EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0125

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Wahl της 24ης Μαρτίου 2015.
Iron & Smith kft κατά Unilever NV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Fővárosi Törvényszék - Ουγγαρία.
Προδικαστική παραπομπή - Σήματα - Καταχώριση εθνικού σήματος πανομοιότυπου ή παρόμοιου με προγενέστερο κοινοτικό σήμα - Κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Γεωγραφικό εύρος της φήμης.
Υπόθεση C-125/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:195

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 24ης Μαρτίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑125/14

Iron & Smith Kft

κατά

Unilever NV

[αίτηση του Fővárosi Törvényszék (Ουγγαρία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαίωμα επί του σήματος — Καταχώριση εθνικού σήματος πανομοιότυπου ή παρόμοιου με προγενέστερο κοινοτικό σήμα — Κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης — Γεωγραφική και οικονομική διάσταση της φήμης»

1. 

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ (στο εξής: οδηγία) ( 2 ). Αυτό που διερευνάται εν προκειμένω είναι, πρώτον, η σχέση μεταξύ εθνικού και κοινοτικού σήματος και, δεύτερον, η έκταση της προστασίας που δικαιούται να απολαύει προγενέστερο κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης.

2. 

Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτουν δύο ερωτήματα: (i) ποια είναι, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, η ορθή ερμηνεία της έννοιας «φήμη στην Κοινότητα», και (ii) μπορεί κράτος μέλος να μην κάνει δεκτό προς καταχώριση μεταγενέστερο εθνικό σήμα, ενώ στο έδαφός του δεν είναι ευρέως γνωστό κοινοτικό σήμα, του οποίου ωστόσο η φήμη είναι αναγνωρισμένη στα υπόλοιπα κράτη της Ένωσης;

I – Το νομικό πλαίσιο

3.

Η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να διασφαλισθεί ότι τα καταχωρισμένα σήματα προστατεύονται κατά ενιαίο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Διευκρινίζεται ωστόσο ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να στερούνται της δυνατότητας να παρέχουν ευρύτερη προστασία στα σήματα που έχουν αποκτήσει φήμη.

4.

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας καθιερώνει σχετικό λόγο, βάσει του οποίου ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή, αν έχει καταχωρισθεί, κηρύσσεται άκυρο, όταν συγκρούεται με προγενέστερο κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ένα σήμα δεν πρέπει να γίνεται δεκτό προς καταχώριση (ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο), εάν είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο κοινοτικό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας και πρόκειται να (ή έχει ήδη) καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν είναι παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο κοινοτικό σήμα, εφόσον το προγενέστερο κοινοτικό σήμα έχει φήμη στην Κοινότητα, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος, χωρίς νόμιμη αιτία, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου κοινοτικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου κοινοτικού σήματος.

5.

Το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας θεσπίζει παρόμοιο, μολονότι δυνητικό, λόγο αρνήσεως όσον αφορά τα εθνικά σήματα που χαίρουν φήμης στο οικείο κράτος μέλος.

II – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

6.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Unilever NV, στηριζόμενη στο προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα της «IMPULSE», άσκησε ανακοπή κατά της αιτήσεως την οποία υπέβαλε η Iron & Smith Kft., με αίτημα την καταχώριση ως ουγγρικού σήματος του έγχρωμου εικονιστικού σημείου «be impulsive». Το ουγγρικό Γραφείο πνευματικής ιδιοκτησίας (Szellemi Tulajdon Nemzeti Hivatal· στο εξής: ουγγρικό Γραφείο) διαπίστωσε ότι η Unilever είχε πωλήσει σε μεγάλες ποσότητες και είχε καταστήσει ευρέως γνωστά στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το κοινοτικό λεκτικό σήμα της «IMPULSE», με το σήμα αυτό να κατέχει μερίδιο αγοράς ύψους 5 % στο Ηνωμένο Βασίλειο και 0,2 % στην Ιταλία. Επί τη βάσει της συγκεκριμένης διαπιστώσεως που αφορούσε τα —εκτός Ουγγαρίας— μερίδια αγοράς, το ουγγρικό Γραφείο έκρινε αποδεδειγμένη τη φήμη του κοινοτικού σήματος σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης ( 3 ). Διαπίστωσε, επίσης, ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος ενέχει τον κίνδυνο αποκομίσεως αθέμιτου οφέλους.

7.

Το ουγγρικό Γραφείο απέρριψε, συνεπώς, την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος της Iron & Smith και για τον λόγο αυτό η τελευταία κατέθεσε ενώπιον του Fővárosi Törvényszék (περιφερειακό δικαστήριο της Βουδαπέστης· άλλως και στο εξής: αιτούν δικαστήριο) αίτηση ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως επί της αιτήσεως καταχωρίσεως. Διατηρώντας αμφιβολίες, ωστόσο, όσον αφορά την προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί των ακόλουθων ερωτημάτων:

«(1)

Αρκεί η υφιστάμενη σε ένα μόνον κράτος μέλος φήμη προκειμένου να αποδειχθεί η φήμη κοινοτικού σήματος για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3 της [οδηγίας] […], ακόμη και στην περίπτωση που η αίτηση καταχωρίσεως εθνικού σήματος, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή λόγω της φήμης του, έχει κατατεθεί σε χώρα άλλη από το εν λόγω κράτος μέλος;

(2)

Μπορούν να τύχουν εφαρμογής, στο πλαίσιο των εδαφικής φύσεως κριτηρίων που χρησιμοποιούνται κατά την εξέταση της φήμης κοινοτικού σήματος, οι αρχές που [το Δικαστήριο ] έχει θέσει σχετικά με την ουσιαστική χρήση του κοινοτικού σήματος;

(3)

Εάν ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος αποδείξει τη φήμη του σήματος αυτού σε χώρες άλλες από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η καταχώριση εθνικού σήματος —οι οποίες καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα της επικράτειας της Ένωσης—, δύναται να του ζητηθεί, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις ως προς το εν λόγω κράτος μέλος;

(4)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο [τρίτο ερώτημα], λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να υπάρξει περίπτωση κατά την οποία σήμα που έχει έντονη παρουσία σε σημαντικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να είναι άγνωστο στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή υπήκοο ενός κράτους μέλους και ως εκ τούτου να μην πληρούται η έτερη απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη λόγου κωλύοντος την καταχώριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της οδηγίας, καθόσον δεν συντρέχει ο κίνδυνος βλάβης της φήμης ή του διακριτικού χαρακτήρα ή προσπορισμού αθέμιτου οφέλους από τη φήμη ή τον διακριτικό χαρακτήρα του; Γινομένου τούτου δεκτού, τι περιστάσεις πρέπει ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος να αποδείξει ώστε να πληρούται η αναφερθείσα προϋπόθεση;»

8.

Στην υπό κρίση υπόθεση υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις η Iron & Smith, η Unilever, η Ουγγρική, η Δανική, η Γαλλική, η Ιταλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή. Με εξαίρεση την Ιταλική Κυβέρνηση, όλοι οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Φεβρουαρίου 2015.

III – Ανάλυση

Α — Πλαίσιο

9.

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας τυγχάνει εφαρμογής υπό τον όρο ότι πληρούνται σωρευτικώς οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: (i) το προγενέστερο κοινοτικό σήμα πρέπει να χαίρει φήμης σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης (στο εξής: πρώτη προϋπόθεση) και (ii) η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου (εθνικού) σήματος πρέπει να προσπορίζει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου κοινοτικού σήματος ή να είναι βλαπτική για τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του (στο εξής: δεύτερη προϋπόθεση). Ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος ωστόσο δεν οφείλει να αποδείξει κάποιον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του δικού του σήματος και του μεταγενέστερου εθνικού ( 4 ).

10.

Με αφετηρία τις παραπάνω σκέψεις, είναι σαφές ότι τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται στενώς μεταξύ τους. Τα συγκεκριμένα τρία ερωτήματα αφορούν στο σύνολό τους την πρώτη προϋπόθεση, τουτέστιν τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοστούν για να διαπιστωθεί αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χαίρει φήμης σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ιδίως, ποια σημασία πρέπει (ενδεχομένως) να προσδίδεται στα γεωγραφικά σύνορα όταν εξετάζει το ζήτημα αυτό. Τούτου δοθέντος, θα διερευνήσω, κατ’ αρχάς, μαζί τα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα, προτού εξεταστεί το τέταρτο, το οποίο αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση. Παρά ταύτα, πριν εξετάσω τα συγκεκριμένα προβλήματα, θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω προηγουμένως μερικές σύντομες σκέψεις που αφορούν τη λογική στην οποία στηρίζεται ο σχετικός με τη φήμη λόγος απαραδέκτου.

11.

Ο λόγος απαραδέκτου (και ακυρότητας) του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας (και του αντίστοιχου άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού) αντανακλά την ιδέα ότι η αξία ενός εμπορικού σήματος δύναται να υπερβαίνει κατά πολύ την ικανότητα ενδείξεως της προελεύσεως [του προϊόντος ή της υπηρεσίας]: η αξία των εμπορικών σημάτων μπορεί να βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στην απήχηση που έχει η εικόνα τους. Τούτο αποκαλείται «διαφημιστική λειτουργία» των εμπορικών σημάτων ( 5 ). Υπό την ανωτέρω έννοια, αυτό που προστατεύεται δεν είναι τόσο η ένδειξη προελεύσεως όσο η οικονομική επιτυχία ορισμένων σημάτων. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διακυβεύεται η εικόνα ορισμένου σήματος όταν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση πανομοιότυπου ή παρόμοιου [σημείου]. Τούτο είναι πιθανό ακόμα (ιδίως) όταν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσδιορίζονται από το μεταγενέστερο σήμα δεν εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία με εκείνα τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο. Αναμφίλεκτα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να επεκτείνεται η προστασία των κοινοτικών σημάτων πέραν των κατηγοριών των υπηρεσιών και προϊόντων για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα. Λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτητα της προστασίας που παρέχεται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, σ’ ένα σήμα, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος απαραδέκτου καταχωρίσεως μπορεί να προβληθεί μόνον οσάκις το σήμα χαίρει φήμης εντός της Ένωσης.

Β — Η πρώτη προϋπόθεση

12.

Όπως επισημάνθηκε ήδη, το πρόβλημα το οποίο θέτουν τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, πηγάζει από το γεγονός ότι τόσο η οδηγία όσο και ο κανονισμός σιωπούν εντελώς ως προς το γεωγραφικό εύρος του ενωσιακού εδάφους το οποίο πρέπει να καλύπτεται ή τα λοιπά κριτήρια που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να αποδειχθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, η φήμη ενός κοινοτικού σήματος. Ως έχουν τα πράγματα, με δεδομένο ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας και το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού έχουν πανομοιότυπη διατύπωση, είναι αυτονόητο ότι η ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων πρέπει να έχει συνοχή ( 6 ).

13.

Είμαι της γνώμης, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο έχει ήδη επιλύσει το ζήτημα της φήμης, παρά το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περί της δυνατότητας εφαρμογής της προγενέστερης νομολογίας στην εκκρεμή ενώπιόν του υπόθεση. Προκειμένου να γίνει σαφέστερη η συλλογιστική μου θα περιγράψω αδρομερώς τις βασικές αρχές που διέπουν τη συγκεκριμένη νομολογία.

14.

Με την απόφαση General Motors ( 7 ), όσον αφορά το ζήτημα της φήμης στο πλαίσιο των εθνικών σημάτων (επρόκειτο, στην περίπτωση εκείνη, για εμπορικά σήματα στην Benelux), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι είναι αρκετό να χαίρει φήμης το σήμα «σε σημαντικό τμήμα» του εδάφους κράτους μέλους ( 8 ). Κρίσιμη, εν προκειμένω, είναι η επιπλέον διευκρίνιση του Δικαστηρίου ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η φήμη του σήματος να υφίσταται «σ’ ολόκληρο» το έδαφος του κράτους μέλους. Όσον αφορά την Benelux, τούτο είχε την έννοια ότι εφόσον το σήμα ήταν γνωστό σε σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού, εντός σημαντικού τμήματος του εδάφους αυτού, αυτό ήταν αρκετό προς απόδειξη της φήμης του. Στην περίπτωση του εδάφους της Benelux, το «σημαντικό τμήμα του εδάφους» θα μπορούσε επίσης να αντιστοιχεί και σε μέρος απλώς μιας από τις χώρες που συνθέτουν το έδαφός της ( 9 ).

15.

Με την απόφαση PAGO International ( 10 ), το συγκεκριμένο διατακτικό του Δικαστηρίου μεταφέρθηκε στο πλαίσιο του κοινοτικού σήματος. Το Δικαστήριο, στην περίπτωση εκείνη, κλήθηκε να αποφανθεί επί του κατά πόσον κοινοτικό σήμα (και δη, η μορφή της φιάλης ενός φρουτοχυμού) χαίρει πράγματι φήμης σε σημαντικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν η φήμη του εκτείνεται σε ένα μόνον κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι για να συμβεί αυτό πρέπει το κοινοτικό σήμα να είναι γνωστό σε σημαντικό μέρος του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από το εν λόγω σήμα, σε σημαντικό τμήμα του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, «λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης», το έδαφος του οικείου κράτους μέλους (Αυστρία) θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντικό τμήμα του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 11 ).

16.

Παρά την επιφύλαξη που διατύπωσε το Δικαστήριο στην τελευταία κρίση του («λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης»), είμαι της γνώμης ότι, έστω και σε γενικές γραμμές, συνάγεται από την εν λόγω απόφαση ότι η υφιστάμενη σ’ ένα μόνον κράτος μέλος φήμη μπορεί να είναι —εφόσον σημαντικό μέρος του κοινού στο οποίο απευθύνονται οι υπηρεσίες και τα προϊόντα που καλύπτονται από το σήμα συμπίπτει με το σχετικό κοινό στο ίδιο κράτος μέλος— αρκετό για να θεωρηθεί ότι το οικείο σήμα όντως χαίρει φήμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας ( 12 ).

17.

Πράγματι, σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της φήμης εξαρτάται από την αντίστοιχη αγορά των εκάστοτε προϊόντων και υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα τι συνιστά σημαντικό τμήμα της Ένωσης, απαιτείται εξέταση των πραγματικών περιστατικών, την οποία, ωστόσο, μόνο το επιληφθέν της υποθέσεως εθνικό δικαστήριο έχει προφανώς τη δυνατότητα να διενεργεί. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, το καλυπτόμενο από το προγενέστερο σήμα μερίδιο αγοράς, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρησιμοποιήσεώς του καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προβολή του είναι στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής ( 13 ). Δηλαδή, η φήμη προϋποθέτει ένα όριο γνώσεως, το οποίο πρέπει να αξιολογείται βάσει ποσοτικών κριτηρίων. Τα κριτήρια, συνεπώς, βάσει των οποίων καθορίζεται κατά πόσον ένα συγκεκριμένο σήμα διαθέτει φήμη σ’ ένα σημαντικό τμήμα της Ένωσης απαιτείται να είναι τόσο γεωγραφικά όσο και οικονομικά. Το μέγεθος, κατά συνέπεια, της αντίστοιχης αγοράς για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες θα πρέπει να έχει πρωταρχικό ρόλο κατά τη διερεύνηση του ζητήματος αυτού.

18.

Πιο συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από την απόφαση PAGO International, το ζήτημα τι συνιστά σημαντικό τμήμα της Ένωσης εξαρτάται κατ’ ανάγκην —και τούτο είναι ένα σημείο το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό— από το συγκεκριμένο σήμα το οποίο φέρεται ότι χαίρει φήμης και, συνακόλουθα, από το ενδιαφερόμενο κοινό. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο αυτό σημασία έχουν τα ποσοστά παρά οι απόλυτοι αριθμοί, το γεγονός ότι η οικεία αγορά δεν αποκλείεται να είναι περιορισμένου συνολικού μεγέθους δεν εμποδίζει, καθεαυτό, ένα σήμα να αποκτήσει φήμη. Καίτοι είμαι της γνώμης ότι το έδαφος ενός κράτους μέλους (μεγάλο ή μικρό εξίσου) δύναται πράγματι, αναλόγως με την περίπτωση, να συνιστά σημαντικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εξέταση που προηγείται του συμπεράσματος αυτού πρέπει, εντούτοις, να διενεργείται δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα γεωγραφικά σύνορα ( 14 ).

19.

Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόφαση PAGO International δεν είναι κρίσιμη, δοθέντος ότι στην περίπτωση εκείνη (σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση) αποδείχθηκε ότι το σήμα έχαιρε φήμης στο κράτος μέλος στο οποίο ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος επικαλέστηκε τη φήμη του. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι το κοινοτικό σήμα στηρίζεται στην αρχή της ομοιομορφίας. Τούτο σημαίνει ότι, αφής στιγμής ο δικαιούχος αποκτά ένα κοινοτικό σήμα, αυτό πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά του σε όλο το έδαφος της Ένωσης (εκτός από συγκεκριμένες εξαιρέσεις που απαριθμούνται στον κανονισμό) ( 15 ). Συνακόλουθα, κατ’ εμέ δεν έχει καμία σημασία αν έχει αποδειχθεί ή όχι η φήμη στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο αιτείται η καταχώριση τού μεταγενέστερου εθνικού σήματος ( 16 ). Όντως, η ομοιόμορφη προστασία σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης διακυβεύεται όταν ένα φημισμένο κοινοτικό σήμα τυγχάνει προστασίας μόνον εντός της γεωγραφικής περιοχής όπου έχει αποδειχθεί η φήμη του ( 17 ). Εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται —όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω— ότι ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος μπορεί να στηρίζεται αυτομάτως στη φήμη που χαίρει το σήμα του οπουδήποτε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου, για παράδειγμα, να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως εθνικού σήματος.

20.

Τούτο με οδηγεί σε ένα τελευταίο ζήτημα, ήτοι κατά πόσον είναι λυσιτελής, εν προκειμένω, η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια της «ουσιαστικής χρήσεως». Στην υπόθεση Leno Merken ( 18 ), το Δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί επί του αν η χρήση κοινοτικού σήματος εντός ενός μόνον κράτους μέλους μπορούσε να αποτελεί ή όχι ουσιαστική χρήση εντός της Κοινότητας. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς το επιχείρημα ότι μπορούσε να στηριχθεί στην προηγούμενη κρίση του στην οποία προέβη στην υπόθεση PAGO International, αφορώσα το ζήτημα της φήμης, προκειμένου να διακριβώσει αν πράγματι έγινε ουσιαστική χρήση εντός της Κοινότητας. Τούτο δε για ένα βασικό λόγο, ήτοι ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (φήμη) και το άρθρο 15 αυτού (ουσιαστική χρήση) επιδιώκουν την επίτευξη εντελώς διαφορετικών σκοπών. Ενώ η πρώτη διάταξη αφορά τις προϋποθέσεις που ρυθμίζουν τη διευρυμένη προστασία πέραν των κατηγοριών των υπηρεσιών και προϊόντων για τα οποία καταχωρίσθηκε ένα κοινοτικό σήμα, ο όρος «ουσιαστική χρήση» υποδηλώνει την ελάχιστη προϋπόθεση χρήσεως την οποία όλα τα εμπορικά σήματα πρέπει να πληρούν προκειμένου να τυγχάνουν προστασίας: σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού, για να αποτραπεί η καταχρηστική καταχώριση, ο δικαιούχος πρέπει να έχει κάνει «ουσιαστική χρήση του κοινοτικού σήματος μέσα στην Κοινότητα» εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώρισή του. Σε διαφορετική περίπτωση o δικαιούχος του σήματος είναι δυνατόν να κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του ( 19 ).

21.

Ομολογουμένως, όπως επισήμαναν ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις, μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου στην απόφαση Leno Merken όσον αφορά το πόσο ενδιαφέρουν τα γεωγραφικά σύνορα (όταν διερευνάται αν γίνεται ουσιαστική χρήση του σήματος) ομοίως δεν έχει, και εν προκειμένω, βαρύνουσα σημασία. Και τούτο διότι η εκτίμηση αυτή αντανακλά την ιδέα της ομοιόμορφης προστασίας που παρέχει το κοινοτικό σήμα σε καθεστώς εσωτερικής αγοράς. Παρά ταύτα, δεν είναι σκόπιμο να τύχει εφαρμογής στο παρόν πλαίσιο, έστω και κατ’ αναλογίαν, η συγκεκριμένη νομολογιακή τάση σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να διακριβώνεται κατά πόσο γίνεται ουσιαστική χρήση ενός εμπορικού σήματος. Πράγματι, όπως επισήμανε το ίδιο το Δικαστήριο, τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να διαπιστώνεται η ουσιαστική χρήση πρέπει να διακριθούν σαφώς από τα ισχύοντα στην περίπτωση της φήμης ( 20 ).

22.

Δοθέντος ότι ένα κοινοτικό εμπορικό σήμα μπορεί να χαίρει φήμης σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης ακόμα κι όταν η φήμη του υφίσταται σ’ ένα μόνον κράτος μέλος —το οποίο δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι ίδιο με εκείνο όπου ασκείται η ανακοπή— εναπόκειται πλέον στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν το σήμα της Unilever χαίρει φήμης σε σημαντικό τμήμα της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από το εμπορικό αυτό σήμα. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή και ότι το σήμα είναι αναγνωρισμένης φήμης (όπως το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να δέχεται), το αιτούν δικαστήριο οφείλει, παρά ταύτα, να εκτιμήσει επιπλέον κατά πόσον πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, προτού κάνει δεκτή την ασκηθείσα από την Unilever ανακοπή, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

Γ — Η δεύτερη προϋπόθεση

23.

Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας. Προκειμένου να κριθεί αν τυχόν πληρούται η δεύτερη αυτή προϋπόθεση, απαιτείται να διακριβωθεί κατά πόσον η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εθνικού σήματος προσπορίζει (ή θα προσπορίζει) χωρίς νόμιμη αιτία αθέμιτο όφελος από, ή είναι (ή θα είναι) βλαπτική για, τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου κοινοτικού σήματος.

24.

Εν προκειμένω, ανακύπτουν δύο ζητήματα. Πρώτον, υπό αυτές τις περιστάσεις, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να κρίνεται αν συντρέχει προσβολή λόγω περιορισμού της ευκρίνειας ( 21 ) ή λόγω αμαυρώσεως ( 22 ) ή, ακόμη λόγω, του παρασιτισμού ( 23 ); Και δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό, πόσο λυσιτελές είναι (ενδεχομένως) το γεγονός ότι το φημισμένο προγενέστερο σήμα είναι ελάχιστα γνωστό (ή εντελώς άγνωστο) εντός του κράτους μέλους όπου ζητείται η καταχώριση του εθνικού εμπορικού σήματος; Μολονότι είναι δύσκολο να εξεταστούν σε αφηρημένο επίπεδο αμφότερα τα συγκεκριμένα ερωτήματα, θα επιχειρήσω να παράσχω στο αιτούν δικαστήριο ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όταν εξετάζει τέτοια ζητήματα.

1. Το ενδιαφερόμενο κοινό

25.

Η ιδιομορφία της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι, κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν, στην πραγματικότητα, εντελώς άγνωστο στο ευρισκόμενο στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενο κοινό. Για προφανείς λόγους, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει αν το σήμα της Unilever, το οποίο χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιταλία, είναι γνωστό ή όχι στους ενδιαφερόμενους Ούγγρους καταναλωτές. Επ’ αυτού, θα περιοριστώ στην επισήμανση ότι, ακόμα και αν είναι πιθανό να μην χαίρει φήμης (ή να μην είναι ευρέως γνωστό) στην Ουγγαρία το προγενέστερο σήμα, ωστόσο από το γεγονός αυτό δεν συνάγεται αυτομάτως ότι το σήμα είναι και εντελώς άγνωστο στο ευρισκόμενο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ενδιαφερόμενο κοινό ( 24 ).

26.

Τούτου λεχθέντος, θα μπορούσε κάλλιστα να υποτεθεί ότι ένα προγενέστερο κοινοτικό σήμα πληροί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, αλλά όχι τη δεύτερη. Όπως διατείνονται αρκετοί εκ των μετεχόντων στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον ένα προγενέστερο κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης δύναται να τύχει διευρυμένης προστασίας σε κράτος μέλος, είναι αναγκαίο να αξιολογηθεί η κατάσταση στο κράτος μέλος όπου ο δικαιούχος μπορεί να επικαλεσθεί το παρεχόμενο από το κοινοτικό εμπορικό σήμα αποκλειστικό δικαίωμα. Στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το εν λόγω κράτος μέλος είναι η Ουγγαρία.

27.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει με την απόφαση General Motors ότι η καταχώριση μεταγενέστερου σήματος μπορεί να είναι επιζήμια για κάποιο προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης μόνο στην περίπτωση επαρκούς βαθμού γνώσεως του σήματος αυτού. Μόνον τότε είναι δυνατό για το κοινό, όταν βρίσκεται ενώπιον του μεταγενέστερου σήματος, να κάνει τον συσχετισμό μεταξύ των δύο εμπορικών σημάτων, ακόμα κι αν αυτά χρησιμοποιούνται για ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες ( 25 ). Πράγματι, όταν ουδόλως επηρεάζονται οι ουσιώδεις λειτουργίες του προγενέστερου σήματος, φαίνεται αμφίβολο αν θα μπορούσε το ίδιο να ζημιωθεί.

28.

Όπως παρατηρεί η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τούτο υποδηλώνει ότι, ακόμα κι αν έχει αναγνωρισθεί η φήμη ενός σήματος (σε σημαντικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι κατ’ ανάγκην, όπως εξήγησα ανωτέρω, εντός του κράτους μέλους όπου εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας), η γνώση του ενδιαφερόμενου κοινού εντός του κράτους μέλους του μεταγενέστερου σήματος είναι βαρύνουσας σημασίας για να διακριβωθεί αν το μεταγενέστερο εθνικό σήμα μπορεί να προκαλέσει ζημία στο προγενέστερο. Ομολογουμένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι προβληματική, υπό το πρίσμα, ιδίως, της αρχής της ομοιόμορφης προστασίας: ένα προγενέστερο κοινοτικό σήμα που χαίρει φήμης θα μπορούσε να τύχει αυξημένης προστασίας, η οποία θα επεκτεινόταν και σε ανόμοια προϊόντα και υπηρεσίες, στα 27 κράτη μέλη και όχι στο 28ο.

29.

Εντούτοις, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο στην απόφαση DHL Express France, το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου ενός κοινοτικού σήματος πρέπει να ερμηνευθεί εντός του νοηματικού του πλαισίου. Το συγκεκριμένο δικαίωμα παρέχεται για να μπορεί ο δικαιούχος να προστατεύει τα ειδικά συμφέροντά του προκειμένου να διασφαλίζει ότι το σήμα του εκπληρώνει τις λειτουργίες του. Συνεπώς, το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου κοινοτικού σήματος και, κατά συνέπεια, η κατά τόπον ισχύς του δικαιώματος αυτού δεν μπορούν να βαίνουν πέραν αυτού που επιτρέπεται στον δικαιούχο προκειμένου να προστατεύσει το σήμα του, δηλαδή να απαγορεύει αποκλειστικώς και μόνον κάθε χρήση η οποία μπορεί να προσβάλει τις λειτουργίες του σήματος ( 26 ). Ασφαλώς, η κρίση αυτή διατυπώθηκε στο πλαίσιο καθορισμού του κατά τόπον πεδίου εφαρμογής μιας απαγορεύσεως της συνεχίσεως πράξεων που συνιστούν παραποίηση/απομίμηση ή επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος. Ωστόσο, αν η εκτίμηση αυτή δεν εφαρμοζόταν εξίσου στην περίπτωση της καταχωρίσεως, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, θα μπορούσε να ασκεί ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος αλλά δεν θα μπορούσε να απαγορεύει τη χρήση του.

30.

Στο σημείο αυτό, είναι, επίσης, σημαντικό να δοθεί έμφαση στο ότι τα εθνικά σήματα πρέπει να επιτρέπεται να υπάρχουν παράλληλα με τα κοινοτικά ( 27 ). Εάν στο πλαίσιο της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν αποδιδόταν η δέουσα προσοχή στη γνώση του ενδιαφερόμενου κοινού εντός του κράτους μέλους στο οποίο εζητείτο η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος, η συνύπαρξη των δύο συστημάτων εμπορικού σήματος θα καθίστατο κενό γράμμα. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται, δίχως αμφιβολία, σημαντικά έξοδα για όσους αιτούνται την καταχώριση σήματος επί τη βάσει μόνο του εθνικού δικαίου περί σημάτων (λαμβάνοντας υπόψη τις δαπάνες που είναι αναγκαίες για να διασφαλιστεί ότι δεν υφίσταται ήδη παρόμοιο κοινοτικό σήμα για οποιαδήποτε πιθανή κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών).

31.

Πράγματι, για την προστασία των δικαιούχων προγενέστερων κοινοτικών σημάτων, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας μπορεί επίσης να τύχει εφαρμογής ακόμα και μετά την καταχώριση. Σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ο δικαιούχος ενός αναγνωρισμένης φήμης προγενέστερου σήματος ενδέχεται αλυσιτελώς να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως εθνικού σήματος για (μη) παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες. Ωστόσο, αν εξαρχής πληρούται η πρώτη προϋπόθεση, τίποτα δεν αποκλείει να εξεταστεί σε ένα επόμενο στάδιο η δυνατότητα να κηρυχθεί άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, μεταγενέστερο εθνικό σήμα, υπό τον όρο ότι πληρούται πλέον στο σημείο εκείνο και η δεύτερη προϋπόθεση.

2. Απόδειξη απαιτούμενου συνδέσμου

32.

Σε γενικές γραμμές, δύναται να λεχθεί ότι όσον αφορά το ζήτημα της ζημίας κρίνεται απαραίτητη η συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το εύρος της φήμης του προγενέστερου σήματος, το ενδιαφερόμενο κοινό και οι κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται τόσο από το προγενέστερο όσο και το μεταγενέστερο σήμα. Επ’ αυτού, νέα διδάγματα αντλούνται επίσης από τη νομολογία.

33.

Ειδικότερα, προκύπτει από την απόφαση Intel Corporation ( 28 ), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως με αντικείμενο τον προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας δυνητικό λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως, ότι όσο αμεσότερα και εντονότερα παραπέμπει το μεταγενέστερο σήμα στο προγενέστερο τόσο σοβαρότερος είναι ο κίνδυνος η ενεστώσα ή μελλοντική χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος να προσπορίσει αθέμιτο όφελος είτε από τον διακριτικό χαρακτήρα είτε από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή να προκαλέσει βλάβη είτε στον διακριτικό χαρακτήρα είτε στη φήμη του προγενέστερου σήματος ( 29 ). Όταν στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού ( 30 ) δεν γίνεται συσχέτιση μεταξύ προγενέστερου και μεταγενέστερου σήματος, η χρησιμοποίηση του τελευταίου δεν είναι δυνατό ούτε να προκαλέσει βλάβη ούτε να προσπορίσει αθέμιτο όφελος σε βάρος του πρώτου ( 31 ).

34.

Ένα ακόμα σημείο το οποίο πρέπει να επισημανθεί, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Intel Corporation, είναι ότι, αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα το ενδιαφερόμενο κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα να μη συγκλίνει με εκείνο στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί το μεταγενέστερο. Υπό την ανωτέρω έννοια, η φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί καθένα από τα συγκρουόμενα σήματα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν διερευνάται η ύπαρξη μεταξύ τους συνδέσμου. Ασφαλώς, τούτο θα είναι πιο εύκολο όταν το προγενέστερο σήμα είναι γνωστό στο ευρύ κοινό ή όταν οι καταναλωτές των προϊόντων ή οι αποδέκτες των υπηρεσιών συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό ( 32 ).

35.

Ειδικότερα, προκύπτει από τη νομολογία που διαμορφώθηκε από την Intel Corporation ότι αυτού του είδους ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο σημάτων δεν μπορεί να υπάρχει όταν το μεταγενέστερο σήμα δεν ανακαλεί στη μνήμη του ενδιαφερόμενου κοινού του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η καταχώριση του μεταγενέστερου το προγενέστερο. Πράγματι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν αποδεικνύεται τέτοιος σύνδεσμος, θα ήταν αντιφατικό να υποστηριχθεί ότι η χρήση του μεταγενέστερου σήματος θα συνιστούσε παρασιτική εκμετάλλευση είτε του διακριτικού χαρακτήρα είτε της φήμης του προγενέστερου ή θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη είτε στον διακριτικό χαρακτήρα είτε στη φήμη του ( 33 ).

36.

Παρά ταύτα, θα ήθελα να υπογραμμίσω μία σημαντική διαφορά μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως Intel Corporation: το σημείο αφετηρίας της παρούσας υποθέσεως βρίσκεται στο ότι το προγενέστερο σήμα της Unilever δεν τυγχάνει ιδιαιτέρως ευρείας (αν όχι ελάχιστης) αναγνωρίσεως στην Ουγγαρία. Τουναντίον, στην υπόθεση Intel Corporation, το Δικαστήριο φάνηκε να στηρίζει τις διαπιστώσεις του στην υπόθεση ότι το προγενέστερο σήμα που έχαιρε φήμης ήταν ευρέως γνωστό σε όλο το έδαφος του οικείου κράτους μέλους (Ηνωμένο Βασίλειο). Για αυτόν τον λόγο, η συγκεκριμένη απόφαση δεν παρέχει σαφείς ενδείξεις ως προς το αναγκαίο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού —τουτέστιν, πόσο σημαντικό πρέπει να είναι— για τη θεμελίωση του απαιτούμενου συνδέσμου.

37.

Φρονώ ότι τέτοιος σύνδεσμος θεμελιώνεται όταν εντός του οικείου κράτους μέλους είναι τόσο σημαντικό το ποσοστό των καταναλωτών των προϊόντων ή αποδεκτών των υπηρεσιών επί του συνόλου του ενδιαφερόμενου κοινού στο οποίο αυτά απευθύνονται ώστε να επέρχονται σημαντικές εμπορικής φύσεως επιπτώσεις (στο εξής: εμπορικής αξίας ισοδύναμο ποσοστό). Σε διαφορετική περίπτωση, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας θα στερείτο οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου. Πράγματι, μόνον όσοι γνωρίζουν το προηγούμενο σήμα θα είναι σε θέση να κάνουν εξαρχής έναν τέτοιο συνδυασμό. Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί τότε απαιτείται ένα από εμπορικής απόψεως αξιόλογο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού να έχει γνωρίσει το προηγούμενο κοινοτικό σήμα και ως εκ τούτου να είναι σε θέση να συνδέσει τα σήματα μεταξύ τους;

38.

Εν προκειμένω, είναι αναμφιβόλως σημαντικό το ότι η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αφορά την πραγματική ή δυνητική ζημία που επιφέρει στο προγενέστερο σήμα η καταχώριση του μεταγενέστερου εθνικού σήματος. Είναι προφανές ότι, για να θεωρηθεί ότι υφίσταται ζημία, το ποσοστό του κοινού που πρέπει να γνωρίζει το σήμα δεν πρέπει να είναι τόσο υψηλό όσο το ποσοστό που απαιτείται για να θεωρείται ότι χαίρει φήμης. Πρέπει, ωστόσο, να υπάρχουν αξιοσημείωτες επιπτώσεις. Εκτιμώ ότι —και πάλι τούτο εξαρτάται από το είδος των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά η εκάστοτε υπόθεση— τέτοια ζημία προκύπτει μόνον όταν το από εμπορικής απόψεως αξιόλογο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού στο οικείο κράτος μέλος συνδυάζει τα σήματα μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, μόνον εντός του συγκεκριμένου αυτού συνόλου είναι δυνατό να επηρεάζονται οι χρήστες από τον συνδυασμό τον οποίο κάνουν.

39.

Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι εκείνος που ζητεί την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος γνωρίζει την ύπαρξη του προγενέστερου χαίροντος φήμης εθνικού σήματος σε καμία περίπτωση δεν είναι λυσιτελές προκειμένου να αποδειχθεί ότι υφίσταται παρασιτική εκμετάλλευση. Πράγματι, του γεγονότος ότι ο αιτών την καταχώριση έχει γνώση του προγενέστερου εμπορικού σήματος ουδόλως έπεται ότι ο μέσος χρήστης μέλλει να συνδυάσει μεταξύ τους τα επίμαχα σήματα.

40.

Δεν μπορώ παρά να επαναλάβω ότι, μολονότι το ενδιαφερόμενο κοινό του κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ζητείται η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος δεν είναι καθοριστικό προκειμένου να αποδειχθεί αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χαίρει φήμης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, εντούτοις το κοινό αυτό είναι —αντιστρόφως— πρωταρχικής σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εθνικού σήματος θα μπορούσε να προσπορίσει αθέμιτο όφελος από ή να προκαλέσει βλάβη στο προγενέστερο φημισμένο κοινοτικό σήμα. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προστασία που παρέχεται στο εθνικό σήμα οριοθετείται, κατ’ αρχήν, από το έδαφος του κράτους μέλους όπου ζητείται η καταχώρισή του. Για αυτόν τον λόγο, κατά την εξέταση λόγων απαραδέκτου καταχωρίσεως εθνικών σημάτων, είναι βάσιμο το επιχείρημα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, βάσει του οποίου κρίνεται αν και κατά πόσον υφίσταται βλάβη ή αθέμιτο όφελος, πρέπει να είναι το κοινό του οικείου κράτους μέλους.

41.

Όντως, ιδίως στην περίπτωση της παρασιτικής εκμεταλλεύσεως, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία στην υπό κρίση υπόθεση, φαίνεται δύσκολο να υποστηριχθεί ότι ενδεχομένως συντρέχει τέτοια εκμετάλλευση εκεί όπου το τοπικό κοινό δεν γνωρίζει το προγενέστερο χαίρον φήμης σήμα (με την επιφύλαξη της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου σχετικής διακριβώσεως). Εν πάση περιπτώσει, όπως ειδικότερα παρατηρεί η Δανική Κυβέρνηση, ακόμη κι αν το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορούσε να συνδέσει το εμπορικό σήμα της Unilever με το μεταγενέστερο εθνικό σήμα, ο κίνδυνος επελεύσεως επιβλαβούς αποτελέσματος ή παρασιτικής εκμεταλλεύσεως δεν μπορεί να παραμείνει απλώς μια υπόθεση ( 34 ). Όσον αφορά τις αιτήσεις ανακοπής, το γεγονός ότι η φερόμενη ζημία δεν έχει ακόμη επέλθει (όπως άλλωστε φαίνεται ότι είναι η κατάσταση επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο) είναι φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά.

3. Το εύρος της φήμης του προγενέστερου σήματος

42.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ειδικότερα διευκρινίσεις ως προς το είδος των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίσει ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος προκειμένου να στηρίξει επ’ αυτών τη ζημία του σήματός του. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό έχει σημασία μόνον όταν το αιτούν δικαστήριο επαληθεύει ότι μεγάλο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού του οικείου κράτους μέλους προχωρεί στον απαιτούμενο συσχετισμό μεταξύ των εμπορικών σημάτων, τουτέστιν, εφόσον διαπιστώνει ότι ένα από εμπορικής απόψεως αξιόλογο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού του οικείου κράτους μέλους συνδέει τα σήματα μεταξύ τους.

43.

Συναφώς, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η ύπαρξη συνδέσμου στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι το προγενέστερο σήμα έχει υποστεί ή ότι θα υποστεί ζημία. Για τον λόγο αυτό, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδείξει είτε ότι η προσβολή του σήματός του είναι πραγματική και ενεστώσα είτε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως της προσβολής αυτής στο μέλλον ( 35 ). Μολονότι η απόδειξη του κινδύνου αμαυρώσεως φαίνεται ανεξάρτητη από την κατηγορία στην οποία ανήκουν τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες, φρονώ ότι όσο περισσότερο αυτά ομοιάζουν τόσο πιο εύκολο είναι να αποδειχθεί ότι μπορεί να επέλθει περιορισμός της ευκρίνειας [ιδίως διά του φαινομένου που καλείται «genericide» ( 36 ), ήτοι της τόσο γενικής χρήσεως μιας ενδείξεως προελεύσεως ώστε αυτή να μην σημαίνει πλέον την εταιρία προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας αλλά εν γένει το προϊόν ή την υπηρεσία, όπως, για παράδειγμα, συνέβη στην υπόθεση Interflora και Interflora British Unit ( 37 )].

44.

Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει ιδιαιτέρως υψηλά το σχετικό με την προσβολή (διά του περιορισμού ευκρίνειας και της αμαυρώσεως) επίπεδο αποδείξεως. Προς τούτο, πρέπει οπωσδήποτε να αποδεικνύεται προηγουμένως είτε ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων ή αποδέκτη των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος είτε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον. Όπως επισημάνθηκε ήδη, η διαπίστωση αυτή φαίνεται να αφορά ειδικώς την προσβολή που επιφέρει ο περιορισμός της ευκρίνειας και η αμαύρωση ( 38 ).

45.

Θεωρώ αμφίβολο το κατά πόσον μπορεί να ισχύει δίχως άλλο το κριτήριο αυτό στην περίπτωση της παρασιτικής εκμεταλλεύσεως. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή διαφέρει η γωνία υπό την οποία προσεγγίζεται το ζήτημα, στον βαθμό που η προσοχή εστιάζεται πλέον στον μέσο καταναλωτή του μεταγενέστερου σήματος και στο όφελος το οποίο θα αποκόμιζε από τη χρησιμοποίηση του προγενέστερου ο δικαιούχος του μεταγενέστερου. Επιπλέον, η νομολογία δεν απαιτεί προφανώς το αντλούμενο τοιουτοτρόπως όφελος να αποτυπώνεται, για παράδειγμα, με όρους αυξημένων πωλήσεων.

46.

Τουναντίον, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση L’Oréal κ.λπ. ( 39 ), αθέμιτο όφελος αντλείται όταν τρίτος επιχειρεί, χρησιμοποιώντας σημείο παρόμοιο του σήματος που έχει καταστεί ιδιαιτέρως γνωστό, να επωφεληθεί από την έλξη που ασκεί το σήμα αυτό, τη φήμη και το κύρος του, καθώς και να εκμεταλλευθεί, χωρίς να καταβάλει κανένα χρηματικό αντίτιμο και χωρίς ο ίδιος να μοχθήσει προς τούτο, την εμπορική προσπάθεια που καταβάλλει ο δικαιούχος του σήματος για να οικοδομήσει και να εδραιώσει τη φήμη του σήματος αυτού, και το όφελος που παρέχεται με τη χρήση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του εν λόγω σήματος ( 40 ). Από τη σκέψη αυτή προκύπτει ότι το αποκομιζόμενο όφελος πρέπει να είναι κατά κάποιον τρόπο αθέμιτο. Ωστόσο, κατά τη δική μου ερμηνεία της νομολογίας, η προστιθέμενη αξία του «αθέμιτου» είναι περιορισμένη —αν όχι ανύπαρκτη— όταν ο αιτών την καταχώριση του μεταγενέστερου εθνικού σήματος σκοπίμως εκμεταλλεύεται τη φήμη του μεταγενέστερου.

47.

Φρονώ, γενικώς, ότι, οσάκις τα προϊόντα και οι υπηρεσίες είναι (ιδιαιτέρως) ανόμοια, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, κατά την εκτίμηση που είναι υποχρεωμένο να κάνει, να εστιάζει στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου φημισμένου σήματος: όσο μεγαλύτερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας και η φήμη και όσο αμεσότερα και σαφέστερα το σημείο για το οποίο ζητείται η καταχώριση σε εθνικό επίπεδο παραπέμπει στο προγενέστερο εμπορικό σήμα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να αντλείται, με την ενεστώσα ή τη μελλοντική χρήση του σημείου, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος ή να θίγεται (ιδίως διά του περιορισμού της ευκρίνειας) αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη ( 41 ).

48.

Μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει περιορισμένες μόνο πληροφορίες οι οποίες δεν επιτρέπουν τη διατύπωση λεπτομερέστερων παρατηρήσεων αναφορικά με την ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εκκρεμή υπόθεση, εντούτοις, εξαρχής, δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να καθίσταται, λόγω του προγενέστερου σήματος της Unilever, ευχερέστερη η διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το μεταγενέστερο εθνικό σήμα. Προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον συντρέχει σοβαρός κίνδυνος προσπορισμού αθέμιτου οφέλους, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, συνεπώς, να εξετάσει, ειδικότερα, πόσο ευρέως γνωστό είναι το σήμα της Unilever και την εικόνα που προβάλλει ( 42 ) και αν έχει (ή μέλλει να) μετακυλίσει κάποιο όφελος στο μεταγενέστερο σήμα. Πράγματι, στην περίπτωση των πανομοιότυπων ή παρόμοιων προϊόντων, το ότι μεταφέρεται όφελος δείχνει σχεδόν αυταπόδεικτη ( 43 ). Αντιστρόφως, στην περίπτωση των ανόμοιων προϊόντων και υπηρεσιών, αυτού του είδους η «σταυρωτή επικονίαση» ( 44 ) ενδέχεται, κατά κανόνα, να είναι δυσχερέστερο να αποδειχθεί.

49.

Συνεπώς, κατά την ανάπτυξη του συλλογισμού του αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία στη γνώση του ενδιαφερόμενου κοινού στην Ουγγαρία. Συναφώς, όσο μεγαλύτερη είναι η φήμη και όσο αμεσότερα και σαφέστερα το σημείο για το οποίο ζητείται τώρα η καταχώριση παραπέμπει στο σήμα της Unilever τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να αντλείται, με την ενεστώσα ή τη μελλοντική χρήση του σημείου, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος ή να θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη.

IV – Συμπέρασμα

50.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék ως εξής:

(1)

Για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, είναι δυνατό —αναλόγως του συγκεκριμένου σήματος το οποίο φέρεται ότι χαίρει φήμης και, συνακόλουθα, του ενδιαφερόμενου κοινού— να αρκεί η υφιστάμενη σε ένα μόνον κράτος μέλος φήμη κοινοτικού εμπορικού σήματος, το οποίο δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι το κράτος ενώπιον του οποίου γίνεται επίκληση της συγκεκριμένης διατάξεως. Συναφώς, προς απόδειξη της φήμης του σήματος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεν είναι λυσιτελής η εφαρμογή των νομολογιακών αρχών σχετικά με την υποχρέωση τεκμηριώσεως της ουσιαστικής χρήσεως του εμπορικού σήματος.

(2)

Όταν το προγενέστερο κοινοτικό εμπορικό σήμα δεν χαίρει φήμης εντός του κράτους μέλους ενώπιον του οποίου γίνεται επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, προκειμένου να αποδειχθεί, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος, χωρίς νόμιμη αιτία, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του, πρέπει να διακριβωθεί ότι ένα εμπορικής αξίας ισοδύναμο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού του οικείου κράτους μέλους θα συνδέσει τα σήματα μεταξύ τους. Συναφώς, το εύρος της φήμης του προγενέστερου σήματος συνιστά σημαντικό παράγοντα ο οποίος πρέπει λαμβάνεται υπόψη για την απόδειξη αυτού του συνδέσμου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25).

( 3 ) Τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της Unilever δεν προσδιορίζονται· ούτε επίσης διευκρινίζεται ποια προϊόντα αφορούν τα στοιχεία για τα μερίδια αγοράς.

( 4 ) Επί παραδείγματι, αποφάσεις Adidas-Salomon και Adidas Benelux (C‑408/01, EU:C:2003:582, σκέψεις 27 έως 31), και Intel Corporation (C‑252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 57, 58 και 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οσάκις αποκλείεται η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, δεν γίνονται δεκτοί οι λόγοι απαραδέκτου που θεσπίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας. Ωστόσο, το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν επιτάσσει κάτι τέτοιο. Και τούτο διότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος μπορεί να έχει ιδιαίτερο συμφέρον να επικαλεσθεί το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας για να αντιταχθεί στην προσβολή του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του σήματός του. Βλ., επίσης, προσφάτως, απόφαση Intra-Presse κατά ΓΕΕΑ (C‑581/13 P και C‑582/13 P, EU:C:2014:2387, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όσον αφορά το νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 2007/2009, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός).

( 5 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Interflora κ.λπ. (C‑323/09, EU:C:2011:173, σημείο 50).

( 6 ) Κατά κανόνα, και όσον αφορά το συγκεκριμένο πλαίσιο, οι παράλληλες διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο· βλ. απόφαση PAGO International (C‑301/07, EU:C:2009:611, σκέψεις 22 επ.).

( 7 ) Απόφαση General Motors (C-375/97, EU:C: 1999:408).

( 8 ) Όπ.π. (σκέψη 28).

( 9 ) Όπ.π. (σκέψη 31).

( 10 ) Απόφαση PAGO International (C-301/07, EU:C:2009:611).

( 11 ) Όπ.π. (σκέψη 30).

( 12 ) Μολονότι οι υποθέσεις General Motors και PAGO International είχαν, ομολογουμένως, ως αντικείμενο το ζήτημα της «φήμης» και πιθανών προσβολών της, οι ίδιες αρχές, κατ’ εμέ, πρέπει να ισχύουν και για το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας. Πράγματι, ουδόλως θα μπορούσε, φρονώ, να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της φήμης, η οποία απαιτείται προκειμένου να ασκηθεί ανακοπή λόγω συγκρούσεως με προγενέστερο εμπορικό σήμα, και της προσβολής, αφετέρου. Και οι δύο μορφές αποκαταστάσεως της ζημίας παρέχουν προστασία στον δικαιούχο του προγενέστερου εμπορικού σήματος.

( 13 ) Βλ. απόφαση General Motors (C-375/97, EU:C:1999:408, σκέψεις 23, 24 και 27).

( 14 ) Βλ., ομοίως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση PAGO International (C‑301/07, EU:C:2009:274, σημεία 30 επ.).

( 15 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού.

( 16 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας.

( 17 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση DHL Express France (C‑235/09, EU:C:2011:238, σκέψη 44).

( 18 ) Απόφαση Leno Merken (C‑149/11, EU:C:2012:816).

( 19 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού. Όσον αφορά τη νομολογία, βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Ansul (C‑40/01, EU:C:2003:145) και Construcción, Promociones e Instalaciones κατά ΓΕΕΑ — Copisa Proyectos y Mantenimientos Industriales (CPI COPISA INDUSTRIAL) (T‑345/13, EU:T:2014:614).

( 20 ) Απόφαση Leno Merken (C-149/11, EU:C:2012:816, σκέψεις 52 έως 54).

( 21 ) Ο συγκεκριμένος τύπος προσβολής αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος, καλείται δε επίσης «εξασθένηση» και «απίσχνανση». Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο, η προσβολή «αυτή υφίσταται εφόσον έχει αποδυναμωθεί η δυνατότητα του σήματος να προσδιορίζει τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε, δεδομένου ότι η εκ μέρους τρίτου χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό της ταυτότητας του σήματος και του αντίκτυπου που έχει στο κοινό. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, οσάκις το σήμα παύει να προκαλεί άμεση συσχέτιση με τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε» (απόφαση L’Oréal κ.λπ., C‑487/07, EU:C:2009:378, σκέψη 39).

( 22 ) Αφορά την προσβολή της φήμης του σήματος, η οποία καλείται επίσης «απαξίωση». Κατά την έκφραση του Δικαστηρίου, η προσβολή αυτή υφίσταται «εφόσον οι υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία χρησιμοποιείται από τρίτον το πανομοιότυπο ή παρόμοιο σημείο εκλαμβάνονται από το κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε η έλξη που ασκεί το σήμα να μειώνεται. Ο κίνδυνος που ενέχει η προσβολή αυτή έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρει ο τρίτος έχουν χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιότητα που ενδέχεται να βλάψει τη φήμη του σήματος» (απόφαση L’Oréal κ.λπ., C-487/07, EU:C:2009:378, σκέψη 40).

( 23 ) Αναφορικά με αυτό το τρίτο είδος προσβολής, το οποίο καλείται «παρασιτισμός» ή «free-riding» [αυθαίρετη χρήση], ο εν λόγω όρος υποδηλώνει το πλεονέκτημα που παρέχει στον τρίτο η χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου. Συντρέχει, ιδίως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της αντανακλάσεως της φήμης του σήματος ή των χαρακτηριστικών που αυτό προβάλλει στα προϊόντα που προσδιορίζονται με το πανομοιότυπο ή παρόμοιο σημείο, υφίσταται προδήλως εκμετάλλευση του σήματος που χαίρει φήμης. Βλ. απόφαση L’Oréal κ.λπ. (C-487/07, EU:C:2009:378, σκέψη 41).

( 24 ) Από τη διάταξη περί παραπομπής, όπως επίσης και από όσα υποστηρίχθηκαν κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι σε κάποιο προγενέστερο χρονικό σημείο η Unilever φαίνεται να έχει εμπορευτεί τα προϊόντα της στην Ουγγαρία. Τούτο υποδηλώνει, κατά την κρίση μου (με την επιφύλαξη της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου σχετικής διακριβώσεως), ότι το εμπορικό σήμα της Unilever δεν είναι δυνατόν, στην πραγματικότητα, να είναι εντελώς άγνωστο στο ενδιαφερόμενο κοινό της Ουγγαρίας.

( 25 ) Απόφαση General Motors (C-375/97, EU:C:1999:408, σκέψη 23). Βλ., επίσης, απόφαση Adidas-Salomon and Adidas Benelux (C-408/01, EU:C:2003:582, σκέψη 29).

( 26 ) Απόφαση DHL Express France (C-235/09, EU:C:2011:238, σκέψεις 47 και 48). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Interflora και Interflora British Unit (C‑323/09, EU:C:2011:604, σκέψη 37).

( 27 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού.

( 28 ) Απόφαση Intel Corporation (C-252/07, EU:C:2008:655).

( 29 ) Όπ.π. (σκέψη 67). Όσον αφορά τους κρίσιμους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται τέτοιος σύνδεσμος, βλ., ιδίως, αποφάσεις Adidas-Salomon και Adidas Benelux (C-408/01, EU:C:2003:582, σκέψη 30) και adidas και adidas Benelux (C‑102/07, EU:C:2008:217, σκέψη 42).

( 30 ) Πρέπει να επισημανθεί ότι η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου κοινού εξαρτάται από το είδος της υπό εξέταση ζημίας: μολονότι το ζήτημα αν συντρέχει κάποια από τις προσβολές που συνίστανται στην πρόσκληση βλάβης πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον καταναλωτή των προϊόντων ή αποδέκτη των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης, το ζήτημα εντούτοις αν υφίσταται ζημία από διαφορετικού τύπου προσβολή και δη από παρασιτισμό (μολονότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι στην περίπτωση αυτή η ζημία είναι λιγότερο εμφανής) πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον καταναλωτή των προϊόντων ή αποδέκτη των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το μεταγενέστερο σήμα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αφετηρία των εκτιμήσεων σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα είναι ο μέσος καταναλωτής των προϊόντων ή αποδέκτης των υπηρεσιών που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Βλ. απόφαση Intel Corporation (C-252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 35 και 36).

( 31 ) Όπ.π (σκέψη 31).

( 32 ) Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκην και συχνά δύναται να γίνει δεκτό ότι κάποιο σήμα ενδέχεται να έχει αποκτήσει τόσο μεγάλη φήμη που βαίνει πέραν των ορίων του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί το σήμα. . Βλ., συναφώς, απόφαση Intel Corporation (C-252/07, EU:C:2008:655, σκέψεις 48 έως 51).

( 33 ) Υπό την έννοια αυτή, ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δεν είναι αναγκαίο να ασκεί ανακοπή κατά της καταχωρίσεως προκειμένου να διασφαλίζει το συμφέρον του. Βλ., επ’ αυτού, απόφαση DHL Express France (C-235/09, EU:C:2011:238, σκέψεις 46 και 47).

( 34 ) Βλ., μεταξύ πολλών, ιδίως, αποφάσεις Aktieselskabet af 21. november 2001 κατά ΓΕΕΑ (C‑197/07 P, EU:C:2008:721, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Japan Tobacco κατά ΓΕΕΑ (C‑136/08 P, EU:C:2009:282, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 35 ) Βλ. απόφαση Intel Corporation (C-252/07, EU:C:2008:655, σκέψη 38). Ο κίνδυνος αυτός, τουλάχιστον, δεν πρέπει να είναι αμιγώς υποθετικής φύσεως. Βλ., επίσης, απόφαση Rubinstein και L’Oréal κατά ΓΕΕΑ (C‑100/11 P, EU:C:2012:285, σκέψη 95).

( 36 ) Bently, L., και Sherman, B., Intellectual Property Law, 2η έκδ., Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2004, σ. 1004.

( 37 ) Απόφαση Interflora και Interflora British Unit (C-323/09, EU:C:2011:604).

( 38 ) Βλ. απόφαση Intel Corporation (C-252/07, EU:C:2008:655, σκέψη 77). Βλ., επίσης, απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ (C‑383/12 P, EU:C:2013:741, σκέψεις 36 και 37).

( 39 ) Απόφαση L’Oréal κ.λπ. (C-487/07, EU:C:2009:378).

( 40 ) Όπ.π. (σκέψη 49).

( 41 ) Όπ.π. (σκέψη 44).

( 42 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Sigla κατά ΓΕΕΑ — Elleni Holding (VIPS) (T‑215/03, EU:T:2007:93, σκέψη 35), και Antartica κατά ΓΕΕΑ — Nasdaq Stock Market (nasdaq) (T‑47/06, EU:T:2007:131, σκέψη 60).

( 43 ) Στην απόφαση Davidoff (C‑292/00, EU:C:2003:9) το Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υπονοεί το γράμμα του νυν άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, μπορεί να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτή όχι μόνο στην περίπτωση των πανομοιότυπων ή παρόμοιων σημείων που χρησιμοποιούνται για ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες αλλά και για προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει το εμπορικό σήμα που χαίρει φήμης. Βλ., ειδικότερα, σκέψεις 24, 25 και 30 της εν λόγω αποφάσεως.

( 44 ) Bently και Sherman, όπ.π., σ. 1007.

Top