολογία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539), σε σχέση με τους κανόνες του βελγικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το οποίο, όπως και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του EGBGB, προβλέπει ότι, σε περίπτωση διπλής ιθαγένειας, υπερισχύει η βελγική. Διατάξεις όπως τα εν λόγω άρθρα της βελγικής και της γερμανικής νομοθεσίας δεν μπορούν να αποκλείσουν τη σύνδεση της επίδικης καταστάσεως με το δίκαιο της Ένωσης ούτε την εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου στην ιθαγένεια.

30.

Στη σκέψη 27 της αποφάσεως Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539), το Δικαστήριο έκρινε ότι «υφίσταται σύνδεσμος με το [δίκαιο της Ένωσης] προκειμένου για τα πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση όμοια με αυτή των τέκνων του G. Avello, τα οποία είναι υπήκοοι κράτους μέλους και διαμένουν νομίμως εντός άλλου κράτους μέλους».

31.

Στη σκέψη 28 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «[σ]το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί το ότι οι ενδιαφερόμενοι της κύριας δίκης έχουν επίσης την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο διαμένουν από τη γέννησή τους, η οποία, σύμφωνα με τις αρχές του εν λόγω κράτους, είναι, για τον λόγο αυτό, η μόνη ιθαγένεια που το κράτος αυτό αναγνωρίζει. Πράγματι, δεν απόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους να περιορίζει τα αποτελέσματα της απονομής της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους, επιβάλλοντας, για την άσκηση των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη [ΛΕΕ] θεμελιωδών ελευθεριών, πρόσθετη προϋπόθεση αναγνωρίσεως της εν λόγω ιθαγένειας».

32.

Επομένως, από την ως άνω νομολογία προκύπτει σαφώς ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης και η Γερμανική Κυβέρνηση, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff, ο οποίος έχει τη βρετανική ιθαγένεια και διαμένει νομίμως στη Γερμανία, μπορεί να επικαλεστεί σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την εφαρμογή του τελευταίου στις σχέσεις του με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χωρίς η γερμανική του ιθαγένεια να αποτελεί εμπόδιο στη διαπίστωση αυτή.

33.

Ο διασυνοριακός χαρακτήρας της υποθέσεως ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο N. Bogendorff von Wolffersdorff απέκτησε σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο και κατά τη νόμιμη διαμονή του στην Αγγλία τα ονόματα και το επώνυμο των οποίων επιδιώκει την αναγνώριση στη Γερμανία, ασκώντας το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία, το οποίο του παρέχουν τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

34.

Επομένως, η άρνηση των γερμανικών αρχών να αναγνωρίσουν, καθ’ όλα τους τα στοιχεία, ένα όνομα και ένα επώνυμο που αποκτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από Ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος έχει συγχρόνως τη βρετανική και τη γερμανική ιθαγένεια, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί ιθαγένειας, δηλαδή των άρθρων 18 ΣΛΕΕ, 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

Β ‐ Επί της υπάρξεως διακρίσεως απαγορευόμενης από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ

1. Τα επιχειρήματα των διαδίκων

35.

Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν η μη αναγνώριση της μεταβολής του ονοματεπωνύμου πολίτη με διπλή, γερμανική και βρετανική, ιθαγένεια μπορεί να είναι αντίθετη προς το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγένειας.

36.

Κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεν επιτρέπεται η διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων ούτε η παρόμοια αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων. Οι πολίτες με διπλή ιθαγένεια, δεδομένου ότι συναντούν ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά το επώνυμό τους και, ως εκ τούτου, διαφοροποιούνται από τα πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια ενός μόνον κράτους μέλους, τελούν σε διαφορετική κατάσταση.

37.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι η άρνηση των γερμανικών αρχών να αναγνωρίσουν το ονοματεπώνυμο το οποίο απέκτησε ο N. Bogendorff von Wolffersdorff στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά παρόμοια μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, η οποία είναι αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

38.

Η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η εφαρμογή του γερμανικού δικαίου σε Γερμανό υπήκοο δεν μπορεί να συνιστά διάκριση λόγω ιθαγένειας.

39.

Η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης δεν αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, αλλά υποστηρίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου που απαιτεί την αναγνώριση ονόματος που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος στηρίζεται στην αρχή της πρώτης εγγραφής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, υπερισχύει το όνομα που καταχωρίστηκε νομίμως για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος. Επομένως, η άρνηση αναγνωρίσεως της μεταβολής του ονοματεπωνύμου στην οποία προέβη ο αιτών εντός κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια απέκτησε μεταγενέστερα δεν συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

2. Εκτίμηση

40.

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, «η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο» ( 7 ).

41.

Όπως προανέφερα ( 8 ), το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα αυτό στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539), στην οποία το βελγικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο προέβλεπε, όπως προβλέπει αντίστοιχα και το γερμανικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ( 9 ), ότι, κατά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε περίπτωση διπλής ιθαγένειας, υπερισχύει η βελγική ιθαγένεια ( 10 ).

42.

Το Δικαστήριο εξέτασε αν τα πρόσωπα που έχουν μόνο τη βελγική ιθαγένεια και εκείνα που έχουν και την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους βρίσκονται σε κατάσταση «διαφορετική, οπότε, σύμφωνα με την αρχή περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, [τα δεύτερα] μπορούν να αξιώσουν διαφορετική μεταχείριση απ’ αυτή της οποίας τυγχάνουν τα πρόσωπα που έχουν μόνο βελγική ιθαγένεια» ( 11 ).

43.

Δεδομένου ότι οι Βέλγοι υπήκοοι με διπλή ιθαγένεια υπέκειντο σε δύο διαφορετικά νομικά συστήματα, γεγονός το οποίο μπορούσε να τους προκαλέσει προβλήματα ακριβώς λόγω του ότι φέρουν διαφορετικά επώνυμα, το Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως ότι «διαφοροποιούν[ται] από τα πρόσωπα που έχουν μόνον τη βελγική ιθαγένεια και, επομένως, μόνον ένα επώνυμο» ( 12 ).

44.

Κατά συνέπεια, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης, η μεταγενέστερη κτήση της βρετανικής ιθαγένειας ή η νυν διαμονή στη Γερμανία δεν ασκούν καμιά επιρροή επί του αν η κατάσταση πρέπει να χαρακτηριστεί ως διαφορετική.

45.

Επιπλέον, εκτιμώ ότι το ζήτημα αν η κατάσταση προσώπου με διπλή ιθαγένεια είναι διαφορετική από εκείνη προσώπου που έχει μόνο τη γερμανική ιθαγένεια δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο κτήσεως του ονοματεπωνύμου του. Η διαφορετική κατάσταση από την οποία θα απέρρεε δικαίωμα σε διαφορετική μεταχείριση, προκειμένου να αποφευχθούν οι διακρίσεις, προκύπτει από το γεγονός ότι το πρόσωπο με διπλή ιθαγένεια υπόκειται σε δύο διαφορετικά καθεστώτα.

46.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι Γερμανοί υπήκοοι που φέρουν διαφορετικά επώνυμα λόγω των διαφορετικών νομοθεσιών στις οποίες υπάγονται λόγω ιθαγένειας μπορούν να επικαλεστούν δυσχέρειες που χαρακτηρίζουν την κατάστασή τους, στοιχείο που τους διαφοροποιεί από τα πρόσωπα που έχουν μόνο τη γερμανική ιθαγένεια, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον η νομοθεσία της δεύτερης ιθαγένειάς τους αναγνώρισε διαφορετικό επώνυμο από εκείνο που τους αναγνωρίζει η γερμανική νομοθεσία. Η κατάστασή τους, επομένως, είναι διαφορετική και απαιτεί διαφορετική μεταχείριση από εκείνη των προσώπων που έχουν μόνο τη γερμανική ιθαγένεια.

47.

Όπως, όμως, και η Επιτροπή, θεωρώ ότι η μεταχείριση του N. Bogendorff von Wolffersdorff από τις γερμανικές αρχές είναι η ίδια με εκείνη των προσώπων που έχουν μόνο τη γερμανική ιθαγένεια, παρότι η κατάστασή του διαφέρει από τη δική τους λόγω της διπλής του ιθαγένειας.

48.

Συντρέχει, επομένως, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Στη συνέχεια, θα εξετάσω την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της παραβιάσεως αυτής ( 13 ).

Γ ‐ Επί της υπάρξεως περιορισμού των άρθρων 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

49.

Κατά την Επιτροπή, η άρνηση αναγνωρίσεως της μεταβολής ονόματος σε περιπτώσεις όπως η επίδικη συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο κατοχυρώνεται από τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ, καθώς η χρήση διαφορετικών ονοματεπωνύμων σε δύο κράτη μέλη θα μπορούσε να παρεμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος αυτού, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα επαγγελματικής και προσωπικής φύσεως.

50.

Η Επιτροπή φρονεί ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνον στην περίπτωση της μη αναγνωρίσεως ενός ονόματος που δόθηκε στο κράτος μέλος γεννήσεως ή κατοικίας του προσώπου, αλλά και όταν το θιγόμενο πρόσωπο έχει τη διπλή ιθαγένεια των δύο κρατών μελών. Τα ονόματα και το επώνυμο που φέρει ο N. Bogendorff von Wolffersdorff στο Ηνωμένο Βασίλειο («Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff») και στη Γερμανία («Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff») είναι διαφορετικά και η διαφορά αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγχυση και σε προβλήματα, αφού ο αιτών δεν θα μπορεί πλέον να επικαλεστεί τα έννομα αποτελέσματα εγγράφων που έχουν εκδοθεί σε ένα από τα δύο κράτη μέλη.

51.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από τα πραγματικά περιστατικά ούτε σημαντική δυσκολία ταυτοποιήσεως του N. Bogendorff von Wolffersdorff ούτε σημαντικά εμπόδια που να προκαλούν εις βάρος του συγκεκριμένα μειονεκτήματα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Στηριζόμενη στο σκεπτικό αυτό, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στην επίδικη περίπτωση δεν περιορίζεται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας.

52.

Καταρχάς, η χρήση του βρετανικού ονοματεπωνύμου του αιτούντος μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο σημαίνει ότι το ονοματεπώνυμο αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα σημαντικό για την ταυτοποίησή του και την ένταξή του στο οικογενειακό του περιβάλλον στη Γερμανία. Δεύτερον, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο αιτών άφησε να παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της εξαετίας από τη μεταβολή του ονόματός του στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι την υποβολή αιτήσεως στο γερμανικό ληξιαρχείο.

53.

Η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης επικεντρώνεται στη διαφορά μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559). Κατά την άποψή της, η νομολογία αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη άλλη υποχρέωση πέρα από την αναγνώριση της μεταβολής ονοματεπωνύμου που έχει καταχωριστεί στο κράτος μέλος γεννήσεως ή κατοικίας. Σύμφωνα με την αρχή της πρώτης εγγραφής ( 14 ), η άρνηση αναγνωρίσεως ονοματεπωνύμου που αποκτήθηκε σε κράτος μέλος του οποίου ο αιτών απέκτησε μεταγενέστερα την ιθαγένεια δεν αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

2. Εκτίμηση

54.

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους πολίτες κράτους μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που αναγνωρίζει το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 15 ).

55.

Από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση προσώπου που έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, το γεγονός ότι «υποχρεούται να φέρει στο εν λόγω κράτος μέλος επώνυμο διαφορετικό από εκείνο που του δόθηκε και καταχωρίστηκε στο κράτος μέλος γεννήσεως και κατοικίας του μπορεί να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος [αυτού]» ( 16 ).

56.

Αν η αρχή αυτή ισχύει στην περίπτωση προσώπων, τα οποία, όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559) και Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), έχουν την ιθαγένεια ενός μόνον κράτους μέλους, ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση προσώπων τα οποία, όπως ο N. Bogendorff von Wolffersdorff, έχουν την ιθαγένεια περισσότερων κρατών μελών.

57.

Πράγματι, το όνομα ενός προσώπου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του και της ιδιωτικής ζωής του, οι οποίες προστατεύονται βάσει του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 ( 17 ).

58.

Όπως έκρινε για πρώτη φορά το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539), «η χρήση διαφορετικών επωνύμων ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στους ενδιαφερομένους τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο, τα οποία οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε δυσχέρειες όσον αφορά τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να επικαλεσθούν, εντός του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια, τα έννομα αποτελέσματα πράξεων ή εγγράφων στα οποία αναγράφεται το επώνυμο που αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος του οποίου έχουν επίσης την ιθαγένεια» ( 18 ).

59.

Από τη νομολογία που ακολούθησε την απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539) προκύπτει ότι «σε πολλές καθημερινές περιπτώσεις τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα απαιτείται η απόδειξη της ταυτότητας» ( 19 ) και ότι μια «διαφορά επωνύμου είναι ικανή να προκαλέσει αμφιβολίες όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου […], καθώς και τη γνησιότητα των προσκομιζόμενων εγγράφων ή την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται σ’ αυτά» ( 20 ).

60.

Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 64), το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε «να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, οι λέξεις “Fürstin von” δεν θεωρούνται τίτλος ευγενείας, αλλά συστατικό στοιχείο ονόματος».

61.

Κατά συνέπεια, στην υπόθεση εκείνη, το όνομα «Fürstin von Sayn-Wittgenstein» θεωρήθηκε ως ενιαίο επώνυμο αποτελούμενο από περισσότερα στοιχεία και κρίθηκε ότι «τα ονόματα Fürstin von Sayn-Wittgenstein και Sayn-Wittgenstein δεν [ήταν] τα ίδια» ( 21 ).

62.

Ομοίως, τα ονόματα «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff» και «Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff» δεν ταυτίζονται. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η απόκλιση μεταξύ των δύο ονοματεπωνύμων ενός προσώπου είναι καταρχήν ικανή προκαλέσει σύγχυση και προβλήματα.

63.

Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, κατά τη νομολογία, απαιτείται η επίμαχη εθνική νομοθεσία να «ενδέχεται να προκαλέσει “σοβαρά προβλήματα” στους ενδιαφερομένους τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο» ( 22 ) και ιδίως τον «συγκεκριμένο κίνδυνο […] να επωμιστούν την υποχρέωση να αίρουν κάθε φορά τις αμφιβολίες περί την [ταυτότητά τους], καθώς και [περί] τη γνησιότητα των εγγράφων που επιδεικνύουν» ( 23 ).

64.

Είναι, κατ’ εμέ, πρόδηλο ότι το κριτήριο αυτό πληρούται εν προκειμένω για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εξέθεσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 66 έως 70 της αποφάσεως Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), και μάλιστα διότι, σε αντίθεση με την I. Sayn-Wittgenstein, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff έχει διπλή, δηλαδή γερμανική και βρετανική, ιθαγένεια.

65.

Αν, επομένως, «αποτελεί “σοβαρό πρόβλημα” κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως Grunkin και Paul το γεγονός ότι [η ενδιαφερομένη θα έπρεπε] να αλλάξει όλα τα τυπικής φύσεως ίχνη που άφησε το επώνυμο Fürstin von Sayn-Wittgenstein τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο, δεδομένου ότι στα επίσημα έγγραφα ταυτότητας αναγράφεται επί του παρόντος άλλο επώνυμο» ( 24 ), το ίδιο ισχύει και για τον N. Bogendorff von Wolffersdorff, ο οποίος χρησιμοποίησε το βρετανικό του ονοματεπώνυμο τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο κατά τη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

66.

Ειδικότερα, έχοντας δύο διαβατήρια με ονόματα και επώνυμα που διαφέρουν σημαντικά, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff «[θα διέτρεχε] τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να διασκεδάσει υποψίες περί ψευδούς δηλώσεως, οι οποίες θα οφείλονταν στη διαφορά» ( 25 ) μεταξύ των βρετανικών και γερμανικών ονομάτων και επωνύμων του. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ο κίνδυνος αυτός συντρέχει ανεξαρτήτως ουσιώδους συνδέσμου με το άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω με το Ηνωμένο Βασίλειο, που θα εξακολουθούσε να υφίσταται και στο μέλλον.

67.

Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο N. Bogendorff von Wolffersdorff παρέθεσε πολλά παραδείγματα των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπισε στη Γερμανία λόγω της διαφοράς των ονοματεπωνύμων στα γερμανικά και βρετανικά έγγραφά του ταυτοποιήσεως, ιδίως κατά τους ελέγχους της τροχαίας ή κατά το άνοιγμα προσωπικών και επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών. Υποστήριξε επίσης ότι υποχρεώθηκε επανειλημμένως να περάσει πολλές ώρες σε αστυνομικό τμήμα, ενόσω οι γερμανικές αρχές επιβεβαίωναν τη γνησιότητα και την ισχύ του βρετανικού του διαβατηρίου.

68.

Προσθέτω στα ανωτέρω τον κίνδυνο των αμφιβολιών (ιδίως σε περίπτωση ταξιδιού στο εξωτερικό) που θα δημιουργούνταν όσον αφορά τη σχέση συγγένειας μεταξύ του N. Bogendorff von Wolffersdorff και της ανήλικης θυγατέρας του Larissa Xenia, λόγω του ότι καθένας τους έχει γερμανικό διαβατήριο με σημαντικά διαφορετικό επώνυμο.

69.

Όσον αφορά την αρχή της πρώτης εγγραφής, την οποία ανέπτυξε η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης τόσο με τις γραπτές της παρατηρήσεις όσο και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπογραμμίζεται ότι η αρχή αυτή ουδόλως έχει επικυρωθεί από τη νομολογία και ιδίως από την απόφαση Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559). Η, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, υποχρέωση των γερμανικών αρχών να αναγνωρίσουν το πρώτο και μοναδικό επώνυμο που είχε αποκτήσει στη Δανία το παιδί στην υπόθεση εκείνη προέκυπτε μάλλον από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης παρά από τη διαπίστωση μιας αρχής γενικής εφαρμογής.

70.

Κατά συνέπεια, η άρνηση των αρχών ενός κράτους μέλους, εν προκειμένω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να αναγνωρίσουν, καθ’ όλα τα στοιχεία του, το ονοματεπώνυμο ενός από τους υπηκόους του κράτους αυτού, όπως καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος του οποίου ο εν λόγω υπήκοος έχει επίσης την ιθαγένεια, συνιστά περιορισμό των ελευθεριών τις οποίες αναγνωρίζουν σε κάθε πολίτη της Ένωσης τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

Δ ‐ Επί της δικαιολογήσεως

71.

Μένει να εξεταστεί αν η μη εφαρμογή του άρθρου 18 ΣΛΕΕ και ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία εγγυάται το άρθρο 21 ΣΛΕΕ μπορούν να δικαιολογηθούν.

72.

Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται συναφώς τέσσερις λόγους οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άρνηση καταχωρίσεως: την αρχή της συνέχειας του ονόματος, το αυθαίρετο της μεταβολής ονόματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, το μακροσκελές του επιλεγέντος ονόματος και την κατάργηση των τίτλων ευγενείας.

1. Επί της αρχής της συνέχειας του ονόματος

73.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η μεταβολή του ονόματος και του επωνύμου με δήλωση βουλήσεως δεν επιτρέπεται από το γερμανικό δίκαιο, κυρίως διότι το όνομα πρέπει να είναι διαθέσιμο ως αξιόπιστο και διαρκές στοιχείο ταυτοποιήσεως.

74.

Εντούτοις, όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 30 και 31 της αποφάσεως Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559), στις αρχές της βεβαιότητας και της συνέχειας «που [προβάλλονται] προς στήριξη της συνδέσεως του καθορισμού του επωνύμου ενός προσώπου με την ιθαγένειά του, όσο δικαιολογημέν[ες] κι αν είναι αυτ[ές] καθαυτ[ές], δεν μπορεί να προσδοθεί τέτοια σημασία που να μπορεί να δικαιολογήσει […] την άρνηση των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το επώνυμο [του ενδιαφερομένου], όπως αυτό έχει ήδη καθοριστεί και καταχωριστεί σε άλλο κράτος μέλος».

75.

Πράγματι, στο μέτρο που η σύνδεση με την ιθαγένεια αποσκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας καθορισμού του ονοματεπωνύμου ενός προσώπου κατά τρόπο που να εγγυάται συνέχεια και σταθερότητα, διαπιστώνεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 32 της ίδιας αποφάσεως, «μια τέτοιου είδους σύνδεση θα έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα», διότι, κάθε φορά που ο N. Bogendorff von Wolfersdorff θα ταξιδεύει μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γερμανίας, θα φέρει διαφορετικό ονοματεπώνυμο —για να μην αναφερθούμε στην περίπτωση εγκαταστάσεώς του σε άλλο κράτος μέλος, οπότε θα μπορεί ελεύθερα να επιλέξει ένα από τα δύο ονοματεπώνυμα.

2. Επί του οικειοθελούς χαρακτήρα της μεταβολής του ονόματος

76.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορά μεταξύ των ονοματεπωνύμων που αναγράφονται στο βρετανικό και στο γερμανικό διαβατήριο του N. Bogendorff von Wolffersdorff δεν οφείλεται στις συνθήκες γεννήσεώς του, σε υιοθεσία ή σε άλλη μεταβολή της καταστάσεώς του. Αντιθέτως, προκλήθηκε με πλήρη επίγνωση από τον ίδιο τον N. Bogendorff von Wolffersdorff, ο οποίος δεν ανέφερε κατά τη διαδικασία λόγους που να καθιστούν κατανοητή, αν όχι αναγκαία, την επιλογή του ονοματεπωνύμου του. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση περί μεταβολής του ονοματεπωνύμου του N. Bogendorff von Wolffersdorff στο Ηνωμένο Βασίλειο υπαγορεύθηκε καθαρά από λόγους προσωπικής προτιμήσεως και διερωτάται αν η επιλογή του αυτή χρήζει προστασίας.

77.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης ενέμεινε στο γεγονός ότι το γερμανικό δίκαιο δεν προβλέπει τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ονοματεπωνύμου, όπως αυτή στην οποία προέβη ο N. Bogendorff von Wolffersdorff στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ότι ο Δήμος της Καρλσρούης θα ήταν αντίθετος σε αυτήν, ακόμη και αν το βρετανικό ονοματεπώνυμο δεν περιείχε κανένα δηλωτικό τίτλου ευγενείας ( 26 ). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης υποστήριξε επίσης ότι ο οικειοθελής χαρακτήρας της μεταβολής ονοματεπωνύμου είναι αντίθετος στη γερμανική δημόσια τάξη, διότι το γερμανικό δίκαιο δεν επιτρέπει μεταβολές τέτοιου είδους.

78.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή, καθώς, εξαιτίας της, αγνοείται κατά τρόπο απόλυτο και σχεδόν αυτόματο ένα ονοματεπώνυμο το οποίο χρησιμοποιείται νομίμως σε άλλο κράτος μέλος.

79.

Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο αιτών έννομη προστασία την δικαιούται ακόμη και στην περίπτωση οικειοθελούς μεταβολής των ονομάτων και του επωνύμου του, η οποία πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω με την επονομαζόμενη δήλωση «Deed Poll» ( 27 ).

80.

Καταρχάς, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 52 της αποφάσεως Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), «το επώνυμο και το όνομα ενός προσώπου αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του και της ιδιωτικής του ζωής, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών».

81.

Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, «μολονότι αναγνωρίζει ότι μπορούν να υπάρξουν πραγματικοί λόγοι που δημιουργούν σε ένα πρόσωπο την επιθυμία μεταβολής του ονοματεπωνύμου του, εντούτοις δέχεται ότι νομικοί περιορισμοί ανάλογου περιεχομένου μπορούν να δικαιολογηθούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου, για παράδειγμα, να εξασφαλιστεί η ακριβής απογραφή του πληθυσμού ή να προστατευθούν τα μέσα ταυτοποιήσεως των προσώπων και να συσχετισθούν με μια οικογένεια όσοι φέρουν ορισμένο ονοματεπώνυμο ( 28 ).

82.

Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης, ο οικειοθελής χαρακτήρας της μεταβολής του ονοματεπωνύμου, δεδομένου ότι δεν συνιστά καθεαυτόν προσβολή του γενικού συμφέροντος, δεν δικαιολογεί περιορισμό των άρθρων 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

83.

Δεύτερον, τα πρόσωπα πρέπει να προστατεύονται ακόμη και στην περίπτωση στην οποία, για οποιονδήποτε λόγο, έχουν ζητήσει τη μεταβολή του ονόματός τους, διότι οι δυσχέρειες προσωπικής και επαγγελματικής φύσεως που δημιουργούνται από τη χρήση διαφορετικών ονοματεπωνύμων σε διαφορετικά κράτη μέλη —όπως, για παράδειγμα, η δυσχέρεια να επικαλεστούν, στο κράτος μέλος του οποίου έχουν την ιθαγένεια, τα έννομα αποτελέσματα πράξεων ή εγγράφων που έχουν συνταχθεί με το ονοματεπώνυμο που αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου επίσης έχουν την ιθαγένεια ( 29 )— υφίστανται ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίον αποκτήθηκε το όνομα.

84.

Τρίτον, οι γερμανικές αρχές δεν έχουν εξουσία να αρνηθούν την αναγνώριση ονοματεπωνύμου το οποίο αποκτήθηκε νομίμως από Γερμανό υπήκοο σε άλλο κράτος μέλος, για τον λόγο και μόνον ότι η μεταβολή του ονοματεπωνύμου ήταν αυθαίρετη ή οικειοθελής. Η απαγόρευση της καταχρήσεως δικαιώματος παρέχει στα κράτη μέλη επαρκή μέσα για την καταπολέμηση του φαινομένου που η Γερμανική Κυβέρνηση αποκαλεί στις γραπτές της παρατηρήσεις «τουρισμό του ονόματος».

85.

Όπως, μάλιστα, έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 24 της αποφάσεως Centros (C‑212/97, EU:C:1999:126), «κάθε κράτος μέλος δικαιούται να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να εμποδίζει την προσπάθεια ορισμένων από τους υπηκόους του να αποφεύγουν, καταχρώμενοι τις ευχέρειες που παρέχονται δυνάμει της Συνθήκης, την υπαγωγή τους στην εθνική νομοθεσία και […] οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες [του δικαίου της Ένωσης] καταχρηστικά ή καταστρατηγώντας τους».

86.

Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον οι γερμανικές αρχές δεν αποδεικνύουν ότι ο N. Bogendorff von Wolffersdorff αναχώρησε για το Ηνωμένο Βασίλειο και διέμεινε εκεί επί μακρό διάστημα με μόνο σκοπό να δημιουργήσει τεχνητώς τις αναγκαίες συνθήκες για τη μεταβολή των ονομάτων και του επωνύμου του ώστε να μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 του EGBGB, η άρνηση αναγνωρίσεως του βρετανικού ονοματεπωνύμου του N. Bogendorff von Wolffersdorff δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός και μόνον ότι η μεταβολή επήλθε με δική του πρωτοβουλία.

87.

Όπως και η Επιτροπή, θεωρώ, επιπλέον, ότι δεν συντρέχει κατάχρηση στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς από την ανάγνωση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της απόψεως ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του N. Bogendorff von Wolffersdorff ήταν πράγματι το Λονδίνο κατά την περίοδο 2001-2005. Ο σύνδεσμός του με το Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου και έχει την ιθαγένεια, δεν ήταν ούτε εικονικός ούτε καταχρηστικός.

88.

Όσον αφορά το επιχείρημα της κεντρικής νομικής υπηρεσίας του Δήμου της Καρλσρούης ότι ο οικειοθελής χαρακτήρας της μεταβολής του ονοματεπωνύμου συνιστά προσβολή της γερμανικής δημοσίας τάξεως, επισημαίνεται ότι, καίτοι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δημόσια τάξη μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό των άρθρων 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ ( 30 ), η έννοια αυτή δεν καλύπτει όλους τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου από τους οποίους οι ιδιώτες δεν μπορούν να αποκλίνουν. Αντιθέτως, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 86 της αποφάσεως Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), «επίκληση της δημόσιας τάξεως χωρεί μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας».

89.

Καθίσταται, κατά τη γνώμη μου, πρόδηλο ότι, καίτοι το γερμανικό δίκαιο δεν επιτρέπει την ελεύθερη μεταβολή του ονοματεπωνύμου με δήλωση βουλήσεως, ο κανόνας αυτός δεν πληροί τις αυστηρές προδιαγραφές της δημοσίας τάξεως υπό την έννοια της αποφάσεως Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806).

3. Επί του μακροσκελούς του ονόματος

90.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η γερμανική δημόσια τάξη επιδιώκει επίσης την αποφυγή της χρήσεως υπερβολικά μακροσκελών ή σύνθετων επωνύμων. Υποστηρίζει συναφώς ότι το ονοματεπώνυμο «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff» που επέλεξε ο αιτών της κύριας δίκης είναι ασυνήθιστα μακροσκελές για τα γερμανικά δεδομένα.

91.

Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 36 της αποφάσεως Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559), «αυτές οι εκτιμήσεις διοικητικού χαρακτήρα δεν αρκούν για να δικαιολογηθεί το εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία». Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί εν προκειμένω.

4. Επί της καταργήσεως των δηλωτικών τίτλων ευγενείας

92.

Αναφερόμενες στην απόφαση Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), η κεντρική νομική υπηρεσία του Δήμου της Καρλσρούης και η Γερμανική Κυβέρνηση φρονούν ότι η προσθήκη των παλαιών δηλωτικών τίτλων ευγενείας «Graf» (κόμης) και «Freiherr» (βαρώνος) στο επώνυμο θα μπορούσε να συνιστά προσβολή της γερμανικής δημοσίας τάξεως, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της ισότητας των Γερμανών έναντι του νόμου και τη συνταγματική επιλογή καταργήσεως των τίτλων ευγενείας, όπως αυτή εξειδικεύεται στο άρθρο 109, τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος της Βαϊμάρης σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του Θεμελιώδους Νόμου.

93.

Επισημαίνεται εξ αρχής ότι ο Ν. Bogendorff von Wolffersdorff ζητεί τη μεταβολή όχι μόνον του επωνύμου, αλλά και των ονομάτων του από «Nabiel Peter» σε «Peter Mark Emanuel». Επομένως, ενδεχόμενη δικαιολόγηση στηριζόμενη στην άρνηση των δηλωτικών τίτλων ευγενείας θα αφορούσε ούτως ή άλλως μόνον τη μεταβολή του επωνύμου.

94.

Διευκρινίζεται επίσης ότι οι λέξεις «Graf» και «Freiherr» που περιέχονται στο βρετανικό επώνυμο του N. Bogendorff von Wolffersdorff δεν αποτελούν δηλωτικά τίτλων ευγενείας ούτε στο αγγλικό ούτε στο γερμανικό δίκαιο. Ειδικότερα, όσον αφορά το αγγλικό δίκαιο, δεν πρόκειται για τίτλους ευγενείας που απονέμονται από τον μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου. Όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο, επίσης δεν πρόκειται για τίτλους ευγενείας, καθώς, όπως ορίζει το άρθρο 109, τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος της Βαϊμάρης, οι τίτλοι ευγενείας έχουν καταργηθεί.

95.

Εντούτοις, δεδομένου ότι οι λέξεις «Graf» και «Freiherr» σημαίνουν στη γερμανική γλώσσα «κόμης» και «βαρώνος» αντίστοιχα, το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως περί καταργήσεως των τίτλων ευγενείας πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την εντύπωση ευγενούς καταγωγής που δημιουργούν οι λέξεις αυτές.

96.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς, στη σκέψη 85 της αποφάσεως Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), ότι «[α]ντικειμενικοί λόγοι σχετιζόμενοι με τη δημόσια τάξη δύνανται να δικαιολογήσουν την εντός κράτους μέλους άρνηση να αναγνωρισθεί το επώνυμο υπηκόου του κράτους αυτού, όπως καθορίσθηκε σε άλλο κράτος μέλος» ( 31 ).

97.

Στη σκέψη 86 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «η έννοια της δημοσίας τάξεως ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από θεμελιώδη ελευθερία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, έτσι ώστε το περιεχόμενό της να μην καθορίζεται μονομερώς από έκαστο των κρατών μελών, άνευ ελέγχου εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]. Ως εκ τούτου, επίκληση της δημόσιας τάξεως χωρεί μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας […]» ( 32 ).

98.

Δεδομένου ότι η κατάργηση των τίτλων ευγενείας αποτελεί εφαρμογή της γενικότερης αρχής της ισότητας όλων των Γερμανών πολιτών έναντι του νόμου, όπως καθιερώθηκε από το άρθρο 109, πρώτο εδάφιο, του Συντάγματος της Βαϊμάρης, και ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι «[η] έννομη τάξη της Ένωσης κατατείνει αναντίρρητα στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας ως γενικής αρχής του δικαίου[, η οποία] αναγνωρίζεται επίσης με το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» ( 33 ), θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η καταχώριση, σε μια χώρα με αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ονοματεπωνύμου που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος και που περιέχει λέξεις δηλωτικές παλαιών τίτλων ευγενείας προσβάλλει τη δημόσια τάξη της εν λόγω χώρας.

99.

Εντούτοις, όπως εξήγησα στο σημείο 177 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Gazprom (C‑536/13, EU:C:2014:2414), η έννοια της δημοσίας τάξεως αφορά «κανόνες και αξίες των οποίων η αγνόηση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη του δικαστηρίου της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, διότι μια τέτοια αγνόηση θα ήταν ανεπίτρεπτη από πλευράς ενός ελεύθερου και δημοκρατικού Κράτους Δικαίου».

100.

Αυτό σημαίνει ότι, προκειμένου ένας κανόνας να θεωρηθεί δημοσίας τάξεως, πρέπει να αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου τόσο θεμελιώδη για την αντίστοιχη έννομη τάξη ώστε να μην είναι ανεκτή καμία απόκλιση από αυτόν στο πλαίσιο της επίδικης υποθέσεως.

101.

Όπως, όμως, επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, σε αντίθεση με την αυστριακή έννομη τάξη την οποία αφορούσε η υπόθεση Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806), η γερμανική έννομη τάξη, και ιδίως το άρθρο 109, τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος της Βαϊμάρης, δεν περιέχει αυστηρή απαγόρευση διατηρήσεως των δηλωτικών των τίτλων ευγενείας.

102.

Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη του Συντάγματος της Βαϊμάρης, καίτοι προβλέπει ότι «[ν]ομικά προνόμια ή μειονεκτήματα που στηρίζονται στη γέννηση ή την κοινωνική θέση πρέπει να καταργηθούν», προσθέτει ότι «[ο]ι τίτλοι ευγενείας ισχύουν μόνον ως τμήμα του ονοματεπωνύμου». Κατά τη γερμανική πρακτική, δε, τα δηλωτικά των τίτλων ευγενείας δεν επιτρέπονται παρά μόνον εάν έπονται του κυρίου ονόματος ( 34 ).

103.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν διακρίνω κατά ποιο τρόπο το βρετανικό ονοματεπώνυμο του N. Bogendorff von Wolffersdorff, δηλαδή το ονοματεπώνυμο «Peter Mark Emanuel Graf von Wolffersdorff Freiherr von Bogendorff», θα μπορούσε να συνιστά προσβολή για τη γερμανική έννομη τάξη ούτε πώς θα μπορούσε να γίνει λόγος για πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, δεδομένου ότι, παρά την κατάργησή τους, τα δηλωτικά των τίτλων ευγενείας επιτρέπεται να διατηρούνται ως επώνυμα υπό τις περιοριστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 109, τρίτο εδάφιο, του Συντάγματος της Βαϊμάρης και από τη νομολογία.

104.

Είτε τα δηλωτικά των τίτλων ευγενείας καθεαυτά είναι αντίθετα προς τη δημόσια τάξη και απαγορεύεται η χρήση τους, όπως στην Αυστρία, για όλους τους Γερμανούς, είτε δεν είναι αντίθετα και μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους Γερμανούς ως επώνυμο τοποθετούμενο μετά το όνομα και όχι πριν, όπως ίσχυε μέχρι το 1918.

105.

Αυτό έκρινε και το Oberlandesgericht Dresden, το οποίο, με τη διάταξή του της 6ης Ιουλίου 2011, επέβαλε στις δημοτικές αρχές του Chemnitz να εγγράψουν στο μητρώο τη θυγατέρα του N. Bogendorff von Wolffersdorff με το βρετανικό της ονοματεπώνυμο, δηλαδή ως «Larissa Xenia Gräfin von Wolffersdorff Freiin von Bogendorff» ( 35 ). Αν κάτι τέτοιο δεν είναι αντίθετο προς τη δημόσια τάξη όσον αφορά την ίδια, δεν βλέπω γιατί θα μπορούσε να είναι όσον αφορά τον πατέρα της.

106.

Την άποψή μου ενισχύουν οι αόριστες απαντήσεις που έδωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση στις ερωτήσεις που έθεσα χρησιμοποιώντας υποθετικά παραδείγματα, προκειμένου να διαπιστώσω αν ένα αλλοδαπό ονοματεπώνυμο που περιέχει πραγματικά δηλωτικά αλλοδαπών τίτλων ευγενείας ή λέξεις που στη γερμανική γλώσσα σημαίνουν τίτλο ευγενείας χωρίς αυτό να συμβαίνει και στην αλλοδαπή γλώσσα θα έρχονταν σε αντίθεση προς τη γερμανική δημόσια τάξη. Η Γερμανική Κυβέρνηση δεν έδωσε συγκεκριμένες απαντήσεις, αλλά επέμεινε ότι η απάντηση εξαρτάται από κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Αν, όμως, η απαγόρευση της χρήσεως των δηλωτικών τίτλων ευγενείας ήταν πραγματικά ζήτημα γερμανικής δημοσίας τάξεως, η απάντηση θα ήταν εύκολη και κοινή και για τις υποθετικές περιπτώσεις.

107.

Επιπλέον, η επιχειρηματολογία της Γερμανικής Κυβερνήσεως έχει ως συνέπεια τη διατήρηση της χρήσεως των τίτλων ευγενείας υπό τις ως άνω προϋποθέσεις μόνον σε σχέση με τους πραγματικούς τίτλους που είχαν απονεμηθεί υπό τη Γερμανική Αυτοκρατορία πριν το 1918, με σκοπό την καταπολέμηση των πλαστών τίτλων που επινοούν οι ιδιώτες. Πέραν του ότι είναι δύσκολο να αποδειχθεί πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και του ότι, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το ονοματεπώνυμο που περιλαμβάνει αυτόν τον «πλαστό τίτλο» θα μπορούσε να χρησιμοποιείται νομίμως από τις επόμενες γενεές, το επιχείρημα περί προστασίας των πραγματικών τίτλων ευγενείας παρίσταται οξύμωρο υπό το πρίσμα των αρχών της δημοκρατίας και της ισότητας, οι οποίες ενέπνευσαν το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, και ιδίως το άρθρο του 109, και οι οποίες έχουν ως σκοπό να προστατεύσουν, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, «την τάξη της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» ( 36 ).

108.

Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμώ ότι ο δικαιολογητικός λόγος που στηρίζεται στην κατάργηση των τίτλων ευγενείας πρέπει να απορριφθεί.

VI – Πρόταση

109.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Amtsgericht Karlsruhe την ακόλουθη απάντηση:

«Τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ, 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους υποχρεούνται να αναγνωρίσουν τη μεταβολή του ονοματεπωνύμου υπηκόου του εν λόγω κράτους μέλους, όταν αυτός είναι συγχρόνως υπήκοος και άλλου κράτους μέλους και έχει αποκτήσει στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος ονοματεπώνυμο της ελεύθερης επιλογής του το οποίο περιέχει δηλωτικά τίτλων ευγενείας, εφόσον, παρά την κατάργηση των τίτλων ευγενείας, το εθνικό δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους επιτρέπει τη χρήση των σχετικών δηλωτικών ως μέρους του επωνύμου.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στις προτάσεις αυτές θα χρησιμοποιήσω τα ονόματα και το επώνυμο «Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff» που χρησιμοποίησε ο αιτών στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

( 3 ) Βλ. The London Gazette της 8ης Νοεμβρίου 2004, σ. 14113, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://www.thegazette.co.uk/notice/L‑57458-1018.

( 4 ) 17 W 0465/11.

( 5 ) Απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 63). Βλ. επίσης αποφάσεις Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 25), Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 16), καθώς και Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 38).

( 6 ) Βλ. αποφάσεις Uecker και Jacquet (C‑64/96 και C‑65/96, EU:C:1997:285, σκέψη 23), Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 26) και Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 16).

( 7 ) Απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 31). Βλ. επίσης συναφώς αποφάσεις National Farmers’ Union κ.λπ. (C‑354/95, EU:C:1997:379, σκέψη 61), SCAC (C‑56/94, EU:C:1995:209, σκέψη 27) και Codorniu κατά Συμβουλίου (C‑309/89, EU:C:1994:197, σκέψη 26).

( 8 ) Βλ. ανωτέρω, σημεία 29 έως 31.

( 9 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, του EGBGB.

( 10 ) Βλ. απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψεις 6 έως 8 και 32).

( 11 ) Όπ.π. (σκέψη 34).

( 12 ) Όπ.π. (σκέψη 37).

( 13 ) Βλ. κατωτέρω, σημεία 71 έως 105.

( 14 ) Βλ. ανωτέρω, σημείο 39.

( 15 ) Βλ. αποφάσεις De Cuyper (C‑406/04, EU:C:2006:491, σκέψη 39), Nerkowska (C‑499/06, EU:C:2008:300, σκέψη 32), Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 21), Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψεις 67 και 68), καθώς και Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 53).

( 16 ) Βλ. αποφάσεις Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψεις 21 και 22) και Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 54).

( 17 ) Βλ. αποφάσεις Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 52) και Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 66). Για τη νομολογία περί προστασίας του ονόματος του προσώπου από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, βλ. ΕΔΔΑ, Burghartz κατά Ελβετίας της 22ας Φεβρουαρίου 1994, σειρά A αριθ. 280 B, § 24, και Stjerna κατά Φινλανδίας της 25ης Νοεμβρίου 1994, σειρά A αριθ. 299 B, § 37.

( 18 ) Απόφαση Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 36). Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 55).

( 19 ) Αποφάσεις Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 25) και Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 61). Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 73).

( 20 ) Αποφάσεις Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψεις 26 και 28) και Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψεις 55 και 69).

( 21 ) Απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 65).

( 22 ) Απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 76) με αναφορά στις αποφάσεις Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 36), Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψεις 23 έως 28), καθώς και Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψεις 67, 69 και 70).

( 23 ) Απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 77). Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Sayn‑Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 70).

( 24 ) Απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 67).

( 25 ) Απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 68).

( 26 ) Όπως το διατύπωσε η εκπρόσωπος της κεντρικής νομικής υπηρεσίας του δήμου της Καρλσρούης, «ακόμη και αν επρόκειτο εν προκειμένω για τη μετατροπή του επωνύμου από Ramirez σε Schroeder, θα προβάλαμε τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα».

( 27 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 14.

( 28 ) Απόφαση Stjerna κατά Φινλανδίας της 25ης Νοεμβρίου 1994, σειρά A αριθ. 299 B, § 39.

( 29 ) Βλ. αποφάσεις Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 36) και Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψεις 22 και 23).

( 30 ) Βλ. απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψεις 85 και 86). Βλ., ανωτέρω, σημεία 53 και 54.

( 31 ) Βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Grunkin και Paul (C‑353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 29).

( 32 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις Église de scientologie (C‑54/99, EU:C:2000:124, σκέψη 17) και Omega (C‑36/02, EU:C:2004:614, σκέψη 30).

( 33 ) Απόφαση Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 89).

( 34 ) Βλ. διάταξη του Oberlandesgericht Dresden της 6ης Ιουλίου 2011, παρατεθείσα ανωτέρω, στο σημείο 18.

( 35 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 18. Η υπογράμμιση δική μου.

( 36 ) Όρος που χρησιμοποίησε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Top