Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0326

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Villalón της 9ης Ιουλίου 2015.
    Verein für Konsumenteninformation κατά A1 Telekom Austria AG.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
    Προδικαστική παραπομπή - Οδηγία 2002/22/ΕΚ - Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών - Δικαιώματα των χρηστών - Δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς κυρώσεις - Τροποποίηση των τιμολογίων προκύπτουσα από τους όρους της συμβάσεως - Αύξηση των τιμολογίων σε περίπτωση αυξήσεως της τιμής καταναλωτή.
    Υπόθεση C-326/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:462

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PEDRO CRUZ VILLALÓN

    της 9ης Ιουλίου 2015 (1)

    Υπόθεση C‑326/14

    Verein für Konsumenteninformation

    κατά

    A1 Telekom Austria AG

    [αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Οδηγία 2002/22/ΕΚ — Δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς κυρώσεις — Δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας — Τροποποίηση των τιμολογίων προκύπτουσα από τους όρους της συμβάσεως — Σύνδεση των τιμολογίων με δείκτη τιμών καταναλωτή — Συσχετισμός με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ»





    1.        Το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα, υποβληθέν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ενώσεως για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών και εταιρίας τηλεπικοινωνιών, αφορά συγκεκριμένες συμβατικές ρήτρες που επιτρέπουν την αναπροσαρμογή των τιμολογίων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το επίμαχο ζήτημα έγκειται στο εάν το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (στο εξής: οδηγία για την καθολική υπηρεσία) (2), συνεπάγεται την ύπαρξη υπέρ των συνδρομητών δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς κυρώσεις άμα τη γνωστοποιήσει των εν λόγω αναπροσαρμογών των τιμολογίων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στη σύμβαση μέθοδο τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

    2.        Μολονότι το υποβληθέν από το Oberster Gerichtshof προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται αποκλειστικά στην οδηγία για την καθολική υπηρεσία, τόσο από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής όσο και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει η ανάγκη να ληφθούν επίσης υπόψη τα οριζόμενα στην οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (3).

    3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του προβλήματος που θέτει ρήτρα αναπροσαρμογής των τιμών βάσει ορισμένου δείκτη όσον αφορά τη σχέση της με το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας των χρηστών. Πράγματι, μολονότι το Δικαστήριο έχει εξετάσει ορισμένες συμβατικές ρήτρες σχετικές με την τροποποίηση των τιμών, εντούτοις οι κατά το παρελθόν εξετασθείσες ρήτρες καθώς επίσης η προβληματική που εγείρετο στις υποθέσεις εκείνες δεν είναι παρεμφερείς με αυτές που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς. Επομένως, αφενός, η υπόθεση Invitel (4) αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 93/13 σε υπόθεση σχετική με ρήτρα προβλέπουσα τη μονομερή τροποποίηση των όρων σχετικά με τη χρέωση των εξόδων που συνδέονται με την προσφερόμενη υπηρεσία, η οποία δεν περιέγραφε επακριβώς τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω εξόδων ούτε προσδιόριζε τους λόγους για την εν λόγω τροποποίηση. Αφετέρου, στην υπόθεση RWE Vertrieb (5) ετίθετο ζήτημα συμβατότητας με τις απαιτήσεις καλής πίστεως, ισορροπίας και διαφάνειας που επιβάλλουν οι οδηγίες 93/13 και 2003/55/ΕΚ (6) συμβατικής ρήτρας η οποία, μολονότι προέβλεπε τη δυνατότητα καταγγελίας της συμβάσεως από τους πελάτες, επέτρεπε στον προμηθευτή να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις τιμές του φυσικού αερίου χωρίς μνεία του λόγου, των όρων και της εκτάσεως αυτής της αναπροσαρμογής. Τέλος, στην υπόθεση Schulz και Egbringhoff (7), στην οποία δεν είχε εφαρμογή η οδηγία 93/13, αλλά μόνον οι οδηγίες 2003/54/ΕΚ (8) και 2003/55, εγείρετο το ζήτημα περί του εάν συγκεκριμένες ρήτρες οι οποίες, μολονότι διασφάλιζαν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος την ενημέρωση σχετικά με την αύξηση των τιμών και το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως, δεν ανέφεραν, εντούτοις, τους λόγους, τους όρους και την έκταση της αναπροσαρμογής αυτής, ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις διαφάνειας που επιβάλλουν οι κανόνες αυτοί.

    I –    Νομικό πλαίσιο

     To Δίκαιο της Ένωσης

    4.        Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία αναφέρει: «οι συμβάσεις αποτελούν σημαντικό μέσο στη διάθεση των χρηστών και των καταναλωτών για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαφάνειας στην πληροφόρηση και ασφάλειας δικαίου. Οι περισσότεροι φορείς παροχής υπηρεσιών που λειτουργούν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, συνάπτουν συμβάσεις με τους πελάτες τους για λόγους προσέλκυσης πελατών. Πέραν των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, οι απαιτήσεις της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή που αφορούν στις συμβάσεις, ιδίως η οδηγία 93/13/ΕΟΚ […] και η οδηγία 97/7/EΚ […] για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις. Ειδικότερα, οι καταναλωτές θα πρέπει να απολαύουν ενός ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τις συμβατικές τους σχέσεις με τον άμεσο φορέα παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, έτσι ώστε οι συμβατικοί όροι, οι προϋποθέσεις, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι όροι καταγγελίας της σύμβασης και της υπηρεσίας, τα μέτρα αποζημίωσης και η διαδικασία επίλυσης των διαφορών να καθορίζονται στις συμβάσεις τους. Οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και φορέων παροχής υπηρεσιών πέραν εκείνων που παρέχουν άμεση τηλεφωνική υπηρεσία, θα πρέπει να περιέχουν τις ίδιες πληροφορίες. Τα μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας στις τιμές, στα τιμολόγια, στους όρους και τις προϋποθέσεις, θα συμβάλλουν στη βελτίωση της δυνατότητας επιλογής των καταναλωτών ώστε να επωφελούνται πλήρως από τον ανταγωνισμό».

    5.        Αφετέρου, κατά την αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, η οδηγία αυτή «[…] θα πρέπει να ορίσει στοιχεία προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων σαφών συμβατικών όρων και μηχανισμών επίλυσης των διαφορών, καθώς επίσης και διαφάνεια στην τιμολόγηση για τους καταναλωτές […]».

    6.        Το άρθρο 1 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, για τον καθορισμό του σκοπού και του πεδίου εφαρμογής της, έχει ως εξής:

    «1.      Στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), η παρούσα οδηγία αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός είναι να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Κοινότητα, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας μέσω πραγματικού ανταγωνισμού και επιλογών, καθώς και να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις όπου οι ανάγκες των τελικών χρηστών δεν καλύπτονται ικανοποιητικά από την αγορά. Η οδηγία περιλαμβάνει επίσης διατάξεις όσον αφορά ορισμένες πτυχές του τερματικού εξοπλισμού που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την πρόσβαση για τελικούς χρήστες με αναπηρία.

    2.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τα δικαιώματα των τελικών χρηστών καθώς και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, η παρούσα οδηγία ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία καθορίζει επίσης τις υποχρεώσεις όσον αφορά την παροχή ορισμένων υποχρεωτικών υπηρεσιών.

    […]

    4.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα δικαιώματα των τελικών χρηστών εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κοινοτικών κανόνων για την προστασία των καταναλωτών, και ιδίως των οδηγιών 93/13/ΕΟΚ και 97/7/ΕΚ, καθώς και των εθνικών κανόνων που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο.»

    7.        Το κεφάλαιο IV της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των τελικών χρηστών. Στο πλαίσιο του εν λόγω κεφαλαίου, το άρθρο 20 της οδηγίας, ως είχε κατόπιν τροποποιήσεως με την οδηγία 2009/136, ορίζει ότι:

    «1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι καταναλωτές και άλλοι τελικοί χρήστες είναι συνδρομητές υπηρεσιών παροχής σύνδεσης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφόσον το ζητήσουν, έχουν δικαίωμα για σύμβαση με επιχείρηση ή επιχειρήσεις που παρέχουν τη σύνδεση ή/και τις υπηρεσίες αυτές. Στη σύμβαση αναφέρονται με σαφή, συνολική και ευκόλως προσβάσιμη μορφή τουλάχιστον:

    […]

    δ)      οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, τα μέσα με τα οποία δύναται να αποκτώνται επικαιροποιημένες πληροφορίες για όλα τα ισχύοντα τιμολόγια και τέλη συντήρησης, οι προσφερόμενες μέθοδοι πληρωμής και κάθε διαφορά κόστους που οφείλεται στη μέθοδο πληρωμής.

    […]

    2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδρομητές έχουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν τις συμβάσεις τους χωρίς κυρώσεις, όταν τους κοινοποιούνται τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που προτείνουν οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι συνδρομητές ειδοποιούνται εγκαίρως, τουλάχιστον ένα μήνα πριν, σχετικά με τις τροποποιήσεις αυτές, και ενημερώνονται, ταυτόχρονα, για το δικαίωμά τους να καταγγέλλουν τις συμβάσεις αυτές, χωρίς κυρώσεις, εφόσον δεν δέχονται τους νέους όρους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές είναι σε θέση να καθορίζουν τη μορφή αυτών των κοινοποιήσεων.»

    8.        Η αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2009/136, η οποία τροποποιεί την οδηγία για την καθολική υπηρεσία, ορίζει ότι «το δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς κυρώσεις αφορά τις τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που επιβάλλονται από τους παρόχους δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών».

    9.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι:

    «1.      Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

    […]

    3.      Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

    10.      Η παράγραφος 1 του παραρτήματος της οδηγίας 93/13 απαριθμεί μεταξύ των ρητρών που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, αυτής τις ρήτρες που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα:

    «[…]

    ι)      να επιτρέπουν στον επαγγελματία να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύμβαση·

    […]

    λ)      να προβλέπουν ότι η τιμή των αγαθών καθορίζεται κατά τη στιγμή της παράδοσης, ή να παρέχουν στον πωλητή αγαθών ή στον παρέχοντα υπηρεσίες το δικαίωμα να αυξάνει τις τιμές του, χωρίς ο καταναλωτής να έχει, και στις δύο περιπτώσεις, αντίστοιχο δικαίωμα που να του επιτρέπει να λύει τη σύμβαση στην περίπτωση που η τελική τιμή είναι πολύ υψηλή σε σχέση με την τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης·

    […]».

    11.      Σε σχέση με την εμβέλεια της παραγράφου 1, στοιχεία ι΄ και λ΄, του παραρτήματος Ι, της οδηγίας 93/13, η παράγραφος 2 του εν λόγω παραρτήματος ορίζει ότι:

    «[…]

    β)      […]

    Το στοιχείο λ) δεν αντιβαίνει εξάλλου στις ρήτρες με τις οποίες ο επαγγελματίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους μιας σύμβασης αορίστου χρόνου, εφόσον όμως θα τον βαρύνει η υποχρέωση να προειδοποιήσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος τον καταναλωτή, ο οποίος και παραμένει ελεύθερος να καταγγείλει τη σύμβαση·

    δ)      το στοιχείο λ) δεν αντιβαίνει στις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της τιμής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς.»

     Β –      Το αυστριακό δίκαιο

    12.      Τα άρθρα 25 και 25a που περιλαμβάνονται στο τμήμα ΙΙΙ του Telekommunikationsgesetz 2003 (νόμος περί τηλεπικοινωνιών) (9) ορίζουν τα εξής:

    «Άρθρο 25

    1.      Οι πάροχοι δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλουν να θεσπίζουν γενικούς όρους συναλλαγών, στους οποίους περιγράφονται, ιδίως, οι παρεχόμενες υπηρεσίες και τα ισχύοντα για αυτές τιμολόγια […].

    2.      Ενδεχόμενες τροποποιήσεις των γενικών όρων συναλλαγών και των διατάξεων καθορισμού των τιμολογίων ανακοινώνονται στη ρυθμιστική αρχή και γνωστοποιούνται κατά τον προσήκοντα τρόπο πριν από τη θέση τους σε ισχύ. Στις περιπτώσεις τροποποιήσεων των γενικών όρων συναλλαγών, οι οποίες δεν είναι αποκλειστικά ευνοϊκές για τον συνδρομητή, προβλέπεται προθεσμία γνωστοποιήσεως και αναγγελίας δύο μηνών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Konsumentenschutzgesetz (αυστριακός νόμος για την προστασία των καταναλωτών) […] (KSchG), καθώς και αυτές του Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch (Γενικός Αστικός Κώδικας).

    3.      Το κύριο περιεχόμενο των τροποποιήσεων, οι οποίες δεν είναι αποκλειστικά ευνοϊκές για τους καταναλωτές, γνωστοποιείται στον συνδρομητή γραπτώς, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την έναρξη ισχύος τους, για παράδειγμα με επισήμανση σε περιοδικώς εκδιδόμενο λογαριασμό. Παράλληλα, επισημαίνεται στον συνδρομητή το χρονικό σημείο ενάρξεως ισχύος της τροποποιήσεως, καθώς και το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως μέχρι το χρονικό αυτό σημείο χωρίς κυρώσεις. […] Τροποποιήσεις των γενικών όρων συναλλαγών και των διατάξεων καθορισμού των τιμολογίων από τους παρόχους των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες δυνάμει του εν λόγω άρθρου απλώς και μόνον συνεπεία διατάξεως που έχει εκδοθεί από τις ρυθμιστικές αρχές, και οι οποίες δεν είναι αποκλειστικά ευνοϊκές για τους χρήστες, δεν παρέχουν στον συνδρομητή δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς κυρώσεις […].

    […]

    5.      Οι διατάξεις για τον καθορισμό των τιμολογίων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα παρακάτω:

    […]

    2.      μνεία των τρόπων με τους οποίους είναι δυνατόν να αποκτηθούν επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα τιμολόγια και τέλη συντηρήσεως,

    […]».

    13.      Το άρθρο 6 του Konsumentenschutzgesetz (νόμου για την προστασία των καταναλωτών) (10) περιέχει τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

    «Άρθρο 6. Μη επιτρεπόμενες συμβατικές ρήτρες

    Ι.      Σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τέτοιους συμβατικούς όρους υπό την έννοια του άρθρου 879 ABGB (Γενικός Αστικός Κώδικας), σύμφωνα με τους οποίους

    […]

    5.      ο επιχειρηματίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει για την παρεχόμενη υπηρεσία υψηλότερο αντίτιμο από εκείνο που έχει καθοριστεί κατά τη σύναψη της συμβάσεως, εκτός εάν στη σύμβαση, μεταξύ των συμφωνημένων όρων για τροποποίηση των τιμολογίων, προβλέπεται και μείωση των τελών, εάν τα κρίσιμα περιστατικά για την τροποποίηση των τιμολογίων περιγράφονται στη σύμβαση και δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους, καθώς και εάν τα εν λόγω περιστατικά δεν εξαρτώνται από τη θέληση του επιχειρηματία […].»

    14.      Με τα άρθρα 22 επ. του Bundesstatistikgesetz 2000 (ομοσπονδιακού νόμου περί στατιστικής) (11) ιδρύεται ο ομοσπονδιακός οργανισμός «Statistik Österreich», μεταξύ των καθηκόντων του οποίου περιλαμβάνεται η κατάρτιση στατιστικών και δημοσιεύσεων. Ο οργανισμός αυτός είναι επιφορτισμένος με την κατάρτιση του δείκτη τιμών καταναλωτή.

    II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

    15.      Η Verein für Konsumenteninformation (ένωση για την πληροφόρηση των καταναλωτών) άσκησε συλλογική αγωγή παραλείψεως κατά της A1 Telekom Austria AG, με την οποία ζητούσε την καταδίκη της εν λόγω εταιρίας σε παύση χρήσεως και επικλήσεως, στις εμπορικές σχέσεις της με τους πελάτες, συγκεκριμένων ρητρών των γενικών όρων συναλλαγών που προβλέπουν αναπροσαρμογή των τιμολογίων των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε συνάρτηση με την εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή (12).

    16.      Η πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση έκανε, στο σύνολό τους, δεκτά τα αιτήματα της ενάγουσας. Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε ανεπιτυχώς από την A1 Telekom Austria. Το εφετείο έκρινε, συγκεκριμένα, ότι εφόσον η εναγομένη έχει δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς τους όρους καθορισμού των τιμολογίων, στους συνδρομητές παρέχεται επιπλέον το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας.

    17.      Το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται στο πλαίσιο του ασκηθέντος από την A1 Telekom Austria ενδίκου μέσου της έκτακτης αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως. Το εν λόγω ένδικο μέσο κρίθηκε παραδεκτό από το αιτούν δικαστήριο, Oberster Gerichtshof, λόγω των διαφορετικών κριτηρίων που ακολούθησαν συναφώς διάφορα τμήματα του εφετείου. Πράγματι, άλλο τμήμα του εφετείου είχε κρίνει ότι δεν υπάγονται στον προστατευτικό σκοπό του άρθρου 25 του Telekommunikationsgesetz αναπροσαρμογές τιμολογίων βάσει ενός ήδη συμφωνημένου δείκτη τιμών διότι οι εν λόγω ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής προσδιορίζονται επαρκώς και δεν εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

    III – Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα που το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία παρέχει στους συνδρομητές να καταγγέλλουν τις συμβάσεις τους χωρίς κυρώσεις “όταν τους κοινοποιούνται τροποποιήσεις των συμβατικών όρων”, και στην περίπτωση κατά την οποία η αναπροσαρμογή των τιμολογίων απορρέει από συμβατικούς όρους, με τους οποίους κατά τη σύναψη της συμβάσεως θεσπίζεται ότι στο μέλλον η αναπροσαρμογή των τιμολογίων (αύξηση/μείωση) θα γίνεται βάσει των μεταβολών ενός αντικειμενικού δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος αντικατοπτρίζει τη διακύμανση της αξίας του χρήματος;»

    19.      Γραπτές παρατηρήσεις στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν η Verein für Konsumenteninformation, η A1 Telekom Austria, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Βελγική Κυβέρνηση, οι οποίες, με εξαίρεση την τελευταία, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Απριλίου 2015.

    IV – Επί του προδικαστικού ερωτήματος

     Α –      Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    20.      Η Verein für Konsumenteninformation αρνείται, πρώτον, την ύπαρξη δικαιώματος τροποποιήσεως των συμβατικών όρων από τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, η οποία, αντιθέτως, κατοχυρώνει δικαίωμα καταγγελίας από τον καταναλωτή. Όπως τόνισε η ένωση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ανυπαρξία τέτοιου είδους δικαιώματος των καταναλωτών θα ερχόταν σε αντίθεση με τον σκοπό της οδηγίας να παραμένει προσιτή η πρόσβαση στην υπηρεσία. Δεύτερον, το δικαίωμα καταγγελίας υφίσταται, ακριβώς, για τις περιπτώσεις που η εν λόγω δυνατότητα μονομερούς τροποποιήσεως προβλέπεται συμβατικώς, καθώς εάν δεν υπήρχε τέτοιου είδους προηγούμενη συμφωνία, ο πάροχος δεν θα μπορούσε να προβεί στην τροποποίηση αυτή. Εάν γινόταν δεκτή η προταθείσα από την A1 Telekom Austria ερμηνεία, το δικαίωμα καταγγελίας θα μπορούσε να καταστρατηγείται συστηματικά διά της εισαγωγής ρητρών τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Επιπλέον, η προτεινόμενη τιμαριθμική αναπροσαρμογή δεν είναι αυτόματη, αλλά προϋποθέτει απόφαση του παρόχου να επικαλεστεί ενώπιον του καταναλωτή τη βούλησή του για αύξηση των τιμολογίων. Η ένωση αναφέρεται επίσης στην απόφαση RWE Vertrieb (13), προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι ρήτρα που επιτρέπει τροποποίηση των τιμολογίων συνιστά τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο β΄, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13 και του στοιχείου β΄, του παραρτήματος Α, της οδηγίας 2003/55. Όπως δήλωσε η ένωση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι οδηγίες 93/13 και 2002/22 έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, με αποτέλεσμα το προβλεπόμενο από την οδηγία 2002/22 δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας να έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του εάν οι ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα ή όχι. Επιπρόσθετα, η προσφυγή στον δείκτη τιμών καταναλωτή δεν δικαιολογείται ούτε από ουσιαστικής απόψεως, διότι ο εν λόγω δείκτης δεν αντικατοπτρίζει τη συνεχή πτωτική εξέλιξη των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Όπως η Ένωση τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το σχετικό βάρος των επικοινωνιών στο σύνολο των τιμών που λαμβάνονται υπόψη για την κατάρτιση του δείκτη είναι πολύ μικρό (2,2 %). Τέλος, η ένωση αναφέρεται στη νομολογία Oberster Gerichtshof κατά την οποία η εθνική νομοθεσία μεταφοράς του άρθρου 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (14) στο εθνικό δίκαιο, έχει την έννοια ότι οι τιμολογιακές τροποποιήσεις που οφείλονται σε ρήτρες διαφορετικές από αυτές περί αναπροσαρμογής των επιτοκίων κατά τα συμφωνηθέντα πρέπει να θεωρούνται εμπίπτουσες στην έννοια «συμβατική τροποποίηση» (15).

    21.      Κατά την A1 Telekom Austria, η τροποποίηση των τιμολογίων κατ’ εφαρμογήν ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν συνιστά συμβατική τροποποίηση, αλλά κανονική εκτέλεση της συμβάσεως. Σκοπός της αναπροσαρμογής, ως προς το σημείο αυτό, είναι να αντισταθμιστεί η μελλοντική απώλεια της αξίας του χρήματος και να διατηρηθεί η ισοδυναμία μεταξύ της υλικής και της χρηματικής παροχής που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται τροποποίηση της συμβάσεως, το άρθρο 25 του Telekommunicationsgesetz, που περιλαμβάνει το δικαίωμα καταγγελίας από την πλευρά του καταναλωτή, δεν έχει εφαρμογή. Επιπρόσθετα, οι εν λόγω τιμολογιακές τροποποιήσεις είναι σύμφωνες με το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 5, του νόμου για την προστασία των καταναλωτών. Εξάλλου, η A1 Telekom Austria εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των τιμολογίων επί τη βάσει ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν συνιστά τροποποίηση επιβαλλόμενη κατά τρόπο άμεσο από τον πάροχο των υπηρεσιών, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 27 της οδηγίας 2009/139, η οποία τροποποιεί την οδηγία για την καθολική υπηρεσία, αλλά πρόκειται για εκτέλεση συμφωνηθείσας συμβατικής διατάξεως, και συνεπώς η αναπροσαρμογή των τιμών οφείλεται σε περιστάσεις ανεξάρτητες της βουλήσεως του παρόχου. Κατά συνέπεια, ενδεχόμενη αναπροσαρμογή βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή όπως αυτή της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία. Εξάλλου, η Α1 Telekom Austria αναφέρεται στην παράγραφο 2, στοιχείο δ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13, κατά την οποία οι ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν είναι καταχρηστικές εφόσον είναι νόμιμες και περιγράφουν επακριβώς τον τρόπο μεταβολής της τιμής. Η αναφορά που γίνεται με την απόφαση περί παραπομπής στο άρθρο 44 της οδηγίας 2007/64, για τις υπηρεσίες πληρωμών, στερείται, αντιθέτως, σημασίας, καθώς ο εν λόγω κανόνας διέπει διαφορετικές συμβατικές σχέσεις. Ούτε από την παράγραφο 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος Ι, της οδηγίας 2009/73, μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την έννοια «τροποποίηση» στην προκειμένη περίπτωση. Επιπλέον, η A1 Telekom Austria επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το κριτήριο της προσιτότητας, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, εφαρμόζεται αυστηρώς σε σχέση με το κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία του άρθρου 20 της ιδίας. Τέλος, η A1 Telekom Austria διευκρίνισε επιπλέον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η πλειονότητα των συμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνεται η επίδικη ρήτρα αποτελούν συμβάσεις αορίστου χρόνου οι οποίες μπορούν να καταγγελθούν χωρίς κυρώσεις εφόσον τηρηθεί η προθεσμία ειδοποιήσεως ενός μηνός και ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η καταγγελία των οποίων επισείει πράγματι κυρώσεις στον συνδρομητή, είναι ελάχιστης διάρκειας δύο ετών.

    22.      Η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των τιμολογίων προκύπτουσα από τους γενικούς όρους της συμβάσεως, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, ενεργοποιεί το δικαίωμα καταγγελίας των συνδρομητών. Η παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13 και το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, λόγος για τον οποίο πρέπει να εφαρμόζονται σωρευτικώς. Η ερμηνεία αυτή έχει, κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο στις υποθέσεις Invitel y RWE Vertrieb (16). Αφετέρου, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή πρέπει να θεωρείται ως τροποποίηση επιβαλλόμενη από τον πάροχο τηλεπικοινωνιών, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 27 της οδηγίας 2009/136. Τέλος, η Βελγική Κυβέρνηση αναφέρεται σε διάφορες μελέτες που αποδεικνύουν την πτωτική εξέλιξη των τιμών στις επικοινωνίες, εκ του οποίου συνάγει ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή δεν μπορεί να θεωρείται αναγκαία για τη διατήρηση της ισοδυναμίας των παροχών.

    23.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φρονεί ότι το δικαίωμα καταγγελίας δεν πρέπει να έχει εφαρμογή σε σχέση με τιμαριθμικές ρήτρες, καθώς οι προκύπτουσες μεταβολές των τιμολογίων δεν συνιστούν τροποποίηση της συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία: η αναπροσαρμογή των τιμολογίων επί τη βάσει συμφωνηθέντος δείκτη και κατά τους προβλεπόμενους όρους ήταν γνωστή τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, και αποτελεί συνεπώς εφαρμογή μιας εκ των συμβατικών ρητρών, η οποία δεν έχει τροποποιηθεί. Επιπρόσθετα, η σύμβαση θεσπίζει, εξ υπαρχής, τους όρους μεταβολής των τιμολογίων με διαφάνεια και λεπτομερώς, συνδέοντάς τα με δείκτη που καθορίζεται από τρίτο οργανισμό (Statistik Austria), επί τη βάσει της αντικειμενικής εξελίξεως της αξίας του χρήματος. Η Επιτροπή τονίζει επιπλέον ότι η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με τους κανόνες της οδηγίας 93/13. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι, ανεξαρτήτως του διαφορετικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, αμφότερες μπορούν να έχουν εφαρμογή σε περίπτωση όπως η κρινόμενη. Ενέμεινε, επίσης, στη διαφορά μεταξύ των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και αυτών των υποθέσεων Invitel και RWE Vertrieb (17), στις οποίες επρόκειτο για καταχρηστικές ρήτρες, λόγος για τον οποίο έπρεπε να αναγνωριστεί το δικαίωμα καταγγελίας. Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι η αναφορά από το αιτούν δικαστήριο στην οδηγία 2007/64, για τις υπηρεσίες πληρωμών, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή.

           Ανάλυση

    24.      Με το προδικαστικό ερώτημά του, το Oberster Gerichtshof ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των τιμολογίων των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή συνιστά τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, παρέχοντας ως εκ τούτου στους συνδρομητές δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς κυρώσεις. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται, λοιπόν, από την ερμηνεία της έννοιας «τροποποίηση των συμβατικών όρων» που περιέχεται στην εν λόγω διάταξη.

    25.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος ρόλος που διαδραματίζει η τιμαριθμική αναπροσαρμογή στις συμβάσεις μακράς διάρκειας και αορίστου χρόνου. Οι δείκτες τιμών καταναλωτή, στις διάφορες εκδοχές τους, αποτελούν αριθμούς δείκτες που καταγράφουν τις διαχρονικές αναλογικές ή ποσοστιαίες μεταβολές των τιμών συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνουν τα νοικοκυριά (18). Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή συνιστά αναπροσαρμογή των χρηματικών αξιών συγκεκριμένων πληρωμών βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή (στο εξής: ΔΤΚ) (19). Μολονότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή αποσκοπούσε αρχικώς στη διατήρηση της αγοραστικής δυνάμεως ή του βιοτικού επιπέδου (20), και εφαρμοζόταν συνεπώς στους μισθούς ή σε συγκεκριμένες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, η δημοσιότητα και η περιοδικότητα των δεικτών τιμών καταναλωτή, καθώς επίσης το γεγονός ότι θεωρούνται γενικώς ως δείκτες του πληθωρισμού (21), οδήγησαν, ελλείψει άλλων καταλληλότερων δεικτών, στη χρήση τους ως αναφορά και για την αναπροσαρμογή των αντιπαροχών σε συγκεκριμένες συμβάσεις μακράς διάρκειας ή αορίστου χρόνου, με σκοπό να αντισταθμίζονται οι απώλειες της νομισματικής αξίας οι οποίες απορρέουν από τον γενικό πληθωρισμό (22). Επομένως, στο ενοχικό δίκαιο, οι ρήτρες αναπροσαρμογής τιμών με αναφορά σε δείκτη τιμών καταναλωτή θεωρούνται γενικώς ως μέσο θεραπείας —μολονότι ατελές (23)— της χρηματικής αστάθειας, αποκαθιστώντας την ισορροπία μεταξύ των παροχών (24).

    26.      Μετά τις διευκρινίσεις αυτές, οι οποίες είναι προκαταρκτικές και διατυπούμενες υπό το πρίσμα των ερωτημάτων που έχουν τεθεί με τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις, κρίνω αναγκαίο να διασαφηνιστούν καταρχάς τα ζητήματα που ανακύπτουν από τον συσχετισμό μεταξύ της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία και της οδηγίας 93/13. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, πράγματι, ότι η τελευταία περιέχει ειδικές αναφορές τόσο στις ρήτρες τροποποιήσεως τιμών βάσει ορισμένου δείκτη, όσο και στο δικαίωμα καταγγελίας από την πλευρά του καταναλωτή.

    1.      Επί του συσχετισμού της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία προς την οδηγία 93/13.

    27.      Όπως εκτενώς προβλήθηκε τόσο με τις γραπτές όσο και με τις υποβληθείσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρατηρήσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει εξαιρέσει, στην οδηγία 93/13, τις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής από την αρχή ότι θεωρούνται καταχρηστικές οι ρήτρες που οδηγούν σε μεταβολή των τιμών από την πλευρά του επαγγελματία.

    28.      Είναι ωστόσο αληθές ότι το παράρτημα της οδηγίας 93/13 (25) αποδίδει καθοριστική σημασία στο δικαίωμα καταγγελίας του καταναλωτή ως ενός εκ των παραγόντων που μπορούν να αποτρέψουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών οι οποίες επιτρέπουν τροποποίηση των συμβατικών όρων (παράγραφος 1, στοιχείο ι΄, του παραρτήματος) και εκείνων που επιτρέπουν αύξηση των τιμών από την πλευρά του επαγγελματία (παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, του παραρτήματος) (26). Ωστόσο, σε σχέση με τις τελευταίες ρήτρες, το ίδιο παράρτημα της οδηγίας 93/13 θεσπίζει ρητή εξαίρεση όσον αφορά τις «ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της τιμής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς» (27).

    29.      Εάν εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η οδηγία 93/13 δεν θεωρεί καταχρηστικές τις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής εφόσον είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία για την καθολική υπηρεσία, η οποία αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 93/13 (28). Τούτο σημαίνει, ειδικότερα, ότι το γεγονός ότι ορισμένη ρήτρα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν θεωρείται καταχρηστική, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, ουδόλως αποκλείει ότι ενδεχόμενη μεταβολή των τιμών προκύπτουσα από την εφαρμογή της μπορεί να συνιστά τροποποίηση των συμβατικών όρων κατά την έννοια της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, με τις εύλογες συνέπειες όσον αφορά το δικαίωμα καταγγελίας του άρθρου 20, παράγραφος 2, που περιέχεται στο εν λόγω νομοθετικό κείμενο.

    30.      Τούτο είναι το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να τοποθετηθούμε προκειμένου να παράσχουμε χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, καθώς, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με καμία εκ των υποβληθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεων δεν έχει υποστηριχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας των υπό κρίση ρητρών. Σε αντίθεση προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/13, η οδηγία για την καθολική υπηρεσία ουδόλως συναρτά το δικαίωμα καταγγελίας με το γεγονός ότι οι οικείες ρήτρες έχουν κηρυχθεί καταχρηστικές. Η απάντηση στο ερώτημα που μας απασχολεί πρέπει, επομένως, να προέλθει αποκλειστικά από την ερμηνεία της έννοιας «τροποποίηση των συμβατικών όρων», κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, πάντοτε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η στάση του νομοθέτη της Ένωσης απέναντι στις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, απόδειξη της οποίας είναι το παράρτημα της οδηγίας 93/13, μπορεί να συνιστά ένδειξη της ιδιαίτερης σημασίας που πρέπει να αποδίδεται στην πρακτική της χρήσεως ρητρών τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

    2.      Επί της ερμηνείας της έννοιας «τροποποίηση των συμβατικών όρων», κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία

    31.      Η οδηγία για την καθολική υπηρεσία αποτελεί βασικό νομικό εργαλείο στο πλαίσιο της απελευθερώσεως του τομέα των τηλεπικοινωνιών, έχουσα ως πρωταρχικό σκοπό την εξασφάλιση της υπάρξεως, σε ολόκληρη την Ένωση, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών καλής ποιότητας μέσω πραγματικού ανταγωνισμού και επιλογών. Για τον λόγο αυτόν θεσπίζει ταυτόχρονα, κυρίως μέσω του κεφαλαίου της ΙΙ (29), ένα νομοθετικό πλαίσιο το οποίο καθιστά δυνατή την αντιμετώπιση της καταστάσεως κατά την οποία οι ανάγκες των τελικών χρηστών δεν καλύπτονται ικανοποιητικά από την αγορά (30). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία για την καθολική υπηρεσία «σκοπό έχει να δημιουργήσει ένα εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο που να εγγυάται, στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, την παροχή καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή μιας στοιχειώδους δέσμης συγκεκριμένων υπηρεσιών προς όλους τους τελικούς χρήστες σε προσιτή τιμή» (31).

    32.      Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία για την καθολική υπηρεσία επιδιώκει, επιπλέον, τη θέσπιση ενός συνόλου δικαιωμάτων υπέρ των τελικών χρηστών και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (32), σκοπός για τον οποίο αφιερώνει το κεφάλαιό της IV, στο οποίο εντάσσεται η διάταξη η ερμηνεία της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (33). Ο σκοπός αυτός της προστασίας των καταναλωτών διαπνέει, επομένως, τις διατάξεις της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, και είναι, επιπλέον, στενά συνδεδεμένος με την απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών (34).

    33.      Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, εντός του πεδίου αυτού προστασίας των δικαιωμάτων και συμφερόντων των τελικών χρηστών, η σύμβαση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας δικαίου και διαφάνειας των πληροφοριών. Αυτό διασφαλίζεται, ιδίως, με την εξειδίκευση των όρων που διέπουν τη σύμβαση, μεταξύ των οποίων, η διαφάνεια των όρων σχετικά με τον τρόπο καθορισμού των τιμολογίων έχει ουσιαστική σημασία για τους χρήστες (35). Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, το άρθρο 20 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία θεσπίζει, στην παράγραφό του 1, τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται με σαφή, κατανοητή και ευκόλως προσβάσιμη μορφή στη σύμβαση. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται «οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, τα μέσα με τα οποία δύναται να αποκτώνται επικαιροποιημένες πληροφορίες για όλα τα ισχύοντα τιμολόγια και τέλη συντήρησης […]».

    34.      Επομένως, από την υποχρέωση συμπεριλήψεως στη σύμβαση των λεπτομερειών των τιμών και των τιμολογίων, καθώς επίσης των επικαιροποιημένων λεπτομερειών σε σχέση με αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία για την καθολική υπηρεσία και, ιδίως, το άρθρο της 20, παράγραφος 1, επιβάλλει τη διαμόρφωση των εν λόγω τιμών και τιμολογίων υπό μορφή σταθερής ή αμετάβλητης χρηματικής αξίας, αποκλείοντας τη δυνατότητα εισαγωγής ρητρών σχετικά με τους όρους μεταβολής τους. Συναφώς, από το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία συνάγεται, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση RWE Vertrieb ερμηνεύοντας την παράγραφο 2, στοιχεία β΄, δεύτερο εδάφιο, και δ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13, και το στοιχείο β΄, του παραρτήματος Α, της οδηγίας 2003/55, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (36), ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναγνωρίσει, στο πλαίσιο συμβάσεων αορίστου χρόνου —στην περίπτωση αυτή, των συμβάσεων τηλεπικοινωνιών—, «την ύπαρξη ευλόγου συμφέροντος του προμηθευτή να μπορεί να τροποποιεί το κόστος της υπηρεσίας του» (37).

    35.      Συναφώς, και ως πρώτο συμπέρασμα, φρονώ ότι η γραμματική ερμηνεία του όρου «τροποποίηση των συμβατικών όρων», όπως διατυπώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των τιμολογίων η οποία προκύπτει από την εφαρμογή των συμβατικών όρων δεν συνιστά συμβατική τροποποίηση, αυτή καθεαυτή, αλλά εφαρμογή ή εκτέλεση όσων προβλέπει ορισμένος συμβατικός όρος που έχει οριστεί ab initio.

    36.      Ωστόσο, συμπέρασμα όπως το προηγούμενο, διατυπωμένο υπό όρους τόσο γενικούς και μη διαφοροποιούμενους, ενέχει τον κίνδυνο υπονομεύσεως του πρακτικού αποτελέσματος του δικαιώματος καταγγελίας του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία. Πράγματι, οποιαδήποτε ρήτρα μεταβολής των τιμών ή τιμολογίων, όπως και αν είναι διαμορφωμένη, θα μπορούσε, εφόσον έχει προβλεφθεί αρχικώς στη σύμβαση, να στερήσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τους συνδρομητές τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς κυρώσεις, και τούτο μολονότι επρόκειτο για αόριστη ρήτρα, υποκείμενη στη μονομερή βούληση της επιχειρήσεως παρόχου των υπηρεσιών, και δυνάμενη να ανατρέψει τη δημιουργηθείσα, βάσει των αρχικώς συμφωνηθέντων συμβατικών όρων, ισορροπία με απρόβλεπτες συνέπειες για τον χρήστη.

    37.      Ως άμεση συνέπεια των ανωτέρω, ανακύπτει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η αντιπαροχή που βαρύνει τον συνδρομητή υπό όρους «τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενης τιμής» ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις περί προβλεψιμότητας, διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν πρόκειται για τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, υπό το πρίσμα του περιεχομένου των επίμαχων ρητρών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των συμβάσεων στις οποίες περιέχονται.

    38.      Οι επίδικοι γενικοί όροι συναλλαγών προβλέπουν κανόνες που διέπουν τον καθορισμό των τιμολογίων στην περίπτωση που έχει συμφωνηθεί τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, δεν προβλέπεται αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των τιμολογίων (38), αλλά ακριβέστερα, αφενός, η δυνατότητα για την επιχείρηση πάροχο να αυξήσει τα τιμολόγια για το επόμενο ημερολογιακό έτος σε συνάρτηση με την ετήσια αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή που καταρτίζει η Statistik Austria. Αφετέρου και αντιθέτως, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να μετακυλήσει την πτώση του ετήσιου ΔΤΚ μειώνοντας τα εν λόγω τιμολόγια υπέρ των πελατών. Η υποχρέωση αυτή αμβλύνεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο προμηθευτής δεν είχε κάνει χρήση της δυνατότητας που, σύμφωνα τη ρήτρα αυτή, του παρείχετο να προβεί σε αυξήσεις κατά την προηγούμενη περίοδο, διατηρουμένης κατ’ αυτόν τον τρόπο της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των συμβαλλομένων.

    39.      Όπως επισήμανε η A1 Telekom Austria κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πλειονότητα των συμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνεται η επίδικη ρήτρα συνιστούν συμβάσεις αορίστου χρόνου, που μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να καταγγελθούν χωρίς κυρώσεις εφόσον τηρηθεί η προθεσμία ειδοποιήσεως ενός μηνός. Αντιθέτως, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στις οποίες θα μπορούσε επίσης να έχει εφαρμογή η επίμαχη ρήτρα, και των οποίων η πρόωρη λύση θα επέσυρε πράγματι κυρώσεις στον συνδρομητή, είναι ελάχιστης διάρκειας δύο ετών.

    40.      Τούτων δοθέντων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει εάν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, συντρέχουν οι προϋποθέσεις επαρκούς ασφάλειας δικαίου, προβλεψιμότητας και διαφάνειας ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν πρόκειται για τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία. Συναφώς, είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, να ληφθούν υπόψη διάφοροι ιδιαιτέρως σημαντικοί παράγοντες.

    41.      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι ο όρος «τροποποίηση των συμβατικών όρων», σε κατάσταση κατά την οποία οι αναπροσαρμογές των τιμολογίων οφείλονται σε μια εκ των αρχικώς συνομολογηθεισών στη σύμβαση ρητρών, συνεπάγεται μεταβολή της συμβατικής θέσεως του συνδρομητή (39). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μεταβολή των τιμών που προκύπτει από την εφαρμογή ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της συνέχειας της διάρκειας ισχύος της συμβάσεως (40), ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση της αρχικής ισορροπίας μεταξύ των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί και η ισοδυναμία των αμοιβαίων παροχών σε συγκεκριμένο συμβατικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, επίσης, να εξετάζεται η ιδιαίτερη λειτουργία την οποία η τιμαριθμική αναπροσαρμογή επιτελεί στις συμβάσεις μακράς διάρκειας ή αορίστου χρόνου.

    42.      Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη εάν η αναπροσαρμογή των εν λόγω τιμολογίων προβλέπεται στη σύμβαση κατά τρόπο λεπτομερή, σαφή, κατανοητό και με διαφάνεια για τον συνδρομητή, με παραπομπή σε δείκτη ευχερώς προσβάσιμο στο κοινό, καθοριζόμενο από τρίτο οργανισμό ανεξαρτήτως της βουλήσεως του παρόχου των υπηρεσιών σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και με τρόπο ώστε η εφαρμογή των ρητρών να μην επάγεται απρόβλεπτα ή δυσανάλογα αποτελέσματα για τους συνδρομητές.

    43.      Τρίτον, το γεγονός ότι η εφαρμογή ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν συντελείται κατά τρόπο αυτόματο ουδόλως συνεπάγεται ότι υφίσταται τροποποίηση των συμβατικών ρητρών κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, εφόσον η μη ύπαρξη του αυτόματου αυτού χαρακτήρα λειτουργεί υπέρ των συνδρομητών, διατηρώντας την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των συμβαλλομένων.

    44.      Τέλος, φρονώ ότι είναι δεν αναγκαίο να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην ερμηνεία την οποία το Oberster Gerichtshof παρέσχε σε σχέση με τον εθνικό κανόνα μεταφοράς του άρθρου 44 της οδηγίας 2007/64, για τις υπηρεσίες πληρωμών, στο εθνικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι κάθε αναπροσαρμογή διαφορετική αυτής που προκύπτει από την τροποποίηση του επιτοκίου πρέπει να θεωρείται εμπίπτουσα στην έννοια «συμβατική τροποποίηση». Πράγματι, ανεξαρτήτως του εάν η ιδιαίτερη φύση που χαρακτηρίζει τις διεπόμενες από τον κανόνα αυτόν υπηρεσίες πληρωμών μπορεί να συνηγορήσει κατά της αυτόματης μεταφοράς της εν λόγω ερμηνείας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση, η προπαρατεθείσα διάταξη της οδηγίας 2007/64, που δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

    45.      Εν τέλει, φρονώ ότι ενδεχόμενη μεταβολή των τιμολογίων η οποία προκύπτει από την εφαρμογή ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δεν συνεπάγεται τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, καθόσον η διατύπωση της αντιπαροχής που βαρύνει τον συνδρομητή υπό όρους «τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενης τιμής» παρουσιάζει τα αναγκαία χαρακτηριστικά προβλεψιμότητας, διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή της συμβατικής θέσεως του συνδρομητή. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, υπό το πρίσμα του περιεχομένου των επίδικων ρητρών και των ειδικών χαρακτηριστικών των συμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται, να προβεί στην εκτίμηση αυτή.

    V –    Πρόταση

    46.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    «Ενδεχόμενη μεταβολή των τιμολογίων η οποία προκύπτει από την εφαρμογή ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των τιμών δεν συνεπάγεται τροποποίηση των συμβατικών όρων, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, καθόσον η διατύπωση της αντιπαροχής που βαρύνει τον συνδρομητή υπό όρους “τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενης τιμής” παρουσιάζει τα αναγκαία χαρακτηριστικά προβλεψιμότητας, διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή της συμβατικής θέσεως του συνδρομητή. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, υπό το πρίσμα του περιεχομένου των επίδικων ρητρών και των ειδικών χαρακτηριστικών των συμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται, να προβεί στην εκτίμηση αυτή.»


    1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


    2 — ΕΕ L 108, σ. 51, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για [την] τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (ΕΕ L 337, σ. 11).


    3 — ΕΕ L 95, σ. 29.


    4 — C‑472/10, EU:C:2012:242.


    5 — Απόφαση RWE Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180).


    6 — Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 57), καταργηθείσα με την οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 (ΕΕ L 211, σ. 94).


    7 — C‑359/11 και C-400/11, EU:C:2014:2317.


    8 — Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 37), καταργηθείσα με την οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας (ΕΕ L 211, σ. 55).


    9 — Bundesgesetz, mit dem ein Telekommunikationsgesetz erlassen wird (TKG 2003), BGBl. I Nr. 70/2003 idF BGBl. I Nr. 44/2014.


    10 — Bundesgesetz vom 8. März 1979, mit dem Bestimmungen zum Schutz der Verbraucher getroffen werden (KSchG), BGBl. Nr. 140/1979.


    11BGBl. I Nr. 163/1999.


    12 — Οι γενικοί όροι συναλλαγών στους οποίους αναφέρεται η Verein für Konsumenteninformation με την αγωγή της έχουν ως εξής:


          «Τμήμα 4 — Τροποποιήσεις της συμβάσεως […]


    4.3.      Εάν η(οι) τροποποίηση(σεις) δεν είναι αποκλειστικά ευνοϊκή(ές) για τους πελάτες, η Α1 γνωστοποιεί την(ις) εν λόγω τροποποίηση(σεις) —εφόσον δεν θα ισχύσουν μόνο για μελλοντικούς πελάτες— δύο μήνες πριν την έναρξη ισχύος της(ους). […] Η γνωστοποίηση του κύριου περιεχομένου της τροποποιήσεως περιέχει μνεία του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς κυρώσεις, καθώς και της προθεσμίας καταγγελίας. […] Τροποποιήσεις τιμολογίων βάσει συμφωνημένου δείκτη τιμών δεν παρέχουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας. […]


    Τμήμα 10 — Τιμολόγια, όροι πληρωμής


    10.12.      Eάν έχει προβλεφθεί τιμαριθμική αναπροσαρμογή στις διατάξεις για τον καθορισμό των τιμολογίων ή σε ατομική συμφωνία, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, θα ισχύσουν οι ακόλουθες ρυθμίσεις.


          10.12.1.      Eάν μεταβληθεί ο μέσος ετήσιος (ημερολογιακού έτους) δείκτης τιμών καταναλωτή («ετήσιος ΔΤΚ») της αυστριακής κεντρικής στατιστικής υπηρεσίας (Statistik Austria), αυτό θα έχει τις ακόλουθες συνέπειες στη διαμόρφωση των τιμολογίων:


          –      Η Α1 δικαιούται να αυξήσει τα τιμολόγια για το επόμενο ημερολογιακό έτος ανάλογα με την αύξηση του ετήσιου ΔΤΚ.


          –      Η Α1 υποχρεούται να ανακοινώσει τυχόν πτώση που σημειώνει ο ετήσιος ΔΤΚ και να μειώσει τα τιμολόγια ανάλογα με την πτώση αυτή. Η Α1 ενημερώνει τον πελάτη γραπτώς (παραδείγματος χάριν με επισήμανση στο λογαριασμό).


          10.12.2.      Εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο, η έκταση των αναπροσαρμογών στα τιμολόγια προκύπτει από τη σχέση μεταξύ της μεταβολής του ετήσιου ΔΤΚ κατά το τελευταίο ημερολογιακό έτος πριν την αναπροσαρμογή και του ετήσιου ΔΤΚ κατά το προτελευταίο ημερολογιακό έτος πριν την αναπροσαρμογή (δείκτης βάσεως: ετήσιος ΔΤΚ 2010 = 100). Η Α1 δεν λαβαίνει υπόψη της διακυμάνσεις της τάξεως του 2 % (περιθώριο διακυμάνσεων) έναντι του δείκτη βάσεως. Εάν, όμως, κατά τα επόμενα έτη οι διακυμάνσεις υπερβούν το μέγιστο όριο ή είναι κατώτερες από αυτό, η Α1 θα αναπροσαρμόσει τα τιμολόγια στο σύνολό τους. Η νέα τιμή θα αποτελέσει τον νέο δείκτη βάσεως για μελλοντικές αναπροσαρμογές. Η υποχρέωση μειώσεως των τιμολογίων περιορίζεται στο μέτρο που κατά το προηγούμενο έτος η Α1 δεν έκανε χρήση του δικαιώματος αυξήσεώς τους.


          10.12.3.      Αναπροσαρμογές των τιμολογίων λαμβάνουν χώρα κατά το έτος που έπεται της μεταβολής του δείκτη βάσεως, το νωρίτερο πάντως κατά το έτος μετά τη σύναψη της συμβάσεως:


          –      Αύξηση των τιμολογίων: 1.4. έως 31.12.


          –      Μείωση των τιμολογίων: πάντοτε 1.4.


          10.12.4.      Σε περίπτωση που ο ετήσιος ΔΤΚ δεν δημοσιεύεται πλέον, χρησιμοποιείται ο δείκτης που τον αντικαθιστά επίσημα.»


    13 — C‑92/11, EU:C:2013:180.


    14 — Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319, σ. 1).


    15 — Η ένωση αναφέρεται στις αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2011, OB 107/11y, και της 1ης Αυγούστου 2012, 1 OB 244/11f. Το επιχείρημα αυτό τονίζεται και στην απόφαση περί παραπομπής.


    16 — Αποφάσεις RWE Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180) και Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242).


    17 — Όπ.π.


    18Εγχειρίδιο για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, Θεωρία και Πράξη (εκπονήθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, την Eurostat, τα Ηνωμένα Έθνη, τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, και την Παγκόσμια Τράπεζα), 2006, σ.1.


    19 — Όπ.π, σ. 41.


    20 — Όπ.π., σ. 41 επ. Ο William Fleetwood, ένας εκ των προδρόμων των δεικτών καταναλωτή, δημοσίευσε το 1707 επιστολή υποστηρίξεως των φοιτητών με ετήσια εισοδήματα άνω των πέντε λιβρών —εισοδηματικό όριο που προβλεπόταν στους κανόνες ενός college που ανήκε σε ιστορικό βρετανικό πανεπιστήμιο, χρονολογούμενους από τον 15ο αιώνα, άνω του οποίου οι φοιτητές δεν είχαν δικαίωμα υποτροφίας—. Ο Fleetwood πρότεινε τη μη γραμματική ερμηνεία του κανόνα, επισημαίνοντας ότι το ποσό αυτό θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να μπορεί να καλύπτει τις ίδιες ανάγκες οι οποίες μπορούσαν να καλυφθούν από το ποσό των πέντε λιβρών κατά τον χρόνο που το εν λόγω ποσό είχε καθοριστεί. William Fleetwood, Chronicon Preciosum: or an Account of English Money, the Price of Corn, and Other Commodities, for the last 600 Years, London, Charles Harper, 1707.


    21 — Έτσι, παραδείγματος χάριν, ο κανονισμός (ΕΚ) 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257, σ.1), η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του οποίου επισημαίνει ότι οι δείκτες τιμών καταναλωτή αποτελούν σημαντικό στοιχείο για να γίνουν κατανοητές οι πληθωριστικές διαδικασίες.


    22Εγχειρίδιο για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, όπ.π., σ. 43.


    23 — Ghestin, J., και Billiau, M., Le prix dans les contrats de longue durée, L.G.D.J., 1990, σ. 106.


    24 — Σε κάθε περίπτωση, οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να νοούνται υπό την επιφύλαξη του από οικονομικής απόψεως ζητήματος που αφορά την πρακτική της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (βλ., επί του ζητήματος αυτού, Fischer S., Indexing, Inflation, and Economic Policy, MIT Press, Cambridge, Mass. 1986) και των κανονιστικών διατάξεων που έχουν θεσπίσει συναφώς τα κράτη μέλη, οι οποίες διαπνέονται γενικώς από εκτιμήσεις οικονομικής πολιτικής [επί παραδείγματι, μπορούμε να αναφέρουμε, στη Γαλλία, τις ordonnances αριθ. 58-1374, της 30ής Δεκεμβρίου 1958, και αριθ. 59-246, της 4ης Φεβρουαρίου 1959· στη Γερμανία, την Preisklauselgesetz της 7ης Σεπτεμβρίου 2007 (BGBl. I S. 2246, 2247) ή, στην Ισπανία, σε σχέση, ιδίως, με τον δημόσιο τομέα, τον νόμο 2/2015, της 30ής Μαρτίου, περί της αποτιμαριθμοποιήσεως της ισπανικής οικονομίας (BOE 77, σ. 27244). Για συγκριτική μελέτη, βλ. Ministère de l’économie et du commerce extérieur, «Modalités de la réglementation des clauses d’indexation de prix en France, Allemagne, Belgique et Luxembourg», Perspectives de politique économique αριθ. 19, 2012, Luxembourg, διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο www.competitivite.lu.


    25 — Το εν λόγω παράρτημα, σύμφωνα με το άρθρο 93/13, περιέχει ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό κατάλογο συγκεκριμένων ρητρών που μπορούν να κηρυχθούν καταχρηστικές. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι «το περιεχόμενο του εν λόγω παραρτήματος δεν αρκεί μεν από μόνο του για να διαπιστωθεί αυτομάτως ότι η επίμαχη ρήτρα είναι καταχρηστική, πλην όμως αποτελεί βασικό στοιχείο στο οποίο ο εθνικός δικαστής μπορεί να στηρίξει την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής», απόφαση Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 26).


    26 — Αφενός, σε σχέση με τις ρήτρες που επιτρέπουν στον επαγγελματία τη μονομερή τροποποίηση της συμβάσεως (παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, του παραρτήματος) η παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος διευκρινίζει ότι τούτο δεν αντιβαίνει εξάλλου στις ρήτρες «με τις οποίες ο επαγγελματίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους μιας σύμβασης αορίστου χρόνου, εφόσον όμως θα τον βαρύνει η υποχρέωση να προειδοποιήσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος τον καταναλωτή, ο οποίος και παραμένει ελεύθερος να καταγγείλει τη σύμβαση». Αφετέρου, και σε σχέση με τις ρήτρες που παρέχουν στον επαγγελματία το δικαίωμα αυξήσεως των τιμών, η παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, του παραρτήματος διευκρινίζει ότι αυτές θεωρούνται καταχρηστικές εάν ο καταναλωτής δεν έχει «αντίστοιχο δικαίωμα που να του επιτρέπει να λύει τη σύμβαση στην περίπτωση που η τελική τιμή είναι πολύ υψηλή σε σχέση με την τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης». Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τις διατάξεις αυτές κατά τρόπο που αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο εν λόγω δικαίωμα. Βλ. τις αποφάσεις Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 24), και RWE Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψεις 49 και 54).


    27 — Παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13.


    28 — Άρθρο 1, παράγραφος 4, και αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.


    29 — Τίτλος του οποίου είναι «Υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών υποχρεώσεων».


    30 — Άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.


    31 — Απόφαση Base κ.λπ. (C‑389/08, EU:C:2010:584, σκέψη 32) και απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑220/07, EU:C:2008:354, σκέψη 28).


    32 — Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.


    33 — Από την απόφαση περί παραπομπής δεν συνάγεται με σαφήνεια το είδος των υπηρεσιών στις οποίες εφαρμόζονται οι ρήτρες. Συναφώς, μολονότι οι προβλεπόμενες από την οδηγία διατάξεις σχετικά με τα ειδικά τέλη και τους μηχανισμούς χρηματοδοτήσεως της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία δεν εφαρμόζονται σε όλα τα είδη υπηρεσιών (σε σχέση με την εξαίρεση των υπηρεσιών κινητής επικοινωνίας, βλ. την απόφαση Base Company και Mobistar, C‑1/14, EU:C:2015:378), ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τα δικαιώματα των τελικών χρηστών που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο VI της ιδίας —συγκεκριμένα, το άρθρο 20 αναφέρεται στις υπηρεσίες παροχής συνδέσεως σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή/και στις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.


    34 — Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Schulz και Egbringhoff (C‑359/11 και C‑400/11, EU:C:2014:2317, σκέψη 40).


    35 — Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία.


    36 — Η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίζει τα μέτρα προστασίας του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το στοιχείο β΄ του εν λόγω παραρτήματος, όπως ισχύει σήμερα, (παράρτημα Ι, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2009/73) ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ειδοποιούν τους συνδρομητές τους απευθείας για οποιαδήποτε αύξηση τελών, την κατάλληλη χρονική στιγμή και το αργότερο μία κανονική χρονική περίοδο χρέωσης μετά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η αύξηση τίθεται σε ισχύ με διαφανή και κατανοητό τρόπο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες παραμένουν ελεύθεροι να λύσουν τις αντίστοιχες συμβάσεις, εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους οι οποίοι τους έχουν κοινοποιηθεί από το φορέα παροχής υπηρεσιών αερίου».


    37 — Απόφαση Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 46). Ωστόσο, «οι τυποποιημένες ρήτρες που καθιστούν δυνατή τέτοια μονομερή αναπροσαρμογή πρέπει να τηρούν τις απαιτήσεις καλής πίστεως, ισορροπίας και διαφάνειας που επιβάλλουν οι εν λόγω οδηγίες», σκέψη 47.


    38 — Η θεωρία διακρίνει τις καθεαυτές ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που χαρακτηρίζονται από αυτοματισμό από τις ρήτρες αναθεωρήσεως βάσει δείκτη. Βλ. Doucet, J. P., L’indexation, 1965, L.G.D.J, σ. 6. Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των ρητρών αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και των ρητών μη αυτόματης αναπροσαρμογής των τιμών και τιμολογίων, βλ. G. Rouhette, «La révision conventionnelle du contrat», Revue internationale de droit comparé, 1986, σ. 369-408.


    39 — Επί του ζητήματος αυτού, βλ. Nihoul, P., και Rodford, P., EU Electronic Communications Law, 2η έκδ., Oxford University Press, 2011, σ. 399.


    40 — Υπό το πρίσμα αυτό, της συνέχειας, τοποθετείται η προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά την τιμαριθμοποίηση σε ένα τελείως διαφορετικό πεδίο αυτού των δημοσίων συμβάσεων, κατά την ερμηνεία του όρου «ουσιώδης τροποποίηση» στο πλαίσιο της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1) [καταργηθείσα και αντικατασταθείσα από την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114)]. Επομένως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ακόμη ότι η αντικατάσταση ενός δείκτη τιμών από νέο, η οποία προβλέπεται στη βασική σύμβαση, περιορίζεται στην εφαρμογή όρων της εν λόγω βασικής συμβάσεως όσον αφορά την προσαρμογή της ρήτρας περί τιμαριθμικής προσαρμογής και συνεπώς δεν συνιστά τροποποίηση ουσιωδών όρων της αρχικής συμβάσεως ισοδυναμούσα με σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50. Απόφαση pressetext Nachrichtenagentur (C‑454/06, EU:C:2008:351, σκέψεις 68 και 69).

    Top